μέτρον
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
τό,
A that by which anything is measured:
1 measure, rule, μέτρ' ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.12.422; ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας h.Merc.47; πάντ' ἄνδρα πάντων χρημάτων μέτρον εἶναι = man is a measure of all things, Pl.Tht.183c, cf. Protag. ap. Arist.Metaph.1053a36; μ. αὐτῷ οὐχ ἡ ψυχή, ἀλλ' ὁ νόμος X.Cyr.1.3.18.
b Math., measure, divisor, Eratosth. ap. Nicom.Ar.1.13, etc.
2 measure of content, whether solid or liquid, δῶκεν μέθυ, χίλια μ. Il.7.471; εἴκοσι δ' ἔστω μ.… ἀλφίτου Od.2.355; ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μ. χεῦε 9.209, cf. Il.23.268, 741, Hes.Op.350, 600, etc.; at Samos, of the μέδιμνος, SIG976.55 (ii B.C.); in Egypt, of the ἀρτάβη, μ. δοχικόν PTeb.11.6 (ii B.C.); also of smaller units, as μ. ἑξαχοίνικον ib.105.40 (ii B.C.); μέτροις καὶ σταθμοῖς by measure and weight, Decr. ap. And.1.83; in the widest sense, either weight or measure, Φείδωνος τοῦ τὰ μ. ποιήσαντος Πελοποννησίοισι Hdt.6.127; μ. οἰνηρά, σιτηρά, Arist.EN1135a2; Κιλικίῳ μ. μετρεῖν OGI579.2 (Cilicia).
3 any space measured or measurable, length, size, in plural, dimensions, μέτρα κελεύθου the length of the way, Od.4.389; μέτρα θαλάσσης Hes.Op.648, Orac. ap. Hdt.1.47; μορφῆς μέτρα bodily dimensions, E.Alc.1063; τὰ μ. τοῦ λίθου its distances from a given point in given directions, its position, Hdt.2.121.ά, cf. Pl.Lg. 843e, Plu.Sol.23; ἄστρων μέτρα S.Fr.432.8; ἀπέχει… θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους Th.8.95; τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν ἴσων μ. ὁρμᾶται [ὁ Νεῖλος] starts from the same distances as (i.e. the position corresponding to the source of) the Ister, Hdt.2.33; εἰδέναι τὴν ἑαυτοῦ χώραν μέτρῳ καὶ τόπῳ X.Cyr.8.5.3; ἐντὸς τῶν μ. τετμημένον μέταλλον Hyp.Eux.35; later of time, duration, μέτρα βίοιο ἄρκια APl.4.333 (Antiphil.); ἐτέων μέτρα, ὡράων μέτρον, AP7.334,9.481; μέτρα ἐνιαυτῶν, νυκτός, Arat.464.731; χρονικὰ μ. Simp. in de An.299.37.
b limit, goal, ὅρμου μ. the goal which is the mooring-place, Od.13.101; ἥβης μ. ἱκέσθαι the term which is puberty, Il.11.225, Hes. Op.132; but, ἥβης μ. ἔχειν full measure of youthful vigour, ib. 438, Thgn.1119; σοφίης, γνωμοσύνης μ. Sol.13.52, 16.2.
4 due measure or limit, proportion, μέτρα φυλάσσεσθαι Hes.Op.694; χρὴ κατ' αὐτὸν παντὸς ὁρᾶν μέτρον Pi.P.2.34; μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων Id.I.6(5).71; κατὰ μέτρον Hes.Op.720; πίνειν ὑπὲρ μέτρον Thgn.498; προστιθεὶς μ. A.Ch.797 (lyr.); τί μ. κακότατος ἔφυ; S.El.236 (lyr.); μέτρον ἔχει have a moderating power, Pl.Lg.836a; πλέον πίνειν τοῦ μέτρου Id.R.621a; μ. ἔχειν Id.Lg.957a; μέτρῳ = μετρίως, καταβαίνειν Pi.P.8.78; οὐδεὶς τῷ μ. τὸ πίνειν ἔστεργε Alciphr. 3.32.
5 τίς ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα… ἐπέθηκ' checks, i.e. bits, Pi.O.13.20.
II metre, Ar.Nu.638, 641, etc.; opp. μέλος (music) and ῥυθμός (time), Pl.Grg. 502c, etc.; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες putting into verse, Id.Lg.669d; τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη X.Mem. 1.2.21.
2 pl., verses, Pl.Ly.205a. (I.-E. *métro-m from *métro-m measuring instrument', cf. Goth. mitan 'measure'.)
German (Pape)
[Seite 163] τό, 1) das Maaß; – a) das Werkzeug zum Messen, der Maaßstab, Il. 12, 422; u. im weitern Sinne, Maaß und Gewicht, Her. 6, 127; vgl. Eur. μέτρ' ἀνθρώποισι καὶ μέρη σταθμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 544; πλοίῳ ἐς πεντακόσια τάλαντα ἄγοντι μέτρα, Thuc. 4, 118. – Bes. b) das Maaß für flüssige u. trockene Dinge, auch das damit Gemessene, μέτρα οἴνου, ὕδατος, ἀλφίτου, Il. 7, 471 Od. 2, 355. 9, 209; vgl. Il. 23, 268, τέσσαρα μέτρα κεχανδότα λέβητα, u. 741, ἓξ δ' ἄρα μέτρα χάνδανεν, nämlich ὁ κρητήρ, woraus hervorgeht, daß der Dichter ein Maaß von bestimmter Größe meint. – c) jeder gemessene oder meßbare Raum, μέτρα κελεύθου, die Maaße, die Länge des Weges, Od. 4, 389. 10, 539; μέτρον ὅρμου, der Raum des Hafens, 13, 101, öfter; μέτρον ἥβης, z. B. εἰ ἥβης μέτρον ἵκοντο, 11, 317; μέγας ἐσσὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνεις, 18, 217. 19, 532, wie Hes., das volle Maaß der Jugend, d. i. die Zeit der vollsten Jugendblüthe erreicht haben, wie Eur. σοὶ ταὐτὸν ἥβης εἶχ' ἂν μέτρον, Ion 354; Sol. 5, 32 σοφίης μέτρον, das volle Maaß der Weisheit, die vollkommne Weisheit; sp. D. – Auch in Prosa gew., Thuc. ἀπέχει τῆς πόλεως θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους, 8, 95; ἵνα εἴη μέτρον τι ἐναργὲς πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει, Plat. Tim. 39 d; τὴν μέτρῳ ἴσην καὶ σταθμῷ καὶ ἀριθμῷ, Legg. VI, 757 b; πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπον εἶναι, Theaet. 152 a, öfter; ὥσπερ ὑπὲρ σταθμῶν ἢ μέτρων τὸ ἴσον σκοπούμενοι, die Gleichheit in Gewichten und Maaßen, Dem. ep. 3 p. 640, 25. – 2) das rechte Maaß zwischen zu wenig u. zu viel, Ebenmaaß, Gleichmaaß, u. übertr. Mäßigung; ἕπεται ἐν ἑκάστῳ μέτρον, Jegliches hat sein Maaß, Pind. Ol. 13, 46; παντὸς ὁρᾶν μέτρον, in Allem auf das rechte Maaß sehen, P. 2, 34; κερδέων μέτρον θηρευέμεν χρή, N. 11, 47; vgl. auch I. 5, 67; προστιθεὶς μέτρον, Aesch. Ch. 786; καί τι μέτρον κακότητος ἔφυ, Soph. El. 229; μέτρον ἂν ἔχοι τὰ δικαστήρια, Plat. Legg. XII, 957 a; Sp., μέτρον ἐπακτέον πῷ πράγματι, Luc. hist. conscr. 9; τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως ὑπερβαίνειν, salt. 82; – μέτρῳ, κατὰ μέτρον, mäßig, mit Maaß. – 3) das Vers- oder Sylbenmaaß; φράσω δὲ ἄνευ μέτρου, Plat. Rep. III, 393 d; ἐν μέτρῳ ὡς ποιητής, ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης, Phaedr. 258 d, öfter; vgl. ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ, Rep. X, 607 d, wie μέλεσί τε καὶ μέτροις, Conv. 187 d; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες, in Verse bringen, Legg. II, 669 d; οὔτι τῶν μέτρων δέομαι ἀκοῦσαι ἀλλὰ τῆς διανοίας, nicht die Verse, Lys. 205 a; Folgde. Bei den Metrikern ist μέτρον theils ein einzelner Versfuß im daktylischen u. anapästischen Rhythmus, theils eine Verbindung von zwei Versfüßen im jambischen und trochäischen, dah. ἑξάμετρος, δίμετρος στίχος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mesure :
I. instrument pour mesurer, une mesure ; particul.
1 bâton pour arpenter;
2 mesure pour les matières sèches et les liquides ; quantité mesurée, mesure (de vin, d'eau, etc.);
3 fig. règle, loi;
II. quantité mesurée ou espace mesuré ; espace, longueur ; poét. μέτρα κελεύθου OD la longueur d'un chemin ; μέτρον ὅρμου OD étendue ou limites d'un port ; avec idée de temps μέτρον ἥβης IL durée de la jeunesse, càd âge de la jeunesse ; t. de pros. mesure d'un vers;
III. juste mesure.
Étymologie: R. Με, mesurer ; cf. lat. metior, meta, skr. mâtram.
Russian (Dvoretsky)
μέτρον: τό
1 мерило, измерительная линейка: μ. ἐν χερσὶν ἔχοντες Hom. с измерительной линейкой в руках;
2 единица измерения, мера емкости (ὕδατος εἴκοσι μέτρα Hom.);
3 мера, критерий (μ. οὐχ ἡ ψυχή, ἀλλὰ ὁ νόμος Xen.; φησὶ - ὁ Πρωταγόρας - πάντων χρημάτων μ. ἄνθρωπον εἶναι Plat.);
4 (преимущ. pl.) длина, протяжение или размеры, объем (μέτρα κελεύθου Hom.; εἰδέναι τὴν χώραν μέτρῳ καὶ τόπῳ Xen.): μέτρα θαλάσσης Hes. морские просторы; ὅρμου μ. Hom. обширный порт; μέτρα μορφῆς Eur. внешние очертания, внешность;
5 (должная) мера, надлежащая степень: μέτρῳ Pind. и ἐν μέτρῳ или κατὰ τὸ μ. NT в меру; ἐκ μέτρου NT в меру, т. е. расчетливо; μέτρα φυλάσσεσθαι Hes. соблюдать (во всем) меру; μ. ἔχειν Plat. умерять;
6 полная мера, высшая степень (κακότητος Soph.): μ. ἥβης Hom. расцвет молодости;
7 стих. размер (τὸ μέλος καὶ ὁ ῥυθμὸς καὶ τὸ μ. Plat.; τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη Xen.);
8 pl. стихи (τῶν μέτροιν ἀκοῦσαι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μέτρον: τό, (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ δι’ οὗ ἢ πρὸς ὃ μετρεῖταί τι· 1) μέτρον ἢ κανών, μέτρ’ ἐν χερσὶν ἔχοντες Ἰλ. Μ. 422· ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 47· καὶ οὔπω συγχωροῦμεν αὐτῷ πάντ’ ἄνδρα πάντων χρημάτων μέτρον εἶναι, ὅτι πᾶς ἀνὴρ εἶναι μέτρον δι’ ὅλα τὰ πράγματα, Πλάτ. Θεαίτ. 183Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 20 μέτρ. αὐτῷ οὐχ ἡ ψυχή, ἀλλ’ ὁ νόμος Ξεν. Κύρ. 1. 3, 18. 2) μέτρον χωρητικότητος ὑγρῶν ἢ ξηρῶν, δῶκεν μέθυ, χίλια μέτρα Ἰλ. Η. 471· εἴκοσι δ’ ἔστω μέτρα... ἀλφίτου Ὀδ. Β. 355· ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μέτρα χεῦε Ι. 209, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 268, 741· - ὥστε, ὡς φαίνεται, τὸ παρ’ Ὁμ. μέτρον εἶχεν ὡρισμένην χωρητικότητα· οὕτω καὶ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 348, 598, Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· μέτροις καὶ σταθμοῖς, διὰ μέτρων καὶ σταθμῶν, Ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 11. 25· ἐν τῇ εὐρυτάτῃ σημασίᾳ περιλαμβάνει ἡ λέξις καὶ τὰ σταθμὰ καὶ τὰ μέτρα, Φείδωνος τοῦ τὰ μέτρα ποιήσαντος Πελοποννησίοισι Ἡρόδ. 6. 127· μ. οἰνηρά, σιτηρὰ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 7, 2· μέτρον Ἀθηναῖον Ἑλληνικὰ Ὄστρακα Ι, σ. 774 ἔκδ. Wilcken, μ. δημόσιον σ. 769. 773, μ. δρόμων σ. 771, μ. ἑξαχοίνικον σ. 750. 772, μ. ἐσφραγισμένον σ. 768, σημ. 1, μ. θησαυρικὸν 745. 770, τετραχοίνικον 750 κἑξ., 771 κἑξ., τετράχουν 772, φορικὸν 747· πρβλ. μετρονόμοι. 3) διάστημα μεμετρημένον ἢ δυνάμενον νὰ μετρηθῇ, μέτρον, μῆκος, μέγεθος, ἐν τῷ πληθ., «διαστάσεις», μέτρα κελεύθου, τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ, Ὀδ. Δ. 389· μέτρον ὅρμου, περίφρασις ἀντὶ τοῦ ὅρμος, Ν. 101· οὕτω, μέτρα θαλάσσης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 646, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ἄστρων μέτρα Σοφ. Ἀποσπ. 379· διέχει... μέτρον ἑξήκοντα σταδίους Θουκ. 8. 95· εἰδέναι τι μέτρῳ καὶ τόπῳ Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· ἐντὸς μέτρων τετμημένον μέταλλον Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξ. 44· - ἐντεῦθεν καί, μέτρον ἥβης, πλῆρες μέτρου, δηλ. ἡ ἀκμή, τὸ ἄνθος, ἐπὶ τῆς νεότητος, ὡς τὸ τέλος, Ἰλ. Λ. 225, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 131, Θέογν. 1119· σοφίης μέτρον, πλήρωμα σοφίας, Σόλων 12. 52· μέτρα μορφῆς, τὸ μέγεθος καὶ σχῆμά τινος, Εὐρ. Ἄλκ. 1063· - φράσεις οἷαι αἱ: μέτρα ὀπώρης, βίου, ἐτέων, εἶναι μεταγενέστεραι, Jac. Ep. Ad. 651. 2, πρβλ. Ἄρατ. 464, 730. - Ἐν Ἡροδ. 2. 33, τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν αὐτῶν μέτρων ὁρμᾶται, ἡ ἔννοια φαίνεται οὖσα ἡ ἑξῆς: [ὁ Νεῖλος] πηγάζει ἐκ σημείου ἀπέχοντος ἴσον διάστημα [ἀπὸ τῶν ἐκβολῶν του] ὅσον καὶ ὁ Ἴστρος, ἴδε Schweigh. Λεξ. Ἡροδ. 4) τὸ προσῆκον ἢ ἁρμόζον μέτρον ἢ ὅριον, ἀναλογία, συμμετρία, μέτρα φυλάσσεσθαι· καιρὸς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 692· χρὴ κατ’ αὐτὸν παντὸς ὁρᾶν μέτρον Πινδ. Π. 2. 64· μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων ὁ αὐτ. ἐν. Ι. 6. 103· κατὰ μέτρον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 718· πίνειν ὑπὲρ μέτρον Θέογν. 498· προστιθεὶς μέτρον Αἰσχύλ. Χο. 797· τί μ. κακότητος ἔφυ; Σοφ. Ἠλ. 236· μέτρον ἔχει, ἔχει δύναμιν μετριαστικήν, Πλάτ. Νόμ. 836Α· πλέον μέτρου ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 621Α· μ. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 957Α· ἀλλά, μέτρα ἐπιτιθέναι, προστιθέναι τὸν τρόπον τοῦ ἐλαύνειν, Πινδ. Ο. 13. 27, ἔνθα ἴδε σημ. Donalds.· - μέτρῳ = μετρίως, Πινδ. Π. 8. 111· μέτρῳ πίνειν (ἴδε ἀμετρὶ) Ἀλκίφρων 3. 32. II. τὸ μέτρον τῶν στίχων ἢ συλλαβῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 638, 641 κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μέλος (τὴν μουσικὴν σύνθεσιν) καὶ τὸν ῥυθμὸν (δηλ. τὸν χρόνον), Πλάτ. Γοργ. 502C· εἰς μέτρα τιθέναι, μετατρέπειν εἰς στίχους, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669D· τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 21. 2) στίχος, ἔμμετρος στίχος, Πλάτ. Λῦσ. 205Α. (Ἐντεῦθεν, μετρέω, μέτριος, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. mâ, mâ-mi, mi-mê (metior), mât-ram (mensura)· Λατ. met-are, met-iri, mens-a, mens-ura· Λιθ. mat-úti (metiri), mét-as (tempus, annus)· - ἴδε ἐν λέξ. μήν, mensis).
English (Autenrieth)
measure, measuring-rod, Il. 12.422; then of any vessel and its contents, Il. 7.471; ὅρμου μέτρον, of the proper point for mooring, Od. 13.101; μέτρα κελεύθου, periphrasis for κέλευθος, κέλευθα; fig., ἥβης, ‘full measure,’ ‘prime.’
English (Slater)
μέτρον (-ον, -ῳ, -ον; -α acc.)
a due measure (in) c. gen. ἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον (O. 13.48) χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον (P. 2.34) δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει ( reduces to moderation: post χειρῶν distinxit Bergk, v.l. μέτρον) (P. 8.78) κερδέων δὲ χρὴ μέτρον θηρευέμεν (N. 11.47) ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων (τὰ προσήκοντα Σ. cf. Herakleitos, B 30 D—K, but v. κατέχω) (I. 6.71) πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα (μετρίως Σ.) (Pae. 1.3)
b measure of time
a compass, space ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει (P. 4.286) πάντα δ' ἐξειπεῖν ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος (I. 1.62)
II (musical, metrical) measure. ἰὴ ἰῆτε νῦν μέτρα παιηόνων ἰῆτε νέοι (Pae. 6.121)
c measure of distance. ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ μέτρον sc. Jason, while ploughing with the oxen of Aietes (P. 4.237)
d curb, bridle τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; (τὰ ἵππεια μέτρα τοῦ χαλινοῦ Σ, a ref. to the cult of Ἀθηνᾶ Χαλινῖτις at Korinth) (O. 13.20)
English (Strong)
an apparently primary word; a measure ("metre"), literally or figuratively; by implication, a limited portion (degree): measure.
English (Thayer)
μέτρου, τό, the Sept. chiefly for מִדָּה (cf. μήτηρ), measure;
1. an instrument for measuring;
a. a vessel for receiving and determining the quantity of things, whether dry or liquid: in proverbial discourse, μέτρειν μέτρῳ, of the measure of the benefits which one confers on others, μέτρον πεπιεσμένον καί σεσαλευμένον, figuratively equivalent to most abundant requital, ibid.; πληροῦν τό μέτρον τῶν πατέρων, to add what is lacking in order to fill up their ancestors' prescribed number of crimes, πληρόω, 2a.); ἐκ μέτρου (A. V. by measure; see ἐκ, V:3) i. e. sparingly, ἐν μέτρῳ, a graduated staff for measuring, measuring-rod: ἀνθρώπου added (man's measure), such as men use, the rule or standard of judgment: determined extent, portion measured off, measure or limit: with a genitive of the thing received, ἐν μέτρῳ, in proportion to the measure (cf. Winer's Grammar, § 48, a. 3b. and see ἐνέργεια; others, in due measure), the required measure, the due, fit, measure: τῆς ἡλικίας, the proper i. e. ripe, full age (see ἡλικία, 1c.) (of a man), ἡβης, Homer, Iliad 11,225; Odyssey 11,317; Solon 5,52 (Poet. Min. Gr. (edited by Gaisford) 3:135)).
Greek Monolingual
και μέτρος, το (ΑΜ μέτρον, Μ και μέτρο και μέτρος)
1. καθετί που λαμβάνεται ως πρότυπο σύγκρισης για τον καθορισμό μεγέθους, έκτασης, μήκους, επιφάνειας, όγκου, έντασης ή αξίας άλλων παρομοίων
2. ο κανόνας, η βάση με την οποία κρίνεται κάτι («πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος» — για όλα τα πράγματα, το μέτρο, η βάση σύγκρισης είναι ο άνθρωπος, Πλάτ.)
3. το ορθό μέσο μεταξύ δύο αντιθέτων, η αποφυγή ακροτήτων, ο μέσος όρος, η συμμετρία, η ορθή αναλογία (α. «το κρασί πρέπει να πίνεται με μέτρο» β. «χρὴ κατ' αὐτὸν παντὸς ὁρᾱν μέτρον», Πίνδ.)
4. (στη στιχουργική) η εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών, στη νεοελληνική παραδοσιακή ποίηση, ή μακρών και βραχειών, στην αρχαία, που δίνει ρυθμό στον ποιητικό στίχο
5. στον πληθ. τα μέτρα α) διάστημα που μετρήθηκε ή μπορεί να μετρηθεί, μήκος, μέγεθος
β) οι διαστάσεις ενός σώματος ή αντικειμένου («θα πάρω τα μέτρα του οικοπέδου»)
6. φρ. α) «πάνω από το μέτρο» ή «ὑπέρ μέτρον» ή «ἔξω ἀπὸ τὸ μέτρο» ή «δίχως μέτρον» — υπερβολικά
7. (γνωμ.) «(πᾶν) μέτρον ἄριστον» — η μεσότητα, η αποφυγή των άκρων είναι το άριστο και ωφελιμότατο από όλα τά πράγματα
νεοελλ.
1. η βασική μονάδα του δεκαδικού μετρικού συστήματος, που ισούται κατά προσέγγιση με το ένα τεσσαρακοστό εκατομμυριοστό τμήμα του γήινου μεσημβρινού και η οποία αργότερα είχε οριστεί στο Διεθνές Σύστημα μονάδων ως ίση με 1.650.763,73 μήκη κύματος της πορτοκαλέρυθρης γραμμής του φάσματος του στοιχείου κρυπτόν - 86, ενώ σήμερα, στο ίδιο σύστημα, ορίζεται ως ίση με το μήκος της διαδρομής που διανύει το φως σε χρόνο 1/299.792.458 δευτερόλεπτα
2. το όργανο για τη μέτρηση μηκών, το οποίο έχει συνήθως μήκος ενός μέτρου
3. μαθημ. αριθμός που προσδίδεται σε ένα συγκεκριμένο σύνολο και τηρεί ορισμένα αξιώματα με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί κάποιος να βρει το μήκος, σε περίπτωση τμήματος, το εμβαδόν σε περίπτωση ορθογωνίου κ.ά.
4. μουσ. μικρό τμήμα ενός μουσικού έργου, το οποίο αρχίζει από μια θέση και τελειώνει εκεί ακριβώς που εμφανίζεται η επόμενη θέση και το οποίο στα γραπτά μουσικά κείμενα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαστολές, δηλαδή σε δύο κάθετες γραμμές του πενταγράμμου
5. κάθε βήμα ή κίνηση του χορευτή σύμφωνα με τον χρόνο της μουσικής που συνοδεύει τον χορό
6. στον πληθ. τα μέτρα
το σύνολο των ενεργειών για την επίτευξη ορισμένου σκοπού και ιδίως για άμυνα ή αποτροπή κακού, πρόνοια, προφύλαξη (α. «έπρεπε να πάρω τα μέτρα μου, όπως μέ είχαν προειδοποιήσει» β. «τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης αποδείχθηκαν πολύ σκληρά για τον λαό»)
7. φρ. α) «μέτρα και σταθμά»
μετρολ. το σύνολο των μονάδων που έχει διαμορφωθεί για τη μέτρηση μεγεθών
β) «εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά» — μεροληπτεί, είναι αυστηρός στους μεν και επιεικής στους δε
γ) «μέτρο αριθμού»
μαθημ. η απόλυτη τιμή ενός πραγματικού ή μιγαδικού αριθμού
δ) «μέτρο ανά δευτερόλεπτο» — μονάδα μέτρησης ταχυτήτων
ε) «μέτρο ανά δευτερόλεπτο στο τετράγωνο» — μονάδα μέτρησης της επιτάχυνσης
στ) «μέτρο ελαστικότητας» — σταθερά της ελαστικότητας ενός σώματος, το αντίστροφο του συντελεστή ελαστικότητας, η οποία εξαρτάται από τη φύση του σώματος, την προηγούμενη κατεργασία, τη θερμοκρασία κ.ά.
ζ) «κυβικό μέτρο» — μονάδα μέτρησης όγκου η οποία ισοδυναμεί με τον όγκο ενός κύβου που έχει πλευρά ίση με ένα μέτρο και συμβολίζεται με m3
η) «τετραγωνικό μέτρο» — μονάδα μέτρησης επιφανειών η οποία ισοδυναμεί με το εμβαδόν ενός τετραγώνου που έχει πλευρά ίση με ένα μέτρο και συμβολίζεται με m2
θ) «προσωρινά μέτρα» — προσωρινός διακανονισμός διαφοράς ή διασφάλισης δικαιώματος με δικαστική επέμβαση
ι) «συντηρητικά μέτρα» ή «προφυλακτικά μέτρα» — μέσα που παρέχονται από την πολιτική δικονομία για εξασφάλιση ή συντήρηση έννομων δικαιωμάτων
ια) «εν τινι μέτρω» — ώς έναν βαθμό, κάπως, μέτρια
ιβ) «του παίρνουν μέτρα» — είναι ετοιμοθάνατος
8. παροιμ. «όποιος περπατά με μέτρα στέκει πάντα σαν την πέτρα» — αυτός που αντιμετωπίζει τα πράγματα με σύνεση ευδοκιμεί
νεοελλ.-μσν.
1. υπολογισμός, απαρίθμηση, καταμέτρηση, μέτρημα («έκανα λάθος στα μέτρα»)
2. σκεύος ή δοχείο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση χωρητικότητας υγρών ή στερεών
3. σκέψη, εκτίμηση («κι εσύ είντα μέτρος ήκαμες σε τούτα και μού λέεις», Ερωτόκρ.)
4. το ανώτατο δυνατό το άκρο όριο, («αυτό που μου λες υπερβαίνει το μέτρο των δυνατοτήτων μου»)
5. κατάσταση, περίσταση («ποτέ μου δεν το λόγιαζα νά 'ρθω στο μέτρος τούτο», Ερωτόκρ.)
6. φρ. «με μέτρο»
i) εμμέτρως
ii) με φρόνηση, με περίσκεψη, χωρίς υπερβολή, μετρημένα
μσν.
1. στρατιωτικός σχηματισμός, παράταξη
2. (για εμπορικές συναλλαγές, σε επιρρμ. εκφράσεις) συναλλαγή με μετρητά
3. τρόπος μέτρησης
4. αριθμός, πλήθος
5. ορισμένη ποσότητα
6. δυναμικότητα, δύναμη
7. μετριοπαθής τρόπος συμπεριφοράς
8. κοινωνική θέση
9. φρ. α) «ἄνθρωποι (τοῦ) μέτρου»
i) λίγοι, λιγοστοί
ii) πάμπολλοι, αναρίθμητοι
β) «εἰς μέτρο ψυχές» — σύμφωνα με τον αριθμό των ατόμων
γ) «βάνω εἰς μέτρον» — προσθέτω, συνυπολογίζω
δ) «παίρνω εἰς τὸ μέτρο» — συγκαταριθμώ ε) «δὲν ἔχω μέτρον» — είμαι αναρίθμητος
στ) «μέρες μέτρου» — ορισμένος αριθμός ημερών
ζ) «εἰς μέτρος» — υπολογίζοντας τον αριθμό
η) «μέ (τὸ) μέτρος»
i) σε περιορισμένη ποσότητα, μετρημένα
ii) αναλογικά, σύμφωνα με... iii) με πλήρη αντιστοιχία
θ) «μπαίνω εἰς τὸ μέτρος μέ κάποιον» μετρούμαι με κάποιο μέτρο συγκρίσεως, συγκρίνομαι με κάποιον, (Ανθ. Παλ.)
μσν.-αρχ.
1. το χρονικό διάστημα, η διάρκεια («μέτρα βίοιο», Ανθ. Παλ.)
2. όριο («νῆες ἐΰσσελμοι, ὅτ' ἂν ὅρμου μέτρον ἵκωνται», Ομ. Οδ.)
3. απόσταση
4. μονάδα χωρητικότητας υγρών και στερεών («μέτρον γὰρ ἔχων μελτηδέος οίνου», Θέογν.)
αρχ.
1. (σχετικά με τη νεότητα) ακμή, άνθος
2. (σε ηθική έννοια) το μέγεθος, το ύψος («ἱμερτῆς σοφίης μέτρον», Σόλ.)
3. η απόσταση («ἀπέχει θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους», Θουκ.)
4. μετριαστική δύναμη («τὰ μὲν ἴδια δικαστήρια ταύτῃ πῃ. γιγνόμενα μέτρον ἂν ἔχοι», Πλάτ.)
5. χαλινός, επιστόμιο
6. στον πληθ. η θέση ὅπου βρίσκεται κάτι σχετικά με την απόσταση από ορισμένα σταθερά σημεία («ἄστρων μέτρα» — οι θέσεις των άστρων στο στερέωμα, Σοφ.)
7. (στη μετρική) α) καθετί που δεν είναι πεζό, ποίημα
β) το είδος του μέτρου του ποιήματος (α. «ἰαμβικόν μέτρον» β. «τροχαϊκόν μέτρον»)
γ) ο στίχος
δ) η συζυγία, δηλαδή η διποδία ορισμένων μέτρων, όπως π.χ. του ιαμβικού
ε) ο πους
στ) ο χρόνος
8. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ
μετρίως, με μέτρο
9. φρ. «ἐκ τῶν ἴσων μέτρων ὁρμῶμαι»
(για ποταμό) πηγάζω από σημείο που απέχει ίσα από τις εκβολές, όσο και...
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέ-τρον ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα mә1 της μακρόφωνης ΙΕ ρίζας mē «μετρώ, χαράζω, ορίζω» που εμφανίζεται στη λ. μήτρα (ΙΙ) «κτηματολόγιο» (πρβλ. τί-θη-μι: θε-τός) με επίθημα -τρον (πρβλ. κάλυπτρον, φύλακτρον) και συνδέεται με mettam «μέτρο» (< αρχ. ινδ. mitram «όριο, μέτρο»). Η άποψη, τέλος, ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. med-trom (< ρίζα med- «μετρώ», πρβλ. μέδιμνος) θεωρείται αβάσιμη, μια και ο τ. med-trom θα έδινε τ. μέστρον. Η λ. μέτρο στον πληθ. «σύνολο ενεργειών για την επίτευξη ορισμένου σκοπού», λ.χ., μέτρα ασφάλειας κ.λπ., είναι απόδοση στην ελλ. των γαλλ. prendre de mesures, mesures conservatoire κ.λπ. και μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά. Τη λ. δανείστηκε η λατ. (πρβλ. λατ. metrum) και από αυτήν οι άλλες ξένες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. metre, αγγλ. meter και τα σύνθ. diametre, geometre). Η λ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τις μορφές: α) -μετρον, στην οποία εντάσσονται νεοελλ. αντιδάνειες λέξεις είτε και στα δύο συνθετικά τους (ανεμό-μετρο, πρβλ. γαλλ. anemo-metre
βαρό-μετρο, πρβλ. γαλλ. baro-metre
θερμό-μετρο, πρβλ. γαλλ. thermo-metre) είτε μόνο στο β' συνθετικό τους (οινοπνευματό-μετρο, πρβλ. γαλλ. alcoo-metre
ηχό-μετρο, πρβλ. γαλλ. sono-metre). Επίσης, στην κατηγορία αυτή ανήκει μια σειρά ξεν. όρων που έχουν εισαχθεί στην ελλ. ως αντιδάνειοι και αναφέρονται στο δεκαδικό μετρικό σύστημα (μεγά-μετρο, πρβλ. γαλλ. mega-metre). β) -μέτρος και γ) -μέτρης (βλ. και λ. -μετρία).
ΠΑΡ. μετρικός, μέτριος, μετρώ
αρχ.
μετρήδην, μετρηδόν, μετρίον
μσν.
μετριώ, μετροσύνη.Σύνθ. με α' συνθετικό μετρο-: μετρολογία, μετρονόμος
αρχ.
μετροειδής, μετροποιός
μσν.
μετρόκροτος, μετρολογώ, μετροσύνθετος
νεοελλ.
μετρογραφία, μετροδείκτης, μετροδίκτυα, μετροεικόνα, μετρολόγος, μετρομανής, μετροταινία, μετροτράπεζα, μετροφυλλώ, μετροφωτογραφία, μετροφωτοθάλαμος, μετροφωτομηχανή.Σύνθ. με β' συνθετικό -μετρο(ν): επίμετρον, ημίμετρον, οδόμετρον, περίμετρον
αρχ.
απόμετρον, διάμετρον, δικαιόμετρον, ενδεκάμετρον, πρόμετρον, σιτόμετρον
νεοελλ.
αεριόμετρο, αζωτόμετρο, αισθησιόμετρο, ακτινόμετρο, αλατόμετρο, αλευρόμετρο, αμπερόμετρο, ανεμόμετρο, αντίμετρο, αξονόμετρο, αποστασιόμετρο, αραιόμετρο, ατμόμετρο, αυξησίμετρο, βαθύμετρο, βαρόμετρο, βλακόμετρο, βολτάμετρο, βολτόμετρο, βροχόμετρο, γαλακτόμετρο, γαλβανόμετρο, γλυκόμετρο, γωνιόμετρο, διαθλασίμετρο, διαστημόμετρο, δίμετρο, δρομόμετρο, δυναμόμετρο, εκατόμετρο, εκατοστόμετρο, ελαιόμετρο, εμβαδόμετρο, επιπεδόμετρο, ζυμόμετρο, ηλιόμετρο, ηχόμετρο, θερμιδόμετρο, θερμόμετρο, ιππόμετρο, καμπυλόμετρο, κλισίμετρο, κλωστόμετρο, κρανιόμετρο, κυβόμετρο, κυκλόμετρο, κυματόμετρο, κυτταρόμετρο, μαγνητόμετρο, μανόμετρο, μεγάμετρο, μικροβιόμετρο, μιλίμετρο, μνημόμετρο, μυριάμετρο, ογκόμετρο, οινόμετρο, οινοπνευματόμετρο, οξύμετρο, οπτικόμετρο, οργανόμετρο, οσμόμετρο, ουρόμετρο, παλιρροιόμετρο, πλημμυρόμετρο, ποταμόμετρο, προσωπόμετρο, πυκνόμετρο, πυρόμετρο, ρυθμόμετρο, σεισμόμετρο, σταγονόμετρο, σταδιόμετρο, σταλαγμόμετρο, στιγμόμετρο, στιχόμετρο, στροφόμετρο, συχνόμετρο, σφαιρόμετρο, σφυγμόμετρο, ταξίμετρο, ταχόμετρο, ταχύμετρο, τετράμετρο, τηλέμετρο, υγρόμετρο, υδατόμετρο, υποδεκάμετρο, υψόμετρο, φακόμετρο, φασεόμετρο, φωνόμετρο, φωτόμετρο, χιλιόμετρο, χιλιοστόμετρο, χιονόμετρο, χρονόμετρο, χρωματόμετρο, χρωμόμετρο, ψυχρόμετρο, ωμόμετρο.Σύνθ. με β' συνθετικό -μέτρης: γεωμέτρης, χωρομέτρης
αρχ.
αστρολογομέτρης, βουμέτρης, βυσσομέτρης, γαιομέτρης, θαλασσοδομέτρης, κρουσιμέτρης, ξυλομέτρης, προμέτρης, πυρομέτρης, σιτομέτρης, στερεομέτρης, σχοινομέτρης, φιλογεωμέτρης, χοινικομέτρης
νεοελλ.
αεριομέτρης, αερομέτρης, ακριβομέτρης, ορομέτρης, χρονομέτρης.Σύνθ. με β' συνθετικό -μέτρος: άμετρος, ανισόμετρος, ασύμμετρος, δεκάμετρος, διάμετρος, δίμετρος, έμμετρος, εξάμετρος, ισόμετρος, ισοπερίμετρος, μονόμετρος, πεντάμετρος, περίμετρος, σύμμετρος, τετράμετρος, τρίμετρος, υπέρμετρος
αρχ.
αυτόμετρος, αυτοσύμμετρος, βραχύμετρος, διχάμετρος, εικοσίμετρος, έκμετρος, έξμετρος, επτάμετρος, ετερόμετρος, εύμετρος, κακόμετρος, κοντάμετρος, οδόμετρος, οκτάμετρος, ομοιόμετρος, πάμμετρος, πολύμετρος, πρόμετρος, σιτόμετρος, τανύμετρος
νεοελλ.
ημιδιάμετρος, παράμετρος.
Greek Monotonic
μέτρον: τό,
I. αυτό δια του οποίου μετριέται, υπολογίζεται το οτιδήποτε:
1. μέτρο σύγκρισης ή κανόνας, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄνδρα πάντων χρημάτων μέτρον εἶναι, είναι το υπέρτατο μέτρο για όλα τα πράγματα, σε Πλάτ.
2. μονάδα μέτρησης περιεχομένου, είτε στερεού είτε υγρού, δῶκεν μέθυ, χίλια μέτρα, σε Ομήρ. Ιλ.· εἴκοσι μέτρα ἀλφίτου, σε Ομήρ. Οδ.
3. αυτό που έχει ή μπορεί να μετρηθεί, το μήκος, το μέγεθος, μέτρα κελεύθου, το μήκος του δρόμου, σε Ομήρ. Οδ.· μέτρον ἑξήκοντα σταδίους, σε Θουκ.· μέτρον ἥβης, το πλήρες ως προς το μέτρο, δηλ. κορύφωση, ακμή, λέγεται για τη νεότητα, σε Ομήρ. Ιλ.· μέτρα μορφῆς, το μέγεθος και το σουλούπι κάποιου, σε Ευρ.
4. το πρέπον μέτρο ή όριο, αναλογία, μέτραφυλάσσεσθαι, σε Ησίοδ.· κατὰ μέτρον, στον ίδ.· ὑπὲρ μέτρον, σε Θέογν.· πλέον μέτρου, σε Πλάτ.· μέτρῳ = μετρίως, σε Πίνδ.
II. 1. το μέτρο του στίχου, σε αντίθ. προς το μέλος (μελωδία, αρμονία) και τον ῥυθμόν (χρόνος, το τέμπο της μελωδίας), σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. στίχος (ποιητικός), σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: measure, the right, full measure, goal, length, size, syllable- or verse-measure (Il.).
Compounds: Many compp., e.g. σύμμετρος = with the same measure, maesured, becoming, symmetrical with συμμετρία harmony, symmetry a. o. (IA.); περίμετρος = exceeding (the measure) (Od.); but περίμετρον (Hdt., Arist.), περίμετρος (sc. γραμμή) f. circumference, extent after περίοδος a. o. with verbal association (περιμετρέω Luc.), s. Risch IF 59, 252.
Derivatives: Adj. 1. μέτριος = moderate, suitable (Hes.) with μετριότης = moderation (IA.), μετριοσύνη poverty (pap. VIp), μετριακός = moderate (pap. VIp), μετριάζω = be moderate (Att. hell.) with μετριασμός (Suid.); μετριεύεται H. s. λαγαρίττεται. 2. μετρικός = metrical, acc. to measure (Arist.). 3. Adv. μετρηδόν = in metrical form (Nonn.). 4. Verb: μετρέω, very often with prefix, e.g. ἀναμετρέω, διαμετρέω, ἐπιμετρέω, ἐκμετρέω, ἀπομετρέω, συμμετρέω, measure, measure off, estimate etc. (Hom.); from this (often with prefix) μέτρησις measurement (IA.)., μέτρημα measure (E., hell.), μετρητής m. "measurer", name of a measure, metretes (Att.; Fraenkel Nom. ag. 1, 233), μετρητίς f. id. (Amorgos IVa), μετρητιαῖος sticking to a μέτρον (Karyanda), μετρητικός = regarding measurement (Pl.). As 2. member in several verbal cornpp., e.g. γεωμέτρης m. land-measurer, field measurer, geometrist (Pl., X.) with γεωμετρία, Ion. γεωμετρίη (Hdt., Ar.; also compound of γῆν μετρεῖν?), γεωμετρικός (Democr., Pl.), γεωμετρέω (Att.), βουμέτρης "cow measurer" = ὁ ἐπι θυσιῶν τεταγμένος παρὰ Αἰτωλοῖς H.; cf. E. Kretschmer Glotta 18, 86. -- Backformations like διάμετρος (sc. γραμμή) f. diameter, diagonal etc. (Pl., Arist.), ἐπίμετρον excess, addition (hell.).
Origin: IE [Indo-European] [703] *meh₁- measure
Etymology: Beside μέτρον we have with the same suffix but diff. ablaut μήτρα f. landmeasure etc. (Cilicia), ἐρεσιμήτρην την γεωμετρίαν H. (s. ἔρα), which agrees exactly with Skt. mā́trā f. measure and goes back on an athematic present, Skt. mā́ti measure (< IE *meh₁-ti). The shortness of the ε in μέτρον as opposed to Skt. mā́tram n. id. finds however no agreement outside Greek; one might think of a thematic vowel after zero grade root μέτρον (Brugmann, e.g. Grundr.2 II: 1, 342); a reduced grade of IE *meh₁-- (as θέ-(σις) from θη-) is difficult: it would require *mh₁tr- to become (*)μετρ- and not rather *m̥h₁tr- > μητρ-; in the latter case Prakr. mettam n. measure from Skt. *mitram (innovated after mi-ta-?) would give a direct parallel (note that mh₁etr- might rather have givem *m̥h₁etr- > *αμετρ-); the question has not been solved yet, Beekes Laryngeals 183. I now think that at the beginning of the word the *m- could have remained consonantal. A derivation IE *méd-tro-m from *med- measure (not here μέδιμνος, s.v., with de Saussure MSL 6, 246ff.) would have given *μέστρον. -- An other derivation of the same verb is μῆτις, s. v.
Middle Liddell
μέτρον, ου, τό,
I. that by which anything is measured:
1. a measure or rule, Il.; ἄνδρα πάντων χρημάτων μ. εἶναι is a measure of all things, Plat.
2. a measure of content, whether solid or liquid, δῶκεν μέθυ, χίλια μέτρα Il.; εἴκοσι μέτρα ἀλφίτου Od.
3. measure, length, size, μέτρα κελεύθου the length of the way, Od.; μέτρον ἑξήκοντα σταδίους Thuc.; μέτρον ἥβης full measure, i. e. the prime, of youth, Il.; μέτρα μορφῆς one's size and shape, Eur.
4. due measure or limit, proportion, μέτρα φυλάσσεσθαι Hes.; κατὰ μέτρον Hes. ὑπὲρ μέτρον Theogn.; πλέον μέτρου Plat.;— μέτρῳ= μετρίως, Pind.
II. metre, opp. to μέλος (tune)and ῥυθμός (time), Ar., Plat.
2. a verse, Plat.
Frisk Etymology German
μέτρον: {métron}
Grammar: n.
Meaning: ‘Maß, das rechte, volle Maß, Ziel, Länge, Größe, Silben- od. Versmaß’ (seit Il.).
Composita: Viele Kompp., z.B. σύμμετρος das gleiche Maß haltend, abgemessen, angemessen, symmetrisch mit συμμετρία Ebenmaß, Symmetrie u. a. (ion. att.); περίμετρος über das Maß hinausgehend, übermäßig (seit Od.); aber περίμετρον (Hdt., Arist. usw.), -ος (sc. γραμμή) f. Umkreis, Umfang nach περίοδος u. a. mit verbaler Assoziation (περιμετρέω Luk.), s. Risch IF 59, 252.
Derivative: Ableitungen: Adj. 1. μέτριος mäßig, maßvoll, passend (seit Hes.) mit μετριότης Mäßigkeit (ion. att.), -οσύνη Armut (Pap. VIp), -ακός mäßig (Pap. VIp), -άζω mäßig sein (att. hell.) mit -ασμός (Suid.); μετριεύεται H. s. λαγαρίττεται. 2. μετρικός metrisch, nach Maß (Arist. usw.). 3. Adv. μετρηδόν in metrischer Form (Nonn.). 4. Verb: μετρέω, sehr oft mit Präfix, z.B. ἀνα-, δια-, ἐπι-, ἐκ-, ἀπο-, συν-, messen, ausmessen, abschätzen (seit Hom.); davon (mehrfach mit Präfix) μέτρησις Messung (ion. att.)., -ημα Maß (E., hell. u. sp.), -ητής m. "Messer", Ben. eines Maßes, Metretes (att. usw.; Fraenkel Nom. ag. 1, 233), -ητίς f. ib. (Amorgos IVa), -ητιαῖος ‘einen μ. haltend' (Karyanda), -ητικός auf das Messer bezüglich (Pl. u. a.). Dazu als Hinterglied in mehreren Verbalkornpp., z.B. γεωμέτρης m. ‘Land-, Feldmesser, Geometer’ (Pl., X. usw.) mit γεωμετρία, ion. -ίη (Hdt., Ar. usw.; auch Zusammenbildung von γῆν μετρεῖν?), -ικός (Demokr., Pl. usw.), -έω (att. usw.), βουμέτρης "Rinderbesser" =ὁ ἐπι θυσιῶν τεταγμένος παρὰ Αἰτωλοῖς H.; vgl. E. Kretschmer Glotta 18, 86. — Rückbildungen wie διάμετρος (sc. γραμμή) f. Durchmesser, Diagonale (Pl., Arist. usw.), ἐπίμετρον Übermaß, Zugabe (hell. u. sp.).
Etymology: Neben μέτρον steht mit demselben Suffix aber im Ablaut abweichend μήτρα f. Ackermaß (Kilikien), ἐρεσιμήτρην· τὴν γεωμετρίαν H. (s. ἔρα), das zu aind. mā́trā f. Maß genau stimmt und auf ein athematisches Präsens, aind. mā́-ti mißt (aus idg. *mē-ti) zurückgeht. Die Kürze des ε in μέτρον gegenüber aind. mā́tram n. ib. hat dagegen keine außergriechische Entsprechung; sie kann entweder einen thematischen Vokal nach schwundstufiger Wurzel μέ-τρον (Brugmann, z.B. Grundr.2 II: 1, 342) oder eine Reduktionsstufe von idg. mē- (wie θέ-(σις) von θη-) repräsentieren; im letzteren Falle bietet präkr. mettam n. Maß aus aind. *mitram (nach mi-ta- u. a. neugebildet) einen direkten Vergleich. Eine Ableitung idg. *méd-tro-m von med- messen (vgl. zu μέδιμνος; de Saussure MSL 6, 246ff.) hätte dagegen *μέστρον gegeben. — Eine andere Ableitung desselben Verbs ist μῆτις, s. d.
Page 2,220-221
Chinese
原文音譯:mštron 姆特朗
詞類次數:名詞(14)
原文字根:量 相當於: (מִדָּה / מָדִין) (מְשׂוּרָה)
字義溯源:分量*,度量,測量,量尺,尺寸,大小,長短,多少,量器,貫。這字一面說到實際的量器( 太7:2; 路6:38);另一面也隱喻屬靈的事( 弗4:7,13)。參讀 (κόρος)同義字
同源字:1) (ἄμετρος)無節制的 2) (ἀντιμετρέω)量還,償還 3) (μετρέω)量 4) (μετρητής)量器 5) (μετριοπαθέω)適度的同情 6) (μετρίως)適度地 7) (μέτρον)分量 8) (σιτομέτριον)定量食糧
出現次數:總共(15);太(2);可(1);路(2);約(1);羅(1);林後(2);弗(3);彼前(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 度量(6) 羅12:3; 林後10:13; 弗4:7; 弗4:13; 弗4:16; 啓21:17;
2) 量器(4) 太7:2; 可4:24; 路6:38; 路6:38;
3) 量尺(1) 啓21:15;
4) 那(1) 彼前4:14;
5) 度量的(1) 林後10:13;
6) 貫(1) 太23:32;
7) 測量的(1) 約3:34
English (Woodhouse)
allowance, limit, measure, metre, due bounds, due limit, due measure, something measured out
Mantoulidis Etymological
Παράγωγα: μετρέω -ῶ, μέτρημα, μέτρησις, μετρητέον, μετρητής, μετρητικός, μετρητός, ἀμέτρητος, ἰσομέτρητος, δυσμέτρητος, μετριάζω, μετρίασις, μετρικός, μέτριος, μετριότης, μετριόω -ῶ, μετρίως, μετριοπαθής (=ἐπιεικής).
Lexicon Thucydideum
mensura, measure, measurement, 3.20.4, 6.1.2, 8.95.3,
onus, load, burden, 4.118.5.
Translations
measure
Abkhaz: ашəара; Arabic: قِيَاس; Hijazi Arabic: قِيَاس; Moroccan Arabic: عبار; Aromanian: misurã; Assamese: জোখ; Asturian: midida; Azerbaijani: ölçü; Bulgarian: размер; Catalan: mesura; Chinese Mandarin: 分量; Crimean Tatar: ölçü; Czech: míra; Dutch: maat; Erzya: онкс; Estonian: mõõde; Finnish: mitta, määrä; French: mesure; Friulian: misure; Galician: medida; German: Maß; Gothic: 𐌼𐌹𐍄𐌰𐌸𐍃; Greek: μέτρο; Ancient Greek: μέτρον; Gujarati: માપ, પ્રમાણ; Hebrew: מידה, מד; Icelandic: mál; Irish: tomhas; Italian: misura; Ladin: mesura; Latgalian: mārs; Latin: mensura; Latvian: mērs; Maori: mēhua; Norman:'suthe; Norwegian: mål; Occitan: pagèla, mesura; Old English: mǣþ, ġemet; Polish: miara; Portuguese: medida; Quechua: tupu; Romanian: măsură; Romansch: mesira, masira, maseira, masüra, imsüra; Russian: мера, размер; Sardinian: medida, mesura, misura; Serbo-Croatian Cyrillic: ме̏ра, мје̏ра; Roman: mȅra, mjȅra; Sicilian: misura; Sorbian Lower Sorbian: měra; Spanish: medida; Swedish: mått; Venetian: mexura; Walloon: muzeure; Yiddish: מאָס