λόγος

From LSJ
Revision as of 16:56, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόγος Medium diacritics: λόγος Low diacritics: λόγος Capitals: ΛΟΓΟΣ
Transliteration A: lógos Transliteration B: logos Transliteration C: logos Beta Code: lo/gos

English (LSJ)

ὁ, verbal noun of λέγω (B), with senses corresponding to λέγω (B) II and III (on the various senses of the word v. Theo Sm.pp.72,73 H., An.Ox.4.327): common in all periods in Prose and Verse, exc. Epic, in which it is found in signf. derived from λέγω (B) 111, cf.infr. VI. 1 a: I computation, reckoning (cf. λέγω (B) II). 1 account of money handled, σανίδες εἰς ἃς τὸν λ. ἀναγράφομεν IG12.374.191; ἐδίδοσαν τὸν λ. ib.232.2; λ. δώσεις τῶν μετεχείρισας χρημάτων Hdt.3.142, cf. 143; οὔτε χρήματα διαχειρίσας τῆς πόλεως δίδωμι λ. αὐτῶν οὔτε ἀρχὴν ἄρξας οὐδεμίαν εὐθύνας ὑπέχω νῦν αὐτῆς Lys.24.26; λ. ἀπενεγκεῖν Arist.Ath.54.1; ἐν ταῖς εὐθύναις τοῦ τοιούτου λ. ὑπεχέτω Pl.Lg.774b; τὸν τῶν χρημάτων λ. παρὰ τούτων λαμβάνειν D.8.47; ἀδικήματα εἰς ἀργυρίου λ. ἀνήκοντα Din.1.60; συνᾶραι λόγον μετά τινος settle accounts with, Ev.Matt.18.23, etc.; δεύτεροι λ. a second audit, Cod.Just.1.4.26.1; ὁ τραπεζιτικὸς λ. banking account, Theo Sm.p.73 H.: metaph., οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λ. βροτόν S.Aj.477. b public accounts, i. e. branch of treasury, ἴδιος λ., in Egypt, OGI188.2, 189.3, 669.38; also as title of treasurer, ib.408.4, Str.17.1.12; ὁ ἐπὶ τῶν λ. IPE2.29 A (Panticapaeum); δημόσιος λ., = Lat. fiscus, OGI669.21 (Egypt, i A.D.), etc. (but later, = aerarium, Cod.Just.1.5.15); also Καίσαρος λ. OGI669.30; κυριακὸς λ. ib.18. 2 generally, account, reckoning, μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λ. excels the whole account, i.e. is best of all, S.OC 1225 (lyr.); δόντας λ. τῶν ἐποίησαν accounting for, i.e. paying the penalty for their doings, Hdt.8.100; λ. αἰτεῖν Pl.Plt.285e; λ. δοῦναι καὶ δέξασθαι Id.Prt.336c, al.; λαμβάνειν λ. καὶ ἐλέγχειν Id.Men.75d; παρασχεῖν τῶν εἰρημένων λ. Id.R.344d; λ. ἀπαιτεῖν D.30.15, cf. Arist. EN1104a3; λ. ὑπέχειν, δοῦναι, D.19.95; λ. ἐγγράψαι Id.24.199, al.; λ. ἀποφέρειν τῇ πόλει Aeschin.3.22, cf. Eu. Luc.16.2, Ep.Hebr.13.17; τὸ παράδοξον τῶν συμβεβηκότων ὑπὸ λόγον ἄγειν Plb.15.34.2; λ. ἡ ἐπιστήμη, πολλὰ δὲ ὁ λ. the account is manifold, Plot.6.9.4; ἔχων λόγον τοῦ διὰ τί an account of the cause, Arist.APo.74b27; ἐς λ. τινός on account of, ἐς χρημάτων λ. Th.3.46, cf. Plb.5.89.6, LXX 2 Ma1.14, JRS 18.152 (Jerash); λόγῳ c. gen., by way of, Cod.Just.3.2.5. al.; κατὰ λόγον τοῦ μεγέθους if we take into account his size, Arist.HA517b27; πρὸς ὃν ἡμῖν ὁ λ. Ep.Hebr.4.13, cf. D.Chr.31.123. 3 measure, tale (cf. infr. 11.1), θάλασσα… μετρέεται ἐς τὸν αὐτὸν λ. ὁκοῖος πρόσθεν Heraclit.31; ψυχῆς ἐστι λ. ἑαυτὸν αὔξων Id.115; ἐς τούτου (sc. γήραος) λ. οὐ πολλοί τινες ἀπικνέονται to the point of old age, Hdt.3.99, cf.7.9.β; ὁ ξύμπας λ. the full tale, Th.7.56, cf. Ep.Phil.4.15; κοινῷ λ. νομίσαντα common measure, Pl.Lg.746e; sum, total of expenditure, IG42(1).103.151 (Epid., iv B.C.); ὁ τῆς οὐσίας λ., = Lat. patrimonii modus, Cod.Just.1.5.12.20. 4 esteem, consideration, value put on a person or thing (cf. infr. VI. 2 d), οὗ πλείων λ. ἢ τῶν ἄλλων who is of more worth than all the rest, Heraclit.39; βροτῶν λ. οὐκ ἔσχεν οὐδέν' A.Pr.233; οὐ σμικροῦ λ. S.OC1163: freq. in Hdt., Μαρδονίου λ. οὐδεὶς γίνεται 8.102; τῶν ἦν ἐλάχιστος ἀπολλυμένων λ. 4.135, cf. E.Fr.94; περὶ ἐμοῦ οὐδεὶς λ. Ar.Ra.87; λόγου οὐδενὸς γίνεσθαι πρός τινος to be of no account, repute with.., Hdt.1.120, cf.4.138; λόγου ποιήσασθαί τινα make one of account, Id.1.33; ἐλαχίστου, πλείστου λ. εἶναι, to be highly, lowly esteemed, Id.1.143, 3.146; but also λόγον τινὸς ποιεῖσθαι, like Lat. rationem habere alicujus, make account of, set a value on, Democr.187, etc.: usu. in neg. statements, οὐδένα λ. ποιήσασθαί τινος Hdt.1.4, cf. 13, Plb.21.14.9, etc.; λ. ἔχειν Hdt.1.62,115; λ. ἴσχειν περί τινος Pl.Ti.87c; λ. ἔχειν περὶ τοὺς ποιητάς Lycurg.107; λ. ἔχειν τινός D.18.199, Arist.EN1102b32, Plu.Phil.18 (but also, have the reputation of... v. infr. VI. 2 e); ἐν οὐδενὶ λ. ποιήσασθαί τι Hdt.3.50; ἐν οὐδενὶ λ. ἀπώλοντο without regard, Id.9.70; ἐν σμικρῷ λ. εἶναι Pl.R.550a; ὑμεῖς οὔτ' ἐν λ. οὔτ' ἐν ἀριθμῷ Orac. ap. Sch.Theoc.14.48; ἐν ἀνδρῶν λ. [εἶναι] to be reckoned, count as a man, Hdt.3.120; ἐν ἰδιώτεω λόγῳ καὶ ἀτίμου reckoned as... Eus.Mynd.Fr. 59; σεμνὸς εἰς ἀρετῆς λ. καὶ δόξης D.19.142. II relation, correspondence, proportion, 1 generally, ὑπερτερίης λ. relation (of gold to lead), Thgn.418 = 1164; πρὸς λόγον τοῦ σήματος A.Th.519; κατὰ λόγον προβαίνοντες τιμῶσι in inverse ratio, Hdt.1.134, cf. 7.36; κατὰ λ. τῆς ἀποφορῆς Id.2.109; τἄλλα κατὰ λ. in like fashion, Hp.VM16, Prog.17: c. gen., κατὰ λ. τῶν πρόσθεν ib. 24; κατὰ λ. τῶν ἡμερῶν Ar. Nu.619; κατὰ λ. τῆς δυνάμεως X. Cyr.8.6.11; ἐλάττω ἢ κατὰ λ. Arist. HA508a2, cf. PA671a18; ἐκ ταύτης ἐγένετο ἐκείνη κατὰ λ. Id.Pol. 1257a31; cf. εὔλογος: sts. with ὁ αὐτός added, κατὰ τὸν αὐτὸν λ. τῷ τείχεϊ in fashion like to... Hdt.1.186; περὶ τῶν νόσων ὁ αὐτὸς λ. analogously, Pl.Tht.158d, cf. Prm.136b, al.; εἰς τὸν αὐτὸν λ. similarly, Id.R.353d; κατὰ τὸν αὐτὸν λ. in the same ratio, IG12.76.8; by parity of reasoning, Pl.Cra.393c, R.610a, al.; ἀνὰ λόγον τινός, τινί, Id.Ti.29c, Alc.2.145d; τοῦτον ἔχει τὸν λ. πρὸς… ὃν ἡ παιδεία πρὸς τὴν ἀρετήν is related to… as... Procl.in Euc.p.20 F., al. 2 Math., ratio, proportion (ὁ κατ' ἀνάλογον λ., λ. τῆς ἀναλογίας, Theo Sm.p.73 H.), Pythag. 2; ἰσότης λόγων Arist.EN113a31; λ. ἐστὶ δύο μεγεθῶν ἡ κατὰ πηλικότητα ποιὰ σχέσις Euc.5 Def.3; τῶν ἁρμονιῶν τοὺς λ. Arist.Metaph.985b32, cf. 1092b14; λόγοι ἀριθμῶν numerical ratios, Aristox.Harm.p.32 M.; τοὺς φθόγγους ἀναγκαῖον ἐν ἀριθμοῦ λ. λέγεσθαι πρὸς ἀλλήλους to be expressed in numerical ratios, Euc.Sect.Can. Proëm.: in Metre, ratio between arsis and thesis, by which the rhythm is defined, Aristox.Harm.p.34 M.; ἐὰν ᾖ ἰσχυροτέρα τοῦ αἰσθητηρίου ἡ κίνησις, λύεται ὁ λ. Arist.de An. 424a31; ἀνὰ λόγον analogically, Archyt.2; ἀνὰ λ. μερισθεῖσα [ἡ ψυχή] proportionally, Pl. Ti.37a; so κατὰ λ. Men.319.6; πρὸς λόγον in proportion, Plb.6.30.3, 9.15.3 (but πρὸς λόγον ἐπὶ στενὸν συνάγεται narrows uniformly, Sor. 1.9, cf. Diocl.Fr.171); ἐπὶ λόγον IG5(1).1428 (Messene). 3 Gramm., analogy, rule, τῷ λ. τῶν μετοχικῶν, τῆς συγκοπῆς, by the rule of the participles, of syncope, Choerob. in Theod.1.75 Gaisf., 1.377 H.; εἰπέ μοι τὸν λ. τοῦ Αἴας Αἴαντος, τουτέστι τὸν κανόνα An.Ox. 4.328. III explanation, 1 plea, pretext, ground, ἐκ τίνος λ.; A.Ch.515; ἐξ οὐδενὸς λ. S.Ph.731; ἀπὸ παντὸς λ. Id.OC762; χὠ λ. καλὸς προσῆν Id.Ph.352; σὺν ἀφανεῖ λ. Id.OT657 (lyr., v.l. λόγων) ; ἐν ἀφανεῖ λ. Antipho 5.59; ἐπὶ τοιούτῳ λ. Hdt.6.124; κατὰ τίνα λ.; on what ground? Pl.R.366b; οὐδὲ πρὸς ἕνα λ. to no purpose, Id.Prt. 343d; ἐπὶ τίνι λ.; for what reason? X.HG2.2.19; τὸν λ. τοῦτον this ground of complaint, Aeschin.3.228; τίνι δικαίῳ λ.; what just cause is there? Pl.Grg.512c; τίνι λ.; on what account? Act.Ap.10.29; κατὰ λόγον ἂν ἠνεσχόμην ὑμῶν reason would that... ib.18.14; λ. ἔχειν, with personal subject, εἶχον ἄν τινα λ. I (i.e. my conduct) would have admitted of an explanation, Pl.Ap.31b; τὸν ὀρθὸν λ. the true explanation, ib.34b. b plea, case, in Law or argument (cf. VIII. I), τὸν ἥττω λ. κρείττω ποιεῖν to make the weaker case prevail, ib.18b, al., Arist.Rh.1402a24, cf. Ar.Nu.1042 (pl.); personified, ib.886, al.; ἀμύνεις τῷ τῆς ἡδονῆς λ. Pl.Phlb.38a; ἀνοίσεις τοὺς λ. αὐτῶν πρὸς τὸν θεόν LXXEx.18.19; ἐχειν λ. πρός τινα to have a case, ground of action against... Act.Ap.19.38. 2 statement of a theory, argument, οὐκ ἐμεῦ ἀλλὰ τοῦ λ. ἀκούσαντας prob. in Heraclit.50; λόγον ἠδὲ νόημα ἀμφὶς ἀληθείης discourse and reflection on reality, Parm.8.50; δηλοῖ οὗτος ὁ λ. ὅτιDemocr.7; οὐκ ἔχει λόγον it is not arguable, i.e. reasonable, S.El.466, Pl.Phd.62d, etc.; ἔχει λ. D.44.32; οὐδεὶς αὐτὰ καταβαλεῖ λ. E.Ba.202; δίκασον… τὸν λ. ἀκούσας Pl.Lg.696b; personified, φησὶ οὗτος ὁ λ. ib.714d, cf. Sph.238b, Phlb.50a; ὡς ὁ λ. (sc. λέγει) Arist.EN1115b12; ὡς ὁ λ. ὁ ὀρθὸς λέγει ib. 1138b20, cf. 29; ὁ λ. θέλει προσβιβάζειν Phld.Rh.1.41, cf.1.19 S.; οὐ γὰρ ἂν ἀκούσειε λόγου ἀποτρέποντος Arist.EN1179b27; λ. καθαίρων Aristo Stoic.1.88; λόγου τυγχάνειν to be explained, Phld.Mus.p.77 K.; ὁ τὸν λ. μου ἀκούων my teaching, Ev.Jo.5.24; ὁ προφητικὸς λ., collect., of VT prophecy, 2 Ep.Pet.1.19: pl., ὁκόσων λόγους ἤκουσα Heraclit.108; οὐκ ἐπίθετο τοῖς ἐμοῖς λ. Ar.Nu.73; of arguments leading to a conclusion (ὁ λ.), Pl. Cri.46b; τὰ Ἀναξαγόρου βιβλία γέμει τούτων τῶν λ. Id.Ap.26d; λ. ἀπὸ τῶν ἀρχῶν, ἐπὶ τὰς ἀρχάς, Arist.EN1095a31; συλλογισμός ἐστι λ. ἐν ᾧ τεθέντων τινῶν κτλ. Id.APr.24b18; λ. ἀντίτυπός τε καὶ ἄπορος, of a self-contradictory theory, Plot.6.8.7. b ὁ περὶ θεῶν λ., title of a discourse by Protagoras, D.L.9.54; ὁ Ἀχιλλεὺς λ., name of an argument, ib.23; ὁ αὐξόμενος λ. Plu.2.559b; καταβάλλοντες (sc. λόγοι), title of work by Protagoras, S.E.M.7.60; λ. σοφιστικοί Arist.SE 165a34, al.; οἱ μαθηματικοὶ λ. Id.Rh.1417a19, etc.; οἱ ἐξωτερικοὶ λ., current outside the Lyceum, Id.Ph.217b31, al.; Δισσοὶ λ., title of a philosophical treatise (= Dialex.); Λ. καὶ Λογίνα, name of play of Epicharmus, quibble, argument, personified, Ath.8.338d. c in Logic, proposition, whether as premiss or conclusion, πρότασίς ἐστι λ. καταφατικὸς ἢ ἀποφατικός τινος κατά τινος Arist.APr.24a16. d rule, principle, law, as embodying the result of λογισμός, Pi.O.2.22, P.1.35, N.4.31; πείθεσθαι τῷ λ. ὃς ἄν μοι λογιζομένῳ βέλτιστος φαίνηται Pl.Cri.46b, cf. c; ἡδονὰς τοῖς ὀρθοῖς λ. ἑπομένας obeying right principles, Id.Lg.696c; προαιρέσεως [ἀρχὴ] ὄρεξις καὶ λ. ὁ ἕνεκά τινος principle directed to an end, Arist.EN1139a32; of the final cause, ἀρχὴ ὁ λ. ἔν τε τοῖς κατὰ τέχνην καὶ ἐν τοῖς φύσει συνεστηκόσιν Id.PA639b15; ἀποδιδόασι τοὺς λ. καὶ τὰς αἰτίας οὗ ποιοῦσι ἑκάστου ib.18; [τέχνη] ἕξις μετὰ λ. ἀληθοῦς ποιητική Id.EN1140a10; ὀρθὸς λ. true principle, right rule, ib.1144b27, 1147b3, al.; κατὰ λόγον by rule, consistently, ὁ κατὰ λ. ζῶν Pl.Lg.689d, cf. Ti.89d; τὸ κατὰ λ. ζῆν, opp. κατὰ πάθος, Arist.EN1169a5; κατὰ λ. προχωρεῖν according to plan, Plb.1.20.3. 3 law, rule of conduct, ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι λόγῳ Heraclit.72; πολλοὶ λόγον μὴ μαθόντες ζῶσι κατὰ λόγον Democr.53; δεῖ ὑπάρχειν τὸν λ. τὸν καθόλου τοῖς ἄρχουσιν universal principle, Arist.Pol.1286a17; ὁ νόμος… λ. ὢν ἀπό τινος φρονήσεως καὶ νοῦ Id.EN1180a21; ὁ νόμος… ἔμψυχος ὢν ἑαυτῷ λ. conscience, Plu. 2.780c; τὸν λ. πρόχειρον ἔχειν precept, Phld.Piet.30, cf. 102; ὁ προστακτικὸς τῶν ποιητέων ἢ μὴ λ. κοινός M.Ant.4.4. 4 thesis, hypothesis, provisional ground, ὡς ἂν εἰ λέγοι λόγον maintain a thesis, Pl. Prt.344b; ὑποθέμενος ἑκάστοτε λ. provisionally assuming a proposition, Id.Phd.100a; τὸν τῆς ὁμοιότητος λ. hypothesis of equivalence, Arist.Cael.296a20. 5 reason, ground, πάντων γινομένων κατὰ τὸν λ. τόνδε Heraclit.1; οὕτω βαθὺν λ. ἔχει Id.45; ἐκ λόγου, opp. μάτην, Leucipp. 2; μέγιστον σημεῖον οὗτος ὁ λ. Meliss.8; [ἐμπειρία] οὐκ ἔχει λ. οὐδένα ὧν προσφέρει has no grounds for... Pl.Grg.465a; μετὰ λόγου τε καὶ ἐπιστήμης θείας Id.Sph.265c; ἡ μετα λόγου ἀληθὴς δόξα ( ἐπιστήμη) Id.Tht.201c; λόγον ζητοῦσιν ὧν οὐκ ἔστι λ. proof, Arist. Metaph.1011a12; οἱ ἁπάντων ζητοῦντες λ. ἀναιροῦσι λ. Thphr.Metaph. 26. 6 formula (wider than definition, but freq. equivalent thereto), term expressing reason, λ. τῆς πολιτείας Pl.R.497c; ψυχῆς οὐσία τε καὶ λ. essential definition, Id.Phdr.245e; ὁ τοῦ δικαίου λ. Id.R.343a; τὸν λ. τῆς οὐσίας ib.534b, cf. Phd.78d; τὰς πολλὰς ἐπιστήμας ἑνὶ λ. προσειπεῖν Id.Tht.148d; ὁ τῆς οἰκοδομήσεως λ. ἔχει τὸν τῆς οἰκίας Arist. PA646b3; τεθείη ἂν ἴδιον ὄνομα καθ' ἕκαστον τῶν λ. Id.Metaph.1006b5, cf. 1035b4; πᾶς ὁρισμὸς λ. τίς ἐστι Id.Top.102a5; ἐπὶ τῶν σχημάτων λ. κοινός generic definition, Id.de An.414b23; ἀκριβέστατος λ. specific definition, Id.Pol.1276b24; πηγῆς λ. ἔχον Ph.2.477; τὸ ᾠὸν οὔτε ἀρχῆς ἔχει λ. fulfils the function of... Plu.2.637d; λ. τῆς μίξεως formula, i. e. ratio (cf. supr. II) of combination, Arist.PA642a22, cf. Metaph.993a17. 7 reason, law exhibited in the world-process, κατὰ λόγον by law, κόσμῳ πάντα καὶ κατὰ λ. ἔχοντα Pl.R.500c; κατ τὸν <αὐτὸν αὖ> λ. by the same law, Epich.170.18; ψυχῆς τὸ πᾶν τόδε διοικούσης κατὰ λ. Plot.2.3.13; esp. in Stoic Philos., the divine order, τὸν τοῦ παντὸς λ. ὃν ἔνιοι εἱμαρμένην καλοῦσιν Zeno Stoic.1.24; τὸ ποιοῦν τὸν ἐν [τῇ ὕλῃ] λ. τὸν θεόν ibid., cf. 42; ὁ τοῦ κόσμου λ. Chrysipp.Stoic.2.264; λόγος, = φύσει νόμος, Stoic.2.169; κατὰ τὸν κοινὸν θεοῖς καὶ ἀνθρώποις λ. M.Ant.7.53; ὁ ὀρθὸς λ. διὰ πάντων ἐρχόμενος Chrysipp.Stoic.3.4: so in Plot., τὴν φύσιν εἶναι λόγον, ὃς ποιεῖ λ. ἄλλον γέννημα αὑτοῦ 3.8.2. b σπερματικὸς λ. generative principle in organisms, ὁ θεὸς σπ. λ. τοῦ κόσμου Zeno Stoic.1.28: usu. in pl., Stoic. 2.205,314,al.; γίνεται τὰ ἐν τῷ παντὶ οὐ κατὰ σπερματικούς, ἀλλὰ κατὰ λ. περιληπτικούς Plot.3.1.7, cf.4.4.39: so without σπερματικός, ὥσπερ τινὲς λ. τῶν μερῶν Cleanth.Stoic.1.111; οἱ λ. τῶν ὅλων Ph.1.9. c in Neo-Platonic Philos., of regulative and formative forces, derived from the intelligible and operative in the sensible universe, ὄντων μειζόνων λ. καὶ θεωρούντων αὑτοὺς ἐγὼ γεγέννημαι Plot.3.8.4; οἱ ἐν σπέρματι λ. πλάττουσι… τὰ ζῷα οἷον μικρούς τινας κόσμους Id.4.3.10, cf.3.2.16,3.5.7; opp. ὅρος, Id.6.7.4; ἀφανεῖς λ. τῆς φύσεως Procl. in R.1.18 K.; τεχνικοὶ λ. ib.142 K., al. IV inward debate of the soul (cf. λ. ὃν αὐτὴ πρὸς αὑτὴν ἡ ψυχὴ διεξέρχεται Pl.Tht.189e (διάλογος in Sph.263e); ὁ ἐν τῇ ψυχῇ, ὁ ἔσω λ. (opp. ὁ ἔξω λ.), Arist.APo.76b25, 27; ὁ ἐνδιάθετος, opp. ὁ προφορικὸς λ., Stoic.2.43, Ph.2.154), 1 thinking, reasoning, τοῦ λ. ἐόντος ξυνοῦ, opp. ἰδία φρόνησις, Heraclit. 2; κρῖναι δὲ λόγῳ… ἔλεγχον test by reflection, Parm.1.36; reflection, deliberation (cf. VI.3), ἐδίδου λόγον ἑωυτῷ περὶ τῆς ὄψιος Hdt.1.209, cf. 34, S.OT583, D.45.7; μὴ εἰδέναι… μήτε λόγῳ μήτε ἔργῳ neither by reasoning nor by experience, Anaxag.7; ἃ δὴ λόγῳ μὲν καὶ διανοίᾳ ληπτά, ὄψει δ' οὔ Pl.R.529d, cf. Prm.135e; ὁ λ. ἢ ἡ αἴσθησις Arist.EN 1149a35,al.; αὐτῷ μόνον τῷ λ. πιστεύειν (opp. αἰσθήσεις), of Parmenides and his school, Aristocl. ap. Eus.PE14.17: hence λόγῳ or τῷ λ. in idea, in thought, τῷ λ. τέμνειν Pl.R.525e; τῷ λ. δύο ἐστίν, ἀχώριστα πεφυκότα two in idea, though indistinguishable in fact, Arist. EN1102a30, cf. GC320b14, al.; λόγῳ θεωρητά mentally conceived, opp. sensibly perceived, Placit.1.3.5, cf. Demetr.Lac.Herc.1055.20; τοὺς λ. θεωρητοὺς χρόνους Epicur.Ep.1p.19U.; διὰ λόγου θ. χ. ib.p.10 U.; λόγῳ καταληπτός Phld.Po.5.20, etc.; ὁ λ. οὕτω αἱρέει analogy proves, Hdt.2.33; ὁ λ. or λ. αἱρέει reasoning convinces, Id.3.45,6.124, cf. Pl.Cri.48c (but, our argument shows, Lg.663d): also c. acc. pers., χρᾶται ὅ τι μιν λ. αἱρέει as the whim took him, Hdt.1.132; ἢν μὴ ἡμέας λ. αἱρῇ unless we see fit, Id.4.127, cf. Pl.R.607b; later ὁ αἱρῶν λ. ordaining reason, Zeno Stoic.1.50, M.Ant.2.5, cf. 4.24, Arr.Epict. 2.2.20, etc.: coupled or contrasted with other functions, καθ' ὕπνον ἐπειδὴ λόγου καὶ φρονήσεως οὐ μετεῖχε since reason and understanding are in abeyance, Pl.Ti.71d; μετὰ λόγου τε καὶ ἐπιστήμης, opp. αἰτία αὐτομάτη, of Nature's processes of production, Id.Sph.265c; τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν embraced by thought with reflection, opp. μετ' αἰσθήσεως ἀλόγου, Id.Ti.28a; τὸ μὲν ἀεὶ μετ' ἀληθοῦς λ., opp. τὸ δὲ ἄλογον, ib.51e, cf. 70d, al.; λ. ἔχων ἑπόμενον τῷ νοεῖν Id.Phlb. 62a; ἐπιστήμη ἐνοῦσα καὶ ὀρθὸς λ. scientific knowledge and right process of thought, Id.Phd.73a; πᾶς λ. καὶ πᾶσα ἐπιστήμη τῶν καθόλου Arist.Metaph.1059b26; τὸ λόγον ἔχον Id.EN1102b15, 1138b9, al.: in sg. and pl., contrasted by Pl. and Arist. as theory, abstract reasoning with outward experience, sts. with depreciatory emphasis on the former, εἰς τοὺς λ. καταφυγόντα Pl.Phd.99e; τὸν ἐν λόγοις σκοπούμενον τὰ ὄντα, opp. τὸν ἐν ἔργοις (realities), ib.100a; τῇ αἰσθήσει μᾶλλον τῶν λ. πιστευτέον Arist.GA760b31; γνωριμώτερα κατὰ τὸν λ., opp. κατὰ τὴν αἴσθησιν, Id.Ph.189a4; ἐκ τῶν λ. δῆλον, opp. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς, Id.Mete.378b20; ἡ τῶν λ. πίστις, opp. ἐκ τῶν ἔργων φανερόν, Id.Pol.1326a29; ἡ πίστις οὐ μόνον ἐπὶ τῆς αἰσθήσεως ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ λ. Id.Ph.262a19; μαρτυρεῖ τὰ γιγνόμενα τοῖς λ. Id.Pol.1334a6; ὁ μὲν λ. τοῦ καθόλου, ἡ δὲ αἴσθησις τοῦ κατὰ μέρος explanation, opp. perception, Id.Ph.189a7; ἔσονται τοῖς λ. αἱ πράξεις ἀκόλουθοι theory, opp. practice, Epicur.Sent.25; in Logic, of discursive reasoning, opp. intuition, Arist.EN1142a26, 1143b1; reasoning in general, ib.1149a26; πᾶς λ. καὶ πᾶσα ἀπόδειξις all reasoning and demonstration, Id.Metaph.1063b10; λ. καὶ φρόνησιν Phld.Mus.p.105 K.; ὁ λ. ἢ λογισμός ibid.; τὸ ἰδεῖν οὐκέτι λ., ἀλλὰ μεῖζον λόγου καὶ πρὸ λόγου, of mystical vision, opp. reasoning, Plot.6.9.10.—Phrases, κατὰ λ. τὸν εἰκότα by probable reasoning, Pl.Ti.30b; οὔκουν τόν γ' εἰκότα λ. ἂν ἔχοι Id.Lg.647d; παρὰ λόγον, opp. κατὰ λ., Arist.Rh.Al.1429a29, cf. EN 1167b19; cf. παράλογος (but παρὰ λ. unexpectedly, E.Ba.940). 2 reason as a faculty, ὁ λ. ἀνθρώπους κυβερνᾷ [Epich.] 256; [θυμοειδὲς] τοῦ λ. κατήκοον Pl.Ti.70a; [θυμὸς] ὑπὸ τοῦ λ. ἀνακληθείς Id.R.440d; σύμμαχον τῷ λ. τὸν θυμόν ib. b; πειθαρχεῖ τῷ λ. τὸ τοῦ ἐγκρατοῦς Arist. EN 1102b26; ἄλλο τι παρὰ τὸν λ. πεφυκός, ὃ μάχεται τῷ λ. ib.17; ἐναντίωσις λόγου πρὸς ἐπιθυμίας Plot.4.7.13(8); οὐ θυμός, οὐκ ἐπιθυμία, οὐδὲ λ. οὐδέ τις νόησις Id.6.9.11: freq. in Stoic. Philos. of human Reason, opp. φαντασία, Zeno Stoic.1.39; opp. φύσις, Stoic.2.206; οὐ σοφία οὐδὲ λ. ἐστὶν ἐν [τοῖς ζῴοις] ibid.; τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ὡς λ. ἔχων λ. μὴ ἔχουσι χρῶ M.Ant.6.23; ὁ λ. κοινὸν πρὸς τοὺς θεούς Arr.Epict. 1.3.3; οἷον [εἰκὼν] λ. ὁ ἐν προφορᾷ λόγου τοῦ ἐν ψυχῇ, οὕτω καὶ αὐτὴ λ. νοῦ Plot.5.1.3; τὸ τὸν λ. σχεῖν τὴν οἰκείαν ἀρετήν (sc. εὐδαιμονίαν) Procl.in Ti.3.334 D.; also of the reason which pervades the universe, θεῖος λ. [Epich.] 257; τὸν θεῖον λ. καθ' Ἡράκλειτον δι' ἀναπνοῆς σπάσαντες νοεροὶ γινόμεθα S.E.M.7.129 (cf. infr. x). b creative reason, ἀδύνατον ἦν λόγον μὴ οὐκ ἐπὶ πάντα ἐλθεῖν Plot.3.2.14; ἀρχὴ οὖν λ. καὶ πάντα λ. καὶ τὰ γινόμενα κατ' αὐτόν Id.3.2.15; οἱ λ. πάντες ψυχαί Id.3.2.18. V continuous statement, narrative (whether fact or fiction), oration, etc. (cf. λέγω (B) 11.2), 1 fable, Hdt.1.141; Αἰσώπου λόγοι Pl.Phd.60d, cf. Arist.Rh.1393b8; ὁ τοῦ κυνὸς λ. X.Mem. 2.7.13. 2 legend, ἱρὸς λ. Hdt.2.62, cf. 47, Pi.P.3.80 (pl.); συνθέντες λ. E.Ba.297; λ. θεῖος Pl.Phd.85d; ἱεροὶ λ., of Orphic rhapsodies, Suid. S.V. Ὀρφεύς. 3 tale, story, ἄλλον ἔπειμι λ. Xenoph. 7.1, cf. Th.1.97, etc.; συνθέτους λ. A.Pr.686; σπουδὴν λόγου urgent tidings, E.Ba.663; ἄλλος λ. 'another story', Pl.Ap.34e; ὁμολογούμενος ὁ λ. ἐστίν the story is consistent, Isoc.3.27: pl., histories, ἐν τοῖσι Ἀσσυρίοισι λ. Hdt.1.184, cf. 106, 2.99; so in sg., a historical work, Id.2.123, 6.19,7.152: also in sg., one section of such a work (like later βίβλος), Id.2.38,6.39, cf. VI.3d; so in pl., ἐν τοῖσι Λιβυκοῖσι λ. Id.2.161, cf. 1.75,5.22,7.93,213; ἐν τῷ πρώτῳ τῶν λ. Id.5.36; ὁ πρῶτος λ., of St. Luke's gospel, Act.Ap.1.1: in Pl., opp. μῦθος, as history to legend, Ti.26e; ποιεῖν μύθους ἀλλ' οὐ λόγους Phd.61b, cf. Grg.523a (but μῦθον λέγειν, opp. λόγῳ (argument) διεξελθεῖν Prt. 320c, cf. 324d); περὶ λόγων καὶ μύθων Arist.Pol.1336a30; ὁ λ… μῦθός ἐστι Ael.NA4.34. 4 speech, delivered in court, assembly, etc., χρήσομαι τῇ τοῦ λ. τάξει ταύτῃ Aeschin.3.57, cf. Arist.Rh.1358a38; δικανικοὶ λ. Id.EN1181a4; τρία γένη τῶν λ. τῶν ῥητορικῶν, συμβουλευτικόν, δικανικόν, ἐπιδεικτικόν Id.Rh.1358b7; τῷ γράψαντι τὸν λ. Thphr. Char.17.8, cf. λογογράφος ΙΙ; ἐπιτάφιος λ. funeral oration, Pl.Mx.236b; esp. of the body of a speech, opp. ἐπίλογος, Arist.Rh.1420b3; opp. προοίμιον, ib.1415a12; body of a law, opp. proem, Pl.Lg.723b; spoken, opp. written word, τὸν τοῦ εἰδότος λ. ζῶντα καὶ ἔμψυχον οὗ ὁ γεγραμμένος εἴδωλόν τι Id.Phdr.276a; ὁ ἐκ τοῦ βιβλίου ῥηθεὶς [λ.] speech read from a roll, ib.243c; published speech, D.C.40.54; rarely of the speeches in Tragedy (ῥήσεις), Arist.Po.1450b6,9. VI verbal expression or utterance (cf. λέγω (B) III), rarely a single word, v. infr. b, never in Gramm. signf. of vocable (ἔπος, λέξις, ὄνομα, ῥῆμα), usu. of a phrase, cf. IX. 3 (the only sense found in Ep.). a pl., without Art., talk, τὸν ἔτερπε λόγοις Il.15.393; αἱμύλιοι λ. Od.1.56, h.Merc. 317, Hes.Th.890, Op.78,789, Thgn.704, A.R.3.1141; ψευδεῖς Λ., personified, Hes.Th.229; ἀφροδίσιοι λ. Semon.7.91; ἀγανοῖσι λ. Pi.P. 4.101; ὄψον δὲ λ. φθονεροῖσιν tales, Id.N.8.21; σμικροὶ λ. brief words, S.Aj.1268 (s.v.l.), El.415; δόκησις ἀγνὼς λόγων bred of talk, Id.OT 681 (lyr.): also in sg., λέγ' εἴ σοι τῷ λ. τις ἡδονή speak if thou delightest in talking, Id.El.891. b sg., expression, phrase, πρὶν εἰπεῖν ἐσθλὸν ἢ κακὸν λ. Id.Ant.1245, cf. E.Hipp.514; μυρίας ὡς εἰπεῖν λόγῳ Hdt.2.37; μακρὸς λ. rigmarole, Simon.189, Arist.Metaph.1091a8; λ. ἠρέμα λεχθεὶς διέθηκε τὸ πόρρω a whispered message, Plot.4.9.3; ἑνὶ λόγῳ to sum up, in brief phrase, Pl.Phdr.241e, Phd.65d; concisely, Arist. EN1103b21 (but also, = ἁπλῶς, περὶ πάντων ἑνὶ λ. Id.GC325a1): pl., λ. θελκτήριοι magic words, E.Hipp.478; rarely of single words, λ. εὐσύνθετος οἷον τὸ χρονοτριβεῖν Arist.Rh.1406a36; οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λ. answered her not a word, Ev.Matt.15.23. c coupled or contrasted with words expressed or understood signifying act, fact, truth, etc., mostly in a depreciatory sense, λ. ἔργου σκιή Democr. 145; ὥσπερ μικρὸν παῖδα λόγοις μ' ἀπατᾷς Thgn.254; λόγῳ, opp. ἔργῳ, Democr.82, etc.; νηπίοισι οὐ λ. ἀλλὰ ξυμφορὴ διδάσκαλος Id.76; ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι A.Pr.338, cf. S.El.59, OC782; λόγῳ μὲν λέγουσι… ἔργῳ δὲ οὐκ ἀποδεικνῦσι Hdt.4.8; οὐ λόγων, φασίν, ἡ ἀγορὴ δεῖται, χαλκῶν δέ Herod.7.49; οὔτε λ. οὔτε ἔργῳ Lys.9.14; λόγοις, opp. ψήφῳ, Aeschin.2.33; opp. νόῳ, Hdt.2.100; οὐ λόγῳ μαθών E.Heracl.5; ἐκ λόγων, κούφου πράγματος Pl.Lg.935a; λόγοισι εἰς τὸ πιθανὸν περιπεπεμμένα ib.886e, cf. Luc.Anach.19; ἵνα μὴ λ. οἴησθε εἶναι, ἀλλ' εἰδῆτε τὴν ἀλήθειαν Lycurg.23, cf. D.30.34; opp. πρᾶγμα, Arist.Top.146a4; opp. βία, Id.EN1179b29, cf. 1180a5; opp. ὄντα, Pl.Phd.100a; opp. γνῶσις, 2 Ep.Cor.11.6; λόγῳ in pretence, Hdt.1.205, Pl.R.361b,376d, Ti.27a, al.; λόγου ἕνεκα merely as a matter of words, ἄλλως ἕνεκα λ. ἐλέγετο Id.Cri.46d; λόγου χάριν, opp. ὡς ἀληθῶς, Arist.Pol.1280b8; but also, let us say, for instance, Id.EN1144a33, Plb.10.46.4, Phld. Sign.29, M.Ant.4.32; λόγου ἕνεκα let us suppose, Pl.Tht.191c; ἕως λόγου, μέχρι λ., = Lat. verbo tenus, Plb.10.24.7, Epict.Ench.16: sts. without depreciatory force, the antithesis or parallelism being verbal (cf. 'word and deed'), λόγῳ τε καὶ σθένει S.OC68; ἔν τε ἔργῳ καὶ λ. Pl.R.382e, cf. D.S.13.101, Ev.Luc.24.19, Act.Ap.7.22, Paus.2.16.2; ὅσα μὲν λόγῳ εἶπον, opp. τὰ ἔργα τῶν πραχθέντων, Th. 1.22. 2 common talk, report, tradition, ὡς λ. ἐν θνητοῖσιν ἔην Batr. 8; λ. ἐκ πατέρων Alc.71; οὐκ ἔστ' ἔτυμος λ. οὗτος Stesich.32; διξὸς λέγεται λ. Hdt.3.32; λ. ὑπ' Αἰγυπτίων λεγόμενος Id.2.47; νέον [λ.] tidings, S.Ant.1289 (lyr.); τὰ μὲν αὐτοὶ ὡρῶμεν, τὰ δὲ λόγοισι ἐπυνθανόμεθα by hearsay, Hdt.2.148: also in pl., ἐν γράμμασιν λόγοι κείμενοι traditions, Pl.Lg.886b. b rumour, ἐπὶ παντὶ λ. ἐπτοῆσθαι Heraclit. 87; αὐδάεις λ. voice of rumour, B.14.44; περὶ θεῶν διῆλθεν ὁ λ. ὅτιTh.6.46; λ. παρεῖχεν ὡςPlb.3.89.3; ἐξῆλθεν ὁ λ. οὗτος εῖς τινας ὅτιEv.Jo.21.23, cf. Act.Ap.11.22; fiction, Ev.Matt.28.15. c mention, notice, description, οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν worth mentioning, Hdt.4.28, cf. Plb.1.24.8, etc.; ἔργα λόγου μέζω beyond expression, Hdt.2.35; κρεῖσσον λόγου τὸ εἶδος τῆς νόσου beyond description, Th. 2.50; μείζω ἔργα ἢ ὡς τῷ λ. τις ἂν εἴποι D.6.11. d the talk one occasions, repute, mostly in good sense, good report, praise, honour (cf. supr. 1.4), πολλὰ φέρειν εἴωθε λ.… πταίσματα Thgn.1221; λ. ἐσλὸν ἀκοῦσαι Pi.I.5(4).13; πλέονα… λ. Ὀδυσσέος ἢ πάθαν Id.N.7.21; ἵνα λ. σε ἔχῃ πρὸς ἀνθρώπων ἀγαθός Hdt.7.5, cf. 9.78; Τροίαν… ἧς ἁπανταχοῦ λ. whose fame, story fills the world, E.IT517; οὐκ ἂν ἦν λ. σέθεν Id.Med.541: less freq. in bad sense, evil report, λ. κακόθρους, κακός, S. Aj.138 (anap.), E.Heracl.165: pl., λόγους ψιθύρους πλάσσων slanders, S.Aj.148 (anap.). e λ. ἐστί, ἔχει, κατέχει, the story goes, c. acc. et inf., ἔστι τις λ. τὰν Ἀρετὰν ναίειν Simon.58.1, cf. S.El.417; λ. μὲν ἔστ' ἀρχαῖος ὡςId.Tr.1; λ. alone, E.Heracl.35; ὡς λ. A.Supp.230, Pl. Phlb.65c, etc.; λ. ἐστί Hdt.7.129,9.26, al.; λ. αἰὲν ἔχει S.OC1573 (lyr.); ὅσον ὁ λ. κατέχει tradition prevails, Th.1.10: also with a personal subject in the reverse construction. Κλεισθένης λ. ἔχει τὴν Πυθίην ἀναπεῖσαι has the credit of... Hdt.5.66, cf. Pl.Epin.987b, 988b; λ. ἔχοντα σοφίας Ep.Col.2.23, v.supr.1.4. 3 discussion, debate, deliberation, πολλὸς ἦν ἐν τοῖσι λ. Hdt.8.59; συνελέχθησαν οἱ Μῆδοι ἐς τὠυτὸ καὶ ἐδίδοσαν σφίσι λόγον, λέγοντες περὶ τῶν κατηκόντων Id.1.97; οἱ Πελασγοὶ ἑωυτοῖσι λόγους ἐδίδοσαν Id.6.138; πολέμῳ μᾶλλον ἢ λόγοις τὰ ἐγκλήματα διαλύεσθαι Th.1.140; οἱ περὶ τῆς εἰρήνης λ. Aeschin.2.74; τοῖς ἔξωθεν λ. πεπλήρωκε τὸν λ. [Plato] has filled his dialogue with extraneous discussions, Arist.Pol.1264b39; τὸ μῆκος τῶν λ. D.Chr.7.131; μεταβαίνων ὁ λ. εἰς ταὐτὸν ἀφῖκται our debate, Arist.EN1097a24; ὁ παρὼν λ. ib.1104a11; θεῶν ὧν νῦν ὁ λ. ἐστί discussion, Pl.Ap.26b, cf. Tht. 184a, M.Ant.8.32; τῷ λ. διελθεῖν, διϊέναι, Pl.Prt.329c, Grg.506a, etc.; τὸν λ. διεξελθεῖν conduct the debate, Id.Lg.893a; ξυνελθεῖν ἐς λόγον confer, Ar.Eq.1300: freq. in pl., ἐς λόγους συνελθόντες parley, Hdt. 1.82; ἐς λ. ἐλθεῖν τινι have speech with, ib.86; ἐς λ. ἀπικέσθαι τινί Id.2.32; διὰ λόγων ἰέναι E.Tr.916; ἐμαυτῇ διὰ λ. ἀφικόμην Id.Med.872; ἐς λ. ἄγειν τινά X.HG4.1.2; κοινωνεῖν λόγων καὶ διανοίας Arist.EN 1170b12. b right of discussion or speech, ἢ 'πὶ τῷ πλήθει λ.; S.OC 66; λ. αἰτήσασθαι ask leave to speak, Th.3.53; λ. διδόναι X.HG5.2.20; οὐ προυτέθη σφίσιν λ. κατὰ τὸν νόμον ib.1.7.5; λόγου τυχεῖν D.18.13, cf. Arist.EN1095b21, Plb.18.52.1; οἱ λόγου τοὺς δούλους ἀποστεροῦντες Arist.Pol.1260b5; δοῦλος πέφυκας, οὐ μέτεστί σοι λόγου Trag.Adesp.304; διδόντας λ. καὶ δεχομένους ἐν τῷ μέρει Luc.Pisc.8: hence, time allowed for a speech, ἐν τῷ ἐμῷ λ. And.1.26,al.; ἐν τῷ ἑαυτοῦ λ. Pl.Ap.34a; οὐκ ἐλάττω λ. ἀνήλωκε D.18.9. c dialogue, as a form of philosophical debate, ἵνα μὴ μαχώμεθα ἐν τοῖς λ. ἐγώ τε καὶ σύ Pl. Cra.430d; πρὸς ἀλλήλους τοὺς λ. ποιεῖσθαι Id.Prt.348a: hence, dialogue as a form of literature, οἱ Σωκρατικοὶ λ. Arist.Po.1447b11, Rh. 1417a20; cf. διάλογος. d section, division of a dialogue or treatise (cf. v. 3), ὁ πρῶτος λ. Pl.Prm.127d; ὁ πρόσθεν, ὁ παρελθὼν λ., Id.Phlb.18e, 19b; ἐν τοῖς πρώτοις λ. Arist.PA682a3; ἐν τοῖς περὶ κινήσεως λ. in the discussion of motion (i. e. Ph.bk.8), Id.GC318a4; ἐν τῷ περὶ ἐπαίνου λ. Phld.Rh.1.219; branch, department, division of a system of philosophy, τὴν φρόνησιν ἐκ τριῶν συνεστηκέναι λ., τῶν φυσικῶν καὶ τῶν ἠθικῶν καὶ τῶν λογικῶν Chrysipp.Stoic.2.258. e in pl., literature, letters, Pl.Ax.365b, Epin.975d, D.H.Comp.1,21 (but, also in pl., treatises, Plu.2.16c); οἱ ἐπὶ λόγοις εὐδοκιμώτατοι Hdn.6.1.4; Λόγοι, personified, AP9.171 (Pall.). VII a particular utterance, saying: 1 divine utterance, oracle, Pi.P.4.59; λ. μαντικοί Pl. Phdr.275b; οὐ γὰρ ἐμὸν ἐρῶ τὸν λ. Pl.Ap.20e; ὁ λ. τοῦ θεοῦ Apoc.1.2,9. 2 proverb, maxim, saying, Pi.N.9.6, A.Th.218; ὧδ' ἔχει λ. ib.225; τόνδ' ἐκαίνισεν λ. ὡςCritias 21, cf. Pl.R.330a, Ev.Jo.4.37; ὁ παλαιὸς λ. Pl.Phdr.240c, cf. Smp.195b, Grg.499c, Lg.757a, 1 Ep.Ti.1.15, Plu.2.1082e, Luc.Alex.9, etc.; τὸ τοῦ λόγου δὴ τοῦτο Herod.2.45, cf. D.Chr.66.24, Luc.JTr.3, Alciphr.3.56, etc.: pl., Arist.EN1147a21. 3 assertion, opp. oath, S.OC651; ψιλῷ λ. bare word, opp. μαρτυρία, D.27.54. 4 express resolution, κοινῷ λ. by common consent, Hdt.1.141,al.; ἐπὶ λ. τοιῷδε, ἐπ' ᾧ τε… on the following terms, Id.7.158, cf. 9.26; ἐνδέξασθαι τὸν λ. Id.1.60, cf. 9.5; λ. ἔχοντες πλεονέκτην a greedy proposal, Id.7.158: freq. in pl., terms, conditions, Id.9.33, etc. 5 word of command, behest, A.Pr.17,40 (both pl.), Pers.363; ἀνθρώπους πιθανωτέρους ποιεῖν λόγῳ X.Oec.13.9; ἐξέβαλε τὰ πνεύματα λόγῳ Ev.Matt.8.16; οἱ δέκα λ. the ten Commandments, LXX Ex.34.28, Ph.1.496. VIII thing spoken of, subject-matter (cf. 111.1 b and 2), λ. τοῦτον ἐάσομεν Thgn.1055; προπεπυσμένος πάντα λ. the whole matter, Hdt.1.21, cf. III; τὸν ἐόντα λ. the truth of the matter, ib.95,116; μετασχεῖν τοῦ λ. to be in the secret, ib.127; μηδενὶ ἄλλῳ τὸν λ. τοῦτον εῐπῃς Id.8.65; τίς ἦν λ.; S.OT684 ( = πρᾶγμα, 699); περί τινος λ. διελεγόμεθα subject, question, Pl.Prt.314c; [τὸ προοίμιον] δεῖγμα τοῦ λ. case, Arist.Rh.1415a12, cf. 111.1b; τέλος δὲ παντὸς τοῦ λ. ψηφίζονται the end of the matter was that... Aeschin.3.124; οὐκ ἔστεξε τὸν λ. Plb.8.12.5; οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λ. τούτῳ Act.Ap.8.21; ἱκανὸς αὐτῷ ὁ λ. Pl.Grg.512c; οὐχ ὑπολείπει [Γοργίαν] ὁ λ. matter for talk, Arist.Rh.1418a35; μηδένα λ. ὑπολιπεῖν Isoc.4.146; πρὸς λόγον to the point, apposite, οὐδὲν πρὸς λ. Pl.Phlb.42e, cf. Prt.344a; ἐὰν πρὸς λ. τι ᾖ Id.Phlb.33c; also πρὸς λόγου Id.Grg.459c (s. v.l.). 2 plot of a narrative or dramatic poem, = μῦθος, Arist.Po.1455b17, al. b in Art, subject of a painting, ζωγραφίας λόγοι Philostr.VA 6.10; λ. τῆς γραφῆς Id.Im.1.25. 3 thing talked of, event, μετὰ τοὺς λ. τούτους LXX 1 Ma.7.33, cf. Act.Ap.15.6. IX expression, utterance, speech regarded formally, τὸ ἀπὸ [ψυχῆς] ῥεῦμα διὰ τοῦ στόματος ἰὸν μετὰ φθόγγου λ., opp. διάνοια, Pl.Sph.263e; intelligent utterance, opp. φωνή, Arist.Pol.1253a14; λ. ἐστὶ φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην Id.Int.16b26, cf. Diog.Bab.Stoic.3.213; ὅθεν (from the heart) ὁ λ. ἀναπέμπεται Stoic.2.228, cf. 244; Protagoras was nicknamed λόγος, Hsch. ap. Sch.Pl.R.600c, Suid.; λόγου πειθοῖ Democr.181: in pl., eloquence, Isoc.3.3,9.11; τὴν ἐν λόγοις εὐρυθμίαν Epicur.Sent.Pal.5p.69 v. d. M.; λ. ἀκριβής precise language, Ar.Nu.130 (pl.), cf. Arist.Rh. 1418b1; τοῦ μὴ ᾀδομένου λ. Pl.R.398d; ἡδυσμένος λ., of rhythmical language set to music, Arist.Po.1449b25; ἐν παντὶ λ. in all manner of utterance, 1 Ep.Cor.1.5; ἐν λόγοις in orations, Arist.Po.1459a13; λ. γελοῖοι, ἀσχήμονες, ludicrous, improper speech, Id.SE182b15, Pol. 1336b14. 2 of various modes of expression, esp. artistic and literary, ἔν τε ᾠδαῖς καὶ μύθοις καὶ λόγοις Pl.Lg.664a; ἐν λόγῳ καὶ ἐν ᾠδαῖς X.Cyr.1.4.25, cf. Pl.Lg.835b; prose, opp. ποίησις, Id.R.390a; opp. ψιλομετρία, Arist.Po.1448a11; opp. ἔμμετρα, ib.1450b15 (pl.); τῷ λ. τοῦτο τῶν μέτρων (sc. τὸ ἰαμβεῖον) ὁμοιότατον εἶναι Id.Rh.1404a31; in full, ψιλοὶ λ. prose, ib.b33 (but ψιλοὶ λ., = arguments without diagrams, Pl.Tht.165a); λ. πεζοί, opp. ποιητική, D.H.Comp.6; opp. ποιήματα, ib.15; κοινὰ καὶ ποιημάτων καὶ λόγων Phld.Po.5.7; πεζὸς λ. ib.27, al. b of the constituents of lyric or dramatic poetry, words, τὸ μέλος ἐκ τριῶν… λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ Pl.R.398d; opp. πρᾶξις, Arist.Po.1454a18; dramatic dialogue, opp. τὰ τοῦ χοροῦ, ib.1449a17. 3 Gramm., phrase, complex term, opp. ὄνομα, Id.SE 165a13; λόγος ὀνοματώδης = noun-phrase, Id.APo.93b30, cf. Rh.1407b27; expression, D.H.Th.2, Demetr.Eloc.92. b sentence, complete statement, "ἄνθρωπος μανθάνει λόγον εἶναί φῃς… ἐλάχιστόν τε καὶ πρῶτον Pl.Sph.262c; λ. αὐτοτελής A.D.Synt.3.6, D.T.634.1; ῥηθῆναι λόγῳ to be expressed in a sentence, Pl.Tht.202b; λ. ἔχειν to be capable of being so expressed, ib.201e, cf. Arist.Rh.1404b26. c language, τὰ τοῦ λ. μέρη parts of speech, Chrysipp.Stoic.2.31, S.E.M.9.350, etc.; τὰ μόρια τοῦ λ. D.H.Comp.6; μέρος λ. D.T.633.26, A.D.Pron.4.6, al. (but ἓν μέρος <τοῦ cod.> λόγου one word, Id.Synt.340.10, cf. 334.22); περὶ τῶν στοιχείων τοῦ λ., title of work by Chrysippus. X the Word or Wisdom of God, personified as his agent in creation and world-government, ὁ παντοδύναμός σου λ. LXX Wi.18.15; ὁ ἐκ νοὸς φωτεινὸς λ. υἱὸς θεοῦ Corp.Herm.1.6, cf. Plu.2.376c; λ. θεοῦ δι' οὗ κατεσκευάσθη [ὁ κόσμος] Ph.1.162; τῆς τοῦ θεοῦ σοφίας· ἡ δέ ἐστιν ὁ θεοῦ λ. ib.56; λ. θεῖος… εἰκὼν θεοῦ ib.561, cf. 501; τὸν τομέα τῶν συμπάντων [θεοῦ] λ. ib.492; τὸν ἄγγελον ὅς ἐστι λ. ib.122: in NT identified with the person of Christ, ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λ. Ev.Jo.1.1, cf. 14, 1 Ep.Jo.2.7, Apoc.19.13; ὁ λ. τῆς ζωῆς 1 Ep.Jo.1.1.

German (Pape)

[Seite 58] ὁ, das Sprechen u. der Inhalt des Sprechens; – A. das Sprechen; – 1) das Wort, u. plur. dieWorte, Reden; Hom. τὸν ἔτερπε λόγοις, Il. 15, 393, er ergötzte ihn durch seine Reden, αἰεὶ δὲ μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισιν θέλγει, durch schmeichelnde Worte od. Reden, Od. 1, 56; h. Merc. 317; Hes. Th. 890 O. 78. 791; ψευδεῖς λόγοι, lügenhafte Worte, Reden, Th. 229; aber O. 106, wo der sing. λόγος in der Bdtg »Erzählung«, »Fabel« steht, ist offenbar eine später eingeschobene Stelle; sonst herrschte bei den Epikern μῦθος vor; häufig schon bei Pind. u. Tragg.; ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον Pind. Gl. 1, 28; πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον P. 4, 132; ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη 4, 101; μειλιχίοισι λόγοις δέγμενος 128; 240 u. öfter; λόγοισιν ἐξηγεῖσθαι, mit Worten erzählen, Aesch. Prom. 214; εἰ δ' ὧδε τρηχεῖς καὶ τεθηγμένους λόγους ῥίψεις 311; ἁπλοῦς λόγος, einfache Rede, im Ggstz von αἰνίγματα, 613; στυγεῖν ὑπέρφρονας λόγους, übermüthige Reden, Spt. 392; πείθω νιν λόγῳ Ag. 1022, wie νικώμενος λόγοισιν οὐκ ἀναίνομαι 569; λέξω τὸν ἐκ φρενὸς λόγον Ch. 105; σμικρὸς ἐξαρκεῖ λόγος Soph. O. C. 1118; λόγος λέλεκται πᾶς Phil. 389; τίν' εἴρηκας λόγον, πάντ' ἀκήκοας λόγον, 1221. 1224; λόγοισι μαλθακοῖς 625; ἀρχέτω τις λόγου Eur. Phoen. 450, u. sonst, wie auch Ar. u. in Prosa; ὡς εἰπεῖν λόγῳ, um es mit einem Worte zu sagen, Her. 2, 37; Plat. Phaedr. 241 e, öfter; auch τὰς πολλὰς ἐπιστήμας ἑνὶ λόγῳ προσειπεῖν, mit einem Namen benennen. Theaet. 148 d; οὐ πολλῷ λόγῳ εἰπεῖν, Her. 1, 61; auch wie ὡς ἔπος εἰπεῖν, z. B. πρώην καὶ χθὲς ὡς λόγῳ εἰπεῖν, 2, 53; bes. bei den Attikern das Wort, mit steter Rücksicht auf seinen Inhalt, nie das bloße Wort im grammatischen Sinne, wie ῥῆμα, ὄνομα, ἔπος; Plat. erkl. es Soph. 208 c διανοίας ἐν φωνῇ ὥςπερ εἴδωλον; – λόγος ἐστί, mit folgdm acc. c. inf., Her. u. A.; περὶ οὗ ὁ λόγος, wovon die Rede ist, Plat. Phaedr. 235 e u. öfter; τῷ λόγῳ διελθεῖν, διιέναι τι, Prot. 329 c Gorg. 505 e u. öfter, besprechen, durchgehen; λόγον ἐμβάλλειν περί τινος, die Rede auf Etwas bringen, Xen. Cyr. 2, 2, 1; ἀφίκετο εἰς τόνδε τὸν λόγον, ibd.; εἰς τοιούτους λόγους ἐμπίπτειν ἀναγκάζομαι, ich werde gezwungen, so zu sprechen, Dem. 18, 256; – ἤρξατο λόγου, Xen. Hell. 4, 1, 13; ἐκβολὴν τοῦ λόγου ποιεῖσθαι, Thuc. 1, 97; ἦσαν ἐν τοιούτοις τοῖς λόγοις, Xen. Cyr. 4, 4, 1; u. so oft: Gespräch, Unterredung, Unterhaltung, εἰς λόγους ἐλθεῖν, συνελθεῖν, ἀφικέσθαι τινί, Her. 1, 82. 86. 2, 32. 5, 49. 94. 9, 41; Xen. Hell. 2, 4, 30 An. 2, 5, 4 u. sonst; εἰς λόγου στάσιν τοιάνδε ἐπελθών Soph. Trach. 1169; ξυνάπτετον λόγοισι El. 21; πεύθομαι γὰρ ἐν λόγῳ Aesch. Ch. 668; so auch λόγον ποιεῖσθαι περί τινος, über Etwas sprechen, sich unterhalten, bes. philosophisch, Plat. oft; πρὸς ἀλλήλους, Prot. 348 a u. öfter; διὰ λόγων γίγνεσθαί τινι, Pol. 22, 21, 12; dah. auch = unterhandeln, λόγους ποιεῖσθαι περί τινος, Unterhandlungen über Einen anknüpfen, Dem. 2, 11. 27, 15; von Konon heißt es 20, 68 πρῶτος πάλιν περὶ τῆς ἡγεμονίας ἐποίησε τῇ πόλει τὸν λόγον πρὸς Λακεδαιμονίους εἶναι, daß wieder davon die Rede war, daß es sich wieder um die Hegemonie handelte. – Die Rede, kunstvolle Rede, u. philosophische Erörterung, λόγῳ παιδεύειν τοὺς ἄνδρας, Plat. Rep. II, 376 d, περιειληφέναι τῷ λόγῳ τὸ ὄν, Soph. 249 d; Isocr. sagt 3, 6 ἐγγενομένου ἡμῖν τοῦ πείθειν ἀλλήλους καὶ δηλοῦν πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς περὶ ὧν ἂν βουληθῶμεν – πόλεις ᾠκίσαμεν καὶ νόμους ἐθέμεθα – καὶ σχεδὸν ἅπαντα τὰ δι' ἡμῶν μεμηχανημένα λόγος ἡμῖν ἐστὶν ὁ συγκατασκευάσας κ. τ. λ., wo er §. 7 schließt λόγος ἀληθὴς καὶ νόμιμος καὶ δίκαιος ψυχῆς ἀγαθῆς καὶ πιστῆς εἴδωλόν ἐστι, vgl. oben den Anfang des Artikels u. unter 3. – In besonderen Beziehungen – a) Befehl; ἀνηκουστεῖν δὲ τῶν πατρὸς λόγων οἷόν τε πῶς; Aesch. Prom. 40, vgl. 17 u. Pers. 355; vgl. φέρων τοὺς αὐτοὺς λόγους, Her. 9, 4. – b) ein Spruch, bes. Götter-, Orakel-, Kernspruch, Kraftwort; λόγος μέν ἐστ' ἀρχαῖος Soph. Tr. 1; Pind. N. 1, 34 u. sonst; Sprichwort, ὁ παλαιὸς λόγος ετ ἔχει Plat. Conv. 195 b, vgl. Phaedr. 240 c; – δρυὸς λόγοι μαντικοί 275 b. – c) λόγου ἄξιος, der Rede werth, bedeutend, Her. 4, 28; ἔργα λόγου μέζω, 2, 35. 7, 147, womit man vergleichen kann κρεῖσσον λόγου γενόμενον τὸ εἶδος τῆς νόσου, Thuc. 2, 50, wie wir sagen »über alle Beschreibung«; κρείσσον' ἢ λέξαι λόγῳ τολμήματα, Eur. Suppl. 8, u. A. – 2) Gerede, Gerücht, Sage, jede unbeglaubigte Nachricht u. Überlieferung, deren Wahrheit weder bestritten, noch behauptet wird, auf der einen Seite Ggstz von μῦθος, dem anerkannt Ungeschichtlichen, der Erdichtung, wie bes. bei Sp., Ael. H. A. 4, 34, Long., s. auch unter 3; u. andrerseits auch wohl von ἱστορία, der beglaubigten Geschichte, Her. 2, 99; λόγῳ μὲν ἐξήκουσα Soph. Phil. 672; εἰδέναι λόγῳ, Aesch. Ag. 1170, ὡς λόγος, Suppl. 227, öfter; auch ἔσται δὲ θνητοῖς εἰσαεὶ λόγος μέγας τῆς σῆς πορείας, Prom. 734; παλαίφατος δ' ἐν βροτοῖς γέρων λόγος τέτυκται Ag. 730; oft bei Her. λόγος ἐστί, λόγος ἔχει, κατέχει, φέρεται, worauf acc. c. inf. folgt, es geht die Sage, das Gerücht, es heißt, vgl. 2, 75. 3, 5. 115. 7, 129. 198; ἀμφὶ τούτου διξὸς λόγος λέγεται 3, 32 u. ä. oft; auch Κλεισθένης λόγον ἔχει τὴν Πυθίην ἀναπεῖσαι, Kleisthenes hat den Ruf, die Pythia überredet zu haben, 5, 66, häufiger λόγος ἔχει τινά. Vgl. noch τὸ μὲν αὐτοὶ ὁρέομεν, τὰ δὲ λόγοισι ἐπυνθανόμεθα Her. 2, 148; ᾔδεα λόγῳ, 2, 150; ὡς ὁ πολλὸς λόγος Ἑλλήνων, 1, 75; auch bei den Attikern, διῆλθεν ὁ λόγος, das Gerücht verbreitete sich, Thuc. 6, 46, Xen. Cyr. 4, 2, 10 An. 1, 4, 7, wo Krüger zu vgl.; auch Sp., τινός, von Einem, Xen. Cyr. 6, 3, 10. – Und. im guten Sinne, Lob, Ehre, Ruhm, λόγον Αἰακοῦ παίδων ἅπαντα διελθεῖν, Pind. N. 4, 71 u. öfter, vgl. λόγων φερτάτων μναμήϊα, P. 5, 48; ἔχεις λόγον, du hast Ruhm u. Ehre, Her. 9, 78, auch λόγος ἀγαθὸς ἔχει σε, 7, 5. Vgl. C 3. – Dah. – a) das leere Gerede, welches keinen Grund hat, u. bes. das leere Wort, das Nichts weiter ist, als ein Wort, oft im Ggstz von ἔργον, Theogn. 254; ὅταν λόγῳ θανὼν ἔργοισι σωθῶ Soph. El. 59; ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι, Aesch. Prom. 336, durch die That, nicht durch Worte nur bezeuge ich es; ἦλθε δ' αἰακτὰ πήματ' οὐ λόγῳ Spt. 829; λόγῳ ἦσαν, οὐκ ἔργῳ φίλοι Eur. Alc. 340; Thuc. 1, 128; καὶ ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις Plat. Rep. VIII, 563 a, öfter; so vrbdt Dem. λόγοι ταῦτα καὶ παραγωγὴ τοῦ πράγματος, 30, 26, u. λόγοι εἰσίν – ἀλήθειαν πιστὴν οὐκ ἔχει, ibd. 34, auch εἰ δὲ ταῦτα λόγους καὶ φλυαρίας εἶναι φήσει, 20, 101; ὅπως μὴ λόγους ἐροῦσι μόνον, ἀλλὰ καὶ ἔργον δεικνύειν ἕξουσι 2, 12; vgl. Pol. 17. 8, 4; μὴ λόγους λέγε Eur. Med. 322; dah. bloßer Vorwand, Ausrede, λόγου ἕνεκα, nur zum Schein, so zu sagen, ohne daß es rechter Ernst ist, Plat. Crit. 46 d Theaet. 191 c, wo Heindorf zu vgl. 8aber λόγου χάριν, zum Beispiel, S. Emp. ostl; Soph. ξένος λόγῳ μέτοικος, O. R. 452, λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω, Ant. 539, der auch einander gegenübersetzt οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπ ουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς δρωμένοις, O. C. 1145; ξένος τοῦ λόγου, ξένος τοῦ πραχθέντος, O. R. 219; u. in anderer Bdtg, ὡς ἐκ βίας μ' ἄξοντες ἢ λόγοις πάλιν, Phil. 559, vgl. 590 Ai. 1139. – b) geradezu erdichtete Erzählung, F ab el, Her. 1, 141; ἐντείνας τοὺς τοῦ Αἰσώπου λόγους Plat. Phaed. 60 d, vgl. Conv. 194 b. Aber auch – c) die beglaubigte, wahrhafte Geschichtserzählung, Geschichtschreibung, wie Her. sein cigenes Geschichtswerk nennt, ἐπὰν κατὰ τοῦτο γένωμαι τοῦ λόγου, wenn ich darauf in meiner Geschichtserzählung. gekommen sein werde, 6, 19, öfter. Auch die cinzelnen Bücher des Geschichtswerkes heißen so, πρῶτος λόγος, ἐν ἄλλῳ λόγῳ, Her. 2, 38. 5, 36. 7, 93 u. öfter, u. so im Anfang der einzelnen Bücher von Xen. An., ἐν τῷ πρόσθεν λόγῳ δεδήλωται. – 3) weil die griechische Prosa von der Geschichtschreibung ausging, bildet λόγος zunächst den Gegensatz von ἔπος, das epische Gedicht, u. bedeutet übh., der poetischen Darstellung entgcggstzt, das Prosaische, P ro sa, ἐν λόγῳ ἢ ἐν ποιήσει, Plat. Rep. III, 390 a; λόγῳ διεξελθεῖν, im Ggstz von μῦθον λέγειν, Prot. 320 c; κατὰ λόγον καὶ κατ' ᾠδάς, Legg. VIII, 835 a, öfter; ποιεῖν μύθους ἀλλ' οὐ λόγους, Phaed. 61 b; Gorg. 523 a; ἐν μὲν γὰρ ποιήσει πρέπει λέγειν – ἐν δὲ λόγῳ Arist. rhet. 3, 3, oft bei den Rhett., οὔτε ποίημα, οὔτε λόγος, D. Hal. C. V. p. 212. – Bes. aber die Rede, öffentliche, Staats-, Gerichts- od. Prunkrede, u. dah. Redekraft, Redekunst, Beredtsamkeit (vgl. 1 gegen Ende), λόγους λέγειν, γράφειν u. ä., Plat. u. Oratt. oft. Man merke dabei bes. – a) λόγον διδόναι od. παρέχειν τινί, Einem das Wort, die Befugniß, Erlaubniß zu reden geben, Xen. Hell. 1, 1, 19. 5, 2, 13 u. A.; auch λόγον προτιθέναι, Xen. Hell. 1, 7, 5, λόγον αἰτεῖσθαι, das Wort fordern, die Erlaubniß zu reden sich erbitten, Thuc. 3, 53; οὐδὲ λόγου τυχὼν ἀπα χθεὶς εὐθὺς ἐζημιώθη Dem. 24, 208, ohne tu Worte zu kommen, ohne daß ihm zu sprechen erlaubt wurde; ἐξέκλειον τοῦ λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους, sie ließen sie nicht zu Worte kommen, 19, 26. – b) ἱκανὸς γὰρ αὐτῷ ὁ λόγος, er hat hinreichenden Stoff zum Reden, Plat. Gorg. 512 e, u. öfter bei den Rednern. – 4) übh. von jedem Schriftwerke, B uch, τὴν πρώτην ὑπόθεσιν τοῦ πρώτου λόγου ἀναγνῶναι, Plat. Parm. 127 d; u. bes. bei Sp. geradezu wie literae, die Wissenschaften, οἱ ἐπὶ λόγοις εὐδόκιμοι, οἱ ἐκτὸς λόγων ὄντες; vgl. noch Pallad. 43 (IX, 171); bes. bei Sp.; κατήκοος λόγων, Plat. Ax. 365 b.

Greek (Liddell-Scott)

λόγος: ὁ, (λέγω Γ), (Α) λόγος, δηλ. ὁ ἔναρθρος λόγος δι’ οὗ ὁ ἐνδιάθετος λόγος ἐκφέρεται, καί, (Β) αὐτὸς ὁ ἐνδιάθετος λόγος· - ὥστε ἐν τῇ λέξει λόγος περιλαμβάνονται ἀμφότεροι. Α. Λατ. vox, oratio, τὸ λεγόμενον ἢ λαλούμενον: Ι. λέξις, καὶ ἐν τῷ πληθ. λέξεις, δηλ. ὁμιλία, λόγος· - ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσίοδ. χρῶνται τῇ λέξει μόνον ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, καὶ ἐν τοῖσδε τοῖς χωρίοις, τὸν ἔτερπε λόγοις Ἰλ. Ο. 393· αἱμυλίοισι λόγοισιν Ὀδ. Α. 56, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 317, Ἡσ. Θ. 890· ψευδεῖς λόγοι αὐτόθι 229· (τὸ χωρίον τοῦ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 106, ἔνθα σημαίνει: διήγημα ψευδὲς ἢ μῦθον, πιθανῶς εἶναι νόθον). - Ἡ λέξις εἶναι σπανία παρ’ Ἐπικ., ἀνθ’ ἧς εὕρηται ἡ λέξις μῦθοι· ἀλλὰ περιῆλθεν εἰς κοινὴν χρῆσιν διὰ τοῦ Θεόγν., Πινδ., τῶν παλαιῶν φιλοσόφων καὶ τῶν ἀρχαίων ἱστορικῶν, πρβλ. Näke Χοιρίλ. σ. 118· - λόγος ἐστί, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λέγεται ὅτι..., συχνὸν παρ’ Ἡροδ.· ὡς εἰπεῖν λόγῳ, ἐν ἑνὶ λόγῳ, ἐν συντόμῳ, 2. 37· οὐ πολλῷ λόγῳ εἰπεῖν 1. 61· οὕτω, ὡς ἁπλῷ λόγῳ ἢ ἁπλῷ λ. Αἰσχύλ. Πρ. 46, 975· λέγω οὖν ἑνὶ λ. Πλάτ. Φαῖδρ. 241Ε, κτλ. - Λόγος οὐδέποτε σημαίνει λέξιν ἐν τῇ γραμματικῇ αὐτῇ σημασίᾳ, δηλ. ἁπλῶς ὡς τὸ ὄνομα πράγματος ἢ πράξεως, (ἐπειδὴ τὸ τοιοῦτον ἐκφέρεται διὰ τῶν λέξεων: ἔπος, ὄνομα, ῥῆμα. Λατ. vocabulum), ἀλλὰ μᾶλλον ὡς τὸ πρᾶγμα περὶ οὗ πρόκειται, ὡς τὸ περιεχόμενον δηλ., τὸ πραγματικὸν καὶ οὐχὶ τὸ τυπικὸν μέρος τῆς λέξεως. Ἐξ ἄλλου ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ἔργον, ὡς πρᾶγμα ἁπλῶς λεχθὲν ἀλλὰ μὴ τελεσθέν, λόγος ἔργου σκιὰ Δημόκρ. παρὰ Φίλωνι 1. 615· καὶ οὕτως ὡς τὸ ὄνομα, ἁπλοῦν ὄνομα, «λόγια μονάχα», Λατ. verba, Θέογν. 254· λόγου ἕνεκα, Λατ. dicis causa, ἁπλῶς χάριν λόγου, χάριν ὁμιλίας, Heind. εἰς Πλάτ. Θεαίτ. 191C, Κρίτων 46D· λόγου χάριν, ἀντίθετ. τῷ ὡς ἀληθῶς, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 8· τῷ λόγῳ, προφάσει, κατὰ προσποίησιν, Ἡρόδ. 1. 205., 5. 20· οὕτως, ἕως λόγου Πολύβ. 10. 32, 7· συχνάκις ἀντίθ. τῷ ἔργον, λόγῳ μὲν λέγουσιν, ἔργῳ δὲ οὐκ ἀποδεικνῦσι Ἡρόδ. 4. 8, πρβλ. Θουκ. 1. 22, κτλ.· ἔργῳ κοὐ λ. τεκμαίρομαι Αἰσχύλ. Πρ. 336· μισεῖς μὲν λ., ἔργῳ δέ... Σοφ. Ἠλ. 357, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 512, Elms. εἰς Ἡρακλ. 5· ὡσαύτως ἀντίθετ. τῷ νόῳ, Ἡρόδ. 2. 100· τῇ λέξει ἀλήθεια, ἵνα μὴ λόγον οἴησθε εἶναι, ἀλλ’ εἰδῆτε τὴν ἀλήθειαν Λυκοῦργ. 150. 44. πρβλ. Δημ. 873. 20· - ἐντεῦθεν, πρόφασις, προσποίησις, Σοφ. Ο. Κ. 620, Δημ. 10. 27. κτλ., ἰδίως ἐν τῷ πληθ. ΙΙ. «λόγος» (κατὰ πληρεστέραν ἔννοιαν) πρότασις, Λατ. oratio, λόγῳ ῥηθῆναι, ῥηθῆναι διὰ προτάσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 202Β· λόγον ἔχειν, τὸ νὰ δύναται νὰ ἐκφρασθῇ διὰ προτάσεως, αὐτόθι 201Ε· ὁ λόγοςὁριστικός, ὁ ὁρισμός, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 3, 8· λόγος ἐστὶ φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην ὁ αὐτ. περὶ Ἑρμην. 4, κτλ. 1) λόγος, ἰσχυρισμός, Θουκ. 1. 2· - θεία ἀποκάλυψις, Πλάτ. Φαίδων 78D· ἀπόκρισις μαντείου, μάντευμα, Πινδ. Π. 4. 105, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 275Β· - λόγος, ἀπόφθεγμα, παροιμία, Πινδ. Ν. 9, 6, Αἰσχύλ. Θήβ. 218, κτλ.· τὸ τοῦ λ., ὡς τὸ λέγει ὁ λόγος, Λυσ. 115. 29. 2) διαβεβαίωσις, ὑπόσχεσις, Σοφ. Ο. Κ. 651. 3) ἀπόφασις, κοινῷ, λ., κοινῇ συναινέσει, Ἡρόδ. 1. 141, 166, κτλ.· οὐκ ἦλθον ἐς τούτου λ., ὥστε..., ὁ αὐτ. 7. 9, 2. 4) ὅρος, ἐπὶ λόγῳ τοιῷδε ὁ αὐτ. 7. 158. ἐνδέχεσθαι τὸν λ. ὁ αὐτ. 1. 60., 9. 4, κτλ. 5) διαταγή, ἐντολή, Αἰσχύλ. Πρ. 17, 40, Πέρσ. 363. ΙΙΙ. ὁμιλία, συνδιάλεξις, εἰς λόγους ἐλθεῖν, συνελθεῖν, ἀφικέσθαι τινί, κτλ., Ἡρόδ. 1. 82, 86., 2. 32, κτλ., καὶ Ἀττ.· διὰ λόγων ἰέναι Εὐρ. Τρῳ. 916· διὰ λ. ἀφικέσθαι ἑαυτῷ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 872· ἐς λόγους ἄγειν τινὰ Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 2· λόγον περί τινος λέγειν Ἀντιφῶν 135. 22, κτλ.· θεῶν, ὧν νῦν ὁ λ. ἐστὶ Πλάτ. Ἀπολ. 26Β· - ὡσαύτως, ἔργα λόγου μέζω Ἡρόδ. 2. 35· κρεῖσσον λόγου τὸ πάθος Θουκ. 2. 50, πρβλ. Δημ. 68. 20· οὐκ ὕει λόγου ἄξιον, ἄξιον νὰ τὸ ἀναφέρῃ τις, Ἡρόδ. 4. 28· ἐν λόγοις εἶναί τι ὁ αὐτ. 3. 148· τῷ λόγῳ διελθεῖν, διϊέναι Πλάτ. Πρωτ. 329C, Γοργ. 506Α, κτλ.· οἱ ἐν τοῖς λόγοις, οἱ διαλεκτικοί, ὁ Πλάτων καὶ ἡ σχολὴ αὐτοῦ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 20. 2) δικαίωμα λόγου, ἄδειαδικαίωμα νὰ ὁμιλήσῃ τις, αἰτεῖσθαι Θουκ. 3. 53· διδόναι Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20, Δημ. 26. 18, κτλ.· προτιθέναι Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 5· λόγου τυγχάνειν Δημ. 229. 14· λ. διδόναι καὶ ἀποδέχεσθαι Λουκ. Ἁλ. 8· - παρὰ Σοφ., ἄρχει τις αὐτῶν, ἢ ’πὶ τῷ πλήθει λόγος; ἔχουσι βασιλέα, ἢ ἐν τῷ πλήθει ἐστὶν ἡ ἰσχύς; Ο. Κ. 66. 3) ἡ ὁμιλία, εἰς ἣν δίδει τις ἀφορμήν, Λατ. fama, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἔπαινος, τιμή, λόγος ἔχει σε, ἀντὶ ἔχεις λόγον, Ἡρόδ. 7. 5., 9. 78· περὶ σέο λ. ἀπῖκται πολλὸς ὁ αὐτ. 1. 30· ἀλλ’ ὡσαύτως, κακὴ φήμη, δυσφημία, λ. κακόθρους, λ. κακός, κακὴ φήμη, Σοφ. Αἴ. 138, Εὐρ. Ἡρακλ. 165· λόγον ἐσλὸν ἀκούειν Πινδ. Ι. 5 (4). 17, πρβλ. Valck. εἰς Ἱππ. 322, καὶ ἴδε αἶνος· - ἐντεῦθεν ὡσαύτως, διήγημα, διήγησις περί τινος προσώπου ἢ πράγματος, λόγος ἐστί, λόγος ἔχει, κατέχει, φέρεται, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἡ φήμη λέγει, Λατ. fama fert, συχνὰ παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· ἔστι τις λ., τὰν Ἀρετὰν ναίειν κτλ. Σιμων. 26· σπανίως μετὰ τῆς ἀντιθέτου συντάξεως, Κλεισθένης λόγον ἔχει τὴν Πυθίαν ἀναπεῖσθαι, ὁ Κλεισθένης ἔχει τὴν φήμην ὅτι διὰ δώρων κατέπεισε τὴν Π..., Ἡρόδ. 5. 66. 4) λόγος, γλῶσσα, λόγῳ παιδεύειν ἀνθρώπους Πλάτ. Πολ. 376D· καὶ ἐν τῷ πληθ., λόγος, ὁμιλία, εὐγλωττία, Ἰσοκρ. 27Β, 191Β, κτλ.· - συχνάκις συναπτόμενον μετὰ τῆς λέξ. πειθώ, Wytt. Ep. Cr. σ. 134. - Ὁ Πρωταγόρας ἐκαλεῖτο λόγος. IV. λόγος, τὸ λεγόμενον, διήγησις, ἱστορία, ἀντίθετ. πρὸς τὸν ἁπλοῦν μῦθον, ὡς καὶ πρὸς τὴν ἀληθῆ καὶ κανονικὴν ἱστορίαν, Ἡρόδ. 2. 47, 99, Θουκ. 6. 46, Ξεν., κτλ.· ἑπομένως ἐξ ἀρχῆς χρησιμοποιούμενον πρὸς δήλωσιν πάσης διηγήσεως εἴτε ψευδοῦς εἴτε ἀληθοῦς κατήντησε νὰ σημαίνῃ, 1) διήγησιν πλαστήν, «μῦθον», οἷον τοῦ Αἰσώπου, Ἡρόδ. 1. 141, Πλάτ. Ἀπολ. 26D, Φαίδων 60D, 61Β, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20· ὁ τοῦ κυνὸς λ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 13. 2) διήγημα, διήγησις καὶ ἐν τῷ πληθ., διηγήματα, διηγήσεις, ἱστορίαι, ἐν τοῖσι Ἀσσυρίοισι λόγοισι Ἡρόδ. 1. 184, πρβλ. 106., 2. 99· ἐν τῷ ἑνικῷ, μέροςτμῆμα τοιούτου συγγράμματος, ὡς τὰ μεταγενέστ. βίβλοςβιβλίον, 2. 38., 5. 36. Ἐντεῦθεν παρ’ Ἀττ. λόγος κατὰ τὸ πλεῖστον ἀντιτίθεται πρὸς τὸ μῦθος, Πλάτ. Γοργ. 523Α, Πρωτ. 320C· - ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ ἀρχαιοτάτη Ἑλληνικὴ ἱστοριογραφία ἦτο ἀντίπαλος τῆς Ἐπικ. ποιήσεως, λόγος ἦτο ὡσαύτως ἀντίθετος τῇ λ. ἔπος· πρβλ. λογογράφος, λογοποιός, μῦθος ΙΙ. 1. V. ἐπειδὴ ἡ Ἑλληνικὴ πεζογραφία ἤρξατο διὰ τῆς ἱστορίας, οἱ λόγοι κατήντησαν νὰ ἔχωσι τὴν γενικὴν σημασίαν τοῦ πεζοῦ λόγου ἢ τῆς πεζογραφίας, ὡς τὸ Λατ. oratio, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ποίησις καὶ ποίημα, Ἀριστ. Ποιητ. 2. 5., 6. 26· ἐν λόγῳ καὶ ᾠδαῖς Ξεν. Κύρ. 1. 4. 26, κτλ.· πληρέστερον, λόγοι ψιλοί, ἴδε ψιλὸς IV· - πρβλ. λόγιος, λογογράφος Ι. VI. προσέτι, ἐπειδὴ ἐν Ἀθήναις τὸ σπουδαιότατον καὶ μάλιστα ἐκτιμώμενον εἶδος τοῦ πεζοῦ λόγου ἦσαν οἱ ῥητορικοὶ λόγοι, πάλιν ὡς τὸ Λατ. oratio, λόγος κατήντησε νὰ σημαίνῃ (ὡς καὶ νῦν ἔτι), ἀγόρευσις, συχν. παρὰ τοῖς Ρήτορσι, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, κτλ.· - πρβλ. λογογράφος ΙΙ, λογοποιός ΙΙ. VII. μετέπειτα ἐν τῷ πληθ., καθόλου, μάθησις, παιδεία, οἱ ἐπὶ λόγοις εὐδόκιμοι Ἡρῳδιαν. 6. 1· Λόγοι, προσωποπ., Ἀνθ. Π. 9. 171· πρβλ. λόγιος. VIII. ὡς ἡ λέξ. ῥῆμα, τὸ πρᾶγμα περὶ οὗ γίνεται λόγος, τὸ ὑποκείμενον ἢ ἡ ὑπόθεσις τοῦ λόγου, Ἡρόδ. 1. 21, κτλ., πρβλ. Br. εἰς Σοφ. Αἴ. 1268, Wolf εἰς Λεπτ. σ. 277· μετέχειν τοῦ λ., μετέχειν τοῦ μυστικοῦ, Ἡρόδ. 1. 127· τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖσθαι, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 657, 882, κτλ.· ἀμύνεις τῷ τῆς ἡδονῆς λόγῳ Πλάτ. Φίληβ. 38Α· περὶ λόγου τινὸς διαλέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 34Ε· οὐδὲν πρὸς λόγον, ἀνοίκειον εἰς τὴν ὑπόθεσιν, ἐκτὸς τοῦ προκειμένου, ἴδε Heind. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 344Α· ἐὰν πρὸς λόγον ᾖ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 33C· - ὡσαύτως, πρὸς λόγον τινός, ὡς πρός..., Αἰσχύλ. Θήβ. 519· ἐς λόγον τινὸς Ἡρόδ. 3. 99· - ὡσαύτως, ὑπόθεσις τοῦ λόγου, ἱκανὸς αὐτῷ ὁ λόγος Πλάτ. Γοργ., πρβλ. Ἰσοκρ. 71Α. IX. τὸ τιθέμενον ἢ ὁριζόμενον, πρότασις, ἀρχή, Πλάτ. Γοργ. 508Β. Χ. = ὁρισμός, ψυχῆς οὐσία καὶ λόγος, ἡ οὐσία καὶ ὁ ὁρισμὸς τῆς ψυχῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, πρβλ. Φαίδωνα 78C, Πολ. 443Α, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 4, 3, κ. ἀλλ., Διογ. Λ. 7. 60. ΧΙ. παράδειγμα, λόγου ἕνεκα, verbi causa, Εὐκλ. Β. Λατ. ratio, ἡ δύναμις τῆς διανοίας ἥτις ἐκφαίνεται ἐν τῷ προφορικῷ λόγῳ, τὸ «λογικὸν» ἢ σκέψεις, ἀληθέϊ λ. χρῆσθαι Ἡρόδ. 5. 88· οὐκ ἔχει λόγον, δὲν ἐπιδέχεται λόγον, σκέψιν, Σοφ. Ἠλ. 466· ὀρθὸς λ. Πλάτ. Φαίδων 73Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 1, κτλ.· ὁ ἐοικὼς λόγος Πλάτ. Νόμ. 647D· ὡς ἔχει λόγον, = ὡς ἔοικεν, Δημ. 1090. 12· - κατὰ λόγον, συμφώνως πρὸς τὸν λόγον, λογικῶς, Πλάτ. Πολ. 500C, κτλ.· μετὰ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 344Α, Θεαίτ. 201D· - ἀντίθετ. τῷ παρὰ λόγον, ἐναντίον εἰς τὸν λόγον, ἀπίθανος (ἴδε ἐν λέξ. παράλογος). 2) «ἰδέα», γνώμη, προσδοκία, τῷ ἐκείνων λ. Ἡρόδ. 8. 6· ἐπὶ τῷ λόγῳ, ὥστε..., ἐν τῇ προσδοκίᾳ ὅτι..., 3. 36· ἐπὶ λ. τοιῷδε, ἐπ’ ᾦ... 7. 158, πρβλ. 9. 26. 3) λόγος, δικαιολογία, δικαίωμα, βάσις τοῦ λόγου, χὠ λ. καλὸς προσῆν Σοφ. Φιλ. 352· κατὰ τίνα λόγον; ἐπὶ τίνι βάσει; Πλάτ. Πολ. 366Β, πρβλ. Πρωτ. 343D, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 19· ἐκ τίνος λόγου; Αἰσχύλ. Χο. 515· ἐξ οὐδενὸς λ. Σοφ. Φιλ. 730· ἀπὸ παντὸς λ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 762· σὺν ἀφανεῖ λ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 657. 4) ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὴν φράσιν, ὁ λόγος αἱρέει ἢ ὁ λόγος οὕτως αἱρέει, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., εἶναι λογικὸν ὅτι..., ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. ratio evincit, 3. 45, πρβλ. 2. 33, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. προσ., ὁ λόγος αἱρέει με, ὁ λόγος τοῦ πράγματος μὲ καταπείθει, 1. 132., 4. 127, κ. ἀλλ. ΙΙ. λογισμός, θεωρία, ἐκτίμησις, λ. βροτῶν οὐκ ἔσχεν οὐδένα Αἰσχύλ. Πρ. 231· οὐ σμικροῦ λόγου Σοφ. Ο. Κ. 1163· ἰδίως παρὰ πεζογράφοις, Μαρδονίου λ. οὐδεὶς γίγνεται Ἡρόδ. 8. 102· τῶν ἦν ἐλάχιστος λ. ἀπολλυμένων ὁ αὐτ. 4. 135· περὶ ἐμοῦ οὐδεὶς λ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 87· - λόγου οὐδενὸς γενέσθαι πρός τινος, θεωροῦμαι ὡς ἀνάξιος λόγου παρά τινι, Ἡρόδ. 1. 120· οὕτω, λόγου εἶναι πρός τινος 4. 138· λόγου ποιεῖσθαι, θεωρῶ τι ἄξιον λόγου, 1. 33· ὡσαύτως, πλείστου, ἐλαχίστου λόγου εἶναι 1. 143., 3. 146· ἀλλὰ καὶ ὡς τὸ Λατ. rationem habere alicujus, λόγον τινὸς ποιοῦμαι, λαμβάνω τι ὑπὸ σκέψιν, ἀποδίδω ἀξίαν εἴς τι πρόσωπονπρᾶγμα, ἰδίως μετ’ ἀρνήσ., οὐδένα λ. ποιεῖσθαί τινος 1. 4, 13, κτλ.· οὕτω, λόγον ἔχειν (μετὰ γεν. ὑπαρχούσης ἢ παραλειπομένης), 1, 62, 115· λόγον ἔχειν περί τινος, περί τινα Πλάτ. Τίμ. 87C, Λυκοῦργ. 162. 27· - οὕτω, ἐν οὐδενὶ λόγῳ ποιεῖσθαί τινα Ἡρόδ. 3. 50· ἐν οὐδενὶ λ. ἀπώλοντο ὁ αὐτ. 9. 69· λόγῳ ἐν σμικρῷ εἶναι Πλάτ. Πολ. 550Α· ὑμεῖς δ’ ... οὔτ’ ἐν λόγῳ οὔτ’ ἐν ἀριθμῷ Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 14. 48· - ἐν ἀνδρὸς λόγῳ εἰμί, λογίζομαι ὡς ἀνήρ, Ἡρόδ. 3. 120· ἰδιώτεω λόγῳ καὶ ἀτίμου, θεωρουμένου ἢ λογιζομένου ὡς ἰδιώτου ἄνευ ἀξιώματος, κτλ., Εὐσ. παρὰ Στοβ. 567. 9· ἐς χρημάτων λ., ὡς πρὸς τὰ χρήματα Θουκ. 3. 46, πρβλ. Δημ. 385. 11. 2) λογαριασμός, λογοδοσία, λόγον διδόναι τινός, δίδω λογαριασμὸν περί τινος πράγματος, Ἡρόδ. 3. 143, πρβλ. 8. 100· ἑαυτῷ περί τινος 1. 97, καὶ Ἀττ., πρβλ. Wess. εἰς Ἡρόδ. 2. 162, Heind. εἰς Πλάτ. Σοφιστ. 230Α· ὡς... Ἡρόδ. 4. 102., 5. 75, κτλ.· ὅτι... 6. 86, 1· λόγον διδόναι τε καὶ δέξασθαι Πλάτ. Πρωτ. 336C· παρέχειν Πολ. 344D· λ. λαμβάνειν παρά τινος Δημ. 101. 17· λ. ἀπαιτεῖν ὁ αὐτ. 868. 5· λ. ὑπάρχειν Πλάτ. Νόμ. 774Β, Δημ. 371. 20, κτλ.· λ. ἐγγράφειν ὁ αὐτ. 762, 14, κτλ.· ἀποφέρειν Αἰσχίν. 56, ἐν τέλ.· ἀδικήματα εἰς ἀργυρίου λ. ἀνήκοντα Δείναρχ. 97. 41· ὑπὸ λ. ἄγειν τι Πολύβ. 15. 34, 2· πρβλ. λογιστής. 3) λογαριασμός, κατάστασις, ἐς τούτου λ. οὐ πολλοί τινες ἀπικνέονται (δηλ. γήραος) Ἡρόδ. 3. 99, πρβλ. Arnold εἰς Θουκ. 7. 56. 4) λογαριασμὸς ἔγγραφος, τὸ κατὰ λόγον Μένανδρ. ἐν «Μέθῃ» 1. 6. III. ἡ προσήκουσα σχέσις, συμμετρία, ἀναλογία, κατὰ λόγον τινός, ἀναλόγως πρός..., Ἡρόδ. 1. 134., 2. 109· κατὰ τὸν αὐτὸν λ. τῷ τείχεϊ 1. 186· κατὰ λ. τῆς δυνάμεως Ξεν. Κύρ. 8. 6. 11· ἀνὰ λόγον τινὸς ἢ τινὶ Πλάτ. Τίμ. 29C, Ἀλκ. 2. 145D· εἰς τὸν αὐτὸν λ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 353D· πρὸς λόγον τινὸς Αἰσχύλ. Θήβ. 519· περὶ τῶν νόσων ὁ αὐτὸς λ. Πλατ. Θεαίτ. 158D· - παρὰ Γραμμ., ἀναλογία, τῷ λ. τῶν μετοχικῶν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῶν μετοχῶν, Α. Β. 1393· - πρβλ. ἀνάλογος. - Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Β΄, σ. 398. Γ. Παρὰ τῷ εὐαγγελιστῇ Ἰωάννῃ καὶ τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς συγγραφεῦσι, Ὁ ΛΟΓΟΣ, περιλαμβάνων ἀμφοτέρας τὰς ἀνωτέρω ἐκτεθείσας καθολικὰς σημασίας λόγου καὶ διανοήματος, διακρινόμενος δὲ εἰς προφορικὸν καὶ ἐνδιάθετον ὑπὸ τοῦ Φίλωνος, 2. 154, κ. ἀλλ.· πρβλ. Suicer. Thes. ἐν λ., Ewald Gesch. d. Volkes Israel 6, σελ. 258, ἴδε πρὸ πάντων σημ. Α. Ν. Γιάνναρη εἰς τὸ κατὰ Ἰωάνν. Εὐαγγ. κεφ. α΄, 1, London, Nutt.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
A. parole :
I. la parole en gén. : ἔργα λόγου μέζω HDT actions au-dessus de ce qu’on en pourrait dire ; λόγου κρεῖσσον THC au-dessus de toute expression ; λόγῳ μὲν…, ἔργῳ δέ HDT en parole…, mais en fait ; ἔργῳ κοὐ λόγῳ ESCHL en réalité et non en parole;
II. particul. une parole, un mot : ὡς εἰπεῖν λόγῳ HDT, ὡς ἀπλῷ λόγῳ ESCHL, ἀπλῷ λόγῳ ESCHL pour le dire en un mot, en un seul mot, d’un simple mot ; οἱ λόγοι mots, paroles, d’où langage : αἰμύλιοι λόγοι OD paroles de flatterie, flatteries;
III. une parole, pour marquer diverses applications particulières :
1 ce qu’on dit, un dire;
2 révélation divine;
3 sentence, maxime, proverbe;
4 exemple : λόγου ἕνεκα PLAT par exemple, càd pour la forme, en apparence;
5 décision, résolution;
6 condition : ἐπὶ λόγῳ HDT à une condition;
7 promesse;
8 prétexte : ἐκ σμικροῦ λόγου SOPH sous un prétexte frivole;
9 argument;
10 ordre;
11 phrase (Arstt);
IV. mention : λόγου ἄξιον HDT (pour que cela) vaille la peine qu’on en parle ; particul. en b. part renommée, renom : λόγος ἔχει σε HDT on parle de toi ; περὶ σέο λόγος ἀπῖκται πολλός HDT ta renommée est venue jusqu’à moi ; λόγον ἀκούειν ATT entendre parler de soi (v. ἀκούω) ; en mauv. part mauvais bruit, mauvaise réputation;
V. bruit qui court, bruit répandu : λόγος ἐστί, λόγος ἔχει, λόγος φέρεται avec une prop. inf. ATT c’est un bruit répandu que, le bruit se répand que ; Κλεισθένης λόγον ἔχει τὴν Πυθίαν ἀναπεῖσαι HDT Clisthène passe pour avoir inspiré la Pythie ; particul. nouvelle;
VI. entretien, conversation : εἰς λόγους ἐλθεῖν, συνελθεῖν, ἰέναι, ἀφικέσθαι τινί, s’entretenir ou conférer avec qqn;
VII. récit :
1 fable;
2 récit d’histoire ; οἱ λόγοι traditions historiques;
VIII. p. ext. composition en prose ; particul. :
1 discours oratoire, discours;
2 traité de philosophie, de morale, de médecine, etc.
3 ouvrage en gén. ou partie d’un ouvrage : ἐν τῷ ἔμπροσθεν λόγῳ XÉN, ἐν τῷ πρόσθεν λόγῳ XÉN dans le livre précédent;
IX. p. ext. sujet d’entretien, d’étude ou de discussion : περὶ λόγου τινὸς διαλέγεσθαι PLAT s’entretenir d’un sujet d’étude ; ἐς λόγον τινός HDT, πρὸς λόγον τινός ESCHL ce dont il s’agit, l’objet en cause, en discussion, etc. ; μετέχειν τοῦ λόγου HDT participer à l’objet (de l’entretien) càd être dans le secret;
B. raison :
I. faculté de raisonner, raison, intelligence;
II. raison, bon sens : ὀρθὸς λόγος PLAT droite raison ; ἔχειν λόγον PLAT être conforme à la raison, être juste ou raisonnable ; οὐκ ἔχει λόγον SOPH cela n’a pas de raison ; τὸ παρὰ λόγον (cf. παράλογος) ATT ce qui est contraire à la raison ; λόγος αἰτεῖ avec une prop. inf. : la raison exige que, etc.
III. raison intime d’une chose, fondement, motif : κατὰ τίνα λόγον ; PLAT sur quel fondement ? ἐξ οὐδενὸς λόγου SOPH sans aucune raison ; ὁ λόγος αἱρέει με HDT la raison de la chose me convainc ; ὁ λόγος οὕτως αἱρέει avec une prop. inf. HDT la raison des choses veut ainsi que, etc.
IV. exercice de la raison, jugement :
1 opinion : ἅπαντα νικᾶν λόγον SOPH surpasser tout ce qu’on peut dire ou penser;
2 en b. part bonne opinion, estime : λόγῳ ἐν σμικρῷ εἶναι PLAT être en médiocre estime ; πλείστου λόγου εἶναι HDT, ἐλαχίστου λόγου εἶναι HDT être en très grande, en très petite estime ; λόγου εἶναι πρός τινος HDT être estimé par qqn ; λόγου οὐδενὸς γενέσθαι πρός τινος HDT ne jouir d’aucune considération de la part de qqn ; λόγον ἔχειν τινός HDT faire cas de qqn ou de qch ; λόγον τινὸς οὐκ ἔχειν οὐδένα ESCHL, οὐδένα λόγον ποιεῖσθαί τινος HDT, ἐν οὐδενὶ λόγῳ ποιεῖσθαί τινα HDT ne faire aucun cas de qqn;
3 compte qu’on fait de qqn ou de qch, valeur qu’on leur attribue, avec un gén. déterminatif : ἐν ἀνδρὸς λόγῳ εἶναι HDT être considéré comme un homme de haut rang ; ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ποιεύμενος HDT considéré ou traité à l’égal d’esclaves ; p. ext. évaluation en gén.
4 relation, proportion, analogie : ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον PLAT, εἰς τὸν αὐτὸν λόγον PLAT, κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον HDT selon la même évaluation, dans la même proportion ; πρὸς λόγον τινός ESCHL, κατὰ λόγον τινός HDT eu égard à, relativement à, proportionnellement à qch ; κατὰ λόγον τῆς δυνάμεως XÉN en raison de leur puissance;
V. compte-rendu, justification, explication ; λόγον ἑαυτῷ διδόναι περί τινος HDT se rendre compte de qch ; αἰτεῖν ou ἀπαιτεῖν περί τινος ATT demander compte à qqn, se faire rendre compte par qqn ; λόγον διδόναι τινός ATT ou παρέχειν PLAT rendre raison, rendre compte de qch ; opinion au sujet d’une chose à venir, présomption, attente : ἐπὶ τῷ λόγῳ ὥστε HDT dans l’attente que, etc.
VI. postér., au sens philosophique le λόγος divin, la raison divine.
Étymologie: λέγω.

English (Autenrieth)

(λέγω): tale, story, as entertaining recital, with enumeration of details, pl., Il. 15.393 and Od. 1.56.

English (Slater)

λόγος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.) <span class=mstonen>A
   1 reason τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον (ἔχει λόγον. Σ.) (I. 8.61) <span class=mstonen>B word, etc.
   1 s.,
   a account, story, report ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι beyond the true version (O. 1.28) ἐθελήσω ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον (O. 7.21) ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον (O. 7.87) ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον (O. 9.35) αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (P. 1.68) σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν (P. 2.66) πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον συγγενέσιν παρεκοινᾶθ (P. 4.132) πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν (v. l. ὁ λόγος) (P. 7.9) ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς (N. 1.34) ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος· ἐσλὸν αἰνεῖν avec mon dire s'accorde justice la plus stricte Puech. (N. 3.29) ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη, λόγον ὁ μὴ συνιείς (N. 4.31) ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν (N. 4.71) οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν in the telling (N. 4.94) ψευστὰν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον, ὡς ἦρα (N. 5.29) κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1) μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. and so, a report about oneself, εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (I. 5.13)
   b = εὐλογία, praise cf. B. 2. b, infra. ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (τὸν ὕμνον Σ.) (O. 10.11) ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (P. 10.54) ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ (N. 3.68) ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον (N. 7.21) τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λό- γον τεθνακότων (N. 7.32) καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν (τὸν ἐγκωμιαστικὸν λόγον. Σ.) (I. 5.27)
   c utterance, statement, precept ἕπεται δὲ λόγος εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις (O. 2.22) αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ τεκεῖν μή τιν (O. 2.92) οὐ ψεύδει τέγξω λόγον· διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος (O. 4.18) ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει (P. 1.35) τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω (P. 9.94) [cf. λόγῳ, B. 1. a, supra, (N. 3.29) ] ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι (N. 9.6) καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (sc. Ἄργος). Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦτον κατέφανε λόγον (N. 10.11) λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα (Pae. 4.35)
   d prophecy παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι (O. 8.4) σὲ δἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν (P. 4.59) λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς αἰνίξατο (P. 8.38) ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι (Pae. 2.77)
   e converse, speaking δᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις λόγῳ (O. 3.16) κέντρον δὲ μάχας ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3. κυριωτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide: as regards the utterance of wisdom ) fr. 260. 7. as opposed to thought, ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισιλόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι fr. 203. 2.
   f sentence δικάζει τις, ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ (O. 2.60)
   g question “καὶ γάρ σε ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” (P. 9.43)
   h frag. ]λόγον τερπνῶν ἐπέων[ (Pae. 14.34)
   2 pl.,
   a words γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν (O. 6.90) τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι of his request (O. 7.68) ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη (P. 4.101) εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων, ὀρθὰν ἐπίστᾳ (P. 3.80) “ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε” (P. 4.116) μειλιχίοισι λόγοις (P. 4.128) μειλιχίοις τε λόγοις (P. 4.240) λόγοισι θνατῶν εὔδοξον ἅρματι νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ (P. 6.16) τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (N. 5.32) ὄψον δὲ λόγοι φθονεροῖσιν (N. 8.21) καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων (λόγον Π̆{S}) Πα. 8A. 14. [θανόντων δὲ καὶ λόγοι φίλοι προδόται (λόγοι ut glossema del. Bergk) fr. 160.]
   b esp., words, expressions of praise ἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων (O. 1.110) οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι (O. 9.12) μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται (O. 11.5) ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (P. 5.48) παροιχομένων γὰρ ἀνέρων, ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (Pauw: ἀοιδοὶ καὶ λόγιοι codd., Π.) (N. 6.30) θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν (N. 7.51) ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν (N. 9.54) ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (N. 11.17) εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 3.

Spanish

fórmula mágica

English (Abbott-Smith)

λόγος, -ου, ὁ (< λέγω) [in LXX chiefly forדָּבָר, also for מִלָּה ,אֵמֶר, etc.;]
I.Of that by which the inward thought is expressed, Lat. oratio, sermo, vox, verbum.
1.a word, not in the grammatical sense of a mere name (ἔπος, ὄνομα, ῥῆμα), but a word asembodying a conception or idea: Mt 8:8, Lk 7:7, I Co 14:9, 19 He 12:19, al.
2.a saying, statement, declaration: Mt 19:22 (T om.), Mk 5:36 7:29, Lk 1:29, Jo 2:22 6:60, Ac 7:29, al.; c. gen. attrib., Ac 13:15, Ro 9:9, He 7:28, al.; of the sayings, commands, promises, etc., of teachers, Mt 7:24 10:14, Mk 8:38, Lk 9:4, Jo 14:24, al.; λ. κενοί, Eph 5:6; ἀληθινοί, Re 19:9; πιστοί, Re 22:6; esp. of the precepts, decrees and promises of God, ὁ λ. τ. θεοῦ, the word of God: Mk 7:13, Jo 10:35, Ro 13:9, I Co 14:36, Phl 1:14, al.; absol., ὁ λ., Mt 13:21, 22 Mk 16:[20], Lk 1:2, Ac 6:4, He 4:12, al.
3.speech, discourse: Ac 14:12, II Co 10:10, Ja 3:2; opp. to ἐπιστολή, II Th 2:15; disting, from σοφία, I Co 2:1; ἀναστροφή, I Ti 4:12; δύναμις, I Co 4:19, I Th 1:5; ἔργον, Ro 15:18; οὐδενὸς λ. τίμιον (not worthy of mention), Ac 20:24; of the faculty of speech, Lk 24:19, II Co 11:6; of the style of speech, Mt 5:37, I Co 1:5; of instruction, Col 4:3, I Pe 3:1; c. gen. pers., Jo 5:24 8:52, Ac 2:41, al.; ὁ λ. ὁ ἐμός, Jo 8:31; c. gen. obj. (τ» ἀληθείας, II Co 6:7, Col 1:5, Ja 1:18; τ. καταλλαγῆς, II Co 5:19; τ. σταυροῦ, I Co 1:18; of mere talk, I Co 4:19, 2o, Col 2:23, I Jo 3:18; of the talk which one occasions, hence, repute: Col 2:23.
4.subject-matter, hence, teaching, doctrine: Ac 18:15, II Ti 2:17, al.; esp. of Christian doctrine: Mt 13:20-23, Mk 4:14-20 8:32, Lk 1:2, Ac 8:4, Ga 6:6, I Th 1:6, al.; c. gen. pers., τ. θεοῦ, Lk 5:1, Jo 17:6, Ac 4:29, I Co 14:36, I Jo 1:10, Re 6:9, al.; τ. Κυρίου, Ac 8:25, I Th 1:8, al.; τ. Χριστοῦ, Col 3:16, Re 3:8; c. gen. appos., Ac 15:7; c. gen. attrib., He 5:13.
5.a story, tale, narrative: Mt 28:15, Jo 21:23, Ac 1:1 11:22; seq. περί, Lk 5:15.
6.That which is spoken of (Plat., al.; V. Kennedy, Sources, 124), matter, affair, thing: Mt 21:24, Mk 1:45 11:29, Lk 20:3, Ac 8:21; of a matter in dispute, as a case or suit at law, Ac 19:38; pl. (I Mac 7:33, al.), Lk 1:4.
II.Of the inward thought itself, Lat. ratio.
1.reason,
(a)of the mental faculty (Hdt., Plat., al.): κατὰ λόγον, Ac 18:14;
(b)a reason, cause: τίνι λόγῳ, Ac 10:29; παρεκτὸς λόγου πορνείας, Mt 5:32 19:9, WH, mg., R, mg.
2.account,
(a)regard: Ac 20:24, Rec.;
(b)reckoning: Phl 4:15, 17; συναίρειν (q.v.) λ., Mt 18:23 25:19; in forensic sense, Ro 14:12, He 13:17, I Pe 4:5; c. gen. rei, Lk 16:2; seq. περί, Mt 12:36, Ac 19:40, I Pe 3:15.
3.proportion, analogy: Phl 2:16 (Field, Notes, 193 f.).
III.ὁ λ., the Divine Word or Logos: Jo 1:1, 14; τ. ζωῆς, I Jo 1:1; τ. θεοῦ, Re 19:13 (v. Westc, Swete, CGT, in ll.; reff. in Artt., Logos, DB, DCG).

English (Strong)

from λέγω; something said (including the thought); by implication, a topic (subject of discourse), also reasoning (the mental faculty) or motive; by extension, a computation; specially, (with the article in John) the Divine Expression (i.e. Christ): account, cause, communication, X concerning, doctrine, fame, X have to do, intent, matter, mouth, preaching, question, reason, + reckon, remove, say(-ing), show, X speaker, speech, talk, thing, + none of these things move me, tidings, treatise, utterance, word, work.

Greek Monolingual

ο (AM λόγος)
1. η διά του στόματος έκφραση τών διανοημάτων του ανθρώπου, η ομιλία ως μέσο έκφρασης και συνεννόησης («ο λόγος συνετέλεσε στην εξέλιξη του ανθρώπου»)
2. καθετί που λέγει κάποιος, φράση, κουβέντα (α. «ο λόγος που είπες ήταν πολύ σοφός» β. «αἰεὶ δὲ μαλακοῑσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισιν θέλγει», Ομ. Οδ.)
3. άδεια ή δικαίωμα να μιλήσει κάποιος (α. «του αφαίρεσαν τον λόγο» β. «λόγον διδόναι καὶ ἀπέχεσθαι», Λουκιαν.)
4. εκτενής προφορική ανάπτυξη ενός θέματος, αγόρευση (α. «εξεφώνησε βαρυσήμαντο πολιτικό λόγο» β. «δικανικοί λόγοι» γ. «πρῶτος πάλιν περὶ τῆς ἡγεμονίας ἐποίησε τῇ πόλει τὸν λόγον», Δημοσθ.)
5. γραπτή ανάπτυξη ενός θέματος, αφήγηση, εξιστόρηση (α. «ερωτικοί λόγοι» β. «ἔγραψα δὲ αὐτά καὶ τὴν ἐκβολὴν τοῦ λόγου ἐποιησάμην διὰ τόδε», Θουκ.)
6. φήμη, διάδοση για ένα γεγονός ή για κάποιο πρόσωπο (α. «ακούστηκε ένας λόγος πως ο γιος της το έσκασε» β. «ταχὺ τὸν λόγον ἐν Ρώμη σκεδασθῆναι», Πλούτ.)
7. παροιμία, γνωμικό, απόφθεγμα (α. «κατά πώς λέει ο λόγος, μην πεις, για να μη σού πούνε» β. «ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσθλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι», Πίνδ.)
8. εγγύηση, διαβεβαίωση («μού 'δωσε τον λόγο του πως θά 'ρθει» β. «οὔκουν πέρα γ' ἂν οὐδὲν ἢ λόγῳ φέροις», Σοφ.)
9. εντολή ή προσταγή (α. «δεν άκουσε τον λόγο του πατέρα του» β. «πᾱσιν προφωνεῑ τόνδε ναυάρχοις λόγον», Αισχύλ.)
10. η δύναμη του νου, η διανοητική ικανότητα του ανθρώπου, η λογική, το λογικό (α. «ορθός λόγος» — η ορθή σκέψη, το ορθώς σκέπτεσθαι
β. «αποχρών λόγος» — εύλογη αιτία
γ. «παρά λόγον» ή «παρά πάντα λόγον» — παράλογα)
11. δικαιολογία, αιτιολογία (α. «δεν ακούσαμε τον λόγο της απουσίας του» β. «χωρίς λόγο» — αδικαιολόγητα
γ. «χὠ λόγος καλὸς προσῆν», Σοφ.)
12. λογοδοσία, απολογία (α. «δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν για τις πράξεις μου» β. «λόγον... τῶν ἔργων παρὰ τοῦ στρατηγοῡ [λαμβάνειν]», Δημοσθ.
γ. «τὸ παράδοξον τῶν συμβεβηκότων ὑπὸ λόγον ἄγειν», Πολ.)
13. αναλογία, σχέση, μέτρο (α. «κατά πρώτο λόγο» β. «κατά μείζονα λόγο» γ. «τίθεμεν οὖν καὶ τἆλλα πάντα εἰς τὸν αὐτὸν λόγον;», Πλάτ.)
14. ως κύριο όν. ο Λόγος
α) το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας
β) η δημιουργική δύναμη του παντός, ο Θεός («ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεὸς ἦν ο λόγος», ΚΔ)
15. (η δοτ. εν.) λόγω
εξαιτίας (α. «ματαιώθηκε η συνεδρίαση λόγω έλλειψης απαρτίας» β. «δικαίῳ τῷ λόγῳ» — δικαιολογημένα)
16. φρ. α) «λόγου άξιος» — αξιόλογος
β) «με έναν λόγο» ή «ἑνὶ λόγῳ» ή «ἐν ἑνὶ λόγῳ» ή «ὡς ἁπλῷ λόγῳ» ή «οὐ πολλῷ λόγῳ» — βραχυλογικά, με μια λέξη, σύντομα
γ) «λόγου χάρη» ἡ (με μια λέξη) «λογουχάρη» ή (συντετμημένα) «λ.χ.» ή «που λέει ο λόγος» ή «ένεκα λόγου» — για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη
νεοελλ.
1. η γλώσσα ενός λαού, καθώς και οι διάφορες διάλεκτοι και τα διάφορα ιδιώματα (α. «προφορικός λόγος» β. «γραπτός λόγος» γ. «δημοτικός λόγος» δ. «αττικός λόγος»)
2. η λογοτεχνία (α. «έμμετρος λόγος» β. «πεζός λόγος»)
3. σκοπός, πρόθεση («είχα τον λόγο μου που το είπα»)
4. αντίρρηση («δεν δέχομαι λόγο πάνω σε αυτό το ζήτημα»)
5. σχέση δύο μεγεθών ή ποσοτήτων κατά πηλίκο (α. «ο λόγος της περιφέρειας προς τη διάμετρο»)
6. υπόσχεση (α. «λόγος τιμής» β. «κρατώ τον λόγο μου» γ. «φυλάγω τον λόγο μου» δ. «πατώ τον λόγο μου» — αθετώ την υπόσχεση μου
7. φρ. α) «ο λόγος το λέει» ή «ο λόγος το φέρνει»
(χρησιμοποιείται απλώς ως έκφραση χωρίς να δηλώνει κάτι το πραγματικό) μια και το έφερε η συζήτηση
β) «επ' ουδενί λόγω» — με κανέναν τρόπο, σε καμιά περίπτωση, οπωσδήποτε όχι
γ) «γίνεται λόγος να...» — μελετάται, προβλέπεται
δ) «δεν μού πέφτει λόγος» — δεν έχω δικαίωμα να εκφέρω γνώμη ή να αναμιγνύομαι σε ξένες υποθέσεις
ε) «έχω λόγο» ή «είμαι άνθρωπος με λόγο» ή «ο λόγος μου είναι συμβόλαιο» — είμαι αξιόπιστος άνθρωπος
στ) «ο λόγος του δεν πέφτει χάμω» — η γνώμη του έχει κύρος και ισχύ
ζ) «μεγάλος λόγος»
i) λόγος ουσιαστικός, με σημαντικό περιεχόμενο
ii) καυχησιολογία, κομπορρημοσύνη
η) «ό,τι είχαμε τον λόγο σου» — ακριβώς προ ολίγου ή αυτή τη στιγμή μιλούσαμε για σένα
θ) «αυτός έχει τον λόγο εδώ» — αυτός προστάζει εδώ
ι) «λόγος να γίνεται»
(ειρωνικά) μόνο για να υπάρχει θέμα συζήτησης
ια) «ο περί ού ο λόγος» — αυτός που προαναφέρθηκε, αυτός για τον οποίο μιλούσαμε
ιβ) «βγάζω λόγο» ή «εκφωνώ λόγο» — αγορεύω
ιγ) «δεκάρικος λόγος»
(ειρωνικά) πρόχειρη και χωρίς βάθος αγόρευση
ιδ) «δεν έχω λόγους να σέ ευχαριστήσω» — αδυνατώ με τις λέξεις να σέ ευχαριστήσω όσο θέλω
ιε) «περί ορέξεως ουδείς λόγος» — δεν μπορεί να γίνεται συζήτηση για κάτι που αρέσει σε κάποιον
ιστ) «ένας λόγος είναι αυτός!» — είναι εύκολο να το λες, αλλά δύσκολο να το κάνεις
ιζ) «εν τή ρύμη του λόγου» — κατά τη ροή της αγόρευσης
ιη) «μην πεις δεύτερο λόγο» — μην αντιλογήσεις
ιθ) «μέρη του λόγου» — οι τύποι στους οποίους υπάγονται οι λέξεις μιας γλώσσας
κ) «ευθύς λόγος», «πλάγιος λόγος», «ερωτηματικός λόγος» — χαρακτηρισμός του τρόπου με τον οποίο εκφέρεται φράση αυτοτελούς νοήματος
8. παροιμ. α) «λόγο άκουσες, όλος ψευτιά δεν είναι» ή «λόγος που βγαίνει ψεύτικος δεν είναι» — καθετί που διαδίδεται δεν είναι τελείως ψευδές
β) «μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις» να είσαι μετρημένος στα λόγια σου
γ) «ο λόγος σου μ' εχόρτασε και το ψωμί σου φά' το»
i) η πρόθυμη προσφορά σου μέ ευχαριστεί σαν να τήν έχεις πραγματοποιήσει
ii) οι περιποιήσεις σου δεν εξαλείφουν τα πικρά σου λόγια»
νεοελλ.-μσν.
1. κρίση, άποψη (α. «ισχύει ο λόγος του» β. «έχει πέραση ο λόγος του»)
2. μνεία, αναφορά (α. «γίνεται πολύς λόγος» — συζητιέται πολύ κάτι
β. «κάνω λόγο» — κάνω μνεία σε κάποια συζήτηση)
3. μήνυμα, παραγγελία
4. (συνήθως χρησιμοποιείται στη γενική έναρθρο ή άναρθρο, ακολουθούμενο από προσωπική αντωνυμία αντί της απλής προσωπικής αντωνυμίας) (του) λόγου μου, σου, του ή ελόγου μου, σου, του
εγώ, εσύ, αυτός (α. «καθένας για λόγου του νοιάζεται» β. «ζωή σε λόγου σας» — ευχή σε συγγενείς ή φίλους κάποιου που πέθανε)
5. (και με το για) για λόγου μου
για λογαριασμό μου
6. (και με την πρόθεση από αντί της αυτοπαθούς αντωνυμίας) από λόγου μου
από δική μου πρωτοβουλία
7. φρ. α) «έδωσαν λόγο» — έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση για εκτέλεση συμφωνίας ή για γάμο
β) «ούτε λόγος» ή «ουδέ λόγος» — οπωσδήποτε
μσν.
1. γλώσσα
2. λεκτική ικανότητα, αφηγηματική ευχέρεια
3. απειλή, εκφοβισμός
4. συγκατάθεση
5. φρ. α) «χρυσόβουλλος λόγος» — είδος αυτοκρατορικού προνομίου
β) «ἐκτὸς λόγου» — χωρίς συζήτηση, αναντίρρητα
γ) «ἐξ ἀέρων λόγος» — θεία φώτιση
δ) «παλαιὸς λόγος» — παράδοση
ε) «ὁ ῥέων χύδην λόγος» — η άποψη που κυκλοφορεί γενικά για κάποιον ή για κάτι
στ) «τὸ τοῦ λόγου» — κατά τη συνηθισμένη έκφραση
ζ) «ὑπὲρ λόγον» — σε υπερβολικό βαθμό
η) «βάνω λόγο στὸ στόμα κάποιου» — καθοδηγώ κάποιον, υπαγορεύω σε κάποιον κάτι
θ) «βγαίνω ἀπὸ τὸν λόγον μου» — αθετώ την υπόσχεσή μου
ι) «δίδω τὸν λόγον» — διατάζω
ια) «ἔχω λόγο μέσα μου» — προσέχω, έχω τον νου μου
ιβ) «μεταδίδωμι λόγους» — συζητώ
ιγ) «μοιράζω τὸν λόγον» — μιλώ με σειρά
ιδ) «πλαταίνω λόγους διὰ κάποιον» — συζητώ εκτενώς για κάποιον
ιε) «προπέμπομαι λόγον» ή «συναίρω λόγον» ή «συναίρω λόγους» — μιλώ, λέγω
στ) στήνω λόγον» — κάνω συμφωνία
ιζ) «στρέφω λόγο» — πληροφορώ κάποιον
ιη) «εἶμαι διὰ λόγου μου» — είμαι ανεξάρτητος
ιθ) «ὁ λόγος μου» — εγώ
μσν.-αρχ.
1. φραστική διατύπωση, πρόταση («ἀδύνατον εἶναι ὁτιοῡν τῶν πρώτων ρηθῆναι λόγῳ», Πλάτ.)
2. συνομιλία, συνδιάλεξη, συζήτηση
3. διαπραγμάτευση, συνεννόησηενθαύτα ες λόγους ήλθον Μαρδόνιος τε... καί Αρτάβαζος», Ηρόδ.)
4. διήγηση, περιγραφή («γενόμενον γάρ κρείσσον λόγου, το είδος της νόσου», Θουκ.)
5. μύθος («τους του Αισώπου λόγους», Πλάτ.)
6. τμήμα συγγραφής, κεφάλαιο
7. απόφαση
8. η υπόθεση γύρω από την οποία στρέφεται η συζήτηση («τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῑν», Αριστοτ.)
9. μάθηση, μόρφωση
10. διδασκαλία, κήρυγμα
11. λογιστική κατάσταση, λογαριασμός («τὸν μὲν τῶν χρημάτων λόγον παρά τούτων λαμβάνειν», Δημοσθ.)
αρχ.
1. εκτίμηση, υπόληψη (α. «λόγον βροτῶν οὐκ ἔσχεν οὐδένα», Αισχύλ.
β. «τῶν ἦν ἐλάχιστος λόγος ἀπολυμμένων», Ηρόδ.)
2. πρόφαση, προσποίηση («τὰ νῡν ξύμφωνα δεξιώματα δόρει διασκεδῶσιν ἐκ σμικροῡ λόγῳ», Σοφ.)
3. ορισμός («ψυχῆς οὐσία καὶ λόγος», Πλάτ.)
4. η πεζογραφία
5. ισχυρισμός («καὶ παράδειγμα τόδε τοῦ λόγου οὐκ ἐλάχιστόν ἐστι διὰ τὰς μετοικήσεις τὰ ἄλλα μὴ ὁμοίως αὐξηθῆναι», Θουκ.)
6. απόκριση μαντείου, χρησμοδοτική ρήση
7. όρος συμφωνίας («πέμπει ἐς Σαλαμῑνα Μουρυχίδην... φέροντα τοὺς αὐτοὺς λόγους», Ηρόδ.)
8. κοινός έπαινος, εκτίμηση ή ψόγος, δυσυποληψία («περὶ σέο λόγος ἀπῑκται πολλός», Ηρόδ.)
9. σκέψη, κρίση
10. όριο, μέτρο («ἐς δὲ τούτου [τοῦ γήραος] λόγον οὐ πολλοὶ ἀπικνέονται», Ηρόδ.)
11. φρ. α) «οἱ ἐν λόγοις» — οι διαλεκτικοί
β) «κοινῷ λόγῳ» — με κοινή απόφαση, με κοινή συναίνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρ. του λέγω που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα λογ- της ρίζας λεγ-. Η αρχική του σημ. «ομιλία, λόγια» εξελίχθηκε στην ιων. αττ. κυρίως διάλεκτο σε «διήγηση, εξήγηση, θεώρηση, αναλογία, συλλογισμό, λογική». Έτσι, ως αφηρημένη έννοια, αντιδιαστελλόταν προς το έργον, που δήλωνε την απτή πραγματικότητα. Στη χριστιανική θεολογία, τέλος, δήλωσε το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον «αμετάτρεπτον Λόγον» του Πατρός, τον Ιησού Χριστό. Η λ. απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων και ως α' και ως β' συνθετικό (βλ. λογο-, -λογος, -λόγος και -λογώ).
ΠΑΡ. λογάρι, λογάς (II), λογίζομαι, λογικός, λόγιος, λογύδριον, λογώ (I)
αρχ.
λογεύς, λογίσκος, (II), λογώδης
αρχ.-μσν.
λόγιμος μσν. λογάτορας
μσν.- νεοελλ.
λογούμαι νεοελλ. λογάς (III), λογάω].

Greek Monotonic

λόγος: ὁ (λέγω Γ) (Α), έναρθρος λόγος ή λέξεις με τις οποίες εκφράζεται η εσώτερη σκέψη, Λατ. oratio· (Β) ο ίδιος ο ενδιάθετος λόγος, η ίδια η ενδόμυχη σκέψη, Λατ. ratio.
Α. Λατ. vox, oratio, αυτό που λέγεται ή συζητείται·
I. λέξη, στον πληθ., λέξεις, δηλ. ομιλία, λόγος, γλώσσα, σε Όμηρ., κ.λπ.· λόγου ἕνεκα, Λατ. dicis causa, απλώς, χάριν λόγου, χάριν ομιλίας, σε Πλάτ.· λόγῳ, με πρόφαση, αντίθ. προς το ἔργῳ(πράγματι, στην πραγματικότητα), σε Ηρόδ., Αττ.
II. 1. λόγος, ισχυρισμός, σε Θουκ.· χρησμός, σε Πίνδ., Πλάτ.· λόγος, απόφθεγμα, παροιμία, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. διαβεβαίωση, υπόσχεση, σε Σοφ.
3. απόφαση, κοινῷ λόγῳ, κοινή συναινέσει, σε Ηρόδ.
4. όρος, προϋπόθεση, ἐπὶ λόγῳ τοιῷδε, στον ίδ.
5. διαταγή, εντολή, σε Αισχύλ.
III. 1. ομιλία, συνδιάλεξη, εἰς λόγους ἐλθεῖν, συνελθεῖν, ἀφικέσθαι τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· λόγου μεῖζον, κρεῖσσον, πέρα από τα λόγια, σε Ηρόδ., Θουκ.· λόγου ἄξιον, αξιοσημείωτο, σε Ηρόδ.
2. δικαίωμα λόγου, άδεια να μιλήσει κάποιος, λόγον αἰτεῖσθαι, σε Θουκ.· διδόναι λόγον, σε Ξεν.
3. ομιλία, λόγος για κάποιον, φήμη, Λατ. fama, λόγος, σε Ηρόδ., Αττ.· λόγος ἐστί, λόγος ἔχει, κατέχει, φέρεται, με αιτ. και απαρ. έτσι έχει η φήμη, έτσι διαδίδεται, φημολογείται, Λατ. fama fert, σε Ηρόδ., Αττ.
4. λόγος, ομιλία, γλώσσα, σε Πλάτ.
IV. 1. λόγος, διήγηση, ιστορία, αντίθ. προς τον απλό μύθο (μῦθος), και την κανονική ιστορία (ἱστορία), σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.· έπειτα, πλαστή διήγηση, ιστορία, μύθος, όπως αυτοί του Αισώπου, σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. διήγηση, και στον πληθ., ιστορίες, διηγήσεις, σε Ηρόδ.· στον ενικ., μέρος ή τμήμα παρόμοιου συγγράμματος, στον ίδ.
V. γενικά, πεζός λόγος, πεζογραφία, σε Ξεν., κ.λπ.
VI.ρητορικός λόγος, ρητορεία, σε Ρήτ.
VII. όπως το ῥῆμα, πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, υποκείμενο ή υπόθεση λόγου, σε Ηρόδ., Αττ.
VIII. αυτό που δηλώνεται, πρόταση, θέση, αρχή, σε Πλάτ.· επίσης = ὁρισμός, ορισμός, στον ίδ. Β. I. 1. Λατ. ratio, σκέψη, συλλογισμός, οὐκ ἔχει λόγον, δεν επιδέχεται λογική, σκέψη, σε Σοφ.· ὀρθὸςλόγος, σε Πλάτ.· ὡς ἔχει λόγον = ὡς ἔοικεν, σε Δημ.· κατὰ λόγον, σύμφωνα με τη λογική, λογικά, σε Πλάτ.· μετὰ λόγου, στον ίδ.
2. γνώμη, προσδοκία, σε Ηρόδ.
3. λόγος, δικαιολογία, ισχυρισμός, πρόφαση, σε Σοφ., κ.λπ.
4.λόγος αἱρέει, με αιτ. και απαρ., είναι λογικό ότι..., Λατ. ratio evincit, σε Ηρόδ.
II. 1. λογισμός, θεωρία, εκτίμηση, λόγον βροτῶν οὐκ ἔσχεν οὐδένα, σε Αισχύλ.· Μαρδονίου λόγου οὐδεὶς γίγνεται, σε Ηρόδ.· λόγου οὐδενὸς γενέσθαι, θεωρούμαι ως ανάξιος λόγου, στον ίδ.· λόγου ποιεῖσθαί τινα ή τι, θεωρώ κάποιον ή κάτι άξιο λόγου, στον ίδ.· ομοίως, ἐν οὐδενὶ λόγῳ ποιεῖσθαι, στον ίδ.· ἐν ἀνδρὸς λόγῳ εἶναι, λογίζεται ως άνδρας, στον ίδ.
2. λογαριασμός, λογοδοσία, λόγον διδόναι τινός, δίνω λογαριασμό για κάτι, στον ίδ., Αττ.· ομοίως, λόγον παρέχειν, σε Πλάτ.· λόγον λαμβάνειν παρά τινος, σε Δημ.· λόγον ἀπαιτεῖν, στον ίδ.· λόγον ὑπέχειν, σε Πλάτ., Δημ., κ.λπ.· λόγον ἐγγράφειν, σε Δημ., κ.λπ.· λόγον ἀποφέρειν, σε Αισχίν.· πρβλ. λογιστής.
III. η προσήκουσα σχέση, συμμετρία, αναλογία, κατὰλόγον τινός ή τινί, σε Ηρόδ., Αττ. Γ. Ὁ Λόγος, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, περιλαμβάνει και τις δύο παραπάνω σημασίες, Λόγου και Σκέψης, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

λόγος: ὁ (часто pl.)
1) слово, речь (ἔργῳ καὶ λόγῳ Aesch.): λόγου μείζων Her. или κρείσσων Thuc. невыразимый, неописуемый; λόγον προσφέρειν τινί Her. обратиться к кому-л.; ὡς εἰπεῖν λόγῳ Her. так сказать; λόγου ἕνεκα Plat. (только) к слову, к примеру (не всерьез); λέγειν ἑνὶ λόγῳ Plat. или ἁπλῷ λόγῳ Aesch. (одним) словом; (περὶ) οὗ ὁ λ. Plat. о чем (и) идет речь;
2) сказанное, упомянутое: καὶ παράδειγμα τόδε τοῦ λόγου ἐστί Thuc. доказательством же сказанного является следующее;
3) лог. положение, суждение, формулировка (λ. ὁριστικός Arst.): ἐξελεγκτέος οὗτος ὁ λ. ἡμῖν ἐστιν Plat. это положение мы должны опровергнуть;
4) филос. определение (ψυχῆς οὐσία καὶ λ. Plat.): τὰ πρῶτα στοιχεῖα λόγον οὐκ ἔχει Plat. первоначала не поддаются определению;
5) выражение, изречение, поговорка: θεοὺς τοὺς τῆς ἁλούσης πόλεως ἐκλείπειν λ. (sc. ἐστίν) Aesch. говорят, что завоеванный город боги покидают;
6) вещее слово, предсказание, прорицание: δρυὸς λόγοι μαντικοί Plat. вещие слова дуба, т. е. Додонского оракула; πρὸς λόγον τοῦ σήματος Aesch. как предвещает знамение;
7) решение, постановление: κοινῷ λόγῳ Her. единогласно;
8) право решать, законодательная власть: ἐπὶ τῷ πλήθει λ. (sc. ἐστίν) Soph. власть принадлежит (народным) массам;
9) приказание, повеление (πατρός Aesch.);
10) предложение, условие (ἐνδεξαμένου τὸν λόγον Πεισιστράτου Her.): ἐπὶ λόγῳ τοιῷδε τάδε ὑπίσχομαι Her. я обещаю это со следующим условием;
11) слово, обещание: λόγος λέγειν μόνον Dem. давать одни обещания;
12) повод, предлог: ἐκ σμικροῦ λόγου Soph. под ничтожным предлогом;
13) довод, доказательство (λόγοις τισὶ πεῖσαί τινα Xen.);
14) упоминание: λόγου ἄξιον οὐδέν Her. ничего заслуживающего внимания, т. е. немного, незначительно;
15) слава, слух (ἵνα λ. σε ἔχῃ ἀγαθός Her.): λ. ἐστί, κατέχει или φέρεται Thuc., Xen. etc. идет слух, ходит молва;
16) весть, известие (λ., ὃς ἐμπέπτωκεν ἐμοί Soph.);
17) разговор, беседа: εἰς λόγους ἐλθεῖν, συνελθεῖν, ἰέναι или ἀφικέσθαι τινί Her. etc. вступить в разговор (беседовать) с кем-л.; ἐν λόγοις εἶναι Her. и διὰ λόγων ἰέναι τινί Eur. вести беседу с кем-л.; τοὺς λόγους ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Plat. беседовать друг с другом;
18) переговоры (λόγους ποιεῖσθαι περί τινος Dem.);
19) рассказ, повествование, предание (Αἰγύπτιοι λόγοι Her.; ἄκουε λόγου, ὃν σὺ ἡγήσει μῦθον Plat.);
20) сказка, басня (οἱ τοῦ Αἰσώπου λόγοι Plat.): ὁ τοῦ κυνὸς λ. Xen. басня о собаке;
21) прозаическое произведение, проза (ἐν λόγῳ καὶ ἐν ᾠδαῖς Xen.): οἱ λόγοι Anth. литературные занятия, литература;
22) раздел сочинения, глава, книга (ἐν τῷ πρόσθεν или ἔμπροσθεν λόγῳ Xen.);
23) право говорить, слово (αἰτεῖσθαι λόγον Thuc.): λόγου τυγχάνειν Dem.; получить слово;
24) ораторское выступление, речь: σύγκειται ἐκ τριῶν ὁ λ. Arst. речь складывается из трех (элементов);
25) предмет обсуждения, вопрос, тема (περὶ λόγου τινὸς διαλέγεσθαι Plat.): ἄλλος λ. Plat. (это) другой вопрос; ἐὰν πρὸς λόγον τι ᾖ Plat. если это относится к делу; τοῦ λόγου μετέχειν Her. быть замешанным в деле; τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν Plat. представлять дурное хорошим;
26) разумение, разум (τῷ λόγῳ ἕπεσθαι Plat.): ὁ ὀρθὸς или ἐοικὼς λ. Plat. здравый ум; ἔχειν λόγον Plat. соответствовать требованиям разума, быть разумным;
27) (разумное) основание: κατὰ τίνα λόγον; Plat. на каком основании?;
28) мнение, усмотрение: ὅ τί μιν ὁ λ. αἱρέει Her. как ему заблагорассудится; τῷ ἐκείνων λόγῳ Her. по их мнению;
29) предположение: ἐπὶ τῷδε τῷ λόγῳ Her. в расчете на то; παρὰ λόγον Plat. против ожидания;
30) значение, вес (λόγῳ ἐν σμικρῷ εἶναι Plat.): λόγου οὐδενὸς γενέσθαι πρός τινος Her. быть в полном презрении у кого-л.; ἐν οὐδενὶ λόγῳ ποιεῖσθαί τινα Her. ни во что не ставить кого-л.;
31) (со)отношение, соответствие: ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον Plat. в том же соотношении; κατὰ λόγον τινός Her., Xen.; в соответствии с чем-л.; ἐς Her. и πρὸς λόγον τινός Aesch. относительно чего-л., в связи с чем-л.;
32) отчет, объяснение (λόγον ἑαυτῷ διδόναι περί τινος Her.): λόγον δοῦναι καὶ δέξασθαι Plat. давать и получать объяснения;
33) счет, исчисление: τὸ κατὰ λόγον Men. по (общему) счету, в итоге;
34) число, группа, категория: ἐν συμμάχων λόγῳ εἶναι Her. считаться союзниками; ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ποιεῖσθαι Her. держать на положении рабов; ἐς τούτου (sc. τοῦ γήραος) λόγον οὐ πολλοὶ ἀπικνέονται Her. до такой старости доживают немногие.

Frisk Etymological English

λόγιος Etymology: On λόγιος also Pfligensdorffer WienStud. 61--62, 5ff. (esp. Ion. a. koine); on Λογίνα (Λόγος καὶ Λογίνα Tit. of Epich.) Hoenigswald Lang. 17, 247ff. (joking imitation of Lat. (Ital.) -īna (gallīna etc.). Objections by Risch Glotta 35, 67; s. also Kaibel ad loc.
See also: s. λέγω.

Middle Liddell

λόγος, ὁ, [λέγω3]
(A) the word or that by which the inward thought is expressed, Lat. oratio; and, (B) the inward thought itself, Lat. ratio.
A. Lat. vox, oratio, that which is said or spoken:
I. a word, pl. words, i. e. language, talk, Hom., etc.; λόγου ἕνεκα, Lat. dicis causa, merely for talking's sake, Plat.; λόγῳ in word, in pretence, opp. to ἔργῳ (in deed, in reality), Hdt., attic
II. a word, saying, statement, Thuc.: an oracle, Pind., Plat.:— a saying, maxim, proverb, Pind., Aesch.
2. an assertion, promise, Soph.
3. a resolution, κοινῷ λ. by common consent, Hdt.
4. a condition, ἐπὶ λόγῳ τοιῷδε Hdt.
5. a command, Aesch.
III. speech, discourse, conversation, εἰς λόγους ἐλθεῖν, συνελθεῖν, ἀφικέσθαι τινί Hdt., attic; λόγου μεῖζον, κρεῖσσον beyond expression, Hdt., Thuc.; λόγου ἄξιον worth mention, Hdt.
2. right of speech, power to speak, λόγον αἰτεῖσθαι Thuc.; διδόναι Xen.
3. talk about one, report, repute, Lat. fama, λόγος, Hdt., attic; λόγος ἐστί, λόγος ἔχει, κατέχει, φέρεται, c. acc. et inf., so the story goes, Lat. fama fert, Hdt., attic
4. speech, language, Plat.
IV. a saying, tale, story, opp. on the one hand to mere fable (μῦθοσ), on the other, to regular history (ἱστορίἀ, Hdt., Thuc., etc.: then, a fictitious story, fable, like those of Aesop, Hdt., Plat.
2. a narrative, and in pl. histories, history, Hdt.: in sg. one part of such a work, Hdt.
V. generally, prose-writing, prose, Xen., etc.
VI. a speech, oration, Oratt.
VII. like ῥῆμα, the thing spoken of, the subject or matter of the λόγος, Hdt., attic
VIII. that which is stated, a proposition, position, principle, Plat.: also = ὁρισμός, a definition, Plat.
B. Lat. ratio, thought, reason, οὐκ ἔχει λόγον admits not of reason, Soph.; ὀρθὸς λ. Plat.; ὡς ἔχει λόγον, = ὡς ἔοικεν, Dem.:— κατὰ λόγον agreeably to reason, Plat.; μετὰ λόγου Plat.
2. an opinion, expectation, Hdt.
3. a reason, ground, plea, Soph., etc.; ἐκ τίνος λόγου; on what ground? Aesch.; ἐξ οὐδενὸς λ. Soph., etc.
4.λόγος αἱρέει, c. acc. et inf., it stands to reason that… , Lat. ratio evincit, Hdt.
II. account, consideration, esteem, regard, λόγον βροτῶν οὐκ ἔσχεν οὐδένα Aesch.; Μαρδονίου λόγος οὐδεὶς γίγνεται Hdt.; λόγου οὐδενὸς γενέσθαι to be of no account, Hdt.; λόγου ποιεῖσθαί τινα or τι, to make account of a person or thing, Hdt.;—so, ἐν οὐδενὶ λόγῳ ποιεῖσθαι Hdt.;— ἐν ἀνδρὸς λόγῳ εἶναι to be reckoned as a man, Hdt.
2. an account, λόγον διδόναι τινός to give an account of a thing, Hdt., attic; so, λόγον παρέχειν Plat.; λ. λαμβάνειν παρά τινος Dem.; λ. ἀπαιτεῖν Dem.; ὑπέχειν Plat., Dem., etc.; ἐγγράφειν Dem., etc.; ἀποφέρειν Aeschin.; cf. λογιστής.
III. due relation, proportion, analogy, κατὰ λόγον τινός or τινί Hdt., attic
C. Ὁ ΛΟΓ/Ος, the Logos or Word, comprising both senses of Thought and Word, NTest.

Frisk Etymology German

λόγος: λόγιος usw.
{lógos}
Etymology : Zu λόγιος noch Pfligensdorffer WienStud. 61—62, 5ff. (vor allem ion. u. koine); zu Λογίνα (Λόγος καὶ Λογίνα Tit. von Epich.) Hoenigswald Lang. 17, 247ff., der darin eine scherzhafte Nachahmung von lat. (ital.) -īna (gallīna usw.) sieht. Bedenken bei Risch Glotta 35, 67; s. auch Kaibel z. St.
See also: s. λέγω.
Page 2,133

Chinese

原文音譯:lÒgoj 羅哥士
詞類次數:名詞(330)
原文字根:提出(說話)著 相當於: (דָּבָר‎)
字義溯源:話,主題,資料,事物,說明,宣言,言語,話語,講說,講,說,說話,信息,緣由,緣故,風聲,宣告,言,道,書,理,事,算,賬,交帳,賬目,表現;(λέγω / εἴρω)*=陳述)。這字一般的意義是:話,講說,信息;但和‘話(道)成肉身’一比較,就有明顯的不同。所以,在新約這字乃表明:
1)話乃是福音信息
2)話乃是基督自己。我們若仔細閱讀( 約1:1 ,2 ,3; 約壹1:1; 啓19:13)這三處經文,就能體會,使徒約翰是何等謹慎而莊重的描述這位永遠就存在的話。為此,在新約我們要集中全力的來注視:第一;耶穌,這永遠的話,乃是神成為肉身。他是創造能力的話,在信徒中創造新生命。他的話語拯救我們,他的能力供應而托住我們。第二;早期的門徒如何的信賴救恩的信息,今日的信徒也是照樣的信賴這救恩信息的話。就是神在這末後的日子,藉著他的兒子向我們所說的話。每一信徒都有責任將這福音的話,就是道成肉身的話,向全世人去傳揚。參讀 (κήρυγμα)同義字參讀 (λείπω)同源字
出現次數:總共(332);太(32);可(24);路(33);約(40);徒(65);羅(8);林前(16);林後(9);加(2);弗(4);腓(4);西(7);帖前(8);帖後(5);提前(8);提後(7);多(5);來(12);雅(5);彼前(6);彼後(4);約壹(6);約叄(1);啓(21)
譯字彙編
1) 話(206)數量太多,不能盡錄;
2) 道(42) 可2:2; 可4:33; 可7:13; 可8:38; 可16:20; 路1:4; 路5:1; 路8:11; 路8:12; 路8:13; 路8:15; 路8:21; 約1:1; 約1:1; 約1:1; 約1:14; 徒8:21; 徒10:36; 徒11:1; 徒11:19; 徒12:24; 徒13:5; 徒13:7; 徒13:44; 徒13:46; 徒13:48; 徒13:49; 徒14:3; 徒14:25; 徒15:7; 徒15:35; 徒16:6; 徒16:32; 徒17:11; 徒17:13; 徒18:5; 徒18:11; 徒19:10; 徒19:20; 徒20:32; 腓2:16; 彼前3:1;
3) 言語(22) 徒18:15; 羅3:4; 羅15:18; 林前2:1; 林前2:4; 林前2:4; 林前2:13; 林前4:19; 林前4:20; 林前12:8; 林前12:8; 林後10:10; 林後10:11; 林後11:6; 弗4:29; 西4:6; 帖前1:5; 帖後2:2; 帖後2:17; 提前4:12; 多2:8; 約壹3:18;
4) 話語(20) 太12:36; 太22:15; 可12:13; 路1:2; 徒2:41; 徒6:4; 徒7:22; 徒15:27; 林前1:5; 林前14:9; 加6:6; 弗6:19; 西3:17; 西4:3; 帖後2:15; 提前5:17; 來5:13; 來6:1; 雅3:2; 彼前3:1;
5) 說(5) 徒16:35; 羅10:19; 啓5:13; 啓8:13; 啓18:18;
6) 賬(5) 太18:23; 太25:19; 腓4:17; 來13:17; 彼前4:5;
7) 緣由(3) 徒10:29; 徒19:40; 彼前3:15;
8) 一句話(3) 太8:8; 太22:46; 路20:3;
9) 說話(2) 路24:19; 徒14:12;
10) 言(2) 路4:22; 約叄1:10;
11) 事(2) 可1:45; 徒19:38;
12) 話的(2) 雅1:22; 雅1:23;
13) 算(1) 徒20:24;
14) 話上(1) 彼前2:8;
15) 講(1) 徒20:7;
16) 事上(1) 腓4:15;
17) 話語的(1) 提後1:13;
18) 表現(1) 西2:23;
19) 交賬(1) 來4:13;
20) 話語上的(1) 林前1:17;
21) 話:(1) 約4:39;
22) 句話(1) 路7:7;
23) 一言(1) 太15:23;
24) 用一句話(1) 太8:16;
25) 風聲(1) 路7:17;
26) 賬目(1) 路16:2;
27) 用言語(1) 徒15:24;
28) 書(1) 徒1:1;
29) 的緣故(1) 太5:32;
30) 理(1) 徒18:14

Wikipedia EN

Logos (UK: /ˈloʊɡɒs, ˈlɒɡɒs/, US: /ˈloʊɡoʊs/; Ancient Greek: λόγος, romanized: lógos; from λέγω, légō, lit. 'I say') is a term in Western philosophy, psychology, rhetoric, and religion derived from a Greek word variously meaning "ground", "plea", "opinion", "expectation", "word", "speech", "account", "reason", "proportion", and "discourse". It became a technical term in Western philosophy beginning with Heraclitus (c.  535 – c.  475 BC), who used the term for a principle of order and knowledge.

Ancient Greek philosophers used the term in different ways. The sophists used the term to mean discourse. Aristotle applied the term to refer to "reasoned discourse" or "the argument" in the field of rhetoric, and considered it one of the three modes of persuasion alongside ethos and pathos. Pyrrhonist philosophers used the term to refer to dogmatic accounts of non-evident matters. The Stoics spoke of the logos spermatikos (the generative principle of the Universe) which foreshadows related concepts in Neoplatonism.

Within Hellenistic Judaism, Philo (c.  20 BC – c.  50 AD) adopted the term into Jewish philosophy. Philo distinguished between logos prophorikos ("the uttered word") and the logos endiathetos ("the word remaining within").

The Gospel of John identifies the Christian Logos, through which all things are made, as divine (theos), and further identifies Jesus Christ as the incarnate Logos. Early translators of the Greek New Testament such as Jerome (in the 4th century AD) were frustrated by the inadequacy of any single Latin word to convey the meaning of the word logos as used to describe Jesus Christ in the Gospel of John. The Vulgate Bible usage of in principio erat verbum was thus constrained to use the (perhaps inadequate) noun verbum for "word", but later Romance language translations had the advantage of nouns such as le mot in French. Reformation translators took another approach. Martin Luther rejected Zeitwort (verb) in favor of Wort (word), for instance, although later commentators repeatedly turned to a more dynamic use involving the living word as felt by Jerome and Augustine. The term is also used in Sufism, and the analytical psychology of Carl Jung.

Despite the conventional translation as "word", it is not used for a word in the grammatical sense; instead, the term lexis (λέξις, léxis) was used. However, both logos and lexis derive from the same verb légō (λέγω), meaning "(I) count, tell, say, speak".

Wikipedia DE

Der altgriechische Ausdruck logos (maskulin; griechisch λόγος lógos, lateinisch verbum, hebräisch דבר davar) verfügt über einen außerordentlich weiten Bedeutungsspielraum. Er wird unspezifisch im Sinne von „Wort“ und „Rede“ sowie deren Gehalt („Sinn“) gebraucht, bezeichnet aber auch das geistige Vermögen und was dieses hervorbringt (z. B. „Vernunft“) wie auch ferner ein allgemeineres Prinzip einer Weltvernunft oder eines Gesamtsinns der Wirklichkeit. Darüber hinaus existieren – je nach Kontext – noch spezifischere Verwendungen, beispielsweise als „Definition“, „Argument“, „Rechnung“ oder „Lehrsatz“. Auch philosophische und religiöse Prinzipien werden mit dem Ausdruck lógos bezeichnet, beispielsweise in den Fragmenten Heraklits und in Texten stoischer Philosophie sowie jüdisch-hellenistischer und christlicher Herkunft.

Das Lexem -log- findet sich auch im Namen der philosophisch-mathematischen Disziplin der Logik, in der Endung -logie zur Bezeichnung von Wissenschaften (z. B. „Kosmologie“) und in zahlreichen Fremdwörtern (z. B. „Analogie“).

Wikipedia IT

Logos (in greco: λόγος, corrispondente al latino verbum e all'ebraico דבר davar), deriva dal greco λέγω (légο), che significa scegliere, raccontare, enumerare, parlare, pensare. I termini latini corrispondenti (ratio, oratio) si rifanno con il loro significato di calcolo, discorso al senso originario della parola che successivamente ha assunto nella lingua greca molteplici significati: «stima, studio (come suffisso), apprezzamento, relazione, legame, proporzione, misura, ragion d'essere, causa, spiegazione, frase, enunciato, definizione, argomento, ragionamento, ragione, disegno».

Wikipedia FR

Dans la pensée grecque antique, le logos (grec ancien λόγος lógos « parole, discours, raison, relation ») est au départ le discours parlé ou écrit. Par extension, logos désigne également la raison, forme de pensée dont on considère qu'elle découle de la capacité à utiliser une langue (grec γλῶσσα / glossa, γλῶττα / glotta « langue »).

De l'idée de logos dérive celle de logique (au sens large par opposition à la logique mathématique moderne), qui correspond dans le monde latin à la rationalité, l'art de la pensée verbale juste.

Wikipedia ES

Logos (en griego λóγος -lôgos- ) es una palabra griega que tiene varios matices de significado: Logos es la palabra en cuanto meditada, reflexionada o razonada. Puede traducirse de distintas formas: habla, palabra, razonamiento, argumentación o discurso. También puede ser entendido como: "inteligencia", "pensamiento", "sentido", la palabra griega λóγος -lôgos- ha sido y suele ser traducida en lenguas romances como Verbo (del latín : Verbum). Su raíz estaría, probablemente, en el indoeuropeo leḡ, que tiene el sentido de "recoger junto", imponiendo a ese recoger un "criterio", por lo tanto derivaría, tanto en el griego como en el latín, en el sentido de recoger, seleccionar, elegir​.

Es uno de los tres modos de persuasión en la retórica (junto con el ethos y el pathos), según la filosofía de Aristóteles.

Wikipedia RU

Ло́гос (от др.-греч. λόγος — слово, мысль, смысл, понятие, число) — термин древнегреческой философии, означающий одновременно «слово» (высказывание, речь) и «понятие» (суждение, смысл). Гераклит, впервые использовавший его, называл логосом «вечную и всеобщую необходимость», устойчивую закономерность. В последующем значение этого термина неоднократно изменялось, тем не менее, под логосом понимают наиболее глубинную, устойчивую и существенную структуру бытия, наиболее существенные закономерности мира.

В иудаизме это «Мемра» (ивр. ‏ממרה‏‎), или «Маамар» (‏מאומר‏‎) — «Логос», «Слово», как творческое начало слова Божьего.

Wikipedia PT

Logos (UK: /ˈloʊɡɒs, ˈlɒɡɒs/, US: /ˈloʊɡoʊs/; Grego antigo: λόγος, translit. lógos; de λέγω, légō, lit. 'Eu digo') é um termo na filosofia ocidental, psicologia, retórica e religião derivada de uma palavra grega que significa, "fundamento", "pleito", "opinião", "expectativa", "pensamento", "palavra", "fala", "conta", "razão", "proporção" e "discurso", mas se tornou um termo técnico na filosofia ocidental, começando com Heráclito (535 a.C. - 475 a.C.), que usou o termo para um princípio de ordem e conhecimento. Logos é a lógica por trás de um argumento. Logos é persuadir uma audiência usando argumentos lógicos e evidências de apoio. Logos é uma técnica persuasiva usada frequentemente na escrita e retórica.

English (Woodhouse)

account, address, argument, assertion, calculation, consideration, conversation, description, essay, esteem, excuse, expression, legend, maxim, narrative, oration, plea, prophesy, proportion, proposal, reason, reckoning, remark, report, rumour, speech, statement, story, subject, theme, value, word, case put forward, division of a work, in an indictment, message from heaven, passage in a book, public speech, question in discussion, rational faculty, right of speaking, set of words, something predicted, something said, subject under discussion, true story, word spoken

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)