πράσσω

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πράσσω Medium diacritics: πράσσω Low diacritics: πράσσω Capitals: ΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: prássō Transliteration B: prassō Transliteration C: prasso Beta Code: pra/ssw

English (LSJ)

Ep. and Ion. πρήσσω, Att. πράττω (first in IG12.7.11, al., Ar. and X.), Cret. πράδδω Leg.Gort.1.35: fut. πράξω, Ion. πρήξω: aor. ἔπραξα, Ion. ἔπρηξα: pf. πέπραχα, Ion. πέπρηχα, (trans.) Hdt.5.106, X.HG5.2.32, Cyr.3.1.15, Din.3.21, Men.619, IG9(2).517.36 (Larissa, iii B. C.), PHib.1.80.11 (iii B. C.), (intr.) Pl.Com.187 codd., Arist.Rh.Al.1440a36: plpf. ἐπεπράχει (ν) (trans.) X. l.c., (intr.) App. BC5.83: pf. 2 πέπρᾱγα, Ion. πέπρηγα, (intr.) Pi.P.2.73, Hdt.2.172, Ar.Pl.629, Ra.302, X.HG1.4.2, (trans.) Arist.EN1168b35, al., SIG 364.70 (Ephesus, iii B. C.): plpf. ἐπεπράγεσαν (intr.) Th.2.4,7.24:—pf. πέπραγα Att., πέπραχα Hellenistic, acc. to Moer.p.293 P., Phryn. PSp.103 B., but see above:—Med., A fut. πράξομαι Antipho Fr.67, X. HG6.2.36 (also in pass. sense, Pi.P.4.243 (prob.), Pl.R. 452a): aor. ἐπραξαμην S.OT287, Th.4.65, etc.:—Pass., fut. (v.supr.), also πραχθήσομαι Aeschin.3.98, Arist.Rh.1359a11, etc.; fut. 3 πεπράξομαι S.OC 861, Ar.Av.847, Eup.9.3 D.: aor. ἐπράχθην S.Tr.679, Th.4.54, etc.: pf. πέπραγμαι A.Pr.75, etc. (sts. in med. sense, v. infr. vi). [ᾱ by nature, as is shown by the Ion. form πρήσσω, and by the accent in πρᾶγμα, πρᾶξις, etc.]
I in Ep. only, pass through, pass over, δὶς τόσσον ἅλα πρήσσοντες ἀπῆμεν Od.9.491; ῥίμφα πρήσσοντε κέλευθον Il.14.282, 23.501; ῥίμφα πρήσσουσι κέλευθον Od.13.83; ὁδὸν πρήσσουσιν ὁδῖται h.Merc.203: c. gen., ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο Il.24.264, Od.15.219; ὄφρα πρ. ὁδοῖο ib.47; ἵνα πρήσσῃσιν ὁδοῖο 3.476: Gramm. note that this sense is found only in pres., An.Ox.1.355, EM688.1.
II experience certain fortunes, fare well or fare ill, ὁ στόλος οὕτως ἔπρηξε Hdt.3.26, cf.4.77, Th.7.24; so ὡς ἔπρηξε Hdt.7.18; κατὰ νόον π. Id.4.97, cf. Ar.Eq.549; πράξασαν ὡς ἔπραξεν A.Ag.1288; εὖ πέπραγεν, ὅτι… Pi.P.2.73, cf. Hdt.1.24,42, etc.; φλαύρως π. τῷ στόλῳ Id.6.94; π. καλῶς A.Pr.979; χαλεπώτατα π. Th.8.95; ταπεινῶς π. Isoc.5.64; ὅστις καλῶς πράττει, οὐχὶ καὶ εὖ πράττει; Pl.Alc.1.116b; π. εὐτυχῶς S.Ant.701; κάλλιστα E.Heracl. 794; μακαρίως, εὐδαιμόνως, Ar.Pl.629, 802: freq. with neut. Pron. or Adj., εὖ π. τι S.OT1006, cf. OC391; μηδὲν εὖ π. X.Mem.1.6.8; χρηστόν τι π. Ar.Pl.341; καλά Th.6.16; χείρω Id.7.71; μεγάλα E.IA 346; πάντ' ἀγαθά Ar.Ra.302, cf. Eq.683 (lyr.); εὐδαίμονα E.El.1359 (anap.); πολλὰ καὶ ἀγαθά X.An.6.4.8; οἷον ἥθελεν S.OC1704 (lyr.); πράξας ἅπερ ηὔχου E.Or.355 (anap.), cf.X.Mem.3.9.14.
III achieve, effect, accomplish, οὔ τι Il.1.562, 11.552, Od.2.191, etc.; οὐδέ τι ἔργον ἐνθάδ' ἔτι πρήξει 19.324, cf. 16.88; χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις Hes.Op.402; κλέος ἔπραξεν won it, Pi.I.5(4).8; ἔπραξε δεσμόν achieved bondage, i.e. brought it on himself, Id.P.2.40; τινὰ Νηρεΐδων π. ἄκοιτιν Id.N.5.36; ὕμνον π. grant power of song, ib.9.3; λεόντεσσι π. φόνον do slaughter upon them, ib.3.46; τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν π. Hdt.5.113; π. εἰρήνην, φιλίαν, bring it about, D.3.7, 18.162; π. τι παρά τινος get something from... ὧν δέονται πάντων πεπραγότες εἶεν παρὰ βασιλέως X.HG1.4.2; ἐλπὶς πράξειν τι παρὰ τῶν θεῶν ἀγαθόν Isoc.2.20; also, attempt, plot, δήμου κατάλυσιν And.3.6: c. dat. pers., δαίμοσιν π. φίλα A.Pr.660; Αοξίᾳ χάριν E. Ion37, cf. 896 (lyr.), El.1133, etc.; σὺ τοῦτο πράξεις ὥστε…; A.Eu. 896:—Pass., πέπρακται τοὖργον Id.Pr.75; φεῦ φεῦ πέπρακται E.Hipp. 680; τὰ πεπραγμένα Pi.O.2.15, etc.; ἡ ἐπὶ τοῖς πεπρ. ἀδοξία D. 1.11; τὰ πεπρ. λῦσαι Id.24.76; τὰ πραχθέντα A.Pr.683, etc.; τὰ ἔργα τῶν πραχθέντων = the facts of what took place, Th.1.22; οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη Pl.Prt. 324b.
2 abs., effect an object, be successful, δὸς Τηλέμαχον πρήξαντα νέεσθαι Od.3.60; ἔπρηξας καὶ ἔπειτα Il.18.357.
3 of sexual intercourse, ἐπράχθη τὰ μέγιστα Theoc.2.143.
4 to be busy with, σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πρᾶσσ' = mind your own business, S.El.678; πράττων ἔκαστος τὸ αὑτοῦ Pl. Phdr.247a, cf. Plt.307e; τὰ αὑτοῦ π. καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν Id.R. 433a, cf. 400e, etc. (whereas πολλὰ π. = πολυπραγμονεῖν, Hdt.5.33, E.HF266, Ar.Ra.228, etc.); φιλοσόφου τὰ αὑτοῦ πράξαντος καὶ οὐ πολυπραγμονήσαντος Pl.Grg. 526c, cf. Ap.33a, etc.; οὐδ' εὖ… οἰκοῦνται αἱ πόλεις, ὅταν τὰ αὑτῶν ἕκαστοι πράττωσι (ironical) Id.Alc.1.127b; μὴ τὰ αὑτῶν π. not to act their part, Id.R.452c; π. τὰ δέοντα X.Mem. 3.8.1.
5 manage affairs, do business, act, δεινὸς εἰπεῖν τε καὶ πρᾶξαι = powerful in speech and action ib.2.9.4, cf. 2.8.6; πράττειν τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὰ τῆς πόλεως, manage state-affairs, take part in government, Pl.Ap.31d, Lys.16.20; τὰ Ἀθηναίων Pl.Smp. 216a; οἱ τὰ κοινὰ π. καὶ πολιτευόμενοι Arist.Pol.1324b1: abs., without any addition, ἱκανωτάτω λέγειν τε καὶ πράττειν, of able statesmen, X.Mem.1.2.15, cf. 4.2.1,4; πολιτεύεσθαι καὶ π. D.18.45, cf. 59, Pl.Prt. 317a.
6 generally, transact, negotiate, manage, οἱ πράξαντες πρὸς αὐτὸν τὴν λῆψιν τῆς πόλεως Th. 4.114; Θηβαίοις τὰ πράγματα π. manage matters for their interest, D.19.77:—so in Pass., τῷ Ἱπποκράτει τὰ… πράγματα ἀπό τινων ἀνδρῶν… ἐπράσσετο matters were negotiated with him by... Th.4.76: but freq. abs., treat, negotiate, manage, act, οἱ πράσσοντες αὐτῷ ib.110, cf. 5.76; π. πρός τινα Id.2.5, 4.73, etc.; ἐς (v.l. πρὸς) τοὺς βαρβάρους, ἐς τοὺς Εἵλωτας, Id.1.131, 132:—Pass., ἐπράττετο οὐ πρὸς τοὺς ἄλλους Aeschin.3.64; also π. τι ὑπὲρ τῶν κοινῶν D.26.2; π. ὑπὲρ τῆς πόλεως τὰ πάτρια Id.59.73; π. περὶ εἰρήνης X.HG6.3.3; π. τῇ δύναιτο ἄριστα Hdt.5.30; π. ὡς ἄριστα καὶ πιστότατα Th.1.129; οἱ πράσσοντες = the traitors, Id.4.89, 113:—followed by dependent clauses, πρᾶσσε καὶ τὰ ἐμὰ καὶ τὰ σὰ ὅπῃ κάλλιστα ἕξει Id.1.129; ἐς τὴν Πελοπόννησον ἔπρασσεν, ὅπῃ ὠφελία τις γενήσεται ib.65; π. ὅπως πόλεμος γένηται ib.57; π. ὅπως τιμωρήσονται ib.56, cf. 3.4,70, etc.: c. acc. et inf., μὴ δεῦρο πλεῖν τὴν ναῦν ἔπραττεν D.32.22.
b especially of secret practices and intrigues, εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' ἐνθένδ' unless some bribery was being practised, S.OT125; καί τι αὐτῷ καὶ ἐπράσσετο ἐς τὰς πόλεις προδοσίας πέρι Th.4.121, cf. 5.83; μετάστασις ἐπράττετο Lys.30.10; τούτοις ἔπρασσον τὴν πόλιν Plb.4.17.12; νῦν δ' αὔτ' Ἀτρεῖδαι φωτὶ παντουργῷ φρένας ἔπραξαν have jobbed them (the arms) away to a villain, S.Aj.446.
IV practise, πόνῳ π. θεοδμάτους ἀρετάς Pi. I.6(5).11; δίκαια ἢ ἄδικα Pl.Ap.28b, etc.; ταῦτ' ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν X.Cyr.5.1.1; ἃ καὶ λέγειν ὀκνοῦμεν οἱ πεπραχότες Men.619: then abs., act, π. ἔργῳ μὲν σθένος βουλαῖσι δὲ φρήν Pi.N.1.26; ὡς πράττοντες as doing, Pl.R. 527a; μεθ' ἡμῶν ἔπραττεν, i.e. he took our side, Is.5.14.
2 study, δράματα Suid. s.v. Ἀριστοφάνης; συλλογισμούς Arr.Epict.2.17.27; ἐν τοῖς πραττομένοις in the poems which are now studied, made the subject of commentaries, Sch.Nic. Th.11.
V c. dupl. acc. pers. et rei, πράττειν τινά τι do something to one, E.Hel.1394, Isoc.12.93; ἀγαθόν τι π. τὴν πόλιν Ar. Ec.108.
VI exact payment from one, αὐτοὺς ἑκατὸν τάλαντα ἔπρηξαν Hdt.3.58; πράσσει με τόκον = he makes me pay interest, Batr.185; π. τινὰ χρέος Pi.O.3.7, cf. P.9.104; ὅσοι πράξεις πεπράγασιν SIG364.70 (Ephesus, iii B. C.); τοὐφειλόμενον π. Δίκη A.Ch. 311 (anap.); ἀντίποινα Id.Pers.476: freq. of tax-gatherers or other collectors of public debt, IG12.116.16, al., Pl.Lg.774d; π. τὰς εἰσφοράς D.22.77, etc.; φόρον ἔπρησσον παρ' ἑκάστων obtained or demanded from... Hdt.1.106: c. acc. pers., press for payment, μὴ π. τοὺς ὀφειλέτας Plb.38.11.10; π. τινά τι ὑπέρ τινος demand from one as the price for a thing, Luc.Vit.Auct.18: metaph., φόνον π. exact punishment or exact vengeance for a murder: hence, avenge, punish, A.Eu.624; τὰ περὶ τὸν φόνον ἀγριωτέρως π. Pl.Lg.867d:—Pass., ὑπὸ βασιλέως πεπραγμένος φόρους called on to pay up the tribute, Th.8.5; πραχθεὶς ὑπὸ τῶνδε Lys.9.21 codd., cf. Pl.Lg.921c:—Med., exact for oneself, πράξασθαί τινα μισθόν Pi.O.10(11).30; ἀργύριον, χρήματα, Hdt.2.126, Th.4.65, cf. Ar.Ra.561, etc.; τὴν διπλασίαν π. τὸν ὑποφεύγοντα Pl.Lg.762b, cf. Plb.5.54.11; π. τοὺς ἐξάγοντας τριακοστήν D.20.32; πράσσεσθαι χρέος Antipho Fr.67; φόρους πράσσεσθαι ἀπό, ἐκ τῶν πόλεων, Th.8.5, 37; παρ' αὐτῶν ἃ ὤφειλον Lys.17.3, cf. And.2.11: metaph. of exacting punishment, etc., μεγάλ' ἀντ' ὀλίγων ἐπράξαο Call.Lav.Pall.91:—Pass. pf. and plpf. in med. sense, εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν δίκην if I had exacted from him the full amount, D.29.2.
VII c. acc. pers., πράττειν τινά deal with, finish off, euphemism, ἔπρασσε δ' ᾇπέρ νιν, ὧδε θάπτει A.Ch.440 (lyr.); πεπραγμένοι is f.l.ib.132.

German (Pape)

[Seite 695] ep. u. ion. πρήσσω, att. πράττω, die Tragg. immer πράσσω, vgl. Herm. Soph. Phil. 1435, fut. πράξω, ion. πρήξω u. s. w., perf. πέπραχα, z. B. Ar. Equ. 683. Xen. Cyr. 5, 5, 14, und intrans. πέπραγα, welches bei den ältern Schriftstellern auch trans. ist (ὅτι Λακεδαιμόνιοι πάντων ὧν δέονται πεπραγότες εἶεν παρὰ βασιλέως, Xen. Hell. 1, 4, 2, sie hätten ausgerichtet), u. deshalb von den Atticisten für die eigentlich attische, πέπραχα für die hellenistische Form erklärt wird; – 1) thun, handeln, Geschäfte machen; οὐδέ τι ἔργον ἐνθάδ' ἔτι πρήξει, er soll hier weiter Nichts zu schaffen haben, Od. 19, 324; gew. ausrichten, erlangen, οὔτι πρήσσει, er richtet Nichts aus, gewinnt Nichts, Il. 11, 552. 17, 661; ἔπρηξας καὶ ἔπειτα, du hast doch endlich deinen Zweck erreicht, 18, 357; πρῆξαι δ' ἔμπης οὔτι δυνήσεαι, du wirst doch Nichts ausrichten können, 1, 362; χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, Hes. O. 404; bes. κέλευθον, einen Weg vollenden, zurücklegen, Il. 14, 282. 23, 501 Od. 13, 83, ὁδόν, h. Merc. 203, ἅλα, das Meer zurücklegen, es durchfahren, Od. 9, 491 (wo schon Rhianus πλήσσοντες lesen wollte), auch c. gen., ὁδοῖο, einen Weg vollenden. Il. 24, 264 cm. 3, 476. 15, 47. 219. Einige alte Erkl. nahmen in dieser Vrbdg, in der das Wort nur bei Epikern im praes. vorkommt, ein eigenes Wort πρήσσω an, welches sie von περάω, περάσω ableiten wollten, vgl. E. M. 688, 1 Schol. Il. 16, 282 Eust. zu Od. 15, 219. Doch ist der gen. auch ohne diese Annahme zu erklären und findet sich bei den Verbis, die eine Bewegung ausdrücken, auch sonst. Vgl. übrigens Buttm. Lexil. II p. 197, der, die Ableitung von περάω beibehaltend, die Bdtg »zu Ende, zu Stande bringen« als di, ursprüngliche anerkennt. – Pind. vrbdt πράσσει ἀρετἀς herrlich, Taten ausführen, I. 5. 11; λεόντεσσιν ἔπρασσεν φόνον, N. 3, 46; auch κλέος ἔπραξεν, bewirkte, erlangte, I. 4, 8; ὕμνον πράσσετε, N. 9, 3; ἄκοιτιν, eine Gattinn erlangen, N. 5, 36; auch pass., τῶν πεπραγμένων ἐν δίκᾳ, Ol. 2, 15; ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν ἔπρασσον, Aesch. Prom. 455; τί χρὴ δρῶντ' ἢ λέγοντα δαίμοσιν πράσσειν φίλα, 663; πρᾶσσε τἀπεσταλμένα, Ch. 768; κλύεις τὰ πραχθέντα, Prom. 686, u. öfter; auch mit folgdm ὥςτε, σὺ τοῦτο πράξεις, ὥςτε με σθένειν τόσον, Eum. 856 (auffallend mit dem accus. der Person, tödten, Aesch. Ch. 434; daher πεπραγμένοι, 130, es ist um sie geschehen, sie sind verloren); ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς, Soph. Phil. 88; ὧν ἐπαινεῖς εἰς δέον πάρεσθ' ὅδε Κρέων τὸ πράσσειν, O. R. 1417; τὰ κηρυχθέντα, Ant. 443, u. sonst; σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πράσσε, El. 668, besorge deine Geschäfte, womit man vgl. τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα, Ant. 68; öfter im Gegensatz von λέγειν u. ä.; τὰ μὴ καλὰ πράσσειν, Eur. Hec. 1251, u. öfter; τὸ ἔργον τοῦτ' ἐμοὶ πεπράξεται, Heracl. 980; πράττειν πολλά, Ar. Pax 1023; u. in Prosa: τί πολλὰ πρήσσεις, Her. 5, 33; bes. betreiben, bewerkstelligen, ὅςπερ τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν ἔπρηξε, 5, 114; κατάλυσιν τοῦ δήμου, Andoc. 3, 6, εἰρήνην, φιλίαν, Dem. 3, 7. 18, 162; u. übh. von eigenen, bes. Handelsgeschäften, wie sie der Großhändler od. Seefahrer treibt, wie von Staatsgeschäften, τὰ Ἀθηναίων πράττω, Plat. Conv. 216 a; κατὰ νόμους, gesetzmäßig verfahren, Polit. 301 b; ἐν ταῖς πόλεσι πράττειν δυνάμενοι, die Etwas durchsetzen können, Prot. 317 a, vgl. ὅσοι δι' ἀρετὴν ἔπραξαν ὧν ἐδέοντο, Phaedr. 232 d; τὰ πολιτικὰ πράττειν, Apol. 31 d; πράττων ἕκαστος τὸ αὑτοῦ, Phaedr. 247 a; u. oft im pass., οἱ τῷ θυμῷ πραχθέντες φόνοι, die im Zorn verübten Morde, Legg. IX, 867 b; ἱκανὸς πράττειν, ein geschickter Staatsmann, Xen. Mem. 1, 2, 15. 4, 2, 1; aber auch ein geschickter Geschäftsführer, Anwalt, 2, 9, 4; vgl. ἀνὴρ τὰ μεγάλα πράττειν ἱκανός, An. 2, 6, 16; Folgde; τὰ πεπραγμένα λῦσαι, Dem. 24, 76. – Es wird auch mit dem dat. der Person vrbdn, πράττειν τινί τι, Etwas für Einen bewirken, thun, Soph. Ai. 441, der sonst sagt οὐδὲν εἰς χάριν πράσσων, O. R. 1351; dah. Thuc. οἱ τοῖς Λακεδαιμονίοις πράσσοντες, die für die Lacedämonier thätig sind, es mit ihnen halten, 5, 76 (vgl. Θηβαίοις τὰ πράγματα πράττει Dem. 19, 77, u. ganz kurz ἔπραττε Φιλίππῳ, 9, 59); auch πρὸς τοὺς βαρβάρους, 1, 131, womit man vgl. ἐς τοὺς Εἵλωτας πράσσειν τι αὐτόν, 1, 132, daß er mit den Heloten unterhandeln, od. für die Heloten Etwas thun wolle, wie etwa 1, 65 ἐς τὴν Πελοπόννησον ἔπρασσεν ὅπη ὠφελία τις γενήσεται gesagt ist, u. 4, 121 καί τι αὐτῷ καὶ ἐπράσσετο ἐς τὰς πόλεις ταύτας προδοσίας πέρι. Auch μεθ' ἡμῶν ἔπραττεν, Isae. 5, 14; οὐδὲν πράττειν δυνάμενος, Nichts ausrichten könnend, Pol. 32, 25, 10, οὐ τὰ πρὸς διαλύσεις πράττειν, ἀλλὰ πρὸς τὸν πόλεμον, 5, 29, 4. Es nimmt bei ihm noch, wie πρᾶξις, die Nebenbdtg von listig verrathen an, z. B. πράττειν τινὶ τὴν πόλιν, 4, 16, 11. 13, 4, 6. – 2) intrans., sich befinden, in einem gewissen Zustande sein, so und so ablaufen, mit adv., εὖ πέπραγεν, Pind. P. 2, 73; τοὺς κακῶς πράσσοντας, eigtl. die schlechte Geschäfte machen. denen es schlecht geht, die Unglücklichen, Aesch. Prom. 625, u. öfter; εἰ πράσσοις καλῶς, ib. 981; πόλις εὖ πράσσουσα, Spt. 77, u. öfter; πῶς ἄρα πράσσει Ξέρξης; wir sagen: was macht Xerxes? Pers. 140, u. mit accus. neutr. eines adj., δυστυχῆ πράσσειν, Spt. 321, ἄτιμα δ' οὐκ ἐπραξάτην, Ag. 1418, was wir durch »leiden« übersetzen müssen; ἔπραξεν οἷον ἤθελεν, Soph. O. C. 1702, es ging ihm nach Wunsch; u. oft εὖ πράσσειν, auch εὐτυχῶς, Ant. 697, καλῶς Trach. 57, und im Gegensatz κακῶς, wie auch Eur. oft; ἐμοῦ πράσσοντος ὡς πράσσω τανῦν, Or. 659; χρηστόν τι, glücklich sein, Ar. Plut. 341; μακαρίως, εὐδαιμόνως, ib. 629. 809; ἀθλίως, Eccl. 1221; u. in Prosa: πρήσσειν ᾑ δύναιτο ἄριστα, Her. 5, 30; Μαρδόνιον φλαύρως πρήσσοντα τῷ στόλῳ, 6, 94; οὐδὲν ἄμεινον φάμενος πρήσσειν οἰκεῦντες Λιβύην, es gehe ihnen nicht besser, 4, 157; ὁ στόλος οὕτως ἔπρηξε, hatte solchen Erfolg, lief so ab, 3, 25; ὡς ἔπρηξε, wie es ihm erging, 7, 18; vgl. Thuc. 7, 24; ἐξαμαρτεῖν τι καὶ κακῶς πρᾶξαι vrbdt Antiph. 2, 6; vgl. Plat. ὅστις καλῶς πράττει οὐχὶ καὶ εὖ πράττει, Alc. I, 116 b, wer recht handelt, dem geht es gut; ὅτι ἐπιστημόνως ἂν πράττοντες εὖ ἂν πράττοιμεν καὶ εὐδαιμονοῖμεν, Charm. 173 d; er abdt auch ὅτι ἂν τύχωσι τοῦτο πράξουσι, sie werden in der Lage sein, die ihnen gerade zu Teil wird, Crit. 45 d. – Es werden auch nähere Bestimmungen hinzugesetzt, καλῶς τῇ τέχνῃ πράττειν, Plat. Rep. I, 346 d, οἱ τὰ γεωργικά, ἰατρικά, πολιτικὰ εὖ πράττοντες, Xen. Mem. 3, 9, 15, die als Landmann, Arzt, Staatsmann ihre Geschäfte gut betreiben, glücklich sind, vgl. 1, 6, 8, wo dem εὖ πράττειν das καλῶς προχωρεῖν αὐτοῖς τὴν γεωργίαν entspricht (s. auch εὐπραξία); 2, 4, 6 stehen den εὖ πράττοντες die σφαλλόμενοι entgegen. – Auch adj. werden so in Prosa gebraucht (dichterische Beisp. s. oben), χείρω πράσσειν, Thuc. 7, 71; μεγάλα πράττειν, Xen. Cyr. 8, 4, 6; ἄριστα, 1, 6, 13, wie Isocr. 4, 103, ἀγαθόν, Xen. Cyr. 5, 1, 20; vgl. An. 6, 3, 8, ἀκούοντες καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς παρὰ Κύρῳ πολλὰ καὶ ἀγαθὰ πράττειν, eigtl. viele gute Geschäfte machen, viel erwerben, daß es ihnen sehr gut gehe; u. Sp., ταπεινά, D. Hal. 10, 14. Überall ist hier das Glück od. Unglück als in Vrbdg mit den Handlungen der Menschen stehend zu denken. und erscheint als selbstverschuldet, während εὐτυχεῖν u. δυστυχεῖν vom Schicksale od. Ungefähr abhängt, vgl. z. B. Xen. Mem. 3, 9, 14. – 3) πράττειν τινά τι, Einem Etwas anthun, zufügen, wie ποιεῖν, doch viel seltner (Isocr. 12, 92 lies't Bekk. ἃ περὶ Πλαταιᾶς ἔπραξαν) Gew. πράττειν τινὰ ἀργύριον, Geld von Einem eintreiben, einfordern, πράσσει με τόκον, er treibt Zinsen von mir ein, Batrach. 186, χρέος, Pind. Ol. 3, 7, vgl. P. 9, 104, Her. 3, 58, der aber auch φόρον ἔπρησσον παρ' ἑκάστων vrbdt, 1, 106; einzeln auch bei Folgdn. wie Plat. Legg. VI, 774, d Xen. An. 7, 6, 17. – Häufiger im med. für sich eintreiben, einfordern, Αὐγέαν μισθόν, Pind. Ol. 11, 30; Her. 2, 126. 5, 84, τοὐφειλόμενον, Aesch. Ch. 309; ἀντίποινα, Pers. 468; auch τὸν πατρὸς φόνον, rächen, Eum. 594; Ar. Thesm. 843; häufig auch mit dem gehässigen Nebenbegriffe gewaltsamer, unrechtmäßiger Mittel: erpressen, Geld von Einem, in att. Prosa sehr häufig, Εὐρυμέδοντα χρήματα ἐπράξαντο, Thuc. 4, 65, der auch φόρους πράσσεσθαι ἐκ τῶν πόλεων vrbdt, 8, 37, ἀπὸ τῶν πόλεων, 8, 5; u. pass., Τισσαφέρνης ἐτύγχανε πεπραγμένος τοὺς φόρους ὑπὸ βασιλέως, es wurde dem Tissaphernes gerade vom König der Tribut abgefordert, 8, 5; ἀξίως τοῦ μισθοῦ ὃν πράττομαι, Plat. Prot. 328 b, u. öfter; auch von. der verwirkten Buße, τὴν διπλασίαν πραττέσθω τὸν ὑποφεύγοντα, Legg. VI, 762 b; neben αἰτεῖν, Apol. 31 c; auch pass., ὃς ἂν μισθοὺς μὴ ἀποδιδῷ, διπλοῦν πραττέσθω, von dem soll das Doppelte eingezogen werden, Legg. XI, 921 c, πραχθεὶς ὑπὸ τῶνδε, Lys. 9, 21; – πράττεται τοὺς ἐξάγοντας τριακοστήν, Dem. Lpt. 32; πράξασθαι πλέον, sich mehr geben lassen, Andoc. 2, 9, auch παρ' αὐτῶν, ἃ ὤφειλον, πράξασθαι, Lys. 17, 3, u. sonst bei den Rednern; μὴ πράττειν τοὺς ὀφειλέτας, Pol. 38, 3, 10; ἑκατὸν τάλαντα ἐπιτίμιον αὐτοὺς πραξάμενος τῆς ἀγνοίας, 5, 45. 11; τὰ πραττόμενα, das Eingeforderte, der Tribut, 1, 72, 2.

French (Bailly abrégé)

f. πράξω, ao. ἔπραξα, pf. πέπραχα, pf.2 intr. πέπραγα;
Pass. f. πραχθήσομαι, f.2 πραγήσομαι, ao. ἐπράχθην, ao.2 ἐπράγην, pf. πέπραγμαι;
I. aller à travers, traverser, parcourir : ἁλά OD la mer ; κέλευθον IL, OD parcourir un chemin, faire un trajet ; avec le gén. : πράσσειν ὁδοῖο IL, OD aller à travers une route, faire un trajet;
II. aller jusqu'au bout, d'où
1 achever, exécuter, accomplir, faire, acc. ; Pass. πέπρακται τοὖργον ESCHN la chose est faite, l'œuvre est accomplie ; en mauv. part φεῦ φεῦ πέπρακται EUR hélas ! hélas ! c'en est fait ; τὰ πεπραγμένα, τὰ πραχθέντα, ce qui a été fait, les actions, les actes;
2 agir, travailler, s'occuper de, négocier : τινι, πρός τινα, ἔς τινα, ὑπέρ τινος agir pour qqn, travailler en sa faveur ; πράσσειν φιλίαν DÉM, εἰρήνην DÉM poursuivre des relations d'amitié, la paix, négocier en vue de relations d'amitié, de la paix ; τὰ ἑαυτοῦ πράσσειν SOPH s'occuper de ses propres affaires ; τὰ πράγματα LYS ou τὰ πολιτικά PLAT manier les affaires publiques ; abs. ἱκανὸς πράττειν XÉN capable de manier les affaires publiques, d'être un homme d'État ; ἱκανὸς εἰπεῖν τε καὶ πρᾶξαι XÉN capable de parler et d'agir, càd de proposer et d'exécuter ; en mauv. part πολλὰ πράσσειν, c. πολυπραγμονεῖν HDT être très remuant, s'occuper de beaucoup de choses dangereuses pour l'État ; τινί, machiner en faveur de qqn ; avec un double rég. : κάθοδόν τινι PLUT travailler pour assurer le retour de qqn ; avec double acc. : τι πράσσειν τινά, faire qch (du bien. etc.) à qqn;
3 accomplir, achever, réaliser, mener à bien : δὸς Τηλέμαχον πρήξαντα (ion.) νέεσθαι OD fais que Télémaque revienne après avoir réussi dans son entreprise ; avec un adv. : réaliser de telle manière, aboutir à telle fin : ὁ στόλος οὕτω ἔπρηξεν HDT l'expédition maritime se termina ainsi ; εὖ πράσσειν faire bien ses affaires, réussir, être heureux (ne pas confondre avec εὖ ποιεῖν faire du bien ; v. ποιέω) ; πράσσειν καλῶς, εὐτυχῶς, ἀγαθόν être heureux ; πολλὰ καὶ ἀγαθά XÉN ou τὰ ἄριστα XÉN être très heureux ; κακῶς être malheureux ; χαλεπώτατα THC être dans une situation très difficile ; ἄτιμα ESCHL être dans une situation déshonorée ; ταπεινῶς ISOCR être dans une situation humble;
4 faire acquitter, faire payer : τινά τι à qqn des intérêts, qch (une somme d'argent, etc.) ; φόρον παρά τινος HDT exiger de qqn le paiement d'impôts ; abs. faire payer (des intérêts, des impôts, etc.) ; Pass. πράττεσθαι ὑπό τινος LYS acquitter les contributions ou une amende sur l'ordre de qqn ; πράττειν τοὐφειλόμενον ESCHL réclamer son dû ; πατρὸς φόνον πράσσειν ESCHL poursuivre l'expiation du meurtre d'un père, le venger ; ἀντίποινα πράττειν ESCHL prendre sa revanche;
5 en mauv. part achever, faire périr, acc.;
Moy. πράσσομαι (f. πράξομαι, ao. ἐπραξάμην, pf. πέπραγμαι);
1 faire pour soi, dans son intérêt;
2 exiger, faire payer pour soi : τινα χρήματα THC exiger de l'argent de qqn.
Étymologie: R. Παρ > Πρᾱ, par allong. Πρᾱγ, aller à travers ; cf. περάω, περαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πράττω, ep. Ion. πρήσσω, Dor. en koinè πράσσω [~ πέρνημι, ~ πείρω ] aor. ἔπραξα, Ion. aor. ἔπρηξα; aor. pass. ἐπράχθην; perf. πέπρᾱγα en πέπρᾱχα, Ion. inf. perf. πεπρηγέναι en πεπρηχέναι, plqperf. ἐπεπράγειν en ἐπεπράχειν; perf. med.-pass. πέπραγμαι, Ion. med.-pass. πέπρηγμαι, plqperf. med.-pass. (ἐ)πεπράγμην; fut. πράξω, Ion. fut. πρήξω, med.-pass. πράξομαι; voltooien, verrichten, doen met acc. voltooien, afleggen:; ῥίμφα πρήσσουσι κέλευθον snel leggen zij hun weg af Od. 13.83; ook met gen.: ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο opdat we snel op weg gaan Il. 24.264. volbrengen, bereiken:; ἔπρηξας... Ἥρη, ἀνστήσασ’ Ἀχιλῆα je hebt met succes Achilles weer op de been gekregen, Hera Il. 18.357; bij Hom. vaak met ontk.: οὔ τι πρήσσει hij bereikt niets Il. 11.552; πρῆξαι δ’ ἔμπης οὔ τι δυνήσεαι maar je zult niet in staat zijn iets te bereiken Il. 1.562; οὐδέ τι ἔργον... πρήξει hij zal niets bereiken Od. 19.324; ἔπρασσε δ’ ἅπερ νιν ὧδε θάπτει zij (Clytaemnestra) deed dat, die hem (Agamemnon) zo begroef Aeschl. Ch. 440; ἔπραξεν οἷον ἤθελεν hij heeft bereikt wat hij wilde Soph. OC 1704; οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν dan zou hij niets bereikt hebben van wat hij nu gedaan heeft Dem. 4.5; ὅτι... πάντων ὧν δέονται πεπραγότες εἶεν παρὰ βασιλέως dat zij van de koning alles gedaan hadden gekregen waaraan zij behoefte hadden Xen. Hell. 1.4.2; π. τι παρὰ τῶν θεῶν ἀγαθόν iets goeds van de goden gedaan krijgen Isocr. 2.20; πέπρακται τοὖργον de taak is volbracht Aeschl. PV 75. tot stand brengen, bewerkstelligen, verrichten, doen:; τὴν ἀπόστασιν π. de opstand bewerkstelligen Hdt. 5.113.2; π. χάριν een dienst bewijzen Eur. El. 1133; met dubb. acc.: ἀγαθόν τι πρᾶξαι τὴν πόλιν iets goeds voor de stad verrichten Aristoph. Eccl. 108; π. εἰρήνην vrede tot stand brengen Dem. 3.7; π. φιλίαν vriendschap bevorderen Dem. 18.162; πράττων κάθοδον αὐτῷ terugkeer voor zichzelf bewerkstelligen Plut. Cic. 33.3. zich bezighouden met, doen:; σὺ μεν τὰ σαυτῆς πράσσε bemoei je met je eigen zaken Soph. El. 678; π. τὰ δέοντα zijn plicht doen Xen. Mem. 3.8.1; τὰ Ἀθηναίων π. de zaak van de Atheners behartigen Plat. Smp. 216a; π. τὰ πολιτικὰ πράγματα zich met staatszaken bezighouden Plat. Ap. 31d = τὰ τῆς πόλεως π. Lys. 16.20 = π. τὰ πράγματα Lys. 13.60; πολλὰ π. zich met van alles bemoeien Hdt. 5.33.4; abs. politiek bedrijven:; ἱκανωτάτω λέγειν τε καὶ πρασσειν bijzonder geschikt in spreken en politiek bedrijven Xen. Mem. 1.2.15; ptc. subst.: τὰ πρασσόμενα de acties Thuc. 4.121.1; τὰ πεπραγμένα de regelingen Thuc. 4.122.2; τὸ πραχθέν wat gedaan is Plat. Prot. 324b. zaken regelen, onderhandelen, met dat..; αὐτοῖς ἔπρασσον ὅπως τις βοήθεια ἥξει zij onderhandelden met hen opdat er enige hulp zou komen Thuc. 3.4.6; ook met πρός + acc. of εἰς + acc.:; ἔπραττε περὶ εἰρήνης hij onderhandelde over vrede Xen. Hell. 6.3.3; ongunstig samenzweren:; πρὸς ὃν ἔπραξαν οἱ προδιδόντες met wie de verraders hadden samengezworen Thuc. 2.5.7; π. δήμου κατάλυσιν voor de afschaffing van de democratie ageren And. 3.6; ἔπραττε Φιλίππῳ hij heulde met Philippus Dem. 9.59; ptc. subst.: οἱ πράσσοντες de samenzweerders Thuc. 4.113.1. laten betalen, invorderen:; ἀντίποινα π. genoegdoening krijgen Aeschl. Pers. 476; π. τοὐφειλόμενον de schuld invorderen Aeschl. Ch. 311; τί καὶ πράξεις με ὑπὲρ αὐτοῦ σύ; wat ga je mij dan voor hem laten betalen? Luc. 27.18; met dubb. acc..; αὐτοὺς... ἑκατὸν τάλαντα ἔπραξαν zij lieten hen honderd talenten betalen Hdt. 3.58.4; pass. belast worden, een aanslag krijgen (voor); met acc..; ὑπὸ βασιλέως... ἐτύγχανε πεπραγμένος τούς... φόρους hij was door de koning aangeslagen voor de afdrachten Thuc. 8.5.5; διπλοῦν πραττέσθω hij moet worden belast met het dubbele Plat. Lg. 921c; ook met παρά + gen.:; φόρον ἔπρησσον παρ’ ἑκάστων zij vorderden belasting van iedereen Hdt. 1.106.1; ook med. zich laten betalen, invorderen:; τοὺς ἔχοντας αὐτὰ Αἰγινήτας πρήσσεσθαι ἐκέλευον zij adviseerden ze hun geld op te eisen bij de inwoners van Aegina, die (de beelden) hadden Hdt. 5.84.1; een vonnis ten uitvoer brengen, subst. ptc.: οἱ πραττόμενοι de uitvoerders van vonnissen Aristot. Pol. 1322a15. intrans. het (goed of slecht) maken, er... aan toe zijn; met adv..; ὁ ναυτικὸς στρατὸς οὕτω ἔπρησσε zo ging het met de vloot Hdt. 6.44.3; van pers.:; εὖ π. succes hebben Hdt. 1.24.7; κακῶς π. pech hebben Aeschl. PV 265; καλῶς καὶ κακῶς πράσσειν meer en minder succes hebben Men. Epitr. 1098; κατὰ νόον π. het verwachte resultaat boeken Aristoph. Eq. 549; met adv. en acc. n.:; τὰ γεωργικὰ εὖ πράττειν succes hebben in de landbouw Xen. Mem. 3.9.15; met acc. n.:; καλὰ π. succes hebben Thuc. 6.16.5; δυστυχῆ π. ongeluk hebben Aeschl. Sept. 339; χείρω π. zich in een slechtere situatie bevinden Thuc. 7.71.1; ἵνα εἰδῆτε... τί πράσσω opdat jullie weten hoe het met mij gaat NT Eph. 6.21; met twee acc. n.. πάντα ἀγαθὰ πεπράγαμεν het is ons in alles goed gegaan Aristoph. Ran. 302; πάντα τοι πέπραγας οἷα χρὴ τὸν εὐτυχοῦντα je hebt alles bereikt wat een gelukkig mens toekomt Aristoph. Eq. 683.

Russian (Dvoretsky)

πράσσω: эп.-ион. πρήσσω, атт. πράττω (pf. 1 πέπρᾱχα, pf. 2 πέπρᾱγα; pass.: fut. 1 πραχθήσομαι, fut. 2 πρᾱγήσομαι, aor. 1 ἐπράχθην, aor. 2 ἐπράγην с ᾱ, pf. πέπραγμαι, fut. 3 πεπράξομαι; adj. verb. πρακτέος)
1 проходить, пролетать, проделывать (κέλευθον Hom.; ὁδόν HH и ὁδοῖο Hom.);
2 переезжать, переплывать (ἅλα Hom.);
3 делать, совершать, приводить в исполнение (φόνον, ἀρετάς Pind.): πέπρακται τοὔργον Aesch. дело сделано; φεῦ φεῦ πέπρακται! Eur. увы, свершилось!; τὸ πραχθέν Plat., τὰ πραχθέντα Aesch. и τὰ πεπραγμένα Pind., Dem. содеянное, совершенное; τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἄρχοντος πραχθέντα погов. Luc. то, что было сделано до архонта Эвклида, т. е. преданное забвению (намек на общую амнистию всех причастных к злодеяниям Тридцати тираннов); περισσὰ π. Soph. (пытаться) делать невозможное; ὁ τῷ θυμῷ πραχθεὶς φόνος Plat. убийство, совершенное в гневе; π. καὶ βουλεύειν Soph. помогать делом и советом;
4 добиваться, достигать (οὐδὲν π. δυνάμενος Polyb.): ἔπρηξας καὶ ἔπειτα Hom. добилась ты-таки наконец; χρῆμα οὐ πρήξεις Hes. ничего ты не достигнешь;
5 работать, трудиться, заниматься: τὰ ἑαυτοῦ π. Soph. заниматься собственными делами; π. τὰ πολιτικά и τὰ τῆς πόλεως Plat., τὰ πράγματα Lys. заниматься общественно-политическими делами; τὰ γεωργικὰ εὖ π. Xen. с успехом заниматься земледелием; π. τινί, πρός и ἔς τινα или ὑπέρ τινος Thuc., Dem. работать в пользу кого-л. или держать чью-л. сторону; πολλὰ π. Her. хлопотать, суетиться, метаться;
6 действовать, поступать (κατὰ τοὺς νόμους Plat.): σὺν ἀργύρῳ π. Soph. действовать с помощью подкупа;
7 готовить, устраивать, устанавливать (φιλίαν, εἰρήνην Dem.): κάθοδόν τινι π. Plut. добиваться возвращения кого-л. (из ссылки); τῶν Κορινθίων πρασσόντων ὅπως τιμωρήσονται αὐτούς Thuc. так как коринфяне готовились отомстить им (афинянам);
8 причинять, доставлять: ἀγαθόν τι πρᾶξαι τὴν πόλιν Arph. оказать некую услугу городу;
9 оканчивать, оканчиваться, завершать, завершаться (ὁ στόλος οὕτω ἔπρηξεν Her.): κατὰ τὴν ναυμαχίαν οὕτως ἐπεπράγεσαν Thuc. таков был исход морского сражения;
10 оканчивать (жизнь), погибать: οὕτω ἔπρηξε (Ἀνάχαρσις) Her. так погиб Анахарсис;
11 губить, умерщвлять (τινά Aesch.);
12 получать, приобретать (ἄκοιτιν, κλέος Pind.);
13 вести переговоры, договариваться (περὶ εἰρήνης Xen.);
14 проводить жизнь, чувствовать себя: εὖ (καλῶς, εὐτυχῶς, μακαρίως, εὐδαιμόνως, ἀγαθόν) π. Plat., Xen., Trag., Arph. быть счастливым, процветать; πῶς ἄρα πράσσει Ξέρξης? Aesch. что с Ксерксом?; τὸ εὖ π. παρὰ τὴν ἀξίαν Dem. незаслуженное счастье; εὖ πρᾶσσε! (в письмах) Plat. будь счастлив!; κακῶς (φλαύρως, δυστυχῆ) π. Her., Aesch., Thuc. быть несчастным; χαλεπώτατα π. Thuc. быть в весьма трудном положении; μικρὰ καὶ φαῦλα π. Dem. находиться в самом жалком положении;
15 заставлять платить, взыскивать, взимать (φόρον παρά τινος Her.; τὰς ἐσφοράς Dem.): π. τινὰ τὰ χρήματα Xen. требовать с кого-л. денег; τι καὶ πράξεις με ὑπὲρ αὐτοῦ σύ; Luc. сколько ты с меня потребуешь за него?; φόρους ἐκ или ἀπὸ τῶν πόλεων πράττεσθαι Thuc. требовать дани с городов; τὰ πραττόμενα Polyb. налоги;
16 воздавать, карать: πατρὸς φόνον π. Aesch. мстить за убийство отца; ἀντίποινα πράξειν Aesch. отомстить;
17 хитростью передавать, предавать (τινὶ τὴν πόλιν Polyb.): οἱ πράσσοντες Thuc. участники заговора.

Greek (Liddell-Scott)

πράσσω: Ἐπικ. κ. Ἰων. πρήσσω, Ἀττ. πράττω (πρῶτον παρ’ Ἀριστοφ. καὶ Ξεν.)· ― μέλλ. πράξω, Ἰων. πρήξω· ― ἀόρ. ἔπραξα, Ἰων. ἔπρηξα, ― πρκμ. πέπρᾱχα, Ἰων. πέπρηχα Ἡρόδ. 5. 106· ὑπερσ. ἐπεπράχει Ξεν.· πρκμ. β΄ πέπρᾱγα, Ἰων. πέπρηγα (λέγει ὁ Μοῖρ. 293, καὶ ὁ Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 60, ὅτι τὸ μὲν πέπραχα εἶναι ἑλληνικός, τὸ δὲ πέπραγα Ἀττ. τύπος τοῦ πρκμ.· ἀλλ’ ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς δοκίμοις, καὶ τὸ μὲν πέπραχα εἶναι μεταβ. πλὴν παρὰ μεταγεν., οἷον, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 35· τὸ δὲ πέπραγα συνήθως ἀμετάβ., ἴδε κατωτ. IV· ὅθεν παρὰ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 2 διορθωτέον πέπραγα)· ― Μέσ. μέλλ. πράξομαι Ξεν.· ἀόρ. ἐπραξάμην Σοφ. Ο. Τ. 287, Θουκ., κλπ.· ― Παθ. μέλλ. πραχθήσομαι Αἰσχίν. 67. 33, Ἀριστ. κλπ.· μέλλ. γ΄ πεπράξομαι Τραγικ.· ― ἀόρ. ἐπράχθην Τραγικ.· ― πρκμ. πέπραγμαι Σοφ., κλπ.· ἀλλ’ ὁ πρκμ. οὗτος ἐνίοτε κεῖται ἐπὶ μέσης σημασ., ἴδε κατωτ. V. 2, καὶ πρβλ. διαπράσσω. (Ἡ ῥίζα εἶναι πιθ. ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ περάω, ἴδε κατωτ. Ι.) [ᾱ φύσει, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἰων. τύπου πρήσσω· ὅθεν ὁ τονισμὸς ἐν ταῖς λ. πρᾶγμα, πρᾶξις, πρᾶττε, κτλ.]. Ἡ πρώτη σημασία φαίνεται ὅτι ἦτο ἡ τοῦ περᾶν, διέρχεσθαι, δὶς τόσσον ἅλα πρήσσοντες ἀπῆμεν Ὀδ. Ι. 491· ῥίμφα πρήσσοντε κέλευθον Ἰλ. Ξ. 282, Ψ. 501· ῥίμφα πρήσσουσι κέλευθον Ὀδ. Ν. 83· ὁδὸν πρήσσουσιν ὁδῖται Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 203· ὡσαύτως μετὰ γεν. (πρβλ. διαπρήσσω, ἀτύζομαι, κονίω), ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο Ἰλ. Ω. 264, Ὀδ. Ο. 219· ὄφρα πρ. ὁδοῖο Ο. 47· ἵνα πρήσσῃσιν ὁδοῖο Γ. 476. ― Αὕτη εἶναι καθαρῶς Ἐπικὴ χρῆσις. Αἱ φράσεις π. κέλευθον, πρ. ὁδοῖο ἠδύναντο νὰ ἑρμηνευθῶσιν, ἐκτελῶ ὁδοιπορίαν ἢ μέρος ὁδοιπορίας, ὡς τὸ Λατ. iter conficere, ἀλλ’ οὐδεμία τοιαύτη ἑρμηνεία ἁρμόζει εἰς τὴν φράσιν ἅλα πρήσσοντες (ἧν ὁ Ῥιανὸς ἤθελε νὰ μεταβάλῃ εἰς πλήσσοντες)· καὶ οἱ παλαιοὶ ἑρμηνευταὶ συμφώνως διακρίνουσι τὴν σημασίαν ταύτην τοῦ πρήσσω καὶ διαπρήσσω, προστιθέντες ὅτι τὸ πρήσσω ἔκειτο οὕτω μόνον ἐν τῷ ἐνεστ., Ἀνέκδ. Ὀξων. 1. 355, Ἐτυμολ. Μέγ. 688. 1, πρβλ. Εὐστ. 1779. 27, Buttm. Lexil. ἐν λ. ΙΙ. συνήθως, κατορθώνω, ἐκτελῶ, ἐπιτελῶ, πρῆξαι δ’ ἔμπης οὔτι δυνήσεαι Ἰλ. Α. 562., Σ. 357, Ὀδ. 2. 191· οὔτι πρήσσει, οὐδὲν κατορθοῖ, Ἰλ. Λ. 552, κτλ.· χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, οὐ δ’ ἐτώσια πόλλ’ ἀγορεύσεις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 400· ἐν τ’ ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν, ἐκτήσατο, Πινδ. Ι. 5 (4), 10· ἔπραξε δεσμόν, «ἤνυσε καὶ κατειργάσατο» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 74· ἀλλ’ ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε, «διανύσατε καὶ πράσσετε τοὺς ἡδυτάτους διὰ λόγων ὕμνους» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 7· λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον, ἐπέφερεν αὐτοῖς φόνον, ἐφόνευσεν αὐτούς, αὐτόθι 3, 81· πρ. τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν Ἡρόδ. 5. 113· πρ. εἰρήνην, φιλίαν, ἐπιφέρω, κατορθώνω, Δημ. 30. 16., 281. 19· ὡσαύτως, ἐπιχειρῶ, διαπραγματεύομαι, σχεδιάζω, τι Ἀνδοκ. 24. 16· ― μετὰ δοτ. προσ., πρ. τινὶ φιλία Αἰσχύλ. Πρ. 660· χάριν τινὶ Εὐρ. Ἴων 37, πρβλ. 895, Ἠλ. 1133, κτλ.· Ἀτρεῖδαι φωτὶ παντουργῷ φρένας ἔπραξαν (δηλ. τὰ ὅπλα) κατώρθωσαν διὰ δόλου νὰ τὰ λάβῃ ἐκεῖνος (δηλ. ὁ Ὀδυσσεὺς) Σοφ. Αἴ. 446· ― πρ. ὥστε..., Λατ. efficere ut..., Αἰσχύλ. Εὐμ. 896. ― Παθ., πέπρακται τοὖργον ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 75· φεῦ φεῦ πέπρακται Εὐρ. Ἱππ. 680· τὰ πεπραγμένα, Λατ. acta, Πινδ. Ο. 2. 29, κτλ.· ἡ ἐπὶ τοῖς πεπρ. ἀδοξία Δημ. 12, 19. τὰ πεπρ. λῦσαι ὁ αὐτ. 724. 24· οὕτω, τὰ πραχθέντα Αἰσχύλ. Πρ. 683, κτλ.· τὰ ἔργα τῶν πραχθέντων Θουκ. 1. 22· τό γε πραχθὲν ἀγέννητον θεῖναι Πλάτ. Πρωτ. 324Β. 2) ἀπολ., ἐπιτελῶ τι, ἐπιτυγχάνω, κατορθώνω, δὸς Τηλέμαχον πρήξαντα νέεσθαι Ὀδ. Γ. 60· ἔπρηξας καὶ ἔπειτα Ἰλ. Σ. 357· πρῆξαι δ’ ἀργαλέον τι Ὀδ. Π. 88· ― οὕτως, οὐδέ τι ἔργον ἐνθάδ’ ἔτι πρήξει Τ. 324· ― ἴδε κατωτ. IV. 3) ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Θεοκρ. 2. 143· ἴδε πρᾶξις ΙΙ. 3. 4) καθιστῶ, κάμνω, (πρβλ. ποιέω ΙΙΙ), Νηρηΐδων τινὰ πρ. ἄκοιτιν Πινδ. Ν. 5. 66. 5) καταγίνομαι, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πρᾶσσ’ ἐμοὶ δὲ σύ, ξένε, τἀληθὲς εἰπὲ Σοφ. Ἠλ. 678· πράττων ἕκαστος τὰ ἑαυτοῦ Πλάτ. Φαῖδρ. 247Α, πρβλ. Πολιτ. 307Ε· τὸ αὑτοῦ πρ. καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 433Α, πρβλ. 400Ε, κτλ. (ἐν ᾧ τὸ πολλὰ πρ. = πολυπραγμονεῖν, Ἡρόδ. 5. 33, Ἀριστοφ. Βάτρ. 228, κτλ.)· ἐνίοτε ὡς ἔπαινος, φιλοσόφου τὰ αὑτοῦ πράξαντος καὶ οὐ πολυπραγμονήσαντος Πλάτ. Γοργ. 526C, πρβλ. Ἀπολ. 333Α, κτλ.· ἄλλοτε ὡς ψόγος, οὐδ’ εὖ... οἰκοῦνται αἱ πόλεις ὅταν τὰ αὑτῶν ἕκαστοι πράττωσι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 127Β, πρβλ. Πολ. 425C· ὡσαύτως, πρ. τὰ δέοντα Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 1. β) πράττω τὰ πολιτικά, τὰ τῆς πόλεως, καταγίνομαι εἰς τὰ πολιτικά, εἰς τὰ τῆς πόλεως, λαμβάνω μέρος εἰς τὰ δημόσια, εἰς τὴν διοίκησιν, Πλάτ. Ἀπολ. 31D, Πρωτ. 319Α· τὰ τῶν Ἀθηναίων ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 216Α· οἱ τὰ κοινὰ πρ. καὶ πολιτευόμενοι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 6· ― ἀκολούθως, ἀπολ., ἄνευ τινὸς προσθήκης, ἱκανὸς πράττειν, ἐπὶ πολιτευομένου, ἢ ἄρχοντος ἱκανοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 15· ἱκανὸς εἰπεῖν τε καὶ πρᾶξαι, εἰς τὸ νὰ εἴπῃ καὶ νὰ ἐκτελέσῃ, αὐτόθι 2. 9, 4, πρβλ. 4. 2, 1· πολιτεύεσθαι καὶ πρ. Δημ. 240. 28, πρβλ. 245. 3· πρβλ. πρᾶγμα ΙΙ. 2. 7) καθόλου, διενεργῶ, διαπραγματεύομαι, κατορθώνω, οἱ πράξαντες πρὸς αὐτὸν τὴν λῆψιν τῆς πόλεως Θουκ. 4. 114· πρ. Θηβαίοις τὰ πράγματα, διευθύνω τὰ πράγματα πρὸς τὸ συμφέρον αὐτῶν, Δημ. 365. 15· καὶ ἐν τῷ παθ., τῷ Ἱπποκράτει τά... πράγματα ἀπό τινων ἀνδρῶν... ἐπράττετο, τὰς ὑποθέσεις διεπραγματεύοντό τινες πρὸς αὐτόν..., Θουκ. 4. 76· ― ἀλλὰ τὸ ἀντικ., τὰ πράγματα, συνήθως παραλείπεται καὶ τὸ ῥῆμα κατὰ τὸ φαινόμενον εἶναι ἀμετάβατ., οἱ πράσσοντες αὐτῷ, οἱ διαπραγματευόμενοι πρὸς αὐτόν, αὐτόθι 110, πρβλ. 5. 76· πράσσειν πρός τινα αὐτόθι 1. 131., 2. 5., 4. 73, κτλ.· ἔς τινα 1. 132· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐπράττετο οὐ πρὸς τοὺς ἄλλους Αἰσχίν. 62. 40· ὡσαύτως, πρ. τι ὑπέρ τινος Δημ. 801. 8, πρβλ. 1370. 1· πρ. περὶ εἰρήνης Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 3· οἱ πράσσοντες, οἱ προδόται, Θουκ. 4. 89, 113· ― ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, πρᾶσσε καὶ τὰ ἐμὰ καὶ τὰ σὰ ὅπη κάλλιστα ἕξει ὁ αὐτ. 1. 129· ἐς τὴν Πελοπόννησον ἔπρασσεν, ὅπη ὠφέλειά τις γενήσεται ὁ αὐτ. 1. 65· πρ. ὅπως πόλεμος γένηται ὁ αὐτ. 1. 57· πρ. ὅπως τιμωρήσονται ὁ αὐτ. 1. 56, πρβλ. 3. 4, 70, κτλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τὴν ναῦν μὴ δεῦρο πλεῖν ἔπραττεν Δημ. 888. 14. β) μάλιστα ἐπὶ μυστικῶν ἐνεργειῶν καὶ δόλων, εἰ μή τι σὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετο, ἂν μὴ ἠσκεῖτο δωροδοκία, Σοφ. Ο. Τ. 125· καί τι αὐτῷ καὶ ἐπράσσετο ἐς τὰς πόλεις ταύτας προδοσίας πέρι Θουκ. 4. 121, πρβλ. 5. 83· μετάστασις ἐπράττετο Λυσ. 184. 6· πρβλ. διαπράσσω ΙΙ. ΙΙΙ. πράττω, Λατ. agere, πόνῳ πρ. θεοδμάτους ἀρετὰς Πινδ. Ι. 6 (5), 15· δίκαια ἢ ἄδικα Πλάτ. Ἀπολ. 28Β, κτλ.· ἀντίθετον τῷ λέγω, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 1· ἃ καὶ λέγειν ὀκνοῦμεν οἱ πεπραχότες Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 75· πράσσω πολλά, προσπαθῶ παντὶ σθένει, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 266 (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 5)· ― ἀκολούθως ἀπολ., ἐνεργῶ, πρ. ἔργῳ μὲν σθένος βουλαῖσι δὲ φρὴν Πινδ. Ν. 1. 39· ἀντίθετ. τῷ πάσχων, Πλάτ. Νόμ. 527Α· μεθ’ ἡμῶν ἔπραττεν, δηλ. ἔλαβε τὸ μέρος ἡμῶν, Ἰσαῖ. 52. 5. 2) μελετῶ, σπουδάζω, ἅπερ δὲ πεπράχαμεν Ἀριστοφάνους δράματα, ταῦτα, Ἀχαρνεῖς, Βάτραχοι, κτλ., Σουΐδ. ἐν λ. Ἀριστοφάνης· συλλογισμοὺς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 17, 27· ἐν τοῖς πραττομένοις, ἐν τοῖς ποιήμασι τοῖς νῦν ὑπὸ ἀνάγνωσιν, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 11. IV. εὑρίσκομαι ἔν τινι καταστάσει, διατελῶ ἢ διάκειμαι κατά τινα τρόπον (πρβλ. εὐπραξία), ὁ στόλος οὕτω ἔπρηξε Ἡροδ. 3. 25, πρβλ. 4. 77, Θουκ. 7. 24· οὕτως, ὡς ἔπρηξε Ἡρόδ. 7. 18· πρ. κατὰ νόον ὁ αὐτ. 4. 97, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 549· πράξασαν ὡς ἔπραξε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1288· μάλιστα, εὖ ἢ κακῶς πράττειν, εὑρίσκεσθαι ἐν καλῇ ἢ κακῇ καταστάσει, καλῶς ἢ κακῶς διακεῖσθαι, Πινδ. Π. 2. 134, Ἡρόδ. 1. 24, 42, κτλ.· φλαύρως πρ. ὁ αὐτ. 6. 94· πρ. καλῶς Αἰσχύλ. Πρ. 979· ὅστις καλῶς πράττει, οὐχὶ καὶ εὖ πράττει Πλάτ. Ἀλκ. 1. 116Β· πρ. εὐτυχῶς Σοφ. Ἀντ. 701· κάλλιστα Εὐρ. Ἡρακλ. 794· μακαρίως, εὐδαιμόνως Ἀριστοφ. Πλ. 629, 802· πρ. ᾗ δύναται ἄριστα Ἡρόδ. 5. 30· πρ. ὡς ἄριστα καὶ κάλλιστα Θουκ. 1. 129· ― ἀλλ’ αἱ φράσεις αὗται εἶναι κυρίως ἐλλειπτικαὶ ἀντὶ τοῦ εὖ πράττειν [τὰ αὑτοῦ], κτλ.· φέρω τὰς ὑποθέσεις μου εἰς καλὸν τέλος· καὶ οὕτως ἐνίοτε προστίθεται τὸ οὐδέτερον ἐπιθέτου ἢ ἀντωνυμίας, εὖ πρ. τι Σοφ. Ο. Τ. 1006, πρβλ. Ο. Κ. 391· μηδὲν εὖ πρ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 8· χρηστόν τι πρ. Ἀριστ. Πλ. 341· καλὰ Θουκ. 6. 16· χείρω ὁ αὐτ. 7. 71· μεγάλα Εὐρ. Ι. Α. 341· πάντα τ’ ἀγαθὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 303, πρβλ. Ἱππ. 683· πολλὰ καὶ ἀγαθὰ Ξεν. Ἀν. 6. 4, 8· ἔπρ. οἷον ἤθελεν Σοφ. Ο. Κ. 1704. πράξας ἅπερ ηὔχου Εὐρ. Ὀρ. 355, κτλ.· καὶ ἐν πολλαῖς ἄλλαις ὁμοίαις φράσεσιν. Ἐν ἅπασι τούτοις ἡ ἐπιτυχίαἀποτυχία θεωρεῖται ὡς ἀποτέλεσμα καλῆς ἢ κακῆς πράξεως, ἐνεργείας ἢ διαγωγῆς, ἐν ᾧ ἐν τῷ εὐτυχεῖν καὶ τῷ δυστυχεῖν, ἡ καλὴ ἢ κακὴ κατάστασις τοῦ ὑποκειμένου παρίσταται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς τύχης ἢ τῶν περιστάσεων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 14· ὁ β΄ πρκμ. πέπρᾱγα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας, Ἡρόδ. 2. 172, Ἀριστοφ., Θουκ., κλπ. V. μετὰ διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., πράττω τινά τι, κάμνω τι εἴς τινα, ὡς τὸ δρᾶν, εἰπεῖν τινά τι Εὐρ. Ἑλ. 1394, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 108, Ἰσοκρ. 251Ε. 2) ἐπὶ ἄλλης ἐννοίας, πράττειν τινὰ ἀργύριον, ἀπαιτεῖν καὶ λαμβάνειν παρά τινος χρήματα, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 3. 58· πράσσει με τόκον, μὲ κάμνει νὰ πληρώσω τόκον, Βατραχομυομ. 186· πρ. τινὰ χρέος Πινδ. Ο. 3. 12, πρβλ. Π. 9. 180· Δίκῃ πρ. τοὐφειλόμενον Αἰσχύλ. Χο. 309· πρ. ἀντίποινα ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 476· ἀκολούθως συχνάκις παρ’ Ἀττικοῖς ἐπὶ δημοσίων ὑπαλλήλων εἰσπραττόντων τοὺς φόρους (πρβλ. πράκτωρ ΙΙ, πρᾶξις VI, εἰσπράσσω, ἐκπράσσω ΙΙΙ), Πλάτ. Νόμ. 774D, Δημ. 617. 24, κτλ.· ὡσαύτως πρ. τι παρά τινος, λαμβάνω ἢ ἀπαιτῶ παρά τινος, Ἡρόδ. 1. 106, πρβλ. Duker Θουκ. 8. 5· μεταφ., τὸν πατρὸς φόρον πράξαντα, «ἐκδικήσαντα» (Σχόλ.), τιμωρῶ διὰ γενόμενον φόνον, ἐκδικῶ, Αἰσχύλ Εὐμ. 624· τὰ περὶ τὸν φόνον πρ. Πλάτ. Νόμ. 867D· φέρε δ’ ἴδω τί καὶ πράξεις με ὑπὲρ αὐτοῦ σύ; τί τιμὴν θὰ ζητήσῃς δι’ αὐτόν; Λουκ. Βίων Πρᾶσις 18· ὡσαύτως ἐν τῷ παθ. τύπῳ, πεπραγμένος τὸν φόρον, κεκλημένος ὅπως πληρώσῃ τὸν φόρον, Θουκ. 8. 5· πραχθεὶς ὑπὸ τῶνδε Λυσ. 116. 5, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 921C. ― Μέσ., πράξασθαί τινα ἀργύριον, χρήματα, μισθόν, τόκους, λαβεῖν δι’ ἑαυτόν, πρῶτον παρὰ Πινδ. Ο. 10 (11), 36, Ἡρόδ. 2. 126, Θουκ. 4. 65, κτλ.· τὴν διπλασίαν πρ. τὸν ὑποφεύγοντα Πλάτ. Νόμ. 762Β, πρβλ. Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 482· πράσσεσθαι χρέος Ἀντιφῶν παρ’ Ἀθ. 525Β· φόρους πράσσεσθαι ἀπὸ ἢ ἐκ τῶν πόλεων Θουκ. 8. 5 καὶ 37· παρά τινος Λυσ. 17. 3· ― ὁ παθ. πρκμ. καὶ ὑπερσ. κεῖνται ἐπὶ μέσης σημασ., εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν δίκην, ἐὰν εἶχον ἀπαιτήσῃ καὶ λάβῃ παρ’ αὐτοῦ ἅπαν τὸ ποσὸν τὸ ἐπιδικασθέν, Δημ. 845. 5. VI. μετ’ αἰτ. προσ., πράττειν τινὰ (ὡς τὸ διαπράττω ΙΙΙ), «τελειώνω» ἢ «ξεκάμνω» τινά, τὸν φονεύω, Λατ. conficere, ἔπρασσε δ’ ᾇπέρ νιν ὧδε θάπτει, κατὰ τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον τὸν ἀπετελείωσεν οὕτω καὶ τὸν ἔθαψεν, Αἰσχύλ. Χο. 440· ἀντὶ τοῦ πεπραγμένοι, κατεστραμμένοι, αὐτόθι 132, ὁ Casaub. διώρθωσε πεπραμένος VII. Περὶ τῆς σχέσεως τοῦ πράσσω καὶ ποιέω, ἴδε ποιέω Β. τέλ. ― Ἴδε Κόντου Κριτ. καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙϚ΄, σ. ?

English (Slater)

πράσσω (πράσσει, -ετε, -οντι; -οι; -ων, -όντων; -ειν: fut. πράξει, -ειν: impf. ἔπρασσεν: aor. ἔπραξε(ν); πρᾶξον; πράξαις: pf. πέπρᾶγεν: med. πράσσοιτο: aor. πράξασθαι: pass. pf. πεπραγμένων.)
   a perform, fulfil
   I τῶν δὲ πεπραγμένων ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν ἀποίητον οὐδ ἂν Χρόνος ὁ πάντων πατὴρ δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος (O. 2.15) ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι (O. 8.29) Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ (O. 8.73) Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τἐκδώσομεν πράσσειν (O. 13.106) ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν (P. 10.11) ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε (v.l. πράσσεται.) (N. 9.3) εἰ γάρ τις ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ πράσσει θεοδμάτους ἀρετάς (I. 6.11) med., ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον (sc. Ἰάσονα: cf. Schr., (1923), 502; Wackernagel, Sprachl. Unters., 91) (P. 4.243)
   II abs., function, be active πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν (N. 1.26) εὕδει δὲ πρασσόντων μελέων (sc.ψυχή) fr. 131b. 3.
   b
   I effect, bring about τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ (P. 2.40) μάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον (N. 3.46)
   II win, earn ὥστ' ἐν τάχει ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν (N. 5.36) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν (“setzt einen Anspruch auf Ruhm durch,” Fränkel, W & F., 362̆{2}) (I. 5.8) met., ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (O. 10.30) παύροις δὲ πράξασθ' εὐμαρές (sc. τὸ καὶ πλουτεῖν καὶ ἐπαινεῖσθαι Σ.) (P. 3.115)
   c exact c. acc. dupl. & inf. στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, φόρμιγγα συμμεῖξαι (O. 3.7) ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (P. 9.104)
   d
   I εὖ πράσσω, fare well, prosper ξείνων δ' εὖ πρασσόντων ἔσαναν ἐσλοί (O. 4.4) εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι (O. 11.4) ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν (P. 2.73)
   II ἀντία πράσσω, fare adversely “τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει” (P. 8.52)
   e frag. ]σφίσιν μάλα πρᾶξον [δι]καίως (Pae. 8.12)

Spanish

llevar a cabo, ejecutar

English (Strong)

a primary verb; to "practise", i.e. perform repeatedly or habitually (thus differing from ποιέω, which properly refers to a single act); by implication, to execute, accomplish, etc.; specially, to collect (dues), fare (personally): commit, deeds, do, exact, keep, require, use arts.

English (Thayer)

and (once viz. R G) πράττω; future πράξω; 1st aorist ἔπραξα; perfect πέπραχά; perfect passive participle πεπραγμενος; from Homer down; the Sept. several times for עָשָׂה and פָּעַל; to do, practise, effect, Latin agere (but ποιεῖν to make, Latin facere; (see ποιέω, at the end)); i. e.:
1. to exercise, practise, be busy with, carry on: τά περίεργα, τά ἰδίᾳ, to mind one's own affairs, τά ἑαυτοῦ (Sophocles Electr. 678); Xenophon, mem. 2,9, 1; Plato, Phaedr., p. 247a.; Demosthenes, p. 150,21; others); used of performing the duties of an office, to undertake to do, μηδέν προπετές, to accomplish, to perform: πεπραγμένον ἐστιν, has been accomplished, has taken place, εἴτε ἀγαθόν, εἴτε κακόν, ἀγαθόν ἤ φαῦλον (κακόν), δίκαια ἤ ἄδικα, Plato, Apology, p. 28b.); ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα, μόνον, to do, i. e. keep the law, Acts, to commit, perpetrate (less frequent so in Greek writings, as πολλά καί ἀνόσια, Xenophon, symp. 8,22; with them ποιεῖν (see Schmidt, Syn., chapter 23,11, 3; Liddell and Scott, under the word, B.)) is more common in reference to bad conduct; hence, τούς ἐπισταμένους μένδεῖ πράττειν, ποιοῦντας δέ ταναντια, Xenophon, mem. 3,9, 4), τό ἔργον τοῦτο, this (criminal) deed, T WH Tr marginal reading; add, τά τοιαῦτα, such nameless iniquities, ποιεῖν and πράσσειν are used indiscriminately (but cf. Meyer)); φαῦλα, τί ἄξιον θανάτου, τό κακόν, ἄτοπον, τί τίνι κακόν, to bring evil upon one, to manage public affairs, transact public business (Xenophon, Demosthenes, Plutarch); from this use has come a sense met with from Pindar, Aeschylus, Herodotus down, viz. to exact tribute, revenue, debts: R. V. extort); τό ἀργύριον, agere in Latin, cf. the commentators on Suetonius, Vesp. 1; (cf. Winer's Grammar, § 42,1a.)).
4. intransitive, to act (see εὖ, p. 256a): ἀπέναντι τίνος, contrary to a thing, Aeschylus and Herodotus down reflexively, me habere: τί πράσσω, how I do, the state of my affairs, εὖ πράξετε (see εὖ), Buttmann, 300 (258)).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων.-επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α
1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ' ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν.
γ. «τοῦ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.)
2. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα πεπραγμένα
ό,τι έχει γίνει, ό,τι έχει πραγματοποιηθεί, ό,τι έχει εκτελεστεί ώς τη δεδομένη στιγμή («τα πεπραγμένα του διοικητικού συμβουλίου»)
3. φρ. α) «εὖ πράττω» — ευτυχώ
β) «κακῶς πράττω» — δυστυχώ
νεοελλ.
1. περνώ τη ζωή μου, ζω («πώς πράσσουν εις τα νιότα των, πώς πράσσουν σα γεράσουν», δημ. τραγούδι)
2. έχω εμπειρία ή γνώση ενός πράγματος («ότι δεν είδ' ουδ' ήπραξα στσι τόπους που γυρίζω», Ερωτόκρ.)
3. ζω κάπου ή συναναστρέφομαι κάποιους («ήπρασσε στο παλάτι» Ερωτοκρ.)
4. φρ. α) «καλώς πράττω» — κάνω καλά, ενεργώ σωστά
β) «κακώς πράττω» — κάνω κάτι εσφαλμένα, δεν κάνω καλά, ενεργώ κακώς
μσν.-αρχ.
μελετώ, σπουδάζω (α. «ἅπερ δὲ πεπράχαμεν Ἀριστοφάνους δράματα», λεξ. Σούδ.
β. «ἐν τοῖς πραττομένοις» — στα υπό ανάγνωση ποιήματα)
αρχ.
1. διανύω, περνώ (α. «πράσσω κέλευθον, ὁδόν», Ομ. Ιλ.
β. «ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε... ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῑο», Ομ. Οδ.)
2. βρίσκομαι σε μια θέση ή κατάσταση («ὁ μὲν ἐπ' Αἰθίοπας στόλος οὕτω ἔπρηξε», Ηρόδ.)
3. έρχομαι σε σαρκική μίξη («ἐπράχθη τὰ μέγιστα», Θεόφρ.)
4. καταβάλλω ενέργειες, προσπαθώ («μὴ δεῡρο πλεῖν τὴν ναῡν ἔπραττεν», Δημοσθ.)
5. (σχετικά με μυστικές και δόλιες ενέργειες) επιχειρώ («πράττοντές τινες δήμου κατάλυσιν ἐλήφθησαν», Ανδοκ.)
6. ενεργώ («πράσσει γὰρ ἔργω μὲν σθένος βουλαῑσι δὲ φρήν», Πίνδ.)
7. κατορθώνω, επιτυγχάνω («ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν» — πέτυχε ένδοξη νίκη στους αγώνες, Πίνδ.)
8. διαπραγματεύομαι (α. «πράττω εἰρήνην» β. «πράττω φιλίαν» γ. «οἱ πράξαντες πρὸς αὐτὸν τὴν λῆψιν τῆς πόλεως», Θουκ.
δ. «τῷ γὰρ Ἱπποκράτει καὶ ἐκείνῳ τὰ Βοιώτια πράγματα ἀπό τινων ἀνδρῶν ἐν ταῖς πόλεσιν ἐπράσσετο»)
9. επιφέρω βλάβη, προκαλώ συμφορά, κάνω κακό («λεόντεσσιν ἀργοτέροις ἔπρασσεν φόνον», Πίνδ.)
10. εξεγείρω, ξεσηκώνω («Ὀνήσιλος... ὅσπερ τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν ἔπρηξε», Ηρόδ.)
11. φονεύω, εκτελώ κάποιον («ἔπρασσε δ' ἁπέρ νιν ὧδε θάπτει» — όπως τον αποτελείωσε, έτσι και τον έθαψε, Αισχύλ.)
12. καθιστώ, κάνω
13. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι (α. «σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πράσσ' ἐμοὶ δὲ σὺ ξένε τ' αληθὲς εἰπε» — εσύ κάνε καλά τη δουλειά σου, σ' εμένα όμως, ξένε, να πεις την αλήθεια, Σοφ.
β. «ὡς ἂν πεπεισμένος μάλιστα πράττειν τὰ δέοντα», Ξεν.
γ. «οὐδ' εὖ... οἰκοῦνται αἱ πόλεις ὅταν τὰ αὐτῶν ἕκαστοι πράττωσι», Ξεν.)
14. πολιτεύομαι, διοικώ, άρχω
15. (κυρίως σχετικά με χρηματικό ποσό) απαιτώ και παίρνω από κάποιον (α. «πράσσει με τόκον» — μέ εξαναγκάζει να καταβάλω τόκο, Αριστοφ.
β. «πράττειν τινὰ ἀργύριον» — απαιτώ και παίρνω χρήματα, Ηρόδ.)
16. (σχετικά με δημόσιες εισφορές ή δασμούς) εισπράττωφόρον ἔπρησσον παρ' ἑκάστων», Ηρόδ.)
17. διεκδικώ («τοὐφειλομενον πράσσουσα Δίκη», Αισχύλ.)
18. μτφ. παίρνω εκδίκηση («τὸν πατρὸς φόνον πράξαντα», Αισχύλ.)
19. παθ. πράττομαι
α) διενεργούμαι, διεξάγομαι κρυφά («εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' ἐνθένδε», Σοφ.)
β) τελούμαι, γίνομαι, συμβαίνω («φεῡ, φεῡ, πέπρακται», Ευρ.)
γ) καλούμαι να πληρώσω κάτι («ἐτύγχανε πεπραγμένος τοὺς φόρους», Θουκ.)
δ) (ο παθ. παρακμ. και υπερσ. με μέση σημ.) πέπραγμαι και ἐπεπράγμην
λαμβάνω («εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν δίκην» — εάν είχαν λάβει από αυτόν το επιδικασθέν ποσό, Δημοσθ.)
20. (το αρσ. πληθ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ πράσσοντες και πράττοντες
προδότες
21. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ πραχθέντα
τα γεγονότα, τα συμβάντα
22. φρ. α) «πράσσω πολλά» — προσπαθώ με όλο μου το σθένος και τη δύναμη
β) «πράττω τὰ κοινά» ή «πράττω τὰ δημόσια» ή «πράττω τὰ πολιτικά» ή «πράττω τὰ τῆς πόλεως» — συμμετέχω στα κοινά, ασχολούμαι με τα δημόσια πράγματα, παίρνω μέρος στην πολιτική ζωή
γ) «εὖ πράττειν» — ως ευχή στις επιστολές
στ) «πράττω τι ὑπέρ τινος» — τελώ, εκτελώ κάτι προς χάρη κάποιου ή ως εκπρόσωπος κάποιου («ἔπραξε δὲ ὑπὲρ τῆς πόλεως τὰ πάτρια τὰ πρὸς τοὺς θεούς», Δημοσθ.)
ζ) «πράττομαι τινά τι» — παίρνω από κάποιον για τον εαυτό μου («ἐκεῖνος πράττεται τοὺς παρ' αὑτοῦ σῖτον ἐξάγοντας τριακοστήν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πρᾱττω ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα perā- «διακομίζω, διέρχομαι, διαπερνώ» (πρβλ. πέρνημι, πείρω, πέρα), με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο (πρβλ. πραθῆναι, πρᾶσις, πράτης, πρατός). Το ρ. πράσσω (< πρά-κ-jο) εμφανίζει άηχη ουρανική παρέκταση -κ- (πρβλ. πρᾶξις, πρακτήρ), αλλά και ηχηρή ουρανική παρέκταση -γ- (πρβλ. -πράγ-ην, πέ-πραγ-α). Κατά τον ίδιο τρόπο με άηχη και ηχηρή ουρανική παρέκταση έχουν σχηματιστεί και τα ρ. πλήττω και πήγνυμι.
ΠΑΡ. πράγμα, πράκτωρ, πράξη(-ις)
αρχ.
πράγος, πρακτήρ, πράκτης, πρακτός, πρακτύς.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) διαπράττω, εισπράττω, συμπράττω, συνεισπράττω
αρχ.
αναπράττω, αντιπράττω, εκπράττω, επεισπράττω, καταπράττω, παραπράττω, παρεισπράττω, προπράττω, προσπράττω, συνδιαπράττω, υπερπράττω
νεοελλ.
προεισπράττω].

Greek Monotonic

πράσσω: Ιων. πρήσσω, Αττ. πράττω· μέλ. πράξω, Ιων. πρήξω· αόρ. αʹ ἔπραξα, Ιων. ἔπρηξα· παρακ. πέπρᾱχα, Ιων. πέπρηχα· γʹ ενικ. υπερσ. ἐπεπράχει· παρακ. βʹ πέπρᾱγα, Ιων. πέπρηγα — Μέσ., μέλ. πράξομαι, αόρ. αʹ ἐπραξάμην — Παθ., μέλ. πραχθήσομαι, πεπράξομαι, αόρ. αʹ ἐπράχθην, παρακ. πέπραγμαι,
I. διέρχομαι, ἅλα πρήσσοντες, σε Ομήρ. Οδ.· πράσσω κέλευθον, εκτελώ οδοιπορία, σε Όμηρ.· επίσης με γεν., ἵναπρήσσωμεν ὁδοῖο, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. κατορθώνω, εκτελώ, πραγματοποιώ, επιτελώ, κάνω, στο ίδ.· οὔτι πράσσω, δεν κατορθώνω τίποτα, στο ίδ.· πράσσω δεσμόν, προξενώ, υποκινώ, επιτυγχάνω την υποδούλωση κάποιου, την επιβάλλω σε κάποιον, σε Πίνδ.· πράσσω ὥστε, Λατ. efficere ut, σε Αισχύλ. — Παθ., πέπρακται τοὖργον, στον ίδ.· τὰ πεπραγμένα, Λατ. acta, σε Πίνδ., Αττ.
2. απόλ., εκτελώ επιτυχημένα μια ενέργεια, τη φέρω εις πέρας, είμαι επιτυχής, σε Όμηρ.
3. ενεργώ με αυτό ή με τον άλλο τρόπο (πρβλ. ποιέω III), Νηρηΐδων τινὰ πράσσω ἄκοιτιν, σε Πίνδ.
4. καταγίνομαι, κάνω, είμαι απασχολημένος με, τὰ ἑαυτοῦ πράττειν, με απασχολούν τα δικά μου, σε Σοφ. κ.λπ.
5. πράττειν τὰ πολιτικά, τὰ τῆς πόλεως, καταγίνομαι με την πολιτική, λαμβάνω μέρος στη διοίκηση, σε Πλάτ.· έπειτα, απόλ., χωρίς καμία προσθήκη, ἱκανὸς πράττειν, λέγεται για πολιτευόμενο, σε Ξεν.
6. γενικά, διενεργώ, διαπραγματεύομαι, κατορθώνω, πράσσω Θηβαίοις τὰ πράγματα, διευθύνω τα πράγματα προς το συμφέρον τους, σε Δημ.· και στην Παθ., τῷ Ἱπποκράτει τὰ πράγματα ἐπράττετο, διαπραγματεύονταν διάφορα ζητήματα μαζί του, σε Θουκ.· αλλά, τὰ πράγματα μπορεί να παραλείπεται, οἱ πράσσοντες αὐτῷ, αυτοί που διαπραγματεύονται μαζί του, στον ίδ.· ομοίως, πράσσειν πρόςτινα, στον ίδ.· ἔς τινα, στον ίδ.· επίσης, πράσσω περὶ εἰρήνης, σε Ξεν.· οἱ πράσσοντες, προδότες, σε Θουκ.· επίσης, πράσσω ὅπως πόλεμος γένηται, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., τὴν ναῦν μὴ δεῦρο πλεῖν ἔπραττεν, σε Δημ. — Παθ., λέγεται για μυστικές ενέργειες, εἰ μή τι σὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετο, αν δεν είχε γίνει δωροδοκία, σε Σοφ.· ἐπράσσετο προδόσιος πέρι, σε Θουκ.
III. πράττω, Λατ. agere, ἀρετάς, σε Πίνδ.· δίκαια ἢ ἄδικα, σε Πλάτ.· απόλ., ενεργώ, στον ίδ. κ.λπ.
IV. αμτβ., βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση ή περίσταση, διατελώ ή διάκειμαι με αυτόν ή τον άλλον τρόπο, ὁ στόλος οὕτω ἔπρηξε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· εὖ ή κακῶς πράττειν, βρίσκομαι ή διάκειμαι σε καλή ή άσχημη κατάσταση, στον ίδ. κ.λπ.· πράττω καλῶς, σε Αισχύλ.· εὐτυχῶς, σε Σοφ.· πράσσω ὡς ἄριστα καὶ κάλλιστα, σε Θουκ.· ο παρακ. βʹ πέπρᾱγα χρησιμ. συνήθως με την ίδια σημασία, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
V. 1. με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., πράττειν τινά τι, κάνω κάτι σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.
2. πράττειν τινὰ ἀργύριον, αποσπώ, λαμβάνω χρήματα από κάποιον, σε Ηρόδ.· συχνά στην Αττ., λέγεται για δημοσίους υπαλλήλους, που εισπράττουν φόρους (πρβλ. εἰσπράσσω, ἐκπράσσω III), σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, πράττω τι παρά τινος, αποκτώ ή απαιτώ από κάποιον, σε Ηρόδ.· μεταφ., φόνον πράσσω, επιβάλλω τιμωρία για φόνο, εκδικούμαι, τιμωρώ, σε Αισχύλ. — Παθ., πεπραγμένος τὸν φόρον, έχοντας κληθεί να πληρώσει φόρο, σε Θουκ. — Μέσ., πράξασθαί τινα ἀργύριον, χρήματα, μισθόν, τόκους, να λαμβάνει κάποιος για τον εαυτό του, σε Ηρόδ. κ.λπ.· φόρους πράσσεσθαι ἀπό ή ἐκ τῶν πόλεων, σε Θουκ.· Παθ. παρακ. και υπερσ. με Μέσ. σημασία, εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν δίκην, εάν είχα απαίτηση να λάβω από αυτόν ολόκληρο το ποσό, σε Δημ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to pass through, to travel (only ep.), to finish, to accomplish, to do, to exact, intr. to come to an end, to succeed, to act.
Other forms: Att. -ττω, Cret. -δδω, ep. Ion. πρήσσω, fut. πράξω, Ion. -ήξή, aor. πρα̃ξαι, -ῆξαι (all Il.), pass. πραχθῆναι (S., Th.), perf. πέπραγα, -ηγα (Pi., Hdt.), -αχα, -ηχα (Att., Hdt.), pass. πέπραγμαι (A.).
Compounds: Often w. prefix, e.g. δια-, εἰσ-, κατα-, συν-. Compounds, e.g. εὑ-, κακο-πραγ-ία f. prosperity, success, resp. accident, misfortune (Pi., Att.) with εὑ-, κακο-πραγ-έω (Att.); anal. δυσ-, κακο-πραγής (Vett. Val., H., not from πρᾶγος); also εὑ-πραξ-ία, Ion. -πρηξ-ίη f., after πρᾶξις, πρᾶξαι.
Derivatives: (Compact survey). Nom. actionis: 1. πρᾶξις, πρῆξις (also w. δια-, κατα- a.o.) f. realisation, accomplishment, advancement, act, exaction (Il.) with πραξ-είδιον n. dimin. (EM), -ιμος realisable (Cyprus II-IIIp), recoverable (Delos I-IIp), also πράκτιμος (from Dor. *πρᾶκτις or after πρακτι-κός?) liable to a money-penalty (Delphi IIa). Further, with formation after the adj. abstr. (cf. Schwyzer 468 f.), the compp. προ-πραξ-ία f. precedence in negotiation (Acarnan. inscr. V-IVa), ὑπερ-πράξ-ιον n. over-exaction, blackmailing (Mylasa Vp); cf. also 10. below. -- 2. πρᾶγμα (posthom.), Ion. πρῆχμα (< -κσμ-; inscr.), πρῆγμα (Hdt.; for πρῆχμα?, s. Schulze Festschr. Kretschmer 217 ff. = Kl. Schr. 409ff.) n. performed act, fact, business, pl. facts, state affairs etc.; as 2. member in ἀ-, πολυ-πράγμων etc.; from this πραγμά-τιον, -τικός, -τίας, -τᾶς, -τώδης, -τεύομαι with -τευμα, -τεία, -τειώδης, -τευτής, -τευ-τικός. -- 3. πρᾶγος n. poet. replacement for the worn out πρᾶγμα (Pi., trag.; Schwyzer 512). -- 4. πρακτύς Dor. = πρᾶξις (EM). -- Nom. agentis: 5. πρακτήρ, πρηκτήρ, -ῆρος m. executor, tradesman (Hom.), exactor (hell.) with -τήριος effective, decisive (A.). -- 6. πράκτωρ, -ορος m. executor, avenger (A., S., Antiph.), exactor, tax official (Att., pap.) with -τορ-ικός, -ειος, -εύω with -εῖον, -εία (-ία?); on the meaning of πράκτωρ Fraenkel Nom. ag. 1, 220f., 2, 8 f. a. 49 f., Benveniste Noms d'agent 32; attempt to a semant. differentiation of πρακτήρ and πράκτωρ ibd. 47. --7. εἰσ-, ἐκ-πράκτης m. collector, tax official (Aq.). -- 8. πρηξών = ἀγοραῖος, i.e. notary (Sicil.; Theognost.); prob. from πρῆξις (Schwyzer 517). -- 9. Adj. πρακτικός concerning action, skilled, practical (Att.; Chantraine Études 140).
Origin: IE [Indo-European] [817] *perh₂- sell
Etymology: All forms go back on a common stem πρακ- (analog. πραγ-; Schwyzer 715), which is a κ-enlargement of the zero grade πρα- in πρα-θῆναι, πέ-πρα-μαι, πι-πρά-σκομαι etc. (s. πέρνημι) with further connection with πέρα, πείρω (s. vv.) etc. The function of the velar (cf. πλήσσω: πλη-γ-ή, τμή-γ-ω: τέμ-ν-ω, τέμα-χος a.o.) can be designated as terminative (Schwyzer 702 w. n. 5 a. lit.). Assuming a nominal *πρακ- (Schw. 496) is superfluous and unconvincing. For the primary character of πράσσω, πρᾶξαι tell also the old deriv. πρᾶξις, πρῆξις; on this Schw. 505 (where n. 6 is reckoned with a "derived πρήσσω"). -- On meaning and use of πράσσω s. Snell Phil. 85, 141 ff., Braun Stud. itfilcl. N. S. 15, 243ff.

Middle Liddell

I. to pass over, ἅλα πρήσσοντες Od.; πρ. κέλευθον to accomplish a journey, Hom.; also c. gen., ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο Il.
II. to achieve, bring about, effect, accomplish, Il.; οὔτι πρ. to avail naught, Il.; πρ. δεσμόν to cause one's bondage, bring it on oneself, Pind.; πρ. ὥστε, Lat. efficere ut, Aesch.: —Pass., πέπρακται τοὖργον Aesch.; τὰ πεπραγμένα, Lat. acta, Pind., Attic
2. absol. to effect an object, be successful, Hom.
3. to make so and so (cf. ποιέω III), Νηρηίδων τινὰ πρ. ἄκοιτιν Pind.
4. to have to do, be busy with, τὰ ἑαυτοῦ πράττειν to mind one's own business, Soph., etc.
5. πράττειν τὰ πολιτικά, τὰ τῆς πόλεως to manage state-affairs, take part in the government, Plat.:—then, absol., without any addition, ἱκανὸς πράττειν, of a statesman, Xen.
6. generally, to transact, negotiate, manage, πρ. Θηβαίοις τὰ πράγματα to manage matters for their interest, Dem.; and in Pass., τῶι Ἱπποκράτει τὰ πράγματα ἐπράττετο matters were negotiated with him, Thuc.;—but τὰ πράγματα may be omitted, οἱ πράσσοντες αὐτῶι those who were treating with him, Dem.; so, πράσσειν πρός τινα Dem.; ἔς τινα Dem.; also, πρ. περὶ εἰρήνης Xen.; οἱ πράσσοντες the traitors, Thuc.; also, πρ. ὅπως πόλεμος γένηται Thuc.; c. acc. et inf., τὴν ναῦν μὴ δεῦρο πλεῖν ἔπραττεν Dem.:—Pass., of secret practices, εἰ μή τι σὺν ἀργύρωι ἐπράσσετο unless some bribery was a-practising, Soph.; ἐπράσσετο προδόσιος πέρι Thuc.
III. to practise, Lat. agere, ἀρετάς Pind.; δίκαια ἢ ἄδικα Plat.: absol. to act, Plat., etc.
IV. intr. to be in a certain state or condition, to do or fare so and so, ὁ στόλος οὕτω ἔπρηξε Hdt., etc.; εὖ or κακῶς πράττειν to do or fare well or ill, Hdt., etc.; πρ. καλῶς Aesch.; εὐτυχῶς Soph.; πρ. ὡς ἄριστα καὶ κάλλιστα Thuc.; the perf. 2 πέπρᾱγα is mostly used in this sense, Hdt., Ar., etc.
V. c. dupl. acc. pers. et rei, πράττειν τινά τι to do something to one, Eur., etc.
2. πράττειν τινὰ ἀργύριον to exact money from one, Hdt.: often in Attic, of state officers, who collected the taxes (cf. εἰσπράσσω, ἐκπράσσω III), Plat., etc.; also, πρ. τι παρά τινος to obtain or demand from another, Hdt.:—metaph., φόνον πρ. to exact punishment for murder, to avenge, punish, Aesch.:—Pass., πεπραγμένος τὸν φόρον called on to pay up the tribute, Thuc.:—Mid., πράξασθαί τινα ἀργύριον, χρήματα, μισθόν, τόκους to exact for oneself, Hdt., etc.; φόρους πράσσεσθαι ἀπό or ἐκ τῶν πόλεων Thuc.:—perf. and plup. pass. are used in mid. sense, εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν δίκην if I had exacted from him the full amount, Dem.

Frisk Etymology German

πράσσω: πράττω {prássō}
Forms: att. -ττω, kret. -δδω, ep. ion. πρήσσω, Fut. πράξω, ion. -ήξή, Aor. πρα̃ξαι, -ῆξαι (alles seit Il.), Pass. πραχθῆναι (S., Th. u.a.), Perf. πέπραγα, -ηγα (Pi., Hdt. usw.), -αχα, -ηχα (att., Hdt.), Pass. πέπραγμαι (A. usw.),
Grammar: v.
Meaning: durchfahren, zurücklegen (nur ep.), ans Ziel bringen, vollbringen, tun, eintreiben, intr. zu Ende kommen, Erfolg haben, sich verhalten.
Composita: oft m. Präfix, z.B. δια-, εἰσ-, κατα-, συν-,
Derivative: Ableitungen (gedrängte Übersicht). Nom. actionis: 1. πρᾶξις, πρῆξις (auch m. δια-, κατα- u.a.) f. Durchführung, Vollendung, Förderung, Handlung, Eintreibung (seit Il.) mit πραξείδιον n. Demin. (EM), -ιμος durchführbar (Kypros II-IIIp), eintreibbar (Delos I-IIp u.a.), auch πράκτιμος (von dor. *πρᾶκτις od. nach πρακτικός?) mit einer Geldstrafe belegt (Delphi IIa). Dazu noch, mit Bildung nach den Adj. abstr. (vgl. Schwyzer 468 f.), die Kompp. προπραξία f. Vorrecht im Verhandeln (akarnan. Inschr. V-IVa), ὑπερπράξιον n. übergroße Beitreibung, Erpressung (Mylasa Vp); vgl. auch 10. unten. — 2. πρᾶγμα (nachhom.), ion. πρῆχμα (< -κσμ-; Inschr.), πρῆγμα (Hdt.; für πρῆχμα?, s. Schulze Festschr. Kretschmer 217 ff. = Kl. Schr. 409ff.) n. durchgeführte Tat, Tatsache, Geschäft, pl. Tatsachen, Staatsangelegenheiten; als Hinterglied in ἀ-, πολυπράγμων usw.; davon πραγμάτιον, -τικός, -τίας, -τᾶς, -τώδης, -τεύομαι mit -τευμα, -τεία, -τειώδης, -τευτής, -τευτικός. — 3. πρᾶγος n. poet. Ersatz für das abgenutzte πρᾶγμα (Pi., Trag.; Schwyzer 512). — 4. πρακτύς dor. = πρᾶξις (EM). — Nom. agentis: 5. πρακτήρ, πρηκτήρ, -ῆρος m. Vollstrecker, Geschäftsmann (Hom.), Eintreiber (hell. u. sp.) mit -τήριος wirksam, entscheidend (A.). — 6. πράκτωρ, -ορος m. Vollstrecker, Rächer (A., S., Antiph.), Eintreiber, Steuerbeamter (att., Pap.) mit -τορικός, -ειος, -εύω mit -εῖον, -εία (-ία?); zur Bed. usw. von πράκτωρ Fraenkel Nom. ag. 1, 220f., 2, 8 f. u. 49 f., Benveniste Noms d'agent 32; Versuch einer semant. Differenzierung von πρακτήρ und πράκτωρ ebd. 47. —7. εἰσ-, ἐκπράκτης m. Beitreiber, Steuerbeamter (Aq.). — 8. πρηξών = ἀγοραῖος, d.h. Notar (Sizil.; Theognost.); wohl von πρῆξις (Schwyzer 517). — 9. Adj. πρακτικός das Handeln betreffend, gewandt, praktisch (att. usw.; Chantraine Études 140). — 10. Zusammenbildungen, z.B. εὐ-, κακοπραγία f. Wohlstand, Erfolg, bzw. Unfall, Unglück (Pi., att.) mit εὐ-, κακοπραγέω (att.); anal. δυσ-, κακοπραγής (Vett. Val., H., nicht von πρᾶγος); auch εὐπραξία, ion. -πρηξίη f. u.a., nach πρᾶξις, πρᾶξαι.
Etymology: Sämtliche Formen gehen auf einen gemeinsamen Stamm πρακ- (analog. πραγ-; Schwyzer 715) zurück, der eine κ-Erweiterung des schwundstufigen πρα- in πραθῆναι, πέπραμαι, πιπράσκομαι usw. (s. πέρνημι) darstellt mit weiterem Anschluß an πέρα, πείρω (s. dd.) u.a.m. Die Funktion des Gutturals (vgl. πλήσσω: πληγ-ή, τμήγ-ω: τέμν-ω, τέμαχος u.a.) läßt sich als terminativ auffassen (Schwyzer 702 m. A. 5 u. Lit.). Die Ansetzung eines nominalen *πρακ- (Schw. 496) ist überflüssig und wenig glaubhaft. Für den primären Charakter von πράσσω, πρᾶξαι spricht auch die alte Ableitung πρᾶξις, πρῆξις; darüber Schw. 505 (wo A. 6 mit einem "abgeleiteten πρήσσω" gerechnet wird). — Über Bed. und Gebrauch von πράσσω s. Snell Phil. 85, 141 ff., Braun Stud. itfilcl. N. S. 15, 243ff.
Page 2,589-591

Chinese

原文音譯:pr£ssw 普拉所
詞類次數:動詞(38)
原文字根:實行 相當於: (עָשָׂה‎) (פֹּעַל‎)
字義溯源:實行*,行,作,取,交付,觀看,作事,辦,辦理,進行,作出,頒佈,犯(罪),犯了罪,得回來,要去行,行的人。參讀 (ἀναπληρόω)同義字
同源字:1) (διαπραγματεύομαι)全然忙碌 2) (πρᾶγμα)事 3) (πραγματεία)事務 4) (πραγματεύομαι)忙碌,作買賣 5) (πράκτωρ)實行的人,差役 6) (πρᾶξις)實施 7) (ἀναπράσσω / πράσσω)實行
出現次數:總共(39);路(6);約(2);徒(13);羅(10);林前(2);林後(2);加(1);弗(1);腓(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 行(6) 徒26:20; 羅1:32; 羅2:2; 羅2:3; 林前5:2; 加5:21;
2) 作(4) 路22:23; 約3:20; 約5:29; 羅13:4;
3) 作⋯事(3) 路23:15; 徒25:25; 徒26:31;
4) 辦(1) 帖前4:11;
5) 你們要去行(1) 腓4:9;
6) 作出(1) 羅9:11;
7) 我作的(1) 羅7:15;
8) 我所作的(1) 弗6:21;
9) 犯了⋯罪(1) 徒25:11;
10) 他⋯行的(1) 林後5:10;
11) 他們⋯行的(1) 林後12:21;
12) 我⋯作(1) 林前9:17;
13) 我⋯去作(1) 羅7:19;
14) 你⋯行(1) 羅2:25;
15) 你行(1) 羅2:1;
16) 作的(1) 徒26:26;
17) 你們作了(1) 徒3:17;
18) 辦理(1) 徒5:35;
19) 作過(1) 路23:41;
20) 我們所作的(1) 路23:41;
21) 得回來(1) 路19:23;
22) 就作得(1) 徒15:29;
23) 要去(1) 徒16:28;
24) 進行(1) 徒26:9;
25) 取(1) 路3:13;
26) 行事(1) 徒19:36;
27) 曾行過(1) 徒19:19;
28) 頒佈(1) 徒17:7;
29) 行的人(1) 羅1:32

Mantoulidis Etymological

Θέμα πραγ+j+ω → πράσσω καί ἀττ. πράττω. Μέλλ. πράγ-σ-ω = πράξω, παθ. ἀόρ. ἐπράγθην → ἐπρά-χθην, πρκ πεπραγ-σθαι = πεπρᾶγθαι = πεπρᾶχθαι.
Παράγωγα: πρᾶγμα, ἀπράγμων, πολυπράγμων, πραγματεύομαι, πραγματεία, πραγμάτευμα, πραγματευτέον, πραγματευτής, πραγματευτικός, πραγματικός, πρᾶγος, κακοπραγής, πρακτέος, πρακτέον, πρακτικός, πρακτός, ἄπρακτος, δυσκατάπρακτος, εὔπρακτος, πρακτήρ, πράκτωρ, πράκτης, πρᾶξις.

Léxico de magia

tb. πράττω llevar a cabo, ejecutar una práctica mágica ἐπήκοός μοι γενοῦ, δι' ἧς πράσσω σημέρον αὐθοψίας séme obediente por medio de la práctica de visión directa que ejecuto en este día P IV 950 P IV 952 c. ac. int. ὄμνυμί σοι ... μηδενὶ μεταδοῦναι τὴν Σολομῶνος πραγματείαν μηδὲ μὴν ἐπὶ τοῦ εὐχεροῦς πράττειν te conjuro a que no compartas con nadie la práctica mágica de Salomón ni la ejecutes para algo fácil P IV 855 c. ac. int. sobreent. πρὸς τό, τὸ πράσσεις, τὰς κοινολογίας μόνας μετάστρεφε según lo que estés realizando, cambia únicamente los términos comunes P IV 2079 εἴωθεν γὰρ ἡ θεὸς τοὺς ἀφυλακτηριαστοὺς τοῦτο πράσσοντας ἀεροφ<ερ>εῖς ποιεῖν pues la diosa suele hacer que vayan por el aire los que llevan a cabo esta práctica sin llevar amuleto P IV 2508 abs. ἄρας κόπρια ἀπὸ τοῦ τόπου, ὅπου πράσσεις, βάλε ἔσω παρ' αὐτήν tomando estiércol del lugar donde realizas la práctica, arrójalo hacia donde ella está P IV 1396 P III 42 P III 125 ἔστιν δὲ αὐτὸ τὸ φυλακτήριον, ὃ φορεῖς καὶ ἱστανόμενος πράσσων éste es el amuleto, que llevas incluso si ejecutas la práctica en pie P IV 258 φόρει περὶ τὸν τράχηλον, ἐὰν πράσσῃς lleva (el amuleto) alrededor del cuello si realizas la práctica P IV 1084 P IV 2512 ὅταν βούλῃ πράττειν, ... ποιήσας ἀνθρακιὰν ἀναβὰς ἐπὶ δώματος ὑψηλοῦ cuando quieras ejecutar la práctica, haciendo un fuego con carbones sube a lo alto de la casa P IV 2467 πράσσε δὲ νυκτὸς ἐν τόπῳ, ὅπου χόρτος φύει realiza la práctica por la noche, en un lugar donde crezca la hierba P IV 3090 ἐστέφθω δὲ ἡ κεφαλὴ τοῦ πράττοντος ἐλαΐνοις que la cabeza del que realiza la práctica esté coronada con ramas de olivo P IV 3198

Lexicon Thucydideum

agere, facere, to act, do, 1.3.4, 1.66.1, 1.70.3. 1.70.6. 1.7.1. 1.7.11.71.1, 1.90.4, 1.110.3. 1.118.2. 1.128.3, 1.128.6. 1.129.1. 1.129.3. 1.129.31.130.2. 1.139.4, 1.140.1. 1.141.7, 2.11.2. 2.29.3. 2.65.7, 2.67.4. 2.89.5. 3.15.2, 3.45.7. 3.56.5. 3.59.2, 3.62.3. 3.62.4. 3.66.1, 3.66.2, 3.66.3, 3.71.2, 3.75.2. 3.90.1. 4.1.2. 4.3.1. 4.17.1. 4.17.2, 4.18.3. 4.55.2. 4.59.3, 4.68.5, 4.77.1. 4.80.3. 4.83.4. 4.87.3. 4.114.4, 5.15.2. 5.32.4. 5.32.5, 5.42.1. 5.45.3. 5.89.1, 5.105.1. 6.8.2. 6.15.4. 6.26.1. 6.34.9. 6.79.3, 6.83.3. 6.87.2. 6.88.3. 6.91.1. 7.15.2. 7.68.3, 8.5.3, 8.6.2. 8.24.5. 8.24.6. 8.49.1, 8.50.5. 8.51.1. 8.54.2. 8.64.1. 8.82.2, 8.87.5. 8.108.2.
operam dare, to take care, 1.56.2, 1.57.4, 1.58.1,
Ibid. in the same place 1.65.2, 3.4.6, 3.70.1. 4.128.5, 5.78.1. 8.64.4,
efficere, exsequi, to accomplish, execute, 1.128.7, 2.97.4, 3.5.1, 4.62.3, 4.63.1. 4.97.2. 8.91.1,
agere aliquid, occupatum esse, to be engaged in something, be busy, 5.10.2, 7.25.9, 7.33.6. 8.5.1.
tractare, to handle, discuss, 1.126.8,
transigere, to carry on, conduct, 4.106.2, 4.110.2, 5.76.3, 8.5.4, 8.39.1, (agents de Pharn. acting concerning Pharnabazus)
de clandestinis consiliis, concerning secret plans 1.131.1, 1.132.4, 2.2.3, 2.3.2. 2.5.7, 2.79.1. 3.28.2. 4.68.4. 4.73.4. 4.89.2. 4.103.4. 4.113.1. 4.123.2. 4.130.4. 6.10.2. 6.61.2. 6.61.28.68.3. 8.72.1.
agere de, to treat of, 3.75.1, 4.114.3, 4.132.1. 5.43.2, 6.89.2.
exigere, to demand, 1.99.1, 8.5.3,
fortuna uti, to enjoy fortune, 1.82.5, 2.4.8, 2.64.1, 5.9.9, 6.13.2,
item likewise 6.16.4. 6.16.5, 6.75.3, 7.24.1, 7.67.4,
similiter similarly 7.71.1. 8.95.3,
PASS. agi, to be driven, impelled, 1.17.1, 1.22.2, 1.23.1. 1.132.3. 1.134.4, 3.38.4, 3.71.2. 3.98.5. 4.121.1. 4.122.2, 5.17.2. 5.25.1. 6.28.2. 6.56.2, 6.60.1, 6.61.1, 7.11.1, 8.5.3, 8.7.1. 8.9.3. 8.15.2, 8.43.2. 8.44.2. 8.45.1. 8.48.3. 8.48.7. 8.54.3. 8.64.5. 8.68.4.
effici, to be made, become, 2.101.5, 3.85.3. 5.46.5, 5.50.5,
de clandestinis consiliis, concerning secret plans 1.133.1, 4.68.5, 4.76.2, 4.121.2, 5.83.1, 6.74.1,
agi de, to be treated of, 4.54.3, 5.44.1,
postulari, exigi, to be demanded, 8.5.5 (de Tissapherne concerning Tissaphernes),
MED. exigere, to demand, 6.54.5, 8.5.5, 8.37.2,
colligere, to gather together, collect, 8.3.1,
multare, to punish, 4.65.3.