χάρις
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, gen. χάρῐτος: acc. χάριν [ι in arsi, Il.5.874], etc.; also
A χάριτα Hdt.6.41, 9.107, E.El.61, Hel.1378, X.HG3.5.16, Phylarch. 24 J., PGen.47.17 (iv A.D.), etc. (un-Attic, acc. to Moer.p.414P.): χάριταν Glossaria: pl. χάριτες; dat. χάρισι, χαρίτεσσι, Od.6.237, Il. 17.51, Pi.O.7.93: (χαίρω):—grace:
I in objective sense, outward grace or favour, beauty, prop. of persons or their portraits, θεσπεσίην δ' ἄρα τῷ γε χάριν κατεχεύατ' Ἀθήνη Od.2.12, etc.; χάριν ἀμφιχέαι κεφαλῇ Hes.Op.65; εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χ. ἀνδρί A.Ag. 417 (lyr.): pl., graces, κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Od.6.237; ὄσσοις χάριτας Ἀφροδίτης ἔχων E.Ba.236; μετὰ χαρίτων gracefully, Th.2.41: less freq. of things, χάριν δ' ἀπελάμπετο πολλή, of earrings, Il.14.183; of works, ἔργοισι χάριν καὶ κῦδος ὀπάζει Od.15.320; of words, οὔ οἱ χ. ἀμφιπεριστέφεται ἐπέεσσιν 8.175; πλείστη δὲ χ. κατὰ μέτρον ἰούσης [γλώσσης] Hes.Op.720; ταὶ Διωνύσου σὺν βοηλάτα χάριτες διθυράμβῳ Pi.O.13.19; ἡ τῶν λόγων χ. D.4.38, cf. D.H.Comp.23; μῦθοι πληθόμενοι χαρίτων AP9.186 (Antip.Thess.).
2 glory, Φερενίκου χ. Pi.O.1.18, cf. 8.57,80.
II in subjective sense, grace or favour felt, whether on the part of the doer or the receiver (both senses appear in such phrases as ὅτ' . . ἡ χάρις χάριν φέροι S.OC779; χάρις χάριν γάρ ἐστιν ἡ τίκτουσ' ἀεί Id.Aj.522, cf. E.Hel.1234, Arist.Rh.1385a16):
1 on the part of the doer, grace, kindness, goodwill, τινος for or towards one, Hes.Op.190; τῶν Μεσσηνίων χάριτι πεισθείς Th.3.95; οὐ χάριτι τῇ ἐμῇ = not for any kind feeling towards me, Antipho 5.41: abs., εἰ δέ τις μείζων χ. A. Supp.960; τῆς παλαιᾶς χ. ἐκβεβλημένη S.Aj.808; ἦ μεγάλα χ. δώρῳ σύν ὀλίγῳ Theoc.28.24; χ. εὑρεῖν ἐναντίον τοῦ θεοῦ LXX Ge.6.8, al.; χάριν ἔχειν πρὸς τὸν δῆμον Plu.Dem.7; partiality, favour, μήτε ἔλεον μήτε συγγνώμην μήτε χ. μηδεμίαν περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῶν νόμων Lys.14.40; οὐ συμφωνοῦσιν ὀργαὶ καὶ χάριτες μακαριότητι Epicur. Ep.ip.28 U., cf. Pl.Lg.740c.
2 more freq. on the part of the receiver, sense of favour received, thankfulness, gratitude, χάριν καὶ κῦδος ἄροιο Il.4.95; ἀρέομαι πὰρ Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χ. Pi.P.1.76; τινος for a thing, οὐδέ τίς ἐστι χάρις μετόπισθ' εὐεργέων Od.4.695, cf. 22.319; ἀντὶ πόνων χ. Th.4.86: less freq. c. inf., οὐκ ἄρα τις χάρις ἦεν μάρνασθαι = one has, it seems, no thanks for fighting, Il.9.316, 17.147; οἵ οἱ ἀπεμνήσαντο χ. εὐεργεσιάων Hes.Th.503, cf. Th.1.137; χάριν φέρειν τινί Pi.O.10(11).17; χ. τροφεῦσιν ἀμείβων A.Ag.728 (lyr.); φιλότητος ἀμειβόμεναι χ. S.El.134 (lyr.); χάριν εἰδέναι τινί = to acknowledge a sense of favour, feel grateful, once in Hom., ἐγὼ δέ κέ τοι ἰδέω χ. ἤματα πάντα Il.14.235; freq. in Prose, Hdt.3.21, Lys.2.23, Isoc.4.175, etc.; τούτων for a thing, X.Cyr.1.6.11, etc.; τοῖς διαπεπραγμένοις Plu.Alex.62; μοι χ. οἶδεν ἐπὶ τούτοις Luc. Bis Acc.17; χ. προσειδέναι Pl.Ap.20a; ἀποδιδόναι Id.R.338a; τινὰ ἀποστερῆσαι χάριτος Id.Hp.Mi.372c; later χ. γνῶναι Philostr.VA2.17; πολλὴν γνοῦσα χ. X.Eph.3.5; χάριν ἐπίσταμαι πᾶσι Charito 3.4, cf. 8.5, Poll.5.142, Jul.Or.8.246c; also τῶν παροιχομένων ἔχειν σφι μεγάλην χ. Hdt.7.120, cf. 1.71, E.Heracl.767 (lyr.), IT847 (lyr.), Lys.16.1, Hyp.Ath.5: c. part., χ. ἔχειν σωθέντες X.An.2.5.14; also χάριτας ἔχων πατρός = owing him a debt of gratitude, E.Or.244: but ἀσπασμάτων χάριν τίν' ἕξει; what thanks will she have for . . ? Id.Hec. 830; χ. ἂν ἐν τούτῳ μείζω ἔτι ἔσχεν Th.8.87; χάριν ὀφείλειν = to owe gratitude, be beholden, τοῖς θεοῖς S.Ant.331, cf. X.Cyr.3.2.30; προσοφείλειν D.3.31; χ. οὐδεμία ἐφαίνετο πρὸς Ἀθηναίων Hdt.5.90; χάριν ἀθάνατον καταθέσθαι to lay up a store of undying gratitude, Id.7.178, cf. 6.41; τῇ πόλει χάριν καταθέσθαι Antipho 5.61, cf. Th.1.33; χάριν λαβεῖν τινος = receive thanks from one, S.OT1004, etc.; ἀπολαβεῖν παρά τινων Lys.20.31; τινος for a thing, X.Mem.2.2.5, Aeschin.2.4; διπλῆν ἐξ ἐμοῦ κτήσει χάριν S.Ph.1370; κἀπ' ἐμοῦ κτήσει χ. Id.Tr.471; κομίσασθαι χ. Th.3.58; χάριτος τυχεῖν Lycurg. 135; ἀπέχειν χάριτας Call.Epigr.51.4, etc.; τοῖς θεοῖς χάρις (sc. ἐστί) ὅτι... thank the gods that... X.An.3.3.14, Cyr.7.5.72; χ. τινί τινος Luc.Tim.36; τινὶ ὑπέρ τινος Plu.2.1122a.
3 favour, influence, opp. force, χάριτι τὸ πλέον ἢ φόβῳ Th.1.9; χ. καὶ δεήσει, opp. ἀπειλῇ, Plu.Sull.38.
4 love-charm, philtre, Luc. Alex.5, Merc.Cond.40.
III in concrete sense, a favour done or returned, boon, χάριν φέρειν τινί confer a favour on one, do a thing to oblige him, Il.5.211,874, 9.613, Od.5.307, E.IT14, Or.239, And.2.24 (so in Med., of the recipient, ib.9); ἄλλοις χ. φέροντες Th.3.54; χάριν θέσθαι or τίθεσθαί τινι, Hdt.9.60,107, A. Pr.782, E.Hec.1211, etc.; προσθέσθαι S.OC767; χ. ὑπουργῆσαί τινι A.Pr.635; παρασχεῖν S.OC1183; πράσσειν E.Ion36, 896 (lyr.); δράσας Th.2.40; ἀνύσαι prob. in S.Tr.995 (anap.); νέμειν Id.Aj.1371; χ. δοῦναί τινι A.Pr.821, S.OC1489 (but χάριν δοῦναι, = χαρίζεσθαι (1.2), indulge, humour, ὀργῇ ib.855; γαστρί Cratin.317); χάριν χαρίζεσθαι, v. χαρίζομαι 1.1: χάριν ἀνθυπουργεῖν return a favour, S.Fr.339; τίνειν A.Pr.985, Ag.821; χάριτας πατρῴας ἐκτίνων E.Or.453, cf. Pl. Mx.242c, etc.; χάριν ἀποδιδόναι τινί Lys.12.60, 28.17; ἀντί τινος X.Ages.2.29; ὑπέρ τινος Isoc.4.56; τῶν ἔργων τὰς χάριτας ἀποδ. τινί Lys.31.24; χάριτας ἀντιδιδόναι Th.3.63; opp. χάριν ἀπαιτεῖν = to ask the repayment of a boon, E.Hec.276, cf. Lys.18.23, D.20.156; χάριτας ἀπ. Lycurg.139; χάριν ἐξαιτεῖσθαι S.OC586; χάριν ἀποστερεῖν = withhold a return for what one has received, Pl.Grg. 520c; τὰς αὑτοῦ εἰς τοὺς φίλους χ. the favours one has done them, Id.Lg.729d; χ. ἄχαρις α = thankless favour, one which receives, or deserves, no thanks, A.Pr.545 (lyr.); χ. ἀχάριτος Id.Ch.42 (lyr.), E.Ph.1757 (lyr.).
b grant made in legal form, POxy.273.14 (i A.D.), PGrenf.2.70.5 (iii A.D.), etc.; αἱ τῶν Σεβαστῶν χ. imperial grants, OGI669.44 (Egypt, i A.D.).
2 especially in erotic sense, of favours granted (v. χαρίζομαι 1.3), ἀλόχου χάριν ἰδεῖν Il.11.243, cf. A.Ag.1206: more freq. in plural, X.Hier.1.34, 7.6, etc.; βίᾳ δ' ἔπραξας χάριτας ἢ πείσας κόρην; Trag.Adesp.402; in full, χάριτες ἀφροδισίων ἐρώτων Pi.Fr.128, cf. Pl.Phdr.254a, al.
IV gratification, delight, τινος in or from a thing, συμποσίου Pi. O.7.5; νίκας Id.O.10(11).78; ὕπνου χ. E.Or.159 (lyr.); even χ. γόων Id.Supp.79 (lyr.); also concrete, of things, a delight, Pi.I.2.19 (pl.); τὰν βοτρυώδη Διονύσου χ. οἴνας E.Ba.535 (lyr.), cf. Ar.Nu.311 (lyr.), Jul.Or.3.125b; ἔνοπτρα, παρθένων χάριτας E.Tr.1108 (lyr.): abs., Ἔρως . . εἰσάγων γλυκεῖαν χ. Id.Hipp.527 (lyr.); opp. λύπη, S.El.821, E.Hel.655 (lyr.); opp. πόνος, S.OC232 (lyr.); θανεῖν πολλὴ χάρις A.Ag.550, cf. 1304; βίου χ. μεθεῖσα E.Med. 227; οὐδεμίαν ἔχω τῷ βίῳ χάριν Ar.Lys.865; τοῖς δὲ σιτίοις χ. οὐδεμίαν οἶδ' ἐσθίων ib.869; less freq. in Prose, χάρις καὶ ἡδονή Pl.Grg.462c, cf. D.20.26; τοσαύτην ἔχει χ. Isoc.9.10.
V δαιμόνων χάρις = homage due to gods, their worship, majesty, A.Ag. 182 (lyr.); ἀθίκτων χάρις ib.371 (lyr.); ὅρκων E.Med. 439 (lyr.).
2 thank-offering, εὐκταία χ. τινός, opp. a common gift, A.Ag.1387, cf. X.Hier.8.4; ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χ. πατρός A.Ch.180, cf. 517; τιμὴ καὶ γέρα καὶ χ. Pl.Euthphr.15a, cf. La.187a.
VI Special usages:
1 acc. sg. as adverb, χ. τινός = in any one's favour, for his pleasure, for his sake, χ. Ἕκτορος Il.15.744; ψεύδεσθαι γλώσσης χάριν for one's tongue's pleasure, i.e. for talking's sake, Hes.Op.709, cf. A.Ch.266; rarely with Art., τὴν Ἀθηναίων χάριν ἐστρατεύοντο Hdt.5.99.
b as preposition, sometimes before its case (once in Pi., P.2.70; χάριν πλησμονῆς Pl.Phdr.241c; χάριν φιλίας Epicur.Sent.Vat.28; χάριν τίνος; LXX 2 Ch.7.21, cf. POxy.743.29 (i B. C.), etc.), but mostly after, for the sake of, on behalf of, on account of, κακά νιν ἕλοιτο μοῖρα δυσπότμου χάριν χλιδᾶς S.OT888 (lyr.); τοῦ χάριν; for what reason? Ar.Pl.53; συγχωρῶ τοῦ λόγου χ. Pl.R.475a; so ἐμὴν χάριν, χάριν σήν, for my, thy pleasure or sake, A.Pers.1046 (lyr.), E.HF1238, etc.; κείνου τε καὶ σὴν ἐξ ἴσου κοινὴν χ. S.Tr.485: less freq. with the Art., τὴν σὴν δ' ἥκω χ. Id.Ph.1413 (anap.); σοῦ τε τήν τ' ἐμὴν χ. E.Ph.762:—pleon., τίνος χάριν ἕνεκα; Pl.Lg.701d; also χάριν τινός as far as regards... as to... ἔπους σμικροῦ χ. S.OC443; δακρύων χάριν = if tears would serve, Id.Fr.557.6; χ. θανάτου πόλιν ἀτείχιστον οἰκοῦμεν Epicur.Sent.Vat.31; also, about, ἔπεμφεν ἐπὶ τὴν πενθεράν σου χ. τοῦ κτήματος = about the farm, PFay.126.5 (ii/iii A. D.).—Orig. an acc. in apposition with the sentence, as in Il.15.744, etc., being a favour, since it is (was) a favour, as is evident in κακῆς γυναικὸς χάριν ἄχαριν ἀπώλετο E.IT566; τινὸς νίκας ἀκάρπωτον χ. S.Aj.176 (lyr.).
2 with Preps.:
a εἰς χάριν = to do a pleasure, οὐδὲν ἐς χ. πράσσων Id.OT1353 (lyr.); ἐς χ. τίθεσθαί τι Plu.Mar.46; μηδὲ κρίσιν εἰς χ. ἕλκε Ps.-Phoc.9 (but ἐς τὴν τῶν ξυμμάχων χάριν = in such a way as to earn thanks . . Th.3.37); also κατὰ χάριν Pl.Lg.740c; χάριτος ἕνεκα ib.771d.
b πράσσειν τί τινι πρὸς χάριν S.OC1776 (anap.); δρᾶσαι E.Hel.1281; τοῖσι πολλοῖς πρὸς χάριν λέγειν τι Id.Hec.257, cf. X.Mem.4.4.4, HG6.3.7, Isoc.2.18, D.8.1 (but πρὸς χάριν βορᾶς = for the sake of it, S.Ant.30); πρὸς χάριν, opp. κλαίων, Id.OT1152:—but πρὸς χάριν εὐσεβίας, just like χάριν, Pi.O.8.8; τίνος νόμου ταῦτα πρὸς χάριν λέγω; S.Ant.908; πρὸς ἰσχύος χ. E.Med. 538; πρὸς χάριν alone, as a favour, freely, πρὸς χ. τε κοὐ βίᾳ S.Fr.28; but κορέσαι στόμα πρὸς χάριν = sate themselves to their heart's desire, Id.Ph.1156 (lyr.).
c ἐν χάριτι κρίνειν τινά = to decide from partiality to one, Theoc.5.69; but also, for one's gratification, pleasure, ἐν χάριτι διδόναι or ἐν χάριτι ποιεῖν τινί τι, X.Oec.8.10, Pl.Phd.115b: παραλαμβάνειν ἐν χάρισιν gratefully, Id.Lg.796b.
d διὰ χαρίτων εἶναι or γίγνεσθαί τινι = to be pleasing to one, X.Hier.9.1,2.
e ἐθελοντὶ καὶ μετὰ χάριτος = of pure good will, Plb.2.22.5, etc.; ἐθελούσιοι καὶ χάριτος ἕνεκα ἐξιόντες X.Cyr.4.2.11.
VII metaph. of the cypress, Gp.11.4.1; of some kind of myrtle, Sch.Il.17.51; of salt, ὅτι τὸ ἀναγκαῖον ἡδὺ ποιοῦσιν (sc. ἅλες) Plu.2.685a.
B Χάρις, ἡ, as a mythological pr. n. declined like χάρις, save that the acc. is generally Χάριτα (exc. AP5.148 (Mel.), Luc.DDeor. 15.1, Paus.9.35.4): poet. dat. pl. Χαρίτεσσι Il.17.51, Pi.N.9.54; Χάρισσιν ib.5.54:—Charis, wife of Hephaestus, Il.18.382; mostly in plural Χάριτες, αἱ, the Charites, Graces, 14.267,275, Od.6.18, Pi.O.2.50, etc.; three in number, Hes.Th.907, etc. (τέσσαρες αἱ Χάριτες, as a compliment, Call.Epigr.52.1); attendants of Aphrodite, Il.5.338, Hes. Op.73, h.Ven.61, Paus.6.24.7; coupled with Μοῦσαι, Hes.Th.64; κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι, i.e. like that of the Graces, Il.17.51; worshipped at Orchomenus in Boeotia, Ἐτεόκλειοι Χάριτες θεαί Theoc. 16.104, cf. Sch. ad loc., Str.9.2.40, Paus.9.35.3, 9.38.1: but at Lacedaemon and Athens only two were orig. worshipped, Id.3.18.6, 9.35.2; Χαρίτων ἱερὸν ἐμποδὼν ποιοῦνται Arist.EN1133a3; θύειν ταῖς X. Plu.2.141f; in adjurations, πρὸς τῶν Χαρίτων Pl.Tht. 152c; νὴ τὰς Χάριτας Luc.Hist.Conscr.26; ὦ φίλαι X. Plu.2.710d.—Rarely in sg., Χάρις ζωθάλμιος Pi.O.7.11; Χάριτος ἡδίστης θεῶν Antiph. 228.4.
German (Pape)
[Seite 1337] ἡ, gen. χάριτος, acc. χάριν, bei sp. D. auch χάριτα, Mel. 85 u. Philp. Thess. 65. 73 (V, 149. IX, 254. 438), wie Her. 6, 41; vgl. χαίρω, eigtl. Alles, worüber man sich freu't, bes. – Anmuth, Liebreiz, Liebenswürdigkeit, liebliches, einnehmendes Wesen; zunächst – 1) von körperlicher Schönheit; Hom. θεσπεσίην δ' ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευεν Ἀθήνη, Od. 2, 12, u. sonst; κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Od. 6, 237; χάριν ἀμφιχέαι τινί Hes. O. 65; – auch von anmutiger Redegabe, οὔ οἱ χάρις ἀμφιπεριστέφεται ἐπέεσσιν Od. 8, 175; und von schöner, kunstvoller Arbeit, χάρις δ' ἀπελάμπετο πολλή Il. 14, 183 Od. 18, 298; ἔργοισι χάριν καὶ κῦδος ὀπάζειν 15, 320; εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί Aesch. Ag. 406; einzeln auch bei Folgdn; μετὰ χαρίτων, mit Anmuth, Thuc. 2, 41. – Vgl. nom. pr. – 2) von der Gesinnung, Wohlwollen, Geneigtheit, Gunst, Huld; τινός, gegen Einen, Hes. O. 192; χάριν ἔχειν, in Gunst stehen, beliebt, angenehm sein; διπλῆν μὲν ἐξ ἐμοῦ κτήσει χάριν Soph. Phil. 1356; ἔγνωκα γὰρ τῆς παλαιᾶς χάριτος ἐκβεβλημένη Ai. 795; – bes. Erkenntlichkeit und Verpflichtung für genossenes Gutes, Dank; πᾶσι δέ κε Τρώεσσι χάριν καὶ κῦδος ἄροιο Il. 4, 95, Dank u. Ruhm von den Troern erndten; οὐδέ τίς ἐστι χάρις μετόπισθ' εὐεργέων Od. 4, 695. 22, 319, Hes. Th. 503, Dank für Wohlthaten; seltner c. inf., οὐκ ἄρα τις χάρις ἦεν μάρνασθαι δηΐοισιν ἐπ' ἀνδράσι Il. 9, 316. 17, 147, Dank dafür, daß Einer kämpft; ἄγει δὲ χάρις φίλων ποίνιμος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα Pind. P. 2, 17; δοῦναι χάριν ἀντί τινος, seinen Dank wofür durch die Tat bezeigen, sich dankbar bezeigen, Il. 23, 650; u. so bei den Att. gew. χάριν ἀποδοῦναι, χάριτας ἀποδ., Is. 7, 10; ἀπονἔμειν, ἐκτίνειν, Aesch. Prom. 987 Ag. 795; ἄχαριν χάριν ἀντ' ἔργων μεγάλων ἀδίκως ἐπικρᾶναι Ag. 1524; ταῖς δ' ὑπουργῆσαι χάριν Prom. 638; ἡμῖν αὖ δὸς ἥντιν' αἰτούμεσθα 823; χάριν ἀμεί. βειν τινός, Dank wofür abstatten, Ag. 711; χἠ χάρις προσκείσεται Soph. O. R. 232; χάριτας πατρῴας ἐκτίνων Eur. Or. 453; διπλῆ ἂν εἴη ἡ χάρις Plat. Prot. 310 a; χάριν διδόναι Legg. III, 702 a; ἀποδιδόναι Phaedr. 231 b, u. öfter, wie Xen. An. 1, 4,15 Cyr. 1, 2, 7 u. sonst. – Dagegen ἐγὼ δέ κέ τοι ἰδέω χάριν ἤματα πάντα, ich würde es dir Dank wissen immerdar, Il. 14, 235, wie χάριν ἀπομνήσασθαί τινι Hes. Th. 503. In Prosa gew. χάριν εἰδέναι, γιγνώσκειν, ἐπίστασθαί τινι, Einem Dank wissen, Plat. Prot. 310 a Apol. 20 a Xen. Cyr. 1, 3,14 u. öfter; χάριν προσείσομαι Ar. Vesp. 1420, wie Plat. Apol. 20 a; χάριν φέρειν τινί, Dank gegen Einen im Herzen tragen, Pind. OI. 11, 17; Eur. Or. 239 Med. 508; ἔχειν Plat. Prot. 328 d Gorg. 479 c; χάριν ὁμολογεῖν, seinen Dank bekennen, Dank sagen, χάριν ὀφεῖλαι, Dank schuldig sein, τοῖς θεοῖς Soph. Aut. 331; Plat. u. A.; χάριν καταθέσθαι τινί, sich bei Einem Dank verdienen, Her. 6, 41; vgl. Xen. Cyr. 8, 3,26; χάριν νικῶντι καταθέμεν Pind. N. 7, 75; einfach θέσθαι χάριν τινί Aesch. Prom. 784, wie Eur. Hec. 1211 Bacch. 770 El. 61; ἀνύσαι Soph. Trach. 991; παρέχειν O. C. 1494; χάριν ἀπαιτεῖν Eur. Hec. 276; χάριν λαμβάνειν, Dank empfangen, erndten, χάριν ἀπέχειν, auch κομίσασθαι, seinen Dank weg haben, Dank geerndtet haben, Thuc. 3, 58; χάριτας ἀπολήψονται παρὰ τῶν δημοτῶν ἀξίας Inscr. 100; – χάρις τοῖς θεοῖς, ὅτι Xen. An. 3, 3,14. – 3) die Handlung der Gunst oder des Wohlwollens, Gunstbezeugung, Gefälligkeit, Wohlthat, übh. was Einem angenehm, erwünscht ist; χάριν φέρειν τινί, wie ἦρα u. ἐπίηρα φέρειν τινί, Einem etwas Angenehmes erzeigen, Il. 5, 211. 874. 9, 613. 21, 458; Ἀθηναίων χάρις Pind. P. 1, 76; χάριν Διός, durch Zeus' Gnade und Gunst, 3, 95; προπράσσων χάριτος ὀργὰς λυπράς Aesch. Ch. 822; χάρις τιμήσεται Διὸς τόδ' ἐκπράξασα Ag. 567; u. so oft bei Her.; – χάριν δοῦναι, νέμειν, δρᾶσαι, eine Gnade, Gunst, Wohlthat erweisen, Soph. Ai. 1333 Ar. Av. 384 Thuc. 2, 40, Plut. Thes. 34; προσθέσθαι χάριν Soph. O. C 771; χάριν τίθεσθαί τινι = χαρίζεσθαι, Lycurg. 148; τῶν Μεσσηνίων χάριτι πεισθείς, aus Gefälligkeit gegen die Messenier, Thuc. 3, 95, wie χάριτι πείθοντες ἢ μισθῷ τοὺς κυρίους Plut. Lyc. 15; μὴ ἡμῶν τήν γε πρώτην αἰτησάντων χάριν ἀπαρνηθεὶς γένῃ Plat. Soph. 217 c; ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ λαμβάνειν Pol. 1, 31, 6. – Bes. auch der Liebesgenuß, χάριν μνηστῆς ἰδεῖν, die Liebesgunst der Vermählten erfahren, kennen lernen, Il. 11, 243; u. so auch bei den Att., bes. im plur., z. B. Xen. Hier. 1, 34. 7, 6; χάριτας πράττειν, des Liebesgenusses pflegen, διὰ χαρίτων τῇ ὥρᾳ χρῆσθαι, durch Liebesfreuden der Jugend genießen, Xen. Lac. 2, 12; auch χάριτες ἀφροδισίων ἐρώτων, Pind.; vgl. Plut. amat. p. 751, der aus Pind. P. 2, 43 anführt Κένταυρον ἄνευ χαρίτων ἐκ τῆς Ἥρας γενέσθαι; so Plat. Phaedr. 254 a Legg. VIII, 840 d, χάριν ἔχειν τινί, sich Einem zum Liebesgenuß hingeben. – Übh. 4) Genuß, Freude, Vergnügen, Wonne; so Pind. oft von der Siegesfreude; daher als Gegensatz von λύπη, Soph. El. 811; Eur. Hel. 661; οὐδεμίαν τῷ βίῳ χάριν ἔχω, ich habe keine Freude am Leben, Ar. Lys. 865; οὐδεμίαν σιτίοις χάριν οἶδ' ἐσθίων Vesp. 869; u. in Prosa, χάριτός τινος καὶ ἡδονῆς ἀπεργασίας Plat. Gorg. 462 c, διὰ χάριτος καὶ παντάπασι δι' ἡδονῆς Soph. 222 e. – Verehrung, Huldigung, δαιμόνων δέ που χάρις, βιαίως σέλμα σεμνὸν ἡμένων Aesch. Ag. 175, vgl. 362. 761 Spt. 685; τιμή τε καὶ γέρα καὶ χάρις Plat. Euthyphr. 15 a. – 5) Absolut wird der acc. χάριν gebraucht, τινός, zu Jemandes Gunsten oder Vortheil, Einem zu Gefallen, χάριν Ἕκτορος, zu Hektors Gunsten, Il. 15, 744; ψεύδεσθαι γλώσσης χάριν, lügen zu Gunsten der Zunge, ihr freien Spielraum gebend, Hes. O. 711; auch mit dem Artikel, τὴν Ἀθηναίων χάριν, zu Gunsten der Athener, Her. 5, 99. – Bei den Att. nimmt es dann den Charakter einer Präposition mit dem gen. in der Bdtg um – willen, wegen, = ἕνεκα an u. steht dem gen. gewöhnlich nach, τοῦ χάριν, weswegen? Ar. Plut. 53; χάριν πλησμονῆς Plat. Phaedr. 241 c; οὗ χάριν εἴρηται Theaet. 208 d; συγχωρῶ τοῦ λόγου χάριν Rep. III, 475 a; Xen. u. Folgde; χάριν τῶν συγγεγραφότων Pol. 1, 64, 3; ἐμὴν χάριν, σὴν χάριν, wie mea, tua gratia, mir, dir zu Gefallen, meinetwegen, deinetwegen, Aesch. Pers. 1083; τὰν ἐμὰν χάριν Eum. 899; τὴν σὴν χάριν Soph. Ai. 1399, vgl. Ai. 176 Trach. 485; συγχωρητέον χάριν σήν Plat. Phaedr. 234 e; Soph. 242 b. – Pleonastisch steht τίνος χάριν ἕνεκα Legg. III, 701 d; vgl. Herm. de pleon. p. 202; Jac. Ach. Tat. p. 832. – Ἐν χάριτι, τινός u. τινί, zu Gunsten Jemandes, ἐν χάριτι κρίνειν τινά, aus Gunst, Vorliebe für Einen entscheiden, aus Parteilichkeit ihm den Sieg zuerkennen, Theocr. 5, 69; auch ποιῆσαί τινί τι ἐν χάριτι, Einem Etwas zu Gefallen od. zu Dank thun, ὅ τι ἄν σοι ποιοῦντες ἡμεῖς ἐν χάριτι μάλιστα ποιοῖμεν Plat. Phaedr. 115 b; – πρὸς χάριν, τινός, Jem. zu Gunst, zu Liebe, Pind. Ol. 8, 8, Soph. O. C. 1773; πρὸς χάριν διαλέγεσθαι, oder ὁμιλεῖν τινι, Einem zu Gefallen, nach dem Munde reden, ihm Schmeicheleien sagen, ἢν τοῖσι πολλοῖς πρὸς χάριν λέγητέ τι Eur. Hec. 257; πρὸς χάριν λέγων Plat. Gorg. 521 d; πρὸς χάριν τινὸς πολιτεύεσθαι Plut.; πρὸς χάριν ἀκούειν, Schmeicheleien hören, Pol. 2, 5; so οὐδὲν εἰς χάριν πράσσων Soph. O. R. 1353; ἐς σὴν χάριν Longin. subl. 1; – πρὸς χάριν μὲν οὐκ ἐρεῖς, κλάων δ' ἐρεῖς, mit Gutem, Soph. O. R. 1152, vgl. frg. 26; auch χάριτος ἕνεκα, Xen. Cyr. 4, 2,11; – auch πρὸς χάριν τινός = um Genuß od. Vergnügen wovon zu haben, πρὸς χάριν βορᾶς, πρὸς χάριν σαρκός, Soph. Ant. 30 Phil. 1141; u. fast ganz wie das einfache χάριν, um einer Sache willen, μὴ πρὸς ἰσχύος χάριν Eur. Med. 538; πρὸς χάριν ἢ ἀπέχθειαν Luc. hist. conscr. 47; – διὰ χαρίτων εἶναι, γίγνεσθαί τινι, mit Einem in wechselseitigem freundschaftlichem Verhältnisse stehen, wohlwollend od. liebreich gegen einander gesinnt sein, Xen. Hier. 9, 1. 2, der πρὸς ἔχθραν ἄγειν u. δι' ἀπεχθείας γίγνεσθαι entggstzt; – μετὰ χάριτος, mit Gunst, καὶ ἐθελοντὶ παραδόντες τὴν πόλιν Pol. 2, 22, 5 u. öfter. – Vgl. übrigens nom. pr. – [Hom. braucht im accus. χάριν die letzte Sylbe in der Vershebung zuweilen lang, wie Il. 5, 874. 11, 293.]
French (Bailly abrégé)
ιτος (ἡ) :
acc. ιν ou ιτα;
A. grâce :
1 grâce extérieure, charme de la beauté : μετὰ χαρίτων THC avec grâce, avec élégance;
2 joie, plaisir : οὺδεμίαν τινὶ χάριν ἔχειν AR ne trouver aucun plaisir dans une chose ; la réjouissance, la fête ; particul. jouissance sensuelle, plaisirs de l'amour;
B. grâce :
I. faveur, bienveillance : τινος à l'égard de qqn ; marque de faveur ou de bienveillance, service, bienfait : τῶν Μεσσηνίων χάριτι THC pour complaire aux Messéniens ; χάρις πρός τινα, bienveillance pour qqn ; χάριν φέρειν τινί IL donner à qqn une marque de faveur, lui accorder un bienfait : τινός pour qch ; χάριν δοῦναι SOPH, δρᾶσαι THC accorder une faveur, témoigner sa bienveillance, rendre un service à qqn ; χάριν θέσθαι (non θεῖναι) τινί HDT, προσθέσθαι SOPH, παρασχεῖν SOPH accorder ses bonnes grâces à qqn ; adv. :
1 • ἐν χάριτι ATT par faveur ; ἐν χάριτί τινί τι ποιεῖν PLAT faire qch en faveur de qqn ; ἐν χάριτί τι διδόναι XÉN donner qch pour faire plaisir;
2 • χάριν τινός en faveur de, pour plaire à : Ἕκτορος IL en faveur d'Hector ; rar. avec l'art. : τὴν Ἀθηναίων χάριν HDT par amitié pour les Athéniens ; τοῦ χάριν ; dans quel but ? ; τίνων χάριν ; dans l'intérêt de qui ? ; p. ext. à cause de, pour (cf. lat. gratia) : τοῦ χάριν ; AR à cause de quoi ? τούτου χάριν à cause de cela ; avec un pron. possess. ἐμὴν χάριν ESCHL, τὰν ἐμὰν χάριν ESCHL à cause de moi (lat. mea gratia) ; τὴν σὴν χάριν SOPH à cause de toi (lat. tua gratia) ; πρὸς χάριν τινός SOPH pour l'amour de qch;
II. égards, marque de respect;
III. désir de plaire, d'où
1 condescendance : εἰς τὴν ἐκείνου χάριν PLUT pour lui complaire, par amour pour lui ; οὐδὲν ἐς χάριν πράσσων SOPH ne faisant rien pour m'être utile ; πρὸς χάριν διαλέγεσθαι, δημηγόρειν ou ὁμιλεῖν τινι EUR, XÉN parler ou converser de manière à plaire à qqn ou à flatter qqn;
2 bonne grâce, bon gré, acquiescement : χάριτος ἕνεκα XÉN de bon gré;
C. 1 grâce, reconnaissance : εὐεργέων OD pour des bienfaits ; χάριν ὁφείλειν XÉN, ὁφεῖλαι τινι SOPH devoir de la reconnaissance à qqn ; δοῦναι χάριν ἀντί τινος IL, ἀποδιδόναι XÉN, χάριν ἀποδιδόναι τινός PLAT, ἀντί τινος XÉN, ὑπέρ τινος, témoigner sa reconnaissance pour qch, en échange de qch ; χάριν ἀμείβειν τινός ESCHL témoigner sa reconnaissance en échange d'un bienfait ; χάριν εἰδέναι τινί IL ou προσειδέναι PLAT savoir gré à qqn ; χάριν λαμβάνειν τινός SOPH recueillir de la reconnaissance de qqn ou pour qch ; avec omiss. du verbe : χάρις τοῖς θεοῖς ὅτι XÉN grâces soient rendues aux dieux de ce que, etc.
2 récompense, rémunération, salaire.
Étymologie: R. Χαρ, briller, d'où réjouir ; cf. χαίρω.
Russian (Dvoretsky)
χάρις: ῐτος (ᾰ) ἡ (acc. χάριν с ῑ in arsi и χάριτα; dat. pl. χάρισσι Pind.) тж. pl.
1 прелесть, изящество, красота, привлекательность (κάλλος καὶ χ. Hom.; εὐμόρφων κολοσσῶν Aesch.; χάριτες Ἀφροδίτης Eur.; ἡ τῶν λόγων χ. Dem.): μετὰ χαρίτων Thuc. с изяществом;
2 слава (παλαιὰ χ., Ἐρεχθειδᾶν χάριτες Pind.);
3 благосклонность, любезность, благожелательность, благоволение, расположение, милость: χ. τινός Hes., Thuc. симпатия к кому-л.; μετὰ χάριτος Polyb. благосклонно; ἐν χάριτί τινι ποιεῖν τι Plat. сделать что-л. из расположения к кому-л.; οὐ πρὸς χάριν λέγειν Plat. говорить не из желания угодить; εἰ δέ τις μείζων χ. Aesch. если вы предпочитаете; διὰ χαρίτων εἶναι или γίγνεσθαί τινι Xen. быть в задушевно-дружеских отношениях с кем-л.; εἰς χάριν ποιεῖν или πράσσειν τι Pind. делать что-л. из любезности (в знак расположения); πρὸς χάριν τινός Soph. в пользу чего-л., ради чего-л.; ἐν χάριτι κρίνειν τινά Theocr. судить в пользу кого-л., т. е. быть в своем суждении пристрастным к кому-л.; οὐκ ἀνάγκῃ, ἀλλὰ χάριτος ἕνεκα Xen. не по принуждению, а по внутреннему влечению (добровольно);
4 благодеяние, милость, услуга, одолжение (χάριν φέρειν τινί Hom. и εἴς τινα Eur., тж. χάριν τινὶ θέσθαι Aesch., Her., προσθέσθαι или παρασχεῖν Soph.): χ. ἀντὶ χάριτος ἐλθέτω Eur. услугой нужно платить за услугу; οὐδὲν εἰς χάριν πράσσειν Soph. не оказать никакого благодеяния;
5 радость, наслаждение, блаженство (χάριτες ἀφροδισίων ἐρώτων Pind.): οὐδεμίαν τινὶ χάριν ἔχειν Arph. не находить никакого удовольствия в чем-л.; ὕπνου φέρειν χάριν Eur. наслаждаться сном;
6 почитание, честь, уважение (τιμή τε καὶ χ. Plat.): θανόντι χάριν πέμπειν Aesch. воздавать почести усопшему; ἐν χάριτι καὶ δορεᾷ λαμβάνειν τι Polyb. получить что-л. в виде почетного дара; ὅρκων χ. Eur. уважение к (данным) клятвам;
7 благодарность, признательность (δοῦναι χάριν ἀντί τινος Hom.): χ. τινός Hom., Hes. благодарность за что-л.; τοῖς οὖν θεοῖς χ. ὅτι … Xen. благодарение богам, что …; ὀφεῖλαι πολλὴν χάριν τινί Soph. быть глубоко обязанным кому-л.; χάριν ἀμείβειν τινός Aesch. отблагодарить за что-л.; χάριν ἐκτίνειν, ἀπονέμειν или ὑπουργεῖν Aesch. воздать благодарность;
8 награда, вознаграждение Aesch., Soph., Plat., Plut.;
9 благодать NT - см. тж. χάριν.
Greek (Liddell-Scott)
χάρις: [ᾰ], ἡ, γενικ. χάρῐτος· αἰτ. χάριν [μετὰ ῑ ἐν ἄρσει, Ἰλ. ε. 874, Λ. 243], ὡσαύτως χάριτα Ἡρόδ. 6. 41., 9. 107, Εὐρ. Ἠλ. 61, Ἑλ. 1378, Ξεν., κλπ., (ὥστε ὁ Μοῖρις 414 οὐδόλως δικαιοῦται λέγων ὅτι τὸ χάριτα δὲν εἶναι Ἀττικόν, ἴδε κατωτ. Β)· πληθ. χάριτες· δοτ. χάρισι, ποιητικ. χάρισσι Πινδ. Ν. 5 ἐν τέλ., ἢ χαρίτεσσι, Ἰλ. καὶ Πίνδ.· (√ΧΑΡ, χαίρω).
English (Autenrieth)
ιτος (χαίρω, cf. gratia): quality of pleasing, grace, charm, charms, pl., Od. 6.237; then favor, thanks, gratitude; φέρειν τινι, ‘confer,’ Il. 5.211; ἀρέσθαι, ‘earn’; δοῦναι, ἴδμεναι, ‘thank,’ ‘be grateful,’ Il. 14.235.—Acc. as adv., χάριν, for the sake of, τινός, i. e. to please him, Il. 15.744.
English (Slater)
χᾰρῐς (-ις, -ιν; -ιτες, -ίτων, -ίτεσσι(ν), -ις(ς)ι(ν), -ιτας, -ιτες.)
1
a splendour, honour, glory of the lustre given by achievement, especially in games. Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις (O. 1.18) αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος πλοῦτον τε καὶ χάριν ἄγων γνησίαις ἐπ ἀρεταῖς (O. 2.10) ὦ Ζεῦ, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων (O. 7.89) Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις (O. 7.93) καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν (O. 8.57) κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν (O. 8.80) καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα (v. ἐπωνύμιος) (O. 10.78) σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ (P. 5.102) νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (N. 7.75) κλειναῖς λτ;τγτ; Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις (I. 2.19) ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (i. e. ἔργων παλαιῶν) (I. 7.17) acc. s. pro prep., for the glory of, for the sake of c. dat., gen., συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν (O. 7.5) ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν (P. 11.12)
b
I lustre, glory given by poetry τὶν δ' ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν (O. 10.94) σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν (I. 4.72) θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141. acc. s. pro prep., c. gen., τὸ Καστόρειον δ' ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς θέλων ἄθρησον χάριν ἑπτακτύπου φόρμιγγος ἀντόμενος (P. 2.70) σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων, Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν (N. 1.6) and so, ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν as a glory for you (Pae. 9.37)
II pl., poems, songs ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; (O. 13.19) ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος, καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (i. e. songs for both Thebes and Delos) (I. 1.6) χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι (I. 3.8)
c
I favour, blessing ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον (P. 1.33) τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν κῶμόν τ (P. 3.72) τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες (P. 4.275) γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών (P. 11.58) οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ παραιτεῖται χάριν (i. e. τὰ Ὀλύμπια νικῆσαι Σ.) (N. 10.30) ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί benison fr. 75. 2. ὁ [Λοξ]ίας (πρό)φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2. . χάριτάς τ' Ἀφροδισίων ἐρώτων fr. 128. 1.
II goodwill, goodfeeling: gratitude, thanks “φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται” (O. 1.75) ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς in gratitude for their piety (O. 8.8) ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (O. 10.12) νικῶν Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος (O. 10.17) ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν (P. 1.76) ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (P. 2.17) οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν (P. 8.86) Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων (“dans son zèle pour ma cause,” Puech: cf. Πα. 9. 37) (P. 10.64) ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις (ἡδονή Σ.) (I. 6.50) acc. s. pro prep., Διὸς δὲ χάριν ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων by the grace of Zeus (P. 3.95)
d χάριν prep., v.l. a. fin., 1. b. α. fin., 1. c. β. fin.
e fragg. ε]ὐκλέα χάριν (Pae. 2.103) χάριν Πα. 12. a. 11. χ]άριν [ἀμ]φέπων (vix κίθαριν, Snell) fr. 215b. 7. Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9.
2 pro pers.,
a s., Charm, Grace Χάρις δ, ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς (O. 1.30) οἷς αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (O. 6.76) ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος (O. 7.11) ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα (χάρισ coni. van Groningen; varie tentabant locum docti, e. g. lacunam post υἱὸν ponentes) fr. 123. 14
b pl., the Graces, Aglaia, Euphrosyne, Thalia, daughters of Zeus and ?Eurynome, worshipped chiefly at Orchomenos. κοιναὶ Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον (O. 2.50) Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (O. 4.9) ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον (O. 9.27) ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ (O. 14.4) οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (O. 14.8) ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον (i. e. ἄχαριν, graceless ) (P. 2.42) σὲ δ' ἠύκομοι φλέγοντι Χάριτες (P. 5.45) ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν (P. 6.2) ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ δικαιόπολις νᾶσος (P. 8.21) σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν (P. 9.3) Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος (P. 9.89) παρὰ καλλιχόρῳ πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει (at Orchomenos) (P. 12.26) ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας (N. 4.7) φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν (N. 5.54) παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν (N. 6.37) εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν (N. 9.54) Χάριτες, Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε (N. 10.1) Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις θαμάκις (N. 10.38) σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς (I. 5.21) τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ (I. 6.63) χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (I. 8.16) Χάρισι πάσαι[ς fr. 6. e. χάριτε[ς (Pae. 3.2) ]Χάρισι (Pae. 4.13) σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι (Pae. 6.3) Χαρίτεσσί μοι ἀγχιθ[ (Pae. 7.10) μήλ]ων Χαρίτεσσι μίγδαν [Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν (Pae. 12.7) σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν (sc. ὦ Πάν: on account of his skill in dancing and piping) fr. 95. 3. Εὐρυνόμα Χάριτ[ας] π[ ]ασσιας ἔτικτεν (Εὐρυνόμα Blass: ευρυχμα Π: π[αραθαλ]ασσίας coni. Snell) ?fr. 333a. 10. σὺν Χαρίτ[εσσι P. Oxy. 841, fr. 112.
English (Abbott-Smith)
χάρις, -ιτος, ἡ Abbott-Smith does not include the article here., acc., χάριν (χάριτα in Ac 24:27, Ju 4; v. WH, App., 157), [in LXX chiefly for חֵן;]
1.objectively, that which causes favourable regard, gracefulness, grace, loveliness of form, graciousness of speech (cl.; Ec 10:12, Si 21:16, al.): Col 4:6; λόγοι τ. χάριτος (gen. qual.), Lk 4:22.
2.Subjectively,
(a)on the part of the giver, grace, graciousness, kindness, goodwill, favour: Lk 2:52, Ac 7:10, al.; especially in NT of the divine favour, grace, with emphasis on its freeness and universality: Lk 1:30, Ac 14:26, Ro 1:7, I Co 1:3, al.; opp. to ὀφείλημα, Ro 4:4, 16; to ἔργα, Ro 11:6;
(b)on the part of the receiver, a sense of favour received, thanks, gratitude: Ro 6:17 7:25, al.; χ. ἔχειν, to be thankful, Lk 17:9, I Ti 1:12, al.
3.Objectively, of the effect of grace,
(a)a state of grace: Ro 5:2, II Ti 2:1, I Pe 5:12, II Pe 3:18;
(b)a proof or gift of grace (cl., a favour): Jo 1:16, Ac 6:8, Ro 1:5, I Co 3:10, II Co 9:8, Ga 2:9, Eph 3:2, I Pe 5:5, 10 al. (For fuller treatment of the NT usage, v. AR, Eph., 221ff.; DB, ii, 254ff.; DCG, i, 686ff.; Cremer, s.v.).
English (Strong)
from χαίρω; graciousness (as gratifying), of manner or act (abstract or concrete; literal, figurative or spiritual; especially the divine influence upon the heart, and its reflection in the life; including gratitude): acceptable, benefit, favour, gift, grace(- ious), joy, liberality, pleasure, thank(-s, -worthy).
English (Thayer)
χάριτος, accusative χάριν, and twice in L T Tr WH the rarer form χάριτα (Buttmann (1873) Ausf. Spr. i. § 44Anm. 1; (WH s Appendix, 157{b}; Buttmann, 13 (12))), accusative plural χάριτας (R G), ἡ (χαίρω), from Homer down, Hebrew חֵן, grace; i. e.
1. properly, that which affords joy, pleasure, delight, sweetness, charm, loveliness: grace of speech (Homer, Odyssey 8,175; τῶν λόγων, Demosthenes, 51,9; 1419,16; χάριτες μωρῶν, verbal pleasantries which the foolish affect in order to ingratiate themselves, λόγοι χάριτος (genitive of quality), χάριν διδόναι τοῖς ἀκούουσιν, ἐν χάριτι, with grace (the substantive, ἅλας being added; see Lightfoot), good-will, loving-kindness, favor: in a broad sense, χάρις παρά τίνι, ἔχειν χάριν πρός τινα, to have favor with one, χάρις ἐναντίον τινας, χάριν κατά τίνος αἴτεσθαι ὅπως (which see II:2), χάρις (of God) ἐστιν ἐπί τινα, attends and assists one, χάριν (χάριτα) χάριτας κατατίθεσθαι τίνι (see κατατίθημι), favor (i. e. act of favoring (cf. Winer's Grammar, § 66 at the end)), χάρις is used of the kindness of a master toward his inferiors or servants, and so especially of God toward men: εὑρίσκειν χάριν παρά τῷ Θεῷ, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τοῦτο χάρις ἐστιν, this wins for us (God's) favor (R. V. is acceptable), παρά Θεῷ added, παραδεδομένοι τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ, to be committed or commended to the protecting and helping favor of God, R G); χάρις ὑμῖν etc., in the Jahrbb. f. deutsche Theol. for 1867, p. 678ff. Moreover, the word χάρις contains the idea of kindness which bestows upon one what he has not deserved: κατά χάριν and κατά ὀφείλημα are contrasted in χάριτι and ἐξ ἔργων in κατ' ἀκλογην χάριτος, χάρις pre-eminently of that kindness by which God bestow: favors even upon the ill-deserving, and grants to sinners the pardon of their offences, and bids them accept of eternal salvation through Christ: Treg. marginal reading χωρίς); εὑρίσκειν χάριν, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος, ὁ λόγος τῆς χάριτος, the message of his grace, τό εὐαγγέλιον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, χάρις is used of "the merciful kindness by which God, exerting his holy influence upon souls, turns them to Christ, keeps, strengthens, increases them in Christian faith, knowledge, affection, and kindles them to the exercise of the Christian virtues": οἱ πεπιστευκότες διά τῆς χάριτος, ὑπό χάριν εἶναι,' to be subject to the power of grace, opposed to ὑπό νόμον εἶναι, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε, προσμένειν τῇ χαρη, G L T Tr WH); ἐπιμένειν, ibid. ἐν τῇ χάριτι (R G WH text omit the article), prompted by grace, what is due to grace;
a. the spiritual condition of one governed by the power of divine grace, what the theologians call the 'status gratiae': ἑστηκεναι ἐν τῇ χάριτι, εἰς τήν χάριν, αὐξάνειν ἐν χάριτι, ἐνδυναμουσθαι ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ, a token or proof of grace, A. V. benefit (WH text Tr marginal reading χαράν, which see under b.)); a gift of grace; benefaction, bounty: used of alms, Xenophon, Ages. 4,3 f; Hier. 8,4); πᾶσα χάρις, all earthly blessings, wealth, etc., which are due to divine goodness, ὁ Θεός πάσης χάριτος, the author and giver of benefits of every kind, the aid or succor of divine grace: διδόναι χάριν ταπεινοῖς, χάρις, a gift of divine grace, λαβεῖν χάριν ἀντί χάριτος (see ἀντί, 2e., p. 49{b} bottom), χαρι ζωῆς, the gift of grace seen in the reception of life (cf. ζωή, 2b.), capacity and ability due to the grace of God (German Gnadenausrüstung), πλήρης χάριτος. G L T Tr WH; πικιλη χάρις, the aggregate of the extremely diverse powers and gifts granted to Christians, λαβεῖν χάριν καί ἀποστολήν, i. e. χάριν τῆς ἀποστολῆς, τῆς χάριτος τῆς δοθείσης μοι (i. e., Paul), δοθείσῃ ὑμῖν, of the gifts of knowledge and utterance conferred upon Christians, ἐδόθη μοι ἡ χάρις αὕτη, followed by an infinitive, thanks (for benefits, services, favors); properly: χάριτι, with thanksgiving, χάριν ἔχειν τίνι (Latin gratiam habere alicui), to be thankful to one, Passow, under the word, p. 2416{a} under the end; (Liddell and Scott, under the word, II:2); Ast, Lex. Plato, ii, p. 539f; Bleek, Brief a. d. ἐπί with a dative of the thing, T editions 2,7, st bez (cf. p. 233 a middle); χάρις τῷ Θεῷ namely, ἔστω, L T Tr WH text; followed by ὅτι, χάρις τοῖς θεοῖς, ὅτι etc. Xenophon, Cyril 7,5, 72; 8,7, 3; an. 3,3, 14; oec. 8,16); with a participle added to the dative (by apposition), ἐπί; with a dative of the thing (cf. ἐπί, B. 2a. δ.), recompense, reward, μισθός).
Greek Monolingual
η / χάρις, -ιτος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. χάρις, -ιτος, Ν
1. θελκτική ιδιότητα, θέλγητρο, γοητεία
2. (γενικά) ωραιότητα, λαμπρότητα
3. παροχή υπηρεσίας, εξυπηρέτηση, ευεργεσία που γίνεται από εύνοια (α. «κάνε μου τη χάρη να έρθεις από το σπίτι» β. «εἰ δὲ τις μείζων χάρις, πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.)
4. ευγνωμοσύνη, ευχαριστία που οφείλει κανείς σε κάποιον για μια εξυπηρέτηση ή ευεργεσία που του έκανε (α. «θα του χρωστώ χάρη για όλη μου τη ζωή» β. «μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν», Ηρόδ.)
5. εκκλ. η εκ μέρους του Θεού εκδήλωση εύνοιας και ανιδιοτελούς αγάπης προς τον άνθρωπο για τη σωτηρία του (α. «μεγάλη η χάρη Του» β. «ἔπειθον αὐτοὺς προσμένειν τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Χάριτες
μυθ. θεότητες στενά συνδεδεμένες με την ανθοφορία και την γονιμότητα της φύσης, θεότητες που συμβόλιζαν κάθε πηγή χαράς και τέρψης και οι οποίες, κατά τον Ησίοδο, ήταν η Αγλαΐα, η Ευφροσύνη και η Θάλεια
7. (η αιτ. εν. χάρη και χάριν με γεν. ως πρόθ.) προς όφελος, προς ευχαρίστηση, υπέρ (α. «χάρη της πατρίδας» β. «χάριν Ἕκτορος», Ομ. Ιλ.)
8. (η αιτ. εν. με γεν. ως πρόθ.) για, εξαιτίας (α. «χάριν αστεϊσμού το είπα» β. «ἔπους σμικροῦ χάριν», Σοφ.)
νεοελλ.
1. προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει κρυφές χάρες»)
2. (με αρνητική σημ.) μεροληψία, ρουσφέτι («δεν του αρέσει να κάνει χάρες»)
3. (νομ.) πράξη του ανώτατου άρχοντα της χώρας με την οποία αίρεται, μετατρέπεται ή μετριάζεται αμετάκλητη ποινή που έχει επιβληθεί από δικαστήριο
4. προθεσμία (α. «δάνειο με περίοδο χάριτος δώδεκα μηνών» β. «η περίοδος χάριτος που έδωσε η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση έληξε»)
5. (ειδικά) ναυτ. ολιγοήμερη προθεσμία που μπορεί να χορηγηθεί, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας, στα εχθρικά εμπορικά πλοία κατά την κήρυξη πολέμου ή κατά την έναρξη εχθροπραξιών, για να αποπλεύσουν σε οποιοδήποτε λιμάνι
6. η ελάχιστη διαφορά διαστάσεων («άφησέ το μια χάρη μακρύτερο»)
7. φρ. α) «χάρη σε...»
i) με τη βοήθεια... («χάρη σε σένα σωθήκαμε»)
ii) λόγω («χάρη στην ετοιμότητά του κατόρθωσε να διασωθεί»)
β) «για χάρη σου» ή «προς χάριν σου» — για να σέ ευχαριστήσω, για το χατίρι σου
γ) «κατά χάριν» — χαριστικά
δ) «κάνε μου τη χάρη να...» — σέ παρακαλώ να...
ε) «[για] κάνε μου τη χάρη!» — λέγεται ως απειλητική ή επιτιμητική έκφραση
στ) «παραδείγματος [ή λόγου] χάριν» ή «λογουχάρη» — για να αναφέρω ένα παράδειγμα
ζ) «έχε χάρη που...» — να χρωστάς ευγνωμοσύνη που...
8. παροιμ. α) «η χάρη θέλει αντίχαρη» — δηλώνει ότι η ευεργεσία πρέπει να ανταποδίδεται
β) «για χάρη του βασιλικού ποτίζεται και η γλάστρα» — βλ. βασιλικός
μσν.
μτφ. ονομασία κυπαρισσιού («διττὸν αἱ κυπάρισσοι ὄνομα ἔχουσι, χάριτες μὲν διὰ τὴν τέρψιν, κυπάρισσοι δὲ διὰ τὸ κύειν καὶ φύειν παρίσους του τε κλάδους καὶ τοὺς καρπούς», Γεωπ.)
αρχ.
1. δόξα
2. ευμένεια («τῶν Μεσσηνίων χάριτι πεισθείς», Θουκ.)
3. η πράξη ή η ένδειξη εύνοιας
4. (γενικά) καθετί το ευχάριστο και επιθυμητό σε κάποιον
5. ευχαρίστηση, τέρψη, χαρά («οὐδεμίαν τῷ βίῳ χάριν ἔχω», Αριστοφ.)
6. (ειδικά) ερωτική απόλαυση, ηδονή («χάριτες ἀφροδισίων ἐρώτων», Πίνδ.)
7. ερωτικό φίλτρο
8. (σχετικά με θεσμούς) σεβασμός, πίστη («βέβακε δ' ὅρκων χάρις», Ευρ.)
9. (σχετικά με θεότητες) α) λατρεία
β) ευχαριστήρια προσφορά («τοῦ κατὰ χθονὸς Διὸς νεκρῶν σωτῆρος εὐκταίαν χάριν», Αισχύλ.)
10. (για θεότητες) μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο
11. είδος μυρτιάς
12. ως κύριο όν. ἡ Χάρις
η σύζυγος του Ηφαίστου
13. (κατά τον Ησύχ.) «χάρις
θῦμα ἐκ τριῶν ποπάνων συγκείμενον»
14. φρ. α) «χάριν ἔχω τινί τίνος [ή πρός τινα]» — αισθάνομαι ευγνωμοσύνη προς κάποιον για κάτι
β) «χάριν κατατίθεμαί τινι» — ευεργετώ κάποιον αποκτώντας έτσι την ευγνωμοσύνη του
γ) «χάριν λαμβάνω [ή κτῶμαι ή ἀπέχω ή κομίζω]» — ανταμείβομαι
δ) «χάρις [ἐστί] τινι ὅτι...» και «χάρις τινὶ ὑπέρ τινος» — οφείλεται ευγνωμοσύνη σε κάποιον γιατί...
ε) «χάριν φέρω [ή τίθημι ή παρέχω ή πράττω]» — κάνω κάτι ευχάριστο
στ) «χάριν δίδωμί τινι» — ενδίδω, υποχωρώ
ζ) «χάριν ἀποστερῶ» — δεν ανταποδίδω την ευεργεσία που έλαβα
η) «χάρις ἄχαρις» — εύνοια που δεν λαμβάνει ευγνωμοσύνη ή είναι ανάξια ευγνωμοσύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χάρις αποτελεί παρ. του ρ. χαίρω, δηλαδή έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας gher- (βλ. λ. χαίρω) με την αρχαϊκή κατάλ. -ις (πρβλ. ἄγυρ-ις από τη συνεσταλμένη βαθμίδα του ρ. ἀγείρω) και θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. αρμ. jir «δώρο, χάρισμα, χάρη», το οποίο ανάγεται σε διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα (ghēr-i-) της ρίζας. Σύμφωνα με αυτά, θα πρέπει να γίνει δεκτή ως αρχική μια γενική σημ. «ευχαρίστηση, τέρψη, χαρά», από την οποία προήλθαν στη συνέχεια οι υπόλοιπες ειδικότερες σημ. της λ. Όσον αφορά την οικογένεια της λ., θα πρέπει να αναφερθεί ότι απαντούν τ. σχηματισμένοι από θ. σε -ι- (πρβλ. αιτ. εν. χάριν, χαρι-δότης), το οποίο είναι και το αρχικό, ενώ το θ. σε -τ- που εμφανίζει η λ. στις υπόλοιπες πτώσεις καθώς και σε παρ. και σύνθ. τ. (πρβλ. γεν. χάριτ-ος, χαριτ-όεις, χαριτο-δότης) αποτελεί υστερογενή επεκταμένη —με οδοντικό— μορφή του θ. (πρβλ. ἔρις: αιτ. ἔριν: γεν. ἔριδος). Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η χρήση της αιτ. χάριν με επιρρμ. σημ. (πρβλ. δίκην, πάλιν). Από τη λ. χάρις παράγεται μεγάλος αριθμός κύριων ονομάτων (πρβλ. την ονομ. Χάριτες τών θεοτήτων της ομορφιάς και της χάρης και ποικίλα ανθρωπωνύμια: Χαρίας, Χαρίλαος, Ἀνδρόχαρις κ.ά.). Τέλος, η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή, στα ανθρωπωνύμια Kariseu και Karisijo.
ΠΑΡ. χαρίεις, χαρίζω, -ομαι, χαριτώ / -ώνω
αρχ.
χαριτήσιος, χαριτία, χαριτόεις, χάριτος, χαριτώσιος
αρχ.-μσν.
χαρίσιος
μσν.
χαριτώ (Ι).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χαριτογλωσσώ
αρχ.
χαριδότης, χαριδώτης, χαριεργός, χαριλαμπέτις, χαριτερπής, χαρίτερπνος, χαριτοδώτειρα, χαριτοποιώ, χαριτόπωλις, χαριτόφωνος, χαριτώπης
αρχ.-μσν.
χαριτοβλέφαρος, χαριτώνυμος
μσν.
χαριτόβλαστος, χαριτοτόκος, χαριτοκόσμητος, χαριτοπρόσωπος, χαριτόστεπτος, χαριτοφύτευτος
μσν.- νεοελλ.
χαριτόβρυτος
νεοελλ.
χαριτοβριθής, χαριτολόγημα, χαριτολογία, χαριτολόγος, χαριτολογώ, χαριτόμορφος, χαριτόπλαστος, χαριτοστόλιστος. (Β συνθετικό) αντίχαρις, άχαρις / αχάριτος, επίχαρις / επιχάριτος, εύχαρις / ευχάριτος
αρχ.
αρτόχαρις, αυτόχαρις, θεόχαρις, λιμνόχαρις, υδρόχαρις].
Greek Monotonic
χάρις: [ᾰ], ἡ, γεν. χάρῐτος, αιτ. χάριν και χάριτα, πληθ. χάριτες, δοτ. χάρισι, ποιητ. χάρισσι ή χαρίτεσσι (χαίρω)·
Α. χαρά, Λατ. gratia·
I. εξωτερική γοητεία ή χάρη (όπως λέμε καλή ή κακή εμφάνιση), γοητεία, θέλγητρο, σε Όμηρ. κ.λπ.· τῷγε χάριν κατεχεύατ' Ἀθήνη, η Αθηνά τον έλουσε με χάρη, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε πληθ., χάρες, θέλγητρα, στο ίδ. κ.λπ.· σπανιότερα χρησιμ. για πράγματα, ἔργοισι χάριν καὶ κῦδος ὀπάζειν, σε Ομήρ. Οδ.· ἡ τῶν λόγων χάρις, σε Δημ.
II. χαρά ή χάρη που νιώθεται, είτε από την πλευρά αυτού που ενεργεί είτε του αποδέκτη·
1. χαρά από την πλευρά αυτού που ενεργεί, καλοσύνη, ευγένεια, καλή θέληση, τινός, για ή προς κάποιον, σε Ησίοδ., Θουκ. κ.λπ.
2. από την πλευρά του αποδέκτη, η έννοια της χάρης που λαμβάνεται, ευγνωμοσύνη, εκτίμηση, ευχαρίστηση, σε Ομήρ. Ιλ.· τινός, λέγεται για κάτι, οὐδέ τίς ἐστι χάρις μετόπισθ' εὐεργέων, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., οὔ τις χάρις ἦεν μάρνασθαι, καμία αγνωμοσύνη δεν υπάρχει για τους μαχόμενους, σε Ομήρ. Ιλ.· χάριν εἰδέναι τινί, γνωρίζω την έννοια της ευχαρίστησης, νιώθω ευγνώμων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· χάριν ἔχειν τινί τινος, νιώθω ευγνωμοσύνη για κάποιον σχετικά με κάτι, σε Ηρόδ., Αττ.· χάριν ὀφείλειν, χρωστώ ευγνωμοσύνη, είμαι υποχρεωμένος σε Σοφ.· χάριν κατατίθεσθαί τινι, ευεργετώ και κερδίζω μεγάλο μέρος από την ευγνωμοσύνη του, δηλ. κερδίζω τις ευχαριστίες κάποιου, σε Ηρόδ., χάριν λαμβάνειν τινός, απολαμβάνω τις ευχαριστίες κάποιου, σε Σοφ.· ομοίως, κτᾶσθαι χάριν, στον ίδ.· χάριν κομίσασθαι, σε Θουκ.
3. χάρη, εύνοια, ως αντίθ. στη βία, χάριτι πλεῖον ἢ φόβῳ, σε Θουκ.
III. χάρη που προσφέρεται ή επιστρέφεται, εύνοια, ευγένεια, δώρο, χάριν φέρειν τινί, κάνω τη χάρη σε κάποιον, παρακαλώ κάποιον, κάνω κάτι για να υποχρεώσω κάποιον, σε Όμηρ.· χάριν θέσθαι τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, χάριν ὑπουργεῖν τινι, σε Αισχύλ.· παρασχεῖν, σε Σοφ.· νέμειν, στον ίδ.· δοῦναι, σε Αισχύλ.· χάριν τίνειν, ανταποδίδω μια χάρη, στον ίδ.· ἀντιδιδόναι, σε Θουκ.· ἀποδιδόναι, σε Πλάτ.· χάριν ἀποστερεῖν, δεν ανταποδίδω τη χάρη που έχω λάβει, σε Πλάτ.
IV. ευχαρίστηση, ευαρέσκεια, τινός, σε ή από κάτι, σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.
V. δαιμόνων χάρις, καθήκον που οφείλεται σε αυτούς, η λατρεία τους, σε Αισχύλ.· ομοίως, ὅρκωνχάρις, σε Ευρ.· εὐκταία χάρις, ευχαριστήρια προσφορά με αφιέρωμα, σε Αισχύλ.
VI. Ειδικότερες χρήσεις:
1. αιτ. ενικ. ως επίρρ., χάριν τινός, για χάρη κάποιου, για την ευχαρίστησή του, για το καλό του, χάριν Ἕκτορος, σε Ομήρ. Ιλ.· γλώσσης χάριν, για να έχει κάποιος την ευχαρίστηση της ομιλίας, δηλ. για το καλό της ομιλίας, σε Ησίοδ.· έπειτα περισσότερο ως πρόθ., Λατ. gratiâ, causâ, εξαιτίας, τοῦ χάριν; για ποιό λόγο; σε Αριστοφ.· ομοίως, ἐμὴν χάριν, σὴν χάριν, για τη δική μου, δική σου ευχαρίστηση ή το καλό, Λατ. mea, tua gratia, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, χάριν τινός, όσον αφορά σε· ἔπους σμικροῦ χάριν, σε Σοφ.
2. με πρόθ., εἰς χάριν τινός, κάνω σε κάποιον χάρη, σε Θουκ.· οὐδὲν εἰς χάριν πράσσειν, σε Σοφ.· πρὸς χάριν πράσσειν τι, σε Σοφ.· πρὸς χάριν λέγειν, σε Ευρ. κ.λπ.· πρὸς χάριν βορᾶς, για το καλό του φαγητού μου, για την ευχαρίστηση της απόλαυσης από αυτό, σε Σοφ.· πρὸς χάριν, μόνο του, ως χάρη, ως ευεργεσία, σε Σοφ.· ἐνχάριτι, για την ευχαρίστηση κάποιου, για την ικανοποίησή του, ἐν χάριτι διδόναι ή ποιεῖν τινί τι, σε Ξεν., Πλάτ.· διὰ χαρίτων εἶναι ή γίγνεσθαί τινι, έχω σχέσεις φιλίας ή αμοιβαίας εύνοιας με κάποιον, σε Ξεν. Β. 1. Χάρις, ἡ, ως μυθολογικό κύριο όνομα, Χάρις, σύζυγος του Ηφαίστου, σε Ομήρ. Ιλ.
2. συνήθως σε πληθ., Χάριτες, αἱ, οι Χάριτες ή Χάριτες, Λατ. Gratiae, που κατέχουν κάθε χάρη, και παρέχουν τη χάρη της νίκης στους αγώνες, σε Πίνδ.· σε Όμηρ. ο αριθμός τους είναι αόριστος· ο Ησίοδ. περιορίζει αρχικά τον αριθμό τους σε τρεις, Αγλαΐα, Ευφροσύνη, Θάλεια.
Middle Liddell
χᾰ́ρις, ιος, ἡ, χαίρω
Grace, Lat. gratia:
I. outward grace or favour (as we say well or ill favoured), grace, loveliness, Hom., etc.; τῷγε χάριν κατεχεύατ' Ἀθήνη over him Athena shed grace, Od.; of persons, pl. graces, charms, Od., etc.:—more rarely of things, ἔργοισι χάριν καὶ κῦδος ὀπάζειν Od.; ἡ τῶν λόγων χ. Dem.
II. grace or favour felt, whether on the part of the Doer or the Receiver:
1. on the part of the Doer, grace, graciousness, kindness, goodwill, τινός for or towards one, Hes., Thuc., etc.
2. on the part of the Receiver, the sense of favour received, thankfulness, thanks, gratitude, Il.; τινός for a thing, οὐδέ τίς ἐστι χάρις μετόπισθ' εὐεργέων Od.; c. inf., οὔ τις χάρις ἦεν μάρνασθαι one has no thanks for fighting, Il.; χάριν εἰδέναι τινί to acknowledge a sense of favour, feel grateful, Il., Hdt., Attic:— χ. ἔχειν τινί τινος to feel gratitude to one for a thing, Hdt., Attic; χ. ὀφείλειν to owe gratitude, be beholden, Soph.; χάριν κατατίθεσθαί τινι to lay up a store of gratitude with a person, i. e. earn his thanks, Hdt., etc.; χάριν λαμβάνειν τινός to receive thanks from one, Soph.; so, κτᾶσθαι χάριν Soph.; χ. κομίσασθαι Thuc.
3. favour, influence, as opp. to force, χάριτι πλεῖον ἢ φόβῳ Thuc.
III. a favour done or returned, a grace, kindness, boon, χάριν φέρειν τινί to confer a favour on one, to please him, do a thing to oblige him, Hom.; χάριν θέσθαι τινί Hdt., Attic; so, χ. ὑπουργεῖν τινι Aesch.; παρασχεῖν Soph.; νέμειν Soph.; δοῦναι Aesch.:— χ. τίνειν to return a favour, Aesch.; ἀντιδιδόναι Thuc.; ἀποδιδόναι Plat.: —χ. ἀποστερεῖν to withhold a return for what one has received, Plat.
IV. a gratification, delight, τινός in or from a thing, Pind., Eur., etc.
V. δαιμόνων χάρις homage due to them, their worship, majesty, Aesch.; so, ὅρκων χ. Eur.; εὐκταία χ. an offering in consequence of a vow, Aesch.
VI. Special usages:
1. acc. sg. as adv., χ. τινός in any one's favour, for his pleasure, for his sake, χάριν Ἕκτορος Il.; γλώσσης χάριν for one's tongue's pleasure, i. e. for talking's sake, Hes.:—then much like a prep., Lat. gratia, causa, for the sake of, on account of, τοῦ χάριν; for what reason? Ar.; so, ἐμὴν χάριν, σὴν χάριν for my, thy pleasure or sake, Lat. mea, tua gratia, Aesch., Eur.:—also, χάριν τινός as far as regards, as to, ἔπους σμικροῦ χ. Soph.
2. with Preps., εἰς χάριν τινός to do one a pleasure, Thuc.; οὐδὲν εἰς χ. πράσσειν Soph.:— πρὸς χάριν πράσσειν τι Soph.; πρὸς χάριν λέγειν Eur., etc.; πρὸς χάριν βορᾶς for the sake of my flesh, for the pleasure of devouring it, Soph.:— πρὸς χάριν alone, as a favour, freely, to their heart's content, Soph.:— ἐν χάριτι for one's gratification, pleasure, ἐν χάριτι διδόναι or ποιεῖν τινί τι Xen., Plat.:— διὰ χαρίτων εἶναι or γίγνεσθαί τινι to be on terms of friendship or mutual favour with one, Xen.
B. Χάρις, ιτος, ἡ, as a mythological pr. n., Charis, wife of Hephaestus, Il.
2. mostly in plural Χάριτες, αἱ, the Charites or Graces, Lat. Gratiae, who confer all grace, even the favour of Victory in the games, Pind.:—in Hom. their number is undefined; Hes. first reduced them to three, Aglaia, Euphrosyne, Thalia.
Frisk Etymology German
χάρις: {kháris}
See also: s. χαίρω.
Page 2,1075
Chinese
原文音譯:c£rij 哈里士
詞類次數:名詞(156)
原文字根:喜樂 相當於: (חֵן) (חָנַן) (רָחַם)
字義溯源:恩典,恩惠,仁慈,慈惠,良善,恩賜,恩愛,喜愛,可喜愛的,本乎恩典,喜歡,捐貲,益處,感恩,感謝,謝謝,多謝,謝,酬謝,恩情,恩,情;源自(χαίρω)*=歡樂的)。新約是恩典時代,神在恩典中將他兒子賜給我們。神的兒子來了,恩典也來了( 約1:14,17)。神藉著他兒子的死,消極方面,解決我們的罪;積極方面將他的生命賜給我們,使我們可以享受他恩典中一切的豐盛。參讀 (δόμα)同義字
出現次數:總共(156);路(8);約(4);徒(17);羅(25);林前(10);林後(18);加(7);弗(12);腓(3);西(5);帖前(2);帖後(4);提前(4);提後(5);多(4);門(2);來(8);雅(2);彼前(10);彼後(2);約貳(1);猶(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 恩典(44) 約1:14; 約1:17; 徒7:10; 徒14:3; 羅3:24; 羅4:4; 羅5:2; 羅5:15; 羅5:15; 羅5:17; 羅5:20; 羅5:21; 羅6:1; 羅6:14; 羅6:15; 羅11:6; 羅11:6; 羅11:6; 羅12:6; 羅15:15; 林後6:1; 林後8:9; 林後12:9; 加2:9; 加5:4; 弗1:6; 弗1:7; 弗2:7; 弗2:8; 弗3:2; 弗3:7; 弗3:8; 弗4:7; 弗4:29; 提後1:9; 提後2:1; 多2:11; 來4:16; 來10:29; 來13:9; 雅4:6; 雅4:6; 彼前5:12; 彼後3:18;
2) 恩(41) 路1:30; 路2:40; 路4:22; 約1:16; 約1:16; 徒4:33; 徒7:46; 徒11:23; 徒13:43; 徒14:26; 徒15:11; 徒15:40; 徒18:27; 羅4:16; 羅12:3; 羅16:20; 羅16:24; 林前3:10; 林前15:10; 林前15:10; 林前15:10; 林前16:23; 林後8:1; 加1:6; 加1:15; 加2:21; 加6:18; 腓4:23; 帖前5:28; 帖後1:12; 帖後2:16; 帖後3:18; 提前1:14; 多3:7; 門1:25; 來2:9; 來12:15; 彼前1:13; 彼前3:7; 彼前5:5; 猶1:4;
3) 恩惠(38) 徒6:8; 徒20:24; 徒20:32; 羅1:5; 羅1:7; 林前1:3; 林前1:4; 林後1:2; 林後1:12; 林後4:15; 林後8:19; 林後9:8; 林後13:14; 加1:3; 弗6:24; 腓1:2; 腓1:7; 西1:2; 西1:6; 西3:16; 西4:6; 西4:18; 帖前1:1; 帖後1:2; 提前1:2; 提前6:21; 提後1:2; 提後4:22; 多1:4; 多3:15; 門1:3; 來4:16; 來13:25; 彼前1:2; 彼後1:2; 約貳1:3; 啓1:4; 啓22:21;
4) 感謝(8) 羅6:17; 羅7:25; 林前15:57; 林後2:14; 林後8:16; 林後9:15; 提前1:12; 提後1:3;
5) 恩典的(3) 羅11:5; 彼前1:10; 彼前4:10;
6) 可酬謝的(3) 路6:32; 路6:33; 路6:34;
7) 慈惠(2) 林後8:6; 林後8:7;
8) 感恩(2) 林前10:30; 來12:28;
9) 喜歡(2) 徒24:27; 徒25:9;
10) 願恩惠(1) 弗1:2;
11) 恩賜(1) 林後9:14;
12) 本乎恩典(1) 弗2:5;
13) 可喜愛的(1) 彼前2:19;
14) 是可喜愛的(1) 彼前2:20;
15) 恩賜的(1) 彼前5:10;
16) 益處(1) 林後1:15;
17) 情(1) 徒25:3;
18) 謝謝(1) 路17:9;
19) 恩愛(1) 路2:52;
20) 捐貲(1) 林前16:3;
21) 喜愛(1) 徒2:47;
22) 恩情(1) 林後8:4
English (Woodhouse)
attraction, beauty, benefit, boon, charm, elegance, favor, favour, favouritism, gift, grace, gracefulness, gratitude, kindness, pleasantness, service, favoritism, good turn, kind act
Mantoulidis Etymological
-ιτος, ἡ. Ἀπό τό χαίρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
gratia, favor, influence, 1.9.3, 1.32.1, 1.33.1, 1.33.2. 1.33.21.41.1, 1.77.3, 1.137.2, 2.40.4, 3.37.2. 3.42.6, 3.53.4, 3.56.7. 3.58.1, 3.63.4, 3.63.43.67.6, 3.95.1, 4.20.2, 4.86.5, 6.11.3, 6.12.1, 7.8.2, 8.87.5, 8.88.1,
officium, function, duty, 1.42.3, 2.40.4,
lepor, charm, wit, 2.41.1,
causa, reason, cause, 5.70.1.
Translations
beauty
Arabic: جَمَال, زَيْن; Egyptian Arabic: جمال; Moroccan Arabic: زين, زين; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܫܘܼܦܪܵܐ; Armenian: գեղեցկություն; Azerbaijani: gözəllik, hüsn; Belarusian: прыгажосць, хараство, краса; Bengali: সৌন্দর্য, খুবসুরতী, জামাল; Berber: aẓři, aẓli, tiẓilt; Bulgarian: хубост, красота, прелест; Catalan: bellesa; Chinese Mandarin: 美麗, 美丽, 漂亮, 美; Wu: 美; Coptic: ⲙⲛⲧⲥⲁⲉⲓⲉ; Czech: krása; Danish: skønhed; Dutch: schoonheid; Esperanto: belo; Estonian: ilu; Farefare: sõŋa; Finnish: kauneus; French: beauté; Friulian: bielece; Galician: beleza, fermosura; German: Schönheit; Greek: ομορφιά, κάλλος; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλάϊσμα, εἶδος, εὐμορφία, καλλίστευμα, καλλονή, κάλλος, καλλοσύνη, καλότης, τὸ εὐειδές, τὸ καλόν, χάρις, ὡραιότης; Hebrew: יופי; Hindi: सौन्दर्य, सुंदरता, ख़ूबसूरती, हुस्न; Hungarian: szépség; Iban: bajik; Icelandic: fegurð; Ido: beleso; Ingrian: käpehys; Irish: áilleacht, spéiriúlacht, áille, scéimh, maise, breáichte; Istriot: balissa; Italian: bellezza; Japanese: 美しさ, 美; Korean: 아름다움, 미(美); Kurdish Central Kurdish: جوانی; Kyrgyz: сулуулук, кооздук; Latin: pulchritudo, formositas; Latvian: daiļums, skaistums, glītums; Lithuanian: gražumas, grožis; Low German: Schöönheit; Macedonian: убавина, красота, убост; Maharastri Prakrit: 𑀭𑀽𑀅; Malayalam: സൗന്ദര്യം, മനോഹാരിത; Maltese: sbuħija; Manx: aalid, aalinid, bwoyid, stoamid; Maori: rerehua; Marathi: सौंदर्य, सुंदरता; Mongolian: гоо үзэсгэлэн, сайхан байдал; Nheengatu: purangasawa; Norman: bieauté; Norwegian Bokmål: skjønnhet; Nynorsk: venleik, skjønnheit; Occitan: belesa; Old English: fægernes; Old French: biauté; Persian: زیبایی, جمال, حسن, قشنگی; Plautdietsch: Scheenheit; Polish: piękno, uroda, krasa, pięknota, krasota; Portuguese: beleza; Romanian: frumusețe; Romansch: bellezza, bellezia, baleztgia, balegia, belezza; Russian: красота, прелесть, краса, лепота; Sanskrit: इन्दिरा; Sardinian: bellesa; Scots: beauty, brawness; Scottish Gaelic: àilleachd, maise, sgèimh, bòidhchead; Serbo-Croatian Cyrillic: лепота, красота, бај, дивота; Roman: lepota, krasota, baj, divota; Sicilian: bidizza; Slovak: krása; Slovene: lepota; Somali: qurux; Sorbian Lower Sorbian: rědnosć; Spanish: belleza, hermosura, preciosidad, preciosura, beldad, lindeza; Sudovian: grozis; Swahili: urembo, uzuri, jamala; Swedish: skönhet, fägring; Tagalog: ganda, kagandahan; Tajik: зебоӣ; Tamil: அழகு, எழில், சௌந்தரியம்; Telugu: అందము, చక్కదనము; Thai: ความสวย, ความสวยงาม; Turkish: güzellik; Tuvan: чаражы; Ukrainian: краса, врода; Urdu: خوبصورتی; Uyghur: گۈزەللىك; Venetian: bełeça; Volapük: jön; Votic: ilozuz; Welsh: harddwch, prydferthwch; Yiddish: שיינקײַט
grace
Armenian: նազանք; Bulgarian: грация, елегантност; Catalan: gràcia; Chinese Mandarin: 優雅, 优雅; Dutch: gratie, elegantie; Esperanto: gracio; Finnish: ylväys, sulous; French: grâce; Galician: graza; German: Anmut, Grazie; Greek: χάρη; Ancient Greek: χάρις; Hindi: अदा; Hungarian: báj, elegancia, kecsesség, méltóság; Irish: grástúlacht; Italian: grazia, eleganza, garbo, leggiadria; Japanese: 雅やか, 優雅; Khmer: លីឡ្ហា; Korean: 우아; Latin: gratia; Persian: ناز; Polish: wdzięk, gracja; Portuguese: graça; Romanian: grație, eleganță; Russian: грация, изящество; Scottish Gaelic: loinn; Spanish: gracia, donaire; Swedish: grace; Turkish: görgü, incelik, zarafet, letafet; Urdu: ادا
success
Afrikaans: sukses; Albanian: sukses; Arabic: نَجَاح; Armenian: հաջողություն; Azerbaijani: uğur, müvəffəqiyyət; Bashkir: уңыш; Basque: arrakasta; Belarusian: поспех; Bengali: কামিয়াবি, সফলতা, সাফল্য; Bulgarian: успех; Burmese: ဇေယျ, အောင်ပန်း; Catalan: succés, èxit; Chechen: аьтто; Chinese Cantonese: 成功; Dungan: чынгун; Mandarin: 成功; Min Nan: 成功; Czech: úspěch, zdar; Danish: succes; Dutch: succes, welgang, goed gevolg; Estonian: edu; Faroese: gott úrslit; Finnish: menestys, onnistuminen; French: succès; Galician: éxito; Georgian: წარმატება; German: Erfolg; Greek: επιτυχία; Ancient Greek: ἐπίτευγμα, ἐπίτευξις, ἐπιτυχία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐημέρημα, εὐημερία, εὐμοιρία, εὐπράγημα, εὐπραγία, εὐπραξία, εὔπραξις, εὐπρηγίη, εὐπρηξίη, εὔροια, εὐτύχημα, κάρτος, κατόρθωμα, κατόρθωσις, κράτος, κρέτος, μεγαλοπραγία, ξυντυχία, οὐριότης, πρᾶξις, προκοπή, προτέρημα, συντυχία, συντυχίη, τὰ χρηστά, τὸ εὐτυχές, τὸ κατορθοῦν, τὸ ὀρθούμενον, τύχη, χάρις; Haitian Creole: siksè; Hebrew: הַצלָחָה; Hindi: सफलता, सफ़लता; Hungarian: eredmény, kimenetel, siker; Icelandic: árangur; Indonesian: keberhasilan, sukses; Ingush: аьттув; Interlingua: successo; Irish: áitheas; Italian: successo; Japanese: 成功; Kannada: ಯಶಸ್ಸು; Kazakh: жетістік, табыс; Khmer: ជោគជ័យ; Korean: 성공(成功); Kurdish Central Kurdish: سەرکەوتن; Kyrgyz: ийгилик, жетишкендик; Ladino: reushita, reushidad, sukseso; Lao: ຄວາມສຳເລັດ, ຜົນສຳເລັດ; Latin: successus, fructus; Latvian: veiksme; Lithuanian: sėkmė; Luxembourgish: Succès; Macedonian: успех; Maori: angitu; Marathi: यश; Mongolian Cyrillic: амжилт; Norwegian Bokmål: suksess; Nynorsk: suksess; Old English: spēd; Pashto: کامراني; Persian: موفقیت, سوکسه; Polish: powodzenie, sukces; Portuguese: sucesso, êxito; Romanian: succes, succese; Russian: успех, удача; Rusyn: успіх; Sanskrit: स्वस्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀спех, у̀спјех; Roman: ùspeh, ùspjeh; Slovak: úspech; Slovene: uspeh; Sorbian Lower Sorbian: wuspěch; Spanish: éxito, acierto; Swedish: framgång, succé; Tagalog: tagumpay; Tajik: муваффақият; Tamil: வெற்றி; Tatar: уңыш; Telugu: లక్ష్యాన్ని చేరుట; Thai: ความสำเร็จ, ผลสำเร็จ; Turkish: başarı, sükse; Turkmen: üstünlik; Ukrainian: успіх; Urdu: کامْیابی; Uyghur: ئۇتۇق, مۇۋەپپەقىيەت; Uzbek: muvaffaqiyat, yutuq; Vietnamese: sự thành công; Volapük: plöp; Welsh: llwyddiant; Yiddish: הצלחה
glory
Albanian: zulë, zulmë; Arabic: مَجْد, شَرَف; Armenian: փառք; Azerbaijani: şərəf, şan, izzət, şöhrət; Bashkir: дан; Belarusian: слава, хвала; Bulgarian: слава; Burmese: ကျက်သရေ; Catalan: glòria; Chinese Mandarin: 榮光/荣光; Czech: sláva; Danish: ære; Dutch: glorie, eer, roem; Estonian: kuulsus; Finnish: kunnia, kunnioitus, maineikkuus; French: gloire; Middle French: gloyre; Old French: gloire, glorie; Galician: groria, brasón, loureis; Georgian: დიდება; German: Ruhm, Glorie, Ehre; Greek: δόξα; Ancient Greek: ἄγαλμα, ἀξίωμα, ἀριπρέπεια, δόξα, ἐνδοξότης, ἐπιδοξότης, εὐδοξία, εὐημερία, εὐκλεία, εὔκλεια, εὐκλεΐη, ἐυκλείη, ζᾶλος, ζῆλος, κλέος, κλέϝος, κληδών, κῦδος, μηνίσκος, ὄνομα, τιμή, ὕψωμα, χάρις; Hebrew: כָּבוֹד; Hindi: प्रतिष्ठा, इज़्ज़त; Hungarian: dicsőség; Italian: gloria; Japanese: 名声, 名誉, 誉れ, 栄光; Kashubian: słôwa; Kazakh: даңқ, атақ; Khmer: កិត្តិគុណ, កិរ្តិ៍, កិត្តិ; Korean: 명예(名譽), 영광(榮光), 명성(名聲); Kyrgyz: даңк, атак; Lao: ກຽດ, ຍົດ, ກິດຕິ; Latin: gloria; Latvian: slava; Lithuanian: šlovė; Macedonian: слава; Middle English: glorie; Mongolian Cyrillic: алдар; Mongolian: ᠠᠯᠳᠠᠷ; Norwegian Bokmål: glorie, ære; Old Church Slavonic Cyrillic: слава; Glagolitic: ⱄⰾⰰⰲⰰ; Old East Slavic: слава; Old English: tir, ār; Persian: شهرت, افتخار, عزت, شرف; Polish: chwała, gloria, sława, splendor; Portuguese: glória; Romanian: glorie, slavă; Russian: слава, честь, хвала; Sanskrit: श्रवस्, यशस्; Scottish Gaelic: glòir, cliù; Serbo-Croatian Cyrillic: сла̏ва; Roman: slȁva; Slovak: sláva; Slovene: slava; Sorbian Lower Sorbian: sława; Upper Sorbian: sława; Swedish: ära; Tahitian: hinuhinu; Tajik: шӯҳрат, шараф, ифтихор, иззат; Tatar: дан; Thai: เกียรติ, กิตติ; Turkish: şeref, şan, şöhret; Ukrainian: слава, честь, хвала; Uzbek: shon, sharaf, shuhrat, izzat, iftixor; Vietnamese: vinh quang; West Frisian: eare