χείρ
English (LSJ)
ἡ, χειρός, χειρί, χεῖρα, dual χεῖρε, χεροῖν, pl. χεῖρες, χερῶν, χεῖρας, penultimate being regularly short, when the ult. is long; dat. pl. regularly χερσί (χειρσί occurs in cod.Vat. of LXX, as Jd.7.19, 1 Ch.5.10, and late Inscrr. as CIG2811
A b.10 (Aphrodisias), 2942c (Tralles): but Poets used the penultimate long or short in all cases, as the verse required, χερός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας (of which Hom. uses only χερί; χέρα h.Pan.40); gen. dual χειροῖν S.El.206 (lyr.), 1394 (lyr.), IG22.1498.76; gen. pl. χειρῶν ib.31, common in Prose.—Poet. forms, dat. pl. χείρεσι (ν) once in Hom., Il.20.468, also Q.S.2.401, 5.469 (v.l.); χείρεσσι Il.12.382, Pi.O.10(11).62, S.Ant. 976 (lyr.), 1297 (lyr.), and once in trim., E.Alc.756; χέρεσσι (ν) Hes.Th.519, 747, B.17.49; χερέεσσιν AJA36.460 (Galatia):—Dor. nom. χέρς Timocr.9; χήρ Sophr. in PSI11.1214a3 (also, = δίψακος, Ps.-Dsc.3.11); gen. χηρός Alcm.32, IG42(1).121.22 (Epid., iv B. C.); acc. pl. χῆρας ib.96, Aeol. χέρρας Alc.Supp.4.21, Theoc.28.9.—On the accent and declension of these forms, v. Hdn.Gr.2.277,748:—the hand, whether closed, παχεῖα Il.3.376; βαρεῖα 11.235, al.; or open, flat, χερσὶ καταπρηνέσσι, χειρὶ καταπρηνεῖ, 15.114, Od.13.164, al.; εἰς τὴν χ. ἐγχεάμενοί τι X.Cyr.1.3.9: freq. in plural where a single hand is meant, Il.23.384, etc.; reversely, sg. where more than one hand is spoken of, e.g. Od.3.37, etc.; dual joined with pl., ἄμφω χεῖρας 8.135; χεῖρε ἀμφοτέρας Il.21.115.
2 hand and arm, arm (cf. Ruf.Onom.11,82, Gal.2.347), πῆχυν χειρὸς δεξιτερῆς Il.21.166; κατὰ χεῖρα μέσην ἀγκῶνος ἔνερθε 11.252; χεῖρες ἀπ' ὤμων ἀΐσσοντο Hes.Th.150; χ. εἰς ὤμους γυμναί Longus 1.4; ἐν χερσὶ γυναικῶν πεσέειν into the arms, Il.6.81, etc.: hence, words are added to denote the hand as distinct from the arm, ἄκρην οὔτασε χεῖρα 5.336; περὶ ἄκραις ταῖς χ. χειρῖδας ἔχουσι X.Cyr.8.8.17, cf. Pl. Prt.352a.
3 of the hand or paw of animals, ὅσα [ζῷα] χεῖρας ἔχει X.Mem.1.4.14; πορεύεσθαι ἐπὶ χειρῶν = go on all fours. LXX Le.11.27; so of monkeys, Arist.HA502b3; of the fore-paws of the hyena, Id.Fr.369; of the bear, Plu.2.919a.
II Special usages:
1 to denote position, ποτέρας τῆς χερός; = on which hand? E.Cyc.681; ἐπὶ δεξιὰ χειρός Pi.P.6.19; ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.5.277; χειρὸς εἰς τὰ δεξιά S.Fr.598; λαιᾶς χειρός A.Pr.714 (but χείρ is often omitted with δεξιά, ἀριστερά, as we say the right, the left).
2 freq. in dat. of all numbers with Verbs which imply the use of hands, λάβε χειρί, χερσὶν ἑλέσθαι, Il.5.302, 10.501; χερσὶν ἀσπάζεσθαι Od.3.35; προκαλίζεσθαι 18.20; χειρί, χεροῖν ψαῦσαι, S.OT1510, 1466: sometimes this dat. is added pleon. by way of emphasis, ὄνυξι συλλαβὼν χερί Id.Aj.310.
3 gen., by the hand, χειρὸς ἔχειν τινά Il.4.154; χειρὸς ἑλών 1.323, etc.; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised him by the hand, 24.515, cf. Od.14.319; χερὶ χειρὸς ἑλών Pi.P.9.122; τινὰ χειρός ἑλκειν Id.N.11.32; ἀνέλκειν τινὰ τῆς χ. Ar.V.569 (anap.).
4 the acc. is used when one takes the hand of a person, χεῖρα γέροντος ἑλών Il. 24.361; χεῖρ' ἕλε δεξιτερήν Od.1.121; χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην, in pledge of good faith, Il.6.233; so ἔμβαλλε χ. δεξιὰν πρώτιστά μοι S.Tr.1181; also ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν Id.Ph.813, cf. OC1632.
5 other uses of the acc.:
a in prayer or entreaty, χεῖρας ἀνασχεῖν [θεοῖς] Il.3.275, etc.; ποτὶ γούνασι χεῖρας βάλλειν Od.6.310; ἀμφὶ . . Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς 7.142; ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ' Ὀδυσῆϊ 23.207; ἀμφί τινι χεῖρε β. 21.223; περίβαλε δὲ χέρας Ar.Th.914, cf. A.Ag.1559 (anap.); χεῖρας προΐσχεσθαι Th.3.58, 66; so also χεῖρας ἀείρων Od.11.423, cf. Il.7.130 (tm.); χεῖρας ἀνατείνειν (v. ἀνατείνω 1.1).
b τὰς χεῖρας αἴρειν to hold up hands in token of assent or choice, of persons voting, Ar.Ec.264; τὴν χ. αἴρειν And.3.41; ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα, ἀράτω τὴν χ. X.An.5.6.33, cf. 7.3.6; ἀνατεινάτω τὴν χ. ib.3.2.9, 33; χεῖρας ὀρεγνύς Il.22.37; χεῖρ' ὀρέγων εἰς οὐρανόν 15.371; χεῖρας ὀ. τινί Od.12.257; πρός τινα Pi. P.4.240; ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506 (but χεῖρά τισι ὀ. to reach them one's hand in help, X.HG5.2.17); also χεῖρε ἑτάροισι πετάσσας Il.4.523, etc.; πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας Od.11.392 (but χεῖρε πετάσσας abs., of one swimming, etc., 5.374, al.).
c [Ἰλίου] χεῖρα ἑὴν ὑπερέσχε held the hand over
I as a protector, Il.9.420, etc.: less freq. τισι, 4.249, cf. 5.433; χεῖρά θ' ὕπερθεν ἔχεις IG14.1003.10 (Rome).
d in hostile sense, χεῖρας or χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, Il.1.89, 19.261, al.; χεῖρας ἐφιέναι τινί 1.567, Od.1.254, al.; χεῖρας ἐπιβάλλειν τισί Plb.3.2.8, etc.; χέρα τινὶ προσενεγκεῖν Pi.P.9.36; χεῖρας ἐπί τινι ἰάλλειν, v. ἰάλλω 1.1.
e χεῖρας ἀπέχειν = keep hands off, λοιμοῖο βαρείας χεῖρας ἀφέξει Il.1.97 codd.; κερτομίας δέ τοι . . καὶ χεῖρας ἀφέξω . . μνηστήρων Od.20.263; ἀθανάτων ἀπέχειν χέρας A.Eu.350 (lyr.); τὼ χεῖρε ἀπέχεται Pl.Smp.213d; παύειν χεῖράς τινος Il.21.294.
f χεῖρας ἐπιτιθέναι τινί, in token of consecration, 1 Ep.Ti.5.22, etc.
6 with Preps.:
a ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινάς to be intimate with... Plb.21.6.5; αἱ ἀνὰ χεῖρά τινων ὁμιλίαι S.E.M.1.64; τὰ ἀνὰ χεῖρα πράγματα = the matters in hand, Plu.2.614b, etc. (also οἱ ἀνὰ χεῖρα χρόνοι the current period, PRyl.88.21 (ii A. D.); τὰ ἀνὰ χεῖρα = what comes his way, Ps.-Ptol.Centil.18; ἀνὰ χεῖρα τῆς πύλης hard by... LXX 2 Ki.15.2.
b ἀπὸ χειρὸς λογίσασθαι = to reckon off-hand, roughly, Ar.V.656 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.29: but πότισον τὴν γῆν ἀπὸ χειρός by hand, PCair.Zen.155 (iii B. C.).
c διὰ χερῶν ἔχειν, διὰ χερῶν λαβεῖν, literally, to have or take between the hands, A.Supp.193, S.Ant.916; διὰ χειρὸς ἔχειν to hold in the hand, ib.1258 (anap.), Ar.V.597 (anap.); to have in hand, i.e. under control, Th.2.76; διὰ χειρῶν ἔχειν τὴν πολιτείαν Arist.Pol.1308a27; τὰ τῶν ξυμμάχων keep under control, Th.2.13: later, to have a work in hand, be engaged in it, Phld.Acad.Ind.p.69M. (χερός), D.H.Isoc.4; τὰ ὅπλα Plu.Cor.2, etc. (also διὰ χειρός = by direct payment, opp. διὰ τῆς τραπέζης = by banker's order, BGU1156.8 (i B. C.), etc.; cf. διὰ χειρὸς ἔσπευδε τὴν πρᾶσιν Charito 1.12); of arms, διὰ χειρὸς εἶναι Luc.Anach.35; διὰ χειρὸς ἔχειν, c. part., to be continually doing, Plu.2.767c; διὰ χειρός τινος ποιεῖν τι LXX Jo.17.4, al., cf. Act.Ap.7.25, al.
d ἐς χεῖρας λαβεῖν τι literally, S.El.1120, etc.; to take a matter in hand, undertake it, πρᾶγμ' ἐς χέρας λαβόντ' E.Hec.1242; ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας Hdt.1.126, 4.79, etc.; δοῦναί τινι ἐς χέρας, εἰς χεῖρα, S.El.1348, X.Cyr.8.8.22; καταστῆσαι εἰς τὰς χ. τινος Aeschin.2.28; of persons, ἵκεο χεῖρας ἐς ἁμάς = thou hast fallen into our hands, Il.10.448 (in Hom. also simply ὅ τι χεῖρας ἵκοιτο Od.12.331, cf. 24.172); so εἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι X.Cyr.7.4.10, cf. 2.4.15: generally, to have to do with any one, converse with him, Id.An.1.2.26 (so ἐς χεῖρα γῇ ξυνῆψαν E.Heracl.429): most freq. ἐς χεῖρας ἐλθεῖν τισι to come to blows or come to close quarters with... A.Th.680; ἀλλήλοις Th.7.44: abs., εἰς χ. ἐλθεῖν Id.4.96; ἐς χ. ἰέναι Id.2.3, 4.72, cf. PTeb.765.6 (ii B. C.); συνιέναι X.Cyr.8.8.22; also ἐς χειρῶν νόμον (fort. νομόν) ἀπικέσθαι Hdt.9.48; ἐν χειρῶν νόμῳ (fort. νομῷ) ἀπόλλυσθαι Id.8.89, cf. Aeschin.1.5, SIG167.37 (Mylasa, iv B. C.), Heraclid.Pol.25, Plb.1.34.5, 5.111.6; ἐν χειρὸς νόμῳ Arist.Pol.1285a10, D.H.6.26; ἐν χειρῶν νομαῖς SIG700.29 (Lete, ii B.C.), v.l. in LXX 3 Ma.1.5; ἐν χεροῖν δίκῃ cj. in E.Ba.738; εἰς χεῖρας συμμεῖξαι τοῖς πολεμίοις X.Cyr.2.1.11; also εἰς χεῖρας δέχεσθαί τινας to await their charge, Id.An.4.3.31; ἐς χ. ὑπομεῖναί τινας Th. 5.72.
e ἐκ χειρός = by hand of man, S.Aj.27: from near at hand, at close range, ἐκ χειρὸς βάλλειν X.An.3.3.15; ἀμύνασθαι ib.5.4.25; μάχεσθαι Id.HG7.2.14, cf. D.S.19.6; πληγὰς ἐκ χ. ἀναδέξασθαι Plu. tim.4; οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χ. σιδήρου LXX Jb.20.24; ἡ ἐκ χειρὸς δίκη = lynch law, D.H.4.37; ἡ ἐκ χειρὸς βία Plb.9.4.6: metaph., ἡ ἐκ χειρὸς θεωρία = close-range reading, D.H.Isoc.2; so of time, out of hand, off-hand, forthwith, Plb.5.41.7, al.
f δέπας μητρὶ ἐν χειρὶ τίθει Il.1.585, cf. Od.13.57, 15.120, al. (always so of a cup, hence ἐν χερσὶ τίθει δέπας, though found in most codd., was condemned by the critics in Il.l.c., Od.3.51, 15.130); πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω Il.8.289; τόξον, ἔγχος ἔχων ἐν χειρί, 15.443, 17.604; σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρί Od.2.37; but ἐν . . χειρὶ σκῆπτρον ἔθηκεν Il.23.568; of a gift, ἐν χερσὶ τίθει 1.441, 446; ἐν ταῖς χ. ἔχειν, literally, Pl.R.432d; τὰ ὅπλ' ἐν ταῖς χ. ἔχων D.9.8, etc. (metaph., ἔτι μεμνημένων ὑμῶν καὶ μόνον οὐκ ἐν ταῖς χερσὶν ἕκαστ' ἐχόντων Id.18.226); but ἐν χερσὶν ἔχειν also, to have in hand, be engaged in, τὸν γάμον Hdt.1.35; ἑορτήν Plu.Alex.13; τὴν περὶ Δημοσθένους πραγματείαν D.H.Th.1; ἐν χειρί τινα δίκην ἔχων Pl.Tht. 172e; ὁ ἐν χερσὶ πόλεμος = the war in hand, D.H.8.87; περιτειχισμὸς ἐν χερσὶν ὤν ib.21; ἡ ἐν χ. ζήτησις S.E.M.11.208, etc.; freq. of fighting, ἐν χερσί = hand to hand, ἐν χ. ἦν ἡ μάχη Th.4.43; ἐν χ. ἀποκτεῖναι Id.3.66, cf. 4.57,96, etc.; ἐν χ. γίγνεσθαι τοῖς ἐναντίοις Id.5.72; ἐν χ. εἶναί τινος X.HG4.6.11; δίκη ἐν χερσί Hes.Op.192; ὁ ψόφος τῶν ὅπλων καὶ τῶν ἵππων ὁ φρυαγμὸς ἐν χερσὶν ἐδόκει εἶναι D.S.19.31; ἡ ἐν χερσὶν [δυστυχία] Plu.Cleom.22: also in dual, τἀν χεροῖν S.Ant.1345 (lyr.); ἐν χειρί τινος by the hand of... LXX Jo.21.2, al.; ἐν χ. ἀγγέλου Act.Ap.7.35 (v.l.).
g ἐπὶ χειρὸς ἔχειν on one's hand or in one's hand, Thgn.490; ἐπὶ χεῖράς τινων ἐκφέρουσι put into their hands, Plu.2.815b; also ἐπὶ χεῖρά τινος next to, LXX Ne.3.4.
h κατὰ χειρός, of washing the hands before meals, ὕδωρ κατὰ χειρός (sc. φερέτω τις), Ar.V.1216, cf.Av.464 (anap.), Fr.502 (lyr.), Philox. 1, Ath.9.408e; (without ὕδωρ) κατὰ χ. ἐδόθη Alex.261.2, cf. Arched. 2.3: prov. of that which is easily come by, Telecl.1.2 (anap.); πάντα μοι κατὰ χειρῶν ἦν τὰ πράγματα at hand, Pherecr.146.5; also κατὰ χειρῶν δοῦναι, κατὰ χειρῶν χέειν, κατὰ χειρῶν λαβεῖν, Philyll.3, Antiph.287 (v.l.), Men.470 (troch.), cf. Phot.s.v. κατὰ χειρὸς ὕδωρ: κατὰ χεῖρα in deed or act, κατὰ χ. γενναιότατοι D.H.7.6; opp. συνέσει, Plu.Phil.7; κατὰ χεῖρά σου = according to thy will, LXX Si.25.26: but κατὰ χεῖρας [τῆς σοφίας] by her side, ib.14.25.
i μετὰ χερσὶν ἔχειν between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 15.717; [ἄλεισον] μετὰ χ. ἐνώμα Od.22.10: μετὰ χεῖρας ἔχειν to have in hand, be engaged in, Hdt.7.16.β, Th.1.138.
k λάβε παρὰ χεῖρα = take in hand, LXX To. 11.4; but τὸ πὰρ χειρός = the work in hand, B.13.10.
l πρὸ χειρῶν = close before one, S.Ant.1279, E.Tr.1207 (s.v.l.), Rh.274; πρὸ χειρὸς εἶναι cj. in Pl.Com.69.5.
m πρὸς χειρός τινος by his hand, A.Supp.66 (lyr.), etc.; πρὸς ἐμὴν χεῖρα = at the signs given by my hand, S.Ph.148 (anap.); πρὸς χεῖρα ὑποβορβορύζοντες on pressure, Hp.Epid.4.7.
n ὑπὸ χερσὶ ἁλοῦσα under, i.e. by, another's hands, Il.2.374, etc.; ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι = to bring under one's power, X.Ages.1.22; οἱ ὑπὸ χ. persons in one's power, D.6.34; ὑπὸ τὴν χεῖρα ἐλθεῖν to come into one's hand, Luc.Herm.57, etc.; ὑπὸ χ. in hand, i.e. in stock, Arist.Mete.369b33; but also, at hand, i.e. at once, Plu.2.548e; τὰ ὑπὸ χ. ib.56b, Dsc.1.35; ὁ ὑπὸ χ. the attendant, Dsc.5.75; παρέργως καὶ ὑπὸ χ. extempore, Plu.Arat.3, etc.; also καθύπο χεῖρα κινῶν [τὰς οὐσίας], in Alchemy, Ps.-Democr. p.51 B.
III the hand often receives the attributes of the person using it, χ. μεγάλη, of Zeus, Il.15.695 (χ. παγκρατής, of God, Secund.Sent.3; χ. ὑπερμήκης, of the 'long arm' of the king, Hdt.8.140.β') ; θοὴ χ., of one throwing, Il.12.306; ἀφνειά Pi.O.7.1, cf. S.El. 458; εὐσεβεστέρα, εὐφιλής, A.Ch.141, Ag.34; κάρβανος ib.1061; γεραιά E.Hec.143 (anap.); πονηρά Id.Ion1316, etc.: to denote wealth or poverty, πλειοτέρῃ σὺν χ. Od.11.359; κενεὰς σὺν χ. ἔχοντες 10.42, cf. E.Hel.1280, etc.
2 it is represented as acting of itself, χεῖρες μαιμῶσιν Il.13.77, cf. S.Aj.50; χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον A.Th.554; δήμου κρατοῦσα χ. Id.Supp.604 (dub. l.): prov., ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει· δός τι, καὶ λάβε τι = hand washes hand, give something and get something Epich.273; or simply, ἁ χεὶρ τὰν χεῖρα AP5.207 (Mel.).
3 pl., in theurgy, name for spiritual powers, αἱ δημιουργικαὶ [τοῦ Ἀπόλλωνος] δυνάμεις ἃς θεουργῶν παῖδες χεῖρας ἀποκαλοῦσιν Procl. in Cra. p.101 P., cf. eund. in R.2.252K.
IV to denote act or deed, opp. mere words, in plural, ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il.1.77; μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν of her handiwork, her art, Od.15.126 (so in sg., δώρημ' ἐκείνῳ τἀνδρὶ τῆς ἐμῆς χ. S.Tr.603); χερσὶν ἢ λόγῳ Id.OT883 (lyr.), cf. OC1297, etc.; τῇ χειρὶ χρᾶσθαι = to use one's hands, i.c. be active, stirring, opp. ἀργὸς ἐπεστάναι, Hdt.3.78, cf. 9.72; τὰς χ. προσφέρειν to apply force, X.Mem.2.6.31: sg., βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ A.Pr.619; μιᾷ χειρί = single-handed, D.21.219; χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει Aeschin.3.109, cf. 2.115; χερσίν τε ποσίν τε Il.20.360, cf. Pi.O.10(11).62, especially of using the hands in a fight, cf. supr. 11.6d, e, f; of deeds of violence, πρὶν χειρῶν γεύσασθαι before we try force, Od.20.181; ἀδίκων χ. ἄρχειν to give the first blow, X.Cyr.1.5.13, Antipho 4.2.1, Lys.4.11, etc.; ἀμυνόμενος ἄρχοντα χειρῶν Pl.Lg.869d: generally, χεῖρες = violent measures, force, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν Od.20.267; ὑπόδικος χερῶν A.Eu.260 (lyr.); χερσὶ πεποιθώς Il.16.624, etc.; ἐν χειρῶν νόμῳ v. supr. 11.6d; ὅπως θανάτοιο βαρείας χ. ἀλάλκοι, v.l. for κῆρας, Il.21.548.
V a number, band, body of men, especially of soldiers, χεὶρ μεγάλη Hdt.7.157; in dat., οὐ σὺν μεγάλῃ χ. Id.5.72; πολλῇ χ. 1.174, Th.3.96, E.Heracl. 337; pleon., χ. μεγάλῃ πλήθεος Hdt.7.20; δεδωμάτωμαι δ' οὐδ' ἐγὼ σμικρᾷ χερί A.Supp.958; οἰκεία χείρ, for χεὶρ οἰκετῶν, E.El.629; σὺν πλήθει χερῶν S.OT123.
VI handwriting, τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνήσασθαι Hyp.Lyc.Fr.5, cf. IG9(1).189 (Phocis); τῇ ἐμῇ χ. Παύλου I Ep. Cor.16.21, Ep.Col.4.18: copy, counterpart of a document, SIG712.31 (Crete, ii B.C.); deed, instrument, ἡ χ. ἥδε κυρία ἔστω PRein.28.18 (ii B.C.), cf. PCair.Zen.477 (iii B.C.), etc.
b handiwork of an artist or workman, γλαφυρὰ χ. Theoc.Epigr.8.5, etc.; αἱ Ἐφεσίου χεῖρες Herod.4.72, cf. 6.66; σοφαὶ χέρες APl.4.262; τὰς Φειδίου χ. Lib.Or. 30.22.
VII of any implement resembling a hand:
1 a kind of gauntlet, X.Eq.12.5, Poll.1.135 (pl.).
2 χεὶρ σιδηρᾶ = grappling-iron, Th.4.25, 7.62; also of an anchor, AP6.38 (Phil.).
3 axle-tree, LXX 3 Ki.7.18(32).
4 in LXX, pillar or cairn, as it were a finger pointing to heaven, χεὶρ Ἀβεσσαλώμ LXX 2 Ki.18.18; also ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα, i.e. trophy, ib. 1 Ki.15.12.
5 χεῖρες ἐλάτιναι, of oars, Tim.Pers.7.
6 catch of a trigger, Hero Aut.13.9; χεὶρ κατάγουσα τὴν τοξῖτιν Ph.Bel. 68.4, cf. Hero Bel.78.2.
7 instrument of torture, LXX 4 Ma.8.13.
VIII handful, κορώνῃ χεῖρα πρόσδοτε κριθέων Phoen. 2.1.
IX ointment containing five ingredients, Orib.Fr.89, Alex. Trall.7.1. (Cf. Arm. jein (dzern), Alb. dore, Tocharian (A-dialect) tsar, (B-dialect) sar, all = hand.)
German (Pape)
[Seite 1343] ἡ (nicht χεῖρ, vgl. Arcad. 20, 18. 125, 11, B. A. III p. 1200), gen. χειρός, plur. χεῖρες, dat. dual. u. plur. χεροῖν, χερσίν, ion. u. poet. so durch alle Casus, χερός, χέρες u. s. w., aber nach Mein. com. III p. 56 nicht in den com., poet. auch χειροῖν u. χείρεσι u. χείρεσσιν, χέρεσσι, Hes. Th. 519. 747, äol. χέῤῥας, Theocr. 28, 9, – 1) die Hand, die Faust, auch der Arm (ἀποταμὼν ἐν τῷ ὤμῳ τὴν χεῖρα Her. 2, 121, 5), Hom., Hes. u. Folgde; χειρὸς ἑλών, bei der Hand fassend, Il. 1, 323 u. öfter, wie χειρὸς ἔχων, 4, 154 u. sonst; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη 24, 515, er hob ihn an der Hand hoch, wie χειρὸς ἀναστήσας Od. 14, 319; χειρί τέ μιν κατέρεξεν, streichelte ihn mit der Hand, Il. 1, 361 u. öfter; ἐν δ' ἄρα οἱ φῦ χειρί 6, 253 u. öfter (s. φύω); Pind. χερὶ χειρὸς ἑλών P. 9, 26; χειρὸς ἕλκων N. 11, 32; οὐ χερός, οὐ ποδός, οὔ τινος ἄρχων Soph. Phil. 848; δέχου δὲ χειρὸς ἐξ ἐμῆς βέλη τάδε 1271, u. öfter, wie Eur.; ἀνέλκειν τινὰ τῆς χειρός Ar. Vesp. 569; πέτρον, τόν οἱ περὶ χεὶρ ἐκάλυψεν Il. 16, 735; βαρεῖα, στιβαρά, 13, 410. 505 u. öfter; auch παχεῖα, 3, 376 u. sonst; ἐκ δ' ἄρα χειρὸς φάσγανον ἧκε, er ließ den Degen aus der Faust fallen, Od. 22, 83. – Χεῖρα ὑπερέχειν, ὑπερσχεῖν τινι, die Hand über Einen halten, um ihn zu beschützen, Il. 9, 420 u. öfter; seltener τινός, wie τίς καὶ ἐμεῖο θεῶν ὑπερέσχεθε χεῖρα 24, 374; χεῖρας ἐπιφέρειν τινί, Hand an Einen legen, im feindlichen Sinne, 1, 89 u. öfter; auch χεῖρας ἐφιέναι τινί, Od. öfter; χεῖρας ἀνασχεῖν θεοῖς, die Hände zu den Göttern flehend od. betend erheben, Hom. oft; auch χεῖρας ἀείρειν, ἀνατείνειν, ἀναφέρειν, immer als Ausdruck des Flehens, auch Od. 11, 423, wo es nicht mit Voß als Bewegung Eines, der sich vertheidigen will, zu nehmen ist, vgl. 425; bei Xen. aber ist χεῖρας ἀνατείνειν »die Hand emporheben«, als Zeichen der Genehmigung und Zustimmung, An. 5, 6,33. 7, 3,6; – χεῖρας ὀρέξαι, πετάσαι τινί, εἴς τινα, die Arme gegen Einen ausstrecken, ausbreiten, als Ausdruck des Flehens und der Liebe, Il. 4, 523. 13, 549. 15, 371; auch χεῖρα ὀρέγειν τινί = Einem die Hand reichen, sie hülfreich nach ihm ausstrecken, ihm unter die Arme greifen, Xen. Hell. 5, 2,17; χεῖρας ἀπέχειν τινός, die Hände von Etwas zurückhalten, es nicht antasten, sich nicht an ihm vergreifen, Hom. u. Folgde; auch χεῖρας παύειν τινός, Il. 21, 294; ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας, Etwas unternehmen, angreifen, Her. 1, 126. 4, 79. 7, 8; ὤλετο πρὸς χειρὸς ἕθεν Aesch. Suppl. 64; Ag. 1501; Soph. u. Eur.; Ar. περίβαλλε χέρας, Thesm. 918; und in Prosa: χεῖρας ἀνταιρόμενοι Thuc. 3, 32; προϊσχόμενοι 3, 66; περὶ χειρὶ χρυσοῦν δακτύλιον ἔχειν Plat. Rep. II, 359 e; ἁ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει, eine Hand wäscht die andere, Epicharm. bei Plat. Ax. 366 c. – Mit Präpositionen merke man folgende Vrbdgn: εἰς χεῖρας ἐλθεῖν od. ἱκέσθαι τινί, Einem in die Hände kommen, in die Hände od. in die Gewalt Imds geraten, Hom., der auch χεῖρας ἱκέσθαι sagt, u. Folgde; auch εἰς χεῖρας ἐλθεῖν, συνιέναι τινί, mit Einem ins Handgemenge kommen, sich thätlich an einander vergreifen, Soph. O. C. 979, Thuc. 4, 33. 72. 126 u. öfter, Xen. Cyr. 8, 5,12 u. sonst, wie χεῖρας συμμιγνύναι; – ἐν χειρί, ἐν χερσίν, in der Hand, in der Gewalt, εἶναι, ἔχειν, Hom. u. Folgde; auch μετὰ χερσὶν ἔχειν, Her. 7, 16; ἐν χειρὶ τὴν δίκην ἔχων Plat. Theaet. 172 e; ὥσπερ οἱ ἐν χερσὶν ἔχοντες ζητοῦσιν ἐνίοτε ὃ ἔχουσιν Rep. IV, 432 d; ἐν χερσὶν εἶναι, γίγνεσθαι = im Handgemenge sein, Thuc. 5, 72; ἐν χερσὶν ἀποτείνειν 3, 66; – auch ἐν χερσί, wie μετὰ χερσὶν ἔχειν = Etwas unter Händen haben, womit beschäftigt sein, Her. 1, 35, Soph. Phil. 1097; wie διὰ χειρῶν ἔχειν Thuc. 2, 13. 76; handhaben, lenken, regieren, Arist. polit. 5, 8; ἱκετηρίας σεμνῶς ἔχουσαι διὰ χερῶν Aesch. Suppl. 190, vgl. Spt. 415; Soph. μνῆμ' ἐπίσημον διὰ χειρὸς ἔχων Ant. 1243; διὰ χειρὸς πιπράσκειν, aus freier Hand verlaufen, Charit. 1, 12; μετὰ χεῖρας ἔχειν Thuc. 1, 138, Her. 7, 16, 2; – Pol. 15, 27, 9 ἐκ χειρός, aus der Hand, aus freier Hand, dah. aus dem Stegreif, auch vom Kampfe in der Nähe, ἡ ἐκ χειρὸς μάχη, das Handgemenge, Xen. Hell. 7, 2,14 An. 5, 4,25; aber ἡ ἐκ χειρὸς θεωρία ist das Betrachten in der Nähe, D. Hal., Isocr. iud. 2; oft bei Pol.; – πρὸ χειρῶν, vorhanden, in Bereitschaft, zunächst vorliegend, Eur. Troad. 1214; – ὑπὸ χειρός od. χειρῶν, unter den Händen, in der Gewalt, Botmäßigkeit, ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι, unter seine Botmäßigkeit bringen; ὅσον νῦν ὑπὸ χέρα ναίεις Soph. El. 1081; ὁ ὑπὸ χεῖρα, der Diener, Diosc. u. a. Sp.; aber παρέργως καὶ ὑπὸ χεῖρας ist = aus dem Stegreife, Plut. Arat. 3; Dem. 6, 34 ὁρῶ γὰρ ἐνίους οὐκ εἰς τοὺς αἰτίους, ἀλλ' εἰς τοὺς ὑπὸ χεῖρα τὴν ὀργὴν ἀφιέντας; ὑπὸ τὰς τῶν πολεμίων χεῖρας πίπτειν Pol. 8, 20, 8; ὑπὸ χεῖρα γίγνεσθαι D. Hal. 6, 19; – χεῖρας συμπλέκειν τινί, Freundschaft mit Einem schließen, Pol. 2, 45, 2. 47, 6; vgl. ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινά 21, 4,5. – Wie im Deutschen Bezeichnung der Seite durch die Hand; ἐπ' ἀριστερὰ χειρός, zur linken Hand, Od. 5, 277; ποτέρας τῆς χειρός; auf welcher von beiden Seiten? Eur. Cycl. 675; λαιᾶς δὲ χειρὸς οἰκοῦσι Χάλυβες Aesch. Prom. 716; κλῶνας ἐξ ἀμφοῖν χεροῖν τιθεὶς ἐλάας Soph. O. C. 484. – 2) das Werk od. die Tat der Hände, Gegensatz der Worte, gew. im plur.; ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il. 1, 77; βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ Aesch. Prom. 622, vgl. Ag. 1031; εἰ δέ τις ὑπέροπ τα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται Soph. O. R. 883; übh. Thätigkeit, Kraftäußerung der Hände, τῇ χειρὶ χρῆσθαι, im Gegensatz von ἀργὸν ἐπεστάναι, seine Hand brauchen, thätig sein, Her. 3, 78. 9, 72; übh. Kraft, Stärke, Gewalt, weil sie ihren Hauptsitz in den Händen haben, 8, 140, 2. – Auch Gewalttat, Schlägerei, Handgemenge; ἐς χειρῶν νόμον ἱκέσθαι, ins Handgemenge kommen, Her. 9, 48; ἐν χειρῶν νόμῳ ἀπόλλυσθαι, im Handgemenge umkommen, 8, 89; ἦν ἡ μάχη καρτερὰ καὶ ἐν χερσὶ πᾶσα, es wurde ganz und gar Mann gegen Mann gekämpft, Thuc. 4, 43; ἦρχε χειρῶν ἀδίκων Lys. 4, 11, er fing die thätliche Beleidigung an; ἀμυνόμενος ἄρχοντα χειρῶν πρότερον Plat. Legg. IX, 869 c; vgl. Xen. Cyr. 1, 5,13; Pol. 2, 45, 6. 56, 14 u. a. Sp.; ἐν χειρῶν νόμῳ τὰς πολιτείας διαλύειν, durch das Faustrecht, Aesch. 1, 5. – Tapferkeit od. Kraft, εἰς ἔλεγχον χειρὸς μολών Soph. O. C. 1299, u. öfter. – 3) wie das lat. manus, eine Hand voll Menschen, ein Hause, eine Schaar, bes. eine Kriegerschaar, Kriegsmacht; μεγάλη χείρ, ein großes Kriegsheer, auch pleonast. μεγάλη χεὶρ πλήθεος, Her. 7, 20; οἰκεία χείρ = χεὶρ οἰκετῶν, ein Sklavenhause, Eur. El. 624; πλήθει χερῶν Soph. O. R. 123; πολλῇ χειρὶ ἐπεβοήθουν Thuc. 3, 96; αἱ ἄρισται χεῖρες Pol. 1, 26, 5; χειρῶν πλῆθος 3, 89, 9. – 4) die Hand, die Einer schreibt, die Handschrift, Hyperid. bei Poll. 2, 152; übh. die Hand eines Künstlers, die eigenthümliche Behandlungsart, Kunstfertigkeit, Styl, Manier eines Künstlers, γλαφυρή, σοφή u. vgl., Theocr. 9, 7, Ep. ad. 315 (Plan. 252); vgl. Poll. 2, 150; auch das Kunstwerk selbst, dann immer im plur., vgl. Jac. A. P. p. 871. – Pleonastisch steht der dat. χειρί, χερσίν bei allen Zeitwörtern, die ohnehin schon eine Thätigkeit der Hände in sich schließen, χειρὶ λαβεῖν, ἑλέσθαι u. vgl., Hom. u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
se décline en att. : χείρ, χειρός, χειρί, χεῖρα ; χεῖρες, χερῶν, χερσί, χεῖρας ; χεῖρε, χεροῖν;
La décl. poét. se fait qqf d'après le th. χερ- : nom. pl. χέρες, acc. χέρας, gén. duel χεροῖν;
A. main, d'où
I. litt. main considérée simpl. comme membre du corps : χειρὸς ἑλεῖν τινα IL, ἔχειν τινά IL, ἀνιστάναι τινά IL prendre, tenir, lever qqn par la main;
II. p. anal. ou p. ext. :
1 αἱ χεῖρες, pattes antérieures de certains animaux;
2 poing, bras : χειρὸς δεξιτερῆς πῆχυς IL le coude du bras droit;
3 creux ou plat de la main;
4 bras pendant des épaules : χεῖρε πετάσσαι τινί IL ou εἴς τινα OD tendre les bras à qqn ; χεῖρε πετάσσας OD ayant ouvert les deux bras en parl. d'un nageur;
III. main, terme employé :
1 pour marquer la direction : ἐπ' ἀριστερὰ χειρός OD à main gauche ; λαιᾶς χειρὸς οἰκεῖν ESCHL habiter sur la gauche ; subst. ἡ ἀριστερά, ἡ δεξιά, v. ἀριστερός, δεξιός, etc.
2 en parl. de suppliants χεῖρας ἀνασχεῖν θεοῖς IL tendre les mains vers les dieux ; ποτὶ γούνασι χεῖρας βάλλειν OD, χεῖρας ἀμφιβάλλειν γούνασι OD ou δείρῃ OD entourer de ses bras les genoux ou le cou de qqn ; χειρός τινος ἅπτεσθαι PLUT prendre la main de qqn pour le supplier;
3 en parl. de votants τὴν χεῖρα αἱρεῖν XÉN lever la main ; ἀνατείνειν τὴν χεῖρα XÉN lever et tendre la main;
4 pour marquer l'action (p. opp. à la parole ou à la délibération) : ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήγειν IL secourir de la parole et de la main ; en gén. l'activité, l'énergie : χερσίν τε ποσίν τε καὶ σθένει IL des mains, des pieds, de toute sa force ; καὶ ποδὶ καὶ χειρὶ καὶ φωνῇ καὶ πάσῃ δύναμει ESCHN des pieds, des mains, de la voix, par tous les moyens possibles ; particul. la violence : χερσὶν ἢ λόγῳ SOPH par l'action ou par la parole ; προσφέρειν χεῖρας XÉN employer la force ; χειρῶν ἀδίκων ἄρχειν XÉN commencer la guerre, commencer une lutte, une guerre ; ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσθαι HDT en venir à la loi de la force, càd en venir aux mains ; χεῖρας ἐπιφέρειν τινί IL ou ἐφιέναι τινί IL porter les mains sur qqn ; χεῖρας ἀπέχειν τινός IL, OD s'abstenir de toucher à qqn;
5 pour marquer la puissance, la richesse ou la pauvreté, une idée de protection, etc.
6 pour marquer le contact χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβεῖν IL se prendre mutuellement les mains en signe de fidélité ; ἐμβάλλειν χειρὸς πίστιν SOPH mettre sa main dans la main de qqn comme gage de foi;
7 avec une prép. : τῶν ἀνὰ χεῖρα πραγμάτων PLUT les affaires qui se présentent sous la main, les affaires courantes ; ἀπὸ χειρὸς μεγάλα ἐργάζεσθαι LUC accomplir de grandes choses par son activité personnelle ou son habileté ; en gén. διὰ χειρὸς ἔχειν, avoir dans sa main, sous sa direction ou en son pouvoir, protéger ou diriger, acc. ; διὰ χειρὸς ἔχειν τὰ συγγράμματα, τοὺς λόγου, etc. avoir en main ou sous la main, càd connaître, lire avec attention les ouvrages, les discours, etc. ; εἰς τὴν χεῖρα λαμβάνειν LUC prendre dans sa main ; fig. ἐς χεῖράς τι ἄγεσθαι HDT prendre qch en main, entreprendre qch ; ἔμελλε ἐς χεῖρας ἄξεσθαι τὸ στράτευμα HDT Xerxès était sur le point de prendre en main la conduite de l'armée ; en mauv. part εἰς χεῖρας ἱκέσθαι, ἐλθεῖν, πεσεῖν, etc. IL tomber dans les mains de qqn, au pouvoir de qqn ; sans idée d'hostilité : ἐς χεῖρας ἐλθεῖν τινι, s'approcher de qqn pour s'entretenir avec lui confidentiellement et amicalement ; avec idée d'hostilité εἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι, en venir aux mains avec qqn ; ἡ ἐκ χειρὸς μάχη, combat à l'arme blanche, càd sans projectiles ; ἐκ χειρὸς βάλλειν XÉN frapper avec l'épée, non avec la fronde ; ἐν ταῖς χερσῖν ἔχειν, avoir dans les mains, posséder, tenir, etc.
B. p. ext. ou p. anal. :
I. tout ce qu'on peut tenir dans la main, poignée : poignée d'hommes, troupe (cf. lat. manus, manipulus) ; pléonast. μεγάλη χεὶρ πλήθεος HDT une grande foule, une multitude ; particul. troupe de soldats : οὐ σὺν μεγάλῃ χειρί avec une troupe peu nombreuse ; πολλῇ χειρί HDT avec une troupe nombreuse;
II. ce que la main exécute, particul. tour de main, manière, style propre à un écrivain ou à un artiste;
III. p. anal. objet en forme de main :
1 χεὶρ σιδηρᾶ THC main de fer, sorte de crampon pour saisir un vaisseau ennemi, grappin d'abordage;
2 gant;
NT: pouvoir, autorité ; activité ; doigt.
Étymologie: R. Χερ, saisir ; cf. anc. lat. hir « main ».
Russian (Dvoretsky)
χείρ: χειρός ἡ (dat. χειρί, acc. χεῖρα; pl.: χεῖρες - поэт. тж. χέρες, gen. χερῶν, dat. χερσί - поэт. тж. χέρεσσι и χείρεσ(σ)ι, acc. χεῖρας - поэт. тж. χέρας, эол. χέρρας)
1 (лат. manus) рука, кисть: χειρὸς ἔχειν τινά Hom. держать кого-л. за руку; χειρὸς ἀνιστάναι τινά Hom. взяв за руку, приподнять кого-л.; χειρὶ καταρρέζειν τινά Hom. ласкать рукой кого-л.; ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν τινί Hom. помочь кому-л. и словами, и руками (т. е. делом); χερσίν τε ποσίν τε καὶ σθένει Hom. руками, ногами и силой, т. е. всеми средствами; τῇ χειρὶ χρῆσθαι Her. действовать; χειρῶν γεύσασθαι Hom. испробовать силу своих рук, т. е. помериться силами; ἐμβάλλειν χειρὸς πίστιν Soph. давать руку в знак верности; ἀπὸ χειρὸς λογίζεσθαι Arph., Luc. считать по пальцам; ἀπὸ χειρὸς μεγάλα ἐργάζεσθαι Luc. лично совершать великие подвиги; διὰ χειρὸς ἔχειν τι Soph., Thuc., Plut. держать что-л. в своих руках, перен. распоряжаться или управлять чем-л.; διὰ χερῶν и εἰς χεῖρα λαβεῖν τι Soph. etc. взять (схватить) что-л. в руки; πρὸ χειρῶν φέρειν Soph., Eur. нести в руках; διὰ χειρὸς ἄγειν τὸν ἵππον Plut. вести лошадь в поводу; μεμνῆσθαι καὶ διὰ χειρῶν или χερὸς ἔχειν τι Plut. твердо помнить что-л.; εἰς χεῖρα γῇ συνάπτειν Eur. совсем близко подплывать к берегу; ἐς χεῖρας ἄγεσθαί τι Her. предпринимать что-л.; εἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι Hom. попасть в чьи-л. руки, Aesch., Xen., Polyb. сойтись (встретиться) с кем-л., Thuc., Xen. вступить в (рукопашный) бой с кем-л.; εἰς χεῖρας ἰέναι Thuc., Xen., Plut., συμμιγνύναι Xen., ἵεσθαι Plut., συνιέναι и συνάπτειν Polyb. сходиться для боя; ἐν χερσὶν εἶναι Polyb., Plut. вести бой; εἰς χεῖρας δέχεσθαι Xen. принять бой; ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινά Polyb. быть в близких отношениях с кем-л.; τὰ ἀνὰ χεῖρα πράγματα Plut. текущие дела; αἱ ἀνὰ χεῖρα τῶν ἰδιωτῶν ὁμιλίαι Sext. речи простых людей; ἐκ χειρός Soph., Xen., Plut. - вручную, руками, Polyb. вблизи, вплотную, но тж. тут же, тотчас же, немедленно; ἐκ τῶν χειρῶν ἀφιέναι τι Plut. упустить что-л.; ἐν или μετὰ χερσὶν ἔχειν τι Hom., Her., Thuc., Plat., Plut. держать что-л. в руках, перен. быть занятым (поглощенным) чем-л.; ὁ ἐν χερσίν Plut., Sext. настоящий, данный, наличный; ὕδωρ κατὰ χειρός Arph. вода для (омовения) рук; πρὸς χειρός τινος ὀλέσθαι Aesch. погибнуть от чьей-л. руки; πρὸς ἐμὴν χεῖρα Soph. по знаку моей руки; διὰ χειρός τινος и ἐν χειρί τινος NT через посредство кого-л.; βαρείας χεῖρας ἐπιφέρειν или ἐφιέναι τινί перен. Hom. поднять руку на кого-л.; ὑπὸ χεῖρα Arst., Plut. тотчас же, Plut. мимоходом, вскользь;
2 иногда рука в знач. βραχίων: πῆχυς χειρὸς δεξιτερῆς Hom. локоть правой руки; χ. μέση, ἀγκῶνος ἔνερθεν Hom. средняя часть руки, пониже локтя; ἄκρη (ἄκρα) χ. Hom., Xen., Plat. кисть руки; ἐν χερσί τινος πεσέειν Hom. упасть в чьи-л. объятья;
3 редко (у животных) передняя конечность, нога или лапа Xen., Arst.;
4 сторона, направление: ἐπ᾽ ἀριστερὰ χειρός Hom. по правую сторону (руку); λαιᾶς χειρός Aesch. с левой стороны; ποτέρας τῆς χειρός; Eur. с какой стороны?;
5 сила, насилие: ἀπέχειν χεῖρας (χέρας) τινός Hom., Aesch. не прикасаться к кому-л.; ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσθαι Her. вступить в схватку, сразиться; ἐν χειρῶν νόμῳ Her., Thuc. в рукопашном бою; ἐν χερσίν и ἐν χεροῖν Thuc., Plut. в бою; ἡ μάχη ἐν χερσί Thuc. ближний или рукопашный бой; ἄρχειν ἀδίκων χειρῶν Xen. несправедливо напасть, начать разбойничью войну; διὰ τῆς ἐκ χειρὸς βίας Polyb. силой, напролом; οὐ κατὰ χεῖρά τινος ἀπολείπεσθαι Plut. не уступать кому-л. в силе;
6 власть, мощь (sc. Διός Hom.): ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι Xen. подчинять, покорять; ὑπὸ τὰς χεῖράς τινος πίπτειν Polyb. попасть во власть кого-л.; ὁ ὑπὸ χεῖρα Dem. подвластный, подчиненный;
7 горсточка (людей), группа, отряд Aesch., Thuc.: μεγάλη χ. πλήθεος Her. большая толпа; πολλῇ χειρί Eur. с многочисленным отрядом;
8 абордажный крюк (χεὶρ σιδηρᾶ Thuc., Diod.);
9 перчатка (ὅπλον ἡ χ. καλουμένη Xen.);
10 литературный стиль, слог (γλαφυρὰ χ. Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
χείρ: ἡ, χειρός, χειρὶ χεῖρα, δυϊκ. χεῖρε, χεροῖν, πληθ. χεὶρες, χερῶν, χεῖρας, - ἡ παραλήγουσα εἶναι συνήθως βραχεία ὅταν ἡ λήγουσα ᾒ μακρὰ· δοτ. πληθ. ἀείποτε χερσὶ (χειρσὶ ἀπαντᾶ ἐν μεταγεν. ὲπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2811b. 10., 2742c)· - ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ εἶχον τὴν παραλήγουσαν ὡς μακρὰν ἢ βραχείαν ἐν πάσῃ πτώσει κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, χερός, χερί, χέρα, χέρι, χέρες, χέρας (τούτων ὁ Ὄμ. ποιεῖται χρήσιν μόνον τῆς δοτ. χερί· χέρα Ὕμν. Ὀμ. 18. 40)· μετὰ γεν. δυΐκοῦ καὶ πληθυντ. χειροῖν, χειρῶν, ὧν ὁ πρῶτος τύπος ἀπαντᾶ ἐν Σοφ. Ἠλ. 206, 1595· ἐν ᾡ ὁ τύπος χειρῶν εἶναι κοινός καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις. - Ποιητ. τύποι δοτ. πληθ. χείρεσι, -ιν, Ὅμ., Πίνδ. χείρεσσι Ὅμ., καὶ ἐν Σοφ. Ἀντιγον. 976, 1297 (λυρ.) ἀλλ’ ἐν ἰαμβικῷ στίχῳ, Εὐρ. Ἄλκ. 756· χέρεσσι, - εν μόνον ἐν Ἡσ. Θεογ. 519, 747· - Δωρ. ὄνομ. χέρς Τιμοκρ. 9· γεν. χηρὸς Ἀλκμ. 87· αἰτ. πληθ. χέρρας Θεόκρ. 28. 9· - Περὶ τοὺ τονισμοῦ καὶ τῆς κλίσεως τῶν τύπων τούτων ἴδε Ἀρκάδ. 20. 18., 25. 11, Χοιροβοσκ. εἰς Θεοδόσ. σ. 86. 346. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε ἐν τέλ.) Ἡ χεὶρ («χέρι»), εἴτε ὡς κεκλεισμένη, παχεῖα Ἰλ. Γ. 376· βαρεῖα Λ. 235, κ. ἀλλ.· εἴτε ὡς ἀνοικτὴ καὶ ἀναπεπταμένη, χερσὶ καταπρηνέσσι Ο. 114, Ὀδ. Ν. 164, κ. ἀλλ.· εἰς τὴν χ. ἐγχέαι τι Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 3, 9· ἐν τῇ χρήσει ὁ πληθ. πολλάκις κεῖται ὅπου μία μόνη χεὶρ νοεῖται, π.χ. ἐν Ἰλ. Ψ. 384· ἢ τουναντίον, τίθεται ὁ ἑνικὸς ὅπου νοοῦνται αἱ χεῖρες δύο ἀνθρώπων, π. χ. ἐν Ὀδ. Γ. 37: ἀμφοτέρων ἔλε χεῖρα· - ὁ δυϊκὸς εὕρηται καὶ μετὰ τοὺ πληθ. συνημμένος, χεῖρε ἀμφοτέρας Ἰλ. Φ. 115, φίλας περὶ χεῖρε Ὀδ. Λ. 211. 2) ἡ χεὶρ μετὰ τοῦ βραχίονος, πρβλ. (ὦμος Ι. 1.), πῆχυν χειρὸς δεξιτερῆς Φ. 166· χεῖρα μέσην ἀγκῶνος ἔνερθεν Λ. 252· χεῖρες ἀπ’ ὤμων ἀΐσσοντο Ἡσ. Θεογ. 150· οὕτως, ἐν χερσὶ πεσεῖν, εἰς τὰς χεῖρας, δηλ. εἰς τὰς ἀγκάλας τινὸς, Ἰλ. Ζ. 81, κτλ.· ἐνίοτε δὲ προστίθενται προσδιορισμοὶ ἴνα δηλωθῇ ἡ κυρίως χεὶρ ὡς διακεκριμένη ἀπὸ τοῦ βραχίονος, ἄκρην οὔτασε χεῖρα Ε 336· ἄκραις ταῖς χ. χειρῖδας ἔχουσι Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 8, 17, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 352Α. 3) ἡ χεὶρ τών πιθήκων, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 14, Ἄριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 8, 5· ἐπὶ τῶν προσθίων ποδῶν τῆς ὑαίνης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 330. ΙΙ. Ἰδιάζουσαι χρήσεις: 1) εἰς δήλωσιν θέσεως, ποτέρας τῆς χειρός; ἐνθα ἡ ἀπάντησις εἶναι: ἐν δεξιᾶ σου Εὐρ. Κύκλ. 681, 682 οὕτως, ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς Πινδ. Π. 6. 19· ἐπ’ ἀριστερὰ χειρὸς Ὀδ. Ε. 277· χειρὸς εἰς τὰ δεξιὰ Σοφ. Ἀποσπ. 527· λαιᾶς χειρὸς Αισχύλ. Πρ. 714· πρβλ. ὑπόγυος· - ἀλλὰ τὸ χεὶρ συχνάκις παραλείπεται μετὰ τὸ δεξιὰ, ἀριστερά, (ἴδε τὰς λέξ. (δεξιός, ἀριστερός, σκαιός, λαιός), Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἐκ. 1141. 2) ἡ δοτ. παντὸς ἀριθμοῦ εἶναι συνήθης μετὰ παντὸς ῥήματος δηλοῦντος τὴν χρῆσιν τῶν χειρῶν. χειρὶ λαβεῖν, χερσὶν ἑλέσθαι, Ὄμ., κλπ.· χερσὶν ἀσπάζεσθαι Ὄδ. Γ 35· προκαλίζεσθαι Σ. 20 χειρὶ ἢ χεροῖν ψαύειν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1510, 1466· πρβλ. ἐμφύω, καταρρέζω· - ἐνίοτε ἡ δοτ. αὔτη προστίθεται πλεοναστικῶς ἐν εἴδει ἐμφάσεως, ὄνυξι συλλαβὼν χερὶ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 303· οὔτω πὺξ χειρί, λὰξ ποδί, κλπ. 3) ἡ γεν. εἶναι ἐν χρήσει ὅταν λαμβάνῃ τίς τινα ἀπὸ τῆς χειρὸς, χειρὸς ἔχειν τινὰ Ἰλ. Δ. 154· χειρὸς ἐλὼν Α. 323, κτλ.· γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη, ἤγειρε λαβὼν, ἐκ τῆς χειρὸς αυτόν, Ω. 515, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 319 χερὶ χειρὸς ἑλὼν Πινδ. Π. 9. 216· ἕλκειν τινὰ χειρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ν. 11. 42· ἀνέλκειν τινὰ τῆς χ. Ἀριστοφ. Σφ. 569, κτλ. 4) ἡ αιτιατ. τίθεται, ὅταν τις λαμβάνῃ τὴν χεῖρά τινος, χεῖρα γέροντος ἑλὼν Ἰλ. Ω. 361· χεῖρ ἕλε δεξιτερὴν Ὀδ. Α. 121· χεῖράς τ’ ἀλλήλων λαβέτην, πρὸς πίστωσιν φιλίας, Ἰλ. Ζ. 233· οὕτω ἕμβαλλε χ. δεξιὰν μοι Σοφ. Τραχ. 1181 ἕμβαλλε χειρὸς πίστιν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 813, πρβλ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1632. 5) ἕτεραι χρήσεις τῆς αἰτιατ.: α) ἐπὶ ἰκετῶν, χεῖρας ἀνασχεῖν θεοῖς, δηλ. ἐν προσευχῇ, Ἰλ. Γ. 275, κτλ., πρβλ. ἀνέχω Α. 1· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ποτὶ γούνασι χεῖρας βάλλειν Ὀδ. Π. 310 χεῖρας ἀμφιβάλλειν γούνασι Η. 142· ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ’ Ὀδυσῆϊ Ψ. 207· ἀμφί τινι χεῖρε β. Φ. 223· περίβαλε δὲ χέρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 914, πρβλ. Αἰσχύλ Ἀγ. 1559 οὕτω καὶ (ἴδε τὰς λέξεις) χεῖρας ἀείρειν ἀνατείνειν, ἀναφέρειν, διότι ὁ Voss δὲν θέλει νὰ ἐρμηνεύσῃ τὸ χεῖρας ἀείρειν (Ὀδ. Λ. 423) ὡς κίνημα πρὸς ἰδίαν ὑπεράσπισιν (πρβλ. 426) ἀλλ’ ὅμως παρ’ Ἀττ. τὸ χεῖρας αἴρω σημαίνει ὑψώνω τὰς χείρας εἰς σημεῖον ὅτι συναινῶ εἴς τι ἢ εἰς τὴν ἐκλογήν τινος, ἐπὶ τῶν ψηφοφορούντων, Ἀριστοφ. ἐκκλ. 264· τὴν χ. αἴρειν Ἀνδοκ. 28. 37, Ξεν. κλπ.· ὅτῳ ταῦτα δοκεῖ, ἀράτω τὴν χ. Ξεν. Ἀν. 5. 6, 33, πρβλ. 7. 3, 6· οὕτως, ἀνατεινάτω τὴν χ. αὐτόθι 3. 2, 9, 33· ὡσαύτως, χεῖρας ὀρεγνὺς Ἰλ. Χ. 37· χεῖρ’ ὀρέγων εἰς οὐρανὸν Ο. 371· χεῖρας ἀρ. τινι Ὀδ. Μ. 257· πρός τινα Πινδ. Π. 4. 426, πρβλ. Ἰλ. Ω. 506· (ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὀρ. τὴν χ. τινι, «ἁπλώνω», ἐκτείνω τὴν χεῖρά μου πρὸς βοήθειάν τινος, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 17)· ὡσαύτως, χεῖρε ἑτάροισι πετάσσας Ἰλ. Δ. 523, κτλ.· πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας Ὀδ. Λ. 392 (ἀλλά, χεῖρε πετάσσας ἀπολ., ἐπὶ ἀνθρώπου κολυμβῶντος, κτλ., Ε. 374, κτλ.). β) χεῖρα ὑπερέχω τινός, κρατῶ τὴν χεῖρα ὑπεράνω τινὸς ὡς προστάτης αὐτοῦ, Ἰλ. Ι. 420, κλπ.· σπανιώτερον μετὰ δοτικ., τινὶ Δ. 249, πρβλ. Ε. 433. γ) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, χεῖρας ἢ χεῖρα ἐπιφέρειν τινὶ Α. 89, Τ. 261, κτλ.· χεῖρας ἐφιέναι τινὶ Α. 567, καὶ συχνάκις ἐν τῇ Ὀδ.· οὕτως, χεῖρας ἐπιβάλλειν τινὶ Πολύβ. κλπ.· χέρα προσφέρειν τινὶ. Πινδ. Π. 9, 62 (ἴδε προσφέρω Ι. 1). - χεῖρας ἐπί τινι ἰάλλειν, ἴδε ἰάλλω Ι. 1. δ) χεῖρας προϊσχέσθαι Θουκ. 3. 58, 66· χεῖρας ἀπέχω τινός, κρατῶ τὰς χεῖράς μου μακράν τινος, Λατ. abstinere manus ab aliquo, Ἰλ. Α. 97, Ὀδ. Υ. 263, Αἰσχύλ. Εὐμ. 350· τὼ χεῖρε Πλάτ. Συμπ. 213D· οὕτω, χεῖρας παύειν τινὸς Ἰλ. Φ. 294· πρβλ. ἀνασείω, ἐπισείω. ε) χεῖρας ἐπιτιθέναι τινί, εἰς σημεῖον καθιερώσεως, χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 22, κλπ. 6) μετὰ προθέσεων: α) ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινά, ἔχειν στενὴν γνωριμίαν μετά τινος …, Πολύβ. 21. 4, 5, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 64· τὰ ἀνὰ χεῖρα, τὰ ὑπὸ ἐξέτασιν πράγματα, Πλούτ. 2. 614Α, κλπ.· ἀνὰ χ. τῆς πύλης, πλησιέστερα πρὸς τὴν πύλην, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΙΕ΄, 2). β) ἀπὸ χειρὸς λογίζομαι, λογαριάζω, προχείρως, ἐκ τοῦ προχείρου, κατὰ συμπερασμόν, Ἀριστοφ. Σφ. 656, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29· ἴδε κατωτέρω ε. γ) διὰ χερῶν ἔχειν, λαβεῖν, κυριολεκτικῶς κρατῶ, λαμβάνω μεταξὺ τῶν χειρῶν μου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 193, Σοφ. Ἀντιγ. 916· διὰ χειρὸς ἔχειν, ἔχειν ἐν τῇ χειρί, αὐτόθι 1258, Ἀριστοφ. Σφ. 597· ἔχω εἰς τὰ χεῖράς μου, δηλ. εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, Θουκ. 2. 76· καὶ οὕτω, ἔχω ἔργον εἰς τὰς χεῖράς μου, ἀσχολοῦμαι εἰς αὐτό, φροντίζω περὶ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. 2. 13, καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, οἷον Διονυσ. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 4, Πλουτ., κλπ.· ὡσαύτως, διὰ χερῶν ἔχειν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 8· οὕτως ἐπὶ ὅπλων, ὡς μὴ διὰ χειρὸς ὄντα (δηλ. τὰ ὅπλα) φθείροιτο, ἵνα μὴ φθείρωνται ὄντα ἐν καθημερινῇ χρήσει, Λουκ. Ἀνάχ. 35· καὶ διὰ χ. ἔχω, μετὰ μετοχ., συνεχῶς πράττω τι, Πλούτ. 2. 767C· - διὰ χειρός τινος ποιεῖν τι, φαίνεται ὅτι εἶναι Ἑβραϊσμὸς παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ., διὰ μέσου τινός, διὰ τῆς ἐνεργείας τινός· - ἡ διὰ χειρὸς πρᾶσις, πώλησις ἄνευ συζητήσεως ὡς πρὸς τὴν τιμήν, Χαρίτων 1. 12. δ) εἰς χεῖρας λαμβάνειν τι, κυριολεκτικῶς, Σοφ. Ἠλ. 1120. κλπ.· ὡσαύτως, λαμβάνω τι εἰς χεῖρας, ἀναλαμβάνω, ἐπιχειρῶ, Εὐρ. Ἑκ. 1242· οὕτως, ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας Ἡρόδ. 1. 126., 4. 79, κλπ.· - ὡσαύτως, θεῖναί τι ἢ τινα εἰς χεῖρά τινος Σοφ. Αἴ. 751· δοῦναί τινι εἰς χεῖρας ἢ χεῖρα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1348, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 8, 22· καταστῆσαι εἰς τὰς χεῖράς τινος Αἰσχίν. 32. 1· - ἀκολούθως ἐπὶ προσώπων, ἐς χεῖρας ἰκέσθαι τινός, πίπτω εἰς τὴν ἐξουσίαν τινός, Ἰλ. Κ. 448· (παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως ἁπλῶς, ὅ τι χεῖρας ἴκοιτο Ὀδ. Μ. 331, πρβλ. Ω. 172), οὕτως, εἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 4, 10· ἢ καθόλου, ἔχω σχέσεις μετά τινος, συναναστρέφομαι, συνομιλῶ μετά τινος, αὐτόθι 2. 4, 15, Ἀνάβ. 1. 2, 26· (οὕτω, ἐς χεῖρα γῇ ξυνῆψαν Εὐρ. Ἡρακλ. 429, ἔνθα ἴδε Elmsl.)· ἀλλὰ συνηθέστατα, ἐς χεῖρας ἐλθεῖν, ἰέναι, συνιέναι τινί, ἐλθεῖν εἰς χεῖρας, συμπλακῆναί τινι ἐκ τοῦ συστάδην, Λατ. manum conser· cumaliquo, Αἰσχύλ. Θήβ. 680, Σοφ. Ο. Κ. 795, Θουκ. 7. 44· ὡσαύτως ἀπολ., εἰς χ. ἐλθεῖν, ἰέναι ὁ αὐτ. 2. 3., 4. 23, 72. 96 συνιέναι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 22· τοῦτο ὁ Ἡρόδ. ἐκφέρει διὰ τοῦ ἐς χειρῶν νόμων ἀπικέσθαι 9. 48, ἐν χειρῶν νόμῳ ἀπόλλυσθαι 8. 89, πρβλ. Αἰσχίν. 1. 24· οὕτως, ἐν χεροῖν δίκῃ (Elmsl.) Εὐρ. Βάκχ. 737 (πρβλ. ἐν χερσὶ τὴν δίκην ἔχων Πλάτ. Θεαίτ. 172Ε), χεῖρας συμμιγνύναι τοῖς πολεμίοις Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 11· - ὡσαύτως, εἰς χεῖρας δέχεσθαί τινας, ἀναμένειν τὴν ἐπίθεσιν ἢ ἔφοδον αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 3, 31· εἰς χ. ὑπομένειν τινὰς Θουκ. 2. 72 ε) ἐκ χειρός, διὰ χειρὸς ἀνθρώπου, Σοφ. Αἴ. 27· - ἐκ τοῦ πλησίον, ἐκ τοῦ συστάδην, Λατ. cominus, ἐκ χειρὸς βάλλειν Ξεν. Ἀν. 3. 3, 15· ἀμύνεσθαι αὐτόθι 5. 4, 25· μάχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 14· πληγὰς ἐκ χ. ἀναδέχεσθαι Πλουτ. Τιμολ. 4· - ὡσαύτως ἐπὶ χρόνου, διότι δεῖ μὴ μέλλειν, ἀλλ’ ἐκ χειρὸς ἔχεσθαι τῶν προκειμένων Πολύβ. 5. 41, 7, κ. ἀλλ. ζ) ἐν χειρὶ τίθει δέπας Ἰλ. Α. 585, Ὀδ. Ν. 57, Ο. 120, κ. ἀλλ.· καὶ ἀείποτε οὕτως ἐπὶ ποτηρίου (ὥστε τὸ ἐν χερσὶ τίθει δέπας ἐν Ὀδ. Γ. 51, Ο. 120 κατέκριναν οἱ κριτικοί)· καὶ οὕτω, πρεσβήιον ἐν χερὶ θήσω Ἰλ. Θ. 289 τόξον (ἔγχος) ἔχων ἐν χειρὶ Ο. 443, Ρ. 604· σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρὶ Ὀδ. Β. 37· ἀλλά, ἐν .. χερσὶ σκῆπτρον ἔθηκεν Ἰλ. Ψ. 568· ἐπὶ πολυτίμου δώρου, ἐν χερσὶ τίθει Α. 441, 446· ἴδε La Roche Text-kr. σ. 378· ἀκολούθως, ἐν ταῖς χ. ἔχειν, κυριολεκτικῶς, Πλάτ. Πολ. 432D, Δημ. κλπ.· ἀλλά, ἐν χερσὶν ἔχω ὁμοίως, ὡς τὸ διὰ χειρὸς ἔχω, εἶμαι ἠσχολημένος εἴς τι, τὸν γάμον Ἡρόδ. 1. 35, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 1· οὕτω, ἐν χειρὶ ἔχειν Πλάτ. Θεαίτ. 172Ε· ὁ ἐν χερσὶ πόλεμος, ὁ διεξαγόμενος, Διονύσ. Ἁλ. 8. 87· ὁ ἐν χ. περιτειχισμὸς αὐτόθι 21· - συχν. ἐπὶ μάχης ἐν χερσί, ἐκ τοῦ συστάδην, ἐκ τοῦ πλησίον, Λατ. cominus, ἦν ἡ μάχη ἐν χ. Θουκ. 5. 43 ἐν χ. ἀποκτείνειν ὁ αὐτ. 3. 66, πρβλ. 4. 57. 96, κλπ.· ἐν χ. γίγνεσθαί τινι ὁ αὐτ. 5. 72· ἐν χ. εἶναί τινος Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 11· - οὕτως, ἐνίοτε ἐν τῷ δυϊκῷ, τἀν χεροῖν Σοφ. Ἀντ. 1345 ἐν χεροῖν ἔχειν, κλπ., Πλουτ. Ἀλέξ. 13, κλπ.· - ἐν χειρί τινος, διὰ χειρός τινος, διὰ μέσου τινός, Ἑβραϊσμὸς παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ. η) ἐπὶ χειρὸς ἔχειν Θέογν. 490· ἐπὶ χεῖράς τινος φέρειν τι, τιθέναι τι εἰς τὰς χεῖράς τινος, Πλούτ. 2. 815Β. θ) κατὰ χειρός, ἐπὶ τοῦ νίπτεσθαι τὰς χεῖρας πρὸ τοῦ φαγητοῦ, ὕδωρ κατὰ χειρὸς ἢ κατὰ χειρὸς ὕδωρ (ἐξυπακ. φερέτω τις) Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1 (ἴδε Σουΐδ. ἐν τῇ φράσει: κατὰ χειρὸς ὕδωρ). Ἀριστοφ. Σφ. 1216, πρβλ. Ὄρν. 464, Ἀποσπ. 427, Ἀθήν. 408Ε· καὶ (ἄνευ τῆς λέξεως ὕδωρ) κατὰ χ. διδόναι, λαμβάνειν Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 1. 2· δίδον κατὰ χειρὸς Ἀρχέδικος ἐν «Θησαυρῷ» 1. 3· - μεταφορ., πάντα μοι κατὰ χ. ἦν τὰ πράγματα, πρόχειρα, Φερεκράτ. ἐν «Χείρωσιν» 7· - ὕστερον ὡσαύτως, κατὰ χειρῶν δοῦναι, χέειν, Φιλύλλιος ἐν «Αὔγῃ» 1, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 36· οἱ δὲ κατὰ χειρῶν λαβόντες περιμένουσι φίλτατοι Μένανδρος ἐν «Ὑδρίᾳ» 4, πρβλ. Φώτ. ἐν λέξ., Λοβέκ. εἰς Φρύν. 327· κατὰ χ., κατὰ τὴν πρᾶξιν, κατὰ τὴν ἐνέργειαν, ἀντίθετον τῷ συνέσει, Διονύσ. Ἁλ. 7. 6, Πλουτ. Φιλοποίμ. 7· - κατὰ χεῖρας ἢ κατὰ τὴν χεῖρά τινος, πλησίον τινός, Ἑβδ. ι) μετὰ χερσὶν ἔχειν, μεταξὺ τῶν χειρῶν, δηλ. ἐν χερσίν, Ἰλ. Λ. 4, Ο. 717· (ἄλεισον) μετὰ χ. ἐνώμια Ὀδ. Χ. 10· - ἀλλά, μετὰ χεῖρας ἔχω, ἔχω ἀνὰ χεῖρας, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, Ἡρόδ. 7. 16, 1, Θουκ. 1. 138. κ) παρὰ χεῖρα, προχείρως, Ἑβδ.· πλεοναστ., πρόχειρον παρὰ χεροῖν Σοφ. Φιλ. 747. λ) πρὸ χειρῶν, ἔμπροσθεν καὶ πλησιέστατα, Σοφ. Ἀντιγ. 1279, Εὐρ. Τρῳ. 1207, Ρῆσ. 274· οὕτω, πρὸ χειρὸς εἶναι Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 5 (κατὰ τὸν Ἕρμανν. ἀντὶ προχείρους). μ) πρὸς χειρός τινος, διὰ χειρός τινος, τῇ ἐνεργείᾳ τινός, Αἰσχύλ. Ἱκ. 66, κλπ.· - πρὸς ἐμὴν χ., πρὸς τὰ σημεῖα τὰ ὁποῖα δεικνύει ἡ χείρ μου, Σοφ. Φιλ. 148. ν) ὑπὸ χερσὶ δαμείς, ὑπὸ τῶν χειρῶν τινος, δηλ. ὑπό τινος, Ἰλ. Β. 374, κλπ.· ὑπὸ χεῖρα ποιοῦμαι, κάμνω ὑποχείριον, ὑποτάσσω (πρβλ. ὑποχείριος), Ξεν. Ἀγησ. 1. 22· οἱ ὑπὸ χ., οἱ ὄντες ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τινός, Δημ. 74. 5· ὑπὸ τὴν χ. ἐλθεῖν, ἐλθεῖν εἰς τὴν ἐξουσίαν τινός, Λουκ. Ἑρμότ. 57, κλπ.· ἀλλά, ὑπὸ χεῖρα, ὡσαύτως, προχείρως, ἀμέσως, Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 9, 13, Πλούτ., κλπ. ΙΙΙ. ἡ χεὶρ συχνάκις λαμβάνει τοὺς προσδιορισμοὺς τοῦ προσώπου τοῦ ποιουμένου χρῆσιν αὐτῆς, χ. μεγάλη, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Ο. 695· θοὴ χ., ἐπὶ τοῦ βάλλοντος ἢ ἀκοντίζοντος, Μ. 306· ἀφνειὸς Πινδ. Ο. 7. 1, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 458· εὐσεβής, εὐφιλὴς Αἰσχύλ. Χο. 141, Ἀγ. 34· κάρβανος αὐτόθι 1061· γεραία Εὐρ. Ἑκ. 145· πονηρὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1316· κλπ.· - ὡσαύτως εἰς δήλωσιν πλούτου ἢ πενίας, πλειοτέρῃ σὺν χ. Ὀδ. Λ. 359· κενεὰς σὺν χ. ἔχοντας Κ. 42, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1280 κλπ. 2) παριστάνεται δὲ ὡς ἐνεργοῦσα ἀφ’ ἑαυτῆς, χεῖρες μαιμῶσιν Ἰλ. Ν. 77, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 50· χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον Αἰσχύλ. Θήβ. 554· δήμου κρατοῦσα χ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 604· παροιμ., ὰ δὲ χ. τὰν χ. νίζει Ἐπίχ. ἐν Πλάτ. Ἀξιόχῳ 366C· ἢ ἁπλῶς, ὰ χ. τὰν χ. Ἀνθ. Παλατ. 5. 208. IV. εἰς δήλωσιν ἐνεργείας ἢ ἔργου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἁπλοῦς λόγους, ἐν τῷ πληθ., ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Ἰλ. Α. 77· μνῆμ’ Ἑλένης χειρῶν, τῆς ἐργασίας τῶν χειρῶν της, τῆς τέχνης της, Ὀδ. Ο. 126, πρβλ. Σοφ. Τρ. 603· χερσὶν ἢ λόγῳ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 883, πρβλ. Ο. Κ. 1297, κλπ.· οὕτω, τῇ χειρὶ χρῆσθαι, ποιεῖσθαι χρῆσιν αὐτῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀργὸν ἐπεστάναι, Ἡρόδ. 3. 78., 9. 72· προσφέρειν χεῖρας, ποιεῖσθαι χρῆσιν βίας, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 31· - ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χεὶρ Αἰσχύλ. Πρ. 619· μιῇ χειρί, μόνος, Δημ. 584. 27· χειρὶ καὶ ποδὸ καὶ πάσῃ δυνάμει Αἰσχίν. 69. 9, πρβλ. 43. 18· οὕτω, χερσίν τε καὶ ποσίν τε Ἰλ. Υ. 361, πρβλ. Πινδ. Ο. 10 (11) 73· - μάλιστα ἐπὶ τῆς χρήσεως τῶν χειρῶν ἐν μάχῃ. πρβλ. ἀνωτ. δ, ε, ζ· ὡσαύτως ἐπὶ πράξεων βίας, πρὶν χειρῶν γεύσασθαι, πρὶν δοκιμάσωμεν τὴν βίαν, Ὀδ. Υ. 181· ἀδίκων χειρῶν ἄρχειν, κάμνω ἀρχὴν τῆς ἀδικίας, ἐγὼ πρῶτος ἀδικῶ, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 13, Ἀντιφῶν 126, 5, Λυσίας 101. 32, κλπ.· ἀμυνόμενος ἄρχειν χειρῶν Πλάτ. Νόμ. 869D· - καθόλου, χεῖρες, βία, βίαια, μέσα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 260· πρβλ. χερσὶ πεποιθὼς Ἰλ. Π. 624, κλπ.· ἐν χειρῶν νόμῳ, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2. δ. V. ὡς τὸ Λατ. manus καὶ vis, ἀριθμὸς ἢ σῶμα ἀνδρῶν, ποσόν, ἀριθμός, μάλιστα ἐπὶ στρατιωτῶν, χεὶρ μεγάλη, ὑπερμήκης, Ἡρόδ. 7. 157· καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστὶ καὶ χεὶρ ὑπερμήκης 8. 140· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ δοτ., οὐ σὺν μεγάλῃ χ. ὁ αὐτ. 5. 72 πολλῇ χ. 4. 174, Θουκ. 3. 96 πλεοναστικῶς, μεγάλῃ χ. πλήθεος Ἡρόδ. 7. 20· οὕτω παρὰ τοῖς Τραγ., οὐ σμικρᾷ χερὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 958· πολλῇ χ. Εὐρ. Ἡρακλ. 337· οἰκεία χείρ, ἀντὶ χεὶρ οἰκετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 629· ὡσαύτως, σὺν πλήθει χερῶν Σοφ. Ο. Τ. 123. VI. ἡ χείρ, δηλ. ἡ γραφή, τὸ «γράψιμόν» τινος, τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνεῖσθαι Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 153, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιϚ΄, 21, πρ. Κολ. δ΄, 18· - καθόλου, ἡ χεὶρ τεχνίτου ἢ καλλιτέχνου, γλαφυρὰ χ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 7. 5, κλπ.· - σπανιώτερον, ἔργον τῶν χειρῶν τινος, ἔργον τέχνης, σοφαὶ χέρες Ἀνθ. Πλαν. 4. 262, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 150, Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Παλατ. 781. VII. ἐπὶ παντὸς ἐργαλείου ὁμοίου πρὸς χεῖρα, 1) ὅπλον τι ἢ μέρος τῆς πανοπλίας καλούμενον χείρ, Ξεν. Ἱππ. 12, 5. - Κατὰ Πυλυδ. Α΄, 135: «τὰ δὲ περὶ ταῖς χερσὶ προβλήματα ὁμοωνύμως τῷ μέρει χεῖρες καλοῦνται». 2) χεὶρ σιδηρᾶ, εἶδος ἁρπάγης πρὸς ἀνάσπασιν πραγμάτων, Θουκ. 4. 25., 7. 62· ὡσαύτως, ἄγκυρα, Ἀνθ. Παλατ. 6. 38. 3) μέρος τροχοῦ, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 32). 4) ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἑβδ. ὡς ἑβραϊσμός, στήλη ἢ σωρὸς λίθων, ὅμοιος ὢν πρὸς δάκτυλον δεικνύοντα τὸν οὐρανόν, ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΙΗ΄, 18). VIII. ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ κροκοδείλιον, Διοσκ. 3. 12. (Ὁ Κούρτ. 189 παρατηρεῖ ὅτι ἡ λέξ. χεὶρ περιέχει τὴν ἐνεργητικὴν ὄψιν τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἧς τὴν παθητικὴν ὄψιν ἐκφέρουσι τὰ χέρης, χερείων· καὶ παραβάλλει Σανσκρ. har-ami (rapio), har-anam (manus)· Ζενδ. zar (rapio)· Ἀρχ. Λατ. hir = manus· ὡσαύτως hir-us, hēr-es, hir-udo.)
English (Autenrieth)
χειρός, besides the usual forms also dat. χερί, pl. dat. χείρεσσι and χείρεσι (Il. 20.468): hand, as flat hand or fist, Od. 12.174; including the arm, Il. 6.81, Od. 1.238; often the pl., esp. fig. as typical of strength, violence, etc., joined with μένος, βίη, δύναμις, Il. 6.502, Il. 12.135, Od. 20.237; χερσίν τε ποσίν τε καὶ σθένει, Il. 20.360; χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, χεῖρας ἐφιέναι, ἰάλλειν, χερσὶν ἀρήγειν, χεῖρα ὑπερέχειν τινί, in defence, Il. 4.249; (εἰς) χεῖρας ἱκέσθαι, ‘fall into the power,’ Il. 10.448.
English (Slater)
χείρ (χερός, χερί, χέρα, χερσί(ν), χέρας; χειρός, χειρί, χεῖρ(α), χεῖρες, -ῶν, -εσσι(ν), -ας; dual. χεροῖν.)
1 hand
a in carrying, seizing, simm. ὅρμοισι χέρας ἀναπλέκοντι (O. 2.74) φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν (O. 7.1) σκύταλον τίναξε χερσίν (O. 9.30) ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων (O. 10.72) οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν (O. 13.95) χερὶ διδύμᾳ (P. 2.9) χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις (P. 3.57) χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν (P. 4.193) θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ (P. 9.11) δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας (N. 1.45) ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ (N. 1.52) χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων (N. 3.44) ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις (N. 8.3) χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω (N. 11.32) ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ (I. 1.15) οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς (I. 1.24) σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης (I. 6.34) βέλος διώξει χερὶ (I. 8.35) ]χειρὶ μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν (Pae. 20.11) χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. . ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.
b of physical combat, contests of strength, simm. “οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσον” (O. 4.25) φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον (O. 8.75) τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι (O. 10.62) τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ (O. 10.100) χερσὶ βιαταὶ (P. 1.42) χείρεσσιν ἢ βουλαῖς (P. 4.72) ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ (P. 10.23) εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται (N. 5.19) χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς (N. 6.35) Μελησίαν χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον (N. 6.66) ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει Σ.) (N. 8.8) χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.39) σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει (N. 10.48) ἔρνεσι φράξαι χεῖρα (I. 1.66) οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός (I. 2.21) ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν (I. 5.9) αἰνέω καὶ Πυθέαν χερσὶ δεξιόν, νόῳ ἀντίπαλον (I. 5.61) “υἱὸν χεῖρας Ἄρεί λτ;τγτ; ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶν (Hermann: ἄρει χεῖρας codd.) (I. 8.37) ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.65)
c of violence ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ' ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (sic codd.: post χειρῶν distinxit Bergk) (P. 8.77) τὸν δὴ Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (Er. Schmid: χερῶν codd.) (P. 11.18) ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας (N. 3.62) λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (N. 4.55) κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ fr. 35. χ]εῖρας ἀραιάς (supp. Bowra) Πα. 13. b. 4.
d of swearing, praying, salutation χεῖρας ἀντεῖναι (O. 7.65) φίλας ὤρεγον χεῖρας (P. 4.240), cf. (P. 4.37), (P. 9.122) πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ (N. 5.11) ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους (I. 6.41)
e of labour, work οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ (O. 2.63) ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν (O. 7.51) “ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις” (O. 8.42) ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους (P. 2.8)
f of love, friendship, tenderness “χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις” (P. 4.37) μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα (P. 4.271) “ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν” (P. 9.36) παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν (P. 9.122) cf. (P. 4.240), (N. 11.32)
g of direction σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς (P. 6.19) ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός (N. 7.94) δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρός fr. 146. 2.
h of giving φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα (O. 2.94) χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς (P. 3.55)
i of admonition ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον (O. 10.4) Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.
j fragg. χερὶ fr. 33a. πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ (Pae. 15.6) χεῖρ' Ἀκιδαλίας fr. 244. χειρὸς ἀκμᾷ fr. 334b. 9. χερί τε κρ[ P. Oxy. 2450, fr. 7.
Spanish
English (Abbott-Smith)
χείρ, gen., χειρός (acc., χεῖραν, I Pe 5:6 T), ἡ, [in LXX chiefly for יָד;]
the hand: Mt 3:12, Mk 3:1, Lk 6:6, al. mult.; ἡ χ., acting subject, Lk 22:21; pl., Ac 17:25 20:34, I Jo 1:1; τ. ἔργα τῶν χ., Ac 7:41, Re 9:20; ὁ ἀσπασμὸς τ. ἐμῇ χ., I Co 16:21, Col 4:18, II Th 3:17; prepositional phrases, esp. those without art., similar to Heb. constructions (Bl., §32, 4; 40, 9; 46, 9), ἐν χ.; c gen. (Lft., in l.), Ga 3:19; σὺν χ. ἀγγέλου, Ac 7:35; διὰ (τῶν) χειρῶν (διὰ χειρός), Mk 6:2, Ac 5:12 7:25, al.; ἐπὶ χειρῶν, Mt 4:6, Lk 4:11; ellipse of χ. (ἡ δεξία, ἀριστερα; Bl., §44, 1), Mt 6:3, al. By meton., for the power or activity of an individual, Mt 17:22, Mk 9:31, Lk 9:31, Jo 10:39, Ac 12:11, al.; metaph., of the activity or power of God: Lk 1:66 23:46, Jo 10:29, Ac 11:21 13:11, al.
English (Strong)
perhaps from the base of χειμών in the sense of its congener the base of χάσμα (through the idea of hollowness for grasping); the hand (literally or figuratively (power); especially (by Hebraism) a means or instrument): hand.
English (Thayer)
genitive χειρός, accusative χειραν (Tdf.; see ἄρσην, at the end), ἡ (from the root meaning 'to lay hold of'; cf. Latin heres, etc.; Curtius, § 189; Vanicek, p. 249f), from Homer down, Hebrew יַד, the hand: ά῾πτομαι, ἐπιλαμβάνομαι, κρατέω, πιάζω, etc., which see in their places; the dative with ἐργάζομαι, ἐσθίω, etc.; ὁ ἀσπασμός τῇ ἐμή χειρί, αἴρω, δέω, ἐκπετάννυμι, ἐκτείνω, ἐμβάπτω, ἐπιτίθημι, καθαρίζω, κατασείω, νίπτω, etc. ἡ ἐπίθεσις τῶν χειρῶν (see ἐπίθεσις and references), ἐν χειρί τίνος, in imitation of the Hebrew פ בְּיַד (cf. Buttmann, § 133,20 cf. 319f (274); Lightfoot on Galatians, 3:19), by the help or agency, of anyone, by means of anyone, σύν χειρί ἀγγέλου, with the aid or service of the angel (cf. Buttmann, as above), L T Tr WH; those things in the performance of which the hands take the principal part (as e. g. in working miracles), are said to be done διά χειρός or χειρῶν or τῶν (cf. Buttmann, § 124,8d.) χειρῶν τίνος, ἐπί χειρῶν, ἐπί τήν χεῖρα, Treg. marginal reading ἐν τῇ χειρί), ἐκ, εἰς τήν χεῖρα (on his hand), ἡ χείρ, as an acting subject (see γλῶσσα, 1), τά ἔργα τῶν χειρῶν, ἐκδίκειν τό αἷμα τίνος ἐκ τίνος (see ἐκδικέω, b. and ἐκ I:7), ἡ χείρ is put for power, activity (for examples from secular authors from Homer down see Passow, under the word, p. 2431 b; (Liddell and Scott, under the word, p. 1720a)): παραδιδόναι τινα εἰς χεῖρας τινων, into the hostile hands (διδόναι τί ἐν τῇ χειρί τίνος, to commit to one's protecting and upholding power, εἰς τήν χεῖρα τίνος, τινα ἐκ τῶν χειρῶν or ἐκ χειρός τίνος (from the hostile power of anyone) ἀπάγειν, ἐξελέσθαι, ἐξέρχεσθαι, ῥυσθῆναι, σωτηρία, ἐκφεύγειν τάς χεῖρας τίνος, χείρ or χεῖρες, are attributed to God, symbolizing his might, activity, power; conspicuous α. in creating the universe: ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ, β. in upholding and preserving: χείρ κυρίου ἐστι μετά τίνος, God is present, protecting and aiding one, γ. in punishing: χείρ κυρίου ἐπί σε, ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος, δ. in determining and controlling the destinies of men: ταπεινοῦσθαι ὑπό τήν κραταιάν χεῖρα τοῦ Θεοῦ, 1 Peter 5:6.
Greek Monolingual
η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α
1. το χέρι
2. (ιδίως) το άκρο χέρι
3. συνεκδ. το άτομο του οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» — ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης
β. «χειρ δ' ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «έχω ανά χείρας»
i) έχω λάβει, κρατώ στα χέρια μου
ii) μελετώ
β) «νίπτω τας χείρας» — βλ. νίβω
γ) «έργον τών χειρών μου» — έργο που έγινε αποκλειστικά από εμένα
δ) «χειρ χείρα νίπτει» — η πρόοδος επιτυγχάνεται με αλληλοβοήθεια
ε) «χειρ τάδε» — έγραψε το χειρόγραφο ο τάδε
στ) «δευτέρα χειρ»
(σε παλαιογραφικά κείμενα) δεύτερος μελετητής μετά τον πρώτο αντιγραφέα έκανε την παραπάνω προσθήκη
ζ) «χαλί χειρός» — χειροποίητο χαλί
η) «εργαλεία χειρός» — χειροκίνητα εργαλεία που λειτουργούν, κατά παράδοση, με τη μυϊκή δύναμη εκείνου που τά χρησιμοποιεί
θ) «τείνω χείρα βοηθείας» — βοηθώ
ι) «τείνω χείρα επαιτείας» — ζητιανεύω
αρχ.
1. πόδι ζώου
2. διακυβέρνηση
3. είδος αλοιφής από πέντε συστατικά
4. χούφτα («κορώνῃ χεῖρα πρόσδοτε κριθέων», Φοίνιξ)
5. (σχετικά με γραπτό κείμενο) αντίγραφο
6. γραφικός χαρακτήρας («τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνεῖσθαι», Υπερείδ.)
7. καλλιτεχνική εργασία ή καλλιτεχνική ικανότητα («Ἡετίωνι χάριν γλαφυρᾱς χερὸς ἄκρον ὑποστὰς μισθόν», Θεόκρ.)
7. πλήθος ανδρών, ιδίως στρατιωτών
8. το φυτό κροκοδίλεον
9. ενέργεια, δράση, σε αντιδιαστολή προς τα λόγια («εἰ δὲ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἤ λόγῳ πορεύεται», Σοφ.)
10. κάθε όργανο που μοιάζει ως προς το σχήμα του με το χέρι, όπως: α) είδος βασανιστήριου οργάνου
β) είδος αρπάγης για την ανάσπαση διαφόρων αντικειμένων
γ) τμήμα τροχού
δ) είδος σιδερένιου γαντιού που αποτελεί τμήμα οπλισμού
ε) (στην ΠΔ) σωρός λίθων σε σχήμα δακτύλου που δείχνει τον ουρανό
στ) η άγκυρα («χεὶρ σιδηρᾷ», Ανθ. Παλ.)
11. στον πληθ. αἱ χεῖρες
μτφ. βίαιες ενέργειες, βίαια μέσα
12. (η γεν.) (τῆς) χειρός
α) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί θέση («χειρὸς εἰς τὰ δεξιά» — στο δεξί σου χέρι, προς τα δεξιά, Σοφ.)
β) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί η βίαιη έλξη ή η βίαιη σύλληψη ενός προσώπου («ἡ δ' ἐμὲ χειρὸς ἑλοῦσα δόμων ἐξῆγε θύραζε», Ομ. Οδ.)
13. (η δοτ. εν. και πληθ.) (τῇ) χειρί ή τῇ χερί και ταῖς χερσίν
χρησιμοποιείται για να δηλωθεί το μέσον ή το όργανο με το οποίο κάνει κανείς κάτι («χερσίν τ' ἠσπάζοντο καὶ ἑδριάασθαι ἄνωγον», Ομ. Οδ.)
14. φρ. α) «χεῖρα λαμβάνω» ή «χεῖρα ἐμβάλλω» — πιάνω ή δίνω το χέρι ως ένδειξη συμφιλίωσης ή κύρωσης συμφωνίας (Σοφ.)
β) «χεῖρας ἀνέχω» ή «χεῖρας ὀρέγω»
(για ικέτη) σηκώνω τα χέρια μου για να προσευχηθώ (Ομ. Ιλ. και Οδ.)
γ) «χεῖρας βάλλω» ή «χεῖρας ἀμφιβάλλω» — σηκώνω τα χέρια μου για να ικετεύσω ένα πρόσωπο ή ως ένδειξη στοργής και αγάπης για αυτό
δ) «χεῖρας αἵρω» — σηκώνω τα χέρια μου προκειμένου να επιδοκιμάσω την εκλογή ενός προσώπου ή προκειμένου να δηλώσω τη συναίνεσή μου σχετικά με ένα θέμα
ε) «τὴν χεῖρα ὀρέγω τινί» και «χεῖρας πετάννυμι» — σπεύδω να βοηθήσω κάποιον (Ξεν.) και (Ομ. Ιλ.)
στ) «χεῖρα ὑπερέχω τινός»
(για θεό) προστατεύω (Ομ. Ιλ.)
ζ) «χεῖρα ἐφίημι, ἐπιφέρω και ἐπιβάλλω» — επιχειρώ να βλάψω κάποιον ενεργώντας με τα χέρια (Ομ. Ιλ.)
η) «χεῖρ' ἐπιφέρω» — αγγίζω κάποιον με ερωτική διάθεση (Ομ. Ιλ.)
θ) «χεῖρας ἐπιτίθημι» — ευλογώ κάποιον με τα χέρια μου (ΚΔ)
ι) «ἀνὰ χεῖρας ἔχω τινά» — έχω στενές σχέσεις με κάποιον (Πολ.)
ια) «τὰ ἀνὰ χεῖρα» — τα θέματα που εξετάζονται (Πλούτ.)
ιβ) «ἀνὰ χεῖράς τινος» — πολύ κοντά σε κάτι (ΠΔ)
ιγ) «ἀπὸ χειρός» — επιπόλαια (Αριστοφ.)
ιδ) «οἱ ἀνὰ χεῖρας χρόνοι» — η σύγχρονη εποχή πάπ.
ιε) «διὰ χειρῶν ἔχω [ή λαμβάνω]» — έχω [ή παίρνω] στα χέρια μου
ιστ) «διὰ χειρὸς ἔχω»
i) έχω στα χέρια μου, υπό την εξουσία μου
ii) αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας ένα έργο ή ασχολούμαι με αυτό
iii) κάνω κάτι συνεχώς
ιζ) «ἡ διὰ χειρὸς πρᾱσις» — πώληση χωρίς διαπραγματεύσεις, χωρίς παζάρια (Χαρίτ.)
ιη) «εἰς χεῖρας λαμβάνω» και «ἄγομαί τι εἰς χεῖρας» — αναλαμβάνω να κάνω κάτι (Ευρ.-Ηρόδ.)
ιθ) «δίδωμί [ή τίθημί] τι εἰς χεῖρά τινος» — αναθέτω κάτι σε κάποιον, το αφήνω στα χέρια του
κ) «εἰς χεῖρας ἱκνοῦμαι» — πέφτω στα χέρια κάποιου (Ομ. Ιλ.)
κα) «εἰς χεῖρας ἔρχομαι» — έχω σχέσεις με κάποιον (Ξεν.)
κβ) «εἰς χεῖρας ἔρχομαι [ἴημι ή συνίημι]» — έρχομαι στα χέρια με κάποιον, συμπλέκομαι
κγ) «χειρὸς νόμος» — συμπλοκή (Ηρόδ.)
κδ) «εἰς χεῖρας δὲχομαί τινας» και «εἰς χεῖρας ὑπομένω» — αναμένω την επίθεση κάποιων (Ξεν.-Θουκ.)
κε) «ἐκ χειρός»
i) με ανθρώπινη ενέργεια
ii) (κυρίως για μάχη) εκ του συστάδην
iii) με άμεση ενέργεια
κστ) «ἐν χερὶ τίθημι» — δίνω κάτι στα χέρια κάποιου, προσφέρω (Ομ. Ιλ. και Οδ.)
κζ) «ἐπὶ χεῖρά τινος» — κοντά ή δίπλα σε κάποιον (ΠΔ)
κη) «ἐπὶ χειράς τινος ἐκφέρω» — προσφέρω κάτι σε κάποιον (Πλούτ.)
κθ) «κατὰ χεῖρά σου» — σύμφωνα με τη θέληση σου
λ) «ἐν χερσὶν ἔχω» — ασχολούμαι με κάτι
λα) «ἐν χερσί» — από κοντά
λβ) «ὁ ἐν χερσὶ πόλεμος» — ο πόλεμος που τώρα διεξάγεται (Δίον. Αλ.)
λγ) «μετὰ χερσὶν ἔχω» — κρατώ στα χέρια μου (Ομ. Ιλ.)
λδ) «μετὰ χεῖρας ἔχω» — καταπιάνομαι με κάτι
λε) «πρὸ χειρῶν» — μπροστά
λστ) «πρὸς χειρός τινος» — με την ενέργεια κάποιου (Αισχύλ.)
λζ) «ὑπὸ χεῖρα ποιοῦμαι» — καθιστώ υποχείριο (Ξεν.)
λη) «οἱ ὑπὸ χεῖρα ὄντες» — αυτοί που βρίσκονται υπό την εξουσία κάποιου (Δημοσθ.)
λθ) «ὑπὸ χεῖρα» — αμέσως (Αριστοτ.)
μ) «ἀδίκων χειρῶν ἄρχω» — κάνω αρχή της αδικίας, αρχίζω πρώτος εγώ να αδικώ (Ξεν.)
15. παροιμ. «ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει» δηλώνει ότι η πρόοδος επιτυγχάνεται με την αμοιβαία βοήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χείρ ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ghesr- «χέρι» (ή πιθ. σε τ. όν. ghes-or, ghes-r-es) στον οποίο οδηγούν οι τ.: χεττιτ. keššar, αρμ. jern, τοχαρ. Α tsar, B sar, οι οποίοι πρέπει να συνδεθούν με την ελλ. λ. Ο ΙΕ τ. ghesr- αντιστοιχεί στην Ελληνική σε ένα θ. χεσρ- ή πιθ. χερσ-, από το οποίο, μετά την απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος, προήλθαν οι διαλ. μορφές: χειρ-, χηρ- (πρβλ. δωρ. αιτ. χῆρα) και χερρ- (πρβλ. αιολ. αιτ. πληθ. χέρρας), ενώ η μορφή χερσ- διατηρείται σε έναν δωρ. τ. ονομ. χέρς. Στην αττ. διάλ. γενικεύθηκε η κλίση με θ. χειρ-, με εξαίρεση την δοτ. πληθ. χερσί, η οποία έχει προέλθει από τ. χερσ-σι (< θ. χερσ- + κατάλ. -σι της δοτ. πληθ.) με απλοποίηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον τ. χερσί προήλθε το θ. χερ-, από το οποίο σχηματίστηκαν αναλογικά και άλλοι τ. της οικογένειας αυτής (πρβλ. τους τ. του πληθ. χέρες, χέρας, χερῶν, υποκορ. χέριον). Η λ. χείρ απαντά ως α' συνθετικό λ. με τις μορφές χερ- (πρβλ. χέρνιψ), αλλά κυρίως χειρ(ο)- (πρβλ. χειρο-τέχνης, χειρῶναξ) και ως β' συνθετικό με τις μορφές -χειρ και -χειρος.
ΠΑΡ. χειρίδα(-ίς), χειρίζομαι, χέρι(ον)
αρχ.
χειρητής, χειρικός, χείριος, χειρώ (II).
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό
βλ. λ. χειρο-). (Β' συνθετικό) α) σε -χειρ: αντίχειρ(ας), αριστερόχειρ(ας), αυτόχειρ(ας), εκατόγχειρ, μακρόχειρ(ας), μονόχειρ(ας), πολύχειρ
αρχ.
αδικόχειρ, ακρόχειρ, ανθρωπόχειρ, αριστόχειρ, αρκτόχειρ, αρτίχειρ, βραχύχειρ, βριαρόχειρ, γαστ(ε)ρόχειρ, δαιδαλόχειρ, εγγαστρόχειρ, εγχεσίχειρ, εκατοντάχειρ, εξάχειρ, εύχειρ, ηπιόχειρ, θηλύχειρ, θρασύχειρ, ισόχειρ, καλλίχειρ, καρπόχειρ, καρτερόχειρ, κολόχειρ, κραταιόχειρ, λαϊνόχειρ, μαλακόχειρ, ομπνιόχειρ, οξύχειρ, οπισθόχειρ, παραντίχειρ, πλουσιόχειρ, ροδόχειρ, ταχύχειρ, τεκτονόχειρ, τρίχειρ, υπέρχειρ, υπόχειρ, χρυσόχειρ
νεοελλ.
δεξιόχειρ(ας), δίχειρ, πηρόχειρ
β) σε -χειρος, εκατόγχειρος, ιδιόχειρος, πολύχειρος, πρόχειρος
αρχ.
ακριτόχειρος, απόχειρος, αραξίχειρος, εκατοντάχειρος, ελκεσίχειρος, εξάχειρος, Ηφαιστόχειρος, ποικιλόχειρος, πρόσχειρος
νεοελλ.
δίχειρος, τετράχειρος].
Greek Monotonic
χείρ: ἡ, χειρός, χειρί, χεῖρα, δυϊκ. χεῖρε, χεροῖν, πληθ. χεῖρες, χερῶν, χερσί, χεῖρας· η παραλήγουσα συνήθως βραχεία, όταν η λήγουσα είναι μακρά· αλλά οι ποιητές χρησιμοποιούν τη λήγουσα μακρά ή βραχεία, όπως απαιτεί το μέτρο, χειρός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας, ποιητ. τύποι, δοτ. πληθ. χείρεσι, χείρεσσι, χέρεσσι· αιτ. πληθ. χέρρας·
I. χέρι, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης το χέρι και ο αγκώνας, χεῖρα μέσην ἀγκῶνος ἔνερθεν, σε Ομήρ. Ιλ.· χεῖρες ἀπ' ὤμων ἀΐσσοντο, σε Ησίοδ.· ομοίως, ἐν χερσὶ πεσεῖν, μέσα στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἄκρη χείρ, λέγεται για να δηλώσει τη διάκριση του χεριού από τον αγκώνα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Ειδικότερες χρήσεις:
1. λέγεται για να δηλώσει τη θέση, ἐπ' ἀριστερὰ χειρός, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ δεξιὰ χειρός, σε Πίνδ.· λαιᾶς χειρός, με το αριστερό χέρι, σε Αισχύλ.· ποτέρας τῆς χειρός; με ποιο χέρι; σε Ευρ.
2. δοτ. συνήθως με ρήματα τα οποία δηλώνουν τη χρήση των χεριών, χειρὶ λαβεῖν, χερσὶν ἑλέσθαι κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.
3. η γεν. χρησιμοποιείται όταν κάποιος παίρνει κάποιον από το χέρι, χειρὸς ἔχειν τινά, σε Ομήρ. Ιλ.· χειρὸς ἑλῶν, στο ίδ.
4. η αιτ. χρησιμοποιείται όταν κάποιος παίρνει το χέρι κάποιου, χεῖρα γέροντος ἑλών, σε Ομήρ. Ιλ.· χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην, σε ένδειξη καλής πίστης, σε Ομήρ. Ιλ.
5. άλλες χρήσεις της αιτ.: α) λέγεται για τους ικέτες, χεῖρας ἀνασχεῖν θεοῖς, δηλ. σε προσευχή, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ' Ὀδυσῆϊ και Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, χεῖρας αἴρειν, το σήκωμα χεριού κατά την ψηφοφορία, σε Ξεν. κ.λπ.· χεῖρα ὑπερέχειν τινός ή τινί, κρατώ το χέρι πάνω από κάποιον, ως προστάτης, σε Ομήρ. Ιλ.β)λέγεται με αρνητική σημασία, χεῖρας ή χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, ἐφιέναι τινί, σε Όμηρ. γ) χεῖρας ἀπέχειν τινός, κρατώ τα χέρια μου μακριά από κάποιον ή κάτι, Λατ. abstinere manus a aliquo, στον ίδ.
6. με πρόθ., ἀπὸ χειρὸς λογίζεσθαι, λογαριάζω πρόχειρα, άξεστα, σε Αριστοφ.· διὰ χερῶν λαβεῖν, κυριολεκτικά, παίρνω κάτι ανάμεσα στα χέρια μου, σε Σοφ.· διὰ χειρὸς ἔχειν, έχω στο χέρι μου, δηλ. κάτω από την εξουσία μου, σε Θουκ.· και ομοίως, ασχολούμαι με κάποια εργασία, στον ίδ.· ομοίως, εἰς χεῖρας λαμβάνειν, παίρνω κάτι στα χέρια μου, αναλαμβάνω, σε Ευρ.· ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας, σε Ηρόδ.· ἐς χεῖρας ἱκέσθαι τινός, πέφτω στην εξουσία κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐςχεῖρας ἐλθεῖν, ἰέναι τινί, χτυπιέμαι με κάποιον ή ερχόμαστε σε συμπλοκή, Λατ. manum conserere cum aliquo, σε Αισχύλ., Σοφ., Ηρόδ.· ομοίως, ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσθαι· επίσης, εἰς χεῖρας δέχεσθαι ή ὑπομένειν, αναμένω την επίθεσή τους, σε Ξεν., Θουκ.· ἐκ χειρός, πλησίον, από κοντά, Λατ. cominus, σε Ξεν.· ἐν χερσὶ ή ἐν χειρὶ ἔχειν, όπως διὰ χειρὸς ἔχειν, έχω στο χέρι, είμαι απασχολημένος με κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ἐν χερσί, από κοντά, Λατ. cominus, σε Θουκ.· κατὰ χειρός, λέγεται για το πλύσιμο των χεριών πριν από το φαγητό, ὕδωρ κατὰ χειρός ή κατὰ χειρὸς ὕδωρ (ενν. φερέτω τις), σε Αριστοφ.· μετὰ χερσὶν ἔχειν, ανάμεσα δηλ. μέσα στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά, μετὰ χεῖρας ἔχειν, έχω στα χέρια, ασχολούμαι με κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ.· πρὸ χειρῶν, μπροστά και πολύ κοντά σε κάποιον, σε Σοφ., Ευρ.· πρὸς χεῖρα, προς ένα σημείο που δείχνει το χέρι μου, σε Σοφ.· ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι, φέρνω κάποιον κάτω από την εξουσία μου, τον έχω του χεριού μου, σε Ξεν.· πρβλ. ὑποχείριος.
III. λέγεται για να δηλώσει ενέργεια ή έργο, αντίθ. προς τα απλά λόγια, σε πληθ. ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν, σε Ομήρ. Ιλ.· χερσίν τε ποσίν τε, στο ίδ.· χερσὶν ἤ λόγῳ, σε Σοφ.· μιᾷ χειρί, με το ένα χέρι, σε Δημ.· χειρί τε ποδί καὶ πάσῃ δυνάμει, σε Αισχίν.· ιδίως, λέγεται για έργα βίας, πρὶνχειρῶν γεύσασθαι, πριν δοκιμάσουμε τη βία, σε Ομήρ. Οδ.· ἀδίκων χειρῶν ἄρχειν, κάνω αρχή της αδικίας, σε Ξεν.
IV.όπως Λατ. manus, σώμα ανδρών, ποσό, αριθμός, σε Ηρόδ., Θουκ.· πολλῇ χειρί, σε Ευρ.· οἰκεία χείρ, λέγεται για χεὶρ οἰκετῶν, στον ίδ.
V. το χέρι κάποιου, δηλ. η γραφή, το γράψιμο, σε Καινή Διαθήκη· επίσης έργο με το χέρι, έργο τέχνης, σοφαὶ χέρες, σε Ανθ.
VI. λέγεται για κάθε εργαλείο που μοιάζει με χέρι:
1. μέρος της πανοπλίας ή όπλο, σε Ξεν.
2. χεὶρ σιδηρᾶ, είδος αρπάγης, αρπάγη, σε Θουκ.
Middle Liddell
[the penultimate is regularly short, when the ult. is long: e.g. χειρός, χερών, but Poets used the penultimate long or short, as the verse required.]
I. the hand, Hom., etc.: also the hand and arm, the arm, χεῖρα μέσην ἀγκῶνος ἔνερθεν Il.; χεῖρες ἀπ' ὤμων ἀΐσσοντο Hes.; so, ἐν χερσὶ πεσεῖν into the arms, Il., etc.; ἄκρη χείρ, to denote the hand as distinct from the arm, Il.
II. Special usages:
1. to denote position, ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.; ἐπὶ δεξιὰ χειρός Pind.; λαιᾶς χειρός on the left hand, Aesch.; ποτέρας τῆς χειρός; on which hand? Eur.
2. the dat. is common with Verbs which imply the use of hands, χειρὶ λαβεῖν, χερσὶν ἑλέσθαι, etc., Hom., etc.
3. the gen. is used when one takes a person by the hand, χειρὸς ἔχειν τινά Il.; χειρὸς ἑλών Il.
4. the acc. is used when one takes the hand of a person, χεῖρα γέροντος ἑλών Il.; χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην, in pledge of good faith, Il.
5. other uses of the acc.:
a. of suppliants, χεῖρας ἀνασχεῖν θεοῖς, in prayer, Il.; χεῖρας ἀμφιβάλλειν γούνασι or δείρῃ Od.; also, χεῖρας αἴρειν is to hold up hands in voting, Xen., etc.:— χεῖρα ὑπερέχειν τινός or τινί to hold the hand over him as a protector, Il.
b. in hostile sense, χεῖρας or χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, ἐφιέναι τινί Hom.
c. χεῖρας ἀπέχειν τινός to keep hands off a person or thing, Lat. abstinere manus ab aliquo, Hom.
6. with Preps., ἀπὸ χειρὸς λογίζεσθαι to reckon off hand, roughly, Ar.:— διὰ χερῶν λαβεῖν, literally, to take between the hands, Soph.; διὰ χειρὸς ἔχειν to have in hand, i. e. under control, Thuc.; and so, to have a work in hand, Thuc.: —so, εἰς χεῖρας λαμβάνειν to take in hand, undertake, Eur.; ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας Hdt.; ἐς χεῖρας ἱκέσθαι τινός to fall into his hands, Il.; ἐς χεῖρας ἐλθεῖν, ἰέναι τινί to come to blows or close quarters with, Lat. manum conserere cum aliquo, Aesch., Soph.; Hdt. expresses this by ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσθαι:—also, εἰς χεῖρας δέχεσθαι or ὑπομένειν to await their charge, Xen., Thuc.: —ἐκ χειρός from near at hand, close, Lat. cominus, Xen.:— ἐν χερσίν or ἐν χειρὶ ἔχειν, like διὰχειρὸς ἔχειν, to have in hand, be engaged in, Hdt., Plat.; ἐν χερσί hand to hand, Lat. cominus, Thuc.:— κατὰ χειρός, of washing the hands before meals, ὕδωρ κατὰ χειρός or κατὰ χειρὸς ὕδωρ (sc. φερέτω τισ), Ar.:— μετὰ χερσὶν ἔχειν between i. e. in, the hands, Il.; but, μετὰ χεῖρας ἔχειν to have in hand, be engaged in, Hdt., Thuc.:— πρὸ χειρῶν close before one, Soph., Eur.:— πρὸς χεῖρα at a sign given by hand, Soph.:— ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι to bring under one's power, Xen.; cf. ὑποχείριος.
III. to denote act or deed, as opp. to mere words, in plural, ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il.; χερσίν τε ποσίν τε Il.; χερσὶν ἢ λόγῳ Soph.; μιᾷ χειρί single- handed, Dem.; χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει Aeschin.:—esp. of deeds of violence, πρὶν χειρῶν γεύσασθαι before we try force, Od.; ἀδίκων χειρῶν ἄρχειν to give the first blow, Xen.
IV. like Lat. manus, a body of men, a band, number, Hdt., Thuc.; πολλῇ χ. Eur.; οἰκεία χείρ, for χεὶρ οἰκετῶν, Eur.
V. one's hand, i. e. handwriting, NTest.: also a handiwork, a work of art, σοφαὶ χέρες Anth.
VI. of any implement resembling a hand:
1. a kind of gauntlet or target, Xen.
2. χεὶρ σιδηρᾶ a grappling-iron, grapnel, Thuc.
Frisk Etymology German
χείρ: χειρός
{kheír}
Forms: Dat. pl. χερσί (ion. att. seit Il.), dor. χήρ, χηρός, äol. Akk. sg. χέρρ’, pl. χέρρας, dicht. und hellen. auch (sekundär) χερ- in χερί, χερός, χέρα, χέρες usw. (vgl. unten)
Grammar: f.
Meaning: Hand, Faust, auch übertr. ‘Tat, Kraft, Gewalt; Menge, Schar’. In der Komposition unbeschränkt produktiv.
Composita: Als Vorderglied z.B. χειροτέχνης m. Handwerker (ion. att.) mit -τεχνία, -τέχνιον u.a. (Daux Rev. de phil. 60, 361 f.); Χειρίσοφος PN, wohl instrumental (Schwyzer 446 m. A. 4); χέρνιψ, -νιβος f. "Handewäscherin", Waschwasser für die Hände, Weihwasser, pl. auch Händewaschungen, als Reinigungszeremonie (seit Cd. [hier nur Akk. sg. -ιβα]), wovon χέρνιβον, pl. -α n. Waschschüssel, Becken (Ω 304, wohl durch Umdeutung des Akk. sg. χέρνιβα [Leumann Hom. Wörter 160]; auch Delos IVa), -ιον (Hp., Ar., And.), -εῖον (Antiph., Inschr.) ib. (Einzelheiten bei Egli Heteroklisie 35); seltenes Denominativum χερνίψασθαι, -νίπτομαι (für χεῖρας νίψασθαι) ‘die Hände (vor dem Opfer) waschen, mit reinigendem Wasser besprengen’ (Α 449. E., Ar., Lys.), -νίψαι ‘mit Weihwasser besprengen = opfern’ (Lyk.), -νιφθείς geweiht (AP), -νιμμα n. Händewaschen (Kom. Va). Als Hinterglied z.B. αὐτόχειρ wo die eigene Hand dabei ist, eigenhändig, tätig, Täter, euphemism = mörderisch, Mörder (att. seit A.) mit -χειρί, -χειρία, -χειρίζω u.a.; thematisch erweitert in ἑκατόγχειρος mit hundert Händen (Α 402); in Hypostasen, z.B. πρόχειρος (: πρὸ χειρῶν) zur Hand, bereit (ion. att.) mit προχειρίζομαι sich zur Hand schaffen, bereiten, bestimmen, ὑποχείριος ‘unter der Hand, in jmds. Besitz, untertan’ (seit ο 448), ἐγχειρίδιος in der Hand (A), -ίδιον n. Handwaffe (ion. att.), Handbuch (sp.); vgl. ἐγχειρέω, -ίζω unten und Sommer Nominalkomp. 139ff. —Zu χειρόμακτρον, χερνής, ἐκεχειρία s. bes.
Derivative: Ableitungen. 1. Demin. χειρίδιον n. (att. Inschr., sp. Mediz.), χέριον n. (sp. Mediz.), auch Handhabe (Hero), -ύδριον n. (Mesch.). 2. χειρίς, -ῖδος f. langer Handschuh, Ärmel (seit ω 230, wie κνημίς u.a.) mit -ιδωτός ‘mit χ. ausgerüstet (Hdt., hell. Pap., Str. u.a.), -ιδόομαι ‘mit χ. versehen werden’ (Arist. -Komm., Gloss.). 3. -ητής m. Handarbeiter (Pap. IIIp). 4. χεράριος m. Bez. eines Beamten in Ilion (Inschr. II—IIIp). 5. Adj. χείριος ‘in den Händen, in jmds. Besitz’ (S., E.), -ικός manuell (Pap. IIp), -ωτός mit Händen versehen (Arist.-Komm.). 6. Kurznamen, z.B. Χείρων (äol. Χέρρ-, att. Vasen Χίρ-; Vorbote des Itazismus? Kretschmer Glotta 10, 58 ff.; anders Fischer Münch. Stud. 26, 20: Χειρ- Volksetymologie); -ίας (Χερρ-, Χηρ-) m. (Megara, Böot.; Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 7, 276 A. 9). 7. Verba. a) χειρίζω, dor. nwgr. Fut. -ιξῶ handhaben, verwalten (Hp., kork., hell. u.sp.) mit -ισις, -ιξις, -ισμός, -ισμα, -ιστής, -ιστικός, -ιστεύω; öfter in Ableitungen und Hypostasen, z.B. προχειρίζομαι (: πρόχειρος, s. oben), μεταχειρίζομαι, -ίζω (: μετὰ χεῖρας) in die Hände nehmen, sich befassen (ion. att.). b) -χειρέω, -έομαι in Hypostasen wie ἐπιχειρέω Hand anlegen, angreifen, unternehmen (seit ω 386, 395) mit -ημα, -ησις u.a. (Schwyzer 731), ἐγχειρέω, ark. -χηρ- ib. (att.; Schw. 726). c) χειρόομαι (-όω Ar. V. 443), -ώσασθαι ‘in seine Hände od. seine Gewalt bringen, überwältigen, unterwerfen’, Pass. -ωθῆναι, κεχείρωμαι ‘in die Hände jmds. fallen, überwältigt, unterworfen werden’ (ion. att.) mit -ωμα, -ωσις, -ωτικός, εὐχείρωτος; ausführlich Kerschensteiner Münch. Stud. 15, 39 ff. gegen Anknüpfung an χείρων und nachträgliche Assoziation mit χείρ (Wackernagel KZ 30, 300 = Kl. Schr. 1, 663 u.a.). d) χειριᾶν = τὸ κατερρῆχθαι τὰς χεῖρας ἢ ἀλγεῖν ἐπὶ κόπου (Poll. 2, 152), vgl. zu χιράς.
Etymology: Altererbtes Wort für Hand, in mehreren Sprachen erhalten. Zu χειρ-, dor. χηρ-, äol. χερρ- aus *χεσρ- stimmen heth. keššar, Dat. kešri (kišri), arm. jeṙn (urspr. Akk., = χεῖρα, wie ot-n; s. zu πούς), pl. jerk‘ ( = χεῖρες), ebenso toch. A tsar, B ṣar (mit unklarer Lautentwicklung), vielleicht auch alb. dorë: idg. Obl. *ĝhesr- (Nom. *ĝhesōr?). Weitere Einzelheiten m. reicher Lit. bei Schindler IF 72, 244 ff. Die einheitliche griechische Flexion ist durch Ausgleichung entstanden; der Stamm χερ-hat vom Dat. pl. χερσί (aus *χεσρσι; zunächst aus *χειρσι = *χε̄ρσι mit Kürzung vor Konsonant, ebenso χέρνιψ, χερνῆτις) aus weitergewuchert; s. Leumann Hom. Wörter 318ff. m. Lit. — Hierher noch luw. iššari- (išri-) mit lyk. izri (Scheller IF 69, 38ff., Laroche BSL 58, 79), wohl auch neuphryg. ζειρ(α) mit Heubeck IF 64, 17 f. Anschluß an aind. hásta-, aw. zasta-, apers. dasta- m. Hand, Arm wird von Duchesne-Guillemin BSL 39, 211 ff. erwogen. Zu lat. (h)īr hohle Hand, das fernzuhalten ist, W.-Hofmann s.v. — Ältere Lit., die von einem unrichtigen Ansatz *χερσ- (zu ĝher- greifen; s. χόρτος) ausgeht, bei Bq und WP. 1, 603 ff. — S. auch ἰοχέαιρα.
Page 2,1082-1083
Chinese
原文音譯:ce⋯r 黑而
詞類次數:名詞(179)
原文字根:手 相當於: (יָד)
字義溯源:手*,親手,手中,手寫的,按手;或源自(χειμών)=暴風雨),而 (χειμών)出自(Χερούβ)X=灌注*)
同源字:1) (αὐτόχειρ)自己手的 2) (ἀχειροποίητος)非人手所造的 3) (διαχειρίζω)下手處決 4) (ἐπιχειρέω)著手 5) (προχειρίζω)預先下手 6) (χείρ)手 7) (χειραγωγέω)用手引領 8) (χειραγωγός)用手帶領者 9) (χειρόγραφον)手寫文件 10) (χειροποίητος)手造的 11) (χειροτονέω)伸手表決
出現次數:總共(179);太(24);可(26);路(26);約(15);徒(46);羅(1);林前(4);林後(1);加(2);弗(1);西(1);帖前(1);帖後(1);提前(3);提後(1);門(1);來(6);雅(1);彼前(1);約壹(1);啓(16)
譯字彙編:
1) 手(172)數量太多,不能盡錄;
2) 手中(4) 可16:18; 來2:7; 啓9:20; 啓10:10;
3) 親手(1) 帖後3:17;
4) 手寫的(1) 西4:18;
5) 一隻手(1) 太12:10
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
-ός ἡ (=τό χέρι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χείριος, ὑποχείριος, χειρίς -ῖδος (=μανίκι), χειρίδιον, χειριδωτός, χειρίζω (=κάνω ἐγχείριση, κυβερνῶ), χειρισμός, χειριστής, χειρόω -ῶ (=ὑποτάσσω, φέρνω στήν ἐξουσία μου), χείρωμα, δυσχείρωμα (=δύσκολη κατάκτηση), χείρωσις, χειρωτικός, χειρωτός, ἀχείρωτος, δυσχείρωτος, εὐχείρωτος, δυσχερής, εὐχερής καί τά σύνθ.: χειραγωγός, χειραγωγία, χειραγωγῶ, χειρόγραφος, χειρόγραφον, χειροδίκης, χειροδικῶ, χειρόμακτρον, χειρονόμος, χειρονομία, χειρονομῶ, χειροποίητος, χειροτέχνης, χειροτεχνία, χειρότονος, χειροτονία, χειροτονῶ, χειροτονητής, χειροτονητέον, χειροτονητός, αὐτοχειροτόνητος, ἀχειροτόνητος, χειρουργός, χειρουργῶ, χειρουργία, χειρουργικός, χειρῶναξ, χέρνιψ, χερνίπτομαι, ἴσως τό χερμάς (=ὀγκόλιθος), χερνής -ῆτος (=ἄπορος ἄνθρωπος).
Léxico de magia
ἡ mano de la que obtener sangre γράψον εἰς χάρτην καθαρὸν αἵματι ἀπὸ χειρὸς ἢ ποδὸς γυναικὸς ἐγκύου τὸ προϋποκείμενον ὄνομα escribe en un rollo de papiro limpio con sangre de la mano o del pie de una mujer encinta el nombre que viene abajo P IV 79
Lexicon Thucydideum
manus, hand, 2.49.8, 3.32.2, 3.58.3, 3.59.4, 3.66.2,
item likewise 3.67.5. 4.4.2, 4.38.1, 4.130.4,
manu tenere, to hold in the hand, 2.76.4,
Transl. translate 2.13.1. 2.2.1,
cominus conserta pugna, hand to hand engagement, 3.66.2, 3.108.1, 4.43.2, 4.43.3. 4.57.3. 4.96.3, 4.113.2, 5.3.2. 5.10.10. 5.72.3, 6.70.1, 7.5.2,
pugnam conserere, to join battle, 1.52.3. 2.3.4. 2.81.8, 3.107.4. 4.33.1. 4.72.3. 4.96.2. 4.126.5. 7.44.7, 7.70.5.
in potestatem venire, to come into one's control, 8.50.3,
impetum excipere, to receive the attack, 5.72.4,
in manibus habere, to have in hand, control, 1.138.3,
b) vis, force, 3.82.8,
c) copiae, forces, troops, 3.96.3,
d) χεὶρ σιδηρᾶ, manus ferrea, harpago, grappling iron, 4.25.4, 7.62.3,
item likewise 7.65.1. 7.62.2.
Translations
hand
Abkhaz: анапы; Adyghe: ӏэ; Afrikaans: hand; Aghwan: 𐕣𐕒𐕡𐔾; Ainu: テㇰ; Aiton: မိုဝ်; Akan: nsa; Akkadian: 𒋗; Aklanon: alima, kamot; Albanian: dorë; Amharic: እጅ; Apache Western Apache: bigan; Arabic: يَد; Egyptian Arabic: إيد, إدين; Hijazi Arabic: يد; Moroccan Arabic: إيد, يد; South Levantine Arabic: إيد; Aragonese: man; Aramaic Classical Syriac: ܐܝܕܐ; Jewish Aramaic: אידא; Archi: хол; Armenian: ձեռք; Aromanian: mãnã; Assamese: হাত; Asturian: mano; Avar: квер; Aymara: ampara; Azerbaijani: əl; Bahnar: ti; Bakhtiari: دست; Baluchi: دست; Banjarese: tangan; Bashkir: ҡул; Basque: esku; Bau Bidayuh: tongan; Belarusian: рука; Bengali: হাত, দস্ত; Berber Tashelhit: afus; Bezhta: ко; Borôro: kera; Breton: dorn; Bulgarian: ръка; Burmese: လက်; Buryat: гар; Catalan: mà; Cebuano: kamot; Central Atlas Tamazight: ⴰⴼⵓⵙ; Central Mazahua: dye'e; Central Melanau: paa; Chamicuro: shijpa; Chechen: ка; Cherokee: ᎤᏬᏰᏂ; Chichewa: dzanja; Chickasaw: ilbak; Chinese Cantonese: 手; Dungan: шу; Hakka: 手; Mandarin: 手; Min Dong: 手; Min Nan: 手; Wu: 手; Chuvash: алӑ; Cia-Cia: lima; Coptic Bohairic: ϫⲓϫ, ⲧⲟⲧ, ⲧⲱⲣⲓ; Sahidic: ϭⲓϫ; Corsican: manu; Cree: ᒥᑎᐦᒌ; Crimean Tatar: qol; Czech: ruka; Dakota: nape; Dalmatian: mun; Danish: hånd; Darkinjung: birril; Dhivehi: އަތްތިލަ; Dolgan: илии; Dutch: hand; Eastern Eastern Cham: ꨓꨊꨪꩆ; Eastern Mnong: ti; Erzya: кедь; Esperanto: mano; Estonian: käsi; Even: ҥал, ҥа̄л; Evenki: ңалэ, ӈалэ; Ewe: asi; Faroese: hond; Finnish: käsi; French: main, mains, menotte, menottes; Friulian: man; Galician: man, mao; Gamilaraay: mara; Ge'ez: እድ; Georgian: ხელი, მტევანი; Old Georgian: ხელი; German: Hand; Gothic: 𐌷𐌰𐌽𐌳𐌿𐍃; Greek: χέρι; Ancient Greek: χείρ; Greenlandic: assak; Guaraní: po; Gujarati: હાથ; Haida: stláay; Haitian Creole: men; Hausa: hannū; Hawaiian: lima; Hebrew: יָד; Higaonon: alima; Hiligaynon: lima; Hindi: हाथ; Hinukh: квезей; Hungarian: kéz; Hunzib: коро; Ibaloi: takday; Iban: tangan; Icelandic: hönd, mund; Ido: manuo; Igbo: áká; Ilocano: ima; Indonesian: tangan, yad; Ingrian: käzi; Ingush: кулг; Interlingua: mano; Inuktitut: ᐊᒡᒐᒃ; Inupiaq: argak; Iranun: barukan; Irish: lámh; Istriot: man; Italian: mano; Iu Mien: buoz; Japanese: 手; Javanese: tangan, asta; Kabiyé: nandaka; Kabuverdianu: mon; Kabyle: afus; Kalmyk: һар; Kannada: ಕೈ; Karelian: käzi; Kashmiri: अथु; Kashubian: rãka; Kaurna: mara; Kazakh: қол; Khakas: хол; Khasi: kti; Khinalug: кул; Khmer: ដៃ; Khoekhoe: ǁkhôab; Kikuyu: guoko; Kimaragang: longon; Koho: ti; Kokborok: yak; Konkani: हाथु; Korean: 손; Kumyk: къол; Kurdish Central Kurdish: دەست; Northern Kurdish: dest; Kyrgyz: кол; Ladin: man; Ladino: mano; Lak: ка; Lao: ມື; Latgalian: rūka, plauksts; Latin: manus; Latvian: roka, plauksta; Laz: xe; Lezgi: гъил; Lingala: likanza; Lithuanian: ranka, plaštaka; Lombard: man; Lotud: longon; Low German: Hand; Luiseño: mát; Luxembourgish: Hand; Lü: ᦙᦹ; Macedonian: рака; Malagasy: tanana; Malay: tangan, yad; Malayalam: കൈ; Maltese: id; Manchu: ᡤᠠᠯᠠ; Mandinka: buloo; Mansi: ка̄т; Maori: ringa; Maranao: lima; Marathi: हात; Maricopa: iishaaly; Mbabaram: mara; Megleno-Romanian: mǫnă; Minaean: 𐩺𐩵; Minangkabau: tangan; Mingrelian: ხე; Mizo: kut; Mon: တဲ; Mongolian: гар; Mulam: nja²; Muong: thay; Mòcheno: hònt; Nahuatl: maitl; Nanai: нгала; Navajo: álaʼ; Nepali: हात; Newar: ल्हा Nganasan: дютү; Ngarrindjeri: mari; Nivkh: тымк; Norman: main, man, môin; North Frisian: hönj, hun; Northern Kankanay: ledeng; Norwegian Bokmål: hand, hånd; Nynorsk: hand; Nuer: pätet; Occitan: man; Ojibwe: nininj; Okinawan: でぃ; Old Church Slavonic Cyrillic: рѫка; Glagolitic: ⱃⱘⰽⰰ; Old East Slavic: рука; Old English: hand; Old Frisian: hand, hond; Old Norse: hǫnd, lámr; Old Occitan: man, ma; Old South Arabian: 𐩺𐩵; Old Turkic: 𐰠𐰏; Oriya: ହାତ; Oromo: harka; Oroqen: ŋa꞉la; Ossetian: арм, къух; Ottoman Turkish: ایل, ال, دست, ید; Pashto: لاس; Pela: laʔ³¹; Persian: دست, دس; Phoenician: 𐤉𐤃; Pipil: -mey; Pitjantjatjara: maṟa; Plautdietsch: Haunt; Polabian: rǫkă; Polish: ręka, dłoń; Portuguese: mão; Powhatan: metench; Punjabi: ਹਸਤ; Purepecha: jajki, jájki; Qatabanian: 𐩺𐩵; Quechua: maki; Rohingya: hát; Romani: vast; Romanian: mână; Romansch: maun; Rungus: longon; Russian: рука, кисть руки; Rwanda-Rundi: ikiganza, ibiganza; Sabaean: 𐩺𐩵; Sabah Bisaya: longon, kariam; Sami Inari: kietâ; Northern: giehta; Skolt: ǩiõtt; Southern: gïete; Sanskrit: हस्त, पाणि; Santali: ᱛᱤ; Sardinian: manu; Scots: haund; Scottish Gaelic: làmh; Sebop: agem; Serbo-Croatian Cyrillic: шака, рука; Roman: šaka, ruka; Shan: မိုဝ်း; Sichuan Yi: ꇇ; Sicilian: manu; Sindhi: ھَٿُ; Sinhalese: අත; Slovak: ruka; Slovene: roka; Somali: gacan; Sorbian Lower Sorbian: ruka; Upper Sorbian: ruka; Sotho: letsoho; Southern Altai: кол; Southern Kalinga: agpar, ima; Spanish: mano; Old Spanish: mano; Sumerian: 𒋗; Sundanese: panangan, leungeun; Svan: ში; Swahili: mkono; Swedish: hand; Tabasaran: хил; Tagal Murut: longon; Tagalog: kamay; Tajik: даст; Talysh: دست; Tambunan Dusun: longon; Tamil: கை; Tangut: 𗁅, 𗁃, 𗃑; Taos: mą̏nénemą; Tatar: кул; Tausug: lima; Telugu: చెయ్యి; Tetum: liman; Thai: มือ; Tibetan: ལག; Tigre: እዴ; Tigrinya: ኢድ; Timugon Murut: longon; Tlingit: jín; Tocharian A: tsar; Tocharian B: ṣar; Tok Pisin: han; Tuareg: ăfus; Tupinambá: pó; Turkish: el; Tuvan: хол; Tzotzil: k'obol; Udi: кул; Udmurt: ки; Ugaritic: 𐎊𐎄; Ukrainian: рука; Unami: nàxk; Urdu: ہاتھ, دست; Uyghur: قول; Uzbek: qoʻl; Venetian: man; Vietnamese: tay; Vilamovian: haond; Volapük: nam; Votic: tšäsi; Wakhi: dast; Walloon: mwin; Waray-Waray: ka-mot; Welsh: llaw; West Coast Bajau: tangan; West Frisian: hân; White Hmong: tes; Winnebago: nąąp; Wolof: loxo; Xhosa: isandla; Yagnobi: даст; Yakut: илии; Yiddish: האַנט; Yoruba: ọwọ́; Yucatec Maya: k'ab; Yup'ik: unan; Yámana: yaS; Zazaki: dest; Zealandic: 'and; Zhuang: mwz; Zulu: isandla; ǃXóõ: kxʼàa
arm
Abkhaz: анапы; Adyghe: ӏэ; Afrikaans: arm; Ainu: テㇰ, テㇺ; Albanian: krah; Aleut: chuyux; Amharic: እጅ; Andi: гъажу; Apache Western Apache: bigan; Arabic: ذِرَاع; Egyptian Arabic: دراع; Hijazi Arabic: ذراع; Moroccan Arabic: دراع; Aragonese: brazo; Aramaic Classical Syriac: ܕܪܥܢܐ; Armenian: ձեռք, թև, բազուկ; Aromanian: brats; Assamese: বাহু; Asturian: brazu; Avar: гъеж; Azerbaijani: qol; Balinese: lengen; Baluchi: باسک; Bashkir: ҡул; Basque: beso; Belarusian: рука; Bengali: বাহু; Breton: brec'h; Bulgarian: ръка; Burmese: လက်; Catalan: braç; Cebuano: butkon, bukton; Central Melanau: lengen; Central Sierra Miwok: wó·ŋotu-; Chamicuro: tinawa; Cherokee: ᎧᏃᎨᏂ; Chichewa: mkono; Chickasaw: ilbak; Chinese Cantonese: 手臂; Dungan: гәбый; Mandarin: 胳膊, 胳臂, 手臂, 臂膀; Min Nan: 手管; Choctaw: shakba; Chukchi: мынгыԓгын, мынгыт; Coptic: ϣⲱⲃϣ, ϣⲱⲡϣ, ϭⲛⲁϩ, ϭⲛⲁⲩϩ; Cornish: bregh; Crimean Tatar: qol; Czech: paže, ruka; Dalmatian: braz; Danish: arm; Dutch: arm; Eastern Arrernte: amulte; Erzya: кедь; Esperanto: brako; Estonian: käsivars, käsi; Evenki: ӈалэ; Ewe: abɔ; Faroese: armur; Finnish: käsivarsi, käsi; French: bras; Friulian: braç, brač; Galician: brazo; Georgian: მკლავი; German: Arm; Alemannic German: Arm, Are, Arme; Gothic: 𐌰𐍂𐌼𐍃; Greek: χέρι; Ancient Greek: βραχίων; Greenlandic: taleq; Guaraní: jyva; Gujarati: બાહુ; Gullah: aa'm; Haida: xyáay; Haitian Creole: bra; Hausa: hannu; Hawaiian: lima; Hebrew: זרוע; Hidatsa: áara; Higaonon: balukan; Hiligaynon: butkon; Hindi: बांह, बाँह, भुजा; Hungarian: kar; Icelandic: handleggur, armur; Ido: brakio; Indonesian: lengan; Ingrian: käsi, käsivarsi; Interlingua: brachio, bracio; Inuktitut: ᑕᓕᖅ; Irish: lámh, sciathán, géag; Istriot: brasso; Istro-Romanian: bråț; Italian: braccio, membro, membra, arto; Itelmen: xkich; Japanese: 腕; Javanese: lengen; Kabuverdianu: brasu; Kaurna: turti, nantu, manarntu; Kazakh: қол; Ket: uglit; Khmer: ដៃ; Khoekhoe: ǁôab; Komi-Zyrian: ки; Korean: 팔; Kumyk: къол; Kurdish Central Kurdish: قۆڵ; Northern Kurdish: zend; Kyrgyz: кол; Lak: ка; Lao: ແຂນ; Latin: bracchium; Latvian: roka; Ligurian: brasso; Lithuanian: ranka; Lombard: brazz; Low German: Arm; Luhya: kumukhono; Luo: bat; Luxembourgish: Aarm; Lü: ᦶᦃᧃ; Macedonian: рака; Maguindanao: barukan, nglay; Malay: lengan; Malayalam: കൈ; Maltese: driegħ; Maori: whatī anga; Maranao: barokan, ngelay; Mirandese: braço; Moksha: кядь; Mongolian: гар; Neapolitan: raccio; Nepali: पाखुरा; North Frisian Föhr: iarem; Hallig: eerm; Helgoland: Iaarem; Mooring: ärm; Northern Thai: ᨡᩯ᩠ᨶ; Norwegian: arm; Nukunu: marnku; Occitan: braç; Ojibwe: ninik; Old Church Slavonic Cyrillic: рѫка; Glagolitic: ⱃⱘⰽⰰ; Old East Slavic: рука; Old English: earm, arm; Old Frisian: erm; Old Norse: armr; Oromo: irree; Ossetian: цонг; Ottoman Turkish: قول, بازو, ذراع; Papiamentu: brasa; Pela: laʔ³¹; Pennsylvania German: Aarm; Persian: بازو, دست; Piedmontese: brass; Pitjantjatjara: amiṟi; Plautdietsch: Oarm; Polish: ramię, ręka; Portuguese: braço; Quechua: marq'a, rikra; Punjabi Gurmukhi: ਬਾਂਹ; Shahmukhi: بان٘ہہ; Romagnol: brèzi; Romanian: braț; Romansch: bratsch; Russian: рука; Rusyn: рука; Sami Northern: giehtaruohtas, giehtamátta, giehta; Sanskrit: बाहु, ईर्म; Sardinian: baltzu, bartzu, braciu, bratzu, brassu; Scottish Gaelic: gàirdean; Sebop: li'ip; Serbo-Croatian Cyrillic: рука; Roman: ruka; Shan: ၶႅၼ်; Sicilian: vrazzu; Sinhalese: බාහුව, අත; Slovak: paža, ruka, rameno; Slovene: roka; Somali: gacan; Sorbian Lower Sorbian: ruka; Sotho: sephaka; Spanish: brazo; Sudovian: irma; Sundanese: leungeun, panangan; Svan: მეჴა̈რ; Swahili: mkono; Swedish: arm; Tagalog: braso, bisig; Tajik: даст, бозу; Talysh Asalemi: دست; Tamil: கை; Taos: xónemą; Tashelhit: ⴰⴼⵓⵙ; Tatar: кул; Tedim Chin: baan; Telugu: ముంజేయి; Thai: แขน; Tibetan: ལག་པ; Tigrinya: ምናት; Tocharian B: poko; Tok Pisin: han; Tupinambá: îybá; Turkish: kol; Turkmen: gol; Ugaritic: 𐎏𐎗𐎓; Ukrainian: рука; Urdu: بازو; Uyghur: قول, بىلەك; Uzbek: qoʻl; Venetian: brazso, braso; Vietnamese: cánh tay, tay; Volapük: brad; Votic: tšäsi; Walloon: bresse; Waray-Waray: butkon; Welsh: braich; West Coast Bajau: lengon; West Frisian: earm; White Hmong: npab; Winnebago: aa; Wolof: loxo; Yiddish: אָרעם; Yoruba: apá; Yup'ik: taɫiq; Zazaki: arme, erme, erm, bask; Zhuang: gen; Zou: ban