καλός

From LSJ
Revision as of 16:27, 7 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(ptext.*?)That(.*?\n}})" to "$1Tat$2")

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλός Medium diacritics: καλός Low diacritics: καλός Capitals: ΚΑΛΟΣ
Transliteration A: kalós Transliteration B: kalos Transliteration C: kalos Beta Code: kalo/s

English (LSJ)

καλή, καλόν, Aeol. κάλος (v. infr.), α, ον, Boeot. καλϝός Schwyzer 538 (vi B. C.):—
A beautiful, of outward form, freq. of persons, κάλλιστος ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθεν Il.2.673: in Hom. usually in the phrase καλὸς τε μέγας τε Il.21.108, al.; μέγας καὶ καλός Od.9.513; καλή τε μεγάλη τε 13.289, 15.418; καλὸς δέμας beautiful of form, 17.307; κ. ἰδέᾳ Pi.O.10 (ΙΙ).103; εἶδος κάλλιστος X.Cyr.1.2.1; κ. τὸ σῶμα Id.Mem.2.6.30; τὰς ὄψεις Theopomp.Hist.195; Χορῷ καλή beauteous in the dance, Il. 16.180: c. inf., καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι Od.10.396; ἐσορᾶν κ. Pi.O.8.19: freq. of parts of the body, fair, shapely, κ. πρόσωπα, ὅμματα, παρήϊα, σφυρά, Il.19.285, 23.66, Od.19.208, Il.4.147; Χρώς 5.354, al.; of clothes, εἵματα, φάρεα, Χιτών, Χλαῖνα, πέδιλα, Od.6.111, 24.277, Il.2.43, Od.10.365, 1.96; πέπλος κάλλιστος ποικίλμασιν ἠδὲ μέγιστος Il.6.294; of arms and armour, κνημῖδες, ἀσπίς, σάκος, κόρυς, φάσγανα, ἔντεα, 3.331, 11.33, 22.314, 18.612, 15.713, Od.19.18; of buildings, manufactured articles, etc., αὐλὴ κ. τε μεγάλη τε 14.7; κ. δώματα, τεῖχος, πόλιες, 3.387, Il.21.447, 18.491; ἄμαξα, τράπεζα, θρόνος, 24.267, 11.629, Od.1.131; also τέμενος, ἀγρός, Il.12.314, Od.24.206; so after Hom., Λύδιον κ. ἔργον Sapph.19, etc.; ἐέρσα κ. ead.Supp.25.12.
2 in Att. added to a name in token of love or admiration, as Ἀρίσημος κ. IG12.921, etc.; ἐν τοῖσι τοίχοις ἔγραφ' Ἀθηναῖοι καλοί" Ar. Ach.144, cf.V.98; Ἀλκιβιάδης ὁ καλός, Σαπφὼ ἡ καλή, Pl.Alc.1.113b, Phdr.235c.
b ἡ Καλή or Καλλίστη, as epithet, A.Ag.140 (lyr.), Paus. 1.29.2, CIG4445 (Beroea).
c Καλοί, οἱ, divinities worshipped in childbirth, IG5(1).1445 (Messene, ii B. C.).
3 τὸ καλόν = beauty, Sapph.79, E.IA21 (anap.), etc.; τὰ καλά = the proprieties or elegancies of life, Hdt.1.8, 207; ἁπάντων καλῶν ἄμμορος Pi.O.1.84; αἱ τέχναι ἃς πηγάς φασι τῶν κ. εἶναι X.Cyr.7.2.13.
II with ref. to use, good, of fine quality, κ. λιμήν Od.6.263; Βορέῃ ἀνέμῳ… καλῷ fair, 14.253, 299; κ. ἀργύριον, opp. κίβδηλον, genuine silver, X.Mem.3.1.9; opp. ἀποτετριμμένον, good silver currency, PCair.Zen.21.33 (iii B. C.); ἐλαῖαι PHib. 1.49.12 (iii B. C.); γῆ Ev.Luc.8.15; κ. οἶνος PFay.133.8 (iv A. D.); στρατόπεδον κάλλιστον Th.5.60; ἀνταπεδώκατε πονηρὰ ἀντὶ καλῶν LXX Ge. 44.4; κ. ἐς στρατιάν X.Cyr.3.3.6; πρός τι Pl.Hp.Ma.295c, Grg.474d, etc.: c. inf., λόφος κάλλιστος τρέχειν X.An.4.8.26; ἐν καλῷ (τόπῳ) in a good place, καθίζεσθαι, ὁρμεῖν, Ar.Th.292, X.HG2.1.25; ἐν καλῷ μὲν τοῦ κόλπου καὶ τῶν πόλεων, ἐν κ. δὲ τοῦ τὴν Χώραν βλάπτειν, ib.6.2.9; ἐν καλῷ = under favourable circumstances, Th.5.59.60; ἐν κ. (sc. χρόνῳ) in good time, in season, E.IA1106; ἐν οὐ κ. Id.Or.579; ἐν καλῷ (ἐστι) c. inf., S.El.384 (so καλόν ἐστι c. inf., Id.Ph.1155 (lyr.), Ar.Pax 278, Th.8.2); ἐς καλόν S.OT78, Pl.Men.89e, Smp.174e; τί γὰρ ἐμοὶ ζῆν καλόν; what is the good of life to me? Ph.2.594; καλῇ πίστει = Lat. bona fide, PTeb.418.14 (iii A. D.).
2 of sacrifices, auspicious, σφάγια A.Th.379; οἰωνοί E.Ion1333; ἱερά Th.4.92; τὸ τέλος κ. τῆς ἐξόδου X.An.5.2.9; κ. τὰ ἱερὰ ἦν αὐτῷ Id.Cyr.3.2.3: c. inf., ἰέναι… κ. ἡμῖν τὰ ἱερὰ ἦν Id.An.2.2.3: Com., τὰ τῆς πυγῆς κ. (for τοῦ θεοῦ) Ar. Pax868.
III in a moral sense, beautiful, noble, honourable, in Hom. only in neut., οὐ καλὸν ἔειπες Od.8.166, cf. 17.381; μεῖζον κλέος… καὶ κάλλιον 18.255; freq. καλόν (ἐστι) c. inf., κ. τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν ὅς κ' ἐμὲ κήδῃ Il.9.615; οὐ γὰρ ἔμοιγε κ. (sc. ἄρχειν) 21.440; οὐ κ. ἀτέμβειν οὐδὲ δίκαιον Od.20.294; so in Trag., καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν S.Ant.72, etc.; μάθετε καλὸν ποιεῖν LXX Is.1.17: Comp., οὐ μέν τοι τόδε κάλλιον οὐδὲ ἔοικε Od.7.159, cf. Il.24.52; after Hom. freq. of actions, etc., κάλων κἄσλων Sapph.Supp.2.4 (unless of persons here); καλὰ ἔργματα = noble deeds, Pi.I.4(3).42, cf. S.Fr.839, etc.; ἀναστροφὴ κ. 1 Ep.Pet.2.12: in plural, excellences, πλῆθος καλῶν Pi.O.13.45; πολλῶν καλῶν δεῖ τῷ καλόν τι μωμένῳ S.Fr.938; τὰ τοῦ παιδὸς κ. X.Smp.8.17.
2 τὸ καλόν = moral beauty, virtue, honour, opp. τὸ αἰσχρόν, Id.Mem.1.1.16, cf. Pl.Smp.183d, etc.; ὅττι καλόν, φίλον ἐστί, τὸ δ' οὐ καλὸν οὐ φίλον ἐστίν Thgn.17, cf. E.Ba.881 (lyr.), Pl. Ly.216c; οὐ ταὐτὸν ἡγῇ σύ, ὡς ἔοικας, κ. τε καὶ ἀγαθὸν καὶ κακὸν καὶ αἰσχρόν Id.Grg.474d, cf. Smp.201e; τοὐμὸν κ. E.Supp.300.
3 of persons, in early writers coupled with ἀγαθός, v. καλοκἀγαθός; later κ. ποιμήν Ev.Jo.10.11; κ. στρατιώτης 2 Ep.Tim. 2.3.
IV in Att. and Trag. freq. ironically, fine, specious, γέρας κ. A.Eu.209; κ. γὰρ οὑμὸς βίοτος ὥστε θαυμάσαι S.El.393, cf. E.Ba.652; κ. Χάρις D.9.65; κ. ὕβριν ὑβρισμένοι Id.23.121; καί σοι… θωπεῦσαι καλόν S.OC 1003; μετ' ὀνομάτων καλῶν Th.5.89.
B Degrees of Comp.: Comp. καλλίων, ον, Il.24.52, Od.10.396, etc.: neut. κάλιον [ᾰ] Alc.134: Sup. κάλλιστος, καλλίστη, κάλλιστον, Il.20.233, etc.; late καλλιώτερος or καλλιότερος, POxy.1672.6 (i A. D.), Sch.E. Tr.966; also καλώτερος Hdn.Epim.69.
C Adv.:—Poets freq. use neut. καλόν as adverb, κ. ἀείδειν Il.18.570, Od.1.155; καλά Il.6.326; later τὸ κ. Theoc.3.3, 18, Call.Epigr.53, Herod.1.54.
II regul. Adv. καλῶς (Dor. καλώς Sophr.22), well, rightly, οὐδ' ἔτι κ. οἶκος ἐμὸς διόλωλε Od.2.64; καλῶς ζῆν, καλῶς τεθνηκέναι, etc., S.Aj.479, etc.; καλῶς φρονεῖν = to be in one's right mind, Id.Fr.836; οὐ κ. ταρβεῖς Id.Tr.457; καλῶς ἀγωνιεῖσθαι = fairly, on the merits of the case, Lys.13.88; Χρήματα δατῆθθαι κ. Leg.Gort.4.39; κ. εἰρημένα S.Fr. 576.6; κάλλιον λέγεις Pl.Tht.161b; κάλλιστ' ἂν εἴποι S.OT1172: freq. in phrase καλῶς καὶ εὖ, καλῶς τε καὶ εὖ, Pl.Prt.319e, Prm.128b, etc.
2 of good fortune, well, happily, καλῶς πράσσειν = εὖ πράσσειν, A.Pr. 979, S.Ant.271; καλῶς καὶ εὖ πράττειν Pl.Chrm.172a; καλῶς ἔχειν = to be well, A.Th.799, etc.; κ. ἔχει σοι Ar.Ach.946, cf. S.El.816; καλῶς ἔχει c. inf., 'tis well to... X.Mem.3.11.1: c. gen., καλῶς ἔχειν τινός = to be well off in respect to a thing, Hp.Superf.29; κ. παράπλου κεῖσθαι Th.1.36; εἰ κ. σφίσιν ἔχοι Id.4.117; οὔτε τοῖς θεοῖς ἔφη καλῶς ἔχειν, εἰ… X.Mem.1.3.3; καλλιόνως ἔχει Pl.Tht.169e, etc.; κάλλιστα ἕζει Id.Hp.Ma.295b.
3 καλῶς, = πάνυ, thoroughly, altogether, τὸν κ. εὐδαίμονα A.Fr.317, = S. Fr.934; κ. ἔξοιδα Id.OC269, cf. OT1008; κ. ὑπὸ τοῦ πυρὸς διεφθάρθαι D.S.13.108: Comp., κάλλιον εἰδέναι Pl.Hp.Ma.300d; κάλλιον ἐοικέναι to be just like, Hp.Genit.8.
4 καλῶς ἀκούειν = to be well spoken of, Men.Mon.285, Plu.2.177e.
5 καλῶς ποιῶν = rightly, deservedly, καλῶς ποιῶν ἀπόλλυται Ar.Pl.863, cf. D.1.28, al., Aeschin.3.232; in requests, κ. ποιήσεις πριάμενος, etc., PPetr.3p.143 (iii B. C.), etc.; also c. inf., κ. π. γράψαι BGU1203.7 (i B. C.), etc.
6 in answers, to approve the words of the former speaker, well said! E.Or.1216, D.39.15; also, to decline an offer courteously, no, thank you! Ar.Ra.888; καλῶς ἔχει Antiph.165, Men.Pk.266; πάνυ καλῶς Ar.Ra.512; ἀμέλει καλῶς ib.532: Sup., κάλλιστ', ἐπαινῶ ib.508; ἔχει κάλλιστα Theoc.15.3.
7 ironically, finely, καλῶς ἐρήμης γ' ἂν σὺ γῆς ἄρχοις μόνος S.Ant.739, cf. E.Med.588, Ar.Eq.344, Din.1.69.
8 καλῶςἱερεύς = hurrah for the priest! SIG1109.14 (Athens, ii A. D.).
9 repeated with the Adj., καλὴ καλῶς Ar.Ach.253, Pax1330, Ec.730; καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις Pi.O.9.94.
10 Comp. καλλιόνως Pl.Tht. l.c., Lg.660d: Sup. καλλίστως PMag.Par.1.2443,2465, Sch.E.Hec.310.
D for compds., v. καλλι-, καλο-.
E Quantity: ᾱ in Ep. and early Iamb. Poets (exc. h.Ven.29, Hes.Op.63, Th.585): ᾰ in Lyr. (exc. κᾱλῶς B.12.206) and Trag. (A. Fr.314, S.Ph.1381 are corrupt).—In Eleg., Epigr., and Bucol. Poets ᾰ or ᾱ (the latter usually in thesi); τὰ μὴ κᾰλὰ κᾱλὰ πέφανται Theoc.6.19, cf. Herod.7.115, Call.Jov.55.—In Comp., ῐ in Hom., ῑ in Trag. and later.

German (Pape)

[Seite 1313] ή, όν, schön; zunächst – a) von dem in die Augen Fallenden, von der äußeren Gestalt, von Hom. an, sowohl von Menschen u. Tieren, als von Sachen; oft verbunden καλός τε μέγας τε, bes. von Männern; Hom. καλός δέμας, schön an Gestalt, Od. 17, 307; öfter von einzelnen Theilen des Körpers, πρόσωπα, ὄμματα, παρήϊα, σφυρά, χρόα καλόν, von Kleidern, φάρεα, ῥήγεα, κρήδεμνον, ζώνη, εἵματα, πέδιλα, von Waffen, σάκος, φάσγανον, τεύχεα, von anderen Geräthen, δέπας, ἄλενσον, von Gebäuden, Geschenken, Gegenden, wo es oft durch angenehm, reizend, lieblich wiedergegeben werden kann; ἐςορᾶν καλός, schön anzusehen, Pind. Ol. 8, 19; ἰδέᾳ καλός, schön von Ansehen, Ol. 1, 103, καλὸς τὴν ὄψιν Ath. XII, 517 e; καλοὶ τὰ σώματα Xen. Mem. 2, 6, 30; εἶδος κάλλιστος Cyr. 1, 2, 1; μορφὴ καλή Soph. O. C. 584; κόσμος Eur. Hipp. 632; εἴθ' αἴσχιον εἶδος ἀντὶ τοῦ καλοῦ λάβω Hel. 270; γυνὴ καλὴ καὶ εὐειδής Plat. Crit. 44 a; von Metallen, echt, im Gegensatz v. κίβδηλος, Xen. Mem. 3, 1, 9; – τὸ καλόν, Schönheit, Zier, Schmuck; τὸ καλὸν βίου Eur. I. A. 20; Xen. Cyr. 7, 3, 16; τὰ τοῦ βίου, die Genüsse, Reize, Annehmlichkeiten des Lebens, Her. 1, 207; Xen. Cyr. 7, 2, 13, καλὰ πάσχειν, sich wohl befinden. – Die Liebhaber schnitten den Namen der Geliebten mit dem Zusatz ὁ καλός, ἡ καλή in die Bäume ein od. schrieben ihn auf die Thüren u. Fenster, vgl. die Ausleger tu Ar. Ach. 194 Vesp. 98. – b) schön für einen besondern Zweck, tauglich, brauchbar, wie man etwa λιμήν Od. 6. 263 u. einzelne andere Verbindungen bei Hom. fassen kann; öfter bei den Att., σῶμα καλὸν πρὸς δρόμον, πρὸς πάλην, Plat. Hipp. mai. 295 c; dem χρήσιμος entsprechend, Dem. 61, 32; ἀεὶ καλὸς πλοῦς ἔσθ' ὅταν φεύγῃς κακά Soph. Phil. 637; οἰωνοί, Glück bedeutende, Eur. Ion 1333; beim Opfer der gew. Ausdruck τὰ ἱερά έστι καλά, Xen. An. 1, 8, 15, vgl. Krüger zu 6, 2, 9, die Opfer sind gut, fallen glücklich aus; οὐ γὰρ σφάγια γίνεται καλά Aesch. Spt. 361; ähnl. τὸ δὲ τέλος καλὸν τῆς ἐξόδου, das Ende werde glücklich sein, Xen. An. 5, 2, 9; so ἡμέραι Soph. El. 607; ἐν καλῷ, sc. τόπῳ, am rechten, gelegenen, bequemen Orte, κεῖσθαι τὴν Κέρκυραν ἐν καλῷ τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου Xen. Hell. 6, 2, 9, ποῦ καθίζωμ' ἐν καλῷ τῶν ῥητόρων ἵν' ἐξακούω Ar. Th. 292, Luc. Navig. 15; häufiger sc. χρόνῳ, zur rechten, gelegenen Zeit, νῦν γὰρ ἐν καλῷ φρονεῖν Soph. El. 376, ἐν καλῷ σ' ἔξω δόμων ηὕρηκα Eur. I. A. 1106, ἐν οὐ καλῷ μὲν ἐμνήσθην θεῶν Or. 578; in Prosa, Plat. Rep. IX, 571 b; Xen. Hell. 4, 3, 5 u. sonst; ἐν καλῷ ἐδόκει ἡ μάχη ἔσεσθαι Thuc. 5, 59, wo der Schol. ἐπὶ συμφέροντι erkl. So auch ἐς καλὸν σὺ εἶπας Soph. O. R. 78; εἰς καλὸν ἥκεις ὅπως συνδειπνήσῃς Plat. Conv. 174 e; im superl., ἥκετον εἰς κάλλιστον, zu sehr gelegener Zeit, Euthyd. 275 b; εἰς καλόν γε ὑμῖν συντετύχηκα Xen. Conv. 1, 4; ἥκεις An. 4, 7, 3; νῦν καλὸν κορέσαι στόμα, jetzt ists Zeit, Soph. Phil. 1140; νῦν ἐστιν εὔξασθαι καλόν Ar. Par 278. – c) von innerer Beschaffenheit, sittlich schön, gut, trefflich; Hom. nur im neutr., οὐ καλὸν ὑπέρβιον εὐχετάασθαι, es ist nicht schön, ziemt sich nicht, Il. 17, 19; καλόν τοι, es steht dir wohl an, 9, 615; οὐ γὰρ ἔμοιγε καλόν 21, 440; im plur., οὐ μὴν καλὰ χόλον τόνδ' ἔνθεο θυμῷ, es ist nicht schön, daß du solchen Zorn hegst, 6, 326, s. nachher; ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος, schöner Taten, Pind. I. 3, 60; τέθνηκεν, οὗπερ τοῖς νέοις καλόν, wo es schön, ehrenvoll ist, Aesch. Spt. 1002; Ag. 1592; καλὸς γὰρ οὑμὸς βίοτος ὥςτε θαυμάσαι Soph. El. 385; οὔτ' ἐμοὶ τοῦτ' ἔστιν, οὔτε σοὶ καλόν, es ziemt nicht mir, Phil. 1288; καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν Ant. 72; κλέος Eur. Alc. 1225; ὄνειδος Med. 514; καλὸν αὐτῷ, es ist ehrenvoll für ihn, Thuc. 3, 94, u. A., bes. als neutr. – Von Plat. an von Menschen, bes. καλὸς κἀγαθός, der wackere, ehrenwerthe Mann, durch Sokrates üblich gewordener Ausdruck, Gegensatz ἄδικος καὶ πονηρός, Gorg. 470 e; ἅμα μὲν καλός, ἅμα δὲ ἀγαθός Tim. 88 c; καλὸς τἄνδοθεν Phaedr. 279 b; auch neutr., οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι Apol. 21 d; ἀγαθὸν ἄνδρα καὶ καλὰ πράττοντα Xen. Cyr. 3, 1, 10; ἀσκηταὶ τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἔργων 1, 5, 9; Mem. 2, 1, 20. – Τὸ καλόν, das sittlich Gute, die Tugend, τὰ καλά, edle, gute, rühmliche Handlungen, Gegensatz αἰσχρός. – Τὰ καλά von den Staatseinrichtungen der Lacedämonier, Xen. Lac. 3, 3 Hell. 5, 5, 9; so sagt ein Laced. ἔῤῥει τὰ καλά 1, 1, 23. – Adv. καλῶς, schön, in den verschiedenen Vdtgn; Hom. nur einmal, οὐδ' ἔτι καλῶς οἶκος ἐμὸς διόλωλε Od. 2, 63; gewöhnlich καλόν od. καλά, ὑμεῖς οὐκέτι καλὰ μεθίετε θούριδος ἀλκῆς, auf unschöne, ungeziemende Weise, Il. 13, 116, vgl. Od. 15, 10. 17, 397; καλὰ μελπόμενος Pind. N. 1, 20, φρονεῖν καλῶς Aesch. Pers. 711, θανεῖν Ch. 350. καλῶς ἔχει τὰ πλεῖστα Spt. 781; καλῶς εὶδώς Soph. O. R. 317; καλῶς πράττειν, sich wohl befinden, Glück haben, Ant. 271 Tr. 57. 229 u. A.; καλῶς ζῆν ἢ καλῶς τεθνηκέναι Ai. 474; καλῶς καὶ εὖ ἐπαίδευσεν Plat. Prot. 319 e; καλῶς καὶ εὖ πράττειν Charm. 172 a; vgl. über diese Vrbdg Lob. Paralip. p. 65; τί δήποτε ἅπαντ' εἶχε καλῶς τότε, καὶ νῦν οὐκ ὀρθῶς; Dem. 3, 30, warum stand damals Alles gut? εἰ καλῶς σφισιν ἔχοι, wenn es ihnen gut, zuträglich sei, Thuc. 4, 117; καλῶς παράπλου κεῖται, günstig für die Fahrt, 1, 36, ἐν παράπλῳ 1, 44. – Allein: καλῶς, billigend, recht so, gut, Eur. Or. 1216 Ar. Ran. 888 Dem. 39, 14; πάνυ καλῶς, ganz wohl, schon gut, womit man höflich die Fortsetzung des Gesprächs ablehnt, Ar. Ran. 512; vgl. κάλλιστ' ἐπαινῶ 508. – Comparat. u. superl. καλλίων, κάλλιστος, in allen den Vrbdgn des Positivs; Hom. πολὺ καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι Od. 10, 396; οὐ μήν οἱ τόγε κάλλιον οὐδέ τ' ἄμεινον Il. 24, 52; ὃς δὴ κάλλιστος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων 24, 233; κάλλιστον ἦμαρ εἰσιδεῖν ἐκ χείματος Aesch. Ag. 874; ἄνδρα δ' ὠφελεῖν κάλλιστος πόνων Soph. O. C. 315; κάλλιστον θέαμα Plat. Rep. III, 402 d; καλλίοσιν ὀνόμασι χρῆσθαι Phil. 43 d; πάντων κάλλιστα, ganz vortrefflich, Soph. 227 c u. sonst; auch καλλιόνως, Legg. II, 660 d Theaet. 169 e; καλλιώτερον stand früher Thuc. 4, 118, findet sich sicher eest bei Sp., vgl. Lob. zu Phryn. p. 136; bei Psell. καλλιστότατος. – [Α ist bei Hom. u. den Epikern, wie den alten jambischen Dichtern lang, nur Hes. O. 63 Th. 585 kurz; bei Pind. u. den attischen Dichtern kurz; bei den epigrammatischen u. bukolischen Dichtern nach Versbedürfniß lang u. kurz, in der Thesis gew. kurz, vgl. Jacobs Anth. Pal. p. 761.] – In den Zusammensetzungen ist καλλι-die gewöhnliche Form, erst sehr Späte u. die Grammatiker haben καλο-, worin α immer kurz ist.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
A. adj. I. beau : καλὸς δέμας OD, εἶδος καλός XÉN beau de corps, de visage ; καλὸς εἰσοράασθαι OD beau à contempler ; τὰ καλά, les belles choses, particul. les élégances de la vie;
II. en parl. de la beauté morale beau, noble, honnête, honorable, glorieux : τέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν ESCHL il est mort là où il est beau pour les jeunes gens de mourir ; τὸ καλόν, le beau, le bien, la vertu ; τὰ καλά XÉN les belles actions ; καλόν ἐστι(ν) avec l'inf. il est beau de ; καλὸς καὶ ἀγαθός, καλὸς κἀγαθός (non καλοκἀγαθός, malgré καλοκἀγαθία), au plur. καλοὶ κἀγαθοί, καλῶν κἀγαθῶν, καλοὺς κἀγαθούς, primit. de noble naissance, de haut rang, postér. honnête ; τὰ καλὰ κἀγαθὰ ἔργα XÉN les belles actions, ce qui est beau et bien, le bien, la vertu;
III. p. anal. pur, naturel en parl. de métaux non travaillés;
IV. p. suite :
1 parfait, achevé, accompli : στράτευμα XÉN armée excellente, accomplie ; ironiq. καλὸν γέρας ESCHL beau privilège;
2 précieux;
V. convenable, d'où
1 apte à, habile à, avec πρός et l'acc. ; καλὸς τρέχειν XÉN habile à la course;
2 favorable : καλὸς λιμήν OD port bien situé ; καλὸς ἄνεμος OD vent favorable ; adv. • ἐν καλῷ (s.e. τόπῳ) XÉN en un lieu favorable ; ou (s.e. χρόνῳ) SOPH au moment opportun, en temps utile, à propos ; • εἰς καλόν SOPH, • εἰς κάλλιστον SOPH à propos, tout à fait à propos ; au sens relig. καλὰ ἱερά ESCHL augures, sacrifices favorables ; avec l'inf. : ἰέναι καλὰ τὰ ἱερὰ ἦν XÉN les sacrifices étaient favorables pour aller;
B. adv. • καλόν ou • καλά, de belle façon, avec grâce ou agrément, bien;
Cp. καλλίων, Sp. κάλλιστος.
Étymologie: cf. skr. kalyas, sain.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κᾰλός -ή -όν, ep. en Ion. κᾱλός, Aeol. κάλος -α -ον; comp. καλλίων -ον, n. Aeol. κάλιον, later ook καλώτερος en καλλιότερος; superl. κάλλιστος -η -ον adj. van uiterlijk mooi, fraai; met acc. resp.:; καλὸς μὲν δέμας ἐστιν hij (de hond) is mooi van bouw Od. 17.307; κ. τὸ σῶμα met een mooi lichaam Xen. Mem. 2.6.30; met inf.:; κ. εἰσοράασθαι mooi om te zien Od. 10.396; Att. bij persoonsnamen als teken van genegenheid:. Ἀθηναῖοι καλοί Atheners zijn top Aristoph. Ach. 144; Ἰσοκράτης ὁ κ. die lieve Isocrates Plat. Phaedr. 278e. van kwaliteit / functioneel mooi, goed:; καλὸς λιμήν een mooie haven Od. 6.263; κ. ἀργύριον echt zilver Xen. Mem. 3.1.9; κ. γῆ goede aarde NT Luc. 8.15; met prep.:; ( τὸ σῶμα ) καλὸν τὸ μὲν πρός δρόμον, το δὲ πρὸς πάλην het lichaam is soms geschikt om hard te lopen, soms om te worstelen Plat. HpMa 295c; καλὸν... ἐς στρατίαν een voordeel voor het leger Xen. 3.3.6; met inf.: οὗτος ὁ λόφος... κάλλιστος τρέχειν die heuvel is heel geschikt om er te lopen Xen. An. 4.8.26; ἰέναι... πάνυ καλὰ ἡμῖν τὰ ἰερὰ ἦν de offers waren heel gunstig voor ons om te gaan Xen. An. 2.2.3. moreel mooi, eervol, goed:; κλέος κάλλιον een mooiere roem Od. 18.255; n. καλόν met inf..;: οὐ... καλὸν ἀτέμβειν... ξείνους het is niet fraai gasten tekort te doen Od. 20.294; καλόν μοι... θανεῖν het is eervol voor mij om te sterven Soph. Ant. 72; οὐ ταὐτὸν ἡγῇ... καλόν τε καὶ ἀγαθὸν καὶ κακὸν καὶ αἰσχρόν; is volgens jou mooi en goed niet hetzelfde, net als slecht en lelijk? Plat. Grg. 474d; iron. fraai:; γέρας καλόν een fraai voorrecht Aeschl. Eum. 209; καλὸς γὰρ οὑμὸς βίοτος ὥστε θαυμάσαι mijn leven is verbazingwekkend fraai Soph. El. 393; christ. (geestelijk) mooi, goed, deugdzaam:. καλὰ ἔργα goede daden NT Mt. 5.16; ὁ ποιμὴν ὁ καλός de goede herder (Christus) NT Io. 10.11; καλὴ ὁμολογία goede belijdenis NT 1 Tim. 6.12. sociaal edel, van hoge afkomst; vaak met ἀγαθός, zie καλοκἀγαθός. subst. τὸ καλόν het schone, schoonheid:; Ἔρως δ’ ἐστιν ἔρως περὶ το καλόν Eros is liefde voor het schone Plat. Smp. 204b; in morele zin fatsoen, deugd:. πάλαι δὲ τὰ καλὰ ἀνθρώποισι ἐξεύρηται lang geleden zijn de goede zeden door mensen uitgevonden Hdt. 1.8.4; τὸ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐγκακῶμεν laten we niet moe worden het goede te doen NT Gal. 6.9. adv. acc. n. καλόν en plur. καλά mooi, op fraaie wijze:. καλὸν ἀείδειν mooi zingen Od. 1.155; οὐ μὲν καλὰ χόλον τόνδ’ ἔνθεο θυμῷ het is niet fraai dat je deze wrok hebt opgevat Il. 6.326; εἰς καλόν op een geschikt moment Soph. OT 78; νῦν γὰρ ἐν καλῷ φρονεῖν nu hebben we de kans om goed na te denken Soph. El. 384; ἐν καλῷ ἐδόκει ἡ μάχη ἔσεσθαι het leek dat het gevecht onder goede omstandigheden zou plaatsvinden Thuc. 5.59.4; ποῦ καθίζωμ’ ἐν καλῷ waar vind ik een goede plaats om te zitten? Aristoph. Th. 292. adv. καλῶς; comp. κάλλιον en καλλιόνως; superl. κάλλιστα goed, eervol, juist:; καλῶς ζῆν ἢ καλῶς τεθνηκέναι τὸν εὐγενὴ χρή eervol leven of eervol sterven past een edel man Soph. Ai. 479; οὐ κ. ταρβεῖς uw vrees is ongepast Soph. Tr. 457; καλῶς τε καὶ εὖ goed en degelijk Plat. Prot. 319e; καλῶς ποιεῖν goed doen NT Mt. 12.12; κ. ποιεῖν, met nom. en ptc.:;: κ. ἐποίησας παραγενόμενος je hebt er goed aan gedaan te komen NT Act. Ap. 10.33; iron.: fraai:. καλῶς ἐρήμης γ’ ἂν σὺ γῆς ἄρχοις μόνος je zou het prachtig doen als alleenheerser over een verlaten land Soph. Ant. 739; καλῶς γ’ ἄν οὖν δέξαιντό μ’ οἴκοις ze zouden mij zeker hartelijk ontvangen in hun huis! Eur. Med. 504. geslaagd, succesvol, gunstig:; καλῶς πράσσειν succes hebben Aeschl. PV 979; καλῶς δ’ ἔχει τὰ πλεῖστα het meeste is een succes Aeschl. Sept. 799; κ. ἔχει σοι het staat voor je klaar Aristoph. Ach. 946; ἐπειδὴ δὲ καλῶς εἶχεν αὐτῷ toen hij voldaan was Lys. 1.39; κ. ἔχει met inf..;: οὔτε τοῖς θεοις ἔφη καλῶς ἔχειν, εἰ... het zou de goden ook niet goed staan, zei hij, als... Xen. Mem. 1.3.3; met gen.: καλῶς παράπλου κεῖται het ligt gunstig om er langs te varen Thuc. 1.36.2. zeker, volkomen, helemaal:. καλῶς ἔξοιδα ik weet het zeker Soph. OC 269; καλῶς εἶ δῆλος οὐ εἰδώς het is volkomen duidelijk dat je onwetend bent Soph. OT 1008; κάλλιον εἰδέναι beter weten Plat. HpMa 300d. terecht, gelukkig:; καλῶς... ποιῶν ἀπόλλυται terecht is hij geruïneerd Aristoph. Pl. 863; gecombineerd met adj. καλός:. ὅπως τὸ κανοῦν καλὴ καλῶς οἴσεις zorg dat je de mand heel voorzichtig draagt Aristoph. Ach. 253. in antwoorden, instemmend: oké!, prima!; καλῶς, ἔχ’ αὔτ’ oké, pak hem Aristoph. Ran. 532; als beleefde weigering: nee, dank u:; ἐπίθες λιβανωτόν.— καλῶς, ἕτεροι γάρ εἰσιν leg er wierook op. — nee, bedankt, er zijn namelijk andere (goden) Aristoph. Ran. 888; πάνυ καλῶς nee, dank je wel Aristoph. Ran. 512; superl.: ἔχει κάλλιστα nee, het gaat best zo Theocr. 15.3.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλός: (эп., кроме Hes., тж. ᾱ; compar. καλλίων - эп. ῐ, атт. ῑ; superl. κάλλιστος)
1 красивый, прекрасный, прелестный, изящный (πρόσωπα, ὄμματα, ζώνη, εἵματα, ἀνήρ Hom.; γυνή Plat.; ὁ τοῦ κόκκυγος νεοττός Arst.; Ἀθῆναι Plut.; λίθοι καὶ ἀναθήματα NT): κ. δέμας Hom., κ. ἰδέᾳ Pind. или κ. εἶδος Xen., тж. κ. εἰσοράασθαι Hom. и κ. εἰσορᾶν Pind. красивый на вид;
2 прекрасный, благородный, славный (ἔπη Soph.; πράξεις Arst.; καρδία καλὴ καὶ ἀγαθή NT): Σαπφὼ ἡ καλή Plat. славная Сапфо; κ. κἀγαθός Xen., Plat. etc. благороднейший, добродетельный (τὰ καλὰ κἀγαθὰ ἔργα Xen., Plat.): οἱ καλοὶ κἀγαθοί Arst. (ср. лат. boni viri) лучшие люди (в государстве), цвет общества; καλὴν συνείδησιν ἔχειν NT обладать чистой совестью; ὁ ποιμὴν ὁ κ. NT добрый пастырь;
3 благоприятный, попутный (ἄνεμος Hom.);
4 благоприятный, предвещающий добро (οἰωνοι Eur.; τὰ ἱερά Xen.);
5 благополучный, счастливый, удачный (πλοῦς Soph.; τὸ τέλος τῆς ἐξόδου Xen.);
6 чистый, настоящий (ἀργύριον Xen.);
7 превосходный, отличный (βίοτος Soph.; στράτευμα Xen.; γέρας Aesch.; δένδρον NT): καλοὶ ὀφθαλμοί Plat. хорошо видящие глаза; ἡ καλὴ γῆ NT плодородная земля;
8 годный, удобный, выгодный: ὁ λόφος κάλλιστος τρέχειν Xen. возвышенность, весьма удобная для состязаний в беге; σῶμα καλὸν πρὸς δρόμον Plat. тело, хорошо приспособленное к бегу - см. тж. καλόν.

English (Slater)

κᾰλός (-ός, -όν; -όν nom., acc., -ά, -ῶν, -οῖς, -ά.: comp., superl., v. infra.)
   1 of actions, noble, honourable ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: ἐσλὸν κακοῖς codd.) (O. 2.97) πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ (O. 6.11) φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα (P. 7.19) ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (N. 6.30) ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑμὶ σὺν τρόπῳ (N. 7.14) διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί (I. 4.42) μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχέρῳ κέλευθοι (I. 6.22) ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις (Pae. 2.66) θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον fr. 121. 4. σὺν δ' ἀνάγκᾳ πὰν καλόν fr. 122. 9. cf. ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών some new honour (P. 8.88)
   2 beautiful
   a of living things, handsome ἦν δ' ἐσορᾶν καλός (O. 8.19) ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις (O. 9.94) (Ἁγησίδαμον) ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρ ᾳ τε κεκραμένον (O. 10.103) εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ (O. 14.7) καλός τοι πίθων παρὰ παισὶν αἰεὶ καλός (P. 2.72) —3. ἐξαίρετον γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν (P. 4.123) ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ (N. 3.19) ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν (I. 2.4)
   b of things. ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν (O. 3.23) δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι, καλὸν πῆμα the effigy of Hera, embraced by Ixion (P. 2.40)
   3 pro subs.,
   a s., work of beauty ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.46)
   b pl.,
   I blessings ἁπάντων καλῶν ἄμμορος (O. 1.84) ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ (O. 8.86) ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν (P. 8.33) οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών (N. 11.31) πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν (I. 5.15) τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; (I. 7.2) τόσσαι καλῶν fr. 22. καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 3.
   II noble actions, achievements καλὰ ἔρξαις ἀοιδᾶς ἄτερ (O. 10.91) δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν (O. 13.45) ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε (P. 5.116) κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν (P. 9.96) θεόθεν ἐραίμαν καλῶν (P. 11.50) τόλμαν τε καλῶν ἀρομένῳ σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν ( courage for noble deeds: sc. Μοῖρα) (N. 7.59)
   III what is fine, good to hear, see. φάμενἀμφὶ δαιμόνων καλά (O. 1.35) ἔχω καλά τε φράσαι (O. 13.11) καλὰ μελπόμενος (N. 1.20) τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω i. e. the fair side (P. 3.83)
   IV in wider sense, good, things noble ξένον καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον (O. 1.104) στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν (O. 11.18) μὴ παρίει καλά (P. 1.86) φαντὶ δ' ἔμμεν τοῦτ ἀνιαρότατον καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα (P. 4.288) ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν (fort. corruptum) (I. 8.70)

English (Abbott-Smith)

καλός, -ή, -όν, [in LXX chiefly for טוֹבָה,טוֹב, also for יָפֶה, etc.;]
1.primarily, of outward form ("related to… ἀγαθός as the appearance to the essence," Cremer, 339), fair, beautiful: λίθοι (BV, goodly), Lk 21:5.
2.In reference to use, of that which is well adapted to its ends, good, excellent: of fish, τ. καλά (opp. to σαπρά), Mt 13:48; σπέρμα, Mt 13·24, 27, 37, 38; καρπός, Mt 3:10 7:17-19 12:33, Lk 3:9 [WH] 6:43; δένδρον (opp. to σαρπόν), Mt 12:33, Lk 6:43; γῆ, Mt 13:8, 23 Mk 4:8, 20 Lk 8:15; τ. ἅλας, Mk 9:50, Lk 14:34; ὁ νόμος, Ro 7:16, I Ti 1:8; διδασκαλία, I Ti 4:6;καρδία κ. καὶ ἀγαθή, Lk 8:15; παραθήκη, II Ti 1:14; μέτρον, Lk 6:38; βαθμός, I Ti 3:13; θεμέλιος, I Ti 6:19; τὸ κ., I Th 5:21; μαργαρίται, Mt 13:45; οἶνος, Jo 2:10; ποιμήν, Jo 10:11, 14; διάκονος, I Ti 4:6; οἰκονόμος, I Pe 4:10; στρατιώτης, II Ti 2:3; στρατεία, I Ti 1:18; ἀγών, I Ti 6:12, II Ti 4:7; ὁμολογία, I Ti 6:12, 13; ἔργον, Mt 26:10, Mk 14:6, Jo 10:33, I Ti 3:1; pl., Jo 10:32; καλόν, c. inf. et dat., Mt 18:8, 9 I Co 7:1, 26 9:15; id. c. acc. et inf., Mt 17:4, Mk 9:5, 43, 45, 47, Lk 9:33, He 13:9; seq. εἰ, Mt 26:24, Mk 9:42 14:21; ἐάν, I Co 7:8.
3.Ethically, good, in the sense of right, fair, noble, honourable: Ga 4:18, He 5:14; ἔργα, Mt 5:16, I Ti 5:10, 25 6:18, Tit 2:7, 14 3:8, 14 (Field, Notes, 223f.), He 10:24, I Pe 2:12; ἀναστροφή, Ja 3:13, I Pe 2:12; συνείδησις, He 13:18; seq. ἐνώπιον, Ro 12:17, II Co 8:21, I Ti 2:3; το] κ. ποιεῖν (κατεργάζεσθαι), Ro 7:18, 21 II Co 13:7, Ga 6:9, Ja 4:17; καλόν ἐστιν, c. inf., Mt 15:26 (T, ἔξεστιν), Mk 7:27, Ro 14:21, Ga 4:18; μαρτυρία, I Ti 3:7; ὄνομα, Ja 2:7; καύχημα, I Co 5:6 (neg.); θεοῦ ῥῆμα, He 6:5. κ. does not occur in Re.†SYN.: v.s. ἀγαθός.

English (Strong)

of uncertain affinity; properly, beautiful, but chiefly (figuratively) good (literally or morally), i.e. valuable or virtuous (for appearance or use, and thus distinguished from ἀγαθός, which is properly intrinsic): X better, fair, good(-ly), honest, meet, well, worthy.

English (Thayer)

καλή, καλόν (probably primarily 'sound,' 'hale,' 'whole;' cf. Vanicek, p. 140f; Curtius, § 31), the Sept. for יָפֶה beautiful, but much more often for טוב good; beautiful, applied by the Greeks to everything so distinguished in form, excellence, goodness, usefulness, as to be pleasing; hence (according to the context) equivalent to "beautiful, handsome, excellent, eminent, choice, surpassing, precious, useful, suitable, commendable, admirable";
a. beautiful to look at, shapely, magnificent: λίθοις καλοῖς κεκόσμηται (A. V. goodly), good, excellent in its nature and characteristics, and therefore well adapted to its ends: joined to the names of material objects, universally, τά καλά, of fish, opposed to such as are thrown away (τά σαπρά), σπέρμα, καρπός, L WH brackets καλόν); δένδρον, opposed to σαπρόν, γῆ, καλόν τό ἅλας (is an excellent thing), ὁ νόμος, good in its substance and nature, and fitted to beget good, διδασκαλία, true and approved teaching, καρδία καλή καί ἀγαθή, παραθήκη (which see) (containing (rather, consisting of) καλά), μέτρον, ample measure (rabbinical, טובה מדה; English good measure), βαθμός (firm (but see βαθμός)), θεμέλιος, genuine, approved, πάντα δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε, precious (A. V. goodly), μαργαρῖται, superior to other kinds, οἶνος, competent, able, such as one ought to be: ποιμήν, διάκονος, οἰκονόμος, στρατιώτης, praiseworthy, noble: στρατεία, ἀγών, ὁμολογία, ἔργον, καλόν ἐστιν, it is expedient, profitable, wholesome: followed by an infinitive as subject, τίνι added (so in 1 Corinthians, the passage cited also), Winer's Grammar, 241 (226); Buttmann, § 149,7); R G (also L Tr marginal reading in 47); καλόν ἐστιν followed by the accusative and infinitive, L (but see above) T Tr (but not marginal reading, see above) WH; εἰ (cf. Buttmann, 217 (187f); Winer's Grammar, 282 (265)), ἐάν (Buttmann and Winer's Grammar, as above), it is pleasant, delightful, followed by an accusative with an infinitive: beautiful by reason of purity of heart and life, and hence praiseworthy; morally good, noble, (Latin honestus; (cf. Aristotle, τό καθ' αὐτό καλόν)): διάκρισις καλοῦ τέ καί κακοῦ, ἔργα, ἀναστροφή, καλή συνείδησις, consciousness of good deeds (A. V. a good conscience), καλά, καλόν ἐνώπιον τίνος, in one's judgment, in ζηλοῦσθαι ἐν καλῷ, τό καλόν κατεργάζεσθαι, ποιεῖν, καλόν ἐστιν, it is right, proper, becoming, followed by an infinitive: L T ἔξεστιν); (Tr marginal reading imperative); honorable, conferring honor: μαρτυρία, ὄνομα, οὐ καλόν τό καύχημα ὑμῶν, affecting the mind agreeably, comforting and confirming: Θεοῦ ῤῆμα (the Sept. for טוב דָּבָר, which is spoken of the divine promises, καλλίων, κάλλιον, better: neut, adverbially, σύ κάλλιον ἐπιγινώσκεις, i. e. better than by thy question thou seemest to know, Winer's Grammar, 242 (227)). The word is not found in the Apocalypse. (Cf. Trench, § cvi. at the end; Zezschwitz, Profangräcität as above with, p. 60f (cf. ἀγαθός, at the end); Westcott on John 10:11.)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM καλός, -ή, -όν)
1. (για πρόσ.) α) (με ηθική σημ.) αγαθός, ενάρετος, χρηστός, έντιμος, άκακος (α. «καλός άνθρωπος» β. «καλή ψυχή»)
β) ικανός, ευσυνείδητος, επιμελής, επιτήδειος, που έχει ανεπτυγμένες τις ιδιότητες και ικανότητες τις οποίες απαιτεί η φύση ή η θέση του (α. «καλός υπάλληλος», β. «καλός μαθητής» γ. «καλή νοικοκυρά»)
2. (για αφηρ. ένν., πράξεις, αισθήματα και ιδιότητες) αυτός που επιδοκιμάζεται, ηθικά ωραίος, συνετός, έντιμος, σωστόςκαλός λόγος»
«καλή σκέψη»)
3. (για πράγματα, φαινόμενα, καταστάσεις και ενέργειες) ευμενής, ωφέλιμος, ευνοϊκός, πρόσφορος (α. «οι ειδήσεις απόψε δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά», Αισχύλ.)
4. (για πράγμα που γίνεται αντιληπτό με την όραση) αυτός που βλέπεται ευχάριστα, όμορφος, αισθητικά ωραίος (α. «καλός πίνακας» β. «πᾱν κτίσμα Θεοῦ καλόν», ΚΔ)
5. (για πρόσ.) ωραίος στην όψη, στη μορφή, στην εμφάνιση, καλοκαμωμένος (α. «είναι καλή στο πρόσωπο» β. «αὐθέντρια καλή», Διγ. Ακρ.
γ. «γυνὴ προσελθοῦσα καλὴ καὶ εὐειδής», Πλάτ.)
6. κατάλληλος, ικανοποιητικός, ενδεδειγμένος («καλή γη»)
7. (το αρσ. και το θηλ. εν. με γεν. της κτητ. αντων. ή ως επιφ.) ο καλός μου, η καλή μου (σου, του, της) και καλέ μου, καλή μου
ο ή η σύζυγος, ο αρραβωνιαστικός ή η αρραβωνιαστικιά, ο αγαπημένος ή η αγαπημένη
νεοελλ.
1. (για αποχαιρετιστήρια ευχή) αίσιος, ευτυχής, ευχάριστος (α. «καλό ταξίδι» β. «καλή χρονιά»)
2. το θηλ. ως ουσ. η καλή (ενν. όψη ή πλευρά ή μεριά)
η πρόσθια όψη υφάσματος
3. το ουδ. εν. ως ουσ. το καλό
α) ωφέλεια, συμφέρον («δεν ξέρεις ποιό είναι το καλό σου»)
β) ευτυχία
γ) καλός τρόπος, ευμενής διάθεση, καλή συμπεριφορά («του μίλησα με το καλό»)
δ) (αισθ.) το αισθητικά ωραίο
ε) (ηθ.) έννοια που εκφράζει σε γενικότατη μορφή ό,τι είναι ηθικό και χρηστό, ό,τι ανταποκρίνεται στα αιτήματα της ηθικότητας, ο αντίποδας του κακού
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καλά
τα προσήκοντα, τα πρέποντα
5. μεγάλος, ισχυρός (α. «έφαγε μια καλή μερίδα» β. «του 'δωσα ένα καλό χαστούκι»)
6. (η κλητ. εν. του αρσ.) καλέ
α) (ως επιφών. ή ως παραπλήρωμα στίχου)
i) κλητικό (Α. «καλέ συ» β. «καλέ πατέρα»)
ii) για δήλωση εκπλήξεως, θαυμασμού ή απορίας (α. «καλέ, πώς μεγάλωσες!» β. «καλέ, τί ακούω!»)
iii) για δήλωση ειρωνείας (α. «καλέ, τί μάς λες!» β. «καλέ άντες!»)
β) ως παρακελευσματικό μόριοκαλέ, κάνε γρήγορα ό,τι σού λέω!»)
7. φρ. α) «καλή λευτεριά» — ευχή σε εγκύους για φυσιολογικό τοκετό ή σε υποδούλους για απελευθέρωση
β) «καλά στέφανα» — ευχή για μνηστευμένους μελλόνυμφους
γ) (ειρωνικά) «ώρα του καλή» — για δήλωση αδιαφορίας του ομιλητή για κάποιον ή κάτι που φεύγει
δ) «καλή ώρα» και «καληώρα»
i) ως εισαγωγικό σε παρομοίωση ή σύγκριση ή αναδρομἡ (α. «είναι ανάποδο παιδί, καληώρα σαν τον γιο σου» β. «ήταν καλοκαίρι σαν καληώρα»)
ii) σε ευτυχισμένη ώρα («να πάρεις... άνδρα σου... εκείνον το χρυσό αϊτό που βρέθηκε καλή ώρα», Ερωτόκρ.)
ε) «είμαι στα καλά μου» ή «είμαι στις καλές μου» — είμαι σε καλή ψυχική διάθεση, είμαι ευδιάθετος
στ) «καλό και τούτο» — για δυσάρεστο συμβάν ή πάθημα
ζ) «μια και καλή» — μια για πάντα
η) «από την καλή»
i) (ειρων. και κατ' ευφημ.) κατά βάθος, και από την κακή πλευρά («τον ξέρω αυτόν από την καλή»)
ii) απερίφραστα, έξω από τα δόντια («του τά 'ψαλα από την καλή» — του μίλησα ανοιχτά, χωρίς ενδοιασμούς)
θ) «το καλό που σού θέλω» — άκουσε τη συμβουλή μου γιατί είναι για το συμφέρον σου
ι) «βγαίνω σε καλό» — έχω καλή εξέλιξη
ια) «λέγω καλό» και «λέγω καλά» — εκφράζομαι επαινετικά
ιβ) «για (το) καλό (μου, σου κ.λπ.)» — για όφελός μου, σου κ.λπ.
ιγ) «σε καλό σου» — για δήλωση αποδοκιμασίας, απορίας ή και αγανακτήσεως
ιδ) «στο καλό» — ως ευχή σε κάποιον που φεύγει
ιε) (κατ' ευφ.) «άι στο καλό» και «πήγαινε στο καλό, χριστιανέ μου» — στην οργή, στ' ανάθεμα
ιστ) «για καλό και για κακό» και «καλού-κακού» — για κάθε ενδεχόμενο
ιζ) «τον πήρα από καλό» — τον είδα με καλό μάτι, τον συμπάθησα
ιη) «έβαλε τα καλά του» — φόρεσε τα επίσημα, τα γιορτινά του
ιθ) «δεν είναι στα καλά του» — δεν είναι σε καλή διανοητική κατάσταση
8. παροιμ. α) «ο καλός καλό δεν έχει» — οι χρηστοί και έντιμοι άνθρωποι συνήθως δεν προκόβουν
β) «κάμε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό» — η αγαθή πράξη έχει αξία αυτή καθ' εαυτήν και δεν πρέπει να γίνεται με ιδιοτέλεια
νεοελλ.-μσν.
1. αξιόπιστος («καλή μαρτυρία»)
2. ευχάριστος («τα καλά μαντάτα»)
3. (για καταγωγή) ευγενής («από καλό αίμα», Φορτουν.)
4. (για τρόπο συμπεριφοράς) ευγενής
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καλά
α) τα υλικά αγαθά, τα υπάρχοντα, η περιουσία, τα πλούτη
β) προσωπικά προτερήματα, πλεονεκτήματα, αγαθές ιδιότητες («κάθε άνθρωπος έχει τα καλά του και τα κακά του»)
6. το ουδ. εν. ως ουσ. το καλό(ν)
α) καλή πράξη, αγαθοεργία
β) καλοσύνη, αγαθό
γ) ευεργεσία
7. φρ. α) «καλή καρδιά» — καλοσύνη, προθυμία
β) «με το καλό(ν)» — με ασφάλεια, χωρίς πάθημα («να έρθεις πάλι με το καλό»)
μσν.
1. άψογος
2. (για νόμο ή δίκαιο) δίκαιος, αμερόληπτος
3. (για αγάπη) σταθερός
4. αγαπητός, προσφιλής
5. πρόθυμος
6. αξιόλογος, υπολογίσιμος
7. χρήσιμος, ωφέλιμος
8. επίλεκτος, εκλεκτός, γενναίος
9. εύστοχος, αποτελεσματικός
10. αντάξιος
11. (για κάστρο) ισχυρός, ανθεκτικός
12. σίγουρος, ασφαλής («τὰς βίγλας τὰς καλάς», Διγ. Ακρ.)
13. καθαρός, γνήσιος, αμιγής («τὸ καλὸν χρυσάφιν», Σαχλίκ.)
14. (ως επιτ.) αυτός που έχει μια ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό («εἶχε ὅλους τοὺς καλύτερους ἀνδρειωμένους», Χρον. σουλτ.)
15. (το ουδ. πληθ.) καλά
(με αριθμτ.)
ακριβώς, πάνω από («ὄμοσεν ὅρκους καλὰ χίλιους», Λίβ. και Ρόδ.)
16. φρ. α) (ευχετικά) «νά 'χει (τήν) καλή του ώρα» — ας είναι ευτυχισμένος
β) «καλὸν πωρνόν» — πολύ πρωί
γ) «ἀκούω καλόν» — ακούω ευνοϊκή κρίση
δ) «εἰς τὸ καλόν (μου)» — για όφελός (μου)
ε) «μὲ τὸ καλόν» — με ειρηνικό τρόπο
μσν.-αρχ.
το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ καλόν
ωραιότητα, ομορφιά, σωματικό κάλλος
αρχ.
1. (σε συνεκφορά με το καὶ ἀγαθός ή κἀγαθός) καλός κἀγαθός και καλοκἄγαθος
αυτός που συνδυάζει σωματικό κάλλος και ηθική τελειότητα
2. (στην Αθήνα) ευγενής, ευπατρίδης, επιφανής άνδρας
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ καλόν
το ηθικό κάλλος, το ηθικώς αγαθό, η αρετή
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καλά
οι τέρψεις, τα θέλγητρα, οι απολαύσεις
5. φρ. α) «καλὸς εἴς τι» και «καλὸς πρός τι» — κατάλληλος, επιτήδειος σε κάτι
β) «ἐν καλῷ (ενν. τόπῳ)» — σε κατάλληλη θέση
γ) «ἐν καλῷ (ενν. χρόνῳ)» — σε κατάλληλη ώρα, στιγμή, περίσταση.
επίρρ...
καλά και καλώς (AM καλῶς και καλόν, Μ και καλά)
1. με καλό τρόπο, ορθά, σωστά, δίκαια, ευνοϊκά
2. τελείως, εντελώς
3. φιλικά, ευνοϊκά
4. φρ. «έχει καλώς» και «καλώς» — μάλιστα, σύμφωνοι, δέχομαι
5. «καλώς έχω» — βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, υγιαίνω
νεοελλ.
1. αρκετά, ικανοποιητικά
δόξα τῳ Θεῴ, ακούω ακόμη καλά»)
2. ευσυνείδητα
3. επαρκώς, αποτελεσματικά
4. φρ. α) «καλώς ορίσατε», «καλώς ήλθατε», «καλώς σάς βρήκαμε», «καλώς τά δέχτηκες», «καλώς τά χαίρεστε» — για χαιρετισμό, φιλοφροσύνη, κ.λπ.
β) «καλώς τον (τάδε) ή την (τάδε)» και «καλώς -τον, -την, -σε, -σας» — σέ, σάς (ξανα-) βλέπω με χαρά
γ) «καλά-καλά» — για να επιτείνει ή να μετριάσει την έννοια της λέξεως με την οποία συνάπτεται (α. «μέ κοίταζε καλά-καλά» — με κοίταζε επισταμένως
β. «δεν ξημέρωσε καλά-καλά» — μόλις είχε αρχίσει να ξημερώνει)
δ) «γίνομαι καλά» — αποκαθίσταται η υγεία μου, θεραπεύομαι
ε) «είμαι καλά» — υγιαίνω
στ) «πηγαίνω καλά» — προοδεύω, προκόβω
ζ) «καλά που» ή «καλά και» — ευτυχώς που («καλά που το θυμήθηκες»)
η) «καλά να (τά) πάθεις» — επάξια πάσχεις, σού αξίζει αυτό που έπαθες
θ) «καλά τον έχω» και «καλά τον κρατώ» — δεν μού ξεφεύγει
ι) «καλά τον έκαμες» και «καλά τον διόρθωσες» — του φέρθηκες όπως του άρμοζε
ια) «τά 'χω καλά μαζί του» — είμαι φίλος του, έχω καλές σχέσεις μαζί του
ιβ) «τον κάνω καλά» — του επιβάλλομαι, αναλαμβάνω την ευθύνη γι' αυτόν, είναι του χεριού μου
ιγ) «πάει καλά» ή απλώς «καλά»
i) είμαστε σύμφωνοι, δέχομαι, εντάξει
ii) (για ασθενή ή για δουλειά) βελτιώνεται η κατάσταση
ιδ) «στα καλά» και απλώς «καλά» — υπερβολικά, πολύ («τον πήρε στα καλά τον ύπνο» — παρακοιμήθηκε)
ιε) «για καλά» — επικίνδυνα («αρρώστησε για καλά»)
ιστ) «καλά κάνω εγώ» ή «εγώ κάνω καλά» — αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη
ιζ) «καλά-καλά» — οπωσδήποτε, ούτως ή άλλως
ιη) «βαστιέμαι καλά» — βρίσκομαι σε ανθηρή οικονομική ή σωματική κατάσταση
ιθ) «βαστώ καλά» — αμύνομαι, αντέχω
κ) «σώνει και καλά»
i) επίμονα, με πείσμα
ii) απαραιτήτως, κατ' ανάγκην
κα) «στα καλά καθούμενα» — χωρίς αιτία και αφορμή, αδικαιολόγητα, ξαφνικά
5. παροιμ. «ή χορέψτε καλά ή αφήστε το χορό» — κάθε εργασία ή πρέπει να γίνεται στην εντέλεια ή να μη γίνεται καθόλου
νεοελλ.-μσν.
1. επιμελώς, άρτια («ήταν καλά δασκαλεμένος»)
2. διεξοδικά, λεπτομερώς
3. αρμονικά
4. δίκαια, νόμιμα
5. σε καλή κατάσταση, χωρίς βλάβη
6. σαφώς, ευκρινώς, ξεκάθαρα
7. προσεκτικά
8. δυνατά, στερεά
9. φρ. α) «άμε καλώς» — πήγαινε στο καλό
β) «καλά και (να)» — αν και, μολονότι («καλά και ταραχή πολλή... μόδωκε το σφάλμα σου», Ερωφ.)
μσν.
1. αίσια, σε καλή κατάσταση
2. αποδοτικά, με επιτυχία
3. με επάρκεια
4. καλοπροαίρετα, συνετά
5. υπομονετικά
6. σε μεγάλο βαθμό, πολύ
7. επιδέξια
8. ευχάριστα, με ευημερία
9. με ασφάλεια
10. ανεμπόδιστα, χωρίς περιπλοκές
11. φρ. α) «καλὰ καὶ ἄν» — ακόμα και αν
β) «οὐδὲ καλά» — μόλις
γ) «ὕπα(γε) καλῶς» — στο καλό
δ) «χίλια καλῶς + ορστ. ενεστ. του ὑπάγω» — στο καλό
ε) «(χίλια) καλῶς (που) + αορ. ρ. που δηλώνει κίνηση» — με το καλό + το ανάλογο ρ. («χίλια καλώς εὑρήκαμεν ἐδῶώ τὴν ἀφεντιά σου»)
12. (ο τ. καλόν ως επίρρ.) καλύτερα («καλὸν μὴ ἐγεννήθης» Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. (ειρωνικά) λαμπρά, θαυμάσια
2. φρ. α) «καλῶς ἔχω» — είμαι, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση
β) (ως επίρρ. έκφραση) «καλῶς ποιῶν» — δικαίως, επαξίως, ορθώς
γ) «καλῶς ποιῶ τινι» — φέρομαι φιλικά σε κάποιον, περιποιούμαι κάποιον
δ) «καλῶς ποιῶ» — κάνω αγαθές πράξεις
ε) «καλῶς πράττω» — ευτυχώ
στ) «ὁ καλῶς εὐδαίμων» — ο εντελώς ευτυχής, κατά πάντα ευτυχής
ζ) «καλῶςἱερεύς» — άξιος ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. καλός προέρχεται από καλFός και συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kaly-āna «με ωραίους βραχίονες». Ορισμένα παράγωγα του επιθέτου (πρβλ. κάλλος), οι συνήθεις τύποι τών παραθετικών του (πρβλ. καλλίων, κάλλιστος), καθώς και η μορφή με την οποία απαντά πολύ συχνά ο τ. ως α' συνθετικό στην Αρχαία Ελληνική καλλ(ι)- εμφανίζουν διπλασιασμό του -λ- (-λλ-), ο οποίος είναι δυσερμήνευτος. Στη Νέα Ελληνική όμως το επίθετο ως α' συνθετικό απαντά κυρίως με τη μορφή καλο-. Το επίθ. καλός σχηματίζει ανώμαλα παραθετικά στην Αρχαία Ελληνική: συγκριτ. βαθμό καλλίων (σπανιότερα καλλιώτερος και καλλώτερος) και υπερθ. βαθμό κάλλιστος που χρησιμοποιείται και σήμερα στη Νέα Ελληνική, εμφανίζει συγκριτ. βαθμό καλύτερος (παλιότερη γρφ. καλλίτερος). Ήδη από τον Όμηρο και σε όλη τη διάρκεια της Αρχαίας Ελληνικής, το επίθ. καλός χρησιμοποιείται με τη γενική σημ. «ωραίος, όμορφος, ευειδής» και μόνο το ουδ. τὸ καλόν μαρτυρείται και με ηθική έννοια «ψυχική ομορφιά, αρετή». Στη φρ. καλός, κἀγαθός, η οποία αποτελούσε κοινωνική αξία και παιδαγωγικό ιδεώδες, το επίθετο καλός αναφερόταν στη σωστή ανάπτυξη του σώματος, στο σωματικό κάλλος, ενώ το επίθετο ἀγαθός στην ψυχική, ηθική ομορφιά. Στην Αρχαία Ελληνική η λ. καλός χρησιμοποιούνταν επίσης για να δηλώσει γενικά τον χρήσιμο, αυτόν που βρίσκεται σε καλή κατάσταση και κατ' επέκτ., τον ικανό, επιτήδειο, κατάλληλο. Ειδικότερα δήλωνε επίσης αυτόν που έχει ευγενή καταγωγή, τον ευπατρίδη. Ως προς αυτές τις σημ., το καλός απαντά ως συνώνυμο του ἀγαθός και εν μέρει ως αντίθετο του κακός. Η λ. με την ηθική έννοια «ενάρετος, χρηστός» μαρτυρείται από την Καινή Διαθήκη και εξής όχι μόνο στο ουδ., όπως στην Αρχαία, αλλά και στα τρία γένη. Έτσι στη Νέα Ελληνική, η λ. χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν με την έννοια «καλόψυχος, τίμιος», ενώ έχει και πιο εξειδικευμένες χρήσεις, π.χ. «ωραίος, ευχάριστος» (πρβλ. >καλό ταξίδι, καλός καιρός), «ευγενικός» (πρβλ. καλή συμπεριφορά), «ευσυνείδητος, φιλότιμος» (πρβλ. καλός υπάλληλος, καλός μαθητής).
ΠΑΡ. καλλονή, κάλλος
αρχ.
καλλοσύνη, καλότης
μσν.
καλότητα
(νεοελλ.-μσν.) καλοσύνη.
ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό βλ. καλλι- και καλο-). (Β' συνθετικό) απειρόκαλος, πάγκαλος, φιλόκαλος
αρχ.
εθελόκαλος, μισόκαλος, υπέρκαλος
νεοελλ.
αφιλόκαλος, λιόκαλος, περίκαλος].

Greek Monotonic

καλός: -ή, -όν, όμορφος, ωραίος, δίκαιος, Λατ. pulcher, λέγεται ως χαρακτηριστικό της εξωτερικής μορφής, σε Όμηρ. κ.λπ.·
Α. I. 1. καλὸς δέμας, καλός στο σώμα, με καλή σωματική διάπλαση, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, εἶδοςκάλλιστος, σε Ξεν.· καλὸς τὸ σῶμα, στον ίδ.· με απαρ., κ. εἰσοράασθαι, σε Όμηρ.
2. τὸ καλόν όπως το κάλλος, ομορφιά, σε Ευρ. κ.λπ.· τὰ καλά, ευπρέπεια, σεμνότητα, ανθρωπιά, κοσμιότητα, αρετές του ανθρώπινου βίου, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. 1. ως προς την χρήση, όμορφος, αίσιος, κατάλληλος, καλός, κ. λιμήν, σε Ομήρ. Οδ.· καλὸς εἴς τι, σε Ξεν.· πρός τι, σε Πλάτ.· με απαρ., κάλλιστος τρέχειν, σε Ξεν.· ιδίως στις ακόλουθες φράσεις, ἐνκαλῷ (τόπῳ), σε καλή θέση, σε Θουκ.· ἐν καλῷ τοῦ κόλπου, τῆς πόλεως, σε Ξεν.· ἐν κ. (ενν. χρόνῳ), την κατάλληλη ώρα, την κατάλληλη στιγμή, σε Ευρ.· ομοίως και, καλόν ἐστι, με απαρ., σε Σοφ.
2. λέγεται για θυσίες, καλός, αίσιος, ευοίωνος, ευνοϊκός, σε Αισχύλ. κ.λπ.
III. 1. με ηθική σημασία, όμορφος, καλός, ευγενής, καλόν (ἐστι), με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· καλὰ ἔργματα, συγγενείς πράξεις, σε Πίνδ. κ.λπ.
2. τὸ καλόν, ηθική ομορφιά, αρετή, αντίθ. προς τὸ αἰσχρόν (τα honestum και turpe του Κικέρωνα), σε Ξεν., Πλάτ.
IV.σε Αττ. όχι σπανίως ειρωνικά, όπως το Λατ. praeclarus, θαυμάσιος, λαμπρός, ευγενικός, κ. γὰρ οὑμὸς βίοτος, ὥστε θαυμάσαι, σε Σοφ.· μετ' ὀνομάτων καλῶν, σε Θουκ. Β. ΒΑΘΜΟΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ· συγκρ. καλλίων [ι], -ον, υπερθ. κάλλιστος, , -ον, σε Όμηρ. κ.λπ. Γ. Επίρρ., καλόν ως επίρρ., καλὸν ἀείδειν κ.λπ., σε Όμηρ.· ομοίως καλά, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸ καλόν, σε Θεόκρ.
II. 1. ομαλ. επίρρ. καλῶς, κυρίως με ηθική σημασία, καλώς, ορθώς, δικαίως, σε Ομήρ. Οδ.· καλῶς ζῆν, τεθνηκέναι κ.λπ., σε Σοφ. κ.λπ.· οὐ καλῶς ταρβεῖς, στον ίδ.· συχνά στη φράση καλῶς καὶ εὖ, καλῶς τε καὶ εὖ, σε Πλάτ.
2. λέγεται για καλή τύχη, καλώς, ευτυχώς, καλῶς πράσσειν = εὖ πράσσειν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· κ. ἔχειν, ευτυχώ ως προς κάτι, στον ίδ.· κ. ἔχει, με απαρ., είναι καλό να..., σε Ξεν.
3. καλῶς = πάνυ, τελείως, κ. ἔξοιδα, σε Σοφ.· ομοίως και στον συγκρ., κάλλιον εἰδέναι, σε Πλάτ.· και σε υπερθ., κάλλιστα, σε Σοφ. κ.λπ.
4. κ. ποιῶν, ως επίρρ., ορθώς, δικαίως, Λατ. merito, κ. ποιῶν ἀπόλλυται, σε Αριστοφ.
5. σε απαντήσεις, ως επιδοκιμασία των λόγων του προηγούμενου ομιλητή, πολύ καλά! Λατ. euge, σε Ευρ., Δημ.· αλλά επίσης, όταν αρνείται κάποιος μια προσφορά ευγενικά ή με ειρωνεία, σ' ευχαριστώ! Λατ. benigne, σε Αριστοφ.· και στον υπερθ. κάλλιστ', ἐπαινῶ, στον ίδ.
6. ειρων., λαμπρά, Λατ. belle, σε Σοφ., Ευρ. Δ. ΠΟΣΟΤΗΤΑ· στους Επικ. Ποιητές, σε Αττ.· σε μεταγεν. Ποιητές ή , αντιστοίχως των απαιτήσεων, των αναγκών δηλ. του μέτρου.

Greek (Liddell-Scott)

καλός: -ή, -όν, Αἰολ. κάλος, -α, -ον, ἴδε κατωτ. Ζ)· εὔμορφος, ὡραῖος Λατ. pulcher. ἐπὶ ἐξωτερικῆς μορφῆς, κάλλιστος ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθεν Ἰλ. Β. 673· ἀλλ’ ἐπὶ ἀνδρῶν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπαντᾷ ἐν τῇ φράσει, καλός τε μέγας τε· ὡσαύτως, μέγας καὶ καλὸς Ὀδ. Ι. 513· οὕτω καὶ ἐπὶ γυναικῶν, καλή τε μεγάλη τε Ν. 289, Ο. 418· καὶ ἐπὶ τόπων, αὐλὴ καλή τε μεγάλη τε Ξ. 7· ἐπὶ κυνός, κύων ὅδε κεῖτ’ ἐνὶ κόπρῳ, καλὸς μὲν δέμας ἐστὶν Ρ. 307· οὕτω παρὰ πεζολόγοις, εἶδος κάλλιστος Ξεν. Κύρ. 1. 2, 1· καλὸς τὸ σῶμα ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2, 6, 30· τὴν ὄψιν Θεόπομπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθην. 517Ε· οὕτω, καλὸς ἰδέᾳ Πινδ. Ο. 10 (11). 123· ὡσαύτως, χορῷ καλή, ὡραία ἐν τῷ χορῷ, Ἰλ. Π. 180· κάλλιστος... ποικίλμασιν ἠδὲ μέγιστος Ζ. 294, Ὀδ. Ο. 107· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., καλ. εἰσοράασθαι κτλ., Ὅμ.· ἐσορᾶν κ. Πινδ. Ο. 8. 25· καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι Ὀδ. Κ. 396· ― ὡσαύτως ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, ἐνδυμάτων, ὅπλων, κτλ., πρόσωπα, ὄμματα, παρήϊα, ὦμοι, κτλ.· εἵματα, φάρεα, χιτών, χλαῖνα, πέδιλα, κτλ.· φάσγανον, σάκος, ἀσπίς, κόρυς· ἐπὶ οἰκοδομῶν καὶ τῶν ὁμοίων, δῶμα, τεῖχος, ἅμαξα, τράπεζα, θρόνος, κρήνη, πόλις, τέμενος, ἀγρός, κτλ. 2) παρ’ Ἀττ. ὁ καλὸς συχνάκις ἀκολουθεῖ κύριον ὄνομα προσώπου, Ἀλκιβιάδης ὁ καλός, ἡ Σαπφὼ ἡ καλὴ Πλάτ. Ἀλκ. 1.113Β, Φαῖδρ. 235C· ἐντεῦθεν οἱ ἐρασταὶ συνείθιζον νὰ γράφωσι τὰ ὀνόματα τῶν ἐρωμένων ἐπὶ τῶν τοίχων, δένδρων, κ.τ.τ., ὁ δεῖνα καλός, ἡ δεῖνα καλή, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 144, Σφ. 98, Creuzer Πλωτῖν. περὶ τοῦ «καλοῦ» σ. 97· ― οὕτως, ἡ Καλὴ ἢ Καλλίστη ἦτο ὄνομα τῆς Ἀρτέμιδος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 140, Παυσ. 1. 29, 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 4443· ἴδε ἐν λ. Καλλιστώ. 3) τὸ καλόν, ὡς τὸ κάλλος, καλλονή, ὡραιότης, Εὐρ. Ι. 21, κτλ.· τὰ καλά, τὰ προσήκοντα, τὰ πρέποντα, ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ, Ἡρόδ. 1. 8, 207, Πινδ. Ο. 1. 134, κτλ.· τὰ ἐν ἀνθρώποις καλά, κτλ., ἴδε Schneid. εἰς Ξεν. Κύρ. 7. 2, 13. ΙΙ. ἐν σχέσει πρὸς τὴν χρῆσιν, ὡς τὸ ἀγαθός, καλός, ἁρμόδιος, ὡς λέγομεν καὶ νῦν, καλὸς λιμὴν Ὀδ. Ζ. 263· ἀνέμῳ... καλῷ Ξ. 253, 299· ― καλὸς εἴς τι Ξεν. 3. 3, 6· πρός τι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295C, Γοργ. 474D, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., κάλλιστος τρέχειν Ξεν. Ἀν. 4. 8, 26· ― ἰδίως ἐν ταῖσδε ταῖς φράσεσιν: ἐν καλῷ τόπῳ, ἐν καλῇ θέσει, Ἀριστοφ. Θεσμ. 292, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 25· ἐ καλῷ τοῦ κόλπου, τῆς πόλεως αὐτόθι 6. 2, 9, κτλ.· ὡσαύτως, ἐν καλῷ, ἐν καλῇ θέσει ἢ ἐν περιστάσεσιν εὐνοϊκαῖς, Θουκ. 5. 59, 60· ἐν καλῷ (ἐξυπ. χρόνῳ) σ’ ἔξω δόμων ηὕρηχ’, εἰς καλὴν ὥραν σὲ ηὗρα ἔξω τῆς οἰκίας, Εὐρ. Ι. Α. 1106, Ξεν., κτλ.· ἐν καλῷ ἐστί, μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Ἠλ. 384· (οὕτω, καλόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1155, Ἀριστοφ. Εἰρ. 278, Θουκ. 8. 2)· ― οὕτω καί, εἰς καλὸν Σοφ. Ο.Τ. 78, Πλάτ. Μένων 89Ε· εἰς κάλλιστον Σοφ. Ο. Τ. 78, κτλ. 2) ἐπὶ θυσιῶν, καλός, αἴσιος, εὐοίωνος (ἴδε καλλιερέω), ἱερὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 379· οἰωνοὶ Εὐρ. Ἴων 1333· τὰ τοῦ θεοῦ καλά, ἅπαντα τὰ ἱερὰ καθήκοντα ἐτελέσθησαν καλῶς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 868· οἱ γὰρ μάντεις ἀποδεδειγμένοι ἦσαν ὅτι μάχη μὲν ἔσται, τὸ δὲ τέλος καλὸν τῆς ἐξόδου Ξεν. Ἀν. 5. 2, 9· καλὰ ἦν τὰ ἱερὰ αὐτῷ ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 2, 3· μετ’ ἀπαρ., ἰέναι..καλὰ τὰ ἱερὰ ἦν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 2, 3· περὶ τῆς ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς 1. 1, 23, φράσεως: ἔρρει τὰ κ…, ἴδε ἐν λ. κᾶλον ΙΙΙ. ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς καὶ νῦν, Λατ. pulcher, honestus, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ οὐδ., οὐ καλὸν ἔειπας Ὀδ., πρβλ. Ρ. 381· μεῖζον κλέος... καὶ κάλλιον Σ. 255· συχνάκις, καλόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., καλόν τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν, ὅς κέ με κήδῃ Ἰλ. Ι. 615 (611)· οὐ γὰρ ἔμοιγε καλὸν (ἐξυπ. ἄρχειν) Φ. 440· οὐ καλὸν ἀτέμβειν, οὐδὲ δίκαιον Ὀδ. Υ. 294· οὕτω παρ’ Ἀττ., καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν Σοφ. Ἀντ. 72, κτλ.· καὶ ἐν τῷ Συγκρ., οὐ μέν τοι τόδε κάλλιον οὐδὲ ἔοικε Ὀδ. Η. 159, πρβλ. Ἰλ. Ω. 52: ― συχνάκις παρὰ μεταγεν., καλὰ ἔργματα, εὐγενεῖς πράξεις, Πινδ. Ι. 4. 71 (3. 60)· ὡσαύτως. τὰ καλὰ ὁ αὐτ. ἐν Ο. 13. 64, Σοφ. Ἀποσπ.675, κτλ.· ὡσαύτως, ἔξοχα προτερήματα, Ξεν. Συμπ. 8. 17. 2) τὸ καλόν, ἠθικὸν κάλλος, ἀρετή, ἀντίθετον πρὸς τὸ αἰσχρόν (κατὰ Κικέρωνα honestum καὶ turpe), Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 16 Πλάτ. Συμπ. 183D, 201Ε, Λυσ. 216C, κ. ἀλλ.· ὅτι καλόν, φίλον ἐστί. τὸ δ’ οὐ καλὸν οὐ φίλον ἐστίν. τοῦτ’ ἔπος ἀθανάτων ἦλθε διὰ στομάτων Θέογν. 17, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 881, Ἱκέτ. 300, Ι. Α. 22. 3) ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας μεταχειρίζονται τὴν λέξιν ἐπὶ ἀνδρῶν οἱ δόκιμοι συγγραφεῖς μόνον ἐν τῇ φράσει: καλὸς κἀγαθός, ἴδε ἐν λ. καλοκάγαθος. ΙV. παρ’ Ἀττ. οὐχὶ σπανίως εἰρωνικῶς ὡς τὸ Λατ. praeclarus, λαμπρός, θαυμάσιος, γέρας καλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 209· καλ. γὰρ οὑμὸς βίοτος, ὥστε θαυμάσαι Σοφ. Ἠλ. 393, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 652· καλὴν... ἀπειλήφασιν Ὠρειτῶν χάριν Δημ. 128. 2· καλὴν γ’ ὕβριν ἦμεν ἂν ὑβισμένοι ὁ αὐτ. 660. 20· καί σοι… θωπεῦσαι καλὸν Σοφ. Ο. Κ. 1003· μετ’ ὀνομάτων καλῶν Θουκ. 5. 89: ἴδε κατωτ. καλῶς 8. Β. Βαθμοὶ συγκρίσ.: ― Συγκρ. καλλίων, ον, Ὅμηρ., παρ’ ᾧ συνάπτεται μετὰ τοῦ ἀμείνων καὶ μείζων, Ἰλ. Ω. 52, Ὀδ. Κ. 396· ὁ Ἀλκαῖος (130) ἔχει καλίων. ― Ὑπερθ. κάλλιστος, -η, -ον, Ἰλ. Υ. 233, κτλ.· ― καλλιώτερος εἶναι λίαν μεταγεν. τύπος ἀπαντῶν παρὰ τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Θουκ. 4. 118· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 136· ὡσαύτως καλώτερος, ἴδε Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 69· Ὑπερθ. καλλιστότατος, Ψελλ. εἰς ᾎσμα ᾈσμάτ. 2.16. Γ. Ἐπίρρ.: ― οἱ ποιηταὶ πολλάκις χρῶνται τῷ οὐδετ. καλὸν ὡς ἐπιρ., καλὸν ἀείδειν κτλ. Ἰλ. Σ. 570, Ὀδ. Α. 155· οὕτω καὶ τῷ καλά, οὐ μὲν καλὰ χόλον τόνδ’ ἔνθεο θυμῷ Ἰλ. Ζ. 326· βραδύτερον ὡσαύτως, τὸ καλὸν Θεόκρ. 3. 3 καὶ 18, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 56. ΙΙ. ὁμαλ. Ἐπίρρ. καλῶς: ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, καλῶς, ὀρθῶς, δικαίως, οὐδ’ ἔτι καλῶς οἶκος ἐμὸς διόλωλε Ὀδ. Β. 63· καλῶς ζῆν, τεθνηκέναι κτλ. Σοφ. Αἴ. 479, κτλ.· οὐ καλῶς ταρβεῖς ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 457· καλῶς ἀγωνίζεσθαι, προσηκόντως, Λυσ. 138. 20· συχν. ἐν τῇ φράσει, καλῶς καὶ εὖ, καλῶς τε καὶ εὖ Πλάτ. Πρωτ. 319Ε, Παρμ. 128Β, κτλ. 2) ἐπὶ καλῆς τύχης, καλῶς, εὐτυχῶς, καλῶς πράσσειν = εὖ πράσσειν, Αἰσχύλ. Πρ. 979, Σοφοκλ. Ἀντ. 272· καλῶς καὶ εὖ πράττειν Πλάτ. Χαρμ. 172Α· ἰδίως ἐν τῇ φράσει καλῶς ἔχειν Αἰσχύλ. Θήβ. 799, κτλ.· καλῶς ἔχει σοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 947· καλῶς ἔχει, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 1· ὡσαύτως μετὰ γεν., καλῶς ἔχειν τινός, καλῶς ἔχειν ὡς πρός τι, Ἱππ. 264. 13· καλῶς τινος κεῖσθαι Θουκ. 1. 36· ὡσαύτως, καλ. ἔχει τινὶ ὁ αὐτ. 4. 117, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 3· ― καλλιόνως ἔχειν Πλάτ. Θεαίτ. 169Ε, κτλ. 3) καλῶς = πάνυ, τελείως, τὸν καλῶς εὐδαίμονα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 300· καλῶς ἔξοιδα Σοφ. Ο. Κ. 269· οὕτως ἐν τῷ Συγκρ., κάλλιον εἰδέναι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 300D. πρβλ. Θεαίτ. 161Β· κάλλιον ἐοικέναι Ἱππ. 234. 19· ― καὶ ἐν τῷ Ὑπερθ. κάλλιστα, Σοφ. Ο. Τ. 1172, Πλάτ. κλ. 4) κάλλιστα ἀκούειν, ἔχειν καλὴν φήμην, Λατ. bone audire, Πλούτ. 2. 177Ε. 5) καλῶς ποιῶν, ὡς Ἐπίρρ., = ὀρθῶς, δικαίως, ἀξίως, Λατ. merito, καλῶς τοίνυν ποιῶν ἀπόλλυται Ἀριστοφ. Πλ. 863, πρβλ. Δημ. 17. 10., 141. 14., 304. 26, Αἰσχίν. 87. 1. 6) ἐν ἀποκρίσεσι, πρὸς βεβαίωσιν τῶν λόγων τοῦ προλαλήσαντος, = «πολὺ καλά», καλά, Λατ. euge, Εὐρ. Ὀρ. 1216, Δημ. 998. 25· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, ὅταν ἀποποιῆταί τίς τι εὐγενῶς ἢ μετ’ εἰρωνείας, «σ’ εὐχαριστῶ!», Λατ. benigne, Ἀριστοφ. Βάτρ. 888· πάνυ κ. αὐτόθι 512· ἀμέλει κ. αὐτόθι 532· καὶ ἐν τῷ ὑπερθετ., κάλλιστ’ ἐπαινῶ αὐτόθι 508· ἔχει κάλλιστα Θεόκρ. 15. 3· πρβλ. Bentl. Terent. Heaut. 3. 2, 7, Ὁράτ.Ι. Ἐπ. 7, 16 καὶ 62. 7) εἰρωνικῶς, ― λαμπρά, Λατ. belle, καλῶς ἐρήμης γ’ ἂν σὺ γῆς ἄρχοις μόνος Σοφ. Ἀντ. 739, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 588, Δείναρχ. 98, ἐν τέλ., Ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 344. 8) συχνάκις ἐπαναλαμβανόμενον μετὰ τοῦ ἐπιθ. (ἴδε κακὸς Β καὶ Δ), καλὴ καλῶς Ἀριστοφ. Ἀχ. 253, Εἰρ. 1330, Ἐκκλ. 730 (ὡς ἐν τῇ Λατ. bella belle, Plaut. Asin. 3. 3, 86, κτλ.)· οὕτω, καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις Πινδ. Ο. 9. 142. Δ. Περὶ τῶν συνθέτων ἴδε ἐν καλλι -. Ε. Ποσότης: ― ᾱ παρ’ Ἐπικοῖς καὶ παλαιοῖς Ἰαμβ. ποιηταῖς (ὁ Ἕρμαννος διορθοῖ τὰ χωρία ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 63, Θεογ. 585)· ᾰ παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττικ. (διότι τὸ ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 308 εἶναι ἐφθαρμένον, καὶ ἐν Σοφ. Φιλ. 1381 ὁ Δινδ. ἀντὶ καλῶς ὁρῶ ἀναγινώσκει λῶσθ’ ὁρῶ). Ἐν Ἐλεγ. Ἐπιγρ. καὶ βουκολικοῖς ποιηταῖς ᾰ ἢ ᾱ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, ἀλλ’ ἐν τῇ θέσει κατὰ τὸ πλεῖστον ᾰ, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 761. Ἐν Θεοκρ. 6. 19, ἀμφότεραι αἱ ποσότητες ἀπαντῶσιν ἐν ἐνὶ καὶ τῷ αὐτῷ στίχῳ, τά μὴ κᾰλὰ κᾱλὰ πέφανται· πρβλ. ἴσος. Ἐν τῷ Συγκρ., ῐ παρ’ Ὁμ., ῑ παρ’ Ἀττ. ἀείποτε πλὴν ἐν Μενάνδρ. Μονοστίχ. 89· ἀλλὰ τὸν στίχον τοῦτον ἀπορρίπτει ὁ Meineke. Ϛ΄. (Ἐτυμολ.: ― ὡς ἀρχικὴ σημασία φαίνεται ἡ τοῦ καθαροῦ, πρβλ. καλλύνω, κάλλυντρον, κάλλιστον ὕδωρ (Ἰλ. Φ. 158), Καλλιρόη· ― ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ Σανσκριτ. Kalyas (σῷος, ὑγιής), Kalzànas (καλός, εὔμορφος)· Γοτθ. hails (hale, whole).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: beautiful, noble, good (Il.); on the meaning Smothers Traditio 5 (1947) 1-57, also Kretschmer Glotta 22, 261.
Other forms: Primary comp. καλλίων (Alc. ntr. κάλιον [s. below], El. καλιτερος [graphic?], rarely καλώτερος, καλλιώτερος), κάλλιστος; Dor. adv. (Alcm. 98) καλλά; cf. Wackernagel Unt. 87f.
Dialectal forms: ep. Ion. καλός, Boeot. καλϜος
Compounds: As 1. member rare (for καλλι-, εὑ-), e. g. καλό-φυλλος with beautiful leaves (Thphr.; after μακρό-, λειό-φυλλος etc.); as 2. member e. g. ἀπειρό-καλος not knowing what is beautiful (Pl.; from τὸ καλόν). Note esp. καλοκἀγαθία (orators, X.), univerbating abstract of καλὸς κ(αὶ) ἀγαθός (IA.; see Berlage Mnemos. 60, 20ff.)
Derivatives: καλότης beauty (Chrysipp. Stoic. 3, 60). - With geminate: 1. κάλλος n. beauty (Il.), as 2. member e. g. in περι-καλλής very beautiful (Il., bahuvrihi); from there κάλλιμος beautiful (Od., h. Hom.; after κύδιμος, s. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 10ff.), καλλύνω give beauty, make beautiful, sweep (S., Pl., Arist.) with καλλυντής sweeper (pap. IIa), κάλλυντρον broom, also name of a shrub (Arist.), κάλλυνθρον duster (LXX, pap.), καλλυντήρια n. pl. name of a purification feast (Phot., EM), καλλύσματα pl. dust (Keos). Fom κάλλος further καλλονή id. (cf. ἡδονή), καλλοσύνη id. (E.). - 2. compar. καλλίων, κάλλιστος (Il.); from there καλλιόομαι be made more beautiful (LXX), καλλιστεύω, -ομαι be the most beautiful (Ion.) with καλλιστεῖον, καλλίστευμα sacrifice of the most beautiful, price of beauty, price of honour (S., E., inscr.). - 3. καλλι- as 1. member (Il.); e. g. καλλι-γύναικ-α, -ος, with beutiful women (cf. Sommer Nominalkomp. 62), also in PN, from where short names like Καλλίας etc.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From Att. καλός and Ion. καλός, both from καλϜός (see Sommer Nominalkomp. 59 n. 3), deviate the noun κάλλος, the compar. forms καλλίων, κάλλιστος and the 1. member καλλι- through the gemination. An explanation is still wanting. The for κάλλος (and καλλίων, κάλλιστος, cf. Benveniste Origines 84; analogical καλλι- ?) proposed basis *κάλ-νος or *κάλ-ι̯ος (hardly to Skt. kalya-, s. below) do not inspire confidence, as κάλλος seems a Greek innovation; cf. Chantraine Formation 416f. The assumpion of an expressive gemination (Chantraine) is possible, but is only an emergency solution. For καλλι- too there is no good explanation. Beside καλ-Ϝός with old u̯o-suffix one would expect as 1. member καλι- (retained in κάλιον [Alc.]?), which Wackernagel KZ 61, 191ff. (= Kl. Schr. 1, 352ff.) finds back in Skt. kaly-ā́ṇa- beautiful (prop. with beautiful arms, λευκώλενος?; cf. on ὠλένη); rejected by Mayrhofer Wb. s. kalyaḥ1). After Schwyzer 447 n. 6 καλλ- would come from antevocalic *καλι̯-, from where καλλι- and as backformation κάλλος etc. Diff. Risch par. 62a: -λλ- from a comparative *κάλλων < *καλι̯ων, from where κάλλιστος etc.? Similarly Seiler Steigerungsformen 68ff.: a comp. ntr. *κάλλον < *κάλι̯ον was considered as positive and resulted in κάλλιον, καλλίων (from where κάλλιστος etc.). - The only non-Greek comparison is Skt. kalyā́ṇa-, with ep. class. kalya- robust, prepared. The Germanic words, ONo. hǫldr and OHG helid warrior, Held must be kept separated.

Middle Liddell

καλός, ή, όν
I. beautiful, beauteous, fair, Lat. pulcher, of outward form, Hom., etc.; καλὸς δέμας beautiful of form, Od.; so, εἶδος κάλλιστος Xen.; καλὸς τὸ σῶμα Xen.; c. inf., κ. εἰσοράασθαι Hom.
2. τὸ καλόν, like κάλλος, beauty, Eur., etc.: τὰ καλά the decencies, proprieties, elegancies of life, Hdt., etc.
II. in reference to use, beautiful, fair, good, κ. λιμήν Od.; καλὸς εἴς τι Xen.; πρός τι Plat.; c. inf., κάλλιστος τρέχειν Xen.;—esp. in the foll. phrases, ἐν καλῷ [τόπῳ] in a good place, Thuc.; ἐν καλῷ τοῦ κόλπου, τῆς πόλεως Xen.; ἐν κ. (sub. χρόνῳ), in good time, in season, Eur.:—so, καλόν ἐστι, c. inf., Soph.
2. of sacrifices, good, auspicious, Aesch., etc.
III. in moral sense, beautiful, noble, καλόν [ἐστι] c. inf., Hom., etc.; καλὰ ἔργματα noble deeds, Pind., etc.
2. τὸ καλόν moral beauty, virtue, opp. to τὸ αἰσχρόν (Cicero's honestum and turpe), Xen., Plat.
IV. in Attic not seldom ironically, like Lat. praeclarus, admirable, specious, fair, κ. γὰρ οὑμὸς βίοτος, ὥστε θαυμάσαι Soph.; μετ' ὀνομάτων καλῶν Thuc.
B. Degrees of comp.: comp. καλλίων (short ι) ον, Sup. κάλλιστος, η, ον, Hom., etc.
C. adv.:— καλόν as adv., καλὸν ἀείδειν, etc., Hom.; so καλά Il.; τὸ καλόν Theocr.
II. regul. adv. καλῶς, mostly in moral sense, well, rightly, Od.; καλῶς ζῆν, τεθνηκέναι, etc., Soph., etc.; οὐ καλῶς ταρβεῖς Soph.; often in phrase καλῶς καὶ εὖ, καλῶς τε καὶ εὖ Plat.
2. of good fortune, well, happily, κ. πράσσειν = εὖ πράσσειν to fare well, Aesch., etc.; κ. ἔχειν to be well, Aesch.; κ. ἔχει, c. inf., 'tis well to…, Xen.
3. καλῶς = πάνυ, right well, κ. ἔξοιδα Soph.; so in comp., κάλλιον εἰδέναι Plat.; and in Sup. κάλλιστα, Soph., etc.
4. κ. ποιῶν, as adv., rightly, deservedly, Lat. merito, κ. ποιῶν ἀπόλλυται Ar.
5. in answers, to approve the words of the former speaker, well said! Lat. euge, Eur., Dem.:—but, also, to decline an offer courteously or ironically, thank you! Lat. benigne, Ar.; and in Sup., κάλλιστ', ἐπαινῶ Ar.
6. ironically, finely, Lat. belle, Soph., Eur.
D. Quantity: ᾱ in epic Poets: ᾰ in Attic: in later Poets ᾰ or ᾱ, as the verse requires.

Frisk Etymology German

καλός: {kalós}
Forms: ep. ion. καλός, böot. καλϝος. Primäre Steigerungsformen καλλίων (Alk. ntr. κάλιον [vgl. unten], el. καλιτερος [graphisch?], vereinzelt u. spät καλώτερος, καλλιώτερος), κάλλιστος; dor. Adv. (Alkm. 98) καλλά; vgl. Wackernagel Unt. 87f.
Meaning: schön, edel, gut (seit Il.); zur Bedeutungsgeschichte Smothers Traditio 5 (1947) 1-57, auch Kretschmer Glotta 22, 261 (ngr. nur gut).
Composita: Als Vorderglied sehr selten (für καλλι-, εὐ-), z. B. καλόφυλλος mit schönen Blättern (Thphr.; nach μακρό-, μικρό-, στενό-, λειόφυλλος usw. usw.); als Hinterglied z. B. ἀπειρόκαλος des Schönen unkundig (Pl.; von τὸ καλόν). Zu bemerken bes. καλοκἀγαθία (Redner, X. usw.), univerbierende Abstraktbildung von καλὸς κ(αὶ) ἀγαθός (ion. att.; dazu Berlage Mnemos. 60, 20ff.).
Derivative: Ableitung καλότης Schönheit (von Chrysipp. Stoic. 3, 60 gebildet). — Daneben mit Geminata: 1. κάλλος n. Schönheit (seit Il.), als Hinterglied z. B. in περικαλλής sehr schön (seit Il., Bahuvrihi); davon κάλλιμος schön (Od., h. Hom.; wohl nach κύδιμος, s. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 10ff.), καλλύνω Schönheit verleihen, schön machen, fegen, kehren (S., Pl., Arist. usw.) mit καλλυντής Feger (Pap. IIa), κάλλυντρον Besen, auch N. eines Strauches (Arist. usw.), κάλλυνθρον Staubwedel o. ä. (LXX, Pap.), καλλυντήρια n. pl. N. eines Reinigungsfestes (Phot., EM), καλλύσματα pl. Kehricht (Keos u. a.). Zu κάλλος wurden ferner hinzugebildet καλλονή ib. (vorw. ion. poet.; vgl. ἡδονή), καλλοσύνη ib. (E. in lyr. u. a.). — 2. Steigerungsformen καλλίων, κάλλιστος (seit Il.); davon καλλιόομαι schöner gemacht werden (LXX), καλλιστεύω, -ομαι der schönste sein (ion. poet.) mit καλλιστεῖον, καλλίστευμα Opferung des Schönsten, Preis der Schönheit, Ehrenpreis (S., E., Inschr.). — 3. καλλι- als Vorderglied (seit Il.); z. B. καλλιγύναικα, -ος, -ι mit schönen Frauen (vgl. Sommer Nominalkomp. 62), auch in EN, woraus Kurznamen wie Καλλίας u. a.
Etymology: Von att. καλός und ion. καλός, beide aus καλϝός (prosodische Einzelheiten bei Sommer Nominalkomp. 59 A. 3), weichen das Nomen κάλλος, die Steigerungsformen καλλίων, κάλλιστος und das Vorderglied καλλι- durch die Gemination ab. Eine einleuchtende Erklärung steht noch aus. Die für κάλλος (nebst καλλίων, κάλλιστος, vgl. Benveniste Origines 84; dazu analogisch καλλι- ?) angesetzten Grundformen *κάλνος oder *κάλι̯ος (zu aind. kalya- ?, vgl. unten) erwecken kein Vertrauen, da κάλλος den Eindruck einer griechischen Neubildung macht; vgl. die ähnlichen Fälle bei Chantraine Formation 416f. Die Annahme einer expressiven Gemination (Chantraine) ist gewiß möglich, kann aber nur als ein Notbehelf angesehen werden. Auch für καλλι- fehlt eine überzeugende Erklärung. Neben καλϝός mit altem u̯o-Suffix wäre als Vorderglied καλι- zu erwarten (noch in κάλιον [Alk.] erhalten?), das Wackernagel KZ 61, 191ff. (= Kl. Schr. 1, 352ff.) in aind. kaly-ā́ṇa- schön (eig. schönarmig, λευκώλενος?; vgl. zu ὠλένη) wiederfinden will (dagegen Mayrhofer Wb. s. kalyaḥ1). Nach Schwyzer 447 A. 6 wäre καλλ- aus antevokalischem *καλι̯- entstanden, woraus καλλι- und dann als Rückbildung κάλλος usw. Wieder anders Risch par. 62a (fragend): -λλ- aus einem Komparativ *κάλλων < *καλι̯ων, wozu κάλλιστος usw.? Ähnlich Seiler Steigerungsformen 68ff.: ein Komp. ntr. *κάλλον < *κάλι̯ον wurde als Positiv umgedeutet und gab zu κάλλιον, καλλίων (wonach κάλλιστος usw.) Anlaß. — Den einzig brauchbaren außergriechischen Vergleich zu καλός bietet das schon erwähnte aind. kalyā́ṇa-, wozu nach gewöhnlicher, aber nicht einwandfreier (s. Wackernagel a. a. O.) Annahme das in der Bedeutung abweichende, erst ep. klass. belegte kalya- rüstig, bereit. Die von Specht KZ 62, 257f., Ursprung 128 und 195 damit verbundenen germanischen Wörter, z. B. ano. hǫldr Großbauer, Herr und ahd. helid ‘Kämpfer, Held’ sind u. a. wegen der Bedeutung fernzuhalten.
Page 1,766-767

Chinese

原文音譯:kall⋯on 卡利按
詞類次數:副詞(1)
原文字根:完美(更多)
字義溯源:比一般好,好,十分好,明明;源自(καλός)*=美好的)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 明明(1) 徒25:10
原文音譯:kalÒj 卡羅士
詞類次數:形容詞(101)
原文字根:完美的 相當於: (יָפֶה‎)
字義溯源:美好的*,好,優美,有利的,尊高的,善,良善,美善,美事,美味,善事,端正,光明的事,十足的,純正的,精。這字一般都譯為:好,善。但原文本意卻重在美好的,有利益的。主耶穌說,我是好牧人,好牧人為羊捨命( 約10:11),這話把好的利益,好的價值都說出來了。參讀 (ἀγαθός / ἀγαθοεργός)的同義字
同源字:1) (καλλιέλαιος)栽植的橄欖樹 2) (καλός)比一般的更好 3) (καλοδιδάσκαλος)善的教師 4) (καλοποιέω)行好 5) (καλῶς)好
出現次數:總共(101);太(21);可(11);路(9);約(7);羅(5);林前(6);林後(2);加(3);帖前(1);提前(17);提後(3);多(5);來(5);雅(3);彼前(3)
譯字彙編
1) 好(35) 太5:16; 太7:17; 太7:18; 太12:33; 太12:33; 太13:8; 太13:23; 太13:24; 太13:27; 太13:37; 太13:38; 太13:45; 太15:26; 太17:4; 可4:8; 可4:20; 可9:5; 路6:43; 路6:43; 路8:15; 路9:33; 約2:10; 約2:10; 約10:11; 約10:11; 約10:14; 林前5:6; 提前3:7; 提前4:6; 提前4:6; 提前6:18; 多2:14; 來5:14; 彼前2:12; 彼前4:10;
2) 善(14) 約10:32; 約10:33; 羅7:21; 加6:9; 提前3:1; 提前3:13; 提前5:10; 提前5:25; 提後1:14; 多2:7; 多3:8; 多3:14; 雅3:13; 雅4:17;
3) 好的(12) 太13:48; 太18:8; 太18:9; 太26:24; 可7:27; 可14:21; 路14:34; 羅14:21; 林前7:26; 加4:18; 提前1:8; 提前2:3;
4) 美好的(6) 提前1:18; 提前3:13; 提前6:12; 提前6:12; 提前6:19; 提後4:7;
5) 是好的(5) 可9:50; 林前7:1; 林前7:8; 提前4:4; 來13:9;
6) 好些(4) 可9:42; 可9:43; 可9:45; 可9:47;
7) 善的(3) 羅7:16; 林前7:26; 來10:24;
8) 好⋯的(3) 太3:10; 太7:19; 路3:9;
9) 美(3) 太26:10; 路21:5; 雅2:7;
10) 端正(2) 林後13:7; 彼前2:12;
11) 精(1) 提後2:3;
12) 美好(1) 提前6:13;
13) 美味(1) 來6:5;
14) 純正的(1) 來13:18;
15) 善美的(1) 帖前5:21;
16) 美事(1) 多3:8;
17) 美善(1) 羅12:17;
18) 十足的(1) 路6:38;
19) 一美(1) 可14:6;
20) 誠實(1) 路8:15;
21) 良善(1) 羅7:18;
22) 光明的事(1) 林後8:21;
23) 倒好(1) 林前9:15;
24) 善事(1) 加4:18

English (Woodhouse)

auspicious, beautiful, excellent, favourable, fortunate, good, handsome, high-principled, honest, noble, specious, favorable, of character, of omens, well wrought

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὡραῖος, ἔντιμος). Πρωτότυπη λέξη. Καλϝός → καλός.
Παράγωγα: κάλλος, καλλύνω, καλῶς καί τά σύνθετα μέ πρῶτο συνθετικό τό καλλι(πού ἔχει τήν ἔννοια τοῦ ὡραίου): καλλιέπεια, καλλιεπής (=εὐφραδής), καλλιερῶ, καλλίζωνος, καλλίκομος, καλλίνικος, Καλλιόπη, καλλιπάρῃος (=μέ ὡραῖα μάγουλα), καλλιπλόκαμος, καλλίρροος, καλλιστεῖον, καλλωπίζω, καλοκάγαθος.

Translations

beautiful

Afrikaans: mooi; Albanian: i bukur; Amharic: ቆንጆ; Arabic: جَمِيل‎; Egyptian Arabic: جميل‎; Moroccan Arabic: غزال‎, جميل‎, زوين‎; Aramaic: שפירא‎; Armenian: գեղեցիկ, սիրուն; Assamese: ধুনীয়া, ভাল লগা, সুন্দৰ; Asturian: guapu, guapa, formosu, formosa; Avar: берцинаб; Azerbaijani: gözəl, qəşəng, yaraşıqlı; Bashkir: матур; Belait: jie batien; Belarusian: выдатны, прыгожы, харошы, красі́вы, урадлі́вы, файны; Bengali: সুন্দর, খুবসুরত, হাসিন; Bikol Central: magayon; Breton: brav, kaer; Brunei Bisaya: bagak; Brunei Malay: bisai; Bulgarian: красив, прекрасен; Burmese: လှသော, လှပ; Buryat: һайхан; Catalan: bell, bella, formós, formósa, bonic, bonica; Cebuano: matahom, maanyag; Central Dusun: olumis; Chamicuro: pya'c̈homa, pewa puti'na; Chechen: хаза; Chinese Cantonese: 靚, 靓, 好睇, 漂亮, 美麗, 美丽; Dungan: җүн, җүн-ён, җиҗүн, җүнмый; Mandarin: 漂亮, 美, 好看, 美麗, 美丽; Min Dong: 俊, 漂亮; Min Nan: 媠, 美麗, 美丽, 好看, 媠噹噹, 媠当当; Teochew: 雅; Wu: 漂亮, 好看; Coastal Kadazan: olumis; Coptic: ⲛⲉⲥⲉ; Cornish: teg; Czech: krásný, pěkný, sličný; Dalmatian: bial; Danish: smuk; Dutch: mooi, schoon; Esperanto: bela; Estonian: kaunis, ilus; Faroese: vakur, penur, fagur; Fijian: totoka; Finnish: kaunis; French: beau, belle; Friulian: biel, biele; Georgian: მშვენიერი, ლამაზი, ტურფა, საუცხოო, საყვარელი, მომხიბლავი, მიმზიდველი, სასიამოვნო, სანდომიანი, წარმტაცი, თვალწარმტაცი, კოხტა, მოხდენილი, პირმშვენიერი; German: schön; Gothic: 𐍃𐌺𐌰𐌿𐌽𐍃; Greek: ωραίος, όμορφος; Ancient Greek: ἀξιόμορφος, εἰδάλιμος, εὐειδής, εὔμορφος, εὐπρεπής, εὐπρόσωπος, εὐφυής, εὐωπός, ἰδήρατος, καλλίμορφος, καλοειδής, καλός, περικαλλής, ὡραῖος; Gujarati: સુંદર; Hebrew: יָפֶה‎, יָפָה‎; Hindi: ख़ूबसूरत, सुन्दर; Hungarian: szép, gyönyörű; Hunsrik: scheen; Icelandic: fallegur, fagur; Ido: bela; Indonesian: indah, cantik, ayu, molek, cakep; Interlingua: belle; Irish: álainn, spéiriúil, dathúil, galánta; Istriot: biel, biela; Italian: bello, bella, affascinante, incantevole, meraviglioso; Japanese: 美しい, 綺麗, 素敵; Jingpho: tsawm; Kabuverdianu: bunitu, benite; Kannada: ಸುಂದರ; Kazakh: әдемі, әсем; Khanty: хурамӑӈ; Khmer: ស្អាត, ល្អ; Korean: 아름답다; Kunigami: 清ーらせん; Kurdish Central Kurdish: جوان‎, ئێسک سووک‎; Northern Kurdish: xweşik, spehî; Kyrgyz: сулуу, көркөм, кооз, сонун, чырайлуу, чырай жүздүү, сулуу, укмуштай, укмуштай, ажайып, көйүткөн; Laboya: jorro; Ladino: ermozo, ermoza; Lao: ງາມ, ງ້ອມ, ຈຸບຸ, ຊະແລບ; Latin: pulcher, formosus, bellus; Latvian: skaists, daiļš, glīts; Limburgish: sjoen; Lithuanian: gražus; Lombard: bel, bèll; Low German: schöön, scheun; Lü: ᦇᦱᧄ; Macedonian: убав, прекрасен; Malay: cantik, indah, molek; Malayalam: സുന്ദരം; Manchu: ᠰᠠᡳᡴᠠᠨ, ᡥᠣᠴᡳᡴᠣᠨ; Manx: aalin, bwaagh, bwoyagh; Maori: waiwaiā, pīwari, hūmārie, hūmārire, purotu, rerehua, tau, ātanga, ātaahua; Marathi: सुंदर; Mazanderani: قشنگ‎, خجیر‎; Middle English: beautevous, wynsom; Mongolian: сайхан, гуа, үзэсгэлэнтэй; Mòcheno: schea'; Navajo: nizhóní, nizhóní yeeʼ; Norman: bieau, belle; Northern Occitan: bèl, bèla, bèu; Okinawan: 清らさん, 美らさん; Old Church Slavonic Cyrillic: ⰾⱑⱂⱏ; Glagolitic: лѣпъ, красьнъ; Old East Slavic: лѣпъ, красьнъ; Old English: fæġer; Old Javanese: bĕcik; Old Norse: fagr; Old Occitan: bel; Oriya: ସୁନ୍ଦର; Pashto: ښکلی‎; Persian: زیبا‎, قشنگ‎; Plautdietsch: schmock, scheen; Polish: piękny, fajny; Portuguese: belo, bela, bonito, bonita, lindo, linda; Punjabi: ਸੁਹਣਾ; Quechua: sumaq, şumag, k'acha; Romagnol: bël; Romani: śukar; Romanian: frumos, frumoasă; Romansch: bel, bella, bi, biala; Russian: красивый, прекрасный, пригожий, лепый; Sanskrit: सुन्दर, सुरूप, मञ्जु; Sardinian: bedhu, bedha, bellu, bella; Scottish Gaelic: àlainn, bòidheach, brèagha, fèilleil, grinn, maiseach, rìomhach, sgèimheach; Serbo-Croatian Cyrillic: ле̑п, лије̑п, лип; Roman: lȇp, lijȇp, lip; Shan: ႁၢင်ႈလီ; Sicilian: beddu, bedda; Sidamo: xuʼma; Sinhalese: ලස්සන, සුන්දර; Slovak: krásny, pekný; Slovene: lep; Sorbian Lower Sorbian: rědny; Spanish: hermoso, bello, lindo, guapo, bonito; Sudovian: grazi, skaista; Swahili: zuri; Swedish: fin, vacker; Tagalog: maganda; Tajik: зебо, хушрӯ; Talysh: ğəşəng, reçin, rəvoşin, xos, cıvon; Tamil: அழகிய; Tatar: матур, гүзәл; Telugu: అందమైన, చక్కని; Thai: สุนทร, สวย, งาม; Tocharian B: kartse; Toku-No-Shima: 清らさい; Tswana: -ntle; Turkish: güzel; Turkmen: görmegeý, gözel, gelşikli; Tutong: lawa'; Ukrainian: вродливий, красивий, гарний, хороший, файний, красний; Urdu: خوبصورت‎, سندر‎; Uyghur: گۈزەل‎; Uzbek: yoqimli, goʻzal; Venetian: beło, beła; Vietnamese: đẹp, xinh đẹp; Volapük: jönik, lejönik; Walloon: bea, bele; Welsh: hardd, prydferth; West Coast Bajau: lawa'; West Frisian: moai, kreas; Westrobothnian: skönat, vakker; Yiddish: שיין‎; Zhuang: baenzsau, gacae, giengh

good

Afrikaans: goed; Albanian: mirë; Alviri-Vidari: ودر‎; Ambonese Malay: bai, ae; Amharic: ጥሩ; Arabic: حَسَن‎, جَيِّد‎, طَيِّب‎; Egyptian Arabic: كويس‎; Moroccan Arabic: مزِيان‎, ملِيح‎; North Levantine Arabic: منيح‎; South Levantine Arabic: طَيِّب‎, كويس‎, منيح‎; Tunisian Arabic: باهي‎; Aramaic: טבא‎; Argobba: ጥሩ; Armenian: լավ, բարի; Aromanian: bun, bunã; Assamese: ভাল; Asturian: bonu; Azerbaijani: yaxşı, xeyir, xoş; Bashkir: яҡшы; Belarusian: добры; Bengali: ভাল, নেক; Bikol Central: marhay; Bulgarian: добъ́р; Burmese: ကောင်း; Buryat: һайн; Catalan: bo, bon; Cebuano: maayo, maayohon; Chamicuro: pewa; Chechen: дика; Chickasaw: chokma; Chinese Dungan: хо; Mandarin: 好, 良; Min Dong: 好; Coptic: ⲁⲅⲁⲑⲟⲥ; Czech: dobrý; Dalmatian: bun, buna; Danish: god, godt; Dutch: goed; Eastern Bontoc: ammay; Esperanto: bona; Estonian: hea; Evenki: ая; Faliscan: dueno; Faroese: góður; Finnish: hyvä; Franco-Provençal: bon; French: bon, bonne; Friulian: bon; Galician: boo, boa; Georgian: კარგი; German: gut; Gothic: 𐌲𐍉𐌸𐍃, 𐌸𐌹𐌿𐌸𐌴𐌹𐌲𐍃; Greek: καλός, αγαθός; Ancient Greek: ἀγαθός, ἐσθλός; Gujarati: સારું; Haitian Creole: bon; Hebrew: טוֹב‎; Higaonon: maayad; Hiligaynon: maayo; Hindi: अच्छा, भला, उत्तम, नेक, खूब, ख़ूब, नीति; Hungarian: jó; Icelandic: góður, góð, gott; Ido: benigna, bona; Ilocano: naimbag; Indonesian: baik; Ingrian: hyvä; Ingush: дика; Iranun: mapia; Irish: maith; Istro-Romanian: bur; Italian: buono; Japanese: 良い, いい, 善意の; Kalmyk: сән; Kannada: ಉತ್ತಮ; Kashubian: dobri; Kazakh: жақсы; Khmer: ល្អ; Kikuyu: -ega; Korean: 좋다; Kumyk: яхшы; Kyrgyz: жакшы; Ladin: bon; Lao: ດີ; Latgalian: lobs; Latin: bonus; Latvian: labs; Lithuanian: geras; Livonian: jõvā; Lombard: bón; Luxembourgish: gutt; Lü: ᦡᦲ; Macedonian: добар; Maguindanao: mapia; Malay: baik; Malayalam: നല്ലത്; Maltese: tajjeb; Manchu: ᠰᠠᡳᠨ; Manggarai: di'a; Maori: pai; Maranao: mapia; Marathi: चांगला, चांगली, चांगले, भला, भली, भले; Mazanderani: خار‎; Mbyá Guaraní: ha'eve, porã; Middle Persian: 𐭭𐭩𐭪‎; Mongolian: сайн; Mòcheno: guat; Nanai: улэн; Navajo: yáʼátʼééh; North Frisian: gödj; Northern Kankanay: gawis; Northern Thai: ᨯᩦ; Norwegian: god, godt; Occitan: bon; Old Church Slavonic: добръ; Old Frisian: gōd; Old Javanese: bĕcik; Old Norse: góðr; Old Turkic: 𐰓𐰏𐰇‎; Ossetian: хорз; Pashto: ښه‎; Persian: خوب‎, نیک‎; Plautdietsch: goot; Polish: dobry; Portuguese: bom; Punjabi: ਚੰਗਾ; Quechua: allin; Romagnol: bôn; Romanian: bun, bună; Romansch: bun; Russian: хороший, добрый; Sanskrit: साधु, सु-; Scots: guid; Scottish Gaelic: math; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏бар; Roman: dȍbar; Shan: လီ; Sicilian: bonu; Sinhalese: හොඳ; Slovak: dobrý; Slovene: dóber; Somali: wanaagsan; Sorbian Lower Sorbian: dobry; Upper Sorbian: dobry; Southern Kalinga: mamfaru; Spanish: bueno; Sundanese: hadé; Swahili: nzuri; Swedish: god, gott, bra; Sylheti: ꠜꠣꠟꠣ; Tagalog: mabuti, mabait; Tai Tajik: хуб; Talysh: چاک‎; Tamil: நன்மை; Tatar: яхшы; Telugu: మంచి, నీతి; Tetum: di'ak; Thai: ดี, ดี ๆ; Tibetan: བཟང; Tok Pisin: gutpela; Turkish: iyi; Turkmen: gowy, ýagşy; Tzotzil: lek; Ugaritic: 𐎉𐎁; Ukrainian: добрий, хороший, гарний; Urdu: اچھا‎, بهلا‎; Uyghur: ياخشى‎; Uzbek: yaxshi; Venetian: bon; Vietnamese: tốt, hay, tuyệt; Vilamovian: güt; Votic: üvä; Walloon: bon; Waray-Waray: maupay; Welsh: da; West Frisian: goed; Western Bukidnon Manobo: me'upiya; White Hmong: zoo; Yagnobi: хуб; Yakut: үчүгэй; Yiddish: גוט‎; Zazaki: weş; Zealandic: goed; Zhuang: ndei

virtuous

Arabic: ⁧فَاضِل⁩; Armenian: առաքինի; Belarusian: дабрадзейны, цнотлівы, цнотны; Bengali: নেক, ফাজেল; Bulgarian: добродетелен, целомъ́дрен; Catalan: virtuós; Chinese Mandarin: 有道德的, 有德行的, 貞/贞; Czech: ctnostný; Danish: dydig; Dutch: deugdzaam; Esperanto: virta; French: vertueux; Galician: virtuoso; Georgian: სათნო, უმანკო, უმწიკვლო; German: züchtig, tugendhaft, tugendsam; Greek: ηθικός, ενάρετος; Ancient Greek: ἀγαθός, ἄμεμπτος, ἀρετηφόρος, εἰνάρετος, ἐνάρετος, ἰνάρετος, καλός, κατορθωτικός, σπουδαῖος, ὑγιής, φιλάρετος, χρηστός; Ido: vertuoza; Italian: virtuoso; Latin: probus; Latvian: tikumīgs, šķīsts; Macedonian: добродетелен, доблестен; Maori: tapatahi, ngākaupai; Navajo: yáʼátʼéehii; Norwegian Bokmål: dydig; Occitan: virtuós; Old High German: chiusce; Plautdietsch: sitlich; Polish: cnotliwy; Portuguese: virtuoso, nobre, digno; Romanian: virtuos; Russian: добродетельный, целомудренный; Sanskrit: गुणज्ञ; Serbo-Croatian Cyrillic: вр̏лӣ; Roman: vȑlī; Slovak: cnostný; Slovene: čednosten; Spanish: virtuoso; Swedish: dygdig, dygdesam; Turkish: erdemli, faziletli; Ukrainian: доброчесний, цнотливий, чеснотливий