περί

From LSJ
Revision as of 15:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περί Medium diacritics: περί Low diacritics: περί Capitals: ΠΕΡΙ
Transliteration A: perí Transliteration B: peri Transliteration C: peri Beta Code: peri/

English (LSJ)

Thess., Delph. περ IG9(2).517.17 (iii B.C.), al., Schwyzer 323 A4 (v/iv B.C.), also Aeol., v. infr. A. V ; Elean παρ ib.413.4 : Prep. with gen., dat., and acc.:—   A round about, all round (prop. different from ἀμφί, on both sides). (Cogn. with Skt. pári 'round about'.)    A WITH GENITIVE,    I of Place, sts. in Poets, round about, around, τετάνυστο π. σπείους ἡμερίς Od.5.68 ; τείχη π. Δαρδανίας E. Tr.818 (lyr., s.v.l.); εἴλυμα π. χροός A.R.2.1129 : rarely, like ἀμφί, on both sides, v. περιβαίνω 1 fin.    2 about near, π. σοῦ πάντα γένοιτο ῥόδα IG14.2508 (Nemausus).    II to denote the object about or for which one does something:    1 with Verbs of fighting or contending, π. τινός for an object—from the notion of the thing's lying in the middle to be fought about, π. τῶνδε for these prizes, Il.23.659 ; π. πτόλιος… μαχήσεται 18.265 ; π. Πατρόκλοιο θανόντος ib.195, cf. 17.120; π. σεῖο 3.137 ; π. νηὸς ἔχον πόνον 15.416; ἀμύνεσθαι π. πάτρης, π. νηῶν, π. τέκνων, 12.243,142,170, etc.; δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον, ὥς τε π. ψυχῆς since it was for my life, Od.9.423 ; π. ψυχῆς θέον Ἕκτορος Il.22.161 ; π. ψυχέων ἐμάχοντο Od.22.245; in Prose, τρέχειν π. ἑωυτοῦ, π. τῆς ψυχῆς, Hdt.7.57,9.37; ἀγῶνας δραμέονται π. σφέων αὐτῶν Id.8.102; νεναυμάχηκε τὴν π. τῶν κρεῶν Ar. Ra.191 ; <τὸν> π. τοῦ παντὸς δρόμον θέοντες Hdt.8.74; κινδυνεύειν π. τινός ibid., etc.; οὐ π. τῶν ἴσων ὁ κίνδυνός ἐστι X.HG7.1.7; and without a Verb, π. γῆς ὅρων διαφοραί Th.1.122; π. πάντων ἀγαθῶν ὁ ἀγών X.Cyr. 3.3.44, cf. S.Aj.936(lyr.), etc.; μάχη π. τινός Pl.Tht.179d ; ἐπειγόμενοι π. νίκης Il.23.437, cf. 639, Hdt.8.26 ; πεῖραν θανάτου π. καὶ ζωᾶς ἀναβάλλεσθαι Pi.N.9.29 ; π. θανάτου φεύγειν Antipho 5.95 ; but ἐρίσσαι π. μύθων contend about speaking, i. e. who can speak best, Il.15.284 ; καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον π. τόξων Od.8.225, cf. 24.515.    2 with words which denote care or anxiety, about, on account of, π. Τρώων… μερμηρίζειν Il.20.17; ἄχος π. τινός Od.21.249 ; φόνου π. βουλεύειν 16.234 ; φροντίζειν π. τινός Hdt.8.36, etc.; κήδεσθαι π. τ. S.Ph. 621 ; δεδιέναι π. τ. Pl.Prt.320a, etc.; ἀπολογεῖσθαι π. τ. X.Cyr.2.2.13; κρίνειν, διαγιγνώσκειν π. τ., Pi.N.5.40, Antipho 5.96; π. τ. ψηφίζεσθαι, διαψηφίζεσθαι, ψῆφον φέρειν, IG12.57.42, X.HG2.3.50, Lycurg.11 ; βουλεύεσθαι π. τῆς κοινῆς σωτηρίας Isoc.5.69 ; π. Μεθωναίων IG12.57.49 ; διανοεῖσθαι, σκοπεῖν π. τινός, Pl.Phdr.270d, Phd.65e; μαντεύεσθαι π. τ. Hdt.8.36, cf. S.Tr.77 ; π. πότου γοῦν ἐστί σοι; so with you it is a question of drink? Ar.Eq.87, cf. Plu.2.43b.    3 with Verbs of hearing, knowing, speaking, etc., about, concerning, π. νόστου ἄκουσα Od.19.270 ; οἶδα γὰρ εὖ π. κείνου 17.563 ; π. πομπῆς μνησόμεθα 7.191 ; π. πατρὸς ἐρέσθαι 1.135, 3.77 ; π. τινὸς ἐρέειν, λέγειν, λόγον ποιήσασθαι, etc., Hdt. 1.5, S.OT707, X.Cyr.1.6.13, etc.; λέγειν καὶ ἀκούειν π. ἑκάστου Th.4.22, etc.; λόγος π. τινός Pl.Prt.347b, etc.; ἡ π. τινὸς φήμη Aeschin.1.48 ; π. τινὸς ἀγγεῖλαι, κηρῦξαι, S.El.1111, Ant.193 ; π. τινὸς διελθεῖν, διεξελθεῖν, διηγεῖσθαι, Isoc.9.2, Pl.Plt.274b, Euthphr.6c, etc.; παίζειν π. τινός X.Mem.1.3.8; ἐμπειροτέρως ἔχειν π. τινός Aeschin.1.82; νόμον γράψαι π. τινός X.HG2.3.52, etc.; νόμῳ χρῆσθαι π. τινός S.Ant. 214.    4 of impulse or motive rather than object, ἐμαρνάσθην ἔριδος πέρι fought for very enmity, Il.7.301, cf. 16.476, 20.253.    5 about, in regard to, μεμηνυμένος π. τινός Th.6.53 ; οὕτως ἔσχε π. τοῦ πρήγματος τούτου Hdt.1.117; τὰ π. τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα Th.2.6; τὸ π. τούτου γεγονός Plb.1.54.5 : in Prose freq. without a Verb, ἡ π. τῶν Μαντινικῶν πρᾶξις Th.6.88 ; τὰ π. τινός the circumstances of... ib.32, 8.14,26, etc. (cf. infr. C. 1.5); οὕτω δὴ καὶ π. τῶν ἀρετῶν (sc. ἔχει) Pl.Men.72c, cf. R.534b, 551c, etc.; π. τοῦ καταλειφθῆναι τὸν σῖτον as for reserving the corn, PMich.Zen.28.5 (iii B.C.): without the Art., ἀριθμοῦ πέρι as to number, Hdt.7.102; χρηστηρίων δὲ πέριId.2.54.    III before, above, beyond, of superiority, chiefly in Ep., π. πάντων ἔμμεναι ἄλλων Il.1.287; π. δ' ἄλλων φασὶ γενέσθαι 4.375; τετιμῆσθαι π. πάντων 9.38; ὃν π. πάσης τῖεν ὁμηλικίης 5.325 ; ὃν… π. πάντων φίλατο παίδων 20.304; π. πάντων ἴδριες ἀνδρῶν Od.7.108; κρατερὸς π. πάντων Il.21.566, cf. 1.417, Od.11.216: in this sense freq. divided from its gen., π. φρένας ἔμμεναι ἄλλων in understanding to be beyond them, Il.17.171, cf. 1.258, Od.1.66 ; π. μὲν εἶδος, π. δ' ἔργα τέτυκτο τῶν ἄλλων Δαναῶν Il.17.279 ; π. μὲν κρατέεις, π. δ' αἴσυλα ῥέζεις ἀνδρῶν 21.214 ; π. δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φέρτατός ἐσσι 7.289, cf. Pi.O.6.50, Theoc. 25.119.—In this sense π. is sts. adverbial, and the gen. is absent, v. infr. E. II.    IV in Hdt. and Att. Prose, to denote value, ἡμῖν π. πολλοῦ ἐστι it is of much consequence, worth much, to us, Hdt.1. 120, cf. Antipho 6.3 ; π. πολλοῦ ποιεῖσθαί τινας to reckon them for, i.e. worth, much, Hdt.1.73, X.Mem.2.3.10, etc.; π. πλείονος, π. πλείστου ποιεῖσθαι, Id.An.7.7.44, Cyr.7.5.60 ; π. πλείστου ἡγεῖσθαι Th.2.89 ; π. παντὸς ποιεῖσθαι X.Cyr.1.4.1 ; π. ἐλάττονος ἡγούμενοι, π. οὐδενὸς ἡγήσασθαι, Lys.2.71,31.31.    V Aeol. περί and περ = ὑπέρ, στροῦθοι περὶ γᾶς… δίννεντες πτέρα Sapph.1.10; περ κεφάλας prob. in Alc.93, cf. 18 ; περρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι Theoc.29.25; also Hellenistic, ὃ διέγραψε Προῖτος περί μου paid on my behalf, PCair. Zen.790.23 (iii B. C.), cf. UPZ57.12 (ii B. C.).    B WITH DATIVE (in Att. Prose mostly in signf. ΙΙ, esp. in Th.),    I of Place, round about, around, of close-fitting dresses, armour, etc., ἔνδυνε π. στήθεσσι χιτῶνα Il.10.21 ; χιτῶνα π. χροῒ δῦνεν Od.15.60 ; δύσετο τεύχεα καλὰ π. χροΐ Il.13.241 ; ἕσσαντο π. χροῒ χαλκόν Od.24.467; κνημῖδας… π. κνήμῃσιν ἔθηκε Il.11.17 ; βεβλήκει τελαμῶνα π. στήθεσσι 12.401 : in Prose, π. τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας Hdt.7.61; θώρακα π. τοῖς στέρνοις ἔχειν X.Cyr.1.2.13; οἱ στρεπτοὶ οἱ π. τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια π. ταῖς χερσί ib.1.3.2. ; π. τῇ χειρὶ δακτύλιον ὄντα Pl.R.359e, etc.; χαλκὸς ἔλαμπε π. στήθεσσι Il.13.245; χιτῶνα π. στήθεσσι δαΐξαι 2.416 ; πήληξ… κονάβησε π. κροτάφοισι 15.648; in other relations, π. δ' ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται will grow weary by grasping the spear, 2.389 ; δράκων ἑλισσόμενος π. χειῇ 22.95 ; κνίση ἑλισσομένη π. καπνῷ 1.317; π. σταχύεσσιν ἐέρση 23.598; μάρναντο π. Σκαιῇσι πύλῃσιν 18.453 : rarely in Trag., π. βρέτει πλεχθείς A.Eu.259 (lyr.); κεῖται νεκρὸς π. νεκρῷ S.Ant.1240.    2 in Poets, also, around a weapon, i. e. spitted upon it, transfixed by it, π. δουρὶ πεπαρμένη Il.21.577; ἐρεικόμενος π. δουρί 13.441 ; κυλινδόμενος π. χαλκῷ 8.86 ; π. δουρὶ ἤσπαιρε 13.570; πεπτῶτα π. ξίφει S.Aj.828; αἷμα ἐρωήσει π. δουρί Il.1.303.    3 of a warrior standing over a dead comrade so as to defend him, ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖν', ὥς τις π. πόρτακι μήτηρ 17.4; ἑστήκει, ὥς τίς τε λέων π. οἷσι τέκεσσι ib.133 ; Αἴας π. Πατρόκλῳ… βεβήκει ib.137, cf. 355 ; π. σκύμνοισι βεβηκώς Ar.Eq. 1039.    II of an object for or about which one struggles (cf. supr. A. 11.1), π. οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι Od.17.471 ; μαχήσασθαι π. δαιτί 2.245 ; π. παιδὶ μάχης πόνος Il.16.568 ; ἄνδρα π. ᾗ πατρίδι μαρνάμενον Tyrt.10.2; π. τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν Pl.Prt.314a ; π. τῇ Σικελίᾳ ἔσται ὁ ἀγών Th.6.34 codd.; κινδυνεύειν π. αὑτῷ Antipho 5.6.    2 with Verbs denoting care, anxiety, or the opposite (cf. supr. A. 11.2), π. γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι Il.5.566 ; ἔδεισεν δὲ π. ξανθῷ Μενελάῳ 10.240, cf. 11.557; δεδιότες π. τῷ χωρίῳ Th.1.60, cf. 74, 119, Ar.Eq.27; θαρρεῖν π. τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ Pl.Phd.114d, cf. Tht.148c; π. πλέγματι γαθεῖ Theoc.1.54.    3 generally, of the cause or occasion, on account of, by reason of, ἀτύζεσθαι π. καπνῷ, v.l. for ὑπὸ καπνοῦ in Il.8.183; μὴ π. Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς Hdt.9.101; π. σφίσιν αὐτοῖς πταῖσαι Th.6.33 ; π. αὑτῷ σφαλῆναι Id.1.69 : in Poets, π. δείματι for fear, Pi.P.5.58 ; π. τιμᾷ in honour or praise, ib.2.59; π. τάρβει, π. φόβῳ, A.Pers.696 (lyr.), Ch.35(lyr.); π. χάρματι h.Cer.429:—but π. θυμῷ is f.l. in Hdt.3.50.    C WITH ACCUSATIVE,    I of Place, prop. of the object round about which motion takes place, π. βόθρον ἐφοίτων came flocking round the pit, Od.11.42 ; π. νεκρὸν ἤλασαν ἵππους Il.23.13 ; π. τέρματα ἵπποι τρωχῶσι 22.162 ; ἄστυ πέρι… διώκειν ib.173,230 ; ἐρύσας π. σῆμα 24.16, cf. 51, etc.; π. φρένας ἤλυθ' ἰωή 10.139 ; π. φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362 : also of extension round, ἑστάμεναι π. τοῖχον, π. βωμόν, Il.18.374, Od.13.187, etc.; λέξασθαι π. ἄστυ Il.8.519 ; μάρνασθαι π. ἄ. 6.256, etc.; φυλάσσοντας π. μῆλα 12.303; οἳ π. Πηνειὸν… ναίεσκον, π. Δωδώνην… οἰκί' ἔθεντο, 2.757, 750; σειρήν κεν π. ῥίον Οὐλύμποιο δησαίμην 8.25, cf. Od.18.67: in Prose, ἰκριῶσαι π. τὼ ἀγάλματε IG12.371.22; φυλακὰς δεῖ π. τὸ στρατόπεδον εἶναι X.An. 5.1.9; π. τὴν κρήνην εὕδειν somewhere near it, Pl.Phdr.259a, cf. X.Cyr. 1.2.9; εἶναι π. τὸν λαγώ Id.Cyn.4.4; π. λίθον πεσών upon it, Ar.Ach. 1180; π. αὑτὰ καταρρεῖν collapse upon themselves, D.2.10; ταραχθεῖσαι [αἱ νῆες] π. ἀλλήλας Th.7.23; πλεῦνες π. ἕνα many to one, Hdt.7.103 ; π. τὸν ἄρξαντα… τὸ ἀδίκημά ἐστι is imputable to him who... Antipho 4.4.2 : freq. with a Subst. only, ἡ π. Λέσβον ναυμαχία the sea-fight off Lesbos, X.HG2.3.32 ; οἱ π. τὴν Ἔφεσον Pl.Tht.179e; στρατηγοὶ π. Πελοπόννησον IG12.324.18 : strengthd., π. τ' ἀμφί τε τάφρον Il.17.760; π. τ' ἀμφί τε κύματα Hes.Th.848 ; cf. ἀμφί c. 1.2.    2 of persons who are about one, ἔχειν τινὰ π. αὑτόν X.HG5.3.22 ; esp. οἱ π. τινά a person's attendants, connections, associates, or colleagues, οἱ π. τὸν Πείσανδρον πρέσβεις Th.8.63 ; οἱ π. Ἡράκλειτον his school, Pl.Cra.440c, cf. X.An.1.5.8, etc.; οἱ π. Ἀρχίαν πολέμαρχοι Archias and his colleagues, Id.HG5.4.2, cf. An.2.4.2, etc.; οἱ π. τινά so-and-so and his family, PGrenf.1.21.16 (ii B.C.), etc.; later οἱ π. τινά, periphr. for the person himself, οἱ π. Φαβρίκιον Fabricius, Plu.Pyrrh.20, cf. Tim.13, IGRom.3.883.14 (Tarsus, ii/iii A.D.); cf. ἀμφί C. 1.3.    3 of the object about which one is occupied or concerned, π. δόρπα πονεῖσθαι, π. δεῖπνον πένεσθαι, Il.24.444, Od.4.624 (but π. τεύχε' ἕπουσι, tmesis for περιέπουσι, Il.15.555); later mostly εἶναι π. τι, Th.7.31, X.HG2.2.4; γενέσθαι Isoc.3.12; π. γυναῖκας γενέσθαι Vett. Val.17.20; ὄντων ἡμῶν π. ταύτην τὴν πραγματείαν D.48.6; διατρῖψαι π. τὴν θήραν X.Cyr.1.2.11, etc.: less freq. ἔχειν π. τινάς Id.HG7.4.28, Gal.15.442; in periphr. phrases, οἱ π. τὴν ποίησιν καὶ τοὺς λόγους ὄντες poets and orators, Isoc.12.35 ; οἱ π. τὴν φιλοσοφίαν ὄντες Id.9.8; οἱ π. τὴν μουσικήν ib.4 ; οἱ π. τὰς τελετάς ministers of the mysteries, Pl.Phd.69c ; ὁ π. τὸν ἵππον the groom, X. Eq.6.3; cf. ἀμφί C. 1.6.    4 round or about a place, and so in, π. νῆσον ἀλώμενοι Od.4.368, cf. 90; ἐμέμηκον π. σηκούς 9.439 ; ἃν π. ψυχὰν γάθησεν in his heart, Pi.P.4.122 ; χρονίζειν π. Αἴγυπτον Hdt.3.61, cf. 7.131; εὕροι ἄν τις [βασιλείας] π. τοὺς βαρβάρους Pl.R.544d, etc.; οἱ π. Φωκίδα τόποι Plb.5.24.12, etc.    5 about, in the case of, τὰ π. τὴν Αἴγυπτον γεγονότα, τὰ π. Μίλητον γενόμενα, Hdt.3.13, 6.26 ; εὐσεβεῖν π. θεούς Pl.Smp.193a ; ἀσεβεῖν π. ξένους X.Cyr.5.2.10 ; ἁμαρτάνειν π. τινάς Id.An.3.2.20; ἀνήρ ἐστιν ἀγαθὸς π. τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.59.10 ; ἄνδρ' ἀγαθὸν ὄντα Μαραθῶνι π. τὴν πόλιν Ar.Ach.696 ; τοιαύτην γνώμην ἔχειν π. τὸν πατέρα Lys.10.21 ; οὐδεμία συμφορὴ… ἔσται… π. οἶκον τὸν σόν Hdt.8.102 ; ποιέειν or πράττειν τι π. τινά, Id.1.158, Pl.Grg. 507a; τὰ π. Πρηξάσπεα πρηχθέντα Hdt.3.76 ; καινοτομεῖν π. τὰ θεῖα Pl. Euthphr.3b ; π. θεοὺς μὴ σωφρονεῖν X.Mem.1.1.20 ; σπουδάζειν π. τινά promote his cause, Isoc.1.10: without a Verb, αἱ π. τοὺς παῖδας συμφοραί X.Cyr.7.2.20; ἡ π. αὑτὸν ἐπιμέλεια Isoc.9.2; ἡ π. ἡμᾶς ἡνιόχησις Pl.Phdr.246b: generally, of all relations, about, concerning, in respect of, π. μὲν τοὺς ἰχθύας οὕτως ἔχει Hdt.2.93, cf. 8.86; πονηρὸν π. τὸ σῶμα Pl.Prt.313d; ἀκόλαστος π. ταῦτα Aeschin.1.42 ; γελοῖος π. τὰς διατριβάς ib.126 ; ξυνηνέχθη θόρυβος π. τὸν Ἀστύοχον Th.8.84; as to (cf. A. 11.5), π. τὸ παρὸν πάθος Pl.Tht.179c, cf. Phd.65a : freq. in place of an Adj., ὄργανα ὅσα π. γεωργίαν, i.e. γεωργικά, Id.R.370d ; οἱ νόμοι οἱ π. τοὺς γάμους Id.Cri.50d ; αἱ π. τὰ μαθήματα ἡδοναί Id.Phlb.51e ; also in place of a gen., οἱ π. Αυσίαν λόγοι the speeches of L., Id.Phdr.279a; ἡ π. Φίλιππον τυραννίς the despotism of P., X.HG5.4.2 ; ἀκρασίας τῆς π. τὸν θυμόν Arist.EN1149b19 : in Prose, to denote circumstances connected with any person or thing, τὰ π. Κῦρον, τὰ π. Ἑλένην, τὰ π. Βάττον, Hdt.1.95, 2.113, 4.154 ; τὰ π. τὸν Ἄθων the works at Mount Athos, Id.7.37; τὰ π. τὰς ναῦς naval affairs, Th.1.13; τὰ π. τὴν ναυμαχίαν (v.l. for τῆς ναυμαχίας) the events of... Id.8.63; τὰ π. τὸν πόλεμον Pl.R.468a; τὰ π. τὸ σῶμα Id.Phdr.246d; τὰ π. τοὺς θεούς X.Cyr.8.1.23, etc.; cf. ἀμφί c.1.4.    II of Time, π. λύχνων ἁφάς about the time of lamp-lighting, Hdt.7.215; π. μέσας νύκτας about midnight, X.An.1.7.1; π. πλήθουσαν ἀγοράν ib.2.1.7; π. ἡλίου δυσμάς ib.6.5.32 ; π. τούτους τοὺς χρόνους Th.3.89, etc.    2 of round numbers, π. ἑβδομήκοντα about seventy, Id.1.54; π. ἑπτακοσίους X.HG2.4.5, etc.    D Position: π. may follow its Subst., when it suffers anastrophe, ἄστυ πέρι Il.22.173; ἔριδος πέρι 16.476: most freq. with gen., τοῦδε πράγματος πέρι A.Eu.630; τῶνδε βουλεύειν πέρι Id.Th. 248, etc. (S. only once uses it before its gen., Aj.150 (anap.)): in Prose, σφέων αὐτῶν πέρι Hdt.8.36; σοφίας πέρι Pl.Phlb.49a; δικαίων τε πέρι καὶ ἀδίκων Id.Grg.455a, etc.; γραμμάτων εἴπομεν ὡς οὐχ ἱκανῶς ἔχεις πέρι Id.Lg.809e, cf. Ap.19c.    E περί abs., as ADV., around, about, also, near, by, freq. in Hom., γέλασσε δὲ πᾶσα π. χθών Il.19.362, al.: strengthd., περί τ' ἀμφί τε κάλλος ἄητο round about, h.Cer.276, cf. Call.Hec.1.1.13.    II before or above others (cf. A. 111), exceedingly, only Ep., in which case it commonly suffers anastrophe, Τυδεΐδη, πέρι μέν σε τίον Δαναοί Il.8.161, cf. 9.53; σε χρὴ πέρι μὲν φάσθαι ἔπος ἠδ' ἐπακοῦσαι ib.100; τοι πέρι δῶκε θεὸς πολεμήϊα ἔργα 13.727; ἅ οἱ πέρι δῶκεν Ἀθήνη Od.2.116, cf. 7.110; πέρι γάρ μιν ὀϊζυρὸν τέκε μήτηρ 3.95; πέρι κέρδεα οἶδεν 2.88; τὸν πέρι Μοῦσ' ἐφίλησεν 8.63.    2 π. does not suffer anastrophe in the Ep. phrase π. κῆρι right heartily, π. κῆρι φίλησε Il.13.430, etc. (κῆρι φιλεῖν alone, 9.117); ἀπέχθωνται π. κῆρι 4.53; π. κῆρι τιέσκετο ib.46, cf. Od.5.36, 7.69; π. κῆρι… ἐχολώθη Il.13.206; also π. φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή 16.157; π. φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη Od.14.433; ἀλύσσοντες π. θυμῷ Il.22.70, cf. Od.14.146; π. σθένεϊ Il.17.22.    3 for περὶ πρό, v. περιπρό.    4 περὶ κάτω bottom upwards, δῖνος π. κάτω τετραμμένος Stratt.34, cf. Phot.; τὴν κόγχην στρέψας π. τὰ κάτω Ael.NA9.34.    F IN COMPOS. all its chief senses recur, esp.    I extension in all directions as from a centre, all round, as in περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω.    II completion of an orbit and return to the same point, about, as in περιάγω, περιβαίνω, περίειμι (εἶμι ibo), περιέρχομαι, περιστρέφω.    III a going over or beyond, above, before, as in περιβαίνω III, περιβάλλω v, περιγίγνομαι, περιεργάζομαι, περιτοξεύω.    IV generally, a strengthening of the simple notion, beyond measure, very, exceedingly, as in περικαλλής, περίκηλος, περιδείδω, like Lat. per-.    V the notion of double-ness which belongs to ἀμφί is found in only one poetic compd., περιδέξιος (q.v.).    G PROSODY: περί never suffers elision in Il. or Od. (περ' ἰγνύσι h.Merc.152); once in Hes., περίαχε Th.678 (cf. Q.S.3.601, 11.382), v. ἰάχω fin.; περ' ἰγνύῃσι Theoc.25.242 ; περ' Ἠδάλιον Inscr.Cypr. 135.27 H.; also in Pi., περάπτων P.3.52 ; περόδοις N.11.40; περιδαῖος Fr.154 ; περ' αὐτᾶς P.4.265 ; ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας O.6.38 : not in Trag. (περεβάλοντο, περεσκήνωσεν are ff. ll. in A.Ag.1147, Eu.634); in Com. and codd. of Prose writers only in part. of περίειμι (εἶμι ibo) (q. v.):—π. stands before a word beginning with a vowel in Com., περὶ Ἀθηνῶν, περὶ ἐμοῦ, Ar.Eq.1005 sq.:—Aeol. περρ metri gr., v. A. 5.

German (Pape)

[Seite 564] um, herum, A. Adverbium; περί τ' ἀμφί τε, rings umher, H. h. Cer. 277; oft in tmesi, wie man Stellen erklärt wie περὶ δ' αὐλὴ ὑψηλὴ δέδμητο, ringsum, Od. 9, 184, περὶ χεῖρε βαλοῦσα Aesch. Ag. 1540, wo aber die Präposition genauer als für sich stehendes Adverb betrachtet wird. – Bes. hat περὶ oft die Bdtg des Darüberhinausgehens (ὑπὲρ τὸ τῆς φύσεως μέτρον, περισσῶς erklären die Scholl. gewöhnlich), des Vorzüglichen, und bezeichnet einen hohen Grad, ist also durch sehr, gar sehr zu übersetzen, in welchem Falle mit zurückgezogenem Tone πέρι geschrieben wird, πέρι μέν σε τίον Δαναοί, sie ebrten dich ausgezeichnet, Il. 8, 161 (an welcher Stelle Spitzner u. Bekker περί schreiben, wie Il. 11, 557 auch Wolf περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν hat; Od. 14, 433 περὶ γὰρ φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη; in welchen Stellen aber auch die Erkl. des περί als adv. vorzuziehen ist, wie auch 2, 88, ἥ τοι πέρι κέρδεα οἶδεν); τῷ σε χρὴ πέρι μὲν φάσθαι ἔπος ἠδ' ἐπακοῦσαι, Il. 9, 100, dir ziemt es vor Allen; πέρι μὲν πολέμῳ ἔνι καρτερός ἐσσι, ib. 53; τὸ δὴ πέρι θαῦμα τέτυκτο, 18, 549; περι δ' ἱρὰ θεοῖσιν ἀθανάτοισιν ἔδωκε, Od. 1, 66, vgl. 4, 722; τὸν πέρι Μοῦσ' ἐφίλησε, 8, 63, u. oft; – πέρι κῆρι, gar sehr von Herzen, recht herzlich, z. B. τάων μοι πέρι κῆρι τιέσκετο Ἴλιος ἱρή, Il. 4, 46, wo Spitzner u. Bekker wieder nach der Tradition der Alten περί schreiben; vgl. 4, 53. 13, 119. 206. 430. 24, 61. 423. 435 Od. 5, 36 (zu welcher Stelle Nitzsch zu vgl.). 6, 158. 7, 69. 15, 245. 19, 280. 23, 339; eben so πέρι θυμῷ, Il. 22, 70 (Spitzner u. Bekker περί) Od. 14, 146; u. so faßte Wolf auch Il. 17, 22, θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πέρι σθένεϊ βλεμεαίνει, weil sonst σθένεϊ βλεμεαίνει eine geläufige Vrbdg ist, Spitzner aber u. Bekker haben wieder περί als Präposition (s. B. 2); – περὶ πρό wird richtiger als ein Wort geschrieben (s. unten), od. müßte wenigstens πέρι πρό geschrieben werden. – Steht in dem Satze εἶναι, so zieht man περί dazu und nimmt eine tmesis an (vgl. περιεῖναι); folgt ein gen., so wird es ebenfalls richtiger als Präposition betrachtet (s. B. 1).

Greek (Liddell-Scott)

περί: πρόθεσις μετὰ γεν., δοτ., καὶ αἰτ.: Πρώτη αὐτῆς ῥιζικὴ σημασία, «ὁλόγυρα» πέριξ, καὶ δηλοῖ τὴν σχέσιν περιφερείας πρὸς τὸ κέντρον, οὕτω δέ, κυρίως διαφέρει τῆς ἀμφί, σημαινούσης κατ’ ἀμφότερα τὰ μέρη. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξεις: πέριξ, περισσός, τὸ δὲ περ εἶναι πιθανῶς τύπος τῆς προθέσεως συντετμημένος· πρβλ. Σανσκρ. par-i (circum καὶ ἐν συνθέσει valde, πάνυ), Λατ. per- ἐν ταῖς λ. per-jucundus, per-iniquus, per-pauci, κτλ. Α. ΜΕΤΑ ΓΕΝΙΚΗΣ. Ι. ἐπὶ τόπου, πέριξ, «ὁλόγυρα», Λατ. circum, τετάνυστο περὶ σπείους ἡμερὶς Ὀδ. Ε. 68. τείχη περὶ Δαρδανίας Εὐρ. Τρῳ. 818· - σπανίως ὡς τὸ ἀμφί, κατ’ ἀμφότερα τὰ μέρη, περὶ τρόπιος βεβαῶτα Ὀδ. Ε. 130· πρβλ. περιβαίνω, περιδέξιος. 2) πέριξ, πλησίον, ἑσδόμεναι περὶ σεῖο Μόσχ. 3. 60, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 120. - Ἀλλ’ ἡ κυριολεκτικὴ αὕτη τοπικὴ σημασία μετὰ γεν. εἶναι σπανία καὶ μόνον ποιητική. ΙΙ. ἐπὶ αἰτίας, σημαίνουσα τὸν σκοπὸν οὗ ἕνεκα πράττει τίς τι· ὅθεν 1) μετὰ ῥημάτων σημαινόντων τὸ μάχεσθαι, ἐρίζειν ἢ ἁμιλλᾶσθαι περί τινος, ― νοουμένου τοῦ πράγματος ὡς κειμένου μεταξὺ τῶν μαχομένων, περὶ ὃ συνάπτεται ἡ μάχηἅμιλλα, μάχεσθαι περὶ πτόλιος Ἰλ. Σ. 265· περὶ Πατρόκλοιο θανόντος αὐτόθι 195, πρβλ. Ρ. 120· περὶ σεῖο Γ. 137· περὶ νηὸς ἔχον πόνον Ο. 416· ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης, περὶ νηῶν, περὶ τέκνων Μ. 243, 142, 170, κτλ.· δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον, ὥστε περὶ ψυχῆς, ὡς εἰ περὶ ζωῆς καὶ θανάτου, Ὀδ. Ι. 423· περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος Ἰλ. Χ. 161· περὶ ψυχέων ἐμάχοντο Ὀδ. Χ 245· οὕτω παρὰ τοῖς πεζολόγοις, τρέχειν περὶ ἑωυτοῦ, περὶ τῆς ψυχῆς Ἡρόδ. 7. 57., 9. 37· ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτέων ὁ αὐτ. 8. 102, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 191· περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θέειν Ἡρόδ. 8. 74· κινδυνεύειν περί τινος αὐτόθι καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., οὐ περὶ τῶν ἴσων ὁ κίνδυνός ἐστι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 7· καὶ ἄνευ ῥήματος, περὶ ψυχῆς, περὶ τῶν μεγίστων ὁ ἀγὼν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 44, κτλ., πρβλ. Σοφ. Αἴ. 936, Θουκ. 6. 34, κτλ.· μάχη περί τινος Πλάτ. Θεαίτ. 179D· ὡσαύτως, ἐπείγεσθαι περὶ νίκης Ἰλ. Ψ. 437, πρβλ. 639, Ἡρόδ. 8. 26· πεῖραν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλεσθαι Πίνδ. Ν. 9. 68· περὶ θανάτου φεύγειν Ἀντιφῶν 140. 39· ― ἀλλὰ ἐρίζειν περὶ μύθων, «ἁμιλλᾶσθαι περὶ λόγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο 284· καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων Ὀδ. Θ. 225, πρβλ. Ω. 515. 2) μετὰ λέξεων σημαινουσῶν φροντίδα, ἀνησυχίαν ἢ μέριμναν, μερμηρίζειν περὶ τινος ἦ τι περὶ Τρώων καὶ Ἀχαιῶν μερμηρίζεις; Ἰλ. Υ. 17· ἄχος περὶ τινος, ὤ πόποι, ἦ μοι ἄχος περὶ τ’αὐτῶν καὶ περὶ πάντων Ὀδ. Φ. 249· βουλεύειν περὶ φόνου Π. 234· φροντίζειν περί τινος Ἡρόδ. 8. 36, κτλ.· κήδεσθαι π. τ. Σοφ. Φ. 621· δεδιέναι, φοβεῖσθαι π. τ. Πλάτ. Πρωτ. 320Α, κτλ.· ἀπολογεῖσθαι π. τ. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 13· κρίνειν, γιγνώσκειν, διαγιγνώσκειν περί τινος Πινδ. Ν. 5. 74, κτλ.· περί τινος διαψηφίζεσθαι, ψῆφον φέρειν, κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 50, κτλ.· βουλεύεσθαι, διανοεῖσθαι, σκοπεῖν περί τινος Ἰσοκρ. 96Β, Πλάτ., κλ.· μαντεύεσθαι π. τ. Ἡρόδ. 8. 36, πρβλ. Σοφ. Τρ. 77· ― περὶ ποτοῦ γοῦν ἐστί σοι; ὁ νοῦς σου λοιπὸν εἰς τὸ ποτὸν εἶναι; Ἀριστοφ. Ἱππ. 87. 3) μετὰ ῥημάτων σημαινόντων τὸ ἀκούειν, γιγνώσκειν, λέγειν, κτλ., Λατιν. circa de, περὶ νόστου ἄκουσα Ὀδ. Τ. 270· οἶδα γὰρ εὖ περὶ κείνου Ρ. 563· περὶ πομπῆς μνησόμεθα Η. 191· περὶ πατρὸς ἐρέσθαι Α. 135, Γ. 77· περί τινος ἐρεῖν, λέγειν, διαλέγεσθαι, λόγον ἢ λόγους ποιεῖσθαι, κτλ.· Ἡρόδ. 1. 5, Σοφ. Ο. Τ. 707, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 13, κτλ.· λέγειν καὶ ἀκούειν περί τινος Θουκ. 4. 22, κτλ.· λόγος ἢ λόγοι περί τινος Πλάτ. Πρωτ. 347Β, κτλ.· ἡ περί τινος φήμη Αἰσχίν. 7. 31· περί τινος ἀγγέλλειν, κηρύσσειν, Σοφ. Ἠλ. 1111, Ἀντ. 193· περί τινος διέρχεσθαι ἢ διεξέρχεσθαι, διηγεῖσθαι, δηλοῦν Ἰσοκρ. 189Β, Πλάτ. Πολιτ. 274Β, Εὐθύφρων 6D, κτλ.· παίζειν περί τινος Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 8· ἐμπείρως ἔχειν περί τινος Αἰσχίν. 12. 5· νόμον γράφειν ἢ τιθέναι περί τινος Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 52, κτλ.· νόμῳ χρῆσθαι περί τινος Σοφ. Ἀντ. 214 ― ἡ πρόθ. ἐνίοτε παραλείπεται, εἰπὲ δέ μοι πατρός, ἀντὶ περὶ πατρός, εἴ τι πέπυσσαι Πηλῆος, ἀντὶ περὶ Πηλῆος Ὀδ. Λ. 174, 494, πρβλ. Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 213. 4) μᾶλλον ἐπὶ τοῦ κινοῦντος αἰτίου ἢ «ἐλατηρίου» τῆς πράξεως ἢ ἐπὶ τοῦ σκοποῦ, περὶ ἔριδος μάρνασθαι, μάχεσθαι ἕνεκα ἔχθρας, Ἰλ. Η. 301, πρβλ. Π. 476, Υ. 253· περὶ τῶνδε, διὰ τούτους τοὺς λόγους, Ψ. 659. 5) περί τινος, Λατ. quod attinet ad…, ἔνθα μόνη ἡ γεν. συχνάκις θὰ ἐξέφερε τὴν αὐτὴν ἔννοιαν, μεμηνυμένος περί τινος Θουκ. 6. 53· οὕτως ἔσχε περὶ τοῦ πρήγματος τούτου Ἡρόδ. 1. 117· κτλ.· καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις συχνάκις ἄνευ ῥήματος, ἡ περὶ τῶν παίδων ἀγωγή, αἱ Ἡρακλέους πράξεις, ἴδε Heind. εἰς Πλάτ. Γοργ. 467D· τὰ περί τινος Θουκ. 6. 32., 8. 14, 26, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 37, κτλ.· (ἡ ἔννοια αὕτη εἶναι ἔτι κοινοτέρα μετ’ αἰτ., ἴδε κατωτ. Γ. Ι. 5)· οὕτω δὴ καὶ περὶ τῶν ἀρετῶν (ἐξυπ. ἔχει) Πλάτ. Μένων 72C, πρβλ. Πολ. 534 Ε, 551C, κτλ.· ― ὡσαύτως ἄνευ τοῦ ἄρθρ., ἀριθμοῦ πέρι, περὶ τοῦ ἀριθμοῦ, Ἡρόδ. 7. 102· χρηστηρίων δὲ πέρι... ὁ αὐτ. 2. 54. ΙΙΙ. ὡς τὸ Λατ. prae, πρό, ὑπεράνω, ἐπὶ συγκριτικῆς ὑπεροχῆς, μάλιστα παρὰ τοῖς Ἐπικ. ποιηταῖς, περὶ πάντων ἔμμεναι ἄλλων Ἰλ. Α. 287· περὶ δ’ ἄλλων φασὶ γενέσθαι Δ. 375· τετιμῆσθαι περὶ πάντων Ι. 38· ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης Ε. 325· ὃν ... περὶ πάντων φίλατο Υ. 304· περὶ πάντων ἴδριες ἀνδρῶν Ὀδ. Η. 108· κρατερὸς περὶ πάντων Ἰλ. Φ. 566, πρβλ. Α. 417, Ὀδ. Λ. 216· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας συχνάκις χωρίζεται ἀπὸ τῆς γενικῆς, περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων, «φρονήσει διαφέρει τῶν λοιπῶν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 171, πρβλ. Α. 258, Ὀδ. Α. 66· περὶ μὲν εἶδος, περὶ δ’ ἔργα τέτυκτο τῶν ἄλλων Δαναῶν Ἰλ. Ρ. 279· περὶ μὲν κρατέεις, περὶ δ’ αἴσυλα ῥέζεις ἀνδρῶν Φ. 214. περὶ δ’ ἔγχει Ἀχαιῶν φέρτατός ἐσσι Θ. 289· ― οὕτω Πινδ. Ο. 6. 84, Θεόκρ. 25. 119. ― Ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἡ γεν. ἑνίοτε παραλείπεται καὶ ἡ περὶ καθίσταται ἐπίρρ., ἴδε κατωτ. Ε. ΙΙ. IV. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ. πρὸς δήλωσιν ἀξίας, περὶ πολλοῦ ἐστιν ἡμῖν, ἔχει πολλὴν σπουδαιότητα, εἶναι πολλοῦ ἄξιος ὡς πρὸς ἡμᾶς, Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. Ἀντιφῶντα 141. 28· καί, περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι, θεωρεῖν τι πολλοῦ λόγου ἄξιον, πολὺ σπουδαῖον, Λατ. magni facere, Ἡρόδ. 1. 73, Ξεν., κτλ.· οὕτω περὶ πλείονος ἢ περὶ πλείστου ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 7. 7, 44, Κύρ. 7. 5, 60· περὶ πλείστου ἡγεῖσθαι Θουκ. 2. 89· περὶ παντὸς ποιεῖσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 1· περὶ οὐδενός, περὶ ἐλάττονος ἡγεῖσθαι Λυσ. 189. 42., 197. 19. Β. ΜΕΤΑ ΔΟΤΙΚΗΣ, Ι. σημαίνει τὸ πέριξ τινός, ἐπὶ ἱματισμοῦ, ὁπλισμοῦ, κτλ., ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα Ἰλ. Κ. 21· χιτῶνα περὶ χροῒ δῦνεν Ὀδ. Ο. 60· δύσετο τεύχεα καλὰ περὶ χροῒ Ἰλ. Ν. 241· ἔσσαντο περὶ χροῒ χαλκὸν Ὀδ. Ω. 467· κνημῖδας ... περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν Ἰλ. Λ. 17· βεβλήκει τελαμῶνα περὶ στήθεσσι Μ. 401· οὕτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας Ἡρόδ. 7. 61· θώρακα περὶ τοῖς στέρνοις ἔχειν Ξεν. Κύρ. 1. 2, 13· οἱ στρεπτοὶ περὶ τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια περὶ ταῖς χερσὶ αὐτόθι 1. 3, 2· περὶ τῇ χειρὶ ἔχειν δακτύλιον Πλάτ. Πολ. 359Ε, κτλ.· ― οὕτω, χαλκὸς ἔλαμπε περὶ στήθεσσι Ἰλ. Ν. 245 χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι Β. 416· ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε περὶ κροτάφοισι πεσόντος Ο. 648· (ἔνθα ἡ περὶ μετὰ τοῦ πτωτικοῦ αὐτῆς ἀναφέρεται μᾶλλον εἰς τὸ πήληξ ἢ εἰς τὸ ῥῆμαοὕτως ἐπὶ ἄλλων σχέσεων, περὶ δ’ ἔγχεϊ .. καμεῖται, θὰ κουρασθῇ κρατῶν τὸ δόρυ, Β. 389· δράκων ἑλισσόμενος περὶ χειῇ Χ. 95· κνίση ἑλισσομένη περὶ καπνῷ Α 317· περὶ σταχύεσσιν ἐέρση Ψ. 598· καὶ ἔτι ἀκριβέρτερον τοπικῶς, μάρναντο περὶ Σκαιῇσι πύλῃσιν Σ. 453· ― σπανίως παρὰ Τραγ., περὶ βρέτει πλεχθεὶς Αἰσχύλ. Εὐμ. 259 κεῖται νεκρὸς περὶ νεκρῷ Σοφ. Ἀντ. 1240. 2) παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως, πέριξ ὅπλου, δηλ. διαπερασθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ, διατρυπηθείς. περὶ δουρὶ πεπαρμένη Ἰλ. Φ. 577· ἐρεικόμενος περὶ δουρὶ Ν. 441· κυλινδόμενος περὶ χαλκῷ Θ. 86· περὶ δουρὶ ἤσπαιρε Ν. 570· πεπτῶτα περὶ ξίφει Σοφ. Αἴ. 828· ὡσαύτως, αἷμα ἐρωήσει περὶ δουρὶ Ἰλ. Α. 303· ― πρβλ. περιπετής, -πίπτω, -πτυχής, καὶ ἴδε ἐν λέξει ἀμφὶ Β. 1· ― περὶ τοῦ περὶ κῆρι, περὶ θυμῷ, περὶ φρεσίν, ἴδε κατωτ. Ε. 3) ἐπὶ πολεμιστοῦ ἱσταμένου ὑπεράνω ἢ περιερχομένου περὶ νεκρὸν συστρατιώτην· ὥστε νὰ ὑπερασπίσῃ αὐτὸν (ἴδε ἀμφιβαίνω, περιβαίνω), ὣς περὶ Πατρόκλῳ βαῖνε ξανθὸς Μενέλαος Ἰλ. Ρ. 6· ὡς Αἴας περὶ Πατρόκλῳ .. βεβήκει αὐτόθι 137, πρβλ. 355· οὕτως, ὥς τίς τε λέων περὶ οἷσι τέκεσσι αὐτόθι 133· περὶ σκύμνοισι βεβηκὼς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1039. ΙΙ. ἐπὶ αἰτίας, σχεδὸν ὡς ὅταν μετὰ γεν. (ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 1), ἐπὶ πράγματος περὶ οὗ ἀγωνίζεταί τις, περὶ οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι Ὀδ. Ρ. 471· μαχήσασθαι περὶ δαιτὶ Β. 245· περὶ παιδὶ μάχης πόνος ἐστὶ Ἰλ. Π. 568· περὶ τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν Πλάτ. Πρωτ. 314Α· καὶ οὕτως ἴσως ἑρμηνευτέον τό, περὶ τῇ Σικελίᾳ ἔσται ὁ ἀγὼν Θουκ. 6. 34, πρβλ. Ἀντιφῶντα 130. 2. 2) οὕτω καὶ μετὰ ῥημάτων σημαινόντων φόβον, ἀνησυχίαν, φροντίδα ἢ τοὐναντίον (ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 2), περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι Ἰλ. Ε. 566· ἔδδεισεν δὲ περὶ ξανθῷ Μενελάῳ Κ. 240, πρβλ. Λ. 557· δεῖσαι περὶ τῷ χωρίῳ τῇ χώρᾳ κτλ., Θουκ. 1. 60, 67, 74, 119. κτλ.· οὕτω, θαρρεῖν περὶ τῷ ἑαυτοῦ σώματι Πλάτ. Φαίδων 114D, πρβλ. Θεαίτ. 148C· περὶ πλέγματι γαθεῖ Θεόκρ. 1. 54. 3) καθόλου, ἐπὶ τῆς αἰτίας ἢ ἀφορμῆς, διά, ἐξ αἰτίας, χάριν, ἕνεκα, Λατιν. prae, ἀτύζεσθαι περὶ καπνῷ Ἰλ. Θ. 183 (ἔνθα ὅμως ὁ Wolf ὑπὸ καπνοῦ)· μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλὰς Ἡρόδ. 9. 101· περὶ σφίσιν αὐτοῖς πταίειν Θουκ. 6. 33· περὶ αὑτῷ σφαλῆναι ὁ αὐτ. 1. 69· ― παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως, περὶ δείματι, διὰ φόβον, Πινδ. Π. 5. 78· περὶ τιμᾷ ἐν τιμῇ ἢ ἐπαίνῳ, αὐτόθι 2. 110· περὶ τάρβει, περὶ φόβῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 696, Χο. 35· περὶ χάρματι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 429· ― παρ’ Ἡροδ. 3. 50, ἀντὶ περὶ θυμῷ ἔχειν διορθωτέον περιθύμως ἢ πέρι θυμῷ ἔχειν. Γ. ΜΕΤ’ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗΣ, Ι. ἐπὶ τόπον, κυρίως ἐν σχέσει πρὸς τὸ ἀντικείμενον περὶ τὸ ὁποῖον γίνεται κίνησις, περὶ βόθρον ἐφοίτων, ἤρχοντο κατὰ πλήθη πέριξ τοῦ βόθρου, Ὀδ. Λ. 42· περὶ νεκρὸν ἤλασαν ἵππους Ἰλ. Ψ. 13· περὶ τέρματα ἵπποι τρωχῶσι Χ. 162· ἄστυ πέρι .. διώκειν αὐτόθι 173, 230· ἐρύσας περὶ σῆμα Ψ. 16, πρβλ. 51, κτλ.· ― ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ὅπουκίνησις μόνον νοεῖται, περὶ φρένας ἤλυθ’ ἰωὴ Ἰλ. Κ. 139· περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος Ὀδ. Ι. 362· ἑστάμεναι περὶ τοῖχον Ἰλ. Σ. 378, πρβλ. Ὀδ. Ν. 187, κτλ.· λέξασθαι περὶ ἄστυ Ἰλ. Θ. 519· μάρνασθαι, μάχεσθαι περὶ ἄστυ Ζ. 256, κτλ.· φυλάσσοντες περὶ μῆλα Μ. 203· οἳ περὶ Πηνειὸν … ναίεσκον, περὶ Δωδώνην .. οἰκί ’ ἔθεντο Μ. 757, 750· σειρὴν μὲν κεν περὶ ῥίον Οὐλύμποιο δησαίμην Θ. 25, πρβλ. Ὀδ. Σ. 67· παρὰ πεζογράφοις, φύλακας δεῖ περὶ τὸ στρατόπεδον εἶναι Ξεν. Ἀν. 5. 1, 9· περὶ τὴν κρήνην εὕδειν, ἐκεῖ που πλησίον τῆς κρήνης, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 9· εἶναι περὶ τὸν λαγὼ ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 4· περὶ λίθον, πεσεῖν, ἐπ’ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1180· περὶ αὐτὰ καταρρεῖν Δημ. 21. 4· ταραχθεῖσαι αἱ νῆες περὶ ἀλλήλας Θουκ. 7. 23, κτλ.· ὡσαύτως, πλεῦνες περὶ ἕνα, πολλοὶ πρὸς ἕνα, Ἡρόδ. 7. 103, περὶ τὸν ἄρξαντα.. τὸ ἀδίκημά ἐστι Ἀντιφῶν 128. 14· - συχν. μόνον μετ’ οὐσιαστ., ἡ περὶ Λέσβον ναυμαχία, ἡ ἐκεῖ που περὶ τὴν Λέσβον, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 32· τοῖς περὶ τὴν Ἔφεσον Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε· - ὡσαύτως ἐπιτεταμ., περὶ τ’ ἀμφί τε τάφρον, ὡς τὸ Λατιν. circumcirca, Ἰλ. Ρ. 760· περί τ’ ἀμφί τε κύματα Ἡσ. Θ. 848· ἴδε ἐν λέξ. ἀμφὶ Γ. Ι. 2. 2) ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων οἴτινες εἶναι περί τινα ὡς ἀκόλουθοι κτλ., μεθ’ ὧν εἶχε περὶ αὐτὸν Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 22· μάλιστα παρ’ Ἀττ., οἱ περί τινα, οἱ ἀκόλουθοί τινος, θεράποντες, συγγενεῖς, ἑταῖροι, οἱ περὶ τὸν Πείσανδρον πρέσβεις Θουκ. 8. 63· οἱ περὶ Ἡράκλειτον, οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ ὀπαδοί, Πλάτ. Κρατύλ. 440C, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 1. 5, 8, κτλ.· ὡσαύτως, οἱ περὶ Ἀρχίαν πολέμαρχοι, ὁ Ἀρχίας καὶ οἱ περὶ αὐτόν, Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 2, πρβλ. Ἀνάβ. 2. 4. 2, κτλ.· - μετέπειτα, οἱ περί τινα, περίφρασις ἀντὶ τοῦ περὶ οὗ ὁ λόγος προσώπου, οἱ περὶ Φαβρίκιον, ὁ Φαβρίκιος, Πλουτ. Πύρρ. 20, πρβλ. Τιμολ. 13· - πρβλ. ἀμφὶ Γ. Ι. 3. 3) περὶ τοῦ πράγματος περὶ ὃ τις ἀσχολεῖται ἢ φροντίζει, περὶ δόρπα πονεῖσθαι, περὶ δεῖπνον πένεσθαι, Ἰλ. Ω. 444, Ὀδ. Δ. 624· (ἀλλά, περὶ τεύχε’ ἕπουσι, κατὰ τμῆσιν ἀντὶ περιέπουσι, Ἰλ. Ο. 555)· παρ’ Ἀττ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶναι ἢ γίγνεσθαι περὶ τι Θουκ. 7. 31, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 4, Ἰσοκρ. 29Α, κτλ.· ὄντων ἡμῶν περὶ ταύτην τὴν πραγματείαν Δημ. 1168. 21· διατρίβειν περί τι Ξεν. Κύρ. 1. 2, 11, κτλ.· σπανιώτερον ἔχειν περί τινα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 4, 28· ἐντεῦθεν συχνάκις ἐν περιφράσεσιν, οἱ περὶ τὴν ποίησιν καὶ τοὺς λόγους ὄντες, δηλ. οἱ ποιηταὶ καὶ ῥήτορες, Ἰσοκρ. 240Α· οἱ περὶ τὴν φιλοσοφίαν ὄντες ὁ αὐτ. 190D· οἱ περὶ τὴν μουσικὴν ὁ αὐτ. 198D· οἱ περὶ τὰς τελετὰς, οἱ τελοῦντες τὰ μυστήρια, Πλάτ. Φαίδων 69C· ὁ περὶ τὸν ἵππον, ὁ ἱπποκόμος, Ξεν. Ἱππ. 6, 3· πρβλ. ἀμφὶ Γ. Ι. 5. 4) σημαίνει κίνησιν περὶ τόπον τινά, καὶ οὕτω κίνησιν ἕν τινι τόπῳ, περὶ νῆσον ἀλώμενοι Ὀδ. 4. 368, πρβλ. 90· ἐμέμηκον περὶ σηκοὺς Ι. 439· ἂν περὶ ψυχὴν γάθησεν, ἐν τῇ ἑαυτοῦ καρδίᾳ, Πινδ. Π. 4. 217· χρονίζειν περὶ Αἴγυπτον Ἡρόδ. 3. 61, πρβλ. 7. 131, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 544D, κτλ. 5) ἐν ἀναφορᾷ πρός τι ἀντικείμενον, ὡς πρός τι ἢ ὡς πρός τινα, τὰ περὶ τὴν Αἴγυπτον γεγονότα, τὰ περὶ Μίλητον γεγονότα Ἡρόδ. 3. 13., 6. 26· εὐσεβεῖν περὶ θεοὺς Πλάτ. Συμπ. 193Β· ἀσεβεῖν περὶ ξένους Ξεν. Κύρ. 3. 2, 10· ἀμαρτάνειν περί τινα ἢ τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 2, 20· οὐδεμία συμφορὴ.. ἔσται.. περὶ οἶκον τὸν σὸν Ἡρόδ. 8. 102· ποιέειν ἢ πράττειν τι περί τινα ὁ αὐτ. 1. 158, Πλάτ. Γοργ. 507Α· τὰ περὶ Πρηξάσπεα πρηχθέντα Ἡρόδ. 3. 76· καινοτομεῖν περὶ τὰ θεῖα Πλάτ. Εὐθύφρων 3Β· περὶ τοὺς θεοὺς μὴ σωφρονεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 20· σπουδάζειν περί τι Αἰσχίν. 6. 25· - ὡσαύτως ἄνευ ῥήμ., αἱ περὶ τοὺς παῖδας συμφοραὶ Ξεν. Κύρ. 7. 2, 20· ἡ περί τινα ἐπιμέλεια Ἰσοκρ. 189Β· ἡ περὶ ἡμᾶς ἡνιόχησις Πλάτ. Φαῖδρ. 246Β· - ἀκολούθως καθόλου ἐπί πάσης σχέσεως, ὡς πρός τι, ἐν σχέσει πρός τι, κατά τι, περὶ μὲν τοὺς ἰχθῦς οὕτως ἔχει Ἡρόδ. 2. 93, πρβλ. 8. 85· πονηρὸς περὶ τὸ σῶμα Πλάτ. Πρωτ. 313D· ἀκόλαστος περὶ ταῦτα Αἰσχίν. 6. 37· γελοῖος περὶ τὰς διατριβὰς ὁ αὐτ. 17. 42, κτλ.· - ὡσαύτως ἀπολ., συνηθέστερον μετὰ γεν., (ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 5), ὡς πρός, περὶ τὸ παρὸν πάθος Πλάτ. Θεαίτ. 179C, πρβλ. Φαίδωνα 65Α· - συχνάκις καὶ ἀντὶ ἐπιθέτου, ὄργανα ὅσα περὶ γεωργίαν, δηλ. γεωργικά, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 370D· οἱ νόμοι οἱ περὶ τοὺς γάμους ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 50D· αἱ περὶ τὰ μαθήματα ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 52Β· οἱ περὶ Λυσίαν λόγοι, οἱ λόγοι τοῦ Λυσίου, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 279Α· ἡ περὶ Φίλιππον τυραννίς, ὁ δεσποτικὸς αὐτοῦ τρόπος, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 2· - παρὰ πεζογράφοις εἰς δήλωσιν περιστάσεων ἐσχετισμένων πρός τι πρόσωπονπρᾶγμα, τὰ περὶ Κῦρον, τὰ περὶ Ἑλένην, τὰ περὶ Βάττον, Ἡρόδ. 1. 95., 2. 113, κτλ.· τὰ περὶ τὸν Ἄθων, τὰ κατὰ τὸν Ἄθων ἔργα, ὁ αὐτ. 7. 37· τὰ περὶ τὰς ναῦς, τὰ ναυτικὰ πράγματα, Θουκ. 1. 13· τὰ περὶ τὴν ναυμαχίαν, τὰ συμβάντα κατὰ τὴν ναυμαχίαν.., ὁ αὐτ. 8. 63· τὰ περὶ τὸν πόλεμον Πλάτ. Πολ. 468Α· τὰ περὶ τὸ σῶμα ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 246D· τὰ περὶ τοὺς θεοὺς Ξεν. Κύρ. 8. 1, 23, κτλ.· πρβλ. ἀμφὶ Γ. Ι. 3. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, παρ’ ἱστορ. συγγραφ. ἐπὶ μὴ ἀκριβοῦς τρόπου τοῦ ὑπολογίζειν, περὶ λύχνων ἀφάς, περίπου κατὰ τὴν ὥραν καθ’ ἣν ἀνάπτουσι τοὺς λύχνους, Ἡρόδ. 7. 215· περὶ μέσας νύκτας, κατὰ τὸ μεσονύκτιον περίπου, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 1· περὶ πλήθουσαν ἀγορὰν αὐτόθι 2. 1, 7· περὶ ἡλίου δυσμὰς αὐτόθι 6. 5, 32· περὶ τούτους χρόνους Θουκ. 3. 89, κτλ. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν μὴ ἀκριβῶς ὁριζομένων, περὶ ἑβδομήκοντα, περίπου ἑβδομήκοντα, Θουκ. 1. 54· περὶ ἑπτακοσίους Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 5, κτλ.· ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 410. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 792-800. Δ. ΘΕΣΙΣ: ἡ περὶ δύναται νὰ τεθῇ μετὰ τὸ πτωτικὸν κατ’ ἀναστροφήν, ἢν πέρι Ἰλ. Ε. 739· ἄστυ πέρι Χ. 173· τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., τοῦδε πράγματος πέρι Αἰσχύλ. Εὐμ. 630· τῶνδε βουλεύειν πέρι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 248, κτλ.· (ὁ Σοφ. τῷ ὄντι μόνον ἅπαξ ἔχει τὴν πρόθεσιν πρὸ τῆς γενικ., περὶ γὰρ σοῦ νῦν εὔπιστα λέγει Αἴ. 150)· καὶ παρὰ πεζογράφοις, σφέων αὐτῶν πέρι Ἡρόδ. 8. 36 σοφίας πέρι Πλάτ. Φίληβ. 49Α· δικαίων τε πέρι καὶ ἀδίκων ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455Α, κτλ.· - ἐνίοτε δὲ τίθεται πολὺ ὀπίσω τοῦ πτωτικοῦ αὐτῆς, οὗ παράδειγμα περίεργον εὑρίσκεται ἐν Πλάτ. Νόμ., γραμμάτων εἴπομεν ὡς οὐχ ἱκανῶς ἔχεις πέρι. Ε. περί, ἀπολ., ὡς ΕΠΙΡΡ., πέριξ, ὡσαύτως, πλησίον· συχν. παρ’ Ὁμ.· ἐπιτεταμ., περί τ’ ἀμφί τε, ὁλόγυρα, πέριξ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 277. - Οὐχ ἧττον συνήθης παρ’ Ὁμ. εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς προθέσ. ταύτης ἀπὸ τῆς πτώσεως αὐτῆς διὰ τμήσεως. ΙΙ. πρὸ τῶν ἄλλων ἢ ὑπὲρ τοὺς ἄλλους (ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙΙ), ὑπερβαλλόντως, καθ’ ὑπερβολήν, μάλιστα, πρὸ πάντων, λίαν, παρὰ πολύ, μόνον παρ’ Ἐπικ. ποιηταῖς, ὅτε καὶ συνήθως πάσχει ἀναστροφήν, Τυδείδῃ, πέρι μέν σε τίον Δαναοὶ Ἰλ. Θ. 161, πρβλ. Ι. 53· σε χρὴ πέρι μὲν φάσθαι ἔπος ἠδ’ ἐπακοῦσαι Ι. 100· τοι πέρι δῶκε θεὸς πολεμήια ἔργα Ν. 717, πρβλ. Ὀδ. Α. 66, Β. 116, Η. 110, κτλ.· πέρι γάρ μιν ὀϊζυρὸν τέκε μήτηρ Ὀδ. Γ. 95· πέρι κέρδεα οἶδεν Β. 83· τὸν πέρι Μοῦσ’ ἐφίλησεν Θ. 63. 2) ὁ Ὅμηρος ἀγαπᾷ νὰ συνάπτῃ περὶ κῆρι, ἐκ βάθους ψυχῆς, ἀπὸ καρδίας, περὶ κῆρι φιλεῖν Ἰλ. Ν. 119, κτλ.· (κῆρι φιλεῖν Ι. 117)· ἀπέχθεσθαι περὶ κῆρι Δ. 53· περὶ κῆρι τιέσκετο αὐτόθι, 46, πρβλ. Ὀδ. Ε. 36, Η. 69· περὶ κῆρι χολοῦσθαι Ἰλ. Ν. 206· οὕτω καὶ περὶ φρεσὶν ἄσπετος ἀλκὴ ΙΙ. 157· περὶ φρεσὶν αἴσιμα ἤδη Ὀδ. Ξ. 433· ἀλύσσοντες περὶ θυμῷ Ἰλ. Χ. 70, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 146· περὶ σθένεῖ Ἰλ. Ρ. 22· - ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις ἡ περὶ συνήθως γράφεται ὡς ἡ πρόθεσις, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ συνάπτηται συντακτικῶς μετὰ τῆς δοτ., ἀλλὰ νὰ λαμβάνηται ὡς ἰσοδύναμον τῷ περισσῶς. 3) ἐπιτεταμ. περὶ πρό. ἔνθα καὶ ἡ περὶ ἀναλαμβάνει τὸν ἐαυτῆς τόνον, Ἰλ. Λ. 180, ΙΙ. 699· ἐνίοτε φέρεται ὡς μία λέξις περιπρό. 4) περὶ τοῦ περὶ κάτω. ἴδε περιτρέπω Ι. 2. Ζ. ΕΝ ΣΥΝΘΕΣΕΙ ἅπασαι αἱ κύριαι αὐτῆς σημασίαι ἀπαντῶσι, μάλιστα δὲ σημαίνει Ι. ἔκτασιν κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν ὡς ἀπὸ κέντρου, ὡς ἐν τοῖς περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω. ΙΙ. κυκλικὴν περιστροφὴν περί τι καὶ ἐπάνοδον εἰς τὸ σημεῖον τῆς ἀναχωρήσεως, πέριξ, ὡς ἐν τοῖς περιάγω, περιβαίνω, περίειμι (εἶμι), περιέρχομαι, περιστρέφω. ΙΙΙ. = ὑπέρ, ὑπερτερεῖν, κτλ., περιγίγνομαι, περιεργάζομαι, περιτοξεύω. IV. καθόλου, ἐνισχύει τὴν ἁπλῆν ἔννοιαν, ὑπερμέτρως, ὑπερβαλλόντως, πολύ, εἰς ὑπερβολήν, ὡς ἐν τοῖς περικαλλής, περίκηλος, περιδείδω, ὡς τὸ Λατ. per- ἐν τοῖς permultus, pergratus, perquam, κτλ. V. ἡ ἔννοια τοῦ διπλοῦ ἥτις ἀνήκει εἰς τὸ ἀμφί, εὑρίσκεται ἐν μιᾷ μόνον συνθέτῳ ποιητικῇ λέξει περιδέξιος, ὃ ἴδε. Η. ΠΡΟΣΩΔΙΑ: Ἂν καὶ τὸ ι τῆς περὶ εἶναι βραχύ, ὅμως ὁ κανὼν εἶναι (ὡς καὶ ἐπὶ τῶν προθ. ἀμφί, ἀντί), ὅτι ἡ περί οὐδέποτε πάσχει ἔκθλιψιν· ἀλλὰ τὸν κανόνα τοῦτον δὲν ἐτήρουν οἱ λυρικοὶ ποιηταὶ, περεμμένον ἀντὶ περιειμένον Σαπφὼ 68 (ὁ Bak περθέμενον), πρβλ. πέρροχος· οὕτω παρὰ Πινδ. περάπτων Π. 3. 93· περόδοις Ν. 11. 51· περιδαῖος Ἀποσπ. 126· περ’ αὐτᾶς Π. 4. 472 ταύτας περ’ ἀτλάτου πάθους Ο. 6. 65· ἔτι δὲ καὶ ὁ Ἡσ. ἐν Θεογ. 678, εἶπε περίαχε ἀντὶ περιΐαχε ὡς ἀμφίαχε, καὶ ἔσχε μιμητὴν τὸν Κόϊντ. Σμ. 3. 601., 11. 382· καὶ τὸ Μεδ. Ἀντίγραφ. ἔχει περεβάλοντο, περεσκήνωσεν ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1147, Εὐμ. 634· παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἀπαντᾷ ἐνίοτεἔκθλιψις, ἴδε περίειμι (εἶμι) ἐν τέλ. - Ὡσαύτως παρὰ τοῖς κωμ. ἡ περὶ παρέμεινε πρὸ λέξεως ἀρχομένης ἀπὸ φωνήεντος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1005 κέξ., κτλ., ὡς παρ’ Εὐρ. ἐν Κύκλ. 686· ἀλλ’ οὐδέποτε ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Τραγ. ἐν ἰαμβικοῖς τριμέτροις, ἐκτὸς ἂν ἡ διόρθωσις τοῦ Dawes (περιίδῃς ἀντὶ παρίδῃς) γένηται δεκτὴ ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1505· τὰ σύνθετα περιόργως, περιώδυνος, περίαλλα ἀπαντῶσιν ἐν λυρ. χωρίοις, ἴδε Πόρσωνα εἰς Εὐρ. Μήδ. 284· - παρ’ Ὑπερείδῃ ὑπὲρ Λυκόφρ. 23. 7, περιὼν ἀντὶ περιιὼν εἶναι πιθανῶς σφάλμα τοῦ ἀντιγραφέως.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
A. adv. au-dessus ; fig. par-dessus tout, surtout (en ce sens on accentue πέρι) : πέρι μέν σε τίον Δαναιοί IL les Grecs t’honoraient au-dessus de tous ; σὲ χρὴ πέρι μὲν φάσθαι ἔπος ἠδ’ ἐπακοῦσαι IL il te faut plus que tous les autres parler et écouter ; πέρι κέρδεα οἶδεν OD elle s’entend par-dessus tout aux ruses ; τὸν πέρι Μοῦσ’ ἐφίλησε OD que la Muse aima par-dessus tous les autres ; particul. dans la locut. περὶ κῆρι (où malgré le sens περί s’accentue comme s’il était prépos. sans que pourtant il faille le joindre à κῆρι) : περὶ κῆρι φιλεῖν IL aimer de tout cœur litt. par-dessus tout de cœur ; ἀπέχθεσθαι περὶ κῆρι IL haïr de tout cœur ; de même dans les locut. περὶ φρεσίν IL, OD m. sign. ; περὶ θυμῷ IL m. sign. ; περὶ σθένει IL de toute sa force;
B. Prép. avec le gén., le dat. et l’acc.
• GÉN;
I. autour de (sens rare et poét.) avec ou sans mouvement : περὶ τρόπιος βεβαῶτα OD nageant autour de la carène de son vaisseau;
II. pour, càd :
1 au sujet de (sens qui se rattache au préc. par l’usage primit. de περί avec les verbes marquant l’idée de combattre) : μάχεσθαι περὶ νηός IL ou περὶ θανόντος IL combattre autour d’un vaisseau, d’un mort, càd pour un vaisseau, pour un mort (autour duquel luttent les deux partis) ; ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης IL combattre pour la terre des ancêtres ; par ext. sans idée de combat : περὶ νόστου ἄκουσα OD j’ai entendu parler de son retour ; διαλέγεσθαι περί τινος XÉN s’entretenir au sujet de qch ; κινδυνεύειν περί τινος HDT courir un danger pour qqn ou pour qch ; αἰτία περί τινος PLAT accusation au sujet de qch ; τὰ περί τινος ce qui concerne qqn ou qch ; au commenc. de la phrase au sens de notre locut. quant à : περὶ μὲν δὴ βρώσεως καὶ πόσεως οὕτω παρεσκευασμένος ἦν XÉN en ce qui regarde la nourriture et la boisson, telles étaient ses dispositions ; ἀριθμοῦ δὲ πέρι μὴ πύθῃ, ὅσοι HDT quant au nombre, ne me demande pas combien;
2 en vue de : τὴν ἀρχὴν τοῦ πολέμου γεγενημένην περὶ τοῦ τιμωρήσασθαι Φίλιππον DÉM la guerre avait commencé en vue du désir de se venger de Philippe;
III. par-dessus, au-dessus de ; fig. au-dessus, plus que : περὶ πάντων ἔμμεναι ἄλλων IL être au-dessus de tous les autres ; περὶ δ’ ἔγχει Ἀχαιῶν φέρτατός ἐσσι IL tu es le plus habile des Grecs pour lancer la javeline ; περὶ πολλοῦ, περὶ πλείονος, περὶ πλείστου ποιεῖσθαι ATT faire grand cas, plus grand cas, très grand cas de, acc. ; περὶ ὀλίγου, ἐλαττονος ποιεῖσθαι ATT faire peu de cas, moins de cas de, acc. ; περὶ παντὸς ποιεῖσθαι XÉN estimer au plus haut point;
• DAT;
I. autour de : ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα IL il revêtit une tunique autour de sa poitrine ; θώρακα περὶ τοῖς στέρνοις ἔχειν XÉN avoir une cuirasse autour de la poitrine ; particul. en parl. de la blessure que fait un fer de lance : περὶ δουρὶ πεπαρμένη IL percée d’une lance ; περὶ τοῖς δορατίοις διεφθείροντο THC ils périssaient percés de javelines ; souv. avec les verbes qui marquent une idée de protection, de défense : ἑσταότες περὶ Πατρόκλῳ IL se tenant debout autour de Patrocle (pour le protéger) ; ἑστήκει ὥς τίς τε λέων περὶ οἶσι τέκεσσιν IL il se tenait debout comme un lion autour de ses petits (pour les défendre) ; fig.
1 autour de, de manière à envelopper;
2 aux environs de, dans le voisinage de, auprès de : μάρναντο περὶ Σκαιῇσι πύλῃσι IL ils combattaient autour des portes Scées ; κείται νεκρὸς περὶ νεκρῷ SOPH mort il est étendu près de la morte;
II. pour, càd :
1 au sujet de : περὶ οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι OD combattant pour ses biens ; p. anal. (après les verbes exprimant l’idée de crainte ou de confiance) : περί τινι δεδιέναι IL, δειμαίνειν HDT φοβεῖσθαι THC craindre pour qqn ou qch ; θαρρεῖν περί τινι PLAT avoir confiance au sujet de qch;
2 à cause de, par suite de : περὶ τάρβει ESCHL, περὶ φόβῳ ESCHL par crainte;
• ACC;
A. autour de;
I. dev. un nom de lieu ou de pers.
1 propr. autour de avec ou sans mouv. : περὶ κεῖνον ὁμίλεον OD ils se rassemblaient autour de lui ; περὶ ἄστυ μάρνασθαι IL combattre autour de la ville;
2 au bord de, le long de avec idée d’une ligne circulaire : ἡ ἀγορὰ ἡ περὶ τὰ ἀρχεῖα XÉN la place qui longe tout autour les édifices des magistrats ; ἡ περὶ Λέσβον ναυμαχία XÉN le combat naval près de Lesbos ; p. ext. au bord de : οἱ περὶ τὴν θάτατταν οἰκοῦντες PLAT ceux qui habitent au bord de la mer, qqf renforcé par ἀμφί (q.v.) : περί τ’ ἀμφί τε τάφρον IL tout autour du fossé;
3 contre : ταραχθεῖσαι αἱ νῆες περὶ ἀλλήλας THC les vaisseaux en désordre et s’étant embarrassés les uns au milieu des autres;
4 dans la région de : τὰ περὶ τὴν Αἴγυπτον γεγονότα HDT les événements accomplis en Égypte;
II. dev. un nom de personne οἱ περί τινα, les personnes de l’entourage de qqn, particul. les gardes d’un prince, les disciples d’un philosophe ; p. ext. entourage d’une personne avec cette personne même : οἱ περὶ Ἀρχίαν πολέμαρχοι XÉN Archias et les polémarques ses collègues ; et même cette personne seule : οἱ περὶ Φαβρίκιον PLUT Fabricius;
III. dev. un n. de temps περὶ λύχνων ἁφάς HDT vers l’heure où l’on allume les lampes ; περὶ πλήθουσαν ἀγοράν XÉN vers l’heure où l’agora est remplie de foule ; περὶ τούτους τοὺς χρόνους THC vers ce temps ; avec un n. de nombre περὶ ἑβδομήκοντα THC soixante-dix environ;
B. pour avec un rég. désignant primitiv. un objet autour duquel on agit, particul. :
1 en vue de : περὶ δόρπα πονεῖσθαι IL se donner de la peine pour son repas (propr. autour de son repas), le préparer ; διατρίβειν περί τι XÉN s’occuper de qch ; ou sans participe : οἱ περὶ τὰς τελετάς PLAT ceux qui président aux cérémonies des mystères;
2 à l’égard de : ἄδικος περί τινα XÉN injuste envers qqn ; p. suite, περί et l’acc. devient une sorte d’équivalent d’un gén. : τὰ περὶ ἐμὲ πράγματα (comme τὰ ἐμοῦ πράγματα) ATT les affaires qui me concernent, mes affaires ; τὰ περὶ Κῦρον HDT ce qui concerne Cyrus ; τὰ περὶ τὰς ναῦς THC les affaires navales, ce qui concerne la marine ; ou d’un adj. : οἱ νόμοι οἱ περὶ τοὺς γάμους PLAT les lois sur le mariage;
Rem. I. περί peut se construire en poésie et qqf en prose après son rég. ; il s’accentue alors πέρι : τοῦδε πράγματος πέρι ESCHL au sujet de cette affaire ; ἥν πέρι IL autour d’elle ; ἄστυ πέρι IL autour de la ville;
II. en compos. περί signifie;
1 autour (περιβαίνω, περιβάλλω);
2 après un circuit complet, retour au point de départ (περιάγω, περιβαίνω, περιέρχομαι);
3 par-dessus, au-dessus (περιγίγνομαι, περιεργάζομαι);
4 tout à fait (περικαλλής);
5 l’idée d’une chose double (περιδέξιος).
Étymologie: cf. lat. per dans les composés avec idée de Sp. pergratus, perpauci ; skr. pari, autour.

English (Autenrieth)

around, see ἀμφί.—I. adv. (including the so-called ‘tmesis’).— (1) around, all round; περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν | φύλλα τε καὶ φλοιόν, i. e. the leaves and bark that encircled it, Il. 1.236; so of throwing a cloak about one, standing around in crowds, being enveloped by the shades of night, Il. 3.384, Il. 10.201.—(2) over and above others, in an extraordinary degree, very; περί τοι μένος, ‘thou hast exceeding strength’, Od. 12.279 ; περὶ μὲν θείειν ταχύν, Il. 16.186; τὸν περὶ Μοῦσα φίλησε, ‘above others,’ ‘extraordinarily,’ Od. 8.63.—A subst. in the appropriate case may specify the relation of the adv., περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ (dat. of place), Od. 5.231 ; ἦ σε περὶ Ζεὺς ἀνθρώπων ἤχθηρε (partitive gen.), Od. 19.363, in the phrase περὶ κῆρι, περὶ θῦμῷ, περί is adv., and the dat. local.—II. prep., (1) w. gen., rare of place, περὶ τρόπιος βεβαώς, i. e. bestriding it, Od. 5.130, 68; <<>*<>>sually met., about, for, in behalf of, of the obj. of contention or the thing defended, μάχεσθαι περὶ νηός, ἀμύνεσθαι περὶ νηῶν, Π 1, Il. 12.142; then with verbs of saying, inquiring, about, concerning, of (de), μνήσασθαι περὶ πομπῆς, Od. 7.191; rarely causal, περὶ ἔριδος μάρνασθαι, Il. 7.301; denoting superiority, above, περὶ πάντων ἔμμεναι ἄλλων, Il. 1.287; so with adjectives, περὶ πάντων κρατερός, ὀιζυρός.—(2) w. dat., local, around, on, as of something transfixed on a spit or a weapon, περὶ δουρὶ πεπαρμένη, Il. 21.577; so of clothing on the person, περὶ χροῒ εἵματα ἔχειν, χαλκὸς περὶ στήθεσσι, κνίση ἑλισσομένη περὶ καπνῷ, curlingaround in’ the smoke, Il. 1.317; then sometimes w. verbs of contending, like the gen., about, for, Od. 2.245, Od. 17.471, Il. 16.568, and w. a verb of fearing, Il. 10.240. Often the dat. is to be explained independently, περί being adverbial, see above (I).— (3) w. acc., local implying motion, στῆσαι (τὶ) περὶ βωμόν, φυλάσσειν περὶ μῆλα, and esp. of sounds, fumes floating around, coming over the senses, stealing over one, περὶ δέ σφεας ἤλυθ ἰωή, Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος, ‘went to his head,’ we should say, Od. 17.261, Od. 9.362; met., of that in which one is interested, πονεῖν περί τι, ‘about,’ ‘over,’ ‘with,’ Il. 24.444, Od. 4.624.

English (Slater)

περί (πέρι in anastrophe: πεῤ before vowels.)
   a prep. c. acc.,
   I round, around περὶ τέρμα δρόμου ἵππων φυτεῦσαι (O. 3.34) περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν (O. 6.75)
   II in ἃν περὶ ψυχὰν ἐπεὶ γάθησεν (P. 4.122)
   b c. gen.,
   I concerning ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ διφρηλασίας (O. 3.37) ὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν μαντευσάμενος ταύτας πεῤ ἀτλάτου πάθας (O. 6.38) εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι (O. 8.4) διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (P. 4.265) πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων (N. 5.40) πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι (N. 9.29) εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι (N. 10.85) πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (I. 5.47) ἀμφιπόλοις δὲ [μ]υρ[ιᾶν] περὶ τιμᾶν δηριαζόμενον (Pae. 6.118)
   b beyond περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον (fort. tmesis, περι-ἔσεσθαι) (O. 6.50)
   c c. dat.,
   I of the object at stake, over, about, in respect of δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν (O. 13.45) εἰ δέ τις ἤδη κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ λέγει (P. 2.59) ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις (N. 5.47) ὅστις ἁμιλλᾶται περὶ ἐσχάτων ἀέθλων κορυφαῖς (N. 10.31) περὶ δ' ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ χρῆν ἄρα Πέργαμον εὐρὺν ἀιστῶσαι σέλας αἰθομένου πυρός (Pae. 6.95) ἢ περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως fr. 123. 7.
   II by reason of, for κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον (P. 5.58) ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων [ ]νόρουσε περὶ φόβῳ (Pae. 20.15)
   g around, i. e. with ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει (cf. φασγάνῳ ἀμφικυλίσαις (N. 8.23) ) (I. 4.36)
   d in tmesis. περὶ δὲ πάξαις (v. περιπάγνυμι) (O. 10.45), cf. (O. 6.50)
   e frag. ]πέρι (Pae. 4.58) περιπ[ Παρθ. 2. 49.

English (Abbott-Smith)

περί, prep. c. gen., acc. (in cl. also c. dat.; cf. M, Pr., 105f.),
with radical sense round about (as distinct from ἀμφί, on both sides).
I.C. gen.,
1.of place, about (poët.).
2.Causal, about, on account of, concerning, in reference to: Mt 2:8, Mk 1:44, Lk 4:38, Jo 16:26, Ac 28:21, al. mult.; τὰ περί, c. gen., the things concerning one, one's state or case: Mk 5:27, Ac 1:3 28:15, Eph 6:22, al.; at the beginning of a sentence, περί, regarding, as to, I Co 7:1, al.; in the sense on account of (Mt 26:28, I Co 1:13, al.), often with ὑπέρ as variant (cf. M, Pr., 105).
II.C. acc.,
1.of place, about, around: Mt 3:4, Mk 1:6, Lk 13:8, Ac 22:6, al.; οἱ περί, c. acc. pers., of one's associates, friends, etc., Mk 4:10, Lk 22:49, Jo 11:19, Ac 13:13; οἱ περὶ τ. τοιαῦτα ἐργάται, Ac 19:25; metaph., about, as to, concerning: I Ti 1:19 6:4 II Ti 2:18 3:8, Tit 2:7; τὰ περὶ ἐμέ, Phl 2:23; αἱ περὶ τ. λοιπὰ ἐπιθυμίαι, Mk 4:19.
2.Of time, in a loose reckoning, about, near: Mt 20:3, 5 6, 9 27:46, Mk 6:48, Ac 10:3, 9 22:6.
III.In composition: round about (περιβάλλω, περίκειμαι), beyond, over and above (περιποιέω, περιλείπω), to excess (περιεργάζομαι, περισσεύω).

English (Strong)

from the base of πέραν; properly, through (all over), i.e. around; figuratively with respect to; used in various applications, of place, cause or time (with the genitive case denoting the subject or occasion or superlative point; with the accusative case the locality, circuit, matter, circumstance or general period): (there-)about, above, against, at, on behalf of, X and his company, which concern, (as) concerning, for, X how it will go with, ((there-, where-)) of, on, over, pertaining (to), for sake, X (e-)state, (as) touching, (where-)by (in), with. In comparative, it retains substantially the same meaning of circuit (around), excess (beyond), or completeness (through).

English (Thayer)

(akin to πέρα, πέραν; (Curtius, § 359)), preposition, joined in the N. T. with the genitive and the accusative (in classical Greek also with the dative), and indicating that the person or thing relative to which an act or state is predicated is as it were encompassed by this act or state; Latin circum, circa; around, about. I. with the GENITIVE it denotes that around which an act or state revolves; about, concerning, as touching, etc. (Latin Deuteronomy , quod attinet ad, causa with a genitive propter) (cf. Winer s Grammar, 372 f (349)).
a. about, concerning, (Latin de; in later Latin also circa): after verbs of speaking, teaching, writing, etc., see under ἀναγγέλλω, ἀπαγμαι, διαγνωρίζω, διαλέγομαι, διδάσκω, διηγοῦμαι (διήγησις, εἶπον and προεῖπον, ἐπερωτάω and ἐρωτάω, κατηχέω, λαλέω, λέγω, λόγον αἰτέω, λόγον ἀποδίδωμι, λόγον δίδωμι, μαρτυρέω, μνεία, μνημονεύω, προκαταγγέλλω, προφητεύω, ὑπομιμνῄσκω, χρηματίζομαι, ἦχος, φήμη, etc.; after verbs of hearing, knowing, ascertaining, inquiring, see under ἀκούω, γινώσκω, ἐπίσταμαι, εἶδον, ἐξετάζω, ζητέω, ἐκζητέω, ἐπιζητέω, ζήτημα, πυνθάνομαι, etc.; after verbs of thinking, deciding, supposing, doubting, etc.; see under διαλογίζομαι, ἐνθυμέομαι, πέπεισμαι, πιστεύω, διαπορέω, ἐλέγχω, etc.
b. as respects (A. V. often (as) touching); α. with verbs, to indicate that what is expressed by the verb (or verbal noun) holds so far forth as some person or thing is concerned; with regard to, in reference to: ἡ περί σου μνεία, ἐξουσίαν ἔχειν, ἐπιταγήν ἔχειν, ibid. 25; see ἐντέλλομαι, ἐντολή, παρακαλέω, παραμυθέομαι, πρόφασις, ἔκδικος, λαγχάνω to cast lots. β. with the neuter plural (and singular) of the article, τά περί τίνος the things concerning a person or thing, i. e. what relates to, can be said about, etc.: τά περί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ); L Tr WH omit τά); τά περί τῆς ὁδοῦ, one's affairs, his condition or state: one's cause or case, τά περί Ἰησοῦ (or τοῦ κυρίου) (the (rumors) about Jesus (as a worker of miracles), T Tr marginal reading brackets WH); the things (necessary to be known and believed) concerning Jesus, , 31; the things that befell Jesus, his death, T Tr WH τό etc.). γ. περί τίνος, absolutely, at the beginning of sentences, concerning, as to: Winer s Grammar, 373 (350).
c. on account of; α. of the subject matter, which at the same time occasions the action expressed by the verb: so after verbs of accusing, see ἐγκαλέω, κατηγορέω, κρίνω τινα περί τίνος, etc.; after verbs expressing emotion, see θαυμάζω, ἀγανακτέω, καυχάομαι, σπλαγχνίζομαι, εὐχαριστέω, εὐχαριστία, αἰνέω, μέλειμοι μεριμνάω; also after εὔχομαι, πᾶς. II:2b. θ'. β. of the cause for (on account of) which a tiring is done, or of that which gave occasion for the action or occurrence: περί τῆς βλασφημίας λάβετε αὐτόν, Ev. Nic c. 4, p. 546, Thilo edition (p. 221, Tdf. edition)); R G). γ. on account of i. e. for, for the benefit or advantage of: R G; περί and ὑπέρ alternate in Winer s Grammar, 383 (358) n. also § 50,3; Buttmann, § 147,21, 22; Wieseler, Meyer, Lightfoot, Ellicott on δ. περί is used of the design or purpose for removing something or taking it away: περί ἁμαρτίας, to destroy sin, διδόναι ἑαυτόν περί τῶν ἁμαρτιῶν, to expiate, atone for, sins, R WH text ὑπέρ (see as in above, and cf. ὑπέρ, I:6)); also to offer sacrifices, and simply sacrifices, περί ἁμαρτιῶν. R G ὑπέρ; see as above); περί ἁμαρτιῶν ἔπαθε (ἀπέθανεν), περί ἁμαρτίας namely, θυσίαι, sacrifices for sin, expiatory sacrifices, ἁμαρτία, 3; τά περί τῆς ἁμαρτίας τό περί τῆς ἁμαρτίας, ἱλασμός περί τῶν ἁμαρτιῶν, II. with the ACCUSATIVE (Winer s Grammar, 406 (379));
a. of place; about, around: as, about parts of the body, L T Tr WH); τά περί τόν τόπον ἐκεῖνον, the neighborhood of that place, οἱ περί with an accusative of place, those dwelling about a place or in its vicinity, T Tr WH omit; L brackets οἱ). οἱ περί τινα, those about one, i. e. with him, his companions, associates, friends, etc., Mark 16 WH (rejected) Shorter Conclusion); according to Greek idiom οἱ περί τόν Παῦλον, Paul and his companions (German die Paulusgesellschaft) (cf. Winer s Grammar, 406 (379); Buttmann, § 125,8), αἱ περί Μάρθαν denotes Martha herself, L Tr WH read πρός τήν (for τάς περί) Μάρθαν); cf. Matthiae, § 583,2; Bernhardy (1829), p. 263; Kühncr ii., p. 230f; (Winer s Grammar, and Buttmann, as above). in phrases the underlying notion of which is that of revolving about sometiring: of persons engaged in any occupation, οἱ περί τά τοιαῦτα ἐργάται (A. V. the workmen of like occupation), περισπᾶσθαι, πυρβάζεσθαι περί τί, L T Tr WIt text θορυβάζῃ which see (and WH marginal reading omits περί πολλά)) (περί τήν γεωργίαν γίνεσθαι, as to, in reference to, concerning: so after ἀδόκιμος, ἀστόχειν, ναυάγειν, νόσειν, περί πάντα ἑαυτόν παρέχεσθαι τύπον, τά περί ἐμέ, the state of my affairs, αἱ περί τά λοιπά ἐπιθυμίαι αἱ περί τό σῶμα ἐπιθυμίαι, Aristotle, rhet. 2,12, 3; τά περί ψυχήν καί σῶμα ἀγαθά, eth. Nic. 1,8); cf. Winer s Grammar, § 30,3 N. 5; (Buttmann, § 125,9).
c. of Time; in a somewhat indefinite specification of time, about, near: περί τρίτην ὥραν, Acts 10:(L T Tr WH),III. in COMPOSITION περί in the N. T. signifies:
1. in a circuit, round about, all around, as περιάγω, περιβάλλω, περιαστράπτω, περίκειμαι, περιοικέω, etc., etc.
2. beyond (because that which surrounds a thing does not belong to the thing itself but is beyond it): περίεργος, περισσεύω.
3. through (?) — intensive, rather

Greek Monolingual

ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α
πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση του αντικειμένου, του θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον αφορά (α. «έγινε συζήτηση περί μετατάξεων» β. «περί ορέξεως ουδείς λόγος» γ. «τοῦ Θεοῡ περὶ ἡμῶν κρεῑττόν τι προβλεψαμένου», ΚΔ
γ. «ἠγγέλθη εὐθὺς τὰ περὶ τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα», Θουκ.)
β) (για δήλωση σκοπού) για χάρη κάποιου, υπέρ (α. «μεριμνώ περί της θετικής εκβάσεως του αγώνος» β. «εἷς οιωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» β. «ἐκ τοῦδ' ἀνδρός, οὗ θνήσκω πέρι», Ευρ.)
γ) για δήλωση αξίας, τιμής, σημασίας που δίνεται σε κάποιον ή σε κάτι (α. «τον έχει περί πολλού» — τον εκτιμά πολύ
β. «ἅπαντας τοὺς πολίτας περὶ οὐδενὸς ἡγήσατο», Λυσ.)
2. με αιτ. α) (για δήλωση του αντικειμένου γύρω από το οποίο γίνεται μια κίνηση) γύρω, τριγύρω, ολόγυρα ή πλησίον, κοντά (α. «η περί τα Κούναξα μάχη» β. «μαρνάμενοι περὶ ἄστυ», Ομ. Ιλ.)
β) για δήλωση του αντικειμένου, του πράγματος ή του θέματος για το οποίο φροντίζει ή ενδιαφέρεται ή με το οποίο ασχολείται κανείς (α. «ασχολείται περί την μουσικήν» β. «οἱ περὶ τὴν φιλοσοφίαν», Ισοκρ.)
γ) (για δήλωση αναφοράς ή σχέσεως) ως προς κάποιον ή κάτι, όσον αφορά («εὐσεβεῑν περὶ θεούς», Πλάτ.)
δ) (για δήλωση χρονικού σημείου ή αριθμού όχι ακριβώς καθορισμένου) περίπου, πάνω-κάτω (α. «περί τα μεσάνυχτα» β. «συνειλεγμένων... περὶ ἑπτακοσίιους», Ξεν.)
ε) φρ. «οι περί τον...» ή «οἱ περί τίνα» — οι οπαδοί, οι ακόλουθοι κάποιου («οἱ περὶ Ἡράκλειτον», Πλάτ.)
αρχ.
Ι. ως πρόθεση: 1. με γεν. α) πέριξ, ολόγυρα («ἡ δ' αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῑο ἡμερὶς ἡβώωσα», Ομ. Οδ.)
β) πλησίον, κοντά
γ) (για δήλωση της αιτίας για την οποία γίνεται κάτι παρά για δήλωση του σκοπού) εξαιτίας, ένεκα («περὶ ἔριδος μάρνασθαι», Ομ. Ιλ.)
δ) (για δήλωση συγκριτικής υπεροχής) περισσότερο από κάθε άλλον («ἐφάμην σε περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων», Ομ. Ιλ.)
2. με δοτ. α) πέριξ, τριγύρω (α. «χαλκὸς ἔλαμπε περὶ στήθεσι», Ομ. Ιλ.
β. «Αἴας περὶ Πατρόκλῳ ἥρωι βεβήκειν», Ομ. Ιλ.)
β) για κάποιον, εξαιτίας κάποιου ή για χάρη κάποιου (α. «ἀνάγκη... κινδυνεύοντα περὶ αὐτῷ», Αντιφ.
β. «μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς», Ηρόδ.)
II. ως επίρρ. 1. γύρω («γέλασσε δὲ πᾱσα περὶ χθών», Ομ. Ιλ.)
2. κοντά
3. πάρα πολύ, υπερβολικά («πέρι γὰρ σφε Ποσειδάων ἀγαπάζει», Οππ.)
4. φρ. α) «περὶ κῆρι» — εκ βάθους καρδίας, εγκαρδίως
β) «περί κάτω» — προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρόθεση περί ανάγεται σε ΙΕ τ. per / peri, δηλωτικό κατεύθυνσης (πρβλ. παρά, πάρος, προ, προς) και εμφανίζει κατάλ. -ι πιθ. τοπικής πτώσης. Η πρόθεση περί συνδέεται με αρχ. ινδ. pari, αβεστ. pairi, καθώς και με τ. χωρίς ληκτικό -ι (πρβλ. λατ. per, γερμ. ver-, λιθουαν. perκ.λπ.). Η λ. μπορεί, επίσης, να συνδεθεί με τα: πέρα., πείρω και πιθ. το εγκλιτικό μόριο -περ. Ο τ. πέρι έχει σχηματιστεί με αναβιβασμό του τόνου όταν η πρόθεση έπεται του ονόματος, ενώ ο τ. περ κατ' αποκοπήν του περί. Η πρόθεση περί μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στους σύνθ. τ. periroqo = περίλοιποι, peritowo = Πειρίθοος, perimede = Περιμήδης, perirawo = ΠερίλαFος. Τέλος, η πρόθεση περί απαντά ως α' συνθετικό πολλών λ. (βλ. περι-)].

Greek Monotonic

περί: πρόθ. με γεν. δοτ. και αιτ.· ριζική σημασία, επί τόπου, ολόγυρα, αντίθ. το ἀμφί σημαίνει κυρίως και στις δύο πλευρές.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.·
I. 1. λέγεται για τόπο, πέριξ, ολόγυρα, Λατ. circum, σε Ομήρ. Οδ.
2. γύρω, πλησίον, περὶ σοῦ πάντα γένοιτο ῥόδα , σε ελληνικές επιγραφές.
II. λέγεται για αιτία, σημαίνει το σκοπό σχετικά με ή για τον οποίο κάποιος κάνει κάτι.
1. με ρήμ. που σημαίνουν μάχομαι ή πολεμώ, μάχεσθαι περὶ πτόλιος, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ Πατρόκλοιο θανόντος, στο ίδ.· ομοίως, τρέχειν περὶ ἐωυτοῦ, περὶ τῆς ψυχῆς, σε Ηρόδ.
2. περί, για, με σκοπό να, μερμηρίζειν περί τινος, σε Ομήρ. Ιλ.· φροντίζειν περί τινος, σε Ηρόδ.
3. με ρήμ. που σημαίνουν άκουσμα, γνώση, ομιλία, σχετικά με, ως προς, Λατ. circa, de, περὶ νόστου ἄκουσα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
4. πιο πολύ σχετικά με το κίνητρο παρά με το αντικείμενο, περὶ ἔριδος μάρνασθαι, μάχομαι εξαιτίας μεγάλης έχθρας, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ τῶνδε, γι' αυτούς τους λόγους, στο ίδ.
5. σχετικά, για να, σε σχέση με, οὕτως ἔσχε περὶ τοῦ πρήγματος τούτου, σε Ηρόδ.· ομοίως, τὰ περί τινος, οι σχετικές μ' αυτόν περιστάσεις, σε Θουκ.· επίσης χωρίς το άρθρο, ἀριθμοῦ πέρι, σχετικά με τον αριθμό, σε Ηρόδ.
III. όπως Λατ. prae, πριν, πάνω από, πέρα, περὶ πάντων ἔμμεναι ἄλλων, σε Ομήρ. Ιλ.· τετιμῆσθαι περὶ πάντων, στο ίδ.· κρατερὸς περὶ πάντων, σε Όμηρ.· μ' αυτή τη σημασία συχνά χωρίζεται από τη γεν., περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων, στη φρόνηση ξεπερνά τους άλλους, σε Ομήρ. Ιλ.
IV.για να δηλώσει αξία, περὶ πολλοῦ ἐστιν ἡμῖν, είναι πολύ άξιος για εμάς, σε Ηρόδ.· περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι, θεωρώ κάτι άξιο, δηλ. πολύ σπουδαίο, Λατ. magni facere, στον ίδ.· περὶ πλείστου ἡγεῖσθαι, σε Θουκ. Β. ΜΕ ΔΟΤ.·
I. 1. λέγεται για τόπο, γύρω από, τριγύρω, λέγεται για ιματισμό, οπλισμό, κ.τ.λ.· ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα, σε Ομήρ. Ιλ.· κνημῖδας περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν, στο ίδ.· περὶ δ' ἔγχεϊ... καμεῖται, θα κουραστεί κρατώντας το δόρυ, στο ίδ.· περὶ δουρὶ πεπαρμένος, τρυπήθηκε απ' αυτό, καρφώθηκε απ' αυτό, στο ίδ.· πεπτῶς περὶ ξίφει, σε Σοφ.
2. λέγεται για πολεμιστή που στέκεται πάνω από ή τριγυρίζει γύρω από νεκρό ή συμπολεμιστή για να τον υπερασπιστεί, (βλ. ἀμφιβαίνω, περιβαίνω), Αἴας, περὶ Πατρόκλῳ βεβήκει, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. λέγεται για αιτία, σχεδόν όπως η περὶ, με γεν., λέγεται για αντικείμενο για το οποίο ή σχετικά με το οποίο κάποιος μάχεται, μαχήσασθαι περὶ δαιτί, σε Ομήρ. Οδ.· περὶ τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν, σε Πλάτ.
2. ομοίως επίσης χρησιμοποιείται με ρήμ. που σημαίνουν φόβο, ἔδεισεν δὲ περὶ ξανθῷ Μενελάῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· δεῖσαι περὶ τῷ χωρίῳ, σε Θουκ.
3. γενικά, λέγεται για αιτία ή αφορμή, για, με σκοπό να, εξαιτίας, Λατ. prae, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς, σε Ηρόδ.· περὶ σφίσιν αὐτοῖς πταίειν, σε Θουκ.
I. στους Ποιητές επίσης, περὶ δείματι, για φόβο, σε Πίνδ.· περὶ τάρβει, περὶ φόβῳ, σε Αισχύλ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ.·
I. 1. λέγεται για τόπο, κυρίως αναφέρεται στο αντικείμενο γύρω από το οποίο γίνεται η κίνηση, περὶ βόθρον ἐφοίτων, έρχονταν κατά πλήθη γύρω από το λάκκο, σε Ομήρ. Οδ.· ἄστυ πέρι διώκειν, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, κοντά, ἑστάμεναι περὶ τοῖχον, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ περὶ Πηνειὸν ναίεσκον, στο ίδ.· περὶ τὴν κρήνην, κάπου κοντά σ' αυτή, σε Πλάτ.· ἡ περὶ Λέσβον ναυμαχία, η ναυμαχία στα ανοιχτά της Λέσβου, σε Ξεν.
2. λέγεται για πρόσωπα που βρίσκονται γύρω από κάποιον, οἱ περί τινα, η συνοδεία κάποιου, ακόλουθοι, βοηθοί, σύντροφοι, οἱ περὶ τὸν Πείσανδρον πρέσβεις, σε Θουκ.· οἱ περὶ Ἡράκλειτον, οι μαθητές του, σε Πλάτ.· οἱ περὶ Ἀρχίαν πολέμαρχοι, ο Αρχίας και οι πολεμικοί συνεργάτες του, σε Ξεν.· έπειτα, οἱ περί τινα, περιφραστικά αντί του προσώπου του ιδίου, σε Πλούτ.
3. λέγεται για το αντικείμενο με το οποίο κάποιος ασχολείται ή σχετίζεται, περὶ δόρπα πονεῖσθαι, σε Όμηρ.· εἶναι ή γίγνεσθαι περί τι, σε Θουκ. κ.λπ.· ὁ περὶ τὸν ἵππον, ιπποκόμος, σε Ξεν.
4. σημαίνει κίνηση γύρω ή σε ένα μέρος, περὶ νῆσον ἀλώμενοι, περιπλάνηση γύρω από το νησί, σε Ομήρ. Οδ.· χρονίζειν περὶΑἴγυπτον, σε Ηρόδ.
5. σχετικά, σε περίπτωση που, τὰ περὶ τὴν Αἴγυπτον γεγονότα, σε Ηρόδ.· εὐσεβεῖν περὶ θεούς, σε Πλάτ.· επίσης χωρίς ρήμα, σχετικά, από την άποψη, σε σχέση με, πονηρὸς περὶ τὸ σῶμα, σε Πλάτ.· ἀκόλαστος περὶ ταῦτα, σε Αισχίν.· τὰ περὶ τὰς ναῦς, οι ναυτικές εργασίες, σε Θουκ.· τὰ περὶ τοὺς θεούς, σε Ξεν. κ.λπ.
II. 1. λέγεται για χρόνο, περὶ λύχνων ἁφάς, περίπου την ώρα που ανάβουν τους λύχνους, σε Ηρόδ.· περὶ μέσας νύκτας, περίπου τα μεσάνυχτα, σε Ξεν.· περὶ ἡλίου δυσμάς, στον ίδ.
2. λέγεται για αριθμούς που δόθηκαν χωρίς ακρίβεια, περὶ ἑβδομήκοντα, περίπου εβδομήντα, σε Θουκ. Δ. ΘΕΣΗ· η περί μπορεί να ακολουθεί το ουσ. όταν γίνεται αναστροφή, ἥν περι, ἄστυ πέρι. Ε. Απόλ. ως επίρρ.,
I. γύρω, ολόγυρα, επίσης κοντά, δίπλα, σε Όμηρ.
II. 1. μπροστά ή υπεράνω των άλλων, στην οποία περίπτωση συνήθως παθαίνει αναστροφή, Τυδεΐδη, πέρι μέν σε τίον Δαναοί, σε Ομήρ. Ιλ.· πέρι κέρδεα οἶδεν, σε Ομήρ. Οδ.
2. περὶ κῆρι, από τα βάθη της καρδιάς, από καρδιάς, περὶ κῆρι φιλεῖν, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ κῆρι χολοῦσθαι, στο ίδ.· ομοίως, περὶ σθένεϊ, στο ίδ.
3. επιτετ. περὶ πρό, όπου η περί ανακτά την προφορά της, στο ίδ. ΣΤ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.· απαντούν όλες οι κύριες σημασίες·
I. ολόγυρα, όπως στο περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω.
II. λέγεται για επιστροφή στο ίδιο σημείο, γύρω, όπως σε περιάγω, περιβαίνω, περιστρέφω.
III. υπέρ, μπροστά, όπως στο περιγίγνομαι, περιτοξεύω· επίσης πέρα από το μέτρο, πολύ, υπερβολικά, όπως στο περικαλλής, περιδείδω, όπως Λατ. per-in permultus, pergatus.
IV. σπανίως = ἀμφί, όπως στο περιδέξιος. Ζ. ΠΡΟΣΩΔΙΑ· αν και το ι στην περί είναι βραχύ, η περί δεν παθαίνει έκθλιψη. Οι εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό είναι λίγες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περί, Lesb. πέρ, zelden elis. περ’, niet in Il. en Od.; met anastr. πέρι. adv. ep. van plaats (ruimtelijk) rondom, in het rond:. περὶ Τρωαὶ ἅλις ἦσαν rondom waren de Trojaanse vrouwen verzameld Il. 3.384; γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθών en heel de aarde lachte rondom Il. 19.362. overdr. bij uitstek, meer dan anderen, bovenmatig, zeer, soms geschreven πέρι:. πέρι καρτερός ἐσσι u bent meer dan de anderen krachtig Il. 9.53; σε χρὴ πέρι μὲν φάσθαι ἔπος het is aangewezen dat u bij uitstek het woord neemt Il. 9.100; ἅ οἱ πέρι δῶκεν Ἀθήνη wat Athena haar meer dan anderen geschonken had Od. 2.116; τὸν πέρι ἐφίλησε die zij bij uitstek liefhad Od. 8.63; περὶ κῆρι ἐχολώθη hij werd bovenmatig boos (in zijn hart) Il. 13.206; περὶ κῆρι φίλησε hij had haar lief met heel zijn hart Il. 13.430. prep. met gen. van plaats (ruimtelijk) rondom, omheen ( vgl. adv. 1. A.):. τετάνυστο περὶ σπείους ἡμερίς rondom de grot strekte zich een wijnrank uit Od. 5.68. overdr. om allerlei relaties uit te drukken bij werkw., subst., adj. en adv. om, over, aangaande, in verband met, vanwege:; οὕτως ἔσχε περὶ τοῦ πρήγματος τούτου zo zat het met die zaak Hdt. 1.117.5; τὰ περὶ τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα de gebeurtenissen aangaande de Plateërs Thuc. 2.6.2; voor de inzet van een gevecht of twist:; ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης vechten voor het vaderland Il. 12.243; περὶ νίκης om de overwinning Il. 23.496; περὶ τοῦ παντὸς... δρόμον θέοντες een wedloop om hun leven lopend Hdt. 8.74.1; περί τινος κινδυνεύειν voor iets gevaren trotseren Hdt. 8.74.2; met subst.:; περὶ γῆς ὅρων διαφοραί geschillen over de landsgrenzen Thuc. 1.122.2; ἁγών... περὶ πάντων... ἀγαθῶν de strijd gaat om alle goede dingen Xen. Cyr. 3.3.44; voor het onderwerp van een vraag, gesprek of boek:; περὶ πατρὸς ἐρέσθαι vragen stellen over zijn vader Od. 1.135; λέγοντες καὶ ἀκούοντες περὶ ἑκάστου sprekend en luisterend aangaande ieder punt apart Thuc. 4.22.1; περί... θηρίων διεξελθεῖν een uiteenzetting geven over wilde dieren Plat. Plt. 274b; περὶ τούτων παίζειν schertsen daarover Xen. Mem. 1.3.8; Περὶ ποιητικῆς (verhandeling) over de dichtkunst Aristot. Poët. titel; voor de aanleiding voor emoties:. ἄχος περί τ ' αὐτοῦ καὶ περὶ πάντων verdriet om hem en om allen Od. 21.249; σφέων αὐτῶν πέρι ἐφρόντιζον zij waren bezorgd voor hun eigen situatie Hdt. 8.36.2. ep., uitdr. van superioriteit meer dan, over, boven ( vgl. adv. 1. B.):; περὶ πάντων ἔμμεναι ἄλλων superieur zijn aan alle anderen Il. 1.287; τετιμῆσθαι περὶ πάντων geëerd zijn boven allen Il. 9.38; ἐπιστάμενος περὶ πάντων ἀνθρώπων kundiger dan alle mensen Od. 4.231; in proza voor een waardebepaling met uitdr. van hoeveelheid. περὶ πολλοῦ εἶναι boven veel gaan, veel waard zijn Hdt. 1.120.5; περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι hoogschatten Hdt. 1.73.3; περὶ πλείονος ποιεῖσθαι van meer belang achten Xen. An. 7.7.44; περὶ πλείστου ἡγεῖσθαι van het hoogste belang achten Thuc. 2.89.9; περὶ οὐδενὸς ἡγήσασθαι van geen enkel belang achten Lys. 31.31. met dat. (zelden in proza) van plaats (ruimtelijk) om, om... heen:. ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα hij trok een chiton rond zijn borst aan Il. 10.21; περὶ δουρὶ πεπαρμένη rond de speer gespietst Il. 21.577; περὶ Πατρόκλῳ βαῖνε hij zette zijn voeten ter weerszijden van Patroclus (ter bescherming) Il. 17.6; σίζ ’ ὀφθαλμὸς περὶ μοχλῷ het oog (van de Cycloop) siste rond de staak Od. 9.394; περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας zij droegen tulbanden om hun hoofd Hdt. 7.61.1; ἔχοντες... στρεπτοὺς περὶ τοῖς τραχήλοις met kettingen om hun nek Xen. An. 1.5.8. overdr. om:; μάχεσθαι περὶ δαιτί strijden om een feestmaal Od. 2.245; οὐ περὶ τῇ Σικελίᾳ ἔσται ὁ ἀγών de strijd zal niet gaan om Sicilië Thuc. 6.34.4; om (ter bescherming van):; περὶ παιδὶ om zijn kind Il. 16.568; bij werkw. van vrezen om, vanwege:; ἔδεισεν δὲ περὶ ξανθῷ Μενελάῳ hij was bezorgd om de blonde Menelaos Il. 10.240; δείσαντες περὶ τῇ χώρᾳ uit angst voor het verlies van ons land Thuc. 1.74.4; ten gevolge van:. περὶ τάρβει uit angst Aeschl. Pers. 696; μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς dat Griekenland zou stuklopen op Mardonios Hdt. 9.101.3; περὶ αὑτῷ σφαλῆναι door eigen schuld struikelen Thuc. 1.69.5. met acc. van plaats (ruimtelijk) om... heen, rondom:; περὶ νεκρὸν ἤλασαν ἵππους zij reden hun paarden om het lijk heen Il. 23.13; μάρνασθαι περὶ ἄστυ rondom de burcht strijden Il. 6.256; φυλακὰς δεῖ περὶ τὸ στρατόπεδον εἶναι er moeten wachtposten om het legerkamp heen zijn Xen. An. 5.1.9; in de omgeving van:; περὶ τὴν κρήνην εὕδειν rond het bronhuis slapen Plat. Phaedr. 259a; ἡ περὶ Λέσβον ναυμαχία de zeeslag rond Lesbos Xen. Hell. 2.3.32; rondom in, rondom op:; περὶ νῆσον ἀλώμενοι over het eiland rondzwervend Od. 4.368; περὶ Πιερίην διέτριβε hij bracht tijd door in Pieria Hdt. 7.131; bij pers. om... heen, bij:; ἔχειν περὶ αὑτόν in zijn buurt hebben Xen. Hell. 5.3.22; οἱ περὶ αὐτόν zijn volgelingen NT Marc. 4.10; ook als perifrase van een hele groep:; οἱ περὶ τὸν Πείσανδρον πρέσβεις Pisandros en de overige gezanten Thuc. 8.63.3; οἱ περὶ Ἡράκλειτον Heraclitus en zijn school Plat. Crat. 440c; later mogelijk ook als perifrase voor één enkele pers.: οἱ περὶ Δροῦσον Drusus Plut. TG et CG 2.4. van tijd rond, omstreeks:; περὶ λύχνων ἁφάς rond de tijd dat men de lampen aansteekt Hdt. 7.215; περὶ τούτους τοὺς χρόνους rond die tijd Thuc. 3.89.2; περὶ μέσας νύκτας omstreeks middernacht Xen. An. 1.7.1; met een getal ongeveer:. περὶ ἑπτκοσίους ongeveer 700 Xen. Hell. 2.4.5. overdr. omtrent, met betrekking tot:; τὰ περὶ Μίλητον γενόμενα de gebeurtenissen met betrekking tot Milete Hdt. 6.26.1; εὐσεβεῖν περὶ θεούς vroom zijn tegenover de goden Plat. Smp. 193a; οἱ νόμοι οἱ περὶ τοὺς γάμους de wetten omtrent het huwelijk Plat. Crit. 50d; τοιαύτην γνώμην ἔχειν περὶ τὸν πατέρα een dergelijke mening hebben omtrent mijn vader Lys. 10.21; οἱ περὶ Λυσίαν λόγοι de redevoeringen op naam van Lysias Plat. Phaedr. 279a; subst..; τὰ περὶ Κῦρον alles wat met Cyrus te maken heeft Hdt. 1.95.1; τὰ περὶ τὰς ναῦς de scheepvaart Thuc. 1.13.2; τὰ περὶ τὸν πόλεμον de oorlogsvoering Plat. Resp. 468a; bij werkw. die bezigheid uitdrukken bezig met:. περὶ δόρπα πονεῖσθαι druk in de weer zijn met de maaltijd Il. 24.444; εἶναι περὶ ταῦτα daarmee bezig zijn Thuc. 7.31.3; οἱ περὶ τὴν φιλοσοφίαν ὄντες degenen die zich op filosofie toeleggen Isocr. 9.8.

Russian (Dvoretsky)

περί: II анастрофически πέρῐ
1) praep. cum gen.: 1.1) вокруг, около (π. τρόπιος Hom.; π. Δαρδανίας Eur.); 1.2) за, из-за (μάχεσθαι π. τινος Hom.; κινδυνεύειν π. τινος Her.; δεδιέναι π. τινος Plat.; π. ψυχῆς ὁ ἀγών Xen.; μάχη περί τινος Plat.); 1.3) касательно, насчет, о (π. τινος ἀκουέμεναι Hom.; π. τινος διαλέγεσθαι Xen.): π. μὲν δὴ βρώσεως καὶ πόσεως Xen. что же касается пищи и питья; ἀριθμοῦ δὲ πέρι Her. что же касается количества; περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς Plat. (вопрос) о возникновении и гибели; τοῦ πέρι; Plat. насчет чего?; 1.4) с целью, для, ради: π. τοῦ τιμωρήσασθαι Φίλιππον Dem. чтобы отомстить Филиппу; 1.5) поверх, по (π. γᾶς Sappho); 1.6) выше: π. πάντων ἔμμεναι ἄλλων Hom. быть выше всех прочих; π. πάντων κρατερός Hom. сильнейший из всех; π. παντὸς ποιεῖσθαι Xen. ставить выше всего; π. πολλοῦ ποιεῖσθαι Thuc. ставить высоко; π. ὀλίγου ποιεῖσθαι Xen. невысоко ставить; π. οὐδενὸς ἡγεῖσθαι Lys. ни во что не ставить;
2) praep. cum dat.: 2.1) вокруг, около (π. στήθεσσι Hom.; π. τῇσι κεφαλῇσι Her.; π. τῇ χειρί Plat.): ἑσταότες π. Πατρόκλῳ Hom. стоящие вокруг (тела) Патрокла; 2.2) с помощью, посредством: π. δουρὶ πεπαρμένος Hom. пронзенный копьем; 2.3) возле, рядом с, у, при (π. πύλῃσι Hom.; νεκρὸς π. νεκρῷ Soph.); 2.4) за, из-за (π. τινι μάχεσθαι Hom.; π. τινι φοβεῖσθαι Thuc.); 2.5) касательно, насчет: θαρρεῖν π. τινι Plat. питать доверие, т. е. быть уверенным насчет чего-л.; 2.6) вследствие, в связи с, из-за (π. φόβῳ Aesch.): π. αὑτῷ Thuc. по собственной вине; 2.7) целиком, вполне: π. κῆρι, π. φρεσίν или π. θυμῷ Hom. всем сердцем, от всей души; π. σθένεϊ Hom. изо всех сил;
3) praep. cum acc.: 3.1) кругом, около, вокруг (π. τινα, π. ἄστυ Hom.; π. στρατόπεδον Xen.): ἡ ἀγορὰ ἡ π. τὰ ἀρχεῖα Xen. площадь вокруг официальных учреждений; οἱ π. Ἡράκλειτον Plat. последователи Гераклита; οἱ π. τὸν Πείσανδρον Thuc. Писандр и его спутники; 3.2) рядом с, у, при, возле (ἡ π. Λέσβον ναυμαχία Xen.): οἱ π. τὴν θάλατταν οἰκοῦντες Plat. обитающие у моря; π. τὴν κρήνην Plat. у источника; 3.3) (при глаголах со знач. столкновения) на, о: π. λίθον πεσεῖν Arph. упасть на (т. е. удариться о) камень; π. ἀλλήλους Thuc. (столкнуться) друг с другом; 3.4) в пределах, в области, в: π. Πιερίην Her. в Пиерии; τὰ π. τὴν Αἴγυπτον γεγονότα Her. то, что произошло в Египте; 3.5) среди, у (π. τοὺς βαρβάρους ἢ τοὺς Ἓλληνας Plat.); 3.6) приблизительно, около (π. τούτους τοὺς χρόνους Thuc.; π. ἑξήκοντα Plat.): π. λύχνων ἁφάς Her. около того времени, когда зажигаются огни; 3.7) (при глаголах со смыслом работы, занятия) над, насчет (обычно не переводится): π. τι πονεῖσθαι Hom. трудиться над чем-л.; π. τι εἶναι Xen. или γίγνεσθαι Polyb. быть занятым чем-л.; οἱ π. τὴν ποίησιν ὄντες Isocr. те, которые занимаются поэзией; οἱ π. τὴν θήραν Plat. охотники; 3.8) по отношению к (ἄδικος π. τινα Xen.; εὐσεβεῖν π. θεούς Plat.); 3.9) касательно, насчет, о: τὰ π. Κῦρον Her. то, что касается Кира; τὰ π. τὰς ναῦς Thuc. мореходное дело; οἱ νόμοι οἱ π. τοὺς γάμους Plat. законы о браке; ὄργανα ὅσα π. γεωργίαν Plat. сельскохозяйственные орудия; 3.10) (со смыслом принадлежности - без перевода): οἱ π. Λυσίαν λόγοι Plat. речи Лисия.

Russian (Dvoretsky)

περί:
I (ῐ) adv. вокруг, кругом: π. τ᾽ ἀμφί τε HH (по)всюду кругом - см. тж. πέρι I.

Middle Liddell


Perseus. around, round about with gen., dat., and acc.
prep. with gen., dat., and acc.: Radical sense, round about, all round, whereas ἀμφί properly means on both sides.
A. WITH GENITIVE:
I. of Place, round about, around, Lat. circum, Od.
2. about, near, ἑσδόμεναι περὶ σεῖο Mosch.
II. Causal, to denote the object about or for which one does something:
1. with Verbs of fighting or contending, μάχεσθαι περὶ πτόλιος Il.; περὶ Πατρόκλοιο θανόντος Il.; so, τρέχειν περὶ ἑωυτοῦ, περὶ τῆς ψυχῆς Hdt.
2. about, for, on account of, μερμηρίζειν περί τινος Il.; φροντίζειν περί τινος Hdt.
3. with Verbs of hearing, knowing, speaking, about, concerning, Lat. circa, de, περὶ νόστου ἄκουσα Od., etc.
4. rather of the motive, than the object, περὶ ἔριδος μάρνασθαι to fight for very enmity, Il.; περὶ τῶνδε for these reasons, Il.
5. about, as to, in reference to, οὕτως ἔσχε περὶ τοῦ πρήγματος τούτου Hdt.; so, τὰ περί τινος his circumstances, Thuc.:—also without the Art., ἀριθμοῦ πέρι as to number, Hdt.
III. like Lat. prae, before, above, beyond, περὶ πάντων ἔμμεναι ἄλλων Il.; τετιμῆσθαι περὶ πάντων Il.; κρατερὸς περὶ πάντων Hom.: in this sense, divided from its gen., περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων in understanding to be beyond them, Il.
IV. to denote value, περὶ πολλοῦ ἐστὶν ἡμῖν it is worth much to us, Hdt.; περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι to reckon a thing for, i. e. worth, much, Lat. magni facere, Hdt.; περὶ πλείστου ἡγεῖσθαι Thuc.
B. WITH DATIVE:
I. of Place, round about, around, of close-fitting dresses, armour, etc., ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα Il.; κνημῖδας περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν Il.; περὶ δ' ἔγχεϊ… καμεῖται will grow weary by grasping the spear, Il.; περὶ δουρὶ πεπαρμένος spitted upon it, transfixed by it, Il.; πεπτῶς περὶ ξίφει Soph.
2. of a warrior, standing over or going round a dead comrade so as to defend him (v. ἀμφιβαίνω, περιβαίνὠ; Αἴας περὶ Πατρόκλῳ βεβήκει Il.
II. Causal, much like περί c. gen., of an object for or about which one struggles, μαχήσασθαι περὶ δαιτί Od.; περὶ τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν Plat.
2. so also with Verbs denoting fear, ἔδδεισεν δὲ περὶ ξανθῷ Μενελάῳ Il.; δεῖσαι περὶ τῷ χωρίῳ Thuc.
3. generally, of the cause or occasion, for, on account of, by reason of, Lat. prae, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς Hdt.; περὶ σφίσιν αὐτοῖς πταίειν Thuc.:—in Poets also, περὶ δείματι for fear, Pind.; περὶ τάρβει, περὶ φόβῳ Aesch.
C. WITH ACCUSATIVE:
I. of Place, properly referring to the object round about which motion takes place, περὶ βόθρον ἐφοίτων came flocking round the pit, Od.; ἄστυ πέρι διώκειν Il.:—hence, near, ἑστάμεναι περὶ τοῖχον Il.; οἳ περὶ Πηνειὸν ναίεσκον Il.; περὶ τὴν κρήνην somewhere near it, Plat.; ἡ περὶ Λέσβον ναυμαχία the sea-fight off Lesbos, Xen.
2. of persons who are about one, οἱ περί τινα a person's suite, attendants, associates, οἱ περὶ τὸν Πείσανδρον πρέσβεις Thuc.; οἱ περὶ Ἡράκλειτον his school, Plat.; οἱ περὶ Ἀρχίαν πολέμαρχοι Archias and his colleagues, Xen.:—later, οἱ περί τινα periphr. for the person himself, Plut.
3. of the object about which one is occupied or concerned, περὶ δόρπα πονεῖσθαι Hom.; εἶναι or γίγνεσθαι περί τι Thuc., etc.; ὁ περὶ τὸν ἵππον the groom, Xen.
4. denoting motion about or in a place, περὶ νῆσον ἀλώμενοι wandering about the island, Od.; χρονίζειν περὶ Αἴγυπτον Hdt.
5. about, in the case of, τὰ περὶ τὴν Αἴγυπτον γεγονότα Hdt.; εὐσεβεῖν περὶ θεούς Plat.: —also without a Verb, about, in respect of, in regard to, πονηρὸς περὶ τὸ σῶμα Plat.; ἀκόλαστος περὶ ταῦτα Aeschin.; τὰ περὶ τὰς ναῦς naval affairs, Thuc.; τὰ περὶ τοὺς θεούς Xen., etc.
II. of Time, περὶ λύχνων ἁφάς about the time of lamp-lighting, Hdt.; περὶ μέσας νύκτας about midnight, Xen.; περὶ ἡλίου δυσμάς Xen.
2. of numbers loosely given, περὶ ἑβδομήκοντα about seventy, Thuc.
D. POSITION: περί may follow its Subst., when it suffers anastrophe, ἥν πέρι, ἄστυ πέρι.
E. absol., as ADV., around, about, also near, by, Hom.
II. before or above others, in which case it commonly suffers anastrophe, Τυδείδη, πέρι μέν σε τίον Δαναοί Il.; πέρι κέρδεα οἶδεν Od.
2. περὶ κῆρι very much in heart, right heartily, περὶ κῆρι φιλεῖν Il.; περὶ κῆρι χολοῦσθαι Il.; so, περὶ σθένεϊ Il.
3. strengthd. περὶ πρό, where also περί recovers its accent, Il.
F. IN COMPOS. all its chief senses recur:
I. all round, as in περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω.
II. of return to the same point, about, as in περιάγω, περιβαίνω, περιστρέφω.
III. above, before, as in περιγίγνομαι, περιτοξεύω; also beyond measure, very, exceedingly, as in περικαλλής, περιδείδω, like Lat. per- in permultus, pergratus.
IV. rarely = ἀμφί, as in περιδέξιος.
G. PROSODY:—though ι in περί is short, περί does not suffer elision. The exceptions to this rule are few.

Chinese

原文音譯:per⋯ 胚里
詞類次數:介詞(331)
原文字根:周圍
字義溯源:為,經由,周圍,四面,圍著,至於,有關,關於,關乎,關係,以,念,束,對,對於,約,於,論,到,論到,論及,講論,要為,寫著,為著,指著,約在,在上;由於,因,因為,近;源自(πέραν)=那邊);而 (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。此介詞之意義因'格'而異:所有格:周圍,關於,論到,為,因;直接受格:環繞,近,約,指著,至於
出現次數:總共(333);太(28);可(22);路(45);約(67);徒(72);羅(6);林前(10);林後(2);弗(2);腓(4);西(4);帖前(9);帖後(4);提前(4);提後(3);多(3);門(1);來(23);彼前(5);彼後(2);約壹(10);約叄(1);猶(5);啓(1)
譯字彙編
1) 為(72) 太4:6; 太6:28; 太26:28; 路2:27; 路4:38; 路5:14; 路6:28; 路10:41; 路22:32; 約1:7; 約1:8; 約1:15; 約5:31; 約5:32; 約5:32; 約5:37; 約5:39; 約7:12; 約8:13; 約8:14; 約8:18; 約8:18; 約10:25; 約10:33; 約11:19; 約16:8; 約16:8; 約16:8; 約16:9; 約16:10; 約16:11; 約16:19; 約17:9; 約17:9; 約17:9; 約17:20; 約17:20; 約19:24; 約21:24; 徒12:5; 徒15:2; 徒22:18; 徒23:6; 徒23:11; 徒24:10; 徒25:9; 徒25:20; 徒26:1; 羅1:8; 林前1:4; 弗6:18; 西1:3; 西4:3; 帖前1:2; 帖前3:9; 帖前5:10; 帖前5:25; 帖後1:3; 帖後1:11; 帖後2:13; 來5:3; 來10:18; 來10:26; 來11:22; 來13:18; 彼前3:18; 約壹2:2; 約壹2:2; 約壹2:2; 約壹4:10; 約壹5:10; 猶1:9;
2) 關於(49) 太24:36; 可5:27; 路1:1; 路1:4; 路2:18; 路7:27; 路9:9; 路16:2; 路24:14; 路24:19; 約1:22; 約5:46; 約7:17; 約8:26; 約9:18; 徒2:29; 徒2:31; 徒7:52; 徒8:12; 徒11:22; 徒15:6; 徒17:32; 徒18:25; 徒19:8; 徒19:23; 徒19:40; 徒21:25; 徒23:15; 徒24:22; 徒24:25; 徒25:19; 徒25:20; 徒26:2; 徒28:21; 徒28:22; 弗6:22; 腓1:27; 腓2:19; 腓2:20; 腓2:23; 西4:8; 提前1:7; 多3:8; 來9:5; 來11:22; 彼前3:15; 彼後3:16; 猶1:15; 猶1:15;
3) 論到(27) 太22:31; 太22:42; 可12:26; 路2:17; 路2:33; 徒1:1; 徒19:40; 徒25:26; 徒28:21; 羅1:3; 羅15:14; 林前7:1; 林前7:25; 林前8:1; 林前8:4; 林前12:1; 林前16:1; 林後9:1; 帖前4:9; 帖前4:13; 帖前5:1; 來2:5; 來4:4; 來5:11; 彼前1:10; 約壹1:1; 猶1:3;
4) 指著(16) 太15:7; 太16:11; 太17:13; 太21:45; 太26:24; 可7:6; 可14:21; 路24:27; 路24:44; 約1:47; 約10:41; 約12:41; 約13:18; 約13:24; 徒13:29; 來11:20;
5) 為著(13) 約6:41; 約6:61; 約7:32; 約10:33; 徒26:7; 羅8:3; 門1:10; 來5:3; 來5:3; 來10:6; 來10:8; 來13:11; 約壹5:9;
6) 事(11) 可10:10; 路2:38; 徒19:40; 徒25:15; 徒26:26; 徒28:15; 徒28:23; 林前1:11; 帖前4:6; 來11:7; 約叄1:2;
7) 有關(10) 太12:36; 路4:14; 路5:15; 路7:17; 路7:18; 徒19:25; 徒23:20; 徒24:8; 羅14:12; 彼後1:12;
8) 關於⋯的事(7) 路13:1; 路23:8; 徒24:13; 徒25:19; 帖前1:9; 來10:7; 來11:32;
9) 是指著(5) 約2:21; 約7:39; 徒8:34; 徒8:34; 徒8:34;
10) 論(5) 路9:11; 路21:5; 約7:13; 約18:34; 徒1:3;
11) 有關⋯的事(5) 可5:16; 可7:25; 可8:30; 路7:3; 徒28:31;
12) 在⋯上(5) 可9:42; 路17:2; 提後2:18; 提後3:8; 約壹2:27;
13) (有關)(4) 太2:8; 太18:19; 可4:19; 路4:37;
14) 約(4) 太20:5; 太20:6; 太20:9; 太27:46;
15) 因(4) 可1:44; 路3:19; 路10:40; 路19:37;
16) 的事(3) 徒21:24; 徒25:16; 徒25:18;
17) 對(3) 可12:14; 林前7:37; 林後10:8;
18) 於(3) 可13:32; 林前16:12; 提前6:4;
19) 要為(3) 約15:26; 約16:26; 帖後3:1;
20) 講論(3) 太11:7; 路7:24; 徒24:24;
21) 圍著(3) 太8:18; 可9:14; 路22:49;
22) 約在(3) 太20:3; 徒10:9; 徒22:6;
23) 以(3) 太19:17; 約18:19; 約18:19;
24) 到(3) 徒21:21; 提後1:3; 來7:14;
25) 論及(3) 路3:15; 約15:22; 徒1:16;
26) 束(2) 太3:4; 可1:6;
27) 有關的(2) 路11:53; 提前6:21;
28) 是指(2) 約11:13; 約11:13;
29) 念(2) 約10:13; 彼前5:7;
30) 同人(1) 徒13:13;
31) 就是(1) 徒25:24;
32) 附近(1) 徒28:7;
33) 不過是(1) 徒24:21;
34) 關乎(1) 徒18:15;
35) 有關的事(1) 徒22:10;
36) 時(1) 徒10:19;
37) 是因(1) 徒23:29;
38) 四面(1) 徒22:6;
39) 因為(1) 來11:40;
40) 繞在⋯上(1) 太18:6;
41) 間(1) 啓15:6;
42) 環繞(1) 猶1:7;
43) 因⋯的緣故(1) 路3:19;
44) 是為⋯的事(1) 徒24:21;
45) 為⋯事(1) 約壹5:16;
46) 是指著⋯說的(1) 約壹2:26;
47) 要(1) 彼前1:10;
48) 在(1) 徒10:3;
49) 以致在(1) 提前1:19;
50) 至於說到(1) 西4:10;
51) 在有關的(1) 多2:7;
52) 找出(1) 多2:8;
53) 行為(1) 來6:9;
54) 有關日子(1) 來4:8;
55) 信息(1) 羅15:21;
56) 有(1) 約8:46;
57) 約是(1) 可6:48;
58) 跟隨(1) 可4:10;
59) (於)(1) 可10:41;
60) 就把(1) 路2:17;
61) 意思(1) 路9:45;
62) 為了(1) 路4:10;
63) 圍(1) 可3:34;
64) 在圍繞(1) 可3:32;
65) 所說的(1) 太11:10;
66) (到)(1) 太9:36;
67) 就(1) 太20:24;
68) 何人(1) 太22:16;
69) 四圍(1) 可3:8;
70) 情形(1) 可1:30;
71) 還要(1) 路12:26;
72) 周圍(1) 路13:8;
73) 所(1) 約13:22;
74) 掛(1) 約12:6;
75) 將(1) 約16:25;
76) 之處(1) 約18:23;
77) 就為(1) 徒8:15;
78) 就使(1) 徒5:24;
79) 當為(1) 約9:21;
80) 究竟(1) 約9:17;
81) 之間(1) 路24:4;
82) 關係(1) 路22:37;
83) 怎樣(1) 約2:25;
84) 對於(1) 約3:25;
85) 指(1) 約7:7;
86) 乃是(1) 約5:36;
87) 論說(1) 徒9:13

English (Woodhouse)

about, concerning, kick against, of time, round about, with numbers

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)