ποιέω
English (LSJ)
Dor. ποιϝέω IG4.800 (Troezen), etc.:
A Ep. impf. ποίεον Il. 20.147; contr. ποίει 18.482; Ion. ποιέεσκον Hdt.1.36, 4.78: fut. ποιήσω: aor. ἐποίησα, Ep. ποίησα Il.18.490: pf. πεποίηκα:—Med., Ion. impf. ποιεέσκετο Hdt.7.119: fut. ποιήσομαι Il.9.397: in pass. sense, Hp.Decent.11, Arist.Metaph.1021a23: aor. ἐποιησάμην, Ep. ποι- Od.5.251, al.: pf. πεποίημαι in med. sense, And.4.22, Decr. ap. D. 18.29:—Pass., fut. ποιηθήσομαι (μεταποιέω) D.23.62, v. supr.; πεποιήσομαι Hp.Mul.1.11,37: aor. ἐποιήθην Hdt.2.159, etc. (used as Med. only in compd. προσποιέω): pf. πεποίημαι Il.6.56, etc.:—Att. ποῶ (EM 679.24), etc., is guaranteed by metre in Trag. and Com., as ποῶ S. OT918, ποεῖν Id.Tr.385, ποεῖς Ar.Ach.410, etc., and found in cod. Laur. of S., cod. Rav. of Ar., also IG12.39.6 (ποήσω), 82.9 (ποεῖ), 154.7 (ἐποησάτην), etc.; but ποι- is always written before -οι, -ου, -ω in Inscrr.: πο- also in Aeol. πόημι πόης πόει PBouriant8.71,75, Sapph. Supp.1.9, al., and Arc. ποέντω, = ποιούντων, IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.); cf. ποιητής.
0-0Used in two general senses, make and do.
A make, produce, first of something material, as manufactures, works of art, etc. (opp. πράττειν, Pl.Chrm.163b), in Hom. freq. of building, π. δῶμα, τύμβον, Il.1.608,7.435; εἴδωλον Od.4.796; π. πύλας ἐν [πύργοις] Il.7.339; of smith's work, π. σάκος ib.222; ἐν [σάκεϊ] ποίει δαίδαλα πολλά 18.482, cf. 490,573: freq. in Inscrr. on works of art, Πολυμήδης ἐποίϝηh' (= ἐποίησε) Ἀργεῖος SIG5 (vi B.C., cf. Class.Phil.20.139); Θεόπροπος ἐποίει Αἰγινάτας SIG18(vi/v B.C.), etc.; ἐποίησε Τερψικλῆς ib.3b (Milet., vi B.C.), etc.; τίς… τὴν λίθον ταύτην τέκτων ἐποίει; Herod.4.22; εἵματα ἀπὸ ξύλων πεποιημένα = made from trees, i.e. of cotton, Hdt.7.65; ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου X.An. 5.3.9; πλοῖα ἐκ τῆς ἀκάνθης ποιεύμενα Hdt.2.96; καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ βοῶν X.An.4.5.14: c. gen. materiae, πωρίνου λίθου π. τὸν νηόν Hdt.5.62; ἔρυμα λίθων λογάδην πεποιημένον Th.4.31; φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι X.Cyr.7.5.22: rarely ποιεῖσθαί τινι to be made with…, Longus 1.4; also τῶν τὰ κέρεα… οἱ πήχεες ποιεῦνται = the horns of which are made into the sides of the lyre, Hdt.4.192; also δέρμα εἰς περικεφαλαίας πεποίηται Sch.Patm.D.in BCH1.144:—Med., make for oneself, as of bees, οἰκία ποιήσωνται = build them houses, Il.12.168, cf. 5.735, Od.5.251, 259, Hes.Op.503; ῥεῖθρον π., of a river, Thphr. HP3.1.5; also, have a thing made, get it made, ὀβελούς Hdt.2.135; στεφάνους οὓς ἐποιησάμην τῷ χορῷ D.21.16, cf. X.An.5.3.5; τὸν Ἀπόλλω, i.e. a statue of Apollo, Pl.Ep.361a; αὑτοῦ εἰκόνας Plu. Them.5, cf. Inscr.Prien.25.9 (iii B.C.?).
2 create, bring into existence, γένος ἀνθρώπων χρύσεον Hes.Op.110, cf. Th.161, 579, etc.; ὁ ποιῶν the creator, Pl.Ti. 76c; ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε D.4.11:—Med., beget, υἱόν And.1.124; ἔκ τινος Id.4.22; παῖδας ποιεῖσθαι, = παιδοποιεῖσθαι, X.Cyr.5.3.19, D.57.43; conceive, παιδίον π. ἔκ τινος Pl.Smp.203b:—Act. in this sense only in later Gr., Plu.2.312a; of the woman, παιδίον ποιῆσαι ib.145d.
3 generally, produce, ὕδωρ π., of Zeus, Ar.V.261: impers., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδατα = ἐὰν ὕη, Thphr.CP1.19.3; π. γάλα, of certain kinds of food, Arist.HA522b32; ἄρρεν π., of an egg, Ael.VH1.15; μέλι ἄριστον π., of Hymettus, Str.9.1.23; π. καρπόν, of trees, Ev.Matt.3.10 (metaph. in religious sense, ib.8); of men, κριθὰς π]. grow barley, Ar.Pax1322; π. σίτου μεδίμνους D.42.20; π. πενίαν, πλοῦτον, of the stars, Plot.2.3.1.
b Math., make, produce, τομήν, σχῆμα, ὀρθὰς γωνίας, Archim. Sph.Cyl.1.16,38, Con.Sph.12; ὁ Α τὸν Γ πολλαπλασιάσας τὸν Η πεποίηκεν Euc.7.19:—Pass., πεποιήσθω ὡς .. let it be contrived that... Archim. Sph.Cyl.2.6.
c postulate, imply, ἡ προσθήκη ἀφαίρεσιν καὶ ἔλλειψιν ποιεῖ Plot.3.9.3.
d π. τὸ πρόβλημα effect a solution of the problem, Apollon.Perg.Con.2.49,51; π. τὸ ἐπίταγμα fulfil, satisfy the required condition, Archim.Sph.Cyl.1.2,3.
4 after Hom., of Poets, compose, write, π. διθύραμβον, ἔπεα, Hdt.1.23, 4.14; π. θεογονίην Ἕλλησι Id.2.53; π. Φαίδραν, Σατύρους, Ar.Th.153, 157; ποιεῖν κωμῳδίαν, τραγῳδίαν, etc., Pl.Smp.223d; παλινῳδίαν Isoc.10.64, Pl.Phdr.243b, etc.; ποιήματα Id.Phd.60d: abs., write poetry, write as a poet, ὀρθῶς π. Hdt.3.38; ἐν τοῖσι ἔπεσι π. Id.4.16, cf. Pl.Ion534b: followed by a quotation, ἐπόησάς ποτε… Ar.Th.193; εἴς τινα Pl.Phd.61b; περὶ θεῶν Id.R.383a, etc.
b represent in poetry, Ὅμηρον Ἀχιλλέα πεποιηκέναι ἀμείνω Ὀδυσσέως Pl.Hp.Mi.369c, cf. 364c, Smp.174b; ποιήσας τὸν Ἀχιλλέα λέγοντα = having represented Achilles saying, Plu.2.105b, cf. 25d, Pl. Grg. 525d, 525e, Arist.Po.1453b29.
c describe in verse, θεὸν ἐν ἔπεσιν Pl.R.379a; ἐποίησα μύθους τοὺς Αἰσώπου = put them into verse, Id.Phd. 61b; μῦθον Lycurg.100.
d invent, καινοὺς θεούς Pl.Euthphr.3b; ὑπὸ ποιητέω τινὸς ποιηθὲν [τοὔνομα] Hdt.3.115; πεποιημένα ὀνόματα Arist.Rh.1404b29, cf.Po.1457b2; opp. αὐτοφυῆ, κύρια, D.H.Is.7, Pomp. 2.
II bring about, cause, τελευτήν Od.1.250; γαλήνην 5.452; φόβον Il.12.432; σιωπὴν παρὰ πάντων X.HG6.3.10; τέρψιν τοῖς θεωμένοις Id.Mem.3.10.8; αἰσχύνην τῇ πόλει Isoc.7.54, etc.; also of things, ἄνεμοι αὐτοὶ μὲν οὐχ ὁρῶνται· ἃ δὲ ποιοῦσι φανερά X.Mem.4.3.14; ταὐτὸν ἐποίει αὐτοῖς νικᾶν τε μαχομένοις καὶ μηδὲ μάχεσθαι Th.7.6, cf. 2.89.
b c. acc. et inf., cause or bring about that... σε θεοὶ ποίησαν ἱκέσθαι [ἐς] οἶκον Od.23.258; π. τινὰ κλύειν S.Ph.926; π. τινὰ βλέψαι Ar.Pl.459, cf. 746; π. τινὰ τριηραρχεῖν Id.Eq.912, cf. Av.59; π. τινὰ αἰσχύνεσθαι, κλάειν, ἀπορεῖν, etc., X.Cyr.4.5.48, 2.2.13, Pl.Tht.149a, etc.: with ὥστε inserted, X.Cyr.3.2.29, Ar.Eq.351, etc.: followed by a relat. clause, π. ὅκως ἔσται ἡ Κύπρος ἐλευθέρη Hdt.5.109, cf. 1.209; ὡς ἂν… εἰδείην ἐποίουν X.Cyr.6.3.18:—also Med., ἐποιήσατο ὡς ἐν ἀσφαλεῖ εἶεν ib.6.1.23.
2 procure, π. ἄδειάν τε καὶ κάθοδόν τινι Th.8.76; ὁ νόμος π. τὴν κληρονομίαν τισί Is.11.1; λόγος ἀργύριον τῷ λέγοντι π. gets him money, D.10.76:—Med., procure for oneself, gain, κλέος αὐτῇ ποιεῖτ' Od.2.126; ἄδειαν Th.6.60; τιμωρίαν ἀπό τινων Id.1.25; τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας X.Oec.6.11, cf. Th.1.5.
3 of sacrifices, festivals, etc., celebrate, π. ἱρά Hdt.9.19, cf. 2.49 (Act. and Pass.); π. τὴν θυσίαν τῷ Ποσειδῶνι X.HG4.5.1; π. Ἴσθμια ib.4.5.2; τῇ θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ π. Th.2.15; παννυχίδα π. Pl.R.328a; π. σάββατα = observe the Sabbath, LXX Ex.31.16; π. ταφάς, of a public funeral, Pl. Mx.234b; π. ἐπαρήν SIG38.30(Teos, v B.C.); also of political assemblies, π. ἐκκλησίαν Ar.Eq.746, Th.1.139; π. μυστήρια Id.6.28 (Pass.); ξύλλογον σφῶν αὐτῶν Id.1.67:—Med., ἀγορὴν ποιήσατο Il.8.2; ἢν θυσίην τις ποιῆται Hdt.6.57 (v.l.); δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο Th.2.34; π. ἀγῶνα Id.4.91; π. ἐκκλησίαν τοῖς Γρᾳξὶ περὶ μισθοῦ Ar.Ach.169.
4 of war and peace, πόλεμον π. cause or give rise to a war, πόλεμον ἡμῖν ἀντ' εἰρήνης πρὸς Αακεδαιμονίους π. Is.11.48; but π. ποιησόμενοι = about to make war (on one's own part), X.An.5.5.24; εἰρήνην π. = bring about a peace (for others), Ar.Pax1199; σπονδὰς π. X.An.4.3.14; ξυμμαχίαν ποιῆσαι Th.2.29; but εἰρήνην ποιεῖσθαι make peace (for oneself), And.3.11; σπονδὰς ποιήσασθαι Th.1.28, etc.:—Pass., ἐπεποίητο συμμαχίη Hdt.1.77, etc.
5 freq. in Med. with Nouns periphrasis for the Verb derived from the Noun, μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην = submit a plea, Od.21.71; ποιέεσθαι ὁδοιπορίην, for ὁδοιπορέειν, Hdt.2.29; π. ὁδόν Id.7.42,110,112, etc.; π. πλόον, for πλέειν, Id.6.95, cf. Antipho 5.21; π. κομιδήν, for κομίζεσθαι, Hdt.6.95; θῶμα π. τὴν ἐργασίην, for θωμάζειν, Id.1.68; ὀργὴν π., for ὀργίζεσθαι, Id.3.25; λήθην π. τι, for λανθάνεσθαί τινος, Id.1.127; βουλὴν π., for βουλεύεσθαι, Id.6.101; συμβολὴν π., for συμβάλλεσθαι, Id.9.45; τὰς μάχας π., for μάχεσθαι, S.El.302, etc.; καταφυγὴν π., for καταφεύγειν, Antipho 1.4; ἀγῶνα π., for ἀγωνίζεσθαι, Th.2.89; π. λόγον [τινός] = make account of... Hdt.7.156; but τοὺς λόγους π. hold a conference, Th.1.128; also simply for λέγειν, Lys.25.2, cf. Pl.R.527a, etc.; also π. δι' ἀγγέλου, π. διὰ χρηστηρίων, communicate by a messenger, an oracle, Hdt.6.4, 8.134.
III with Adj. as predic., make, render so and so, ποιῆσαί τινα ἄφρονα make one senseless, Od.23.12; δῶρα ὄλβια ποιεῖν = make them blessed, i.e. prosper them, 13.42, cf. Il.12.30; τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς π. X.Cyr.1.5.2, etc.; χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου π. Pl.R. 411b: with a Subst., ποιῆσαι ἀθύρματα = make into playthings, Il. 15.363; ποιεῖν τινα βασιλῆα Od.1.387; ταμίην ἀνέμων 10.21; γέροντα 16.456; ἄκοιτίν τινι Il.24.537; γαμβρὸν ἑόν Hes.Th.818; [μύρμηκας] ἄνδρας π. [καὶ] γυναῖκας Id.Fr.76.5; πολιήτας π. τινάς Hdt.7.156; Ἀθηναῖον π. τινά Th.2.29, etc.; π. τινὰ παράδειγμα Isoc.4.39: hence, appoint, instal, τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών LXX 1 Ki.12.6; δώδεκα Ev.Marc.3.14:—Med., ποιεῖσθαί τινα ἑταῖρον = make him one's friend, Hes. Op.707, cf. 714; π. τινὰ ἄλοχον or ἄκοιτιν = take her to oneself as wife, Il.3.409, 9.397, cf. Od.5.120, etc.; π. τινὰ παῖδα = make him one's son, i.e. adopt him as son, Il.9.495, etc.; θετὸν παῖδα π. adopt a son, Hdt. 6.57: without υἱόν, adopt, ἐπειδὴ οὐκ ἦσαν αὐτῷ παῖδες ἄρρενες, π. Λεωκράτη D.41.3, cf. 39.6,33, 44.25, Pl.Lg.923c, etc.; π. τινὰ θυγατέρα Hdt.4.180: generally, ἅπαντας ἢ σῦς ἠὲ λύκους π. Od.10.433; π. τινὰ πολίτην Isoc.9.54; μαθητήν Pl.Cra.428b; τὰ κρέα π. εὔτυκα Hdt. 1.119; τὰ ἔπεα ἀπόρρητα π. = making them a secret, Id.9.45, etc.; also ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ… ἔργον = makes it his own, Id.1.129; μηδ' ἃ μὴ 'θιγες ποιοῦ σεαυτῆς S.Ant.547.
IV put in a certain place or condition, etc., ἐμοὶ Ζεὺς… ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα ποίησ' Od.14.274; σφῶϊν ὧδε θεῶν τις ἐνὶ φρεσὶ ποιήσειεν Il.13.55; αἲ γὰρ τοῦτο θεοὶ ποιήσειαν ἐπὶ νόον νησιώτῃσι Hdt.1.27, cf. 71; ἐν αἰσχύνῃ π. τὴν πόλιν D.18.136; τὰς ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ π. Th.1.109; ἔξω κεφαλὴν π. Hdt.5.33; ἔξω βελῶν τὴν τάξιν π. X.Cyr.4.1.3; ἐμαυτὸν ὡς πορρωτάτω π. τῶν ὑποψιῶν Isoc.3.37; of troops, form them, ὡς ἂν κράτιστα… X.An.5.2.11, cf. 3.4.21; in politics, ἐς ὀλίγους τὰς ἀρχὰς π. Th.8.53; and in war, π. Γετταλίαν ὑπὸ Φιλίππῳ = bring it under his power, D.18.48; μήτε τοὺς νόμους μήθ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἐπὶ τοῖς λέγουσι π. Id.58.61:—Med., ποιέεσθαι ὑπ' ἑωυτῷ Hdt.1.201, cf.5.103, etc.; ὑπὸ χεῖρα X.Ages.1.22; π. τινὰς ἐς φυλακήν, τὰ τῶν ξυμμάχων ἐς ἀσφάλειαν, Th.3.3, 8.1; τινὰς ἐς τὸ συμμαχικόν Hdt.9.106; τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς π. = put the small vessels in the middle, Th.2.83, cf. 6.67; π. τινὰ ἐκποδών (v. ἐκποδών); ὄπισθεν π. τὸν ποταμόν X.An. 1.10.9.
2 Math., multiply, π. τὰ ιβ ἐπὶ τὰ έ, τὰ ζ ἐφ' ἑαυτὰ π., Hero Metr.1.8, 2.14.
V Med., deem, consider, reckon a thing as... συμφορὴν ποιέεσθαί τι = take it for a misfortune, Hdt.1.83, 6.61; δεινὸν π. τι = esteem it a grievous thing, take it ill, Id.1.127, etc. (rarely in Act., δεινὰ π. 2.121.έ, Th.5.42); μέγα π. c. inf., deem it a great matter that... Hdt.8.3, cf. 3.42, etc.; μεγάλα π. ὅτι… Id.1.119; ἑρμαῖον π. τι count it clear gain, Pl.Grg.489c; οὐκέτι ἀνασχετὸν π. τι Th.1.118: freq. with Preps., δι' οὐδενὸς π. deem of no account, S.OC584; ἐν ἐλαφρῷ, ἐν ὁμοίῳ π., Hdt.1.118,7.138; ἐν σμικρῷ μέρει S.Ph.498; ἐν ὀλιγωρίᾳ Th.4.5; ἐν ὀργῇ D.1.16; ἐν νόμῳ π. consider as lawful, Hdt. 1.131; ἐν ἀδείῃ π. consider as safe, Id.9.42; παρ' ὀλίγον π. τι X. An.6.6.11; περὶ πολλοῦ π., consider something of great importance, Lat. magni facere, Lys.1.1, etc.; περὶ πλείονος, περὶ πλείστου π., Id.14.40, Pl.Ap.21e, etc.; περὶ ὀλίγου, περὶ ἐλάττονος, Isoc.17.58, 18.63; περὶ παντός Id.2.15 (rarely πολλοῦ π. τι Pl.Prt.328d); πρὸ πολλοῦ π. c. inf., Isoc.5.138.
VI put the case, assume that... ποιήσας ἀν' ὀγδώκοντα ἄνδρας ἐνεῖναι Hdt.7.184, cf. 186, X.An.5.7.9: without inf., ἐν ἑκάστῃ ψυχῇ ποιήσωμεν περιστερεῶνά τινα (sc. εἶναι) Pl.Tht.197d:—Pass., πεποιήσθω δή = be it assumed then, ib.e; οἱ φιλοσοφώτατοι ποιούμενοι = those who are reputed…, Id.R.498a, cf. 538c, 573b:—but for τὸν φιλόσοφον ποιώμεθα νομίζειν ib.581d read τί οἰώμεθα…;
VII of time, οὐ π. χρόνον = make no long time, i.e. not to delay, D.19.163 codd.; μακρότερον ποιεῖς = you are taking too long, PCair.Zen.48.4 (iii B.C.); μέσας π. νύκτας = let midnight come, Pl.Phlb.50d, cf. AP11.85 (Lucill.); ἔξω μέσων νυκτῶν π. τὴν ὥραν = put off the time of business to past midnight, D.54.26; τὴν νύκτα ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι = spend it under arms, Th.7.28(s.v.l.); ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη πολλά LXX Pr.13.23, cf. To.10.7; δύο ἡμέρας ποιεῖ ἐν τῷ Ἀνουβιείῳ UPZ70.21 (ii B.C.), cf. PSI4.362.15 (iii B.C.); τὰς ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι π. D.S.1.35; tarry, stay, μῆνας τρεῖς Act.Ap. 20.3, cf. AP11.330 (Nicarch.).
VIII in later Greek, sacrifice, μοσχάριον LXX Ex.29.36; καρπώσεις ὑπέρ τινος ib.Jb.42.8: without acc., π. Ἀστάρτῃ = sacrifice to Ashtoreth, ib.3 Ki.11.33.
IX make ready, prepare, as food, μοσχάριον ib.Ge.18.7 sq.; π. τὸν μύστακα = trim it, ib.2 Ki.19.24(25).
X ποιεῖν βασιλέα = play the king, ib.3 Ki.20 (21).7.
B do, much like πράσσω, οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν D. 4.5; περὶ ὧν πράττει καὶ μέλλει ποιεῖν Id.8.2, cf. 18.62; ἄριστα πεποίηται Il.6.56; πλείονα χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Ar.Eq.811; τὰ δίκαια τοῖς εὐεργέταις D.20.12; ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134 fin.; ποιέειν Σπαρτιητικά = act like a Spartan, Id.5.40; οὗτος τί ποιεῖς; A. Supp.911, etc.; τὸ προσταχθὲν π. S.Ph.1010; π. τὴν μουσικήν = practise it, Pl.Phd.60e, etc.; πᾶν or πάντα π., v. πᾶς D. 111.2, etc.: Math., ὅπερ ἔδει ποιῆσαι, = Q.E.F., Euc.1.1, etc.
2 c. dupl. acc., do something to another, κακά or ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, first in Hdt.3.75, al.; ἀγαθόν, κακὸν π. τινά, Isoc.16.50, etc.; μεγάλα τὴν πόλιν ἀγαθά Din.1.17; also εὖ ποιεῖν τὸν εὖ ποιοῦντα X.Mem.2.3.8; τὴν ἐκείνου (sc. χώραν) κακῶς π. D.1.18; in LXX with Prep., π. κακὸν μετά τινων Ge. 26.29; ταῦτα τοῦτον ἐποίησα Hdt.1.115; κοὐκ οἶδ' ὅ τι χρῆμά με ποιεῖς Ar.V.697, cf. Nu.259; also of things, ἀργύριον τωὐτὸ τοῦτο ἐποίεε = he did this same thing with silver, Hdt.4.166: less freq. c. dat. pers., τῷ τεθνεῶτι μηδὲν τῶν νομιζομένων π. Is.4.19; ἵππῳ τἀναντία X.Eq.9.12 codd., cf. Ar.Nu.388, D.29.37: c. dat. rei, τί ποιήσωμεν κιβωτῷ; LXX 1 Ki.5.8:—in Med., φίλα ποιέεσθαί τισι Hdt.2.152,5.37.
3 with an Adv., ὧδε ποίησον = do thus, Id.1.112; πῶς ποιήσεις; = how will you act? S.OC652; πῶς δεῖ ποιεῖν περὶ θυσίας X.Mem.1.3.1; ποίει ὅπως βούλει Id.Cyr.1.4.9; μὴ ἄλλως π. Pl.R.328d; πρὸς τοὺς πολεμίους πῶς ποιήσουσιν; ib.469b; ὀρθῶς π. ib.403e; εὖ, κακῶς π. τινά, v. supr. 2: freq. c. part., εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος Hdt.5.24, cf. Pl.Phd.60c; καλῶς ποιεῖς προνοῶν X.Cyr.7.4.13; οἷον ποιεῖς ἡγούμενος Pl.Chrm.166c; καλῶς ποιῶν almost Adverbial, καλῶς γ', ἔφη, ποιῶν σύ Id.Smp.174e; καλῶς ποιοῦντες… πράττετε D.20.110, cf. 1.28; εὖ ποιοῦν = fortunately, Id.23.143.
4 in Prose (rarely in Poetry, A.Pr.935), used in the second clause, to avoid repeating the Verb of the first, ἐρώτησον αὐτούς· μᾶλλον δ' ἐγὼ τοῦθ' ὑπὲρ σοῦ ποιήσω = I will do this for you, D.18.52, cf. 292, Hdt.5.97, Is.7.35.
II abs., to be doing, act, ποιέειν ἢ παθεῖν πρόκειται ἀγών Hdt.7.11; ποιεῖν, as a category, opp. πάσχειν, Arist.Cat.2a3, cf. GC322b11, Ph.225b13.
b of medicine, operate, be efficacious, Pl.Phd.117b; λουτρὰ κάλλιστα ποιοῦντα πρὸς νόσους Str. 5.3.6; πρὸς στραγγουρίαν, πρὸς τοὺς δαιμονιζομένους, Thphr.HP7.14.1, Ps.-Plu.Fluv.16.2: freq. in Dsc., πρὸς ἐπιλημπτικούς 1.6, al.; εἰς τὰ αὐτά 2.133: c. dat., στομαχικοῖς Gal.13.183: abs., ἄκρως π. ib.265; also of charms, PMag.Osl.1.361.
2 Th. has a peculiar usage, ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους = good-will made greatly for, on the side of, the L., 2.8: impers., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τοῖς μὲν ἠπειρώταις εἶναι, τοῖς δέ .. it was the general character of the one to be landsmen, of the others... 4.12: the former passage is imitated by Arr.An.2.2.3, App.BC1.82, D.C.57.6.
C Med., = προσποιέομαι, pretend, c. inf., Zos.2.14.1, Procop.Arc. 10. (ποιϝέω perhaps from *ποιϝός (in κλινοποιός, νεωποιός, τραπεζοποιός, etc.) 'builder', 'maker', cf. Skt. cinóti, cáyati 'arrange in order', 'build'.)
German (Pape)
[Seite 645] 1) Activ., machen, verfertigen, bereiten zu Stande bringen, hervorbringen; zunächst – a) von jeder äußerlichen Thätigkeit, die sich in Hervorbringung irgend eines in die Sinne fallenden Products kundgiebt, also bes. von Handwerkern, Künstlern; schon bei Hom. u. Hes., bes. bauen, τεῖχος, Il. 20, 147, συφ, εούς. Od. 14, 13, u. so δῶμα, ναούς, θάλαμον, αὐλήν, θεμείλια u. ä.; π ύλας ἐν πύργοις, Thore darin machen, anbringen, Il. 7, 339; εἴδωλον, Od. 4, 796; vom Hephästus bes. Il. 18, 478 ff.; so auch bei Folgenden, ναόν, Xen. An. 5, 3, 9; καρβατίνας, 4, 5, 14; ὄνους ἀλέτας, An. 1, 5. 5; bei Kunstwerken ist ἐποίησε ὁ δεῖνα gewöhnliche Bezeichnung des Künstlers, der sie verfertigt hat; τί τινος, Etwas aus einem Stoffe, φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι, Xen. Cyr. 7, 5, 22; vgl. Her. 5, 28; auch ἔκ τινος, Her. 2, 96; u. ἀπό τινος, 7, 65, Sp. auch ἀγάλματα λίθοις πεποίηται, Long. 1, 4, ὁ ποιῶν, der Schöpfer, Plat. Tim. 76 c; schaffen, wie bei Hes. O. 110. 130. 146, γένος ἀνθρώπων χρύσειον, ἀργύρεον, χάλκειον; vgl. Theog. 161. 579. – Dah. auch zeugen, erzeugen, υἱόν (s. med.), auch κριθάς, οἶνον, Gerste, Wein bauen, produciren, Ar. Pax 1322, vgl. Dem. 42, 20. 31; ὁ Χῖος ἁμαμηλίδας ποιεῖ, Aristomen. com. bei Ath. XIV, 650 d. So καρπόν, vom Baume, Matth. 3, 10. Bei B. A. 111 auch γεωργεῖν erkl.; daher ποιεῖν τι ἐκ τῆς γῆς, Etwas aus dem Lande erzielen, gewinnen, Xen. Ath. 2, 12. – Auch b) von unkörperlichen Dingen und Zuständen, zu Stande bringen, veranlassen, veranstalten, verursachen, τελευτὴν ποιῆσαι, ein Ende machen, Od. 1, 250. 16, 127, φόβον ποιῆσαι, Furcht machen, erregen, Il. 12, 432, wie φόβον ποιεῖν τοῖς ἵπποις Xen. An. 1. 8, 18; ἰυγὴν καὶ στόνον, Soph. Phil. 752; νόσους καὶ πενίας, Plat. Prot. 353 d; σφάλματα ποιο ῦντες ἐν τοῖς πελάγεσιν, Polit. 298 b; γέλωτα πολύν, Charm. 155 b; ἃ ἐμοὶ πεποίηκε τό τε ὄνομα καὶ τὴν διαβολήν, Apol. 20 d; u. Sp., θυμὸν ποιῆσαι, Muth machen, αἱμα καὶ φόνον, Mord anstiften, Pol. 15, 33, 1, ἧτταν, Verlust machen, Niederlage erleiden, 11, 2, 7; μέσας ποιήσας νύκτας, es Mitternacht werden lassen, Plat. Phil. 50 d; ἐπὶ τοῦ ξηροῦ τὰς ναῦς, die Schiffe auf's Trockne bringen, Thuc. 1, 109; auch übertr., σφῶϊν δ' ὧδε θεῶν τις ἐνὶ φρεσὶ ποιήσειεν, Il. 13, 55, möge es in den Sinn geben, eingeben, vgl. Od. 14, 274. – Bes. von Opfern, wie ῥέζω u. ἔρδω, ἱρά, Opfer veranstalten, opfern, Her. 9, 19; τὰ ποιεύμενα τῷ θεῷ, 2, 49, wie θυσίαν, Xen. An. 5, 3, 9; öfter auch θυσίαν ποιεῖσθαι, 6, 2, 6, u. ähnl. πομπάς, 5, 5, 5; daher πάντα ποιεῖν τοῖς ἀποθανοῦσιν, d. i. die gebührenden Ehren erweisen, 4, 2, 23; u. von den Spielen, ποιεῖν Πύθια, Ἴσθμια, sie veranstalten oder feiern; auch ἀθύρματα ποιῆσαι, Spiele vornehmen, spielen, Id. 15, 363; – ἐκκλησίαν, eine Volksversammlung veranstalten, = ἐκκλησιάζειν, Thuc. 1, 139; Xen. Hell. 2, 2, 19; ἀριθμόν, ἐξέτασιν, = ἀριθμεῖν, eine Zählung, Musterung veranstalten, An. 1, 2, 9. 1, 7, 9 u. öfter; auch κραυγήν, 2, 2, 17, νίκας, 3, 1, 42; πόλεμόν τινι, Krieg gegen Einen anstiften; θήραν, eine Jagd halten, Cyr. 1, 4, 14. – Dah. auch c) machen, daß Etwas geschieht, thun lassen,bewirken, mit folgendem accus. c. infin., θεοί σε ποίησαν ἱκέσθαι ἐς οἶκον, die Götter bewirkten, daß du nach Hause kamst, sie ließen dich nach Hause gelangen, Od. 23, 358; ποιῶ λανθάνειν τινά, Ar. Plut. 1140; oft in Prosa, ποιῶ τοὺς ἀνθρώπους ἀπορεῖν, Plat. Theaet. 149 a; ἡ σωφροσύνη ποιήσει αὐτὸν γιγνώσκειν, Charm. 170 d; ποιῶ εὖ ἀσκεῖσθαι ἕκαστα, ich lasse Alles gut üben, Xen. Cyr. 1, 6, 18; ποιῶ τινα μάλα αἰσχύνεσθαι, 4, 5, 48, mache, daß er sich sehr schämt; εἰ βούλοιο ξένον ποιῆσαι ὑποδέχεσθαι ἑαυτόν, Mem. 2, 3, 13; u. Sp., ἡ Αθηνᾶ ἔμψυχα ποιεῖ εἶναι τὰ πλάσματα, Luc. Prom. 3. – Eben so mit ὡς, ὅπως, ποιῶ, ὅκως ἔσται ἡ Ἰωνίη ἐλευθέρη, Her. 5, 109, vgl. 1, 209; πᾶν ποιοῦσιν, ὅπως τοιοῦτος ἔσται, Plat. Phaedr. 252 c; Rep. VI, 488 c; ἐποίο υν, ὡς ἂν ἀσφαλέστατα εἰδείην, Xen. Cyr. 6, 3, 18. – Daran reiht sich – d) Einen wozu machen, τινὰ ἄφρονα, Od. 23, 12; δῶρα ὄλβια ποιεῖν, Gaben gesegnet machen, sie segnen, 13, 42; u. mit subst., ποιεῖν τινα βασιλῆα, ταμίην ἀνέμων, γέροντα, Einen zum König, zum Verwalter der Winde, zum Greise machen, 1, 387. 10, 21. 16, 456; θνητῷ θεὰν ἄκοιτιν ποιῆσαι, einem Sterblichen eine Göttinn zur Gattinn machen, geben, Il. 24, 537; λαοὺς λίθους ποίησε, 24, 611, wie μύρμηκας ἄνδρας ποίησε, Hes. frg. 37, 5; τὴν πόλιν ἀσθενεστέραν, Soph. O. C. 1037; ἐπείπερ ἡμᾶς Ζεὺς ἐποίησεν θεούς, Eur. Hel. 1675; u. pass., τῶν τὰ κέρεα τοῖσι Φοίνιξι οἱ πήχεες ποιεῦνται, sie werden zu Citherarmen gemacht, Her. 4, 192; ἐάν τινα μοχθηρὸν ποιήσω τῶν ξυνόντων, Plat. Apol. 25 e, der auch vrbdt ἐκ πενήτων πλουσίους, Ep. II, 332 a, wie ἐξ ἀχρήστων χρησίμους, Rep. III, 411 b; σχολαίαν τὴν πορείαν, Xen. An. 4, 1, 13; τοὺς πολεμίους θρασυτέρους, 5, 4, 18. Aber – e) τινά τι,Einem Etwas anthun, κακά, ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, Einem Böses, Gutes zufügen, erweisen, ἐγὼ ταῦτα τοῦτον ἐποίησα σὺν δίκῃ u. ä., Her. 1, 115. 3, 75. 7, 156; οὐκ οἶδ' ὅτι χρῆμά με ποιεῖς, Ar. Vesp. 697; πάντα ταῦτα τοὺς τελουμένους, Nubb. 259; πολλὰ καἰ ἀγαθὰ τὴν πόλιν, Plat. Gorg. 519 b; φίλους πλεῖστα ἀγαθά, Xen. Cyr. 5, 3, 9; τὴν πόλιν ἀγαθόν τι, Isocr. 4, 79; μηδέν ἐστιν, ὃ μὴ πεποίηκάς με, Luc. D. D. 2, 1; auch mit adv., κακῶς ποιεῖν τινα, Plat. Crit. 50 a, αὐτοὺς ἑαυτοὺς εὖ ποιεῖν, Phaed. 62 a; von Sachen, ἀργύριον τωὐτὸ τοῦτο ἐποίεε, dasselbe that er, nahm er mit dem Silber vor, Her. 4, 166; Plat. sagt auch οὐκ ἐμὲ μόνον ταῦτα πεποίηκεν, er hat mir nicht allein das angethan, mich so gestimmt, Conv. 222 b. Selten ist ποιεῖν τινί τι, für od. gegen Einen Etwas thun; Her. vrbdt so das med., φίλα ποιεῖσθαί τινι, 5, 37. – f) Nachhomerisch von der künstlerischen Thätigkeit des Dichters, dichten, ἔπη, μέλη, τραγῳδίας, θεογονίην, Her. 2, 53. 116. 3, 38. 4, 16, wie Plat. Conv. 223 d u. öfter; Ar. oft, Φαίδραν, Σατύρους, Thesm. 153. 157. 193; ἐν ἔπεσιν, Plat. Rep. II, 379 a; ὕμνον πεποιημένον ἔπαινον εἰς τοὺς ἱερέας, Legg. XII, 947 b; περὶ θεοῦ λέγειν καὶ ποιεῖν, Rep. II, 383 a; εἰς θεόν, Phaed. 61 b; denselben Gegensatz macht Isocr. 4, 186 zwischen Dichtern und Rednern; auch c. partic., βασιλέας πεπ οίηκε τοὺς ἐν Ἅιδου τιμωρουμένους, Plat. Gorg. 525 d, er hat in seinen Gedichten Könige, die im Hades bestraft werden, aufgeführt; Ὅμηρος ἐποίησε τὸν Ἀχιλλέα λέγοντα, Homer stellte den Achilles dar als Einen, der da sagte, d. i. er ließ ihn sagen; überh. dichterisch darstellen, Σωκράτης ἐποίησε μῦθον Αἰσώπειον, er brachte eine äsopische Fabel in poetische Form, in Verse, vgl. μῦθον ποιῆσαι, Lycurg. Leocr. 100, einen Mythos poetisch bearbeiten, behandeln; – erdichten, καινοὺς θεούς, Plat. Euthyphr. 3 b; so wird τὸ πεποιημένον dem πεφυκός, das künstlich Gemachte, Erdichtete dem von Natur Daseienden entgeggstzt, Rep. X, 601 d u. öfter; τὸ ποιούμενον καὶ γιγνόμενον, Phil. 26 e. – Dah. auch annehmen, einen Fall setzen, ἐν ἑκάστῃ ψυχῇ ποιήσωμεν περιστερεῶνά τινα παντοδαπῶν ὀρνίθων, Plat. Theaet. 197 d; πεποιήσθω δή, ib. e; ποιῶ δ' ὑμᾶς ἥκειν, Xen. An. 5, 7, 9; vgl. καὶ δή σφεας ποιέω ἴσους ἐκείνοισι εἶναι Her. 7, 186, u. 184. Übh. – g) bedeutet es eine fortgesetzte Handlung od. Thätigkeit, ohne Rücksicht auf das Verfertigen, also mehr dem πράσσειν entsprechend, handeln, thätig, wirksamsein. So Hom. κακόν, ἀγαθόν u. κακά, ἀγαθὰ ποιεῖν, schlecht, gut handeln, Schlechtes oder Gutes thun, ἄριστα πεποίηται, die trefflichsten Taten sind gethan; πολλὰ χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν, Ar. Equ. 808; Σπαρτιητικὰ ποιέειν, spartanisch handeln, sich wie ein Spartaner benehmen, Her. 5, 40; Aesch. vrbdt τοὺς δ' ἕν τι ποιεῖν, τοὺς δὲ μή τι δρᾷν λέγων, Ch. 546; dem παθεῖν entgeggstzt, Her. 7, 11, wie Plat. τὰ ποιοῦντα im Gegensatz von πάσχοντα, Theaet. 159 a; Dem. vrbdt ὅτι πράξει ταῦτα καὶ ποιήσει, 19, 102. – Bes. ein Gebot ausrichten, seine Pflicht thun, τὸ προσταχθέν, Soph. Phil. 998; τί δῆτ' ἀφαυρῷ φωτὶ προστάσσεις ποιεῖν, O. C. 1022; εἰσόμεσθα ἃ χρὴ ποιεῖν, 1041; ἐβουλεύοντο, ὅ τι χρὴ αὐτοὺς ποιῆσαι, Plat. Conv. 190 c; οὐ μὴν ἁνδάνοντά μοι ποιεῖς, Eur. Alc. 1111; τὰ δέοντα, Xen. Cyr. 5, 1, 29; οὐδέν, Nichts ausrichten, 3, 3, 31; oft οὗτος τί ποιεῖς; was thust, machst du? Aesch. Suppl. 889; Ar. Nub. 723 u. öfter; Plat. εὖ ἐποίησας ἀναμνήσας με, du hast recht daran gethan, daß du mich erinnertest, gut, daß du mich erinnertest, Phaed. 60 c; Theaet. 185 e. Auch von leblosen Dingen, οὕτως αὐτὸ ποιήσει, es wird von selbst wirken, Phaed. 117 b; u. so Sp. vom Wirken der Arzneien, φάρμακον ποιεῖ, die Arznei schlägt an; damit vergleiche manποιεῖ τοῦτο πρός τι, dies dient, ist geschickt wozu, ἡ εὔνοια τῶν ἀνθρώπων ἐποίει μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους, Thuc. 2, 8, sie neigte sich mehr zu den Lacedämoniern, hielt es mehr mit ihnen, wie lat. facere cum aliquo; vgl. Arr. An. 2, 2, 5; App. B. C. 1, 82; ἄν σοι ποιῇ, wenn es dir dient, Arr. Epict.; – ποιήσω ταῦτα πεντήκοντα μνᾶς, ich werde dies rechnen zu funfzig Minen, Dem. 27, 37, u. öfter Sp.; λόγος ἀργύριον τῷ λέγοντι ποιήσων, der Geld einbringen soll, Dem. 10, 76; – ποιεῖν τινα εἰς φυλακήν, Einen in die Wache thun, setzen, Thuc. 3, 3 u. Sp.; π οιεῖν εἴσω, hineinthun, bringen, ἔξω, hinausthun, wegschaffen, wegthun, bes. Sp. (s. auch oben a); – ποιεῖν τι, Etwas thun, das man näher zu bezeichnen sich schämt, bes. euphemistisch von Liebeswerken; – πολὺν χρόνον ποιῆσαι, viel Zeit darauf verwenden, oder machen, daß die Zeit lang wird, viel Zeit vergeht, vgl. οὐδ' ἐποίησαν χρόνον οὐδένα Dem. 19, 163; ἐν ταύτῃ πεποίηκα πολὺν χρόνον, Nicarch. 35 (XI, 330); vgl. Jac. A. P. p. 710. – Bei den Attikern dient es auch im zweiten Gliede eines Satzes, um die Wiederholung desselben Verbums zu vermeiden, so daß ποιέω nur den allgemeinen Begriff eines transitiven Verbums ausdrückt u. seine nähere Bestimmung aus dem vorigen Satzgliede empfängt, vgl. Thuc. 5, 70 u. Her. 5, 97. – 2; Med. eigtl. für sich machen, in den oben angeführten Bdign des Aktivs; οἰκία ποιήσασθαι, sich Häuser machen, bauen, Il. 12, 168; πέπλον, ὅν ῥ' αὐτὴ ποιήσατο καὶ κάμε χερσίν, 5, 735, vgl. 8, 2. 386. 16, 171. 18, 371 Od. 5, 251. 259. 21, 71, u. sonst; eben so καλιὰς ποιεῖσθαι, sich Nester bauen, Hes. O. 505, πάντ' ἄρμενα ποιήσασθαι, 409, δεῖπνον ποιεῖσθαι, sich das Mahl bereiten, 211, dah. τὸν βίον, sich herbeischaffen, Thuc. 1, 5, wie ἀπὸ γεωργίας τὸν βίον ποιεῖσθαι, davon leben, Xen. Oec. 6, 11; θυμὸν ποιήσασθαι, sich Muth machen, d. i. Muth fassen, Francke Callin. p. 184; κλέος ποιεῖται αὐτῇ, sie erwirbt, bereitet sich selbst Ruhm, Od. 2, 126, wie δόξαν Pol. 32, 11, 8, u. oft; ἐπί τινι, 35, 4, 8; συνθήκας σφίσι αὐτοῖσι ποιέεσθαι, Her. 6, 42, ληΐην, 1, 161; Σαμίους ἐς τὸ συμμαχικόν, in ihr Bündniß, 9, 106; ἴσως ἄν σε ποιησαίμην μαθητήν, vielleicht möchte ich dich zu meinem Schüler machen, Plat. Crat. 428 b; φίλον, sich zum Freunde machen, Xen. An. 5, 5, 22; ἡμᾶς φίλους πεποίησαι, Cyr. 5, 3, 10; vgl. Hes. O. 709. 715; γαμβρόν, Th. 818; ποιεῖσθαί τινα ἄκοιτιν, ἀκοίτην, sich ein Weib zur Gattinn, einen Mann zum Gatten machen, nehmen, wählen, Il. 3, 409. 9, 397 Od. 5, 120. 7, 66; Hes. Th. 921. 946. 999; ποιεῖσθαί τινα υἱόν, sich Einen zum Sohne machen, d. i. ihn an Sohnes Statt annehmen, adoptiren, Il. 9, 495; eben so θυγατέρα ποιήσασθαί μιν, Her. 4, 180; auch θετὸν υἱὸν ποιεῖσθαι, 6, 57; sehr gew. bei den Attikern, Plat. Legg. XI, 923 c ff.; παῖδα, Xen. Cyr. 4, 6, 2; τὸν ἐμὲ ποιησάμενον, Is. 7, 5 u. öfter; u. pass., εἴ τις καὶ ἄλλος ἐποιήθη ὑπό τινος, wenn auch ein anderer von Einem adoptirt ist, 2, 1; selten vom Zeugen leiblicher Kinder, wie Xen. Cyr. 5, 3, 19; Luc. sacrif. 5; Sp. so auch im act., bes. Plut.; – τὸν θεὸν ποιο ύμενος ἀρωγόν, Soph. O. C. 1287. – So auch ὑπ' ἑωυτῷ ποιεῖσθαι, unter sich bringen, sich unterwerfen, Her. 1, 201. 5, 103. 7, 157; ὑφ' ἑαυτοὺς ποιεῖσθαι, Plat. Rep. I, 348 d, u. oft bei Folgdn; – ἑωυτοῦ ποιεῖσθαί τι, Etwas zu dem Seinigen machen, sich Etwas aneignen, Her. 1, 109. – Wo für halten, annehmen, schätzen, συμφορὰν ποιεῖσθαί τι, eigtl. sich Etwas (in seiner Vorstellung) zur göttlichen Schickung machen, es für eine Schickung nehmen, Her. 6, 61. 80. Vgl. τοὐμὸν ἐν σμικρῷ μέρει ποιούμενος, gering achtend, Soph. Phil. 496; καὶ μὴ θεοὺς τιμῶντες εἶτα τοὺς θεοὺς μοῖραν ποιεῖσθαι μηδαμῶς, O. C. 279; μέγα ποιεύμενος ταῦτα, Her. 3, 42 u. oft, sich nach eigener Beurtheilung Etwas groß machen, d. i. es hochachten, schätzen, vgl. 8, 3. 9, 111; auch μεγάλα ποιεῖσθαί τι, 1, 119; Xen. Cyr. 5, 3, 19; οὐκέτι ἀνάσχετον ἐποιοῦντο, Her. 1, 118, wie Sp., z. B. Plut. Sert. 5; οὐκ ὅσιον ποιεύμενοι, Her. 2, 86; δεινὸν ποιεῖσθαί τι, Etwas für schrecklich halten, Thuc. 6, 60; auch act., 5, 42, wie Her. 2, 121, 5. 7, 1, d. i. es sehr übel aufnehmen, wie aegre terre; ἕρμαιον τοῦτο ποιούμενος, Etwas als einen guten Fund ansehen, Plat. Gorg. 489 c u. Sp., s. Bast ep. cr. p. 120; auch εὕρημά τι ποιεῖσθαι, Xen. An. 2, 3, 18; Philostr. – Häufig auch so mit Präpositionen, bes. περὶ πολλοῦ, πλείονος, πλείστου ποιεῖσθαι, hoch, höher, am höchsten halten, schätzen, Her. 1, 73. 6, 104. 7, 181. 8, 40 u. überall bei den Attikern; περὶ παντός, ὀλίγου, περὶ ἐλαχίστου, Is. 1, 21 u. dgl.; auch mit andern Präpositionen, δι' οὐδενὸς ποιεῖσθαι, Etwas für Nichts achten, οὐκ ἐν ἐλαφρῷ ἐποιεύμην, Her. 1, 118, ich achtete es nicht für leicht, wie auch ἐν μεγάλῳ, ἐν ὀλίγῳ, ἐν ὁμοίῳ, Etwas für groß, gering, gleich achten, z. B. 7, 138 (vgl. τοὐμὸν ἐν σμικρῷ μέρει ποιούμενος Soph. Phil. 496); παρὰ φαῦλον ποιεῖσθαι, Etwas für schlecht halten; ἐν ἀδείῃ ποιεῖσθαί τι, Etwas in Sicherheit glauben, 9, 42; ἐν νόμῳ ποιεῖσθαί τι, Etwas in der Art oder zur Sitte haben, 1, 131; ἐν αἰσχύνῃ ποιεῖσθαί τι, sich Etwas zur Schande anrechnen; auch τὸν κοινὸν πόλεμον ἴδιον κίνδυνον, Isocr. 4, 86; wo überall eine Subjectivität der Schätzung od. Beurtheilung ausgedrückt wird. – Zuweilen hat das med. auch die Bedeutung sich machen lassen, Her. 2, 135 Xen. An. 5, 3, 5 u. sonst. – Am häufigsten ist nach Hom. das med. in Verbindung mit subst. zur Umschreibung eines Verbums. Diese sehr gewöhnlichen Ausdrücke sind bei den entsprechenden subst. angegeben, doch mögen hier einige der gewöhnlichsten zusammengestellt werden: ἄγερσιν ποιεῖσθαι = ἀγείρειν, Her. 7, 5; ἅμιλλαν π. = ἁμιλλᾶσθαι, Isocr. 5, 85; ἀναβολὴν π. = ἀναβάλλειν, Is. 6, 13; Her. u. A.; ἀποδημίαν, Din. 1, 81; ἀπόκρισιν π. = ἀποκρίνεσθαι, Plat. Legg. X, 897 e; ἀπολογίαν, Lyc. 63; ἀπόφασιν, Din. 2, 1; ἀπ οχώρησιν, Lycurg. 96; ἀρὰς ποιεῖσθαι = ἀρᾶσθαι, Isocr. 4, 157; ἀρχήν, 15; βλασφημίας εἴς τινα, Aesch. 1, 167; βοηθείας τινὶ π. = βοηθεῖν, Isocr. 4, 125; βουλὴν π. = βουλεύεσθαι, Her. 6, 101. 8, 40, wie συμβουλήν, Plat. Prot. 313 b; διαθήκας, Is. 1, 10; διαλλαγὰς π., Eur. Phoen. 519, wie σύμβασιν, Suppl. 739; οὐ δόσιν ἀλλ' ἐμπορίαν π., Isocr. 2, 1; διατριβάς 3, 1; vgl. σκῆψιν, πρόσχημα, σπ ουδὴν π., Her. 5, 30. 7, 157. 8, 21; εἰσαγγελίαν, Lycurg. 30; ἐξέτασιν, 28 u. sonst oft; ἐπίδειξιν, 102; ἐνέδραν, Thuc. 3, 90; ἔπαινον, Aesch. 1, 169; ἐπιμέλειαν, Plat. Rep. VIII, 556 c, oft; ἐπιγαμίας, Xen. Cyr. 1, 5, 3; θαῦμα π. = θαυμάζειν, Her. 1, 68; θήραν π. = θηρᾷν, Xen. An. 5, 3, 10; ἱκετείας τινὶ π. = ἱκετεύειν, Isocr. 4, 54; καταφυγὰς π., Eur. Or. 566; κατηγόρημα π. = κατηγορεῖν, Dem. 24, 19, wie κατηγορίαν, Lycurg. 11; καταφυγάς, Eur. Or. 566; κινδύνους π., Isocr. 3, 24; πρός τινα, 4, 173; κοῖτον π. = κεῖσθαι, Her. 7, 17, κρίσεις, Isocr. 4, 40 Lycurg. 12, λήθην π. = λανθάνεσθαι, Her. 1, 127, λόγους π. = λέγειν, Isocr. 4, 12, Plut. u. A.; μάχας π. = μάχεσθαι, Soph. El. 294; μνείαν περί τινος, Aesch. 1, 160, wie μνήμην π., = μιμνήσκειν, Pol. 1, 20, 8 u. A.; νομήν, Luc. Prom. 2; ὁδόν, ὁδοιπορίην π. = ὁδοιπορεῖν, Her. 2, 29. 7, 110. 112. 121; ὁμολογίας, Pol. 3, 29; ὀργὴν π. = ὀργίζεσθαι, Her. 3, 25. 7, 105, Thuc. 4, 124, wie Eur. Med. 909 u. A.; περιήγησιν, Luc. Char. 27; παραλογισμούς, Lycur, 31, πλόον π. = πλεῖν, Her. 6, 95; πρόνοιαν π., Isocr. 4, 2, τινός, ib. 136, wie Luc. Nigr. 26 u. A.; πλεονεξίας π. = πλεονεκτεῖν, Isocr. 4, 17; πορείαν π. = πορεύεσθαι, Xen. Cyr. 5, 2, 31, Pol. 1, 7, 20; στρατηΐην π. = στρατεύεσθαι, Her. 1, 171; στρατείας, Isocr. 4, 34. 117; συμμαχίαν, 4, 128; τιμωρίαν, ib. 182; ὑποσχέσεις, ib. 14; ὠφελίας ἔκ τινος, ib. 173. – Anders δι' ἀγγέλου, διὰ χρηστηρίων π., = ἀγγέλλειν, χρηστηριάζεσθαι, Her. 6, 4. 8, 134. S. auch ἐκποδών.
French (Bailly abrégé)
ποιῶ :
impf. ἐποίουν, f. ποιήσω, ao. ἐποίησα, pf. πεποίηκα;
Pass. f. ποιηθήσομαι, ao. ἐποιήθην, pf. πεποίημαι;
faire :
I. fabriquer, exécuter, confectionner : ποιεῖν δῶμα θεῶν IL bâtir une demeure pour chacun des dieux ; τεῖχος IL construire un mur ; en parl. d'œuvres d'art εἴδωλον OD fabriquer une statue ; ποιεῖν τι ἔκ τινος ou τί τινος confectionner qch avec qch;
II. créer, produire :
1 en parl. de l'homme engendrer (d'ord. en ce sens le Moyen);
2 en parl. de la femme enfanter;
3 en parl. du sol, des plantes, etc. οὐδὲν ποιεῖν ἐκ τῆς γῆς XÉN ne rien tirer de la terre;
4 p. anal. en parl. de choses ποιεῖν ἀργύριον DÉM produire ou rapporter de l'argent;
5 faire naître, causer en gén. : ποιεῖν στόνον SOPH faire naître des gémissements ; ποιεῖν φόβον IL faire naître la peur ; ποιεῖν νόημα ἐνὶ φρεσίν OD ou abs. ἐνὶ φρεσὶ ποιεῖν IL mettre une pensée dans l'âme ; mettre dans tel ou tel état, faire devenir, rendre : ποιεῖν ἐπὶ τοῦ ξηροῦ τὰς ναῦς THC mettre les vaisseaux à sec ; ποιεῖν τινα ἐς φυλακήν THC mettre qqn en prison ; ποιεῖν ἔξω XÉN mettre dehors ; avec une prop. inf. : θεοί σε ποίησαν ἱκέσθαι ἐς οἶκον OD les dieux ont permis que tu revinsses chez toi ; ποιεῖν κλαίειν τινά XÉN faire pleurer qqn ; ποιῶ ὅκως ἔσται ἡ Ἰωνίη ἐλευθέρη HDT je fais en sorte que l'Ionie soit libre ; πάντων ἑαυτὸν δεσπότην XÉN se rendre maître de tout ; ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ποιεῖν HDT faire en même temps qu'on dit ; ποιεῖν τὰ τεταγμένα τῇ πόλει XÉN faire ce que l'État prescrit ; ποεῖν τὰ δέοντα XÉN faire ce qu'il faut ; en parl. d'actes de la vie publique ou religieuse ποιεῖν ἱρά HDT faire des sacrifices ; ποιεῖν μυστήρια THC accomplir des mystères ; ποιεῖν Ἴσθμια, Πύθια XÉN célébrer les jeux Isthmiques, Pythiques ; ποιεῖν εἰρήνην AR faire la paix pour d'autres, p. opp. à ποιεῖσθαι εἰρήνην THC conclure la paix pour soi ou l'un avec l'autre ; p. suite ποιεῖν avec un subst. forme une locut. équival. à un verbe de même radical que ce subst. : ποιεῖν θυσίαν XÉN = θύειν, faire un sacrifice ; ποιεῖν ἐκκλησίαν THC = ἐκκλησιάζειν, tenir une assemblée ; ποιεῖν θήραν XÉN = θηρᾶν, aller à la chasse ; abs. faire, agir, se tirer d'une difficulté, avec un adv. : πῶς ποιήσεις ; SOPH comment feras-tu ? comment agiras-tu ? πῶς δεῖ ποιεῖν περὶ θυσίας ; XÉN comment faut-il se comporter au sujet d'un sacrifice ? ποίει ὅπως βούλει XÉN fais comme tu voudras ; εὖ ἐποίησας ἀφικόμενος HDT tu as bien fait de venir ; καλῶς ποιεῖς προνοῶν XÉN tu fais bien de prendre garde ; ποιεῖν φίλους πλεῖστα ἀγαθά XÉN faire beaucoup de bien à ses amis ; κακῶς ποιεῖν τινα PLAT faire du mal à qqn ; τινα εὖ ποιεῖν PLAT faire du bien à qqn;
6 abs. agir, p. opp. à πάσχω, être passif;
III. agir, être efficace : ἡ εὔνοια τῶν ἀνθρώπων ἐποίει μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους THC la faveur du public se portait (litt. agissait) plutôt dans le sens des Lacédémoniens ; en parl. de remèdes agir, être efficace;
IV. composer un poème : ποιεῖν Θεογονίην Ἕλλησι HDT faire aux Grecs la généalogie de leurs dieux, càd créer, inventer, composer une Théogonie ; composer en gén. ποιεῖν ποιήματα PLAT composer des poèmes ; abs. composer en vers : ποιεῖν εἴς τινα PLAT composer des vers en l'honneur de qqn ; μῦθον ποιεῖν PLAT mettre une fable en vers ; περὶ θεῶν λέγειν καὶ ποιεῖν PLAT parler en prose et en vers sur les dieux ; particul.
1 imaginer, inventer, créer : ὀνόματα ARSTT des mots;
2 supposer : ποιῶ δ' ὑμᾶς ἐξαπατηθέντας XÉN je suppose que vous avez été trompés;
3 prendre comme, estimer, juger : δεινὰ ποιεῖν HDT prendre mal qch, être mécontent;
V. procurer, produire : ἄδειαν THC assurer l'impunité ; ἀργύριόν τινι ποιεῖν DÉM rapporter de l'argent à qqn ; en prose, à la place d'un autre verbe déjà exprimé, comme en fr. le verbe faire : ἐρώτησον αὐτούς· μᾶλλον δ' ἐγὼ τοῦθ' ὑπὲρ σοῦ ποιήσω (càd ἐρωτήσω) DÉM demande-leur, ou plutôt je ferai cela moi-même (càd je le demanderai) à ta place;
Moy. ποιέομαι-ποιοῦμαι (f. ποιήσομαι, ao. ἐποιησάμην);
I. faire pour soi, fabriquer dans son intérêt, selon son goût, par soi-même : σχεδίην, ἱστία OD se construire un radeau, des mâts ; πέπλον IL se confectionner un péplum;
II. se faire faire ou confectionner;
1 en gén. ὅπλα XÉN des armes ; τὸ μὲν ἀνάθημα ποιησάμενος XÉN après en avoir fait faire une offrande;
2 créer pour soi, se procurer, acquérir : ποιεῖσθαι παῖδα XÉN créer un enfant ; ποιεῖσθαι φίλον XÉN se procurer un ami ; ποιεῖσθαί τινα ἄκοιτιν ou ἀκοίτην IL, OD prendre qqn pour épouse ou pour époux ; ποιεῖσθαί τινα υἱόν IL, θυγατέρα ποιεῖσθαί τινα HDT adopter qqn pour son fils, pour sa fille ; de même : ὑπ' ἑωυτῷ ποιεῖσθαί τινα ou τι HDT s'assurer la soumission de qqn ou la possession de qch ; ἑωυτοῦ ποιεῖσθαί τινα ou τι HDT m. sign.
3 faire pour soi ou faire soi-même ; en ce sens ποιεῖσθαι forme avec son rég. une locut. équival. à un verbe de même radic. que ce rég. : ποιεῖσθαι ὁδόν HDT ou ποιεῖσθαι ὁδοιπορίην HDT = ὁδοιπορεῖν, faire une marche, un trajet ; ποιεῖσθαι πλόον HDT = πλεῖν, naviguer ; de même avec διά : ποιεῖσθαι δι' ἀγγέλου HDT faire annoncer ; ποιεῖσθαι διὰ χρηστηρίων HDT faire répondre ou annoncer par des oracles;
4 apprécier, juger, regarder comme ; propr. se faire l'idée que, se figurer : συμφόραν ποιεῖσθαί τι HDT regarder qch comme un malheur ; εὕρημά τι ποιεῖσθαι XÉN regarder qch comme une découverte ; μέγα ou μεγάλα ποιεῖσθαί τι HDT regarder qch comme grand ou important ; δεινὸν ποιεῖσθαί τι THC regarder qch comme fâcheux, le supporter avec peine ; avec une prép. : περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι HDT faire grand cas de ; περὶ ὀλίγου ποιεῖσθαι ISOCR faire peu de cas de ; rar. sans prép. avec ἐν : ἐν μεγάλῳ ποιεῖσθαι HDT tenir grand compte de ; ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαι HDT faire peu de cas de, traiter légèrement ; avec διά : δι' οὐδενὸς ποιεῖσθαί τι SOPH ne tenir aucun compte de qch ; avec παρά : παρ' ὀλίγον ποιεῖσθαί τι XÉN faire peu de cas de.
Étymologie: ποῖος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιέω, praes. contr. ποιῶ, Att. ook ποῶ, Ion. ποιεο- > vaak ποιευ-, Aeol. πόημ(μ)ι, 3 sing. πόει; inf. ποιεῖν, Att. ποεῖν, ptc. ποιῶν, med. ποιοῦμαι, Ion. ποιευ-, med. ποιεῖσθαι, Aeol. πόησθαι; ptc. ποιούμενος, Aeol. ποήμενος, Aeol. opt. ποείην; ep. imperf. ποίεον, 3 sing. ποίει, Ion. ἐποιευ-, iter. ποιέεσκον, Ion. med. ἐποιεύμην, iter. ποιεέσκετο; aor. ep. ποίησα, Att. en Aeol. ἐπόησα, 3 plur. ἐπόησαν, Aeol. inf. πόησαι; poët. med. ποιησάμην; perf. Aeol. ptc. perf. med.-pass. acc. f. plur. πεποημμέναις; Ion. plqperf. 3 sing. ἐπεποιήκεε; fut. Att. ποήσω, ep. inf. ποιησέμεν; maken, doen maken met acc. van een resultaat dat nog niet bestond met concr. vervaardigen, in elkaar zetten:; δῶμα π. een huis bouwen Il. 1.608; τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί voor hem zouden de Panachaioi een grafheuvel gemaakt hebben Od. 14.369; ook med..; ὡς... μέλισσαι οἰκία ποιήσωνται ὁδῷ ἔπι zoals bijen die hun nest aan de weg gebouwd hebben Il. 12.168; creëren:; χρύσεον... γένος... ἀνθρώπων... ποίησαν een gouden geslacht van mensen hebben zij gecreëerd Hes. Op. 110; καινοὺς θεούς ποιεῖν nieuwe goden creëren Plat. Euthyph. 3b; ταχέως ὑμεῖς ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε jullie zullen snel een tweede Philippus creëren Dem. 4.11; van kinderen verwekken; med..; υἱὸν ἐξ αὐτῆς πεποίηται hij heeft een kind bij haar verwekt [And.] 4.22; παῖδας ποιεῖσθαι kinderen voortbrengen Xen. Cyr. 5.3.19; van voedsel e.d. produceren:; κριθάς τε ποιεῖν ἡμᾶς... οἶνον τε πολύν dat wij gerst en veel wijn mogen produceren Aristoph. Pax 1322; πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπόν καλὸν ἐκκόπτεται elke boom die geen goede vrucht draagt wordt omgehakt NT Mt. 3.10; ook med..; ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία zij maken hun brood van spelt Hdt. 2.36.2; spec. in dichtvorm maken, dichten, schrijven:; ὅταν σατύρους τοίνυν ποιῇς wanneer je dus een satyrspel maakt Aristoph. Th. 157; κωμῳδίαν καὶ τραγῳδίαν ἐπίστασθαι ποιεῖν een komedie en een tragedie kunnen schrijven Plat. Smp. 223d; ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας de auteur van de Kypria Aristot. Poët. 1459b1; abs. met adv. dichten:; ὀρθῶς μοι δοκέει Πίνδαρος ποιῆσαι... φήσας Pindarus schijnt mij zeer juist gedicht te hebben toen hij zei... Hdt. 3.38.4; ook met prep..; περὶ θεῶν... ποιεῖν over goden dichten Plat. Resp. 383a; εἰς τὸν θεόν ἐποίησα ik heb een gedicht gemaakt ter ere van de godheid Plat. Phaed. 61b; ook med.. μακρὸν ποιησάμενος σύγγραμμα doordat hij een lang werk had geschreven Plat. Phaedr. 258a. met abstr., vooral van fysieke en psychische aandoeningen veroorzaken, teweegbrengen:; φόβον ποιεῖν Ἀχαιῶν de Achaioi op de vlucht jagen Il. 12.432; ποιεῖν γέλωτα πολύν veel gelach teweegbrengen Plat. Chrm. 155b; νόσους ποιεῖν καὶ πενίας ziektes en armoede met zich meebrengen Plat. Prot. 353; ook med..; μέγα μὲν κλέος αὐτῇ ποιείτ (αι) zij verwerft grote faam voor zich Od. 2.126; τιμωρίαν ἀπό τινων ποιεῖσθαι hulp krijgen van iem. Thuc. 1.25.1; ἐνθύμιον ποιεῖσθαι zich zorgen maken Thuc. 7.50.4; spec. δεινὰ ποιεῖν misbaar maken:; δεινὰ π. vreselijk te keer gaan Hdt. 2.121.ε1; οἱ Ἀθηναίοι δεινὰ ἐποίουν de Atheners reageerden furieus Thuc. 5.42.2; als omschrijving van handeling of toestand; ἐκκλησίαν ποιεῖν een vergadering beleggen Aristoph. Th. 376; εἰρήνην ποιεῖν vrede stichten Aristoph. Pax 1199; Κῦρος... ἀριθμὸν τῶν Ἑλλήνων ἐποίησεν Cyrus hield een telling van de Grieken Xen. An. 1.2.9; σπονδὰς ἐποίει (hij) plengde Xen. An. 4.3.13; vgl. 4 Β. overdr. van tijd vol maken:. μῆνας τρεῖς drie maanden doorbrengen NT Act. Ap. 20.3. met acc. van een persoon of zaak die al bestond in een dichtwerk opvoeren:; ἐάν τέ τις αὐτὸν ἐν ἔπεσιν ποίῃ hetzij iemand hem (de god) in epische verzen beschrijft Plat. Resp. 379a; vaak met ptc.. Εὐριπίδης ἐποίησεν ἀποκτείνουσαν τοὺς παῖδας τὴν Μήδειαν Euripides liet zijn Medea haar kinderen doden Aristot. Poët. 1453b29. maken tot, aanstellen als,... maken; met pred. acc..; θεμείλια... λεῖα δ’ ἐποίησεν hij maakte de fundamenten glad Il. 12.30; μὴ σέ... βασιλῆα Κρονίων ποιήσειεν moge Kronos' zoon jou niet koning maken Od. 1.387; Βριάρεων... γαμβρὸν ἑόν ἐποίησε hij maakte Briareos tot zijn eigen schoonzoon Hes. Th. 818; εἰ τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς ποιήσειε als hij de Meden zwak zou maken Xen. Cyr. 1.5.2; καὶ ἐποίησεν δώδεκα ἵνα ὦσιν μετ’ αὐτοῦ en hij stelde er twaalf aan om bij hem te zijn NT Marc. 3.14; ook med.. ἅπαντας ἢ σῦς ἠὲ λύκους ποιήσεται ze zal ons allemaal in zwijnen of wolven veranderen Od. 10.433; τὸν θεὸν ποιούμενος ἀρωγόν de godheid tot mijn helper makend Soph. OC 1285; θετὸν παῖδα ποιεῖσθαί (τινα) iem. als kind adopteren Hdt. 6.57.5; ἑωυτοῦ ποιεῖσθαι τὸ Κύρου ἔργον de actie van Cyrus voor zichzelf opeisen Hdt. 1.129.2. (iets ergens van) maken, aannemen, stellen (op):. προσθήσω... τοὺς Ἀραβίους... πλῆθος ποιήσας δισμυρίους ἄνδρας ik zal er nog de Arabieren aan toevoegen en maak daarmee van het totaal 20.000 Hdt. 7.184.4; ποιῶ δ’ ὑμᾶς ἐξαπατηθέντας... ἥκειν εἰς Φᾶσιν ik stel dat jullie bedrogen naar de Phasis zijn gekomen Xen. An. 5.7.9. maken dat, ervoor zorgen dat, met AcI:; σε θεοὶ ποίησαν ἱκέσθαι de goden hebben gemaakt dat je aangekomen bent Od. 23.258; τοῦτό με ποιεῖ τετρεμαίνειν dat doet mij trillen Aristoph. Nub. 374; met ὥστε + AcI; ποιήσειεν ὥστε μήποτε δύνασθαι αὐτούς dat hij er voor zou zorgen dat zij nooit in staat zouden zijn Xen. An. 1.6.2; met ὅκως + ind. fut.. ποίει ὅκως ἐκείνην θηήσεαι γυμνήν zorg ervoor dat je haar naakt te zien krijgt Hdt. 1.8.2. maken dat... (ergens) is, op (een plaats) brengen; met prep. of adv..; ἐμοὶ Ζεὺς αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα ποίησ (ε) Zeus zelf heeft mij de volgende gedachte ingegeven Od. 14.274; ἐν αἰσχύνῃ π. τὴν πόλιν de stad te schande maken Dem. 18.136; Θετταλίαν ὑπὸ Φιλίππῳ ἐποίησεν hij heeft Thessalië onder Philippus gebracht Dem. 18.48; ook med.. Μεσσαγέτας ὑπ’ ἑωυτοῦ ποιεῖσθαι de Massageten aan zich onderworpen Hdt. 1.201; Σαμίους... ἐς τὸ συμμαχικόν ἐποιήσαντο zij namen de Samiërs op in het bondgenootschap Hdt. 9.106.4; τινὰ ἐς φυλακὴν ποιεῖσθαι iem. onder bewaking stellen Thuc. 3.3.4; ἐς ἀσφαλείαν ποιεῖσθαι zich in veiligheid brengen Thuc. 8.1.3; τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς ποιεῖσθαι de lichte schepen aan de binnenkant plaatsen Thuc. 2.83.5; ποιεῖσθαι ὄπισθεν τὸν ποταμόν de rivier in de rug houden Xen. An. 1.10.9. doen, met acc. doen, verrichten: met acc. v. h. inw. obj..; πάντα ποιεῖν al het mogelijke doen (zie πᾶς); οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν dan zou hij niets van hetgeen hij nu gedaan heeft, bereikt hebben Dem. 4.5; ptc. subst..; τὸν... ποιήσαντα οὐ νομιζόμενα (jij) die dingen hebt gedaan die tegen de goede gewoontes ingaan Hdt. 1.11.3; ταῦτα εἶπε καὶ ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε dat zei hij en voegde meteen de daad bij het woord Hdt. 3.134.6; pass. ptc. subst.. μαθοῦσα τὸ ποιηθέν toen zij ontdekt had wat er gedaan was Hdt. 1.10.2. doen, spec. als ‘pro-verbum', ter vervanging van voorafgaand verbum:. ἐρώτησον αὐτούς· μᾶλλον δ’ ἐγὼ τοῦθ’ ὑπὲρ σοῦ ποιήσω ondervraag hen, of liever, dat zal ik voor jou doen Dem. 18.52. (iem. iets) aandoen, (iets met iem.) doen, met acc. v. pers. en acc. v. h. inw. obj.:; ὅσα ἀγαθὰ Κύρος Πέρσας πεποιήκοι hoeveel goeds Cyrus de Perzen bewezen had Hdt. 3.75.1; οὐκ οἶδ’ ὅ τι χρῆμά με ποιεῖς ik weet niet wat je met mij aan het doen bent Aristoph. Ve. 697; vgl. 1Aii; τοὺς... καταιτιαθέντας κρίσεις ποιήσαντες tegen de aangeklaagden een gerechtelijk onderzoek instellen Thuc. 6.60.4; met acc. v. pers. en adv.. εὖ π. τινα iem. goed behandelen, weldoen Xen. Mem. 2.3.8; κακῶς π. τινα iem. slecht behandelen Xen. Hell. 1.3.17. handelen optreden, handelen, doen, met adv.:; πῶς ποιήσεις; hoe gaat u optreden? Soph. OC 652; ὧδε ποίησον handel als volgt Hdt. 1.112.2; ποίει ὅπως βούλει doe zoals u wilt Xen. Cyr. 1.4.9; ὀρθῶς ἂν ποιοῖμεν; zouden we dan juist handelen? Plat. Resp. 403e; ptc. praes. met καλῶς of εὖ om dank of instemming te betuigen.: εὖ γε ποιῶν ἀπόλωλ’ ἐκεῖνος het is goed dat die (stamper) kwijt is Aristoph. Pax 271; καλῶς γ (ε)... ποιῶν σύ goed gedaan! Plat. Smp. 174e; ὑπὲρ τῶν πολλῶν ὧν καλῶς ποιοῦντες ἔχουσι voor hun grote rijkdom die zij gelukkig bezitten Dem. 1.28. er... aan doen, met adv. en pred. ptc.: εὖ... ἐποίησας ἀπικόμενος u hebt er goed aan gedaan te komen Hdt. 5.24.4; καλῶς ἐποίησας προειπών je hebt er goed aan gedaan mij te waarschuwen Xen. Cyr. 1.4.13. abs. actief zijn, werkzaam zijn:. ποιέειν ἢ παθεῖν προκέεται ἀγών het is een kwestie van erop of eronder Hdt. 7.11.3; ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους de sympathie van de mensen ging veel meer uit naar de Spartanen Thuc. 2.8.4; καὶ οὕτως αὐτὸ ποιήσει en zo zal het (gif) vanzelf zijn werking doen Plat. Phaed. 117b. med. in dezelfde betekenissen als act., maar met directe betrokkenheid van de handelende persoon, zie boven. in perifrast. constr., vgl. 1Aii:. θεῶν ἀγορὴν ποιεῖσθαι een godenvergadering houden Il. 8.2; ποιεῖσθαι ὁδοιπορίην een voetreis maken Hdt. 2.29.5; θῶμα ποιεῖσθαι + acc. zich verwonderen over Hdt. 1.68.2; λόγον ἐλάσσω ἐποιέετο hij vond het minder belangrijk Hdt. 7.156.1; τοὺς λόγους ποιεῖσθαι onderhandelingen voeren Thuc. 1.128.7; σπονδὰς ποιεῖσθαι een verdrag sluiten Thuc. 1.28.5; εἰρήνην ποιεῖσθαι vrede sluiten And. 3.11; ἀρχὴν ποιεῖσθαι + gen. een begin maken met Thuc. 1.128.4; σπουδὴν ποιεῖσθαι + inf. ernst maken met Plat. Lg. 628e; γνώμην ποιεῖσθαι + inf. het voornemen hebben om Thuc. 1.128.7. beschouwen als met pred. adj.: μεγάλα ποιεῖσθαι ὅτι er veel belang aan hechten dat Hdt. 1.119.1; δεινὸν ποιεῖσθαι εἰ het vreselijk vinden als Thuc. 6.60.4; οὐκέτι ἀνασχετὸν ποιεῖσθαι het niet meer acceptabel vinden Thuc. 1.118.2. met subst.: συμφορὴν ποιεῖσθαί τι iets als een ongeluk beschouwen Hdt. 1.83; ἑρμαῖον ποιεῖσθαί τι iets als een buitenkans beschouwen Plat. Grg. 489c. uitdr. met prep.:; δι’ οὐδενὸς ποῇ je vindt het van geen belang Soph. OC 584; τοὐμὸν ἐν σμικρῷ μέρος ποιούμενοι mijn zaak van weinig belang achtend Soph. Ph. 498; ἐν ἀδείῃ δὲ οὐ ποιευμένων τὸ λέγειν omdat ze het niet ongevaarlijk vonden daarover te spreken Hdt. 9.42.2; βωμοὺς οὐκ ἐν νόμῳ ποιεῖσθαι ἱδρύεσθαι het niet in de haak vinden altaren op te richten Hdt. 1.131.1; ἐν ὀλιγωρίᾳ ἐποιοῦντο zij schonken er geen aandacht aan Thuc. 4.5.1; τοὺς ὑστάτους... εἰπόντας ἐν ὀργῇ ποιεῖσθε jullie zijn boos op de laatste sprekers Dem. 1.16; περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι + acc. veel waarde hechten aan, op hoge prijs stellen Hdt. 1.73.3; περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῶν νόμων van meer belang achten dan de wetten Lys. 14.40; περὶ πλείστου ποιεῖσθαι van het hoogste belang achten Plat. Ap. 21e; ook zonder περί:. πολλοῦ γὰρ ποιοῦμαι want ik vind het van groot belang Plat. Prot. 328d; πρὸ πολλοῦ δ’ ἂν ἐποιησάμην ik had er veel voor over gehad Isocr. 5.138.
Russian (Dvoretsky)
ποιέω: тж. med.
1 делать, выделывать, производить, готовить, изготовлять (εἴδωλον, σάκος, med. πέπλον Hom.; δεῖπνον Hes.): πεποιημένος τινός и ἀπό или ἔκ τινος Xen. etc. сделанный из чего-л.;
2 строить, возводить, воздвигать (δῶμα, τεῖχος Hom.; βωμὸν καὶ ναόν Xen.; σκηνάς NT);
3 делать (кого-л. кем-л. или каким-л.) (τινα ἄφρονα Hom.; med.: φίλον τινά Xen.; τὸν θεὸν ἀρωγόν Soph.): π. τινα βασιλῆα Hom. делать (ставить) кого-л. царем; ἔμψυχον π. τι Luc. одушевлять что-л.; med. превращать (τῆς σαρκὸς πρόνοιαν εἰς ἐπιθυμίας NT);
4 делать, совершать: εἰρήνην ποιεῖσθαι Xen. заключать мир; ὡς σαφέστατα ἂν εἰδείην ἐποίουν Xen. я сделал (все), чтобы получить достовернейшие сведения; πόλεμον ποιεῖσθαι Xen. вести войну; ἅμιλλαν ποιεῖσθαι Her. спорить между собою, Thuc., Plat.; состязаться; πόλεμον π. τινι Isae. возбуждать войну против кого-л.; π. μάχας Soph. сражаться; π. ἐκκλησίαν Thuc., Xen.; проводить совещание; ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Her. как сказал, так и сделал; ποιεῖσθαι βουλήν Her. принимать решение; κακῶς π. τὴν χώραν Dem. опустошать страну; λόγους ποιεῖσθαι Isocr. говорить, Dem. вести переговоры; ποιεῖσθαι ὁδόν (ὁδοιπορίην) Her. и πορείαν NT совершать путь; π. и ποιεῖσθαι θήραν Xen. охотиться; πᾶσαν τὴν σπουδήν τινος ἕνεκα ποιεῖσθαι Plat. прилагать все усилия к чему-л.; ἀριθμὸν π. Xen. производить подсчет; θώϋμα ποιεῖσθαί τι Her. удивляться чему-л.; π. ἐλεημοσύνην NT творить (подавать) милостыню; ὁργὴν ποιησάμενος Her. раздраженный, в ярости; δι᾽ ἀγγέλου ποιεύμενος ἔπεμπε βιβλία Her. он послал через гонца письма;
5 действовать: τὰ ποιοῦντα καὶ τὰ πάσχοντα Plat. действующие и страдательные начала; ἡ εὔνοια τῶν ἀνθρώπων ἐποίει μᾶλλον ἐς τούς Λακεδαιμονίους Thuc. общественное мнение склонялось больше в пользу лакедемонян; τὸ φάρμακον ποιήσει Plat. снадобье подействует;
6 производить на свет, рождать (κριθάς Arph.; παῖδα Xen.);
7 приобретать, получать, зарабатывать (ἀργύριον Dem.; οὐδὲν ἐκ τῆς γῆς Xen.; πέντε τάλαντα NT): τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας ποιεῖσθαι Xen. добывать себе средства к жизни земледелием;
8 исполнять, выполнять (τὰ τεταγμένα τῇ πόλει Xen.; τὰς ἐντολάς NT);
9 делать, оказывать (πολλὰ χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Arph.; πολλὰ ἀγαθὰ τὴν πόλιν Plat.; med. βοηθείας τινί Isocr.): τινὰ εὖ π. Plat. делать добро кому-л.;
10 устраивать, справлять (ἱρά Her.; θυσίαν Xen.; ἑορτήν NT): πάντα π. τοῖς ἀποθανοῦσιν Xen. отдавать умершим все (установленные) почести;
11 делать, принимать, брать (τινὰ ἄλοχον ποιεῖσθαι Hom.): ποιεῖσθαί τινα υἱόν Hom. усыновлять кого-л.; τινὰ ποιεῖσθαι μαθητήν Plat. брать кого-л. себе в ученики; τινὰ (τὶ) ποιεῖσθαι ὑπ᾽ ἑωυτῷ (ἑωυτοῦ) Her. и ὑφ᾽ ἑαυτόν Plat. подчинять кого(что)-л. себе, овладевать кем(чем)-л.; π. τινα ἐπί τινι Dem. подчинять кого-л. кому-л.;
12 причинять, вызывать (φόβον Hom.; γέλωτα Plat.): π. ὕδωρ Arph. посылать дождь; π. νόημα ἐνὶ φρεσί Hom. внушать мысль;
13 (о звуках), издавать, испускать, (στόνον Soph.; κραυγήν Xen.);
14 слагать, составлять, сочинять (κωμῳδίαν καὶ τραγῳδίαν Plat.): π. εἴς τινα, Plat. слагать песнь в честь кого-л.; περὶ θεῶν λέγειν καὶ π. Plat. говорить о богах и воспевать их; ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας Arst. автор «Киприй»;
15 изображать, обрисовывать, представлять (τὸν Ἀγαμέμνονα ἀγαθὸν ἄνδρα Plat.);
16 изобретать, выдумывать, создавать (в воображении) (καινοὺς θεούς Plat.; ὀνόματα Arst.);
17 предполагать, допускать: σφέας ποιέω ἴσους ἐκείνοισι εἶναι Her. я полагаю, что их было столько же, сколько тех; πεποιήσθω δή Plat. ну предположим; ποιῶ δ᾽ ὑμᾶς ἥκειν εἰς Φᾶσιν Xen. допустим, что вы прибыли в Фасиду;
18 делать, поступать: πῶς ποιήσεις; Soph. что ты предпримешь?; καλῶς ποιῶν σύ Plat. ты хорошо сделал; εὖ ἐποίησας ἀναμνήσας με Plat. хорошо, что ты мне напомнил; π. Σπαρτιητικά Her. поступать по-спартански;
19 заставлять (κλαίειν τινά Xen.): π. αἰσχύνεσθαί τινα Xen. пристыдить кого-л.; π. τινα κλύειν τινός Soph. заставлять кого-л. слушаться кого-л.;
20 ставить, класть, ввергать: π. εἴσω Xen. вводить; π. ἔξω Xen. выводить; π. τὰς ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ Thuc. вытаскивать корабли на сушу; τινα ἐς ψυλακὴν π. Thuc. ввергать кого-л. в тюрьму; π. τινα ἱκέσθαι ἐς οἶκον Hom. разрешить кому-л. вернуться домой; π. ἐν αἰσχύνῃ τὴν πόλιν Dem. покрывать город позором; ποιεῖσθαί τι ἐς ἀσφάλειαν Thuc. помещать что-л. в безопасное место;
21 проводить, тратить (πολὺν χρόνον ἔν τινι Anth.): οὐ π. χρόνον οὐδένα Dem. не терять (напрасно) времени; τὴν νύκτα ἐφ᾽ ὅπλοις ποιεῖσθαι Thuc. проводить ночь в (полном) вооружении; μέσας π. νύκτας Plat. тянуть (разговор) до полуночи;
22 считать, признавать: συμφορὴν ποιεῖσθαί τι Her. считать что-л. несчастьем; δεινὰ π. и ποιεῖσθαι τι Thuc. негодовать на что-л.; εὕρημα ἐποιησάμην Xen. я счел (счастливой) находкой; μέγα (μεγάλα) ποιεῖσθαί τι Her. высоко ценить (считать важным) что-л.; πολλοῦ ποιεῖσθαι τι Plat. придавать большое значение чему-л.; (οὐδὲν) περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῶν νόμων Lys. ничего не ставить выше законов; ἐν ἐλαφρῷ и παρ᾽ ὀλίγον ποιεῖσθαι Her., Xen.; считать маловажным; δι᾽ οὐδενὸς ποιεῖσθαί τι Soph. не придавать никакого значения чему-л.; ἐν νόμῳ ποιεῖσθαί τι Her. иметь что-л. в обычае; ἐν άδείῃ π. Her. считать безопасным.
Greek Monolingual
(I)
ποιῶ, ποιέω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α
1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί.
β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ
γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων ἀθάνατοι ποίησαν», Ησίοδ.)
2. εκτελώ, κάνω κάτι («πεποιηκότα πλείονα χρηστά... περὶ τὴν πόλιν», Αριστοφ.)
3. φρ. α) «ποιούμαι μνείαν» — αναφέρω, μνημονεύω
β) «ποιούμαι λόγον» — κάνω λόγο, ομιλώ
γ) «περὶ πολλού ποιούμαι τινα» — εκτιμώ κάποιον ή κάτι πολύ
4. παροιμ. φρ. «ἄφες αὐτοῖς οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» — λέγεται για άτομα που ενεργούν παράλογα
νεοελλ.
φρ. α) «ποιούμαι χρήσιν» — χρησιμοποιώ
β) «ποιούμαι εισήγησιν» — εισηγούμαι
γ) «ποιούμαι έκκλησιν» — επικαλούμαι
μσν.
(σχετικά με απόσταση) διανύω, διατρέχω («παρασάγγας ποιησάμενος πέντε στρατοπεδεύεται», Θεοφύλ. Σ.)
μσν.-αρχ.
1. (για τόπο) παράγω («ὁ δ' Ὑμηττὸς καὶ μέλι ἄριστον ποιεῖ», Στράβ.)
2. (σχετικά με χρόνο) περιμένω να φθάσει («ἐποίησαν μὲν ἔξω μέσων νυκτῶν τὴν ὥραν» — άφησαν να περάσουν τα μεσάνυχτα, Δημοσθ.)
3. περνώ τον χρόνο μου σε έναν τόπο ή σε μια κατάσταση («ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη πολλά», ΠΔ)
4. (για θεραπευτικό μέσο) φέρω αποτέλεσμα («ὁ χυλὸς αὐτῶν πρὸς ἀμβλυωπίαν ποιεῖ», Γεωπ.)
5. μέσ. ποιοῦμαι, -έομαι
προσποιούμαι, υποκρίνομαι («ποιησάμενος ἐπὶ τῷ θανάτῳ τοῦ πατρὸς ὀδυνᾶσθαι», Ζώσ.)
6. φρ. «ποιῶ παιδίον» και «ποιῶ παῖδα» ή «ποιοῦμαι παιδίον» και «ποιοῦμαι παῖδα» — τεκνοποιώ, κάνω παιδί («παιδίον... οὐδεμία ποτὲ γυνὴ λέγεται ποιῆσαι δίχα κοινωνίας ἀνδρός», Πλούτ.)
αρχ.
1. κατασκευάζω, φτιάχνω κάτι με τα χέρια μου («ἐποίησε... βωμὸν καὶ ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου», Ξεν.)
2. (για τον Δία) προσφέρω («ὕδωρ ἀναγκαίως ἔχει τὸν θεὸν ποιῆσαι», Αριστοφ.)
3. συγκομίζω, αποκομίζω («ἑπειδὰν ποιῇς σίτου μὲν μεδίμνους... χίλιους», Δημοσθ.)
4. μαθημ. α) σχηματίζω («ποιεῖν ὀρθὰς γωνίας», Αρχιμ.)
β) πολλαπλασιάζω («ποιεῖν τὰ ιβ' ἐπὶ τὰ ε'», Ηρων.)
5. (για ποιητές και συγγραφείς) συνθέτω, συγγράφω («τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶναι κωμῳδίαν και τραγῳδίαν ἐπίστασθαι ποιεῖν», Πλάτ.)
6. (απολ.) συντάσσω ποιήματα ως ποιητής («ὀρθῶς μοι δοκέει Πίνδαρος ποιῆσαι», Ηρόδ.)
7. περιγράφω κάτι ή κάποιον με στίχους («ἐὰν τέ τις αὐτὸν ἐν ἔπεσι ποιῇ ἐὰν τε ἐν τραγῳδίᾳ», Πλάτ.)
8. εφευρίσκω, επινοώ κάτι ανύπαρκτο («ἅπαν δὲ ὄνομά ἐστιν, ἢ κύριον ἢ γλώττα... ἢ πεποιημένον ἢ ἐπεκτεταμένον», Αριστοτ.)
9. προκαλώ ή προξενώ (α. «οἱ ποίησε γαλήνην», Ομ. Οδ.
β. «νόσους τε ποιεῖ καὶ πενίας καὶ ἄλλα τοιαῦτα... παρασκευάζει», Πλάτ.)
10. (με αιτ. και απρμφ.) ενεργώ ώστε να γίνει κάτι («ποιῶ τοὺς ἀνθρώπους ἀπορεῖν», Πλάτ.)
11. προμηθεύω, παρέχω («λόγος... ἀργύριον τῷ λέγοντι ποιήσων», Δημοσθ.)
12. εορτάζω, πανηγυρίζω («πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα», ΚΔ)
13. (ενεργ. και μέσ.) (σχετικά με συνέλευση) συγκαλώ (α. «ξύλλογον σφῶν αὐτῶν ποιήσαντες τὸν εἰωθότα λέγειν», Θουκ.
β. «Ζεὺς δὲ θεῶν ἀγορὴν ποιήσατο», Ομ. Ιλ.)
14. (σχετικά με δημόσια κηδεία) τελώ
15. μεταβάλλω την κατάσταση κάποιου («εἰ τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς ποιήσειε», Ξεν.)
16. ορίζω, εγκαθιστώ («ὁ ποιήσας τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών», ΠΔ)
17. βάζω κάποιον ή κάτι σε μια θέση («τάς... νοῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ ἐποίησε», Θουκ.)
18. (σχετικά με στρατό) σχηματίζω, συγκροτώ («ἐποίησαν ἕξ λόχους», Ξεν.)
19. (ενεργ. και μέσ.) θεωρώ, πιστεύω, κρίνω («πάλαι δεινὸν ποιεύμενοι ὑπὸ Μήδων ἄρχεσθαι», Ηρόδ.)
20. υποθέτω, δέχομαι ότι... («ποιῶ δ' ὑμᾶς... ἥκειν», Ξεν.)
21. θυσιάζω («τὸ μοσχάριον τῆς ἁμαρτίας ποιήσεις τῇ ἡμέρᾳ τοῦ καθαρισμοῦ», ΠΔ)
22. παρασκευάζω, ετοιμάζω («μοσχάριον... ἔδωκε τῷ παιδί, καὶ ἐτάχυνε τοῦ ποιῆσαι αὐτό», ΠΔ)
23. (απολ.) ενεργώ, πράττω («οὐδὲ δὴ ποιοῦντος καὶ πάσχοντος ἢ κινουμένου καὶ κινοῦν
τος», Αριστοτ.)
24. μέσ. α) κατασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου («σφῆκες... ἠέ μέλισσαι οἰκία ποιήσωνται», Ομ. Ιλ.)
β) δίνω παραγγελία να μού κάνουν κάτι
γ) πολλές φορές χρησιμοποιείται με αιτ. ουσ. περιφρ. αντί για ρ. της ίδιας ρίζας με το ουσ. έτσι ώστε να συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο με εκείνο, π.χ. i) «ποιοῦμαι ὁδὸν» — οδοιπορώ
ii) «ποιοῦμαι πλόον» — πλέω
iii) «ποιοῦμαι ὀργήν» — οργίζομαι
iv) «ποιοῦμαι ἐνέδραν» — ενεδρεύω
ν) «ποιοῦμαι κινδύνους» — κινδυνεύω
25. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ποιῶν
ο πλάστης, ο δημιουργός
26. φρ. α) «ποιῶ τὸ ἐπίταγμα» — πληρώ τους απαιτούμενους όρους
β) «ποιῶ τὸ πρόβλημα» — επιτυγχάνω τη λύση του προβλήματος
γ) «πόλεμον ποιῶ» — εγείρω πόλεμο
δ) «πόλεμον ποιοῦμαι» — πολεμώ
ε) «εἰρήνην ποιῶ» — κάνω ειρήνη (για τους άλλους)
στ) «εἰρήνην ποιοῦμαι» — συνάπτω ειρήνη (για τον εαυτό μου)
ζ) «εὖ ποιῶ» — ευεργετώ
η) «κακῶς ποιῶ» — κακοποιώ
θ) «μέγα ποιοῦμαι» — δίνω μεγάλη σημασία σε κάτι, θεωρώ κάτι ως πολύ σημαντικό
ι) «οὐκ ποιοῦμαι τι ἀνασχετὸν» ή «ού ἀνάσχετα ποιοῦμαί τι» — δεν ανέχομαι, δεν υπομένω
ια) «ἕρμαιον ποιοῦμαί τι» — εφευρίσκω, επινοώ
ιβ) «δι' οὐδενὸς ποιοῦμαί τι» — θεωρώ κάτι ως ανάξιο λόγου
ιγ) «ποιῶ βασιλέα» — εκτελώ τα καθήκοντα του βασιλιά
ιδ) «ποιῶ μουσικήν» — καταγίνομαι με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ποιῶ / ποιFέω (πρβλ. ποίFεσε, ἐποίFεσε) ανάγεται σε IE kwei- «συσσωρεύω, διευθετώ, τακτοποιώ» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. ci-n-oti «συσσωρεύω, τακτοποιώ». Το ρ. ποιῶ θεωρείται παράγωγο αμάρτυρου ουσ. ποιFός, που εμφανίζεται στα συνθ. σε -ποιός (πρβλ. αρτοποιός, λογοποιός).
ΠΑΡ. ποίημα, ποίηση, ποιητής
αρχ.-μσν.
ποιητός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εκποιώ, εμποιώ, μεταποιώ, παραποιώ, περιποιώ
αρχ.
αναποιώ, αντιποιώ, αποποιώ, διαποιώ, εισποιώ, επιποιώ, καταποιώ, προεκποιώ, προποιώ, προσποιώ, συμποιώ, υποποιώ. (Για συνθ. με Β' συνθετικό -ποιός βλ. λ. -ποιός)].
(II)
-όω, Α ποιός
δίνω σε κάποιον ποιότητα.
English (Autenrieth)
imp. ποίει, ipf. (ἐ)ποίει, ποίεον, aor. (ἐ)ποίησα, fut. inf. ποιησέμεν, mid. pres. ποιεῖται, ipf. ποιεύμην, fut. ποιήσομαι, aor. ποιήσατο, pass. perf. πεποίηται: I. act., make, i. e. construct, build, δῶμά τινι, σάκος ταύρων, Α, Il. 7.222; as an artist, Il. 18.490; then met., make, cause, do, of actions and results, ποιῆσαί τινα βασιλῆα, λᾶοὺς λίθους, ‘change to stones,’ Il. 24.611; w. prep., νόημα ἐνὶ φρεσί, ‘cause,’ ‘put’ in one's thoughts, Il. 13.55; and w. inf., σὲ ἱκέσθαι ἐς οἶκον, Od. 23.258.—II. mid., make (construct) for oneself; οἰκία, σχεδίην, Μ 1, Od. 5.251; less literally, ἀγορήν, ‘bring about,’ Od. 8.2; κλέος αὐτῇ, ‘procure,’ ‘win,’ Od. 2.126; ῥήτρην, of binding oneself by an agreement, Od. 14.393; w. two accusatives, τινά ἄλοχον, ‘make her his' wife, Il. 3.409.
Spanish
actuar, tener eficacia, tener poder mágico, hacer, crear
English (Abbott-Smith)
ποιέω, -ῶ, [in LXX for a great variety of words, but chiefly for עשׂה;]
1.to make, produce, create, cause: c. acc. rei, Mt 17:4, Mk 9:5, Jo 9:11, Ac 9:39, Ro 9:20, al.; of God as Creator (c. acc. pers. also), Mt 19:4, Mk 10:6, Lk 11:40, Ac 4:24, He 1:2, al.; like Heb. עשׂה, absol. = ἐργάζομαι, to work, Mt 20:12 (cf. Ru 2:19; so AV, but v. infr.), Re 13:5, R, mg. (but v. infr.); σκάνδαλα, Ro 16:17; εἰρεήνην, Eph 2:15, Ja 3:18; ἐπίστασιν, Ac 24:12; συστροφήν, Ac 23:12; c. acc. rei et dat. pers., Lk 1:68, Ac 15:3; with nouns expressing action or its accomplishment, forming a periphrasis for the cogn. verb: ὁδόν π. (cl. ὁ ποιεῖσθαι), to go on, advance, Mk 2:23; πόλεμον, Re 11:7, al.; ἐκδίκησιν, Lk 18:7, 8; ἐνέδραν, Ac 25:3; κρίσιν, Jo 5:27, Ju 15; ἔργα, Jo 5:36, al.; (σημεῖα), Jo 2:23 and freq., Ac 2:22, al.; so also mid. ποιεῖσθαι: μονήν, Jo 14:23; πορείαν, Lk 13:22; κοινωνίαν, Ro 15:26; of food, to make ready, prepare: δεῖπνον, Mk 6:21, al.; δοχήν, Lk 5:29 14:13; γάμους, Mt 22:2; of time, to spend (cl.): ὥραν, Mt 20:12, RV (but v. supr. and cf. McN, in l.); μῆνας, Re 13:5, R, txt. (cf. Swete, in l.; but v. supr.); ἐνιαυτόν, Ja 4:13; c. acc. seq. ἐκ, Jo 2:15, al.; c. acc. et acc. pred., Mt 3:3 12:16, Mk 1:3 3:12, Jo 5:11, al.; c. adv., καλῶς, Mk 7:37; ἑορτὴν π. (Dem., Ex 23:16, al.), Ac 18:21, Rec.; πάσχα, Mt 26:18; to make or offer a sacrifice (Plat., Xen., al.; Jb 42:8, III Ki 11:33; so some understand τοῦτο ποιεῖτε, Lk 22:19, but v. Abbott, Essays, 110ff.); seq. ἵνα (WM, 422f.; M, Pr., 228), Jo 11:37, Col 4:16, Re 3:9.
2.to do, perform, carry out, execute: absol., c. adv., καλῶς π., Mt 12:12, I Co 7:37, 38 Ja 2:19; id. seq. ptcp. (cl.; v. M, Pr., 228), Ac 10:33, Phl 4:14, II Pe 1:19, III Jo 6; οὕτως, Mt 24:46, Lk 9:15, al.; ὡς (καθώς), Mt 1:24 2:16, al.; ὁμοίως, Lk 3:11; ὡσαύτως, Mt 20:5; c. ptcp., ἀγνοῶν ἐποίησα, I Ti 1:13; c. acc. rei: τί interrog., Mt 12:3, Mk 2:25, Lk 6:2, al.; τοῦτο, Mt 13:28, Mk 5:32, Lk 22:19 (WH om.; v. supr., ref. to Abbott, Essays), Ro 7:20, al.; with nouns expressing command or regulation: τ. νόμον (not as in cl., to make a law), Jo 7:19, Ga 5:3 (cf. in LXX, Jos 22:5, I Ch 22:12, al.); τ. ἐντολάς, Mt 5:19; similarly with other nouns expressing conduct: τ. δικαιοσύνην, Mt 6:1, al.; τ. ἀλήθειαν, Jo 3:21, al., etc.; c. dupl. acc., Mt 27:22, Mk 15:12; c. acc. rei et dat. pers. (commod., incomm.; rare in cl.), Mt 7:12, Mk 5:19, 20 Lk 1:49, Jo 9:26, al. SYN.: πράσσω, q.v. The general distinction between the two words is that between particular action and its habitual performance (cf. Tr., Syn., §xcvi; Westc. on Jo 3:21; ICC on Ro 1:32).
English (Strong)
apparently a prolonged form of an obsolete primary; to make or do (in a very wide application, more or less direct): abide, + agree, appoint, X avenge, + band together, be, bear, + bewray, bring (forth), cast out, cause, commit, + content, continue, deal, + without any delay, (would) do(-ing), execute, exercise, fulfil, gain, give, have, hold, X journeying, keep, + lay wait, + lighten the ship, make, X mean, + none of these things move me, observe, ordain, perform, provide, + have purged, purpose, put, + raising up, X secure, show, X shoot out, spend, take, tarry, + transgress the law, work, yield. Compare πράσσω.
Greek Monotonic
ποιέω: Επικ. παρατ. ποίεον, συνηρ. ποίει, Ιων. ποιέεσκον — Μέσ., γʹ ενικ. Ιων. παρατ. ποιέσκετο· μέλ. ποιήσομαι (επίσης χρησιμ. με Παθ. σημασία) — Παθ., μέλ. ποιηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐποιήθην, παρακ. πεποίημαι (επίσης χρησιμ. με Μέσ. σημασία) — οι Αττ. ποιητές χρησιμοποιούν την παραλήγουσα βραχεία, όπως ποῐῶ, ποῐεῖν κ.λπ., που συχνά γράφονται και ποῶ, ποεῖν κ.λπ., όπως στα Λατ. poëta, poësis.Έχει δύο γενικές σημασίες· κατασκευάζω και κάνω.
Α. I. 1. κατασκευάζω, παράγω, δημιουργώ· στον Όμηρ. συχνά λέγεται για οικοδόμηση, ποιῶδῶμα, τεῖχος κ.λπ.· λέγεται για την εργασία του σιδηρουργού, ποιῶ σάκος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα έργα τέχνης, στο ίδ. κ.λπ.· ποιεῖν τι ἀπὸ ξύλου, κατασκευάζω κάτι από ξύλο, σε Ηρόδ.· ποιῶ πλοῖα ἐκ τῆς ἀκάνθης, στον ίδ.· ομοίως με γεν., ποιῶ νηὸν λίθου, στον ίδ.· φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι, σε Ξεν. — Μέσ., οἰκία ποιήσασθαι, τους χτίζω σπίτια, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, έχω φτιάξει κάτι, το ετοιμάζω, σε Ηρόδ., Δημ.
2. φτιάχνω, δημιουργώ, ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε, σε Δημ.
3. λέγεται για ποιητές, συνθέτω, γράφω, Λατ. carmina facere, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, κάνω ή αναπαριστώ στην ποίηση, Ὅμηρος Ἀχιλλέα πεποίηκε ἀμείνω Ὀδυσσέως, σε Πλάτ.· περιγράφω με στίχους, στον ίδ.· βάζω σε στίχους, στον ίδ.
II. 1. δίνω, επιφέρω, προκαλώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., προξενώ ή επιφέρω, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
2. λέγεται για θυσίες και άλλα τέτοια, ποιέω ἱρά, όπως ἕρδειν, Λατ. sacra facere, σε Ηρόδ., Ξεν., Θουκ. κ.λπ.· ποιῶ Ἴσθμια, διεξάγω αγώνες στον Ισθμό, δηλ. τα Ίσθμια, σε Ξεν.· ποιῶ ἐκκλησίαν (όπως λέμε, κατασκευάζω ένα σπίτι), σε Θουκ.· Μέσ. με την ίδια σημασία, αλλά με εννοούμενη μέση ενέργεια, ἀγορὴν ποιήσατο, σε Ομήρ. Ιλ.
3. λέγεται για τον πόλεμο και την ειρήνη, πόλεμον ποιεῖν, προξενώ πόλεμο, αλλά πόλεμον ποιεῖσθαι, διεξάγω πόλεμο (στο πλευρό κάποιου άλλου), σε Ξεν.· ομοίως εἰρήνην ποιῶ, κάνω ειρήνη (για τους άλλους)· αλλά, εἰρήνην ποιεῖσθαι, κάνω ειρήνη (για τον εαυτό μου) κ.λπ.·
4. η Μέσ. συχνά χρησιμ. περιφρ. με ουσ., ποιεῖσθαι ὁδοιπορίην αντί ὁδοιπορεῖν, ποιεῖσθαι πλόον αντί πλέειν, θαῦμα ποιεῖσθαι αντί θαυμάζειν, ὀργὴν ποιεῖσθαι αντί ὀργίζεσθαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ποιεῖσθαι λόγον τινός, λέω σχετικά με, διηγούμαι, στον ίδ.· αλλά, τοὺςλόγους ποιῶ, συσκέπτομαι, διεξάγω συζήτηση, σε Θουκ.
III. με επίθ. ως κατηγορ., καθιστώ κάποιον τέτοιο ή άλλο, ποιεῖν τινα βασιλῆα, σε Ομήρ. Οδ.· Ἀθηναῖον ποιεῖν τινα, σε Θουκ. — Μέσ., ποιεῖσθαί τινα ἄλοχον ή ἄκοιτιν, καθιστώ αυτή σύζυγό μου, σε Ομήρ. Ιλ.· ποιεῖσθαί τινα ὑιόν, κάνω κάποιον γιο μου, δηλ. τον υιοθετώ ως παιδί μου (πρβλ. εἰσποιέω), στον ίδ., Αττ.· επίσης, ἑωυτοῦ ποιεῖσθαι τι, κάνω ένα πράγμα δικό μου, σε Ηρόδ. IV.1. βάζω, τοποθετώ, ποιέω, ποιῶ ἐνὶ φρεσί τινι, σε Ηρόδ.
2. στον πόλεμο, ποιῶ τινας, ὑπό τινι, οδηγώ κάτω από την εξουσία..., σε Δημ. — Μέσ., ποιεῖσθαι ὑπ' ἑωυτῷ, σε Ηρόδ.· ποιεῖσθαί τινας ἐς τὸ συμμαχικόν, στον ίδ. κ.λπ.
V. στη Μέσ., στηρίζω, θεωρώ, υπολογίζω, λογαριάζω, κρίνω ένα πράγμα ως..., συμφορὴν ποιεῖσθαί τι, θεωρώ κάτι ως συμφορά, στον ίδ.· δεινὸν ποιεῖσθαί τι, Λατ. aegre ferre, στον ίδ.· μέγα ποιῶ, με απαρ., θεωρώ κάτι πολύ σπουδαίο να..., στον ίδ.· οὐκ ἀνάσχετον ποιῶ τι, σε Θουκ. κ.λπ.· συχνά με πρόθ., δι' οὐδενὸς ποιῶ, δεν θεωρώ κάτι ως σημαντικό, σε Σοφ.· ἐνἐλαφρῷ ἐν ὁμοίῳ ποιῶ, σε Ηρόδ.· ἐν σμικρῷ ἐν ὀργῇ, σε Δημ.· παρ' ὀλίγον, παρ' οὐδέν τι, σε Ξεν.· περὶ πολλοῦ, περὶ πλείονος, περὶ πλείστου ποιεῖσθαί τι, σε Αττ.
VI. θεωρώ την περίπτωση, υποθέτω ότι..., σε Ηρόδ., Ξεν. — Παθ., οἱ φιλοσοφώτατοι ποιούμενοι, γι' αυτούς που έχουν υπόληψη..., σε Πλάτ.
VII. λέγεται για χρόνο, οὐ ποιῶ χρόνον, δεν επιμηκύνω τον χρόνο, δηλ. δεν αργοπορώ, σε Δημ.· τὴν νύκτα ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι, διέρχομαι (περνάω) τη νύχτα ένοπλος, σε Θουκ. Β. I. 1. κάνω, περίπου όπως το πράσσω, σε Όμηρ. κ.λπ.· οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν, σε Δημ.· Σπαρτιητικὰ ποιέειν, λειτουργώ όπως ένας Σπαρτιάτης, σε Ηρόδ.· προσταλθὲν ποιῶ, σε Σοφ. κ.λπ.
2. με διπλ. αιτ., κάνω κάτι σε κάποιον, κακὰ ή ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης εὖ, κακῶς ποιῶ τινα, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης με δοτ. προσ., ἵππῳ τἀναντία ποιῶ, στον ίδ.· ομοίως, στη Μέσ., φίλα ποιεῖσθαί τινι, σε Ηρόδ.
3. με επίρρ., ὧδε ποίησον, πράξε με αυτό τον τρόπο, έτσι, στον ίδ.· ποίειὅπως βούλει, σε Ξεν.· ομοίως με μτχ., εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· το καλῶς ποιῶν, μερικές φορές είναι σχεδόν επιρρηματικό, καλῶς ποιοῦντες πράττετε, σε Δημ.· εὖ ποιοῦν, ευνοϊκά, ευτυχώς, στον ίδ.
II. απόλ., κάνω, πράττω ή ενεργώ, ποιέειν ἢ παθέειν, κάνω ή έχω κάνει σε κάποιον, σε Ηρόδ.· λέγεται για φάρμακο, ενεργώ, φέρνω αποτέλεσμα, σε Πλάτ.· ομοίως, ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους, η καλή θέληση, η εύνοια έκλινε πάρα πολύ προς τους Λακεδαιμόνιους, σε Θουκ.· ομοίως απρόσ., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τῆς μὲν ἠπειρώταις εἶναι, είναι γενικό χαρακτηριστικό τους να είναι χερσαίοι κ.λπ., στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
ποιέω: Ἐπικ. παρατ. ποίεον Ἰλ. Υ. 147, συνῄρ. ποίει = ἐποίει, Σ. 478, Ἰων. ποιέεσκον Ἡρόδ. 1. 36., 4. 78. ― Μέσ., Ἰων. παρατ. ποιεέσκετο Ἡρόδ. 7. 119: ― μέλλ. ποιήσομαι Ὀδ., Ἀττ.· ἐπὶ παθ. σημασ., Ἱππ. 24. 37, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 7· ― πεποίημαι ἐπὶ μέσ. σημασ., Ἀνδοκ. 32, 7, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 235. 6. ― Παθ., μέλλ. ποιηθήσομαι (μετα-) Δημ. 640. 11· ἴδε ἀνωτ. πεποιήσομαι Ἱππ. 596. 8., 605. 55: ― ἀόρ. ἐποιήθην Ἡρόδ., κτλ.· (ἐν χρήσει ὡς μέσον μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ προσ-)· ― πρκμ. πεποίημαι Ἰλ. Ζ. 56, Ἀττ. [Οἱ Ἀττ. ποιηταὶ πολλάκις χρῶνται τῇ παραληγούσῃ βραχείᾳ, οἷον ποῐῶ, ποῐεῖν, κτλ., Σοφ. Αἴ. 1395, Ο. Τ. 537, Ο. Κ. 1018, 1037, κτλ. (ἐν τέλει στίχου), Τρ. 384, 598 (ἐν τῷ β΄ ποδί)· οὕτω ποῐήσω Φιλ. 120, ποῐεῖσθαι αὐτόθι 552· ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ καὶ ἀλλαχοῦ τὸ Λαυρ. Ἀντίγραφ. τοῦ Σοφ. καὶ τὸ Ραβ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχουσι τὸν τύπον εἰς ο, οὗτος δὲ ὁ τύπος ἀπαντᾷ ἐν Ἀττ. ἐπιγραφαῖς (Συλλ. Ἐπιγρ. 102. 16, κ. ἀλλ.)· ἴδε Ahrens D Aeol. 101, Dor. 188, 208· τινὲς τῶν Γραμματικῶν μνημονεύουσι τὸ ποιεῖν ὡς τὸν Ἀττ. τύπον, ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 679. 24, πρβλ. Koen and Bast εἰς Γρηγ. Κορίνθου σ. 75, Pors Tracts 371, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1448, Ἀχ. 410· ὁ τύπος δὲ οὗτος διετηρήθη ἐν ταῖς λ. ποητὴς (Συλλ. Ἐπιγρ. 231, πρβλ. 1583. 9), πόησις (αὐτόθι 2374. 26), ὡς καὶ ἐν ταῖς Λατ. poëta, poësis. Ἡ συμφωνία αὕτη τοσούτων τεκμηρίων δεικνύει ὅτι ὁ εἰς ο τύπος ἦν κοινός· ἀλλ’ ἡ δίφθογγος πρέπει νὰ ἐτίθετο ὅτε ἡ συλλαβὴ ἦτο μακρά, καὶ πλεῖστοι τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν γράφουσι ποιεῖν ἁπανταχοῦ, ὡς γράφουσιν οἷος, τοῖος, τοιοῦτος, οἵομαι, γεραιός, δείλαιος εἴτε μακραὶ εἶναι αἱ δίφθογγοι ἐν ταῖς λέξεσι ταύταις εἴτε βραχεῖαι]. Ἔχει δὲ δύο γενικὰς σημασίας τὴν τοῦ κατασκευάζω καὶ τὴν τοῦ πράττω. Α. Ποιῶ τι διὰ τῆς χειρός, δημιουργῶ, κατασκευάζω, κτίζω, κυρίως ἐπὶ πράγματος ὑλικοῦ, οἷον σκευῶν, ἔργων τέχνης, κλπ., (ἴδε Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 4), παρ’ Ὁμ. συχν. ἐπὶ οἰκοδομῆς, π. δῶμα, ναούς, θεμείλια, τεῖχος, κτλ.· π. πύλας ἐν πύργοις Ἰλ. Η. 339· ἐπὶ τοῦ ἔργου σιδηρουργοῦ, π. σάκος αὐτόθι 222· ἐν αὐτῷ [σάκεϊ] ποίει δαίδαλα πολλὰ Σ. 481, πρβλ. 490, 573· ― ἐντεῦθεν ὡς ἐπιγραφὴ ἐπὶ ἔργου τινὸς καλλιτεχνικοῦ, ἐποίησε ἢ ἐποίει ὁ δεῖνα, (ὁ παρατ., ὡς φαίνεται, κατὰ πρῶτον ἐτέθη εἰς χρῆσιν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀλεξάνδρου, Apelles faciebat aut Polycletus (Plin. 1. praef.), πρβλ. Letronne παρὰ Δινδορφ. ἐν Θησ. Στεφάνου τ. 6, στήλ. 1299)· ― ποιεῖν τι ἀπὸ ξύλου, κατασκευάζειν τι ἐκ ξύλου, Ἡρόδ. 7. 65· ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου Ξεν. Ἀνάβ. 5. 3, 9· ὡσαύτως, πλοῖα ἐξ ἀκάνθης Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 14· καὶ μετὰ γεν. τῆς ὕλης, π. νηὸν λίθου πωρίνου Ἡρόδ. 5. 62· ἔρυμα λίθων πεποιημένον Θουκ. 4. 31· φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 22· σπανίως, ποιεῖσθαί τινι, κατασκευάζεσθαι.., Λόγγος 1. 4, πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· ὡσαύτως, τῶν τὰ κέρεα... οἱ πήχεις ποιεῦνται, ἐκ τῶν κεράτων αὐτῶν κατασκευάζονται οἱ πήχεις τῆς λύρας, Ἡρόδ. 4. 192· ― Μέσ., κάμνω, κατασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, οἷον ἐπὶ μελισσῶν, οἰκία ποιήσασθαι, κατασκευάσαι δι’ ἑαυτὰς οἰκήματα, Ἰλ. Μ. 168 κτλ.· καὶ παρ’ Ὁμ. τὸ μέσον ἀείποτε ἔχει τὴν γνησίαν αὐτοῦ σημασίαν, πρβλ. Ἰλ. Ε. 735, Θ. 386, Ὀδ. Ε. 251, 259, κτλ., ὡς παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 501· (ἂν καὶ μεθ’ Ὅμηρον καὶ Ἡσίοδον συχνάκις κεῖται σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ.)· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, κατασκευάζω τι δι’ ἄλλου (διάμεσον μέσον), Ἡρόδ. 2. 135· στεφάνους οὓς ἐποιησάμην τῷ χορῷ Δημ. 520. 2, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 3, 5. 2) ποιῶ, δημιουργῶ, φέρω εἰς ὕπαρξιν, εἴδωλον Ὀδ. Δ. 796· γένος ἀνθρώπων χρύσεον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 110, κτλ., πρβλ. Θεογ. 161. 579· ὁ ποιῶν, ὁ δημιουργός, Πλάτ. Τίμ. 76C· ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε Δημ. 43. 12. ― Μέσ. γεννῶ, υἱὸν Ἀνδοκ. 16. 22., 32. 7· παῖδας ποιεῖσθαι, ὡς τὸ παιδοποιεῖσθαι, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 19, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 200· π. παιδίον ἔκ τινος Πλάτ. Συμπ. 203Β· ― ποιεῖν υἱὸν ἢ παῖδα, μόνον παρὰ μεταγεν., Πλούτ. 2. 312Α· καὶ ἐπὶ τῆς γυναικός, αὐτόθι 145D. 3) καθόλου, παράγω, ὕδωρ... ποιῆσαι, βρέξαι, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἀριστοφ. Σφ. 261· καὶ ἀπροσ., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδατα = ἐὰν ὕῃ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 3· π. γάλα, ἐπί τινων εἰδῶν τροφῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 5· ἄρρεν ποιεῖ, ἐπὶ ᾠοῦ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 15· μέλι ἄριστον π., ἐπὶ τοῦ Ὑμηττοῦ, Στράβ. 399· π. καρπόν, ἐπὶ δένδρων, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. γ΄, 10· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, κριθὰς ποιεῖν ἡμᾶς πολλάς, νὰ κάμωμεν πολὺ κριθάρι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1322· π. σίτου μεδίμνους Δημ. 1045. 8. 4) μεθ’ Ὅμ., ἐπὶ ποιητῶν, κάμνω, συνθέτω ποιήματα, Λατ. carmina facere, ποιεῖν διθύραμβον, ἔπεα Ἡρόδ. 1. 23., 4. 14· π. θεογονίην Ἕλλησι ὁ αὐτ. 2. 53· π. Φαίδραν, Σατύρους Ἀριστοφ. Θεσμ. 153, 157· π. κωμῳδίαν, τραγῳδίαν, κτλ., Πλάτ. Συμπ. 223D· παλινῳδίαν Ἰσοκρ. 218Ε, κτλ.· ποιήματα Πλάτ. Φαίδων 60D· ― ἀπολ., γράφω ποιήματα, γράφω ὡς ποιητής, Ἡρόδ. 3. 38, Ἀριστοφ. Θεσμ. 193, Πλάτ., κλπ.· εἴς τινα Πλάτ. Φαίδων 61Β· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 383Α, κτλ.· καὶ καθόλου, ἐπὶ πάσης ποιητικῆς ἐκφράσεως, ἐν ἔπεσι π. Ἡρόδ. 4. 16· ― ὡσαύτως, διὰ ποιήσεως παριστάνω, Ὅμηρος Ἀχιλλέα πεποίηκεν ἀμείνω Ὀδυσσέως Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 369C, πρβλ. 364C, Συμπ. 174Β· ποιήσας τὸν Ἀχιλλέα λέγοντα Πλούτ. 2. 105Β, πρβλ. 25D, Πλάτ. Γοργ. 525D, Ε, Λυκοῦργ. 160. 21· ― ὡσαύτως περιγράφω διὰ στίχων, Πλάτ. Πολ. 37Α· οὓς προχείρους εἶχον καὶ ἠπιστάμην μύθους τοὺς Αἰσώπου, τούτους ἐποίησα, μετέτρεψα εἰς ποίημα, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 61Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 160. 17· ― ὡσαύτως ὡς τὸ Λατ. fingo, ἐπινοῶ, ἐφευρίσκω, καινοὺς θεοὺς Πλάτ. Εὐθύφρων 3Β· ὑπὸ ποιητέω τινὸς ποιηθὲν τοὔνομα Ἡρόδ. 3. 115· πεποιημένα ὀνόματα Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5, Ποιητ. 21. 4· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ αὐτοφυῆ ἢ κύρια Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7, πρ. Γναῖον Πομπ. 2· ― πρβλ. ποιητής. ΙΙ. ἐπὶ ἀφηρημένων πραγμάτων, οὔτε τελευτὴν ποιῆσαι δύναται, οὔτε νὰ δώσει τέλος δύναται, Ὀδ. Α. 250· ποίησε γαλήνην, ἔκαμε γαλήνην, Ε. 452· φόβον ποιῆσαι Ἀχαιῶν, νὰ προξενήσῃ φυγὴν τῶν Ἀχαιῶν, νὰ τοὺς κάμῃ νὰ φύγωσιν ἐκ φόβου, Ἰλ. Μ. 432· σιωπὴν παρὰ πάντων ἐποίησεν, ἔκαμε πάντας νὰ σιωπήσωσι, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 10· τέρψιν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 8· αἰσχύνην τῇ πόλει Ἰσοκρ. 150Ε, κτλ.· ― ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἄνεμοι αὐτοὶ μὲν οὐχ ὁρῶνται· ἃ δὲ ποιοῦσι φανερὰ Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 14, πρβλ. Θουκ. 2. 89., 7. 6. β) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κάμνω ὥστε νά..., θεοί σε ποίησαν ἱκέσθαι ἐς οἶκον, δὲ ἔκαμαν νὰ ἔλθῃς, Ὀδ. Ψ. 258· ποιεῖν τινα κλύειν Σοφ. Φιλ. 926· π. τινα βλέψαι Ἀριστοφ. Πλ. 459, πρβλ. 746· π. τινα τριηραρχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 912, πρβλ. Ὄρν. 59· π. τινα αἰσχύνεσθαι, κλάειν, ἀπορεῖν, κτλ., Ξεν. Κύρ. 4. 5, 48, κτλ.· ὡσαύτως παρεμβαλλομένου τοῦ ὥστε, αὐτόθι 3. 2, 29, κτλ.· οὕτω καὶ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ὡς παρὰ Λατίνοις τὸ facere ut, π. ὅκως ἔσται τι Ἡρόδ. 5. 109, πρβλ. 1. 209· ποιήσασθαι ὡς... Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23, πρβλ. 6. 3, 18. 2) παρέχω, π. ἄδειάν τε καὶ κάθοδόν τινι Θουκ. 8. 76· π. τὴν κληρονομίαν τινὶ Ἰσαῖ. 83. 5· λόγος ἀργύριον τῷ λέγοντι π., παρέχει, χορηγεῖ χρήματα, Δημ. 151. 23. ― Μέσ., ἐμποιῶ ἐμαυτῷ, κτῶμαι, κερδαίνω, λαμβάνω, π. κλέος αὐτῇ Ὀδ. Β. 126· ἄδειαν Θουκ. 6. 60· τιμωρίαν ἀπό τινος ὁ αὐτ. 1. 25· τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας Ξεν. Οἰκ. 6. 11, πρβλ. Θουκ. 1. 5. 3) ἐπὶ θυσιῶν, δημοσίων ἑορτῶν καὶ τῶν τοιούτων, π. ἱερὰ ὡς τὸ ἕρδειν, Λατ. sacra facere, Ἡρόδ. 9. 19, πρβλ. 2. 49· π. τὴν θυσίαν τῷ Ποσειδῶνι Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 1· π. Ἴσθμια αὐτόθι 4. 5, 2· π. μυστήρια, ἀγῶνα, ἑορτήν, παννυχίδα, κτλ., Θουκ. 6. 28., 4. 91, κτλ.· π. ταφάς, ἐπὶ δημοσίας κηδείας, Πλάτ. Μενέξ. 234Β· ὡσαύτως ἐπὶ πολιτικῶν συνελεύσεων, ποιεῖν ἐκκλησίαν Θουκ. 1. 139, Ξεν., κλπ.· π. ξύλλογον σφῶν αὐτῶν Θουκ. 1. 67, κτλ. ― Μέσ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἀλλὰ νοουμένης ἐνεργείας ἐμμέσου, ἀγορὴν ποιήσατο Ἰλ. Θ. 2· ἢν θυσίην τις ποιέηται Ἡρόδ. 6. 57· δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο Θουκ. 2. 34, κτλ.· ἴδε κατωτ. VIII. 4) ἐπὶ πολέμου καὶ εἰρήνης, πόλεμον ποιῶ, κινῶ, ἐγείρω πόλεμον, γίνομαι αἴτιος πολέμου, πόλεμον ἡμῖν ἀντ’ εἰρήνης πρὸς Λακεδαιμονίους π. Ἰσαῖ. 89. 12· ἀλλά, π. ποιοῦμαι, κάμνω πόλεμον, πολεμῶ (ὑπὲρ ἐμαυτοῦ), Ξεν. Ἀν. 5. 5, 24, κτλ.· ― οὕτως, εἰρήνην π., κάμνω εἰρήνην (δι’ ἄλλους), Ἀριστοφ. Εἰρ. 1199· σπονδὰς ποεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 3, 14· ξυμμαχίαν ποιεῖν Θουκ. 2. 29· ἀλλά, εἰρήνην ποιοῦμαι, κάμνω εἰρήνην (δι’ ἐμαυτόν), Ἀνδοκ. 24. 42· σπονδὰς ποιοῦμαι Θουκ. 1. 28, κτλ.· ξυμμαχίην Ἡρόδ. 1. 77, κτλ. 5) τὸ μέσ. συχνάκις τίθεται μετὰ ὀνομάτων περιφραστικῶς ἀντὶ ῥήματος παραγώγου ἐκ τοῦ ὀνόματος, οὕτως ὥστε νὰ συντάσσηται ὁμοίως ἐκείνῳ, ποιεῖσθαι ὁδοιπορίην, ἀντὶ ὁδοιπορεῖν Ἡρόδ. 2. 29· π. ὁδὸν 7. 42, 110, 112, κτλ.· π. πλόον, ἀντὶ πλέειν, ὁ αὐτ. 6. 95· π. κομιδήν, ἀντὶ κομίζεσθαι, αὐτόθι· θαῦμα π., ἀντὶ θαυμάζειν 1. 68· ὀργὴν π., ἀντὶ ὀργίζεσθαι, 3. 25· λήθην π., ἀντὶ λανθάνεσθαι, 1. 127· βουλὴν π., ἀντὶ βουλεύεσθαι, 6. 101· μάχας π., ἀντὶ μάχεσθαι, Σοφ. Ἠλ. 302, κτλ.· καταφυγὴν π., ἀντὶ καταφεύγειν, Ἀντιφῶν 112. 6· καὶ οὕτω πολλαχοῦ, μάλιστα παρὰ Θουκ.· ― π. λόγον τινός, λέγω περί τινος, διηγοῦμαι, Ἡρόδ. 7. 156· ― ἀλλά, τοὺς λόγους π., συζητῶ, συσκέπτομαι, διαπραγματεύομαι, Θουκ. 1. 128· καὶ ἁπλῶς ἀντὶ τοῦ λέγω, Λυσ. 171. 12, Πλάτ., κλπ.· ― ὡσαύτως, π. δι’ ἀγγέλου, π. διὰ χρηστηρίων, ἀντὶ ἀγγέλειν, χρηστηριάζεσθαι, Wessel εἰς Ἡρόδ. 6. 4., 8. 134. ― ἔτι καὶ ὁ Ὅμ. ἔχει, ποιήσασθαι ἐπισχεσίην Ὀδ. Φ. 71· καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. (ὅπερ εἶναι λίαν σπάνιον), ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα, ὅταν κάμῃ παιχνίδια, Ἰλ. Ο. 363 ΙΙΙ. μετὰ ἐπιθ. ὡς κατηγορουμ., κάμνω, καθιστῶ τινα τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ποιῶ τινα ἄφρονα, καθιστῶ τινα ἄφρονα, μωραίνω, Ὀδ. Ψ. 12· δῶρα, τά μοι Θεοί... ὄλβια ποιήσειαν, νὰ καταστήσωσιν αὐτὰ εἰς ἐμὲ αἴτια εὐδαιμονίας, νὰ μὲ ἀξιώσωσι νὰ τὰ χαρῶ, Μ. 42, πρβλ. Ἰλ. Μ. 30· π. τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς Ξεν. Κύρ. 1. 5, 2, κτλ.· ὡσαύτως, χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου π. Πλάτ. Πολ. 411Β· ― οὕτω μετ’ οὐσιαστ., ποιεῖν τινα βασιλῆα Ὀδ. Α. 387· ἀνέμων ταμίην Κ. 21· γέροντα Π. 456· ἄκοιτίν τινι Ἰλ. Ω. 537· γαμβρὸν ἑὸν Ἡσ. Θεογ. 818, πρβλ. Ἀποσπ. 37. 5· πολιήτας π. τινας Ἡρόδ. 7. 156· Ἀθηναῖον π. τινα Θουκ. 2. 29, κτλ.· π. τινα παράδειγμα Ἰσοκρ. 48C. ― Μέσ., ποιοῦμαί τινα ἑταῖρον, κάμνω τινα φίλον μου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 705, πρβλ. 712· ποιεῖσθαί τινα ἄλοχον ἢ ἄκοιτιν Ἰλ. Γ. 409, Ι. 397, πρβλ. Ὀδ. Ε. 120, κτλ.· ποιοῦμαί τινα υἱόν, κάμνω αὐτὸν υἱόν μου, δηλ. υἱοθετῶ αὐτὸν (πρβλ. εἰσποιέω), Ἰλ. Ι. 495 καὶ Ἀττ.· ὡσαύτως πλεοναστ., θετὸν υἱὸν π. Ἡρόδ. 6. 57· καὶ ἄνευ τοῦ υἱόν, υἱοθετῶ, ἐπειδὴ οὐκ ἦσαν αὐτῷ παῖδες ἄρρενες, ποιεῖται Λεωκράτη Δημ. 1028. 20, πρβλ. 996. 14., 1004. 18., 1088. 5, Πλάτ. Νόμ. 923C, κτλ.· ὡσαύτως, π. τινα θυγατέρα Ἡρόδ. 4. 180· ἀκολούθως, καθόλου, ἅπαντας ἢ σῦς ἠὲ λύκους π. Ὀδ. Κ. 433· π. τινα πολίτην Ἰσοκρ. 199Ε· μαθητὴν Πλάτ. Κρατ. 428Β· τὰ κρέα π. εὔτυκτα Ἡρόδ. 1. 119, πρβλ. 9. 45, κτλ.· ― ὡσαύτως, ἑωυτοῦ ποιεῖσθαί τι, ἰδιοποιεῖσθαί τι, Ἡρόδ. 1. 129· μηδ’ ἃ μὴ’θιγες ποιοῦ σεαυτῆς Σοφ. Ἀντ. 547. IV. τίθημι, βάλλω, ἐμοὶ Ζεὺς... ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα ποίησ’ (ὡς τὸ ἔθηκε) Ὀδ. Ξ. 274· σφῶϊν ὧδε θεῶν τις ἐνὶ φρεσὶ ποιήσειεν Ἰλ. Ν. 55· π. τι ἐπὶ νόον τινὶ Ἡρόδ. 1. 27, 71· ἐν αἰσχύνῃ π. τὴν πόλιν Δημ. 272. 18· τὰς ναῦς ἐπὶ ξηροῦ π. Θουκ. 1. 109· ἔξω τὴν κεφαλὴν π. Ἡρόδ. 5. 33· ἔξω βελῶν τὴν τάξιν π. Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3· ἑαυτὸν ὡς πορρωτάτω π. τῶν ὑποψιῶν Ἰσοκρ. 84C· ― ἐπὶ στρατεύματος, σχηματίζω, συγκροτῶ, ἐκέλευσε τὸν λόχον ἕκαστον ποιῆσαι τῶν λοχαγῶν ὡς κράτιστα οἴηται ἀγωνιεῖσθαι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 2, 11, πρβλ. 3. 4, 21· ― ἐν τῇ πολιτικῇ, ἐς ὀλίγους τὰς ἀρχὰς π. Θουκ. 8. 53· καὶ ἐν πολέμῳ, π. τινας ὑπό τινι, ἄγειν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τινός..., ὑποτάσσειν εἴς τινα, Δημ. 241, ἐν τέλ.· οὕτω, π. τινας ἐπί τινι ὁ αὐτ. 1341. 15. ― Μέσ., ποιεῖσθαι ὑπ’ ἑωυτῷ Ἡρόδ. 1. 201., 5. 103, κτλ.· ὑπὸ χεῖρα Ξεν. Ἀγησ. 1. 22· ποιεῖσθαί τινας ἐς φυλακήν, ἐς ἀσφάλειαν Θουκ. 3. 3., 8. 1· τινὰς ἐς ταὸ συμμαχικὸν Ἡρόδ. 9. 106· ἐν ὀργῇ π. τινα Δημ. 14. 2· τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς ποιοῦντες, τοποθετοῦντες εἰς τὸ μέσον, Θουκ. 2. 83, πρβλ. 6. 67· π. τινα ἐκποδών, ἴδε ἐν λ. ἐκποδών· ποιήσασθαι ὄπισθεν τὸν ποταμόν, νὰ παρατάξωσιν ἑαυτοὺς οὕτως, ὥστε νὰ ἔχωσιν ὄπισθεν τὸν ποταμόν, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 10. 9, πρβλ. 6. 3, 18. V. ἐν τῷ μέσ., ὑπολαμβάνω, νομίζω, θεωρῶ, λογίζομαι, ἐκτιμῶ τι ὡς..., συμφορὴν ποιοῦμαί τι, θεωρῶ τι ὡς συμφοράν, Ἡρόδ. 1. 83., 6. 61· δεινὸν ποιοῦμαί τι, θεωρῶ τι ὡς δεινόν, ὡς βαρὺ πρᾶγμα, Λατ. aegre ferre, ὁ αὐτ. 1. 127, κτλ., (σπανίως ἐν τῷ ἐνεργ., δεινὸν ποιεῖν ὁ αὐτ. 2. 121, 5, Θουκ. 5. 42)· μέγα π., μετ’ ἀπαρ., θεωρῶ τι λίαν σπουδαῖον νά..., Ἡρόδ. 8. 3· ὁ μὲν δὴ ἁλιεὺς μέγα ποιεύμενος ταῦτα ἤϊε ἐς τὰ οἰκία, θεωρήσας τὴν πρόσκλησιν μεγάλην τιμὴν μετέβη εἰς τὴν οἰκίαν του, 3. 42, κτλ.· μεγάλα ποιησάμενος ὅτι... ὁ αὐτὸς 1. 119· ἕρμαιον ποιοῦμαί τι, λογίζομαί τι ὡς καθαρὸν κέρδος, Πλάτ. Γοργ. 489C· οὐκ ἀνάσχετον π. τι Θουκ. 1. 118, κτλ. ― συχν. μετὰ προθέσ., δι’ οὐδενὸς ποιεῖ, = παρ’ οὐδὲν ποιεῖ Σοφ. Ο. Κ. 584· ― ἐν ἐλαφρῷ, ἐν ὁμοίῳ π. Ἡρόδ. 1. 118., 7. 138· ἐν σμικρῷ Σοφ. Φιλ. 498· ἐν ὀλιγωρίᾳ Θουκ. 4. 5· ἐν ὀργῇ Δημ. 14. 2· ἐν νόμῳ π., θεωρῶ τι ὡς νόμιμον, Ἡρόδ. 1. 131· ἐν ἀδείῃ π., νομίζω ἀσφαλές, ὁ αὐτ. 9. 42· ― παρ’ ὀλίγον, παρ’ οὐδὲν π. τι Ξεν. Ἀνάβ. 6. 4, 11, κτλ.· ― περὶ πολλοῦ π., Λατ. magni facere, Λυσ. 91. 1, κτλ.· περὶ πλείονος, περὶ πλείστου π. ὁ αὐτ. 143. 29, κτλ.· περὶ ὀλίγου, περὶ ἐλάττονος Ἰσοκρ. 370C, 383B· (σπανίως, πολλοῦ π. τι Πλάτ. Πρωτ. 328D)· ― πρὸ πολλοῦ π. τι, μετ’ ἀπαρ., Ἰσοκρ. 110Β. VI. ὑποθέτω ὅτι..., ποιήσας ἀν’ ὀγδοήκοντα ἄνδρας ἐνεῖναι Ἡρόδ. 7. 184, πρβλ. 186, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 7, 9· ποιώμεθα τὸν φιλόσοφον νομίζειν Πλάτ. Πολ. 581D (οὕτω παρὰ Λατ. Deos esse faciamus, Κικ. Ν. D. 1. 30)· ― καὶ ἄνευ ἀπαρ., ἐν ἑκάστῃ ψυχῇ ποιήσωμεν περιστερεῶνά τινα (ἐξυπ. εἶναι) Πλάτ. Θεαίτ. 197D. ― Παθ., πεποιήσθω δή, ἂς ὑποτεθῇ λοιπόν, αὐτόθι Ε· οἱ φιλοσοφικώτατοι ποιούμενοι, οἱ νομιζόμενοι ὅτι εἶναι..., ὁ αὐτ. Πολ. 498Α, πρβλ. 538C, 573Β. VIΙ. ἐπὶ χρόνου οὐδ’ ἐποίησαν χρόνον οὐδένα, οὐδὲ κατ’ οὐδένα τρόπον ἠργοπόρησαν, Δημ. 392. 17· (οὕτως ὁ Σενέκας paucissimos dies facere)· νῦν οὖν λέγε, πότερα ἀφίης με ἢ μέσας ποιήσεις νύκτας; θὰ μὲ ἀφήσῃς ἢ θὰ κάμῃς νὰ γείνῃ μεσονύκτιον; Πλάτ. Φίληβ. 50D, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 85· ἐποίησαν μὲν γὰρ ἔξω μέσων νυκτῶν εἶναι τὴν ὥραν, ἔκαμαν νὰ παρέλθῃ τὸ μεσονύκτιον, Δημ. 1265. 3· τὴν νύκτα ἐφ’ ὅπλοις ποιοῦμαι, διέρχομαι αὐτὴν ἔνοπλος, Θουκ. 7. 28· ἐντεῦθεν, βραδύνω, ἀργοπορῶ, παραμένω, μῆνας τέσσαρας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 1, ἐν τέλ., πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 330. VΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀλεξανδρ. Ἑλληνικῇ, προσφέρω, ὡς τὸ Λατ. facere, ποιεῖν, παραπλήσιον τῷ ῥέζειν ἑκατόμβας, ποιήσει κάρπωσιν ὑπὲρ ὑμῶν Ἑβδ. (Ἰὼβ ΜΒ΄. 8)· μετὰ δοτ., ἐποίησε τῇ Ἀστάρτῃ, προσήνεγκε θυσίαν τῇ Ἀστ. (Γ΄ Βασιλ. ΙΑ΄, 33). ΙΧ. παρασκευάζω, ἑτοιμάζω π. χ. τροφήν, καὶ ποίησον ἐγκρυφίας Ἑβδ. (Γέν. ΙΗ΄, 7 κἑξ.). Χ. ποιῶ βασιλέα, ἐκτελῶ τὰ βασιλικά μου καθήκοντα, σὺ νῦν οὕτω ποιεῖς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ; κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον κάμνεις τὸν βασιλέα εἰς τὸν Ἰσραήλ; οὕτω βασιλεύεις; Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Κ΄, 7). Β. σχεδὸν ὡς τὸ πράσσω, ἀντίθετον τῷ πάσχω, οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν Δημ. 41. 21· περὶ ὧν πράττειν καὶ μέλλει ποιεῖν ὁ αὐτ. 90. 15, πρβλ. 245. 27 κἑξ.· κακόν, ἀγαθὸν ἢ κακά, ἀγαθὰ ποιεῖν Ὅμ.· ἄριστα πεποίηται Ἰλ. Ζ. 56· πλείονα χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 811· τὰ δίκαιά τινι Δημ. 460. 26· ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Ἡρόδ. 3. 135· Σπαρτιητικὰ ποιέειν, πράττειν ὡς Σπαρτιάτης, ὁ αὐτ. 5. 40· οὗτος τί ποιεῖς; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 911, κτλ.· τὸ προσταχθὲν π. Σοφ. Φιλ. 1010· ποιῶ μουσικήν, καταγίνομαι εἰς τὴν μουσικήν. μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου, ἀσκοῦ, γυμνάζου εἰς τὴν μ., Πλάτ. Φαίδων 60Ε, κτλ.· πᾶν ἢ πάντα π., ἴδε ἐν λ. πᾶς Β. ΙΙΙ. 2, κτλ. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., ποιῶ τι εἴς τινα, κακὰ ἢ ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 3. 75 κτλ.· ἀγαθόν, κακὸν π. τινα Ἰσοκρ. 357Β, κτλ.· μεγάλα τὴν πόλιν ἀγαθὰ Δείναρχ. 92. 17 (οὕτω καὶ εὖ, κακῶς π. τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 8, Δημ. 14. 8, κτλ.)· ταῦτα τοῦτον ἐποίησα Ἡρόδ. 1. 115· ὅ τι χρῆμά με ποιεῖς Ἀριστοφ. Σφ. 697, πρβλ. Νεφ. 259 ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἀργύριον τωὐτὸ τοῦτο ἐποίεε, τὸ αὐτὸ ἔκαμνε μὲ τὸ ἀργύριον, Ἡρόδ. 4. 166· ― σπανιώτερον μετὰ δοτ. προσ., τῷ τεθνεῶτι μηδὲν τῶν νομιζομένων π. Ἰσαῖ. 48. 24· ἵππῳ τἀναντία Ξεν. Ἱππ. 9, 12, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 388, Δημ. 855, 15· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, φίλα ποιεῖσθαί τινι Ἡρόδ. 5. 37. 3) μετ’ ἐπιρρ. ὧδε ποίησον, οὕτω πρᾶξον, Ἡρόδ. 1. 112· πῶς ποιήσεις; πῶς θὰ ἐνεργήσῃς; Σοφ. Ο. Κ. 652, πρβλ. *εἴδω Β. 7· πῶς δεῖ ποιεῖν περὶ θυσίας Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1· ποίει ὅπως βούλει ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 9· μὴ ἄλλως π. Πλάτ. Πολ. 328D· πρὸς τοὺς πολεμίους πῶς ποιήσουσιν αὐτόθι 469Β· ὀρθῶς π. αὐτόθι 403Ε· εὖ κακῶς π. τινα, ἴδε ἀνωτ. 2· ― συχν. μετὰ μετοχ., εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος Ἡρόδ. 5. 24, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 60C· καλῶς ποιεῖς προνοῶν Ξεν. Κύρ. 7. 4, 13· οἷον ποιεῖς ἡγούμενος Πλάτ. Χαρμ. 166C· καλῶς ποιῶν, ἐνίοτε σχεδὸν κεῖται ὡς ἐπίρρ., καλῶς γ’, ἔφη, ποιῶν σὺ Πλάτ. Συμπ. 174Ε· καλῶς ποιοῦντες... πράττετε Δημ. 490. 16, πρβλ. 17. 10· εὖ ποιοῦν, εὐτυχῶς, ὁ αὐτ. 667. 18. 4) ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, τὸ ποιεῖν, ὡς τὸ Λατ. facere, δύναται νὰ τεθῇ ἐν τῇ δευτέρᾳ προτάσει πρὸς ἀποφυγὴν ἐπαναλήψεως τοῦ ἐν τῇ πρώτῃ προτάσει ῥήματος, ἐρώτησον αὐτούς· μᾶλλον δ’ ἐγὼ τοῦθ’ ὑπὲρ σοῦ ποιήσω, θὰ τὸ κάμω ἀντὶ σοῦ, Δημ. 242, 28, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 97, Θουκ. 5. 70, Ἰσαῖ. 67. 6. ΙΙ. ἀπολ., ἐνεργῶ, πράττω, ποιέειν ἢ παθέειν προκέεται ἀγὼν Ἡρόδ. 7. 11, πρβλ. Ἰσοκρ. 199D· ― ἐπὶ φαρμάκου, ἐνεργῶ, φέρω ἀποτέλεσμα, Πλάτ. Φαίδων 117Β λουτρὰ κάλλιστα ποιοῦντα πρὸς νόσους Στράβ. 234. 2) παρὰ Θουκ. εὕρηται τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐν ἰδιαιτέρᾳ τινὶ χρήσει: ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους, ἡ εὔνοια [τῶν ἀνθρώπων] παρὰ πολὺ ἔκλινε πρὸς τοὺς Λακεδ., ὡς παρὰ Λατ. τὸ facere cum aliquo, 2. 8· οὕτως ἀπροσώπ., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τοῖς μὲν ἠπειρώταις εἶναι, τοῖς δέ..., ὁ καθόλου χαρακτὴρ τῶν μὲν ἦτο νὰ εἶναι χερσαῖοι, τῶν δέ..., 4. 12· τοῦτο δὲ μιμεῖται ὁ Ἀρρ. ἐν Ἀν. 2. 2, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 82. ― Ἡ ἔννοια αὕτη τοῦ ποιέω πλησιάζει πρὸς τὴν τοῦ πράσσω. Ἡ κυρία διαφορὰ μεταξὺ αὐτῶν εἶναι ὅτι τὸ μὲν ποιέω σημαίνει κάμνω, παράγω, Λατ. facere, τὸ δὲ πράσσω πράττω, ἐνεργῶ, Λατ. agere, πρβλ. ποίησις, ποιητικός. Ἔτι δὲ καὶ ἐν φράσει ἔνθα τὸ ποιέω καὶ τὸ πράσσω εἶναι ἀμφότερα δεκτά, παρατηρεῖται ἡ διάκρισις αὕτη (ἴδε ἀνωτ. Β. 1)· ἐντεῦθεν, ποιῶ εἰρήνην, συνάπτω εἰρήνην, κάμνω εἰρήνην, πράττω εἰρήνην, ἐνεργῶ ὥστε νὰ κάμω αὐτήν, διαπραγματεύομαι· προσέτι τὸ ποιέω ἀείποτε ἀντίκειται τῷ πάσχῳ, καὶ οὐδέποτε μεταβαίνει εἰς ἀμετάβ. σημασίαν προσεγγίζουσιν αὐτῷ ὡς τὸ πράσσω (IV). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 413. 479, ἐν Ἀθηνᾶς Γ΄, σ. 320, τ. Δ΄, σ. 62, 173. τ. Ε΄, σ. 174 κἑξ., 231 κἑξ., 178 κἑξ., κλπ. τ. Ζ΄, σ. 74.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to do, to make, to produce, to poetize, to act, in midd. also to choose, to deem, to appraise (Il.).
Other forms: Aor. ποιῆσαι, fut. ποιήσω, perf. midd. πεποίημαι (all Il.), act. πεποίηκα, aor. pass. ποιηθῆναι (IA.), fut. ποιηθήσομαι (D.), πεποιήσομαι (Hp.).
Compounds: Often w. prefix in diff. senses, e.g. ἀντι-, ἐκ-, ἐν-, περι-, προσ-. As 2. member -ποιός in unlimited productive syntheta, e.g. λογοποιός m. historian, fabulist, newsmonger (IA.) with λογοποι-έω, -ία, -ικός, -ημα.
Derivatives: 1. ποίημα (προσ-, περι-) n. production, work, poem (IA.) with -ημάτιον (Plu.), -ηματικός poetic (Plu.); 2. ποίησις (προσ-, περι-, ἐκ- a.o.) f. creation, production, poetry (IA.); on the meaning of ποί-ημα, -ησις Ardizzoni Riv. fil. class. 90, 225 ff.. Chantraine Form. 287. 3. ποιητός (προσ-, ἐκ- etc.) made, produced (Il.), also made artificially, not naturally = adopted (Pl., Arist.); Ammann Μνήμης χάριν 1, 19 f. 4. ποιητής m. (IA.), f. -ήτρια (hell.), creator, producer, poet, especially of Homer, with -ητικός creating, poetic, ἡ -ητική (τέχνη) the art of poetry (Pl., Arist.), -ητικεύομαι to speak poetically etc. (Eust., sch.). 5. ποιησείω desid. to wish to do (Hdn.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably]
Etymology: Decisive for the morphological evaluation of ποιέω are some dialectic aorist-forms: Arg. ποιϜέσανς, ἐποίϜεhε, ἐποιϜέθε, Boeot. ἐποίϜεσε, to which pres. opt. El. [πο]ιϜέοι (beside repeated ποιέοι). Acc. to usual interpretation (lit. in Bq and WP. 1, 510) ποιϜέω is derived from a noun *ποιϜός, which would be found in ἀρτο-ποιός a.o. An independent noun *ποιϜός cannot however be deduced from the 2. member, as the relevant adjectives seems recent and may have been derived from the verbal expressions (τοξοφόρ-ος: τόξον φέρειν, λογογράφ-ος: λόγον γράφειν etc.). One might think that in the simplex we have a compound of -ποιέω that was made independent (Schwyzer 726 n. 7). -- The general meaning make, create may have arisen from the most different concrete special meanings. Nothing forbids to connect a verbal noun *ποι-Ϝός with u̯o-suffix (Schwyzer 472) with a verb heap, accumulate, fit together, which is preserved in Indo-Iran., e.g. Skt. cinóti, and also has representatives in Slav., e.g. OCS činъ τάξις' with činiti order, form; IE kʷei- (WP. 1, 509f., Pok. 637f.). It is however obvious to combine, the u̯-element in *ποιϜός with the u̯-element in cinóti: so ποιϜέω from *kʷoi̯-u̯-éi̯ō beside cinóti from *kʷi-n-éu̯-ti approx. as Goth. straujan 'strew' from *strou̯-éi̯ō beside Skt. str̥ṇóti strew from *str̥-n-éu̯-ti (s. στόρνυμι) or Goth. -walwjan revolve beside Skt. vr̥ṇóti envelop and εἰλύω id. (*u̯ol-u-éi̯ō: *u̯l-n-éu̯-ti). In such an analysis ποιέω would appear like Goth. straujan, walwjan as an iterative deverbative and one would be liberated from the not quite reliable noun *ποιϜός . Of course the syntheta in -ποιός can then be connected with a primares verb (δρυ-τόμ-ος: δόρυ τάμνειν). -- On the meaning of ποιέω and other verba faciendi cf. Braun Stud. itfllcl. N. S. 15, 243 ff.; also Valesio Quaderni dell'Istituto di Glottologia (Bologna) 5 (1960) 97 ff. Cf. also the lit. on δράω and πράσσω. Older lit. in Bq.
Middle Liddell
[Att. Poets often use the penultimate short, as ποιῶ, ποιεῖν, etc., which are often written ποῶ, ποεῖν, etc., as in Lat. poeta, poesis.] [the perfect passive is also used in middle sense
I. Used in two general senses, to make and to do.
A. to make, produce, create, in Hom. often of building, π. δῶμα, τεῖχος, etc.; of smith's work, π. σάκος Il.; of works of art, Il., etc.; ποιεῖν τι ἀπὸ ξύλου to make something of wood, Hdt.; π. πλοῖα ἐξ ἀκάνθης Hdt.; so, c. gen., π. νηὸν λίθου Hdt.; φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι Xen.:—Mid., οἰκία ποιήσασθαι to build them houses, Il.; also, to have a thing made, get it made, Hdt., Dem.
2. to make, create, ἕτερον φίλιππον ποιήσετε Dem.
3. of Poets, to compose, write, (old English to make), Lat. carmina facere, Hdt., Attic:—also, to make or represent in poetry, Ὅμηρος Ἀχιλλέα πεποίηκε ἀμείνω Ὀδυσσέως Plat.: to describe in verse, Plat.: to put into verse, Plat.
II. to bring to pass, bring about, cause, Hom., etc.: c. acc. et inf. to cause or bring about that…, Od., etc.
2. of sacrifices, and the like, π. ἱρά, like ἕρδειν, Lat. sacra facere, Hdt., Xen., Thuc., etc.; π. Ἴσθμια to hold the Isthmian Games, Xen.; π. ἐκκλησίαν (as we say, to make a house), Thuc.:—Mid. in same sense, but implying indirect action, ἀγορὴν ποιήσατο Il.
3. of war and peace, πόλεμον ποιεῖν to cause a war, but, π. ποιεῖσθαι to make war (on one's own part), Xen.;—so, εἰρήνην π. to bring about a peace (for others); but, εἰρήνην ποιεῖσθαι to make peace (for oneself), etc.
4. the Mid. is often used periphrasis with Nouns, ποιεῖσθαι ὁδοιπορίην for ὁδοιπορεῖν, π. πλόον for πλέειν, θαῦμα π. for θαυμάζειν, ὀργὴν π. for ὀργίζεσθαι, Hdt. etc.:— π. λόγον τινός to make account of…, Hdt.; but, τοὺς λόγους π. to hold a conference, Thuc.
III. with an adj. as predic. to make so and so, ποιεῖν τινα ἄφρονα to make one senseless, Od.; δῶρα ὄλβια ποιεῖν to make them blessed, i. e. prosper them, Od.; π. τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς Xen.:—so with a Subst., ποιεῖν τινα βασιλῆα Od.; Ἀθηναῖον π. τινα Thuc.:—Mid., ποιεῖσθαί τινα ἄλοχον or ἄκοιτιν to take her to oneself as wife, Il.; ποιεῖσθαί τινα υἱόν to make him one's son, i. e. to adopt him as son (cf. εἰσποιέω), Il., Attic:—also, ἑωυτοῦ ποιεῖσθαί τι to make a thing one's own, Hdt.
IV. to put, π. τι ἐνὶ φρεσί τινι Hom.; π. τι ἐπὶ νόον τινί Hdt.
2. in war, π. τινας ὑπό τινι to bring under the power of…, Dem.:—Mid., ποιεῖσθαι ὑπ' ἑωυτῶι Hdt.; ποιεῖσθαί τινας ἐς τὸ συμμαχικόν Hdt., etc.
V. in Mid. to hold, deem, consider, reckon, esteem a thing as…, συμφορὴν ποιεῖσθαί τι to take it for a visitation, Hdt.; δεινὸν ποιεῖσθαί τι, Lat. aegre ferre, Hdt.; μέγα π., c. inf., to deem it a great matter that…, Hdt.; οὐκ ἀνάσχετον π. τι Thuc., etc.:—often with Preps., δι' οὐδενὸς π. τι to hold as naught, Soph.;—ἐν ἐλαφρῶι, ἐν ὁμοίωι π. Hdt.; ἐν σμικρῶι, ἐν ὀργῆι Dem.;—παρ' ὀλίγον, παρ' οὐδὲν π. τι Xen.;—περὶ πολλοῦ, περὶ πλείονος, περὶ πλείστου ποιεῖσθαί τι Attic
VI. to put the case assume, that…, Hdt., Xen.:—Pass., οἱ φιλοσοφώτατοι ποιούμενοι those who are reputed…, Plat.
VII. of time, οὐ π. χρόνον to make no long time, i. e. not to delay, Dem.; τὴν νύκτα ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι to spend it under arms, Thuc.
B. to do, much like πράσσω, Hom., etc.; οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν Dem.; Σπαρτιητικὰ ποιέειν to act like a Spartan, Hdt.; προσταχθὲν π. Soph., etc.
2. c. acc. dupl. to do something to another, κακά or ἀγαθὰ ποιεῖν τινά Hdt., etc.; also εὖ, κακῶς π. τινά Xen., etc.:—also c. dat. pers., ἵππωι τἀναντία π. Xen.; so in Mid., φίλα ποιεῖσθαί τινι Hdt.
3. with an adv., ὧδε ποίησον do thus, Hdt.; ποίει ὅπως βούλει Xen.;—so with a partic., εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος Hdt., etc.:— καλῶς ποιῶν is sometimes almost Adverbial, καλῶς ποιοῦντες πράττετε Dem.; εὖ ποιοῦν fortunately, Dem.
II. absol. to be doing, to do or act, ποιέειν ἢ παθέειν to do or have done to one, Hdt.:—of medicine, to work, operate, Plat.; so, ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους good-will made greatly for the Lacedaemonians, Thuc.; so impers., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τοῖς μὲν ἠπειρώταις εἶναι it was the general character of the one to be landsmen, etc., Thuc.
Frisk Etymology German
ποιέω: {poiéō}
Forms: Aor. ποιῆσαι, Fut. ποιήσω, Perf. Med. πεποίημαι (alles seit Il.), Akt. πεποίηκα, Aor. Pass. ποιηθῆναι (ion. att.), Fut. ποιηθήσομαι (D.), πεποιήσομαι (Hp.),
Grammar: v.
Meaning: machen, herstellen, erzeugen, dichten, tun, handeln, im Med. auch ‘wählen, für etwas halten, schätzen’.
Composita: oft m. Präfix in verschied. Bedd., z.B. ἀντι-, ἐκ-, ἐν-, περι-, προσ-,
Derivative: Davon 1. ποίημα (προσ-, περι-) n. Erzeugnis, Werk, Gedicht (ion. att.) mit -ημάτιον (Plu. u.a.), -ηματικός dichterisch (Plu.); 2. ποίησις (προσ-, περι-, ἐκ- u.a.) f. Schöpfung, Herstellung, Dichtung (ion. att.); zur Bed. von ποίημα, -ησις Ardizzoni Riv. fil. class. 90, 225 ff.. Chantraine Form. 287. 3. ποιητός (προσ-, ἐκ- usw.) gemacht, hergestellt (seit Il.), auch künstlich gemacht, nicht natürlich = adoptiert (Pl., Arist. usw.); Ammann Μνήμης χάριν 1, 19 f. 4. ποιητής m. (ion. att.), f. -ήτρια (hell. u. sp.), Schöpfer, Hersteller, Dichter, bes. von Homer, mit -ητικός schaffend, dichterisch, ἡ -ητική (τέχνη) Dichtkunst (Pl., Arist. usw.), -ητικεύομαι poetisch sprechen (Eust., Sch.). 5. ποιησείω Desid. zu machen wünschen (Hdn.). —Als Hinterglied -ποιός in unbeschränkt produktiven Syntheta, z.B. λογοποιός m. Geschichtsschreiber, Fabeldichter, Neuigkeitskrämer (ion. att.) mit λογοποιέω, -ία, -ικός, -ημα.
Etymology: Entscheidend für die morphologische Beurteilung von ποιέω sind einige dialektische Aoristformen: arg. ποιϝέ̄σανς, ἐποίϝε̄hε, ἐποιϝέ̄θε̄, böot. ἐποίϝε̄σε, wozu Präs. Opt. el. [πο]ιϝέοι (neben mehrmaligem ποιέοι). Nach gewöhnlicher Auffassung (Lit. bei Bq und WP. 1, 510) ist ποιϝέω von einem Nomen *ποιϝός abgeleitet, das in ἀρτοποιός u.a. vorliegen soll. Ein selbständiges Nomen *ποιϝός läßt sich aber dem Hinterglied nicht ohne weiteres entnehmen, da die betreffenden Kompp. als Syntheta (Zusammenbildungen) auf verbale Ausdrücke zurückgehen (τοξοφόρος: τόξον φέρειν, λογογράφος: λόγον γράφειν usw.). Denkbar wäre, im Simplex eine Verselbständigung der Kompp. auf -ποιέω zu sehen (Schwyzer 726 A. 7). Da aber diese ihrerseits Ableitungen der Syntheta auf -ποιός sind, kommt man aus dem Zirkel nicht heraus; übrigens spricht die Chronologie der Belege gegen eine solche Verselbständigung. Somit ist das Simplex ποιέω von den gleichlautenden Ableitungen wie das hypothetische *ποιϝός vom synthetischen Hinterglied genetisch zu trennen. — Die allg. Bed. machen, herstellen kann aus den verschiedenartigsten konkreten Spezialbedd. hervorgegangen sein. Nichts hindert, ein Verbalnomen *ποιϝός mit u̯o-Suffix (Schwyzer 472) mit einem Verb schichten, anhäufen, zusammenfügen zu verbinden, das im Indoiran., z.B. aind. cinóti, erhalten ist und auch im Slav., z.B. aksl. činъ’τάξις’ mit činiti ordnen, reihen, bilden, Vertreter hat; idg. qʷei- (WP. 1, 509f., Pok. 637f.). Es liegt aber dabei nahe, das u̯-Element in *ποιϝός mit dem u̯-Element in cinóti zu kombinieren: somit ποιϝέω aus *qʷoi̯-u̯-éi̯ō neben cinóti aus *qʷi-n-éu̯-ti ungefähr wie got. straujan’streuen’ aus *strou̯-éi̯ō neben aind. str̥ṇóti streuen aus *str̥-n-éu̯-ti (s. στόρνυμi) oder got. -walwjan wälzen neben aind. vr̥ṇóti umhüllen und εἰλύω ib. (*u̯ol-u-éi̯ō: *u̯l-n-éu̯-ti). Bei einer solchen Analyse würde sich ποιέω wie got. straujan, walwjan als ein iteratives Deverbativ enthüllen und man würde des nicht ganz vertrauenswürdigen Nomens *ποιϝός überhoben sein. Selbstredend könnten dann die Syntheta auf -ποιός auf ein primäres Verb bezogen werden (δρυ-τόμος: δόρυ τάμνειν). — Zur Bed. von ποιέω und anderen Verba faciendi noch Braun Stud. itfllcl. N. S. 15, 243 ff.; auch Valesio Quaderni dell'Istituto di Glottologia (Bologna) 5 (1960) 97 ff. Vgl. noch die Lit. zu δράω und πράσσω. Ältere Lit. bei Bq.
Page 2,570-572
Chinese
原文音譯:poišw 拍誒哦
詞類次數:動詞(576)
原文字根:作 相當於: (בָּרָא) (עָשָׂה)
字義溯源:作*,行,遵行,結交,結出,結,待,住,犯,變,收,吐,正,開,爭,叫,犯,修,使,把,生,施,調,搭,造,當作,以為,勾引,看待,帶到,題起,湊出,流出,編造,預備,進行,奉養,實行,分成,施行,施展,擺設,設立,度過,處治,生產,製造,辦,成就,執行,行動,受造之物。這字有非常廣範的應用,和合本譯本中有八十餘種不同譯字,本書也有二百餘種不同譯字(參讀本編號的譯字彙編)。參讀 (ἀναπληρόω) (ἑτοιμάζω)同義字
同源字:1) (ἀγαθοποιέω)作行好者 2) (ἀγαθοποιΐα)好行為 3) (ἀγαθοποιός)好行者 4) (ἀχειροποίητος)非人手所作的 5) (εἰρηνοποιέω)成就和平 6) (εἰρηνοποιός)使人和睦的人 7) (εὐποιΐα)行善 8) (ζῳοποιέω)賦以活力 9) (κακοποιέω)成為作惡者 10) (καλοποιέω)行好 11) (μοσχοποιέω)鑄造牛犢 12) (ὀχλοποιέω)聚眾 13) (περιποιέω)保全自己 14) (ποιέω)作,行 15) (ποίημα)生產品 16) (ποίησις)行為 17) (ποιητής)行動者 18) (ποικίλος)自命,聲稱 19) (σκηνοποιός)製帳棚者 20) (συζωοποιέω)一同活過來 21) (χειροποίητος)手造的
出現次數:總共(568);太(84);可(47);路(89);約(110);徒(69);羅(23);林前(14);林後(9);加(6);弗(10);腓(4);西(3);帖前(4);帖後(2);提前(4);提後(1);多(1);門(3);來(19);雅(12);彼前(3);彼後(4);約壹(12);約叄(3);猶(2);啓(30)
譯字彙編:
1) 行(56) 太6:1; 太7:22; 太20:5; 太23:3; 可2:23; 可3:4; 可6:5; 可9:39; 可14:7; 路2:48; 路6:33; 路12:43; 路12:47; 路23:31; 約3:2; 約3:21; 約5:27; 約5:29; 約6:6; 約6:30; 約6:38; 約8:41; 約8:44; 約9:16; 約10:25; 約11:47; 徒15:17; 徒16:30; 羅1:28; 羅2:14; 羅3:12; 羅7:21; 羅10:5; 羅12:20; 羅13:14; 林前11:25; 加3:12; 弗2:3; 弗6:8; 提前4:16; 來13:21; 雅2:13; 雅4:17; 彼前3:11; 彼後1:10; 約壹1:6; 約壹2:29; 約壹3:4; 約壹3:7; 約壹3:10; 約壹3:22; 猶1:15; 啓2:5; 啓13:13; 啓21:27; 啓22:11;
2) 作(28) 太9:28; 太12:12; 可10:35; 可10:36; 可11:3; 可11:5; 路6:10; 路7:8; 路12:4; 約5:19; 約5:19; 約5:30; 約9:33; 約14:10; 約14:23; 約15:5; 約18:30; 徒4:7; 徒9:5; 徒9:6; 徒14:15; 徒22:26; 羅9:21; 林前10:31; 林後13:7; 門1:14; 彼前3:12; 啓12:17;
3) 遵行(14) 太5:19; 太12:50; 太23:3; 可3:35; 路6:46; 約4:34; 約7:17; 約9:31; 加5:3; 弗6:6; 來13:21; 約壹2:17; 啓17:17; 啓17:17;
4) 行的(12) 太6:3; 太23:23; 路3:19; 路11:42; 約3:2; 約4:54; 約8:38; 約15:24; 徒15:12; 徒16:21; 多3:5; 約叄1:10;
5) 所行的(11) 太6:2; 約2:11; 約6:2; 約7:31; 約8:40; 約12:18; 約21:25; 徒1:1; 徒2:22; 徒15:4; 徒21:19;
6) 作的(10) 太12:2; 太13:28; 太26:12; 可14:9; 路9:54; 路17:10; 約13:7; 徒9:39; 徒14:11; 腓4:14;
7) 我⋯作(10) 太20:32; 太21:24; 太21:27; 可10:51; 可11:29; 可11:33; 路18:41; 路20:8; 羅7:15; 羅7:19;
8) 結(10) 太3:10; 太7:17; 太7:17; 太7:19; 路3:9; 路6:43; 路6:43; 路8:8; 路13:9; 啓22:2;
9) 作了(9) 太12:2; 太20:12; 可5:20; 路8:39; 路8:39; 路12:48; 路23:22; 約19:24; 徒21:33;
10) 待(7) 太7:12; 太7:12; 太17:12; 太18:35; 路6:27; 路6:31; 徒9:13;
11) 所作的(7) 可5:19; 約5:19; 約5:19; 約5:20; 約13:15; 約15:15; 徒14:27;
12) 叫(6) 太5:32; 可15:15; 路5:34; 徒15:3; 啓13:12; 啓13:13;
13) 施行(6) 路1:68; 路18:8; 徒7:24; 徒10:2; 啓13:12; 啓16:14;
14) 造(6) 路11:40; 路11:40; 徒14:15; 徒17:24; 啓13:14; 啓14:7;
15) 行了(6) 約12:37; 約20:30; 徒6:8; 徒7:36; 徒19:11; 啓13:14;
16) 你⋯作(5) 太21:23; 可11:28; 路20:2; 約2:18; 羅13:4;
17) 你們⋯作(5) 可7:13; 路6:2; 加5:17; 弗6:9; 來13:19;
18) 使(4) 約5:11; 約5:15; 彼後1:10; 啓17:16;
19) 犯(4) 約8:34; 林前6:18; 約壹3:4; 約壹3:8;
20) 去行(4) 太21:6; 路16:4; 加3:10; 雅4:17;
21) 你⋯行(4) 路10:28; 約7:3; 約7:4; 羅2:3;
22) 他⋯行的(4) 約2:23; 約6:14; 徒8:6; 徒10:39;
23) 修(4) 太3:3; 可1:3; 路3:4; 來12:13;
24) 當作(4) 路3:14; 約5:18; 約8:53; 約壹5:10;
25) 要作(3) 約14:12; 徒26:28; 提後4:5;
26) 調(3) 約9:6; 約9:11; 約9:14;
27) 作的事(3) 太12:3; 約11:46; 約14:12;
28) 你們⋯行(3) 路22:19; 林前11:24; 帖前4:10;
29) 施(3) 路1:72; 路10:37; 徒9:36;
30) 去行的(3) 路6:47; 路6:49; 加2:10;
31) 你們作(3) 可7:8; 西3:17; 西3:23;
32) 使⋯成為(3) 可11:17; 啓1:6; 啓5:10;
33) 行事(3) 林後13:7; 提前5:21; 雅2:12;
34) 把(3) 太26:73; 可3:12; 路15:19;
35) 他們⋯作(3) 可2:24; 路5:6; 來13:17;
36) 我要⋯辦(3) 太27:22; 路12:18; 路20:13;
37) 作成(3) 羅4:21; 林後5:21; 弗2:14;
38) 你作(3) 太8:9; 可11:28; 來8:5;
39) 我⋯行了(2) 約10:38; 徒26:10;
40) 我⋯行(2) 約10:37; 約14:31;
41) 我⋯作的(2) 約8:28; 約13:12;
42) 行⋯的(2) 約7:4; 徒19:14;
43) 你擺設(2) 路14:12; 路14:13;
44) 到(2) 帖前1:2; 門1:4;
45) 所作的事(2) 路6:3; 路9:10;
46) 你就作得(2) 雅2:8; 約叄1:6;
47) 對待過(2) 路6:23; 路6:26;
48) 作⋯的(2) 太13:41; 可5:32;
49) 我素來所行的(2) 約4:29; 約4:39;
50) 製造(2) 徒19:24; 雅3:18;
51) 作得(2) 林前7:38; 林前7:38;
52) 成就(2) 徒4:28; 弗3:20;
53) 去作(2) 約13:15; 徒22:10;
54) 我作的(2) 約17:4; 羅7:16;
55) 要⋯辦(2) 可12:9; 可15:12;
56) 他⋯作(2) 路7:8; 徒12:8;
57) 他們⋯行(2) 路9:15; 徒11:30;
58) 住了(2) 徒18:23; 徒20:3;
59) 必成就(2) 約14:14; 帖前5:24;
60) 要(2) 羅16:17; 啓19:19;
61) 我們行(2) 約6:28; 加6:9;
62) 他們⋯待(2) 太21:36; 可9:13;
63) 同(2) 徒23:12; 徒23:13;
64) 他⋯作了(2) 約5:16; 約9:26;
65) 他作的(2) 可3:8; 約7:51;
66) 我要使(2) 可1:17; 啓3:9;
67) 他們所作的(2) 可6:30; 路23:34;
68) 可以搭(2) 可9:5; 路9:33;
69) 我當作(2) 可10:17; 徒22:10;
70) 他作了(2) 太27:23; 可15:14;
71) 去遵行(2) 太7:24; 太7:26;
72) 我們當作(2) 路3:10; 路3:12;
73) 成為(2) 太21:13; 路19:46;
74) 我該作(2) 太19:16; 路10:25;
75) 擺設(2) 太22:2; 路14:16;
76) 結出(2) 太13:23; 雅3:12;
77) 以⋯為(2) 約19:12; 約壹1:10;
78) 你⋯造(2) 徒7:40; 羅9:20;
79) 行麼(2) 太5:46; 太5:47;
80) 成就了(2) 路1:49; 弗2:15;
81) 辦(2) 路2:27; 路12:17;
82) 遵行⋯的人(1) 太7:21;
83) 他⋯去作(1) 太8:9;
84) 你們⋯以為(1) 太12:33;
85) 受造之物(1) 來12:27;
86) 他⋯犯了(1) 雅5:15;
87) 使⋯變(1) 太5:36;
88) 我要使⋯作(1) 太4:19;
89) 你們就使⋯作(1) 太23:15;
90) 我要⋯成為(1) 啓3:12;
91) 他就⋯行(1) 太13:58;
92) 我就⋯搭(1) 太17:4;
93) 我是⋯作的(1) 提前1:13;
94) 你們⋯所行的(1) 腓2:14;
95) 是要遵行(1) 來10:9;
96) 你們行完(1) 來10:36;
97) 他曾守(1) 來11:28;
98) 你們⋯去行(1) 太23:3;
99) 我們⋯行(1) 來6:3;
100) 你⋯去行的(1) 門1:21;
101) 他要⋯處治(1) 太21:40;
102) 你們⋯來(1) 太3:8;
103) 你都作得(1) 約叄1:5;
104) 牠⋯叫(1) 啓13:16;
105) 用(1) 猶1:3;
106) 將(1) 啓12:15;
107) 住(1) 雅4:13;
108) (繼續)犯(1) 約壹3:9;
109) 可以作(1) 雅4:15;
110) 犯過(1) 彼前2:22;
111) 能(1) 彼後1:15;
112) 你們要在(1) 彼後1:19;
113) 可以行事(1) 啓13:5;
114) 爭(1) 啓13:7;
115) 你信的(1) 雅2:19;
116) 必⋯交(1) 啓11:7;
117) 他⋯遵著(1) 太1:24;
118) 我將⋯都更(1) 啓21:5;
119) 編造(1) 啓22:15;
120) 曾行過(1) 啓19:20;
121) 流出(1) 雅3:12;
122) 都被(1) 啓13:15;
123) 他⋯行(1) 太24:46;
124) 能把(1) 來13:6;
125) 我將來⋯要作(1) 林後11:12;
126) 是要行(1) 來10:7;
127) 我⋯叫(1) 約7:23;
128) 我們當⋯行(1) 徒2:37;
129) 作⋯事(1) 約8:29;
130) 他曾變⋯為(1) 約4:46;
131) 他⋯行過的(1) 約4:45;
132) 他⋯作成了(1) 約2:15;
133) 我們當⋯辦(1) 徒4:16;
134) 把⋯當作(1) 約2:16;
135) 我們⋯使(1) 徒3:12;
136) 以⋯當作(1) 約10:33;
137) 我⋯作了(1) 徒1:1;
138) 你⋯作的(1) 約13:27;
139) 他要作⋯的事(1) 約14:12;
140) 你們⋯遵行(1) 約15:14;
141) 他們要⋯行(1) 約15:21;
142) 我⋯行過(1) 約15:24;
143) 他們⋯行了(1) 約12:16;
144) 他⋯作的事(1) 約11:45;
145) 我們⋯辦(1) 約11:47;
146) 他以⋯為(1) 約19:7;
147) 他們⋯預備了(1) 約12:2;
148) 要⋯處治(1) 路20:15;
149) 她⋯行(1) 徒16:18;
150) 長出⋯來(1) 可4:32;
151) 我如今⋯作的(1) 林後11:12;
152) 他⋯叫(1) 可7:37;
153) 當⋯行(1) 林前16:1;
154) 他⋯設立(1) 可3:14;
155) 就⋯去行(1) 太28:15;
156) 你們⋯行作(1) 太25:45;
157) 我⋯守(1) 太26:18;
158) 他⋯所定(1) 弗3:11;
159) 我曾⋯度過(1) 林後11:25;
160) 他可⋯去行(1) 林前7:36;
161) 要⋯施行(1) 羅9:28;
162) 你們⋯待(1) 路6:31;
163) 你們⋯要(1) 徒21:13;
164) 我⋯為(1) 徒20:24;
165) 他⋯作的(1) 路9:43;
166) 他當⋯行(1) 路3:11;
167) 你⋯去行罷(1) 徒21:23;
168) 他們⋯自己去行(1) 羅1:32;
169) 他⋯施展(1) 路1:51;
170) 你們要結出⋯來(1) 路3:8;
171) 作了⋯的事(1) 徒28:17;
172) 就是作⋯了(1) 太25:40;
173) 只要行(1) 羅13:3;
174) 預備(1) 路12:33;
175) 行罷(1) 路10:37;
176) 朝(1) 路13:22;
177) 我將要作(1) 路16:3;
178) 該當結交(1) 路16:9;
179) 作事(1) 路16:8;
180) 遵行的人(1) 路8:21;
181) 處治(1) 路6:11;
182) 看待(1) 路1:25;
183) 他素常作的(1) 可15:8;
184) 當行(1) 路4:23;
185) 擺(1) 路5:29;
186) 祈(1) 路5:33;
187) 他作完了(1) 路17:9;
188) 你們作完(1) 路17:10;
189) 你們叫(1) 約6:10;
190) 我所作(1) 約5:36;
191) 他作(1) 約6:15;
192) 守(1) 約7:19;
193) 我作了(1) 約7:21;
194) 收(1) 約4:1;
195) 你們就去作(1) 約2:5;
196) 進行(1) 路18:7;
197) 我們所作的(1) 路17:10;
198) 該作(1) 路18:18;
199) 已經賺了(1) 路19:18;
200) 可行的(1) 路19:48;
201) 曾作(1) 可15:7;
202) 她作了(1) 可14:8;
203) 而用(1) 太20:15;
204) 你竟待(1) 太20:12;
205) 他所行的(1) 太21:15;
206) 你們能行(1) 太21:21;
207) 遵行了(1) 太21:31;
208) 是造了(1) 太19:4;
209) 吐(1) 太13:26;
210) 你們在(1) 太6:2;
211) 你們這樣行(1) 太5:47;
212) 你在(1) 太6:3;
213) 給(1) 太12:16;
214) 以為(1) 太12:33;
215) 能結(1) 太21:43;
216) 他們所作(1) 太23:5;
217) 就擺設(1) 可6:21;
218) 他設立了(1) 可3:16;
219) 奉養(1) 可7:12;
220) 他所作的(1) 可7:37;
221) 他造(1) 可10:6;
222) 所作(1) 可2:25;
223) 保(1) 太28:14;
224) 你們既作(1) 太25:40;
225) 勾引(1) 太23:15;
226) 行作(1) 太25:45;
227) 她行的(1) 太26:13;
228) 遵(1) 太26:19;
229) 他要行的(1) 約7:31;
230) 就必行(1) 約8:39;
231) 是作(1) 林前15:29;
232) 而作(1) 林前10:31;
233) 在作(1) 林後8:10;
234) 當辦(1) 林後8:11;
235) 我犯了(1) 林後11:7;
236) 開(1) 林前10:13;
237) 我所行的(1) 林前9:23;
238) 我去作(1) 羅7:20;
239) 我們去作(1) 羅3:8;
240) 湊出(1) 羅15:26;
241) 作為(1) 林前6:15;
242) 他作得(1) 林前7:37;
243) 常(1) 弗1:16;
244) 產生(1) 弗4:16;
245) 他成就了(1) 來1:3;
246) 造成(1) 來1:2;
247) 為(1) 來1:7;
248) 設立(1) 來3:2;
249) 就完成了(1) 來7:27;
250) 該(1) 提前2:1;
251) 仍要遵行(1) 帖後3:4;
252) 你們得以(1) 腓2:15;
253) 來(1) 腓1:4;
254) 交給(1) 西4:16;
255) 你們所行的(1) 帖前5:11;
256) 你們在遵行(1) 帖後3:4;
257) 題起(1) 羅1:9;
258) 他們把(1) 徒27:18;
259) 你作了(1) 約18:35;
260) 生了(1) 約18:18;
261) 分成(1) 約19:23;
262) 已經立(1) 徒2:36;
263) 造了(1) 徒4:24;
264) 他們行(1) 約16:3;
265) 他們要把(1) 約16:2;
266) 使其(1) 約11:37;
267) 行過(1) 約10:41;
268) 實行(1) 約13:17;
269) 作罷(1) 約13:27;
270) 我必成就(1) 約14:13;
271) 帶到(1) 徒5:34;
272) 強使(1) 徒7:19;
273) 動(1) 徒24:12;
274) 造出(1) 徒17:26;
275) 帶著(1) 徒24:17;
276) 就設下(1) 徒25:3;
277) 我行事(1) 徒25:17;
278) 他們就住了(1) 徒15:33;
279) 要遵行(1) 徒13:22;
280) 造作(1) 徒7:44;
281) 你們所造(1) 徒7:43;
282) 所造的(1) 徒7:50;
283) 有了(1) 徒8:2;
284) 正(1) 徒10:33;
285) 立的(1) 來8:9
Mantoulidis Etymological
-ῶ Ρίζα ποκαί ποι-. Θέμα ποι-έ-ω → ποιῶ.
Παράγωγα: ποίημα, ποιηματικός, ποίησις (=δημιουργία) καί τά σύνθ. (ἀντι, ἀπο, εἰσ, ἐκ, μετα, παρα, περι, προσ)ποίησις, ποιητέος, ποιητέον, ποιητής, ποιητικός, ποιητός, ἀχειροποίητος, δημοποίητος, εἰσποιητός (=υἱοθετημένος), ἐκποίητος, θεοποίητος, προσποιητός, χεροποίητος, νειοποιῶ, ὀψοποιός (=μάγειρας).
Léxico de magia
I 1 actuar a) c. suj. la divinidad, a instancias del mago διὸ ποίησον, ἄνασσα, ἱκετῶ por ello, señora, actúa, te lo suplico P IV 2907 P XIII 820 ἤδη, ἤδη, συντέλεσον, ἐντὸς ὥρας τῆσδε ποίει, μεγαλόδοξε Πρόνοια ya, ya, cúmplelo, actúa dentro de esta hora, gloriosísima Providencia P LVII 35 b) c. suj. el mago μηδὲ πυκνῶς δὲ ποίει πρὸς Σελήνην pero no actúes frecuentemente ante Selene P IV 2569 P IV 2640 ποίει σελήνης οὔσης ἐν στερεῷ ζωδίῳ μετὰ ἀγαθοποιῶν actúa cuando la luna esté en un signo firme, junto con astros benéficos P V 47 σχεδὸν δὲ <ὁ τόπος>, οὗ ποιεῖς, ἤτω παναγνός que el lugar donde actúas esté siempre completamente purificado P VII 844 ὅταν δὲ ποιῇς, ἔχε μετὰ σεαυτοῦ δάκτυλον σιδηρο<ῦ>ν cuando realices la práctica, ten un anillo de hierro P LXI 31 ἁγνὸς δὲ ποίει καὶ λίβανον ἐπίθυε εἰς τὸν τόπον haz la práctica purificado y ofrece incienso en el lugar P LXXVII 23 2 actuar, tener eficacia o tener poder mágico ref. a una práctica κάτοχος παντὸς πράγματος καὶ ἐπὶ ἁρμάτων ποιῶν práctica de control de cualquier práctica que actúa incluso contra carros P VII 429 P XXXVI 1 una fórmula Σολομῶνος κατάπτωσις, καὶ ἐπὶ παίδων καὶ τελείων ποιοῦσα fórmula de Salomón que produce un trance, la cual actúa sobre jóvenes y adultos P IV 851 P XXXVI 37 λέγε τὸν λόγον συνεχῶς τὸν τῆς ἐπικλήσεως καὶ πέμπε, καὶ ποιήσει ἀπαραβάτως pronuncia sin interrupción la fórmula de la invocación y envíala, actuará indefectiblemente P IV 1867 διαβολὴ πρὸς Σελήνην ποιοῦσα πρὸς πάντα καὶ πρὸς πᾶσαν πρᾶξιν calumnia a Selene, que actúa en todo y para toda práctica P IV 2622 ποιεῖ γὰρ πρὸς ἐχθροὺς ... καὶ φόβους καὶ φαντασμοὺς ὀνείρων pues actúa contra enemigos, miedos y visiones de los sueños P X 24 ἀγωγὴ ἄσχετος, ποιοῦσα μονοημέρως encantamiento irresistible que actúa en un solo día P XXXVI 361 P IV 1874 un nombre ποιεῖ δὲ (τὸ ὄνομα) καὶ πρὸς δαιμονοπλήκτους actúa también el nombre con los poseídos por los démones P XII 281 P XXXVI 276 II hacer, crear como acción de la divinidad ἐξορκίζω σε τὸν ἀρχῇ ποιήσαντα τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν te conjuro por el que, en el principio, creó el cielo y la tierra P VII 270 SM 30 2 (fr. lac.) φανήτω ὁ <ποιήσας> τὰ τέσσαρα μέρη τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ τέσσαρα θεμείλια τῆς γῆς que se muestre el que hizo las cuatro partes del cielo y los cuatro cimientos de la tierra P VII 552 P XII 59 παντοδύναμε, δόξα σοι, ὁ θεὸς ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους todopoderoso, gloria a ti, el que creó a los ángeles C 23 13
Translations
build
Afrikaans: bou; Albanian: ndërtoj; Amharic: መገንባት; Arabic: بَنَى; Algerian Arabic: بْنى; Moroccan Arabic: بْنى; South Levantine Arabic: بْنى; Armenian: կառուցել, շինել, սարքել, կերտել; Assamese: সাজ, বনা; Azerbaijani: qurmaq; Basque: eraiki; Belarusian: будаваць, пабудаваць; Bengali: নির্মাণ করা; Breton: sevel; Bulgarian: строя, градя; Burmese: ဆောက်; Catalan: construir, edificar; Chechen: хьал да; Cherokee: ᎠᏁᏍᎨᎭ, ᎠᏐᏲᎭ; Chinese Mandarin: 建設/建设, 建造; Classical Nahuatl: chīhua; Cornish: gwruthyl, byldya, derevel, drehevel; Czech: stavět, postavit, budovat, vybudovat; Danish: bygge; Dutch: bouwen; Esperanto: konstrui; Estonian: ehitama; Ewe: tu; Faroese: byggja; Finnish: rakentaa; French: construire, édifier, ériger, bâtir; Ge'ez: ሐነጸ; Georgian: აშენება, აგება; German: bauen; Gothic: 𐍄𐌹𐌼𐍂𐌾𐌰𐌽; Greek: χτίζω; Ancient Greek: οἰκοδομέω, δέμω, μηχανάομαι, πήγνυμι, ποιέω, τεύχω; Hebrew: בָּנָה; Hindi: तामीर करना, निर्माण करना; Hungarian: épít; Icelandic: byggja; Ido: konstruktar; Indonesian: membangun, mendirikan; Ingrian: rakentaa, stroittaa; Ingush: хьал де; Irish: tóg; Old Irish: con·utaing; Italian: costruire, edificare; Japanese: 建てる, 築く, 建設する, 構築する; Karachay-Balkar: этерге, кураргъа; Kashubian: bùdowac; Kazakh: салу, құру; Khmer: សង់, កសាង; Kituba: tunga, kutunga; Korean: 만들다, 짓다, 건설하다; Kurdish Central Kurdish: دروستکردن; Northern Kurdish: ava kirin; Kyrgyz: куруу, салуу; Ladino: fraguar; Lao: ກໍ່ສ້າງ, ກໍ່, ສ້າງ; Latin: munio, aedifico, struo, construo; Latvian: celt; Lingala: tónga; Lithuanian: statyti; Low German: boen; Macedonian: гради; Malay: membina; Malayalam: നിർമ്മിക്കുക; Maltese: bena; Maori: hanga; Marathi: बांधणे; Mongolian Cyrillic: барих, босгох; Nepali: निर्माण गर्नु; Norman: construithe, bâti; Norwegian Bokmål: bygge; Nynorsk: byggja; Occitan: construire; Old English: timbran; Old Norse: byggja; Oromo: ijaaruu; Persian: ساختن; Polish: budować, zbudować, wybudować, stawiać, postawić, wznosić, wznieść; Portuguese: construir; Romanian: clădi, construi; Russian: строить, построить; Scots: build, big; Scottish Gaelic: tog; Serbo-Croatian Cyrillic: градити, изградити; Roman: gráditi, izgráditi; Shan: ၵေႃႇသၢင်ႈ; Slovak: stavať, postaviť; Slovene: graditi; Sorbian Lower Sorbian: twariś; Sotho: haha; Southern Altai: јазаар, тӧзӧӧр, эдер; Spanish: construir, edificar; Swahili: kujenga; Swedish: anlägga, bygga, förfärdiga, uppföra, uppresa, upprätta; Sylheti: ꠛꠣꠘꠣꠘꠤ, ꠢꠣꠎꠣ; Tajik: сохтан; Tatar: төзү, ясау; Thai: ก่อ, สร้าง, ก่อสร้าง; Tibetan: བརྒྱབ, བཟོས; Turkish: yapmak, inşa etmek, kurmak; Ukrainian: будувати, збудувати; Urdu: تعمیر کرنا; Uyghur: سالماق, قىلماق; Uzbek: qurmoq, solmoq; Venetian: costruir; Vietnamese: xây, xây dựng; Volapük: bumön; Walloon: basti; Welsh: codi, adeiladu; White Hmong: kho; Yiddish: בויען, אויסבויען; Zhuang: hwnj, caux