λαμβάνω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαμβάνω:''' (√<i>ΛΑΒ</i>), μέλ. [[λήψομαι]], Ιων. [[λάμψομαι]], Δωρ. [[λαψεῦμαι]] ή <i>λαψοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἔλᾰβον</i>, Επικ. <i>ἔλλᾰβον</i>· Ιων. [[λάβεσκον]]· προστ. [[λαβέ]], παρακ. [[εἴληφα]], Ιων. [[λελάβηκα]]· υπερσ. <i>εἰλήφειν</i>, Ιων. γʹ ενικ. <i>λελαβήκεε</i> — Μέσ., αόρ. βʹ <i>ἐλαβόμην</i>, Επικ. <i>ἐλλαβόμην</i>, Επικ. απαρ. με αναδιπλ. [[λελαβέσθαι]] — Παθ., μέλ. <i>ληφθήσομαι</i>, αόρ. [[ἐλήφθην]], Ιων. [[ἐλάμφθην]], παρακ. [[εἴλημμαι]], στους Τραγ. [[λέλημμαι]]· Ιων. [[λέλαμμαι]]. Η πρώτη [[έννοια]] της λέξης είναι [[διπλή]], η μεν (περισσότερο ενεργητική), [[λαμβάνω]], [[παίρνω]]· η δε (περισσότερο παθητική), [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]].<br /><b class="num">Α. I.</b> [[λαμβάνω]], [[παίρνω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[πιάνω]], [[αρπάζω]], κατάσχω, σε Όμηρ., κ.λπ.· το [[μέρος]] που λαμβάνεται τίθεται σε γεν., ενώ το όλον σε αιτ., π.χ. <i>τὴν πτέρυγαν λάβεν</i>, την έπιασε από το [[φτερό]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[γούνων]] λάβεκούρην, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· όταν παραλείπεται η αιτ. του όλου, το [[λαμβάνω]] συντάσσεται μόνο με γεν. του μέρους, <i>ποδῶν</i>, [[γούνων]], [[κόρυθος]] λάβεν, έπιασε από τα πόδια, κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[λαμβάνω]] δια της βίας, [[αρπάζω]], [[αποκομίζω]] [[κάτι]] σαν [[λεία]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[λαμβάνω]] [[δίκην]], <i>ποινάς</i>, Λατ. sumere poenas, [[λαμβάνω]] [[ικανοποίηση]], [[επιβάλλω]] [[ποινή]], σε Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[πάθη]], αισθήματα, κ.λπ., [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], σε Όμηρ., κ.λπ.· λέγεται για πυρετό και αιφνίδια [[ασθένεια]], [[προσβάλλω]], [[καταλαμβάνω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">5.</b> χρησιμ. για [[θεότητα]], [[καταλαμβάνω]], [[κατέχω]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ.· λέγεται για το [[σκοτάδι]] και τα [[συναφή]], [[καταλαμβάνω]], [[κατέχω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">6.</b> [[καταλαμβάνω]], [[επέρχομαι]] σαν [[εχθρός]], σε Όμηρ., Ηρόδ.· [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[επέρχομαι]], [[λαμβάνω]] τινὰ μοῦνον, σε Ηρόδ., κ.λπ.· επίσης, [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], Λατ. [[deprehendo]], στον ίδ.· ομοίως Παθ., <i>ἐπ' αὐτοφώρῳ εἰλημμένος</i>, πιάστηκε κατά την [[πράξη]], επ' αυτοφώρω, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">7.</b> [[λαμβάνω]] τινὰ ὁρκίοισι, [[δένω]], [[υποχρεώνω]] κάποιον με όρκους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">8.</b> [[παίρνω]] κάποιον ως βοηθό, σε Σοφ.<br /><b class="num">9.</b> <i>τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χεῖρα</i>, κράτησε την Ίδη προς τα αριστερά [[σου]]· ομοίως, <i>λαβὼν ἐν δεξιᾷ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">10.</b> [[λαμβάνω]] Ἑλληνίδα ἐσθῆτα, τη φορώ, τη [[δέχομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">11.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] δια των αισθήσεων, σε Σοφ., Πλάτ.· [[προσλαμβάνω]] με το [[μυαλό]], [[αντιλαμβάνομαι]], «[[πιάνω]]», [[κατανοώ]], σε Ηρόδ., κ.λπ.· [[εκλαμβάνω]], [[κατανοώ]] [[κάτι]] όπως ακριβώς είναι, π.χ. χωρίο συγγραφέα, Λατ. accipere, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">12.</b> [[παίρνω]] στα χέρια μου, [[αναλαμβάνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">13.</b> η μτχ. [[λαβών]] πολλές φορές πλεονάζει, όπως <i>λαβὼν κύσε χεῖρα</i>, πήρε και φίλησε, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, σε Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]], [[αποδέχομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] που μου προσφέρεται, [[κερδίζω]], [[αποκομίζω]], [[αποκτώ]] [[κάτι]], σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, με αρνητική [[σημασία]], [[λαμβάνω]] [[ὄνειδος]], σε Σοφ.· [[λαμβάνω]] θάνατον, σε Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> παντρεύομαι, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[λαμβάνω]] [[δίκην]], [[λαμβάνω]] [[τιμωρία]], δηλ. [[υποφέρω]], [[παθαίνω]], τιμωρούμαι, Λατ. dare poenas, σε Ηρόδ., Ευρ.·<br /><b class="num">4.</b> [[λαμβάνω]] ὅρκον, [[δέχομαι]] όρκο σαν [[δοκιμασία]], σε Αριστ.· [[λαμβάνω]] λόγον, [[απαιτώ]] λογαριασμό, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[συλλαμβάνω]] [[παιδί]], [[μένω]] [[έγκυος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">6.</b> [[λαμβάνω]] σαν [[εισόδημα]] ή [[αποκομίζω]] [[κέρδος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· [[αγοράζω]] αντί..., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">7.</b> [[δέχομαι]], [[παραδέχομαι]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">8.</b> λέγεται για πρόσωπα υποταγμένα σε αισθήματα, [[πάθη]] και άλλα παρόμοια, [[λαμβάνω]] θυμόν, «[[παίρνω]] [[θάρρος]]», σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, περιφραστικά, [[λαμβάνω]] φόβον = φοβεῖσθαι, σε Σοφ., κ.λπ.· ομοίως, [[λαμβάνω]] [[ὕψος]] = ὑψοῦσθαι, σε Θουκ.· [[λαμβάνω]] νόσον, «[[παίρνω]]» [[κρυολόγημα]], σε Πλάτ.· ομοίως, <i>αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι</i>, λαμβάνοντας επιπρόσθετες επάλξεις, αποκτώντας περισσότερες πολεμίστρες, σε Θουκ. <b>Β. 1.</b> Μέσ., πιάνομαι από [[κάτι]] ή κάποιον, με γεν., <i>λαμβάνομαι σχεδίης</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[τόπο]], λαμβάνομαι [[τῶν]] [[ὀρῶν]], [[καταφεύγω]] στα όρη, [[φτάνω]] στα βουνά, σε Θουκ.
|lsmtext='''λαμβάνω:''' (√<i>ΛΑΒ</i>), μέλ. [[λήψομαι]], Ιων. [[λάμψομαι]], Δωρ. [[λαψεῦμαι]] ή <i>λαψοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἔλᾰβον</i>, Επικ. <i>ἔλλᾰβον</i>· Ιων. [[λάβεσκον]]· προστ. [[λαβέ]], παρακ. [[εἴληφα]], Ιων. [[λελάβηκα]]· υπερσ. <i>εἰλήφειν</i>, Ιων. γʹ ενικ. <i>λελαβήκεε</i> — Μέσ., αόρ. βʹ <i>ἐλαβόμην</i>, Επικ. <i>ἐλλαβόμην</i>, Επικ. απαρ. με αναδιπλ. [[λελαβέσθαι]] — Παθ., μέλ. <i>ληφθήσομαι</i>, αόρ. [[ἐλήφθην]], Ιων. [[ἐλάμφθην]], παρακ. [[εἴλημμαι]], στους Τραγ. [[λέλημμαι]]· Ιων. [[λέλαμμαι]]. Η πρώτη [[έννοια]] της λέξης είναι [[διπλή]], η μεν (περισσότερο ενεργητική), [[λαμβάνω]], [[παίρνω]]· η δε (περισσότερο παθητική), [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]].<br /><b class="num">Α. I.</b> [[λαμβάνω]], [[παίρνω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[πιάνω]], [[αρπάζω]], κατάσχω, σε Όμηρ., κ.λπ.· το [[μέρος]] που λαμβάνεται τίθεται σε γεν., ενώ το όλον σε αιτ., π.χ. <i>τὴν πτέρυγαν λάβεν</i>, την έπιασε από το [[φτερό]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[γούνων]] λάβεκούρην, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· όταν παραλείπεται η αιτ. του όλου, το [[λαμβάνω]] συντάσσεται μόνο με γεν. του μέρους, <i>ποδῶν</i>, [[γούνων]], [[κόρυθος]] λάβεν, έπιασε από τα πόδια, κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[λαμβάνω]] δια της βίας, [[αρπάζω]], [[αποκομίζω]] [[κάτι]] σαν [[λεία]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[λαμβάνω]] [[δίκην]], <i>ποινάς</i>, Λατ. sumere poenas, [[λαμβάνω]] [[ικανοποίηση]], [[επιβάλλω]] [[ποινή]], σε Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[πάθη]], αισθήματα, κ.λπ., [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], σε Όμηρ., κ.λπ.· λέγεται για πυρετό και αιφνίδια [[ασθένεια]], [[προσβάλλω]], [[καταλαμβάνω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">5.</b> χρησιμ. για [[θεότητα]], [[καταλαμβάνω]], [[κατέχω]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ.· λέγεται για το [[σκοτάδι]] και τα [[συναφή]], [[καταλαμβάνω]], [[κατέχω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">6.</b> [[καταλαμβάνω]], [[επέρχομαι]] σαν [[εχθρός]], σε Όμηρ., Ηρόδ.· [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[επέρχομαι]], [[λαμβάνω]] τινὰ μοῦνον, σε Ηρόδ., κ.λπ.· επίσης, [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], Λατ. [[deprehendo]], στον ίδ.· ομοίως Παθ., <i>ἐπ' αὐτοφώρῳ εἰλημμένος</i>, πιάστηκε κατά την [[πράξη]], επ' αυτοφώρω, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">7.</b> [[λαμβάνω]] τινὰ ὁρκίοισι, [[δένω]], [[υποχρεώνω]] κάποιον με όρκους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">8.</b> [[παίρνω]] κάποιον ως βοηθό, σε Σοφ.<br /><b class="num">9.</b> <i>τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χεῖρα</i>, κράτησε την Ίδη προς τα αριστερά [[σου]]· ομοίως, <i>λαβὼν ἐν δεξιᾷ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">10.</b> [[λαμβάνω]] Ἑλληνίδα ἐσθῆτα, τη φορώ, τη [[δέχομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">11.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] δια των αισθήσεων, σε Σοφ., Πλάτ.· [[προσλαμβάνω]] με το [[μυαλό]], [[αντιλαμβάνομαι]], «[[πιάνω]]», [[κατανοώ]], σε Ηρόδ., κ.λπ.· [[εκλαμβάνω]], [[κατανοώ]] [[κάτι]] όπως ακριβώς είναι, π.χ. χωρίο συγγραφέα, Λατ. accipere, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">12.</b> [[παίρνω]] στα χέρια μου, [[αναλαμβάνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">13.</b> η μτχ. [[λαβών]] πολλές φορές πλεονάζει, όπως <i>λαβὼν κύσε χεῖρα</i>, πήρε και φίλησε, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, σε Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]], [[αποδέχομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] που μου προσφέρεται, [[κερδίζω]], [[αποκομίζω]], [[αποκτώ]] [[κάτι]], σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, με αρνητική [[σημασία]], [[λαμβάνω]] [[ὄνειδος]], σε Σοφ.· [[λαμβάνω]] θάνατον, σε Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> παντρεύομαι, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[λαμβάνω]] [[δίκην]], [[λαμβάνω]] [[τιμωρία]], δηλ. [[υποφέρω]], [[παθαίνω]], τιμωρούμαι, Λατ. dare poenas, σε Ηρόδ., Ευρ.·<br /><b class="num">4.</b> [[λαμβάνω]] ὅρκον, [[δέχομαι]] όρκο σαν [[δοκιμασία]], σε Αριστ.· [[λαμβάνω]] λόγον, [[απαιτώ]] λογαριασμό, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[συλλαμβάνω]] [[παιδί]], [[μένω]] [[έγκυος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">6.</b> [[λαμβάνω]] σαν [[εισόδημα]] ή [[αποκομίζω]] [[κέρδος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· [[αγοράζω]] αντί..., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">7.</b> [[δέχομαι]], [[παραδέχομαι]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">8.</b> λέγεται για πρόσωπα υποταγμένα σε αισθήματα, [[πάθη]] και άλλα παρόμοια, [[λαμβάνω]] θυμόν, «[[παίρνω]] [[θάρρος]]», σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, περιφραστικά, [[λαμβάνω]] φόβον = φοβεῖσθαι, σε Σοφ., κ.λπ.· ομοίως, [[λαμβάνω]] [[ὕψος]] = ὑψοῦσθαι, σε Θουκ.· [[λαμβάνω]] νόσον, «[[παίρνω]]» [[κρυολόγημα]], σε Πλάτ.· ομοίως, <i>αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι</i>, λαμβάνοντας επιπρόσθετες επάλξεις, αποκτώντας περισσότερες πολεμίστρες, σε Θουκ. <b>Β. 1.</b> Μέσ., πιάνομαι από [[κάτι]] ή κάποιον, με γεν., <i>λαμβάνομαι σχεδίης</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[τόπο]], λαμβάνομαι [[τῶν]] [[ὀρῶν]], [[καταφεύγω]] στα όρη, [[φτάνω]] στα βουνά, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαμβάνω:''' тж. med. (fut. [[λήψομαι]] - ион. λάμφομαι, NT λήμφομαι, дор. [[λαψοῦμαι]], aor. 2 [[ἔλαβον]], [[ἔλλαβον]] и λάβον, pf. [[εἴληφα]]; med.: aor. ἐλαβόμην, ἐλλαβόμην и λελαβόμην; pass.: fut. [[ληφθήσομαι]], aor. [[ἐλήφθην]] - ион. [[ἐλάμφθην]], pf. [[εἴλημμαι]]; imper. [[λαβέ]] и [[λάβε]]; adj. verb. [[ληπτός]], [[ληπτέος]] - ион. λαμπτέος; inf. aor. 2 [[λαβεῖν]])<br /><b class="num">1)</b> брать, хватать (χειρὶ χεῖρα, [[χείρεσσι]] φιάλαν Hom.; ἐν [[χεροῖν]] στέφη Soph.; βιβλιον NT): ἐλλάβετο σχεδίης Hom. (Одиссей) ухватился за плот; λαβὼν κύσε χειρα Hom. он схватил и поцеловал руку (Одиссея);<br /><b class="num">2)</b> обхватывать, обнимать (γούνατά τινος, [[γούνων]] τινά Hom.);<br /><b class="num">3)</b> брать с собой, уводить (ἑτάρους Hom.): ξυμπαραστάτην λ. τινά Soph. брать кого-л. с собой в помощники; λαβόντες τοῦ βαρβαρικοῦ στρατοῦ Xen. взяв с собой иноземный отряд;<br /><b class="num">4)</b> захватывать, угонять, уносить, похищать (ἵππους, τὰ μῆλα, κτήματα [[πολλά]] Hom.): ζῶντες ἐλάμφθησαν Her. они были захвачены живьем;<br /><b class="num">5)</b> отнимать (χιτῶνά τινος NT);<br /><b class="num">6)</b> захватывать, завладевать (Σικελίαν, αἰχμαλώτους Thuc.; βασιλείαν ἑαυτῷ NT): ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῦ Soph. захватить господство и царскую власть;<br /><b class="num">7)</b> (о чувствах и т. п.) охватывать ([[χόλος]] [[λάβε]] τινά Hom.; λαμβάνεσθαι ἔρωτι Xen.; [[ἔκστασις]] ἔλαβεν ἅπαντας NT): λαβέσθαι ὑπὸ νόσου Her. и νόσῳ Soph. заболеть; ὁ [[δαίμων]] τινὰ λελάβηκε Her. божество вселилось в кого-л.; Ῥέᾳ [[ληφθῆναι]] Luc. быть одержимым Реей; [[κνέφας]] λαμβάνει [[τέμενος]] αἰθέρος Aesch. тьма покрывает небесный свод;<br /><b class="num">8)</b> (в качестве гостя) принимать (τινὰ εἰς οἰκίαν NT);<br /><b class="num">9)</b> связывать, обязывать (τινὰ [[πίστι]] καὶ ὁρκίοισι Her.): ἀραῖον λ. τινά Soph. связать кого-л. заклятьем;<br /><b class="num">10)</b> захватывать, застигать, ловить (τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου Soph.; κλέπτοντά τινα Arph.): λ. τινὰ ψευδόμενον Plat. уличить кого-л. в обмане; δρῶν εἰλημμένος Arph. захваченный на месте преступления;<br /><b class="num">11)</b> натыкаться, (случайно) встречать, находить (τινὰ ἐν κακοῖς Soph.);<br /><b class="num">12)</b> (о взысканиях) налагать (ποινάς Eur.; [[δίκην]] Lys. - ср. 21; ζημίαν или τιμωρίαν Dem.);<br /><b class="num">13)</b> возлагать на себя, надевать (Ἑλληνίδα ἐσθῆτα Her.);<br /><b class="num">14)</b> перен. схватывать, воспринимать, созерцать (θέαν ὄμμασιν Soph.);<br /><b class="num">15)</b> постигать, усваивать, понимать (νόῳ Her. и ἐν νῷ Polyb.; ἐν τῇ γνώμῃ Xen.; τῇ διανοίᾳ Plat.);<br /><b class="num">16)</b> (вос)принимать: [[λαβεῖν]] πρὸς ἀτιμίαν Plut. воспринять как оскорбление; τὸ [[πρᾶγμα]] [[μειζόνως]] [[λαβεῖν]] Thuc. принять дело всерьез; λάβετε τοὺς λόγους μὴ [[πολεμίως]] Thuc. не примите этих слов в неприязненном смысле; [[λαβεῖν]] τι πρὸς [[δέος]] Plut. испугаться чего-л.; θάνατον [[λαβεῖν]] Eur. принять смерть, умереть; τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα Arst. принятые вначале положения; αἱ εἰλημμέναι προτάσεις Arst. допущенные положения; οὐ λ. [[πρόσωπον]] NT не взирать на лица, т. е. относиться беспристрастно;<br /><b class="num">17)</b> предпринимать (πεῖράν τινος NT): [[συμβούλιον]] [[λαβεῖν]] NT устроить совещание;<br /><b class="num">18)</b> объяснять, истолковывать (περί τινος τί ἐστι Arst.): [[ταύτῃ]] [[ταῦτα]] ἐλάμβανον Her. они так объяснили эти (слова);<br /><b class="num">19)</b> оценивать, определять (τὴν ξυμμέτρησίν τινος Thuc.);<br /><b class="num">20)</b> полагать, считать (ποθεινότερόν τι Thuc.);<br /><b class="num">21)</b> получать, (при)обретать ([[κέρδος]] Arph.; [[ὄνομα]] Plat.; [[δόξαν]] παρὰ ἀνθρώπων NT): λ. [[ὕψος]] Thuc. расти в высоту; [[λαβεῖν]] [[κλέος]] Hom., Soph. стяжать славу; [[λαβεῖν]] ἀνὰ [[δηνάριον]] NT получить по динарию; γέλωτα μωρίαν τε λ. ἔν τινι Eur. стать за (свое) неразумие посмешищем у кого-л.; αἰτίαν [[ἀπό]] τινος λ. Thuc. навлечь на себя упреки с чьей-л. стороны; λ. [[δίκην]] Her. получать или нести наказание (ср. 12); [[λαβεῖν]] τὴν ἀξίην Her. получить по заслугам;<br /><b class="num">22)</b> получать, извлекать ([[οἶνον]] ἐκ τοῦ χωρίου Arph.; λ. μισθὸν ἐκ τῆς ἀρχῆς Plat.);<br /><b class="num">23)</b> приобретать, покупать: λ. τι δραχμῆς Arph. покупать что-л. за драхму или по драхме;<br /><b class="num">24)</b> доходить, достигать: πρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν Isocr. достигнуть брачного возраста; λ. νόστον Eur. дождаться возвращения на родину; λαβέσθαι τῶν [[ὀρῶν]] Thuc. углубиться в горы; λαβέσθαι Δήλου Thuc. прибыть в Делос; τὴν Ἶδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χέρα Her. оставив слева (гору) Иду; [[πρῶτον]] ἀληθείας λαβοῦ Plat. прежде всего узнай истину;<br /><b class="num">25)</b> начинать ощущать, ощутить, почувствовать (ὀργήν Eur.; φόβον Soph.; εὔνοιαν Thuc.): λ. θυμόν Hom. воспрянуть духом; λ. αἰδῶ Soph. ощутить стыд, устыдиться; λήθην [[λαβεῖν]] τινος NT забыть о чем-л.
}}
}}