λαμβάνω: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(1ba) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λαβαίνω]] (AM [[λαμβάνω]], Α και [[λαββάνω]], Μ και λαβάνω και [[λαβαίνω]])<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] στα χέρια μου ή [[πιάνω]] [[κάτι]] με τα χέρια μου και το [[κρατώ]] (α. «λήψῃ δὲ [[μοσχάριον]] ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ<br />β. «χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] που μού δίνεται, που μού προσφέρεται ή που μού εμπιστεύεται [[κάποιος]], [[παραλαμβάνω]] (α. «λάβετε, φάγετε τοῡτό ἐστι τὸ σῶμά μου», ΚΔ<br />β. «δεν έχω λάβει [[γράμμα]] του εδώ και [[τρεις]] μήνες» γ. «βούλει τῶν ταλάντων ἔν λαβὼν σιωπᾱν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με λέξεις που δηλώνουν [[τροφή]], [[ποτό]] ή [[φάρμακο]]) [[τρώγω]] ή [[πίνω]] («ὅτε οὖν ἔλαβεν τὸ [[ὄξος]] ὁ Ἰησοῡς εἶπε τετέλεσται», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[αποκομίζω]] [[κέρδος]], όφελος ή [[εισόδημα]], [[κερδίζω]] (α. «πόσα έλαβες από την [[υπόθεση]];» β. «[[οἷον]] [[κλέος]] ἔλλαβε δῑος Ὀρέστης», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «λαμβάνων οὔτ' [[οἶνον]], οὔτ' ἄλλ' οὐδὲν ἐκ τοῡ χωρίου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εισπράττω]] (α. «πόσα έχω να [[λαβαίνω]];» β. «προσῆλθον oἱ τὰ δίδραχμα λαμβάνοντες», ΚΔ)<br /><b>6.</b> χρησιμοποιείται [[συνήθως]] σε περιφράσεις [[αντί]] για μονολεκτικά ρήματα (α. «[[λαμβάνω]] όνομα» ή «[[λαμβάνω]] [[επωνυμία]][ν]» — ονομάζομαι, επονομάζομαι<br />β. «[[λαμβάνω]] ύψος» — υψώνομαι, αυξάνομαι<br />γ. «[[λαμβάνω]] [[τέλος]]» ή «[[λαμβάνω]] [[πέρας]]» — [[φθάνω]] στο [[τέλος]], [[τελειώνω]]<br />δ. «[[λαμβάνω]] την [[ανάγκη]]» — [[χρειάζομαι]]<br />ε. «[[λαμβάνω]] τα όπλα» — [[προσφεύγω]] στα όπλα<br />στ. «[[λαμβάνω]] [[δόξα]][ν]» — δοξάζομαι<br />ζ. «[[λαμβάνω]] [[σάρκα]] και οστά» — πραγματώνομαι, εκπληρώνομαι ή εμφανίζομαι για πρώτη [[φορά]]<br />η. «[[λαμβάνω]] την [[ευχαρίστηση]]» ή «[[λαμβάνω]] την [[καλοσύνη]]» — ευαρεστούμαι, [[προθυμοποιούμαι]], προσφέρομαι να... θ. «[[λαμβάνω]] σύζυγο[ν]» — παντρεύομαι<br />ι. «[[λαμβάνω]] [[τροπή]] [καλή, αίσια ή κακή]» — τρέπομαι, [[αρχίζω]] να [[πηγαίνω]] [καλά ή [[κακά]]]<br />ια. «[[λαμβάνω]] πλήρωμαν» — συμπληρώνομαι<br />ιβ. «[[λαμβάνω]] [[συμβούλιον]]» — [[συνεδριάζω]]<br />ιγ. «[[λαμβάνω]] λήθην» — [[λησμονώ]]<br />ιδ. «[[λαμβάνω]] εν [[γαστρί]]» — [[μένω]] [[έγκυος]]<br />ιε. «[[λαμβάνω]] καρδίαν» ή «[[λαμβάνω]] θυμόν» — [[παίρνω]] [[θάρρος]]<br />ιστ. «[[λαμβάνω]] πείραν τινος» — [[δοκιμάζω]]<br />ιζ. «[[λαμβάνω]] φόβον» ή «[[λαμβάνω]] [[δέος]]» — [[φοβάμαι]]<br />ιη. «[[λαμβάνω]] νόσον» — [[αρρωσταίνω]])<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «μολών λαβέ» — λέγεται ως [[απάντηση]] σε κάποιον που απαιτεί [[κάτι]] [[συνήθως]] αδικαιολόγητα<br />β) «οὐκ ἄν λάβοις παρὰ τοῡ μὴ ἔχοντος» — λέγεται σε περιπτώσεις που [[κάποιος]] δεν έχει να δώσει αυτό που του ζητούν<br />γ) «μάχαιραν ἔδωκας μάχαιραν θὰ λάβης» — αυτοί που βλάπτουν τους άλλους θα υποστούν [[ζημιά]] αντίστοιχη με τη [[βλάβη]] που προξένησαν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ο τ. [[λαβαίνω]]) βλάπτομαι σωματικά ή πνευματικά<br /><b>2.</b> (το απρμφ. αορ. ενάρθρως) | |mltxt=και [[λαβαίνω]] (AM [[λαμβάνω]], Α και [[λαββάνω]], Μ και λαβάνω και [[λαβαίνω]])<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] στα χέρια μου ή [[πιάνω]] [[κάτι]] με τα χέρια μου και το [[κρατώ]] (α. «λήψῃ δὲ [[μοσχάριον]] ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ<br />β. «χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] που μού δίνεται, που μού προσφέρεται ή που μού εμπιστεύεται [[κάποιος]], [[παραλαμβάνω]] (α. «λάβετε, φάγετε τοῡτό ἐστι τὸ σῶμά μου», ΚΔ<br />β. «δεν έχω λάβει [[γράμμα]] του εδώ και [[τρεις]] μήνες» γ. «βούλει τῶν ταλάντων ἔν λαβὼν σιωπᾱν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με λέξεις που δηλώνουν [[τροφή]], [[ποτό]] ή [[φάρμακο]]) [[τρώγω]] ή [[πίνω]] («ὅτε οὖν ἔλαβεν τὸ [[ὄξος]] ὁ Ἰησοῡς εἶπε τετέλεσται», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[αποκομίζω]] [[κέρδος]], όφελος ή [[εισόδημα]], [[κερδίζω]] (α. «πόσα έλαβες από την [[υπόθεση]];» β. «[[οἷον]] [[κλέος]] ἔλλαβε δῑος Ὀρέστης», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «λαμβάνων οὔτ' [[οἶνον]], οὔτ' ἄλλ' οὐδὲν ἐκ τοῡ χωρίου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εισπράττω]] (α. «πόσα έχω να [[λαβαίνω]];» β. «προσῆλθον oἱ τὰ δίδραχμα λαμβάνοντες», ΚΔ)<br /><b>6.</b> χρησιμοποιείται [[συνήθως]] σε περιφράσεις [[αντί]] για μονολεκτικά ρήματα (α. «[[λαμβάνω]] όνομα» ή «[[λαμβάνω]] [[επωνυμία]][ν]» — ονομάζομαι, επονομάζομαι<br />β. «[[λαμβάνω]] ύψος» — υψώνομαι, αυξάνομαι<br />γ. «[[λαμβάνω]] [[τέλος]]» ή «[[λαμβάνω]] [[πέρας]]» — [[φθάνω]] στο [[τέλος]], [[τελειώνω]]<br />δ. «[[λαμβάνω]] την [[ανάγκη]]» — [[χρειάζομαι]]<br />ε. «[[λαμβάνω]] τα όπλα» — [[προσφεύγω]] στα όπλα<br />στ. «[[λαμβάνω]] [[δόξα]][ν]» — δοξάζομαι<br />ζ. «[[λαμβάνω]] [[σάρκα]] και οστά» — πραγματώνομαι, εκπληρώνομαι ή εμφανίζομαι για πρώτη [[φορά]]<br />η. «[[λαμβάνω]] την [[ευχαρίστηση]]» ή «[[λαμβάνω]] την [[καλοσύνη]]» — ευαρεστούμαι, [[προθυμοποιούμαι]], προσφέρομαι να... θ. «[[λαμβάνω]] σύζυγο[ν]» — παντρεύομαι<br />ι. «[[λαμβάνω]] [[τροπή]] [καλή, αίσια ή κακή]» — τρέπομαι, [[αρχίζω]] να [[πηγαίνω]] [καλά ή [[κακά]]]<br />ια. «[[λαμβάνω]] πλήρωμαν» — συμπληρώνομαι<br />ιβ. «[[λαμβάνω]] [[συμβούλιον]]» — [[συνεδριάζω]]<br />ιγ. «[[λαμβάνω]] λήθην» — [[λησμονώ]]<br />ιδ. «[[λαμβάνω]] εν [[γαστρί]]» — [[μένω]] [[έγκυος]]<br />ιε. «[[λαμβάνω]] καρδίαν» ή «[[λαμβάνω]] θυμόν» — [[παίρνω]] [[θάρρος]]<br />ιστ. «[[λαμβάνω]] πείραν τινος» — [[δοκιμάζω]]<br />ιζ. «[[λαμβάνω]] φόβον» ή «[[λαμβάνω]] [[δέος]]» — [[φοβάμαι]]<br />ιη. «[[λαμβάνω]] νόσον» — [[αρρωσταίνω]])<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «μολών λαβέ» — λέγεται ως [[απάντηση]] σε κάποιον που απαιτεί [[κάτι]] [[συνήθως]] αδικαιολόγητα<br />β) «οὐκ ἄν λάβοις παρὰ τοῡ μὴ ἔχοντος» — λέγεται σε περιπτώσεις που [[κάποιος]] δεν έχει να δώσει αυτό που του ζητούν<br />γ) «μάχαιραν ἔδωκας μάχαιραν θὰ λάβης» — αυτοί που βλάπτουν τους άλλους θα υποστούν [[ζημιά]] αντίστοιχη με τη [[βλάβη]] που προξένησαν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ο τ. [[λαβαίνω]]) βλάπτομαι σωματικά ή πνευματικά<br /><b>2.</b> (το απρμφ. αορ. ενάρθρως) το [[λαβείν]]<br />α) (ως [[λογιστικός]] όρος) η [[πίστωση]], σε [[αντιδιαστολή]] με το [[δούναι]], τη [[χρέωση]]<br />β) <b>φρ.</b> «έχω [[δούναι]] και [[λαβείν]] [[μαζί]] του» — έχουμε δοσοληψίες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] την άγουσαν [[προς]]...» — κατευθύνομαι [[προς]]...<br />β) «[[λαμβάνω]] τα [[επίχειρα]] της κακίας μου» — τιμωρούμαι για τις κακές μου πράξεις<br />γ) «[[λαμβάνω]] [[μέρος]]» — [[συμμετέχω]]<br />δ) «[[λαμβάνω]] το [[μέρος]] κάποιου» — [[υποστηρίζω]] κάποιον, [[παίρνω]] το [[μέρος]] του<br />ε) «[[λαμβάνω]] [[μέτρα]]» — [[προνοώ]] για [[κάτι]]<br />στ) «[[λαμβάνω]] τα [[μέτρα]] μου» — προφυλάσσομαι αμυντικά από ενδεχόμενο κίνδυνο<br />ζ) «[[λαμβάνω]] τον κόπο» — [[υποβάλλω]] τον εαυτό μου σε μικρό κόπο για να ευχαριστήσω κάποιον<br />η) «[[λαμβάνω]] την [[τόλμη]]» ή «[[λαμβάνω]] το [[θάρρος]]» ή «[[λαμβάνω]] την [[τιμή]]» — λέγονται ως φιλοφρονητικές φράσεις [[συνήθως]] σε [[ένδειξη]] σεβασμού<br />θ) «[[λαμβάνω]] τον λόγο» — [[αρχίζω]] να [[μιλώ]]<br />ι) «[[λαμβάνω]] [[γνώση]]» — [[μαθαίνω]], πληροφορούμαι ή ενημερώνομαι για [[κάτι]]<br />ια) «λαμβάνει [[χώρα]]» — γίνεται, συμβαίνει<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λαμβάνω]] υπ' όψιν μου» ή «[[λαμβάνω]] εις διάνοιαν» ή «[[λαμβάνω]] εις νουν» ή «[[λαμβάνω]] [[κατά]] νουν» — [[προσέχω]] ιδιαίτερα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τη γη) [[σκεπάζω]]<br /><b>2.</b> (για [[κείμενο]]) [[αναφέρω]], [[μαρτυρώ]]<br /><b>3.</b> [[διενεργώ]], [[πραγματοποιώ]]<br /><b>4.</b> (για [[αποτέλεσμα]] αριθμητικής) [[εξάγω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] τὴν [[βαλβίδα]]» — [[τερματίζω]]<br />β) «τὸ δὸς καὶ λαβέ» — αμοιβαία χτυπήματα<br />γ) «[[δίδω]] καὶ [[λαμβάνω]]» — [[αγωνίζομαι]]<br />δ) «[[λαμβάνω]] καιροῡ» ή «λαμβάνομαι καιροῡ» — [[εκμεταλλεύομαι]] την [[περίσταση]]<br />ε) «μὲ λαμβάνει ἡ ὥρα» — έρχεται η ώρα του θανάτου<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] με τη βία, [[αρπάζω]] («οἱ δὲ ἄν Πὲρσαι ἐπελθόντες λάβεσκον τὰ πρόβατα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]], [[αιχμαλωτίζω]] («ζητῶν τὸν αὐτόχειρα τοῡ φόνου λαβεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[κατακτώ]], [[υποτάσσω]], [[γίνομαι]] [[κύριος]] («ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῡ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> για [[θεότητα]] ή για [[πάθος]]) [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]] (α. «ἡμῑν γὰρ καταγελᾱτε... ὅτι βακχεύομεν καὶ ἡμέας ὁ θεὸς λαμβάνει», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἄτιμόν τι αὐτῷ ἔδοξεν [[εἶναι]] καὶ [[ἄχος]] αὐτὸν ἔλαβεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (για νόσο) [[προσβάλλω]], [[επιπίπτω]] («καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ [[φλόγωσις]] ἐλάμβανε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παίρνω]] κάποιον [[μαζί]] μου («ὁ οὖν Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῑραν καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας», ΚΔ)<br /><b>7.</b> (σχετικά με [[ένδυμα]]) [[φορώ]] («τὴν δὲ στολὴν ἀποθέμενος τὴν Σκυθικὴν λάβεσκε ἄν [[Ελληνίδα]] ἐσθῆτα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] με έναν τρόπο («ὀργῇ δ' ἅμα καὶ φόβῳ τὸ [[γεγονός]] λαμβάνοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[επιχειρώ]], [[αναλαμβάνω]] («καὶ παλαισμάτων λάβε [[φροντίδα]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]] («καὶ [[πάντα]] ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε», ΚΔ)<br /><b>11.</b> [[δέχομαι]] σε γάμο, παντρεύομαι («δοκέων αὐτὴν μᾱλλον λάμψεσθαι, ἤν ταῡτα ποιήσῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «[[λαμβάνω]] [[δίκην]]» — τιμωρούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιάνω]] επ' αυτοφώρω («κἄν λάβης ἐψευσμένον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) βρίσκομαι («[[ὅκως]] ἄν τὸ [[στρατόπεδον]] ίδρυμένον [[κατά]] νώτου λάβοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] με τις αισθήσεις ή με τον νου<br /><b>4.</b> [[μαθαίνω]]<br /><b>5.</b> (στη [[λογική]]) [[παίρνω]] [[κάτι]] ως δεδομένο, [[παραδέχομαι]] («ὅπαν [[ζῷον]] λαμβάνει, ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[καθορίζω]], [[προσδιορίζω]], [[εκτιμώ]]<br /><b>7.</b> [[επισύρω]] [[εναντίον]] μου («γέλωτ' ἐν κακοῑς μωρίαν τε λήψομαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[φιλοξενώ]]<br /><b>9.</b> [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]] («τὸ [[στρατόπεδον]] πεζοὺς μὲν λαμβάνει περὶ τετρακοσίους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>10.</b> [[παίρνω]] [[άδεια]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>11.</b> [[χρησιμοποιώ]], [[μεταχειρίζομαι]] («οὐ λήψῃ τὸ [[ὄνομα]] κυρίου τοῡ θεοῡ σου ἐπὶ ματαίῳ», ΠΔ)<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>λαμβάνομαι</i><br />α) [[επιπλήττω]], [[επιτιμώ]] («ταχὺ γάρ σου λάβοιτ' ἄν τις τῶν παρ' ἡμῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[καταφεύγω]], [[φθάνω]] («αἱ μὲν [[[νῆες]]] Δήλου λαβόμεναι αἱ πλείους [[μετά]] Κλεάρχου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>13.</b> <b>παθ.</b> [[μυούμαι]], [[γίνομαι]] [[μύστης]] («τοὺς ἐς τὰ τῆς τέχνης εἰλημμένους», Ιπποκρ.)<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «λαμβάνομαι ἐμαυτοῡ» — [[συγκρατώ]] τον εαυτό μου, [[είμαι]] [[κύριος]] του [[εαυτού]] μου<br />β) «[[λαμβάνω]] [[δίκην]]» — [[τιμωρώ]], εκδικούμαι<br />γ) «λαμβάνομαι χαλεπῶς» — φέρομαι βάναυσα, κακομεταχειρίζομαι<br />δ) «λαμβάνειν πίστει καὶ ὁρκίοισι» — [[δένω]] κάποιον με όρκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[ενεστωτικός]] τ. [[λαμβάνω]] σχηματίστηκε [[υστερογενώς]] από τον αόρ. <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i> / <i>λαβ</i>-<i>εῖν</i>, με έρρινο [[ένθημα]] (-<i>μ</i>- <span style="color: red;"><</span> -<i>ν</i>-) και σχηματιστικό [[μόρφημα]] -<i>άνω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μανθάνω]]: <i>ἔμαθον</i>). Το θ. <i>λαβ</i>- του <i>ἔλαβον</i> ανάγεται σε (<i>σ</i>)<i>λăβ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>lag</i><sup>w</sup>- «[[πιάνω]], [[αρπάζω]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[λάζομαι]], [[λάβρος]])<br />την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] (<i>λᾱβ</i>- / <i>ληβ</i>·) εμφανίζει ο τ. του μέλλ. <i>λήψομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[λῆψις]], [[λῆμμα]]). Ο τ. του παρακμ. <i>εἴληφα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σεσλᾱφ</i>-, με σίγηση του -<i>σ</i>- και [[αντέκταση]] (το -<i>φ</i>- του θ. κατ' [[επίδραση]] ενός θ. <i>λαφ</i>- που απαντά στο [[λάφυρο]] και στο [[ἀμφιλαφής]]). Η [[ψίλωση]] του <i>εἴληφα</i> [[αντί]] <i>εἵλειφα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>hειλᾱφ</i>-) λόγω ανομοιώσεως τών δασέων ([[νόμος]] του Graffmann). Ο τ. [[λαββάνω]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]], με [[αφομοίωση]], ενώ ο μσν. και ο νεοελλ. τ. [[λαβαίνω]] σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. <i>ἔλαβα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαγχάνω]]: [[λαχαίνω]], [[τυγχάνω]]: [[τυχαίνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λαβή]], [[λαβίδα]](-<i>ίς</i>), [[λήμμα]], [[λήψη]] (-<i>ις</i>), [[ληπτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναλαμβάνω]], [[απολαμβάνω]], [[διαλαμβάνω]], [[εκλαμβάνω]], [[επαναλαμβάνω]], [[καταλαμβάνω]], [[μεταλαμβάνω]], [[παραλαμβάνω]], [[περιλαμβάνω]], [[προκαταλαμβάνω]], [[προλαμβάνω]], [[προσλαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]], [[συμπαραλαμβάνω]], [[υπολαμβάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιλαμβάνω]], <i>ανταναλαμβάνω</i>, [[ανταπολαμβάνω]], [[αντεπιλαμβάνομαι]], [[αντικαταλαμβάνω]], [[αντιπεριλαμβάνω]], <i>αποδιαλάμβάνω</i>, <i>αποκαταλαμβάνω</i>, [[διεκλαμβάνω]], [[εγκαταλαμβάνω]], <i>ελλαμβάνω</i>, [[εναπολαμβάνω]], <i>ενδιαλαμβάνω</i>, <i>εξαναλαμβάνω</i>, [[επικαταλαμβάνω]], <i>επιλαμβάνω</i>, [[επισυλλαμβάνω]], [[μεταπαραλαμβάνω]], [[περικαταλαμβάνω]], [[περισυγκαταλαμβάνομαι]], [[προαναλαμβάνω]], [[προαπολαμβάνω]], [[προπαραλαμβάνω]], [[προσαναλαμβάνω]], [[προσαντιλαμβάνομαι]], [[προσαπολαμβάνω]], [[προσεπιλαμβάνω]], [[προσκαταλαμβάνω]], [[προσπαραλαμβάνω]], [[προσσυλλαμβάνω]], [[προσυπολαμβάνω]], [[προϋπολαμβάνω]], [[συγκαταλαμβάνω]], [[συμμεταλαμβάνω]], [[συναναλαμβάνω]], [[συναντιλαμβάνομαι]], [[συναπολαμβάνω]], [[συνδιαλαμβάνω]], [[συνεκλαμβάνω]], [[συνεπιλαμβάνω]], [[συνυπολαμβάνω]], [[υπαναλαμβάνω]], [[υποδιαλαμβάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακαταλαμβάνω]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[εμπεριλαμβάνω]], <i>επαναπροσλαμβάνω</i>, [[επιλαμβάνομαι]], [[προδιαλαμβάνω]], [[προσυλλαμβάνω]], [[συμπεριλαμβάνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:25, 14 January 2019
English (LSJ)
fut. λήψομαι (λήψω only late, v.l. in LXX 1 Ma.4.18); Ion.
A λάψομαι GDI5497.3, al. (Milet., iv/iii B. C.), 5597.11 (Ephesus, iii B. C.), corrupted to λάμψομαι in Mss. of Hdt.1.199; Dor.fut.2sg. λαψῇ Epich.34.2, Theoc.1.4,10, inf. λαμψεῖσθαι PSI9.1091.19; Hellenistic λήμψομαι PPar.14.47 (ii B. C.), CIG4224c (add.) (Telmessus), 4244 (Tlos), al.: aor. 2 ἔλᾰβον, Ep. ἔλλᾰβον Il.24.170, etc.; Ion. Iterat. λάβεσκον Hes.Fr.112, Hdt.4.78, 130; imper. λαβέ Il.1.407, etc.; written λάβε in Med. Ms. of A.Eu.130, but λαβέ Att.acc. to Hdn. Gr.1.431: pf. εἴληφα S.OT643, Ar.Ra.591 (lyr.), etc. (dub.in Archil. 143); Ion., Dor., Arc. λελάβηκα Hdt.4.79, IG42(1).121.68 (Epid., iv B. C.), 5(2).6.14 (Tegea, iv B. C.), also Eup.426; inf. λελαβήκειν IG 42(1).121.59 (Epid.), PSI9.1091.7: plpf. εἰλήφειν Th.2.88, Ion.3sg. λελαβήκεε v.l. in Hdt.3.42 (κατα-); Dor. pf. subj. 3sg. (παρ-) λελόνβῃ GDI5087b1 (Crete):—Med., aor. 2 ἐλαβόμην, Ep. ἐλλ-, Od. 5.325, etc.; Ep. redupl. λελαβέσθαι 4.388:—Pass., fut. ληφθήσομαι S.Ph.68, Th.6.91, κατα-λελήψομαι Aristid.Or.54p.677D.: aor. ἐλήφθην Ar.Eq.101, etc.; Ion. ἐλάφθην SIG58.8 (Milet., v B. C.), (κατ-) GDI5532.7 (Zeleia), ἐλάμφθην Hdt.2.89, 6.92, 7.239 (-λάφθ- by erasure in cod. B); Hellenistic ἐλήμφθην IG14.1320, Ev.Marc. 16.19 (ἀν-); Dor. ἐλάφθην Archim.Aren.1.13: pf. εἴλημμαι D.24.49, Ar.Pl.455; but in Trag.usu. λέλημμαι, A.Ag.876, E.Ion1113, IA363 (troch.), Cyc.433, cf. Ar.Ec.1090 (δια-); so later προ-λέληπτε (sic) Supp.Epigr.2.769 (Dura); Ion. λέλαμμαι (ἀπο-) Hdt.9.51, (δια-) 3.117; inf. ἀνα-λελάφθαι Hp.Off.11 (acc. to many codd., Hsch.and Erot., -λελάμφθαι vulg.); Ion.3pl. λελήφαται An.Ox.1.268; Dor. pf.imper. λελάφθω Archim. Con.Sph.3, al.:—in the fut., aor. Pass., and pf. Pass. the a is short by nature in Ion., prob. long in Dor. and in Doricized Hellenistic forms such as λαμψοῦνται Test.Epict.5.14, λάμψεσθαι IG5(1).1390.67 (Andania, i B. C.); it is marked long in Aeol. λᾱμψεται Alc.Supp.5.9:—of these tenses Hom. uses only aor. Act., and aor.Med. twice (v. supr.); the Homeric pres. is λάζομαι. —The word has two main senses, one (more active) take; the other (more passive) receive: I take, 1 take hold of, grasp, seize, μάστιγα καὶ ἡνία Od.6.81: freq. with χειρί or χερσί added, χειρὶ χεῖρα λαβόντες Il.21.286; χερμάδιον λάβε χειρί 5.302; χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντόν Od.9.487; ἐν χείρεσσι λάβ' ἡνία Il.8.116; ἐν χεροῖν λ. S.OT913; διὰ χερῶν λαβών Id.Ant.916; ἐς χέρας E.Hec.1242; ἐν ἀγκάλαις A.Supp.481, etc.; of an eagle, λ. ἄγραν ποσίν Pi.N.3.81: c.acc. of the thing seized, λ. γούνατα Il.24.465; but also c. acc. of whole, gen. of part seized, τὴν πτέρυγος λάβεν caught her by the wing, 2.316; τὸν δὲ πεσόντα ποδῶν ἔλαβε 4.463; γούνων λαβὼν κούρην Od. 6.142; λ. τινὰ τῆς ζώνης X.An.1.6.10, etc.: sts. c. gen. only, ἀγκὰς ἀλλήλων λαβέτην χερσί they took hold of one another with their arms, Il.23.711:—freq. in Med., v. infr. B. b take by violence, carry off as prize or booty, Il.5.273, 8.191, Hdt.4.130, S.Ph.68 (Pass.), 1431, etc.; capture a city, Plb.1.24.11, 3.61.8; ἐκ πόλιος . . ἀλόχους καὶ κτήματα Od.9.41; of lions, λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσιν Il.11.114; ἵνα δαῖτα λάβῃσιν 24.43; of an eagle, 17.678; of a dolphin, 21.24. c λ. δίκην take, exact punishment, Lys.1.29,34, Isoc.4.181; ποινάς E.Tr. 360, etc. (rarely for δοῦναι δίκην, v.infr.11.1 e); λ. τιμωρίαν D.18.280. 2 of passions, feelings, etc., seize, μένος ἔλλαβε θυμόν Il.23.468; Ἀτρεΐωνα . . χόλος λάβεν 1.387; ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος 4.230; τὸν δὲ τρόμος ἔλλαβε γυῖα 24.170, al.; δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Od.4.704; τοὺς Ἀθηναίους θάρσος ἔλαβε Th.2.92; ἄχος X.Cyr. 5.5.6; δέος Pl.Lg.699c; ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε when the occasion came to them, i.e. occurred, Th.2.34, D.C.44.19; of fevers and sudden illnesses, attack, Hp.Morb.1.19, Th.2.49, Ar.Ec.417, etc. (cf. λάζομαι, λῆψις):—Pass., λαμβάνεσθαι νόσῳ, ὑπὸ [νόσου], S.Tr.446, Hdt.1.138; ἔρωτι X.Cyr.6.1.31, etc. (reversely of the person, λ. θυμόν, etc., v. infr.11.3). b of a deity, seize, possess, τινα Hdt.4.79:—Pass., τῇ Ῥέᾳ λαμβάνονται Luc.Nigr.37. c of darkness, etc., occupy, possess, εὖτ' ἂν κνέφας τεμενος αἰθέρος λάβῃ A.Pers.365. 3 catch, overtake, as an enemy, Il.5.159, 11.106, 126, etc.; λ. τινὰ στείχοντα θύραζε Od.9.418; ζῶντες ἐλάμφθησαν Hdt.9.119; simply, find, come upon, S.OT1031, E.Ion1339. 4 catch, find out, detect, Hdt.2.89 (Pass.); ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι; A.Pr.196; τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λ. S.OT266: freq. c. part., κἂν λάβῃς ἐψευσμένον ib.461; κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ar.V.759; λ. τινὰ ψευδόμενον Pl.R.389d; τοῦτον ὑβρίζοντα λαβόντες D.21.97: with Adj., ὅπως μὴ λήψομαί σε προπετῆ Men.Epit.570:—Pass., δρῶσ' ἐλήφθης S.Tr.808; ἐπ' αὐτοφώρῳ δεινὰ δρῶντ' εἰλημμένω Ar.Pl.455; ληφθεῖσαν ἐπ' αὐτοφώρῳ μηχανωμένην τι Antipho 1.3; ἐλήφθη μοιχός Lys.13.66: in good sense, οὐκ ἂν λάβοις μου μᾶλλον οὐδέν' εὐσεβῆ S.Ph.1051. 5 λ. τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι bind him by... Hdt.3.74; ἀραῖον λαβεῖν τινα S.OT276 codd. 6 c. dupl. acc., take as, λαβὼν πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα τόνδ' Id.Ph.1007; ξυμπαραστάτην λ. τινά ib.675; τοὺς Ἕλληνας λ. συναγωνιζομένους Isoc.5.86. 7 τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χεῖρα taking, keeping Ida to your left (nisi leg. λαβών, ἐς . . ) Hdt.7.42; ἐν δεξιᾷ λ. τὴν Σικελίαν Th.7.1; λ. τὸ στρατόπεδον κατὰ νώτου take in rear, i.e. be behind, Hdt.1.75; cf. ἀπείργω 11.2, ἔχω (A) A.1.7. 8 λ. Ἑλληνίδα ἐσθῆτα assume it, Id.4.78, cf. 2.37; λ. ζυγόν Pi.P.2.93. b take food or drugs, Diocl.Frr.121 (Pass.), 140, Sor.1.125, Gal.15.469. 9 apprehend by the senses, ὄμμασιν θέαν S. Ph.537, cf. 656; πρόσφθεγμά τινος ib.234; ὁρᾶται, ἢ ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει λαμβάνεται Pl.R.524d. b apprehend with the mind, understand, φρενὶ λ. τὸν λόγον Hdt.9.10; νόῳ Id.3.41; τῇ διανοίᾳ Pl. Prm.143a; λ. ἐν ταῖς γνώμαις βεβαίως X.Cyr.3.3.51; ἐν νῷ Plb.2.35.6: abs., λ. τὴν ἀλήθειαν Antipho 1.6; μνήμην παρὰ τῆς φήμης λ. Lys.2.3, cf. Pl.Phdr.246d, etc. c with Adv. added, take, i.e. understand in a certain manner, ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Hdt.7.142; λάβετε [τοὺς λόγους] μὴ πολεμίως Th.4.17; τὸ πρᾶγμα μειζόνως ἐλάμβανον took it more seriously, Id.6.27, cf. 61; ὀρθῶς λ. τὸν φιλοκερδῆ Pl.Hipparch.227c; λ. τι οὕτω, ὧδε, Arist.SE174b27, Rh.Al. 1423a4; ὀργῇ καὶ φόβῳ τὸ γεγονὸς λ. Plu.Alc.18: with παρά c.acc., λαμβάνω σε παρὰ βουκόλον . . PMag.Par.1.2434:—Pass., τρίτου καθεστῶσαι ἐπὶ πρώτου λαμβάνονται are used for the first person, A.D.Pron.78.22; with ἐς, εἰ ἐς κόρην λαμβάνοιτο be taken for a girl, Philostr.Im.2.32: less freq. c. dupl. acc., ὡς μεθυστικὰς λ. [τὰς ἁρμονίας] Arist.Pol.1342b25, cf. S.E.P.1.179; τῆς νίκης ἆθλον τὴν ὑπεροχὴν τῆς πολιτείας λ. Arist.Pol.1296a31; τοῦτο λ. γιγνόμενον Id.Mete. 346a7; also λ. περί τινος τί ἐστι Id.EN1142a32, cf. 1140a24, al.: also c. inf., λ. τι εἶναί τι Id.Mete.389a29, al.: with a relat. clause, οὕτω δεῖ λαμβάνειν, ἀλλ' οὐχ ὅτι . . Id.Metaph.1053a27, cf. Str.2.5.1; εἰλήφθω ὁ ἄδικος ποσαχῶς λέγεται Arist.EN1129a31: in bad sense, πρὸς δέους λ. τι Plu.Flam.7; πρὸς ἀτιμίας Id.Cic.13; λ. δι' οἴκτου E. Supp.194; but also ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ λ. receive as a favour, Plb.1.31.6. d in Logic, assume, take for granted, ἅπαν ζῷον λαμβάνει ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον Arist.APr.46b6; λ. τὰς περὶ ἕκαστον ἀρχάς ib.53a2, etc.:—Pass., τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα ib.26b30; αἱ εἰλημμέναι προτάσεις ib.33a15, cf. Phld.Rh.2.46 S., Sign.35, Oec.p.5 J., S.E.P.2.89. e take, i.e. determine, estimate, τὴν ξυμμέτρησιν τῶν κλιμάκων Th.3.20; ἐντεῦθεν τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων Lycurg.66; τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. Th.2.42. 10 take in hand, undertake (cf. ληπτέον) , λ. τι ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον, opp. συνταχύνειν, Hdt.3.71; μηδένα πόνον λαβόντες without taking any trouble, Id.7.24; παλαισμάτων λ. φροντίδα Pi.N.10.22. 11 take in, hold, τὸ στρατόπεδον πεζοὺς λ. περὶ τετρακισχιλίους Plb.3.107.10. 12 part. λαβών freq. seems pleonastic, but adds dramatic effect, λαβὼν κύσε χεῖρα took and kissed, Od.24.398, cf. Il.21.36: so in Trag. and Com., τί μ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας; S.OT1391, cf. 641; τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβών Cratin.141, etc. b ingressive of ἔχων (ἔχω (A) A.1.6), ἑτάρους τε λ. καὶ νῆα . . ἦλθον Od. 15.269, cf. S.Tr.259. II receive, 1 have given one, get, receive, prop. of things (AB 106), ἄποινα Il.6.427; τὰ πρῶτα 23.275; ἀντίποινα S.El.592, v. infr.e; παρὰ βασιλέος δῶρα Hdt.8.10, cf. Ar. Eq.439; πρός τινος S.El.12, etc.; ἀπὸ τῶν συκοφαντῶν X.Mem.2.9.4; gain, win, κλέος Od.1.298, S.Ph.1347, etc.; ἀρετάν Pi.O.8.6; κόσμον Id.N.3.31 codd. (v.l. ἔλαχες Sch.); ἀλκήν S.OT218, etc.; πρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν attain... Isoc.10.39; λ. νόστον E.IT 1016, etc.; λ. τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης Isoc.5.61; μοναρχίαν S.Ant. 1163; τέρψιν Id.Tr.820; χάριν Id.OT1004; κέρδος Ar.Ach.906: also in bad sense, λ. ὀνείδη S.OT1494; συμφοράν E.Med.43; θάνατον Id.Hel.201 (lyr.); γέλωτα μωρίαν τε incur... Id.Ion600; αἰτίαν ἀπό τινος Th.2.18, etc.:—for λ. θυμόν, etc., v. supr.1.2 et infr. 3. b receive hospitably, Od.7.255, cf. S.OC284 (ἔλαβες τὸν ἱκέτην ἐχέγγυον) which approaches this sense; καλῶς λ. τινά treat well, BGU843.10 (i/ii A. D.). c receive in marriage, Hdt.1.199, 9.108, E.Fr.953.27, X. HG4.1.14, Isoc.10.39, PEleph.1.2 (iv B. C.), Men.Pk.436; τοῖς λαμβάνουσιν ἐξ αὐτῶν, i.e. those who married their daughters, SIG1044.14 (Halic., iv/iii B. C.); also of the father taking a daughter-in-law, τῷ υἱῷ λ. τινά Men.Pk.447. d λ. ὄνομα, ἐπωνυμίαν, receive a name, Pl. Plt.305d, Smp.173d. e λ. δίκην receive, i.e. suffer, punishment, Hdt.1.115; τὴν ἀξίην λ. get one's deserts, Id.7.39; δίκην γὰρ ἀξίαν ἐλάμβανεν E.Ba.1312; λ. ζημίας D.11.11. f λ. ὅρκον receive an oath, Arist. Rh.1377a8; λ. πιστά X.An.3.2.5, al.; λ. λόγον demand an account, τινος for a thing, παρά τινος from a person, Id.Cyr.1.4.3, D.8.47. g λ. ἐν γαστρί conceive, Hp.Prorrh.2.24; κῦμα λ., of the earth, A.Ch. 128. h receive as produce, profit, etc., οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου Ar.Nu. 1123; [χρήματα] ἐκ τῆς ἀρχῆς Pl.R.347b; λ. ἑκατὸν τῆς δραχμῆς, ὀβολοῦ, purchase for... Ar.Pax1263, Ra.1235, cf. Nu.1395; πόθεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖμα λάβοι; X.Smp.2.4. i λ. πεῖράν τινος, v. πεῖρα. 2 admit of, ὁ μέγας κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi.O.1.81. b admit, initiate, τοὺς ἐς τὰ τῆς τέχνης εἰλημμένους Hp.Decent.17. 3 of persons conceiving feelings and the like, λ. θυμόν take heart, Od. 10.461: freq. in periphrasis, λ. φόβον, = φοβεῖσθαι, S.OC729; αἰδῶ λ., = αἰδεῖσθαι, Id.Aj.345; λ. ὀργήν, = ὀργίζεσθαι, E.Supp.1050: so generally λ. ἀρχήν, = ἄρχεσθαι, Id.IA1124; λ. ὕψος, ἐπίδοσιν, αὔξησιν, = ὑψοῦσθαι, ἐπιδιδόναι, αὐξάνεσθαι, Th.1.91, Isoc.4.10, Arist.GA732b5, etc.; λ. κακόν τι Ar.Nu.1310; λ. νόσον take a disease, Pl.R.610d; λ. μορφήν, τέλος, etc., Arist.GA762a13, 744a21, etc.; αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι receiving battlements, having battlements added, Th.4.69, cf. 115. 4 c. inf., receive permission to . ., SIG996.6 (Smyrna, i A. D.). B Med., take hold of, lay hold on, c. gen., [σχεδίης] Od.5.325; τῆς κεφαλῆς, τῶν γουνάτων, Hdt.4.64, 9.76; χειρός E.Med.899, etc.; τοῦ βωμοῦ And.1.126, etc.: c. dupl.gen., μου λαβόμενος τῆς χειρός Pl. Chrm.153b. 2 seize and keep hold of, obtain possession of, ἀρχῆς S.OC373; καιροῦ λαβόμενος seizing the opportunity, Is.2.28; λ. ἀληθείας Pl.Plt.309d: rarely c. acc., τόν . . λελαβέσθαι Od.4.388. 3 lay hands upon, χαλεπῶς λαμβάνεσθαί τινος lay rough hands on him, deal hardly with him, Hdt.2.121. δ. 4 of place, λ. τῶν ὀρῶν take to the mountains, Th.3.24, cf. 106; Δήλου λαβόμεναι (sc. αἱ νῆες) reaching Delos, Id.8.80. 5 find fault with, censure, τινος Pl.Lg. 637c, Philostr.VA4.22. 6 λαβέσθαι ἑαυτοῦ check oneself, Hld.2.24.
German (Pape)
[Seite 10] (λαβ), fut. λήψομαι, ion. λάμψομαι, Her. z. B. 1, 199; dor. λαψοῦμαι, λαψῇ, Theocr. 1, 4. 10; λήμψεται, Matth. 10, 41; – aor. ἔλαβον, ep. auch ἔλλαβον, u. in der iterativen Form λάβεσκον, Her. 4, 78; imper. λαβέ, u. im med. λελαβέσθαι, Od. 4, 388; – perf. εἴληφα u. εἴ. λημμαι, ion. λελάβηκα, Her. 3, 42. 4, 79. 8, 122, u. λέλαμμαι, Her.; auch λέλημμαι, bei Aesch. Ag. 850, l. d.; Soph. in Cram. Anecd. Ox. 1, p. 268, 22; Eur. Cycl. 433, Ion 1113 (διαλελημμένον, Ar. Eccl. 10901; – aor. pass. ἐλήφθην, ion. ἐλάμφθην, Her.; – nehmen, sowohl freiwillig Gegebenes, als mit Gewalt. – 1) fassen, anfassen, ergreifen, χειρὶ χεῖρα λαβεῖν, Il. 21, 286; so τάδ' ἐν χεροῖν στέφη λαβοῦσα, Soph. O. R. 913; χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν, Pind. P. 4, 193; so λάβε γούνατα, Il. 24, 465; oft steht neben dem accus. od. auch allein ein genit., den Theil ausdrückend, der angefaßt wird, κόρυθος λάβεν, Il. 3, 369; Ἕκτωρ μὲν κεφαλῆφιν ἐπεὶ λάβεν, οὐχὶ μεθίει, 16, 762; ποδῶν, γούνων, 1, 407. 18, 155; τὴν πτέρυγος λάβεν, d. i. er faßte den Vogel am Flügel, 2, 316; γούνων λαβὼν κούρην, die Jungfrau an den Knieen umfassend, wie es Schutzflehende thun, Od. 6, 142; auch ἀγκὰς λαβέτην ἀλλήλων, sie faßten sich einander mit den Armen, Il. 23, 711. Einzeln so auch bei Folgdn, λαβὼν Πολυξένην χερός Eur. Hec. 523, φάσ γανον κώπης 543; ἔλαβον τῆς ζώνης τὸν Ὀρόντην Xen. An. 1, 6, 10. Vgl. unten das med. – Häufiger mit dem bloßen accus., ergreifen, fassen, ἔγχος, σκῆπτρον, Soph. Ai. 279 El. 402; παῖδα ἐν ἀγκάλῃσι, Eur. Hipp. 1431; ἐν χεροῖν δέπας, Hec. 527; auch πρᾶγμα ἐς χέρας, 1242, wie δύναμιν, Suppl. 235; δόλῳ Φιλοκτήτην, Soph. Phil. 101; καὶ νῦν ἄγει με διὰ χερῶν οὕτω λαβών, Ant. 916; Ar. Av. 1055 u. sonst. – Auch ἄγραν ποσίν, ergreifen, erreichen, Pind. N. 3, 77. – Bes. auch im feindlichen Sinne, ergreifen, packen, Il. 5, 159. 11, 126, wie Od. 4, 388, τὸν εἴ πως σὺ δύναιο λοχησάμενος λελαβέσθαι, auch das med. steht; auch = Beute machen, rauben, ἐκ πόλιος δ' ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες Od. 9, 41; σκῦλα, Soph. Phil. 1431; – erwischen, ertappen über der That, ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι Aesch. Prom. 194; ζητῶν τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λαβεῖν Soph. O. R. 266; oft mit darauf folgdm partic., κἂν λάβῃς μ' ἐψευσμένον, O. R. 461; auch pass., δρῶσ' ἐλήφθης, du wurdest bei der That ertappt, Trach. 805; im guten Sinne, antreffen, erfinden, οὐκ ἂν λάβοις μου μᾶλλον οὐδέν' εὐσεβῆ Phil. 1040; Ἑλλάδα κακίστην λαμβάνων εἰς παῖδ' ἐμόν Eur. Herc. Fur. 223; μή νυν ἐγὼ 'ν τοῖσι δικασταῖς κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ar. Vesp. 759; in Prosa, Her. 2, 89. 7, 239; Plat. Gorg. 488; τινὰ ψευδόμενον, Rep. III, 389 c; ἐὰν ληφθῇ τις ἐπιβουλεύων Gorg. 473 b; δίκην δοῦναι ὑπὲρ ὧν εἴληψαι πεποιηκώς Din. 1, 103; Dem. 21, 189, u. A. so ἐπ' αὐτοφώρῳ. – Von der Gottheit, Einen ergreifen, ihn begeistern, Her. 4, 79, u. öfter im pass. – Auch von Gemüthszuständen, wie von Zuständen des Leibes, bes. krankhaften, sagt man μένος ἔλλαβε θυμόν, Il. 23, 468, Ἀτρείωνα δ' ἔπειτα χόλος λάβε, 1, 387, Wuth, Zorn erfaßte ihn, u. so oft bei ἄλγος, ἀμφασίη, ἄτη, ἄχος, πένθος, τρόμος, φόβος, wie ἔρως, θαῦμα, ἵμερος, ὕπνος, νόσος u. ä.; auch in Prosa, Her. ἔλαβέ με πόθος, 1, 165; φθόνος καὶ ἵμερος, 6, 137; λαμβάνει με δέος, Plat. Legg. III, 699 d; ἄχος αὐτὸν ἔλαβε Xen. Cyr. 5, 5, 6; λαμβάνει τὸ στράτευμα ἔνδεια An. 1, 10, 18. – Aber auch umgekehrt, wie bei uns »Muth fassen«, θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι, Od. 10, 461; σθένος λ., Soph. El. 334, φόβον, O. C. 729; ὀργήν, Eur. Suppl. 1050; bes. ἐλπίδα, Hoffnung fassen, Xen. Cyr. 4, 6, 7 u. sonst. – Uebertr., mit dem Geist erfassen, begreifen, μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν Pind. Ol. 8, 6; νόῳ λαβὼν καὶ τοῦτο, im Geiste überlegend, Her. 3, 51 u. öfter; φρενὶ λαβόντες τὸν λόγον 9, 10; τὸ μάθημα ἐν αὐτῇ τῇ ψυχῇ λαβόντα Plat. Prot. 314 b; τῇ διανοίᾳ Parm. 143 a; ταῦτα πάντα λογισμῷ λαβών Rep. VI, 496 b; νῷ καὶ διανοήματι Legg. X, 898 e, wofür Ath. VIII, 364 a ἐπὶ νοῦν οὐ λαμβάνοντες τὰ εἰρημένα gesagt ist. – Dah. übh. erfassen, wie bildlich Plat. Theaet. 199 e gesagt ist τὸν θηρεύοντα τότε μὲν ἐπιστήμην λαβόντα, vgl. 208 d, öfter; vgl. noch τὴν αἰτίαν τῆς τῶν πτερῶν ἀποβολῆς λάβωμεν Phaedr. 246 d; auch Sp., wie Pol. 2, 35, 8 λαμβάνειν πρὸ ὀφθαλμῶν sagt, sich vor Augen stellen, betrachten. – 2) daran reiht sich die allgemeine Bdtg einnehmen, erreichen, erlangen, wonach man strebt, κλέος λαβεῖν, Ruhm erwerben, Od. 1, 298, wie Eur. El. 1084; Soph. Phil. 1331; κτῆμα τῆς νίκης, 81; ἀλκὴν λάβοις ἂν κἀνακούφισιν πόνων, O. R. 218; auch προθυμίαν, φρόνησιν, Trach. 670 Phil. 1078; auch ψόγον, Eur. Hel. 852; γέλωτ' ἐν αὐτοῖς μωρίαν τε λήψομαι Ion 600; θέαν, Soph. Phil. 652; Ertrag, Frucht, Nutzen ziehen von Etwas, οὔτ' οἶνον οὔτ' ἄλλ' οὐδὲν ἐκ τοῦ χωρίου Ar. Nubb. 1123; Xen. Hem. 2, 7, 2; ähnl. τὸ χρήσιμον καὶ τὸ τερπνὸν ἐκ τῆς ἱστορίας λαβεῖν Pol. 1, 4, 11. – So auch δίκην, ποινάς, Eur. Bacch. 1313 Troad. 360 u. Folgde; παρά τινος, Lys. 4, a. E.; τιμωρίας, Pol. 37, 2, 7 (vgl. auch unten 3); – τὴν Ἴδην ἐς ἀριστερὴν χέρα, Her. 7, 42, das Idagebirge auf die linke Hand bekommen, so marschiren, daß das Gebirge links liegen bleibt. – Auch geradezu kaufen, λαμβάνειν τι ὀβολοῦ, Ar. Ran. 1236 u. öfter; πόθεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖσμα λάβοι; Xen. Conv. 2, 4. – 3) freundlich, gastlich aufnehmen, Od. 7, 255, vgl. Il. 11, 842; τὸν ἱκέτην, Soph. O. C. 284. – 4) bei den Dialektikern, annehmen für Etwas, als ausgemacht annehmen, Arist. u. Sp. – Dah. = erklären, bestimmen, ὀρθῶς τὸν φιλοκερδῆ Plat. Hipparch. 227 c; – aufnehmen, ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ, als Geschenk mit Dank, Pol. 1, 36, 6; ὀργῇ καὶ φόβῳ τὸ γεγονός, Plut. Alc. 18; τοῦτο πρὸς ἀτιμίαν ὁ δῆμος ἔλαβεν, legte es so aus, Cic. 13; πρὸς ὀργήν, auch πρὸς ὀργῆς u. ä., vgl. Lob. zu Phryn. p. 10. – Auch = eine Stelle eines Schriftwerkes auslegen, erklären. – 5) annehmen, nehmen, was gegeben wird, nach B. A. 106 nur von Dingen, σκεῦος, nicht ἵππον, ἂψ ὅγε τὴν ἀπέλυσε λαβὼν ἀπερείσι' ἄποινα Il. 6, 427, wie Soph. τῆς θυγατρὸς ἀντίπ οινα λ. El. 582; τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπ ὸν Ἥβας Pind. Ol. 6, 57; παρ' οὗπερ ἔλαβον τάδε τὰ τόξα Soph. Phil. 1216; καὶ μὴν χάριν γ' ἂν ἀξίαν λάβοις ἐμοῦ O. R. 1004; δῶρον τῶν ἐμῶν χειρῶν λαβών 1022; βούλει τῶν ταλάντων ἓν λαβὼν σιωπᾶν Ar. Equ. 439; δῶρα λάμψεται Her. 8, 10; Folgde; παρὰ δὲ τοῦ Ἰνδοῦ ἡδέως ἂν λάβοιμι χρήματα εἰ διδοίη Xen. Cyr. 3, 2, 28, der τοὺς λαβόντας καὶ δεξαμένους τὰ δῶρα vrbdt, 1, 4, 26; vgl. Dem. 19, 139; μισθούς, χρήματα, Plat. Gorg. 514 a Rep. VIII, 368 c; λαμβάνειν μᾶλλον ἢ διδόναι Thuc. 2, 97, u. oft so entgegengesetzt; vgl. οὐχ ὥς τι δώσοντ' ἀλλ' ὅπως τι λήψεται Ar. Eccl. 783; auch πιστὰ δοὺς καὶ λαβών, Xen. oft, wie σπ ονδὰς λαμβάνειν καὶ δεξιάν, Hell. 4, 1, 29; ähnlich ὅρκον, Eur. Suppl. 1188; ὅρκον παρά τινος, Einem einen Eid abnehmen, Is. 2, 39; – λαμβάνειν τὴν θυγατέρα, die Tochter zur Frau nehmen, Xen. Hell. 4, 1, 14; vollständiger ἢν τὴν θυγατέρα μου γυναῖκα λαμβάνῃς Cvr. 8, 4, 16; δι' ἡμῶν ἔλαβε τὴν μητέρα σου ὁ πατήρ Plat. Crit. 50 d; γυναῖκα Eur. Alc. 324; ähnl. λαβεῖν γάμους I. A. 486; – ἐσθῆτα, ein Kleid anlegen, Her. 2, 37. 4, 78; – ὄνομα, einen Namen annehmen, erhalten, Plat. Soph. 267 d; παρά τινος Crat. 409 d; ἐπωνυμίαν Conv. 173 d; – λαμβάνειν τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι, Einen in Eid und Pflicht nchmen, Her. 3, 74; – δίκην, Strafe empfangen, erleiden, Her. 1, 115; auch τὴν ἀξίαν, sc. δίκην, die verdiente Strafe erleiden, 7, 39. Aehnl. κακὸν λαβεῖν, Schaden leiden, Xen. Oec. 1, 8 Conv. 4, 50; ὅταν τὸ σῶμα κακόν τι λάβῃ Dem. 18, 198; πληγὰς εἰληφέναι 54, 14; Xen. u. A.; bei den Tragg., τοὐπιτίμιον, Aesch. Spt. 1021; τοιαῦτ' ὀνείδη, Soph. O. R. 1494, leiden, λύπην, πημονάς u. ä., συμφοράν, Eur. Med. 43; u. im Ggstz genießen, ἄπονον χάρμα, Pind. Ol. 11, 23; τέρψιν, Soph. Tr. 820, u. ä. öfter bei Eur. u. Folgdn. – Von der Frau empfangen, vollständig ἐν γαστρί, Hippocr. (vgl. κῦμα). – In sich aufnehmen, fassen, enthalten, Pol. 3, 107, 10. – Med. wie act. sich an Etwas halten, anfassen, c. gen., ἀρχῆς, Soph. O. C. 379; χειρὸς δεξιᾶς, Eur. Med. 899, χειρὶ γενειάδος, Andr. 575, πέπλων, Heracl. 48; λάβεσθέ μου, λάβεσθε τοῦ σκέλους Ar. Ach. 1214; τῆς κεφαλῆς Her. 4, 64; γονάτων, ἱερῶν, Andoc. 1, 19. 2, 15; καιροῦ, die Gelegenheit benutzen, Is. 2, 28; Dem. u. A.; εἴ τίς σου λαβόμενος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀπαγάγοι Plat. Gorg. 486 a, dich ergreift u. fortführt; καί μου λαβόμενος τῆς χειρὸς ἔφη Parm. 126 a, öfter. – Uebertr., βραχείας ἐλπίδος Pol. 37, 2, 7; τῆς ἀληθείας Plat. Phil. 65 b. – Bei Sp. auch = sich an Jemand halten, ihn tadeln, vgl. Plat. Legg. I, 637 b; – λαβέσθαι ἑαυτοῦ, an sich halten, sich zurückhalten, Heliod. – Das partic. λαβών steht bes. bei den Attikern oft scheinbar pleonastisch, die Handlung ausführlich u. anschaulich beschreibend, wobei man von Beispielen, wie λαβὼν κύσε χεῖρα, er nahm die Hand u. küßte sie, Od. 24, 398 ausgehen kann; κτεῖναι λαβών Soph. O. R. 641; στρατὸν λαβὼν ἔπακτον ἔρχεται Trach. 258. Vgl. Valck. Phoen. 481.
Greek (Liddell-Scott)
λαμβάνω: μέλλ. λήψομαι (λήψω μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Α΄. Μακκ. Δ΄, 18)· Ἰων. λάμψομαι Ἡρόδ., Δωρ. λαψεῦμαι ἢ -οῦμαι Ἐπίχ. 18 Ahr., Θεόκρ. 1. 4, 10· λήμψομαι ἐπιγραφ. Λυκ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4224c (προσθῆκαι), 4244 κ. ἀλλ.· - ἀόρ. β΄ ἔλᾰβον. Ἐπ. ἔλλ-, Ὅμ., κτλ.· Ἰων. λάβεσκον Ἡσ. Ἀποσπ. 96, Ἡρόδ. 4. 78, 130· προστ. λαβὲ Ἰλ. Α. 407, κτλ.· φέρεται λάβε ἐν τῷ Μεδ. Χφῳ τῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 130· εὐκτ. λάβοιν Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 6· - πρκμ. εἴληφα Ἀττ., Ἰων. λελάβηκα Ἡρόδ. 4. 79, ὡσαύτως παρ’ Εὐπόλ. ἐν Ἀδήλ. 76· ὑπερσ. εἰλήφειν Θουκ. 2. 88· Ἰων. λελαβήκει (κατα-) Ἡρόδ. 3. 42· - Μέσ. ἀόρ. β΄ ἐλαβόμην, Ἐπικ. ἐλλ-, Ὀδ. Ε. 255, Ἀττ.· Ἐπ. μετ’ ἀναδιπλ. λελαβέσθαι Ὀδ. Δ. 388. - Παθ. μέλλ. ληφθήσομαι Εὐρ., κτλ.· (κατα-)λελήψομαι Ἀριστείδ. σ. 677 Δινδ.· - ἀόρ. ἐλήφθην Ἀττ., ἐλάμφθην Ἰων.· παρὰ μεταγεν. ἐλήμφθην Ἐπιγρ. Ἑλλ. 722, 1· - πρκμ. εἴλημμαι Ἀττ.· ἀλλὰ παρὰ Τραγ. σχεδὸν ἀείποτε λέλημμαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 876, Εὐρ. Ἴων 1113, Ι. Α. 363, Κύκλ. 433, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1090, ἴδε Elmsl. εἰς Βάκχ. 1100· Ἰων. λέλαμμαι Ἡρόδ. καὶ Ἱππ.· ἀπαρ. ἀναλελάμφθαι Ἱππ. 744F· περὶ τῶν τύπων τούτων ἴδε Veitch. Cr. Verbs ἐν λέξ. ἐκ τούτων τῶν χρόνων ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεργ. ἀόρ., καὶ τὸν μέσ. ἀόρ. δὶς (ἴδε ἀνωτ.). (Ἡ √ΛΑΒ φαίνεται ἐν τῷ λαβεῖν, λαβή, λαβίς, ἀλλ’ ὁ ἀρχικὸς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο ΛΑΦ, πρβλ. εἴληφα, ἀμφιλαφής, λάφυρα, πρὸς τὸ Σανσκρ. labh, labh-ê (adipisci, concipere), lâbh-as (lucrum, λῆμμα)· -λάζομαι, λάζυμαι εἶναι ὡσαύτως συγγενῆ, ἴδε Ζζ ΙΙ, 5. ἀλλ’ ἀναμφιβόλως τὸ ἀπολαύω ἴδε ἐν λέξ.). Ἡ πρώτη ἔννοια τῆς λέξεως εἶναι διπλῆ, ἡ μὲν (μᾶλλον ἐνεργητικὴ) λαμβάνω «παίρνω»· ἡ δὲ (μᾶλλον παθητικὴ) λαμβάνω (προσφερόμενον), δέχομαι. Ι. λαμβάνω, «παίρνω», 1) πιάνω, λαμβάνω τι εἰς χεῖρας, ἁρπάζω τι, μάστιγα καὶ ἡνία Ὀδ. Ζ. 81· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον προστιθεμένου τοῦ χειρὶ ἢ χερσί, ἔγχος, δέπας χειρὶ λ. Ἰλ., κτλ.· χειρὶ χεῖρας λαβεῖν Φ. 286, κτλ.· ἐν χείρεσσι λάβ’ ἡνία Θ. 116, κτλ.· ἐν χεροῖν λ. Σοφ. Ο. Τ. 912· διὰ χερῶν λαβὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 916· ἐς χέρας Εὐρ. Ἑκ. 1242· ἐν ἀγκάλαις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 481, κτλ.· ἐπὶ ἀετοῦ, ποσὶ λ. ἄγραν Πινδ. Ν. 3. 141· - τὸ λαμβανόμενον πρᾶγμα τίθεται κατ’ αἰτ., λ. γούνατα Ἰλ. Ω. 465, καὶ ἴδε ἀνωτ.· ἀλλ’ ὅταν ἡ πρᾶξις αὕτη ἀναφέρηται μόνον εἰς μέρος, τὸ μέρος τοῦτο τίθεται κατὰ γενικήν, ἐνῷ τὸ ὅλον μένει κατ’ αἰτιατ., π.χ. τὴν πτέρυγος λάβεν, τὴν ἔλαβεν («τὴν ἔπιασεν») ἐκ τῆς πτέρυγος, Ἰλ. Β. 316· τὸν δὲ πεσόντα ποδῶν ἔλαβε Δ. 463· γούνων λάβε κούρην Ὀδ. Ζ. 142, κτλ.· - ὅθεν παραλειπομένης τῆς αἰτιατ. τοῦ ὅλου τὸ λαμβάνω συντάσσεται μετὰ μόνης γενικῆς τοῦ μέρους, ποδῶν, γούνων, κόρυθος λάβεν, ἔλαβεν, ἐπίασεν ἀπό..., Ἰλ. Α. 407., Σ. 155, κτλ.· ἀγκὰς ἀλλήλων λαβέτην, ἔλαβον ἀλλήλους διὰ τῶν βραχιόνων, ἐνηγκαλίσθησαν ἀμοιβαίως, Ψ. 711· καὶ οὕτω συχνάκις ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (ἴδε κατωτ. Β.). β) λαμβάνω διὰ τῆς βίας, ἁρπάζω, ἀποκομίζω ὡς λείαν, Ὀδ. Λ. 4, Ἰλ. Ε. 273., Θ. 191, κτλ.· οὕτως, Ἡρόδ. 4. 130, Σοφ. Φ. 68, 1431, κτλ.· ἐκ πόλιος... ἀλόχους καὶ κτήματα Ὀδ. Ι. 41· οὕτως ἐπὶ λεόντων, Ἰλ. Λ. 114· ἵνα δαῖτα λάβῃσιν Ω. 43· ἐπὶ ἀετοῦ, Ρ. 678· ἐπὶ δελφῖνος, Φ. 24. γ) λ. δίκην, ποινάς, Λατ. sumere poenas, λαμβάνω ἱκανοποίησιν, ἐπιβάλλω ποινήν, Λυσ. 94. 27., 95. 5, Ἰσοκρ. 78Ε, Εὐρ. Τρῳ. 360, (σπανίως ἀντὶ τοῦ δοῦναι δίκην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. δ) οὕτω λ. ζημίαν, τιμωρίαν Δημ. 155, 12., 319. 12. 2) ἐπὶ παθῶν, αἰσθημάτων κτλ., καταλαμβάνω κυριεύω, μένος ἔλλαβε θυμὸν Ἰλ. Ψ. 468· Ἀτρείωνα... χόλος λάβε Α. 387· κάματος, τρόμος λάβε γυῖα Δ. 230., Ω. 170· λαμβάνει τινὰ ἀμφασίη, ἄλγος, ἄχος, πένθος, φόβος, χόλος Ὀδ. Δ. 704, ἀλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., Θουκ. 2. 29, 92, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 6, Πλάτ. Νόμ. 699C· ἀκολούθως ἐπὶ αἰφνιδίου νόσου, προσβάλλω, καταλαμβάνω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 417, Ἱππ. 453 ἐν τέλ., κτλ. (πρβλ. λάζομαι, λῆψις)· καὶ ἐν τῷ παθ. λαμβάνεσθαι νόσῳ, ὑπὸ νόσου Σοφ. Τρ. 446, Ἡρόδ. 1. 138· ἔρωτι Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31, κτλ.· - τἀνάπαλιν ἐπὶ τοῦ προσώπου, λ. θυμόν, κτλ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. β) ἐπὶ θεότητος καταλαμβάνω, κατέχω, τινὰ Ἡρόδ. 4. 79· Παθ., Ρέᾳ ληφθῆναι Λουκ. Νιγρ. 37· πρβλ. Νυμφόληπτος. γ) ἐπὶ σκότους καὶ τῶν τοιούτων, καταλαμβάνω, κατέχω, κνέφας λ. τέμενος αἰθέρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 365. 3) καταλαμβάνω, ἐπέρχομαι ὡς ἐχθρός, Ἰλ. Ε. 159, Λ. 106, 126, κτλ.· τινὰ στείχοντα θύραζε Ὀδ. Ι. 418· ζῶντες ἐλάμφθησαν Ἡρόδ. 9. 119· ἀκολούθως, ἁπλῶς, καταλαμβάνω, εὑρίσκω, ἐπέρχομαι, λ. τινὰ μοῦνον ὁ αὐτ. 1. 116, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1031, Εὐρ. Ἴων 1339· - παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ. ὡσαύτως, καταλαμβάνω, εὑρίσκω, ἀνακαλύπτω, Λατ. deprehendo, Ἡρόδ. 2. 89· ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ’ αἰτιάματι Αἰσχύλ. Πρ. 194· τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λ. Σοφ. Ο. Τ. 266· συχν. μετὰ μετοχ., κἂν λάβῃς μ’ ἐψευσμένον αὐτόθι 461· κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ἀριστοφ. Σφ. 759· λ. τινὰ ψευδόμενον Πλάτ. Πολ. 389D· τοῦτον ὑβρίζοντα λαβόντες Δημ. 546. 5· οὕτως ἐν τῷ Παθ., δρῶσ’ ἐλήφθης Σοφ. Τρ. 808· ἐπ’ αὐτοφώρῳ δεινὰ δρῶν εἰλημμένος Ἀριστοφ. Πλ. 455· ληφθεῖσαν ἐπ’ αὐτοφώρῳ μηχανωμένην τι Ἀντιφῶν 111. 47· μοιχὸς ἐλήφθη Λυσ. 136. 3. 4) λ. τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι, δένω, ὑποχρεῶ τινα διά..., Ἡρόδ. 3. 74· (οὕτω καταλαβεῖν 9. 106)· ἀραῖον λαβεῖν τινα Σοφ. Ο. Τ. 276· - ἀπολ., συμβαίνω, γίνομαι, ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε Θουκ. 2. 34· ἐνταῦθα ὁ Bekk. ἀνέγνω καιρόν, ἀλλ’ ἡ φράσις ἐπαναλαμβάνεται παρὰ Δίωνι Κ. 44. 19· πρβλ. ὡσαύτως καταλαμβάνω ΙΙ. 5) λαμβάνω τινὰ ὡς..., παῖδα λ. πρόβλημα αὐτοῦ Σοφ. Φιλ. 1008· ξυμπαραστάτην λ. τινὰ αὐτόθι 675· τοὺς Ἕλληνας λ. συναγωνιζομένους Ἰσοκρ., κτλ. 6) παρ’ Ἡροδ. 7. 42, τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χέρα, τηρῶν ἔχε πρὸς τὰ ἀριστερά σου τὴν Ἴδην (ὡς τὸ ἔχων ὀλίγῳ κατωτέρω)· οὕτω, λ. ἐν δεξιᾷ Θουκ. 7. 1· λ. κατὰ νώτου, ὄπισθεν, δηλ. εἶμαι ὀπίσω, Ἡρόδ. 1. 75· πρβλ. ἀπείργω. 7) λ. Ἑλληνίδα ἐσθῆτα ὁ αὐτ. 4. 78, πρβλ. 2. 37· λ. ζυγὸν Πινδ. Π. 2. 172. 8) ἀντιλαμβάνομαι διὰ τῶν αἰσθήσεων, θέαν ὄμμασιν Σοφ. Φιλ. 537, πρβλ. 656· πρόσφθεγμά τινος αὐτόθι 234· ὁρᾶται, ἢ ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει λαμβάνεται Πλάτ. Πολ. 524D. β) λαμβάνω διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοῶ, «καταλαμβάνω», «παίρνω» (κοινῶς), φρενὶ Ἡρόδ. 9. 10. νόῳ ὁ αὐτ. 3. 41· θυμῷ Πινδ. Ο. 8. 8· τῇ διανοίᾳ Πλάτ. Παρμ. 143Α· λ. ἐν τῇ γνώμῃ βεβαίως Ξεν. Κύρ. 3. 3, 51· ἐν νῷ Πολύβ. 2. 35, 6· - καὶ ἀπολ., λ. τὴν ἀλήθειαν Ἀντιφῶν 112. 19· μνήμην παρὰ φήμης λ. Λύσ. 190. 30, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 246D, κτλ. γ) ὑπολαμβάνω, «ἐκλαμβάνω», ἐννοῶ πρᾶγμά τι ὡς ἔχον κατά τινα τρόπον, π.χ. χωρίον συγγραφέως, Λατ. accipere, μετ’ ἐπιρρ. πρὸς δήλωσιν τοῦ τρόπου, ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Ἡρόδ. 7. 142· λάβετε τοὺς λόγους μὴ πολεμίως Θουκ. 4. 17· τὸ πρᾶγμα μειζόνως ἐλάμβανον, ἀντελαμβάνοντο τὸ πρᾶγμα ὡς σπουδαιότερον, ὁ αὐτ. 6. 27· ὀρθῶς λ. Πλάτ. Ἵππαρχ. 227C· λ. τι οὕτω, ὁμοίως, κτλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 7, κτλ.· σπανιώτερον μετ’ ὀνόματος ὡς κατηγορουμένου, ὡς μεθυστικὰς λ. τὰς ἁρμονίας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 7, 14, πρβλ. 4. 11, 17· τοῦτο λ. γιγνόμενον ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 8, 14· - ὡσαύτως, περί τινος χαλεπῶς λαβεῖν Θουκ. 6. 61· λ. περί τινος τί ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 9, 1, πρβλ. 6. 5, 1, κ. ἀλλ.· -ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., λ. τι εἶναί τι ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 11, 2, κ. ἀλλ.· καὶ μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, λ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Μεταφ. 9. 1, 18, κ. ἀλλ.· λ. ποσαχῶς τι λέγεται ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 3, 1. δ) ὡς τὸ Λατ. accipere in malam partem, πρὸς δέος λ. τι Πλουτ. Φλαμ. 7· πρὸς ἀτιμίαν ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 13· λ. δι’ οἴκτου Εὐρ. Ἱκέτ. 194. ε) ἐν τῇ λογικῇ, λαμβάνω ὡς δεδομένον, τὸν ἄνθρωπον ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον δεῖ λ. Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1, 31, 3· λ. τὰς περὶ ἑκάστου ἀρχὰς αὐτόθι 2. 1, 1, κτλ.· - παθ., τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα αὐτ. 1. 4, 4, τέλ.· αἱ εἰλημμέναι προτάσεις αὐτόθι 1. 14, 6, κτλ. ζ) λαμβάνω, δηλ. καθορίζω, ἐκτιμῶ, τὴν ξυμμέτρησιν τῶν κλιμάκων Θουκ. 3. 20· τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων Λυκοῦργ. 156. 15· τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. Θουκ. 2. 42. 9) λαμβάνω εἰς χεῖρας, ἀναλαμβάνω (ἴδε ἐν λέξ. ληπτέον), λ. τι ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον, ἀντίθετ. τῷ συνταχύνειν, Ἡρόδ. 3. 71· μηδένα πόνον λαβόντες, μὴ λαμβάνοντες μηδεμίαν ἐνόχλησιν, ὁ αὐτ. 7. 24· παλαισμάτων φροντίδα λ. Πινδ. Ν. 10. 40. 10) περιλαμβάνω, Πολύβ. 3. 107, 10. 11) ἡ μετοχ. λαβὼν πολλάκις κατὰ τὸ φαινόμενον κεῖται πλεοναστικῶς, ἀλλὰ πράγματι προσθέτει εἰς τὸ δραματικὸν ἀποτέλεσμα τῆς περιγραφῆς, ὡς, λαβὼν κύσε χεῖρα, ἔλαβε καὶ ἐφίλησεν, Ὀδ. Ω. 398, πρβλ. Ο. 269, Ἰλ. Φ. 36· συχν. παρ’ Ἀττ., στρατὸν λαβών... ἔρχεται Σοφ. Τρ. 259· τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβὼν Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 6, κτλ.· ἴδε ἔχω Α. Ι. 6, φέρω Χ. 2. ΙΙ. λαμβάνω τι (προσφερόμενον), δέχομαι· 1) λαμβάνω τι διδόμενον, κυρίως ἐπὶ πραγμάτων (Α. Β. 106), ἄποινα Ἰλ. Ζ. 427· τὰ πρῶτα Ψ. 275· ἀντίποινα Σοφ. Ἠλ. 592 (ἴδε κατωτ. δ.)· τὶ παρά τινος Ἡρόδ. 8. 10, κτλ.· πρός τινος Σοφ. Ἠλ. 12, κτλ.· ἀπό τινος Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 4· - κερδαίνω, ἀποκτῶ, κλέος Ὀδ. Α. 298, Σοφ. Φιλ. 1347, κτλ.· κόσμον Πινδ. Ν. 3. 54· ἀλκὴν Σοφ. Ο. Τ. 218, κτλ.· πρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν, φθάνω εἰς..., Ἰσοκρ. 215Ε· λ. νόστον Εὐρ. Ι. Τ. 1016, κτλ.· λ. τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης Ἰσοκρ. 94C, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1163· τέρψιν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 820· χάριν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1004· δῶρα Ἡρόδ. 8. 10, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 439· κέρδος ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 906: - ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς ἐννοίας, λ. ὄνειδος Σοφ. Ο.Τ. 1494· ξυμφορὰν Εὐρ. Μήδ. 43· θάνατον ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 201· γέλωτα μωρίαν τε, ἐπισύρω κατ’ ἐμαυτοῦ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 600· αἰτίαν ἀπό τινος Θουκ. 2. 18, κτλ.· - περὶ τοῦ λ. θυμόν, κτλ., ἴδε ἀνωτ. Ι. 2 καὶ κατωτ. 3. β) ὑποδέχομαι φιλοξένως, φιλοξενῶ, ὡς τὸ δέχομαι, Ὀδ. Ζ. 255· ἀλλ’ ἡ ἔννοια αὕτη εἶναι ἀμφίβ., καὶ ὁ στίχ. εἶναι πιθ. νόθος, ἴδε Nitzsch.· τὸ τοῦ Σοφ. Ο. Κ. 284 (ἱκέτην ἔλαβες ἐχέγγυον) πλησιάζει εἰς ταύτην τὴν ἔννοιαν· - λαμβάνω εἰς γάμον, Ἡρόδ. 1. 199., 9. 108, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 14, κτλ. γ) λ. ὄνομα, ἀποκτῶ, Πλάτ. Σοφιστ. 267D, πρβλ. Συμπ. 173D. δ) λ. δίκην, δέχομαι, δηλ. ὑποφέρω τιμωρίαν, τιμωροῦμαι, Λατ. dare poenas, Ἡρόδ. 1. 115· τὴν ἀξίην λ., ἀξίως τῶν πεπραγμένων κτλ., ὁ αὐτ. ἐν 7. 39· δίκην γὰρ ἀξίαν ἐλάμβανεν Εὐρ. Βάκχ. 1313· - ἀλλ’ αὕτη δὲν εἶναι συνήθης σημασία, ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. γ., καὶ Elmsl. Ἡρακλ. 852. ε) λ. ὅρκον, πιστὰ (ἴδε ἐν λ. ὅρκος, Ι. 2, πιστὸς ΙΙ. 2)· λ. λόγον, ἀπαιτῶ λογαριασμόν, τινός, διά τι πρᾶγμα, ἀπό τινος, ἔκ τινος προσώπου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3, πρβλ. Δημ. 101. 17. ζ) λ. ἐν γαστρί, συλλαμβάνω, ἐγγαστρώνομαι, Ἱππ. Προρρ. 107· κῦμα λ., ἐπὶ τῆς γῆς, Αἰσχύλ. Χο. 128. η) λαμβάνω ὡς εἰσόδημα, κέρδος κττ., ἐκ τοῦ χωρίου Ἀριστοφ. Νεφ. 1123· μισθὸν ἐκ τῆς ἀρχῆς Πλάτ. Πολ. 347Β. - λ. τι δραχμῆς, ὀβολοῦ, ἀγοράζω ἀντί..., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1263, Βάτρ. 1236, πρβλ. Νεφ. 1396, Ξεν. Συμπ. 2, 4. θ) λ. πεῖράν τινος, ἴδε ἐν λ. πεῖρα. 2) δέχομαι, παραδέχομαι, ὁ μέγας κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Πινδ. Ο. 1. 131. 3) ἐπὶ προσώπων ὑποκειμένων εἰς αἰσθήματα κ.τ.τ., λ. θυμόν, «παίρνω καρδιά», Ὀδ. Κ. 461· συχν. ὡς ἁπλῆ περίφρασις, λ. φόβον = φοβεῖσθαι, Σοφ. Ο. Κ. 729· αἰδῶ λ. = αἰδεῖσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 345· λ. ὀργὴν = ὀργίζεσθαι, Εὐρ. Ἱκετ. 1050· λ. ἀρχὴν = ἄρχεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1124· λ. ὕψος, αὔξησιν = ὑψοῦσθαι, αὐξάνεσθαι, Θουκ. 1. 91, Ἰσοκρ., κτλ.· λ. κακόν τι Ἀριστοφ. Νεφ. 1310· λ. νόσον Πλάτ. Πολ. 640D· λ. μορφήν, τέλος, κτλ., Ἀριστ., κτλ., οὕτως, αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι, λαμβάνουσαι προσθέτους ἐπάλξεις, Θουκ. 4. 69, πρβλ. 115. Β. Μέσ., «πιάνομαι ἀπό τινος», μετὰ γεν., σχεδίης Ὀδ. Ε. 325· τῆς κεφαλῆς Ἡρόδ. 4. 64, πρβλ. 9. 76, Εὐρ. Μήδ. 899, κτλ.· τοῦ βωμοῦ Ἀνδοκ. 16. 34, κτλ.· - «πιάνομαι ἀπό τινος», καταλαμβάνω τι, ἀρχῆς Σοφ. Ο. Κ. 373· λαβέσθαι τοῦ καιροῦ, τῆς εὐκαιρίας, Ἰσαῖ. π. Μενεκλ. Κλήρ. § 35· λ. τῆς ἀληθείας Πλάτ. Φιλήμ. 65Β· ἐλπίδος Πολύβ. 37. 2, 7. 2) ἐπιβάλλω βαρείας χεῖρας ἐπί τινος, συλλαμβάνω, μετ’ αἰτ., Ὀδ. Δ. 388· ἀλλὰ χαλεπῶς λαμβάνομαί τινος, ἐπιβάλλω βαρείας χεῖρας ἐπί τινα, φέρομαι σκληρῶς πρός τινα, Ἡρόδ. 2. 121, 4. 3) ἐπὶ τόπου, λ. τῶν ὀρῶν, καταφεύγω εἰς τὰ ὄρη, φθάνω εἰς τὰ ὄρη, Θουκ. 3. 24, πρβλ. 160· Δήλου λαβόμεναι (δηλ. αἱ νῆες) ὁ αὐτ. ἐν 8. 80. 4) εὑρίσκω σφάλμα εἴς τινα, ἐπιπλήττω, ἐπιτιμῶ, τινος Πλάτ. Νόμ. 637Β. 5) λαβέσθαι ἑαυτοῦ, ἀναχαιτίσαι ἑαυτόν, Ἡλιόδ. 2. 24.
French (Bailly abrégé)
f. λήψομαι, ao.2 ἔλαβον, pf. εἴληφα;
Pass. f. ληφθήσομαι, ao. ἐλήφθην, pf. εἴλημμαι;
I. prendre :
1 prendre dans ses mains, saisir, acc. ; en parl. de suppliants λαβεῖν γούνατα IL prendre les genoux de (qqn) ; τινα ποδῶν λ. IL saisir qqn par les pieds ; τὴν πτέρυγος λάβεν IL il le saisit (le passereau) par l’aile ; ἔλαβον τῆς ζώνης τὸν Ὀρόνταν XÉN ils saisirent Orontas par la ceinture ; ζῶντες ἐλάμφθησαν HDT ils furent pris vivants ; λαβεῖν πόλιν THC, Σικελίαν THC s’emparer d’une ville, de la Sicile ; λ. αἰχμαλώτους THC faire des prisonniers ; fig. λαβεῖν τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοσι HDT lier qqn par une promesse et des serments ; ἀραῖον λ. τινά SOPH contraindre qqn par des imprécations ; avec un suj. de chose Ἀτρειῶνα χόλος λάβε IL la colère s’empara du fils d’Atrée ; Pass. λαμβάνεσθαι νόσῳ SOPH, ὑπὸ νόσου HDT être pris par la maladie ; λαμβάνεσθαι ἔρωτι XÉN être pris par l’amour ; avec un suj. de chose τρόμος ἔλλαβε poét. γυῖα IL un tremblement avait saisi vos membres ; κνέφας λαμβάνει τέμενος αἰθέρος ESCHL l’obscurité envahit la voûte du ciel;
2 prendre, découvrir : τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου SOPH l’auteur du meurtre ; prendre à l’improviste, surprendre : κλέπτοντά τινα λ. AR prendre qqn en flagrant délit de vol ; Pass. δρῶσ’ ἐλήφθης SOPH on t’a prise sur le fait;
3 saisir fortuitement, trouver, rencontrer : λ. τινά, qqn;
4 prendre sur soi : Ἑλληνίδα ἐσθῆτα HDT prendre le costume grec;
5 prendre avec soi, amener ou emmener : ξυμπαραστάτην λ. τινά SOPH prendre qqn comme assistant, comme secours ; ἑτάρους τε λαβὼν καὶ νῆα ἦλθον OD j’ai pris avec moi des compagnons et un vaisseau et je suis parti;
6 prendre en échange : λ. δίκην ou ποινάς, ζημίαν ou τιμωρίαν, litt. prendre le châtiment (en échange de la faute), càd châtier, punir;
7 prendre possession de, occuper ; en parl. de la divinité s’emparer de, posséder : λ. τινά, posséder qqn ; Pass. être possédé d’un dieu, d’une déesse;
8 fig. atteindre par les sens ou par l’intelligence : λ. θέαν ὄμμασιν SOPH voir un spectacle de ses yeux ; λ. νόῳ HDT, ἐν τῇ γνώμῃ XÉN atteindre par l’intelligence, saisir dans son esprit ; juger, apprécier : τὴν ξυμμέτρησιν τῶν κλιμάκων THC prendre la mesure correspondante des échelles ; avec un attribut : τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. THC juger plus désirable la vengeance ; prendre en tel ou tel sens, comprendre de telle ou telle façon : ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον HDT c’est ainsi qu’ils expliquaient ces événements ; λ. τοὺς λόγους μὴ πολεμίως THC accueillir les paroles non en ennemi ; avec une prép. : πρὸς δέος λ. τι PLUT prendre qch en crainte, càd s’effrayer de qch ; λ. πρὸς ἀτιμίαν PLUT prendre qch comme une injure litt. comme une cause de déshonneur;
9 abs. parvenir à, atteindre : τὴν ἡλικίαν ISOCR l’âge de qch ; κλέος OD gagner de la gloire ; en mauv. part λ. αἰτίαν THC encourir une accusation;
II. recevoir :
1 propr. prendre des mains de qqn : λ. τι παρά τινος, πρός τινος, ἀπό τινος, recevoir qch de qqn ; avec un suj. de chose : οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι THC maisons qui reçoivent des créneaux ; fig. recevoir une impression, éprouver un sentiment, une passion, etc. : λ. θυμόν OD prendre courage ; λ. φόβον = φοβεῖσθαι SOPH s’effrayer ; λ. εὔνοιαν THC concevoir de la bienveillance;
2 recueillir, retirer : οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου AR du vin du terrain;
3 recevoir en échange ; fig. λ. δίκην HDT être puni ; τὴν ἀξίην λ. HDT recevoir le juste châtiment (d’une faute);
Moy. λαμβάνομαι prendre pour soi, sur soi ou avec soi :
1 sans idée de violence λ. σχεδίης OD saisir un radeau;
2 avec idée de violence λ. τινά, se saisir de qqn ; avec un gén. : λ. ἀρχῆς SOPH s’emparer du pouvoir;
3 prendre possession de ; s’engager dans : τῶν ὀρῶν THC dans les montagnes ; parvenir à : Δήλου THC à Délos.
Étymologie: R. Λαβ, prendre ; primitiv. Λαφ, > pf. εἴληφα.
English (Autenrieth)
only aor. 2 act. and mid., ἔλλαβ(ε), ἐλλάβετ(ο), inf. redupl. λελαβέσθαι: take, receive, mid., take hold of; freq. w. part. gen.; sometimes of ‘seizing,’ ‘taking captive,’ Od. 11.4, Il. 11.114; in friendly sense, ‘take in,’ Od. 7.255; met., of feelings, χόλος, πένθος, τρόμος, etc.
English (Slater)
λαμβᾰνω (λαμβάνει; -αν(ε): aor. ἔλᾰβες, ἔλᾰβεν, λᾰβε(ν), ἔλᾰβον; λᾰβε; λᾰβών, -όντα; λᾰβεῖν.)
a take up ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν (O. 1.18) φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει (P. 2.93) χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν (P. 4.193) λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν (I. 5.62) λαβὼν δ' ἕν[α] φῶ[τ]α πεδά.ς[ (supp. Lobel: sc. Ἡρακλέης) fr. 169. 20. met., τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας. assumed (O. 6.57) μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν win (O. 8.6) ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες won (O. 10.22) [[[οἴκοθεν]] μάτευε. ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαβες γλυκύ τι γαρυέμεν (ἔλαχες Bergk e Σ.) (N. 3.31) ] κατερεῖς, πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (Pae. 6.130)
b fall upon, seize “αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (P. 4.48) ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς, ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος, δαφοινὸν ἄγραν ποσίν (N. 3.81) met., ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει strikes (O. 1.81) Ὑμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον λτ;Μοῖραγτ; σύμπρωτον λάβεν whom Death? seized Θρ. 3. 8.
c take (to mind) καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ (N. 10.22) τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 3.
English (Abbott-Smith)
λαμβάνω, [in LXX chiefly for לקח, also for אחז ,לכד ,נשׂא, etc.;]
1.to take, lay hold of: absol., Mt 26:26, Mk 14:22; c. acc. rei, Mt 5:40 26:52, al. mult.; c. acc. pers., Mt 21:35, Mk 12:3, al.; pleonastic λαβών (M, Pr., 230; Bl., §74, 2), Mt 13:31 14:19, al.; so also indic., Mk 7:27, Jo 19:1, 40 Re 8:5, al.; metaph., c. acc. rei, ἀφορμήν, Ro 7:8, 11; ὑδόδειγμα, Ja 5:10; id. c. acc. pers., φόβος, Lk 7:16; πνεῦμα, Lk 9:39; πειρασμός, I Co 10:13; aoristic pf. (M, Pr., 145, 238; BL, §59, 4), Re 5:7 8:5, al.
2.to receive: absol., opp. to αἰτεῖν, Mt 7:8, al.; διδόναι, Mt 10:8, Ac 20:35; c. acc. rei, Mt 27:6, Mk 10:3o, al. mult.; c. acc. pers., Jo 6:21 13:20 19:27, II Jo 10; ῥαπίσμασιν (a vulgarism; Bl., §38, 3), Mk 14:65; metaph., τ. λόγον, Mt 13:20, Mk 4:16; τ. μαρτυρίαν, Jo 3:11; τ. ῥήματα,Jo 12:48; πρόσωπον (Heb. נָשָׂא פָּנִים, Dalman, Words, 30), Lk 20:21, Ga 2:6; ζωὴν αἰώνιον (Dalman, op. cit., 124f.), Mk 10:30 (cf. ἀνα-, ἀντι-, συν-αντι- (-μαι), ἀπο-, ἐπι-, κατα-, μετα-, παρα-, συν-παρα-, προ-, προσ-, συν-, συν-περι-, ὑπο-λαμβάνω).
English (Strong)
a prolonged form of a primary verb, which is use only as an alternate in certain tenses; to take (in very many applications, literally and figuratively (properly objective or active, to get hold of; whereas δέχομαι is rather subjective or passive, to have offered to one; while αἱρέομαι is more violent, to seize or remove)): accept, + be amazed, assay, attain, bring, X when I call, catch, come on (X unto), + forget, have, hold, obtain, receive (X after), take (away, up).
English (Thayer)
imperfect ἐλάμβανον; future λήψομαι (L T Tr WH λήμψομαι, an Alexandrian form; see under the word Mu); 2nd aorist ἔλαβον (2nd person plural once (in Tdf. 7 after B*) ἐλαβατε, ἀπέρχομαι, at the beginning), imperative λαβέ (λαβέ (Winer s Grammar, § 6,1a.; Buttmann, 62 (54)); perfect εἴληφα, 2nd person ἐοιληφας (and ἐιληφες (WH; see κοπιάω); on the use of the perfect interchangeably with an aorist (Buttmann, 197 (170); Winer's Grammar, 272 (255); Jebb in Vincent and Dickson's Modern Greek, 2nd edition, Appendix, §§ 67,68), participle εἰληφώς; (passive, present participle λαμβανόμενος; perfect 3rd person singular ἐιληπται, WH marginal reading (rejected section)); the Sept. hundreds of times for לָקַח, very often for נָשָׂא, also for לָכַד and several times for אָחַז; (from Homer down); I. to take, i. e.:
1. to take with the hand, lay hold of, any person or thing in order to use it: absolutely, where the context shows what is taken, τόν) ἄρτον, τό βιβλίον, Buttmann, and Winer's Grammar, as above); μαχαιρον (grasp, lay hand to), ἀνίστημι, II:1c.) in use from Homer down (cf. Passow, under the word C.; (Liddell and Scott, under the word I:11); Matthiae, § 558, Anm. 2; (Winer's Grammar, § 65,4c.)), the participle λαβών with the accusative of the object is placed before an active verb where it does not always seem to us necessary to mention the act of taking (as λαβών κυσε χεῖρα (cf. our 'he took and kissed'), Homer, Odyssey 24,398): λαβών τό αἷμα ... τόν λαόν ἐρράντισε (equivalent to τῷ αἵματι ... τόν λαόν ἐρράντισε), λαβεῖν in a finite form followed by καί precedes, as ἔλαβε τόν Ἰησοῦν καί ἐμαστίγωσεν, λαβεῖν τόν ἄρτον ... καί βαλεῖν etc., ἔλαβον ... καί ἐποίησαν, ἀφορμήν (see the word, 2), ὑπόδειγμα τίνος (the genitive of the thing) τινα, to take one as an example of a thing, for imitation, to take in order to wear, τά ἱμάτια, i. e. to put on: ἐσθῆτα, ὑποδήματα, Herodotus 2,37; 4,78); μορφήν δούλου, to take in the mouth: something to eat, cibum capio, to take food); to take anything to drink, i. e. drink, swallow, ὕδωρ, τό ὄξος, οὐκ ἔλαβε, he did not take it, i. e. refused to drink it, to take up a thing to be carried; to take upon oneself: τόν σταυρόν αὐτοῦ, L marginal reading ἄρῃ); to take with one for future use: ἄρτους, λαμπάδας, ἔλαιον μεθ' ἑαυτῶν, ibid. 3.
2. to take in order to carry away: without the notion of violence, τάς ἀσθενείας, i. e. to remove, take away, to seize, take away forcibly: τήν εἰρήνην ἐκ ( ἀπό (WH brackets ἐκ)) τῆς γῆς, to take what is one's own, to take to oneself, to make one's own;
a. to claim, procure, for oneself: τί, ἑαυτῷ βασιλείαν, to associate with one' s self as companion, attendant, etc.: λαβών τήν σπεῖραν ἔρχεται, taking with him the band of soldiers (whose aid he might use) he comes, στρατόν λαβών ἔρχεται, Sophocles Trach. 259); λαμβάνειν γυανικα, to take i. e. marry a wife, Xenophon, Cyril 8,4, 16; Bur. Alc. 324; with ἑαυτῷ added, capio, equivalent to to seize, lay hold of, apprehend: τινα, Homer down; tropically, τί, i. e. to get possession of, obtain, a thing, Winer s Grammar, 276 (259)); metaphorically, of affections or evils seizing on a man (Latincapio, occupo): τινα ἔλαβεν ἔκστασις, φόβος, Homer, as τρόμος ἐλλαβε γυια, Iliad 3,34; με ἵμερος αἴρει, 3,446; χόλος, 4,23; the Sept. πνεῦμα (i. e., a demon), πειρασμός, to take by craft (our catch, used of hunters, fishermen, etc.): οὐδέν, τινα, to circumvent one by fraud, δόλῳ added, to take to oneself, lay hold upon, take possession of, i. e. to appropriate to oneself: ἑαυτῷ τήν τιμήν, capto, catch at, reach after, strive to obtain: τί παρά τίνος (the genitive of person), ζητεῖν, to collect, gather (tribute): τά δίδραχμα, τέλη ἀπό τίνος, 25; δεκάτας, καρπούς, παρά τῶν γεωργῶν ἀπό τοῦ καρποῦ, to take i. e. to admit, receive: τινα ῤαπίσμασιν, L T Tr WH (cf. Latin verberibus aliquem accipere), but see βάλλω, 1; τινα εἰς τά ἰδίᾳ, unto his own home (see ἴδιος, 1b.), εἰς οἰκίαν, εἰς τό πλοῖον, to receive what is offered; not to refuse or reject: τινα, one, in order to obey him, τί, properly, to receive, τόν λόγον, to admit or receive into the mind, δέχονται; τήν μαρτυρίαν, to believe the testimony, τά ῤήματα τίνος, פָּנִים נָשָׂא (on the various senses of which in the O. T. cf. Gesenius, Thesaurus, ii., p. 915f), πρόσωπον λαμβάνω, to receive a person, give him access to oneself, i. e. to regard anyone's power, rank, external circumstances, and on that account to do some injustice or neglect something: used of partiality (A. V. to accept the person), ἀνθρώπου added, θαυμάζειν τό πρόσωπον, Lightfoot on Galatians , the passage cited).
5. to take, equivalent to to choose, select: τινα ἐκ τινων, passive to take may be referred that use, frequent in Greek authors also (cf. Passow, under the word, B.
d. at the end; (Liddell and Scott, II:3)), by which λαμβάνειν joined to a substantive forms a periphrasis of the verb whose idea is expressed by the substantive: λαμβάνειν ἀρχήν to take beginning, equivalent to ἄρχομαι to begin, Polybius 1,12, 9, and often; Aelian v. h. 2,28; 12,53, and in other authors); λήθην τίνος, to forget, Josephus, Antiquities 2,6, 10; 9,1; 4,8, 44; Aelian v. h. 3,18 under the end; h. anim. 4,35); ὑπόμνησιν τίνος, to be reminded of a thing, περιαν τίνος, to prove anything, i. e. either to make trial of: ἧς namely, θαλάσσης, which they attempted to pass through, to have trial of, to experience: also with the genitive of the thing, πεῖρα, and Bleek, Br. a. d. συμβούλιον λαμβάνειν, to take counsel, equivalent to συμβουλεύεσθαι, to deliberate (a combination in imitation apparently of the Latin phrase consilium capere, although that signifies to form a plan, to resolve): θάρσος, to take, receive, courage, τό χάραγμα τίνος, equivalent to χάρσσομαι τί, to receive the mark of, i. e. let oneself be marked or stamped with: II. to receive (what is given); to gain, get, obtain: absolutely, opposed to αἰτεῖν, διδόναι, L text WH text Tr marginal reading); R G, see ἐπαγγελία, 2b.; cf. Winer's Grammar, 237 (222)); μισθόν, ἐλεημοσύνην, ἔλεος, τόπον ἀπολογίας, τήν ἐπισκοπήν, διάδοχον, successorem accipio, Pliny, epistles 9,13); τό ἱκανόν παρά τίνος (the genitive of person), ἱκανός, a. at the end); of punishments: κρίμα, Winer's Grammar, 183 (172)); ἑαυτῷ, δίκην, Herodotus 1,115; Euripides, Bacch. 1312; ποινας, Euripides, Tro. 360). οἰκοδομήν, to receive edifying, equivalent to ὀικοδομοῦμαι, περιτομήν, equivalent to περιτέμνομαι, τί ἐκ τιονς, ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκρούς, substantially equivalent to to receive, get back, ἐκ, II:6); ἐκ, a part of a thing (see ἐκ, II:9), τί παρά τίνος (the genitive of person) (T Tr text WH); R G; ἀπό τίνος (the genitive of person), L T Tr WH); on the difference between παρά and ἀπό τίνος λαμβάνειν, cf. Winer s Grammar, 370 (347) note; (Buttmann, § 147,5; yet see Lightfoot on ὑπό τίνος, πῶς εἴληφας, how thou hast received by instruction in the gospel, i. e. hast learned, λαμβάνω does not occur in the Epistles to the Thessalonians, Philemon , Titus , nor in the Epistle of Jude. [ COMPARE: ἀναλαμβάνω, ἀντιλαμβάνω, συν(αντιλαμβάνω (λαμβάνομαι), ἀπολαμβάνω, ἐπιλαμβάνω, καταλαμβάνω, μεταλαμβάνω, παραλαμβάνω, συνπαραλαμβάνω, προλαμβάνω, προσλαμβάνω, προσλαμβάνω, συνλαμβάνω, συνπεριλαμβάνω, ὑπολαμβάνω. SYNONYM: see δέχομαι, at the end]
Greek Monolingual
και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω)
1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και το κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ
β. «χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντόν», Ομ. Οδ.)
2. δέχομαι κάτι που μού δίνεται, που μού προσφέρεται ή που μού εμπιστεύεται κάποιος, παραλαμβάνω (α. «λάβετε, φάγετε τοῡτό ἐστι τὸ σῶμά μου», ΚΔ
β. «δεν έχω λάβει γράμμα του εδώ και τρεις μήνες» γ. «βούλει τῶν ταλάντων ἔν λαβὼν σιωπᾱν», Αριστοφ.)
3. (με λέξεις που δηλώνουν τροφή, ποτό ή φάρμακο) τρώγω ή πίνω («ὅτε οὖν ἔλαβεν τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῡς εἶπε τετέλεσται», ΚΔ)
4. αποκομίζω κέρδος, όφελος ή εισόδημα, κερδίζω (α. «πόσα έλαβες από την υπόθεση;» β. «οἷον κλέος ἔλλαβε δῑος Ὀρέστης», Ομ. Οδ.
γ. «λαμβάνων οὔτ' οἶνον, οὔτ' ἄλλ' οὐδὲν ἐκ τοῡ χωρίου», Αριστοφ.)
5. εισπράττω (α. «πόσα έχω να λαβαίνω;» β. «προσῆλθον oἱ τὰ δίδραχμα λαμβάνοντες», ΚΔ)
6. χρησιμοποιείται συνήθως σε περιφράσεις αντί για μονολεκτικά ρήματα (α. «λαμβάνω όνομα» ή «λαμβάνω επωνυμία[ν]» — ονομάζομαι, επονομάζομαι
β. «λαμβάνω ύψος» — υψώνομαι, αυξάνομαι
γ. «λαμβάνω τέλος» ή «λαμβάνω πέρας» — φθάνω στο τέλος, τελειώνω
δ. «λαμβάνω την ανάγκη» — χρειάζομαι
ε. «λαμβάνω τα όπλα» — προσφεύγω στα όπλα
στ. «λαμβάνω δόξα[ν]» — δοξάζομαι
ζ. «λαμβάνω σάρκα και οστά» — πραγματώνομαι, εκπληρώνομαι ή εμφανίζομαι για πρώτη φορά
η. «λαμβάνω την ευχαρίστηση» ή «λαμβάνω την καλοσύνη» — ευαρεστούμαι, προθυμοποιούμαι, προσφέρομαι να... θ. «λαμβάνω σύζυγο[ν]» — παντρεύομαι
ι. «λαμβάνω τροπή [καλή, αίσια ή κακή]» — τρέπομαι, αρχίζω να πηγαίνω [καλά ή κακά]
ια. «λαμβάνω πλήρωμαν» — συμπληρώνομαι
ιβ. «λαμβάνω συμβούλιον» — συνεδριάζω
ιγ. «λαμβάνω λήθην» — λησμονώ
ιδ. «λαμβάνω εν γαστρί» — μένω έγκυος
ιε. «λαμβάνω καρδίαν» ή «λαμβάνω θυμόν» — παίρνω θάρρος
ιστ. «λαμβάνω πείραν τινος» — δοκιμάζω
ιζ. «λαμβάνω φόβον» ή «λαμβάνω δέος» — φοβάμαι
ιη. «λαμβάνω νόσον» — αρρωσταίνω)
7. παροιμ. φρ. α) «μολών λαβέ» — λέγεται ως απάντηση σε κάποιον που απαιτεί κάτι συνήθως αδικαιολόγητα
β) «οὐκ ἄν λάβοις παρὰ τοῡ μὴ ἔχοντος» — λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος δεν έχει να δώσει αυτό που του ζητούν
γ) «μάχαιραν ἔδωκας μάχαιραν θὰ λάβης» — αυτοί που βλάπτουν τους άλλους θα υποστούν ζημιά αντίστοιχη με τη βλάβη που προξένησαν
νεοελλ.
1. (ο τ. λαβαίνω) βλάπτομαι σωματικά ή πνευματικά
2. (το απρμφ. αορ. ενάρθρως) το λαβείν
α) (ως λογιστικός όρος) η πίστωση, σε αντιδιαστολή με το δούναι, τη χρέωση
β) φρ. «έχω δούναι και λαβείν μαζί του» — έχουμε δοσοληψίες
3. φρ. α) «λαμβάνω την άγουσαν προς...» — κατευθύνομαι προς...
β) «λαμβάνω τα επίχειρα της κακίας μου» — τιμωρούμαι για τις κακές μου πράξεις
γ) «λαμβάνω μέρος» — συμμετέχω
δ) «λαμβάνω το μέρος κάποιου» — υποστηρίζω κάποιον, παίρνω το μέρος του
ε) «λαμβάνω μέτρα» — προνοώ για κάτι
στ) «λαμβάνω τα μέτρα μου» — προφυλάσσομαι αμυντικά από ενδεχόμενο κίνδυνο
ζ) «λαμβάνω τον κόπο» — υποβάλλω τον εαυτό μου σε μικρό κόπο για να ευχαριστήσω κάποιον
η) «λαμβάνω την τόλμη» ή «λαμβάνω το θάρρος» ή «λαμβάνω την τιμή» — λέγονται ως φιλοφρονητικές φράσεις συνήθως σε ένδειξη σεβασμού
θ) «λαμβάνω τον λόγο» — αρχίζω να μιλώ
ι) «λαμβάνω γνώση» — μαθαίνω, πληροφορούμαι ή ενημερώνομαι για κάτι
ια) «λαμβάνει χώρα» — γίνεται, συμβαίνει
νεοελλ.-μσν.
φρ. «λαμβάνω υπ' όψιν μου» ή «λαμβάνω εις διάνοιαν» ή «λαμβάνω εις νουν» ή «λαμβάνω κατά νουν» — προσέχω ιδιαίτερα
μσν.
1. (για τη γη) σκεπάζω
2. (για κείμενο) αναφέρω, μαρτυρώ
3. διενεργώ, πραγματοποιώ
4. (για αποτέλεσμα αριθμητικής) εξάγω
5. φρ. α) «λαμβάνω τὴν βαλβίδα» — τερματίζω
β) «τὸ δὸς καὶ λαβέ» — αμοιβαία χτυπήματα
γ) «δίδω καὶ λαμβάνω» — αγωνίζομαι
δ) «λαμβάνω καιροῡ» ή «λαμβάνομαι καιροῡ» — εκμεταλλεύομαι την περίσταση
ε) «μὲ λαμβάνει ἡ ὥρα» — έρχεται η ώρα του θανάτου
(μσν. -αρχ.)
1. παίρνω με τη βία, αρπάζω («οἱ δὲ ἄν Πὲρσαι ἐπελθόντες λάβεσκον τὰ πρόβατα», Ηρόδ.)
2. συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω («ζητῶν τὸν αὐτόχειρα τοῡ φόνου λαβεῑν», Σοφ.)
3. (ενεργ. και μέσ.) κατακτώ, υποτάσσω, γίνομαι κύριος («ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῡ», Σοφ.)
4. μτφ. για θεότητα ή για πάθος) καταλαμβάνω, κυριεύω (α. «ἡμῑν γὰρ καταγελᾱτε... ὅτι βακχεύομεν καὶ ἡμέας ὁ θεὸς λαμβάνει», Ηρόδ.
β. «ἄτιμόν τι αὐτῷ ἔδοξεν εἶναι καὶ ἄχος αὐτὸν ἔλαβεν», Ξεν.)
5. (για νόσο) προσβάλλω, επιπίπτω («καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις ἐλάμβανε», Θουκ.)
6. παίρνω κάποιον μαζί μου («ὁ οὖν Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῑραν καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας», ΚΔ)
7. (σχετικά με ένδυμα) φορώ («τὴν δὲ στολὴν ἀποθέμενος τὴν Σκυθικὴν λάβεσκε ἄν Ελληνίδα ἐσθῆτα», Ηρόδ.)
8. εκλαμβάνω κάτι με έναν τρόπο («ὀργῇ δ' ἅμα καὶ φόβῳ τὸ γεγονός λαμβάνοντες», Πλούτ.)
9. επιχειρώ, αναλαμβάνω («καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδα», Πίνδ.)
10. επιτυγχάνω κάτι («καὶ πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε», ΚΔ)
11. δέχομαι σε γάμο, παντρεύομαι («δοκέων αὐτὴν μᾱλλον λάμψεσθαι, ἤν ταῡτα ποιήσῃ», Ηρόδ.)
12. φρ. «λαμβάνω δίκην» — τιμωρούμαι
αρχ.
1. πιάνω επ' αυτοφώρω («κἄν λάβης ἐψευσμένον», Σοφ.)
2. (για τόπο) βρίσκομαι («ὅκως ἄν τὸ στρατόπεδον ίδρυμένον κατά νώτου λάβοι», Ηρόδ.)
3. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις ή με τον νου
4. μαθαίνω
5. (στη λογική) παίρνω κάτι ως δεδομένο, παραδέχομαι («ὅπαν ζῷον λαμβάνει, ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον», Αριστοτ.)
6. καθορίζω, προσδιορίζω, εκτιμώ
7. επισύρω εναντίον μου («γέλωτ' ἐν κακοῑς μωρίαν τε λήψομαι», Ευρ.)
8. φιλοξενώ
9. περιέχω, περιλαμβάνω («τὸ στρατόπεδον πεζοὺς μὲν λαμβάνει περὶ τετρακοσίους», Πολ.)
10. παίρνω άδεια να κάνω κάτι
11. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι («οὐ λήψῃ τὸ ὄνομα κυρίου τοῡ θεοῡ σου ἐπὶ ματαίῳ», ΠΔ)
12. μέσ. λαμβάνομαι
α) επιπλήττω, επιτιμώ («ταχὺ γάρ σου λάβοιτ' ἄν τις τῶν παρ' ἡμῶν», Πλάτ.)
β) καταφεύγω, φθάνω («αἱ μὲν [[[νῆες]]] Δήλου λαβόμεναι αἱ πλείους μετά Κλεάρχου», Θουκ.)
13. παθ. μυούμαι, γίνομαι μύστης («τοὺς ἐς τὰ τῆς τέχνης εἰλημμένους», Ιπποκρ.)
14. φρ. α) «λαμβάνομαι ἐμαυτοῡ» — συγκρατώ τον εαυτό μου, είμαι κύριος του εαυτού μου
β) «λαμβάνω δίκην» — τιμωρώ, εκδικούμαι
γ) «λαμβάνομαι χαλεπῶς» — φέρομαι βάναυσα, κακομεταχειρίζομαι
δ) «λαμβάνειν πίστει καὶ ὁρκίοισι» — δένω κάποιον με όρκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστωτικός τ. λαμβάνω σχηματίστηκε υστερογενώς από τον αόρ. ἔ-λαβ-ον / λαβ-εῖν, με έρρινο ένθημα (-μ- < -ν-) και σχηματιστικό μόρφημα -άνω (πρβλ. μανθάνω: ἔμαθον). Το θ. λαβ- του ἔλαβον ανάγεται σε (σ)λăβ- (< ΙΕ ρίζα (s)lagw- «πιάνω, αρπάζω», πρβλ. λάζομαι, λάβρος)
την εκτεταμένη βαθμίδα (λᾱβ- / ληβ·) εμφανίζει ο τ. του μέλλ. λήψομαι (πρβλ. και λῆψις, λῆμμα). Ο τ. του παρακμ. εἴληφα < σεσλᾱφ-, με σίγηση του -σ- και αντέκταση (το -φ- του θ. κατ' επίδραση ενός θ. λαφ- που απαντά στο λάφυρο και στο ἀμφιλαφής). Η ψίλωση του εἴληφα αντί εἵλειφα (< hειλᾱφ-) λόγω ανομοιώσεως τών δασέων (νόμος του Graffmann). Ο τ. λαββάνω < λαμβάνω, με αφομοίωση, ενώ ο μσν. και ο νεοελλ. τ. λαβαίνω σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. ἔλαβα (πρβλ. λαγχάνω: λαχαίνω, τυγχάνω: τυχαίνω).
ΠΑΡ. λαβή, λαβίδα(-ίς), λήμμα, λήψη (-ις), ληπτός.
ΣΥΝΘ. αναλαμβάνω, απολαμβάνω, διαλαμβάνω, εκλαμβάνω, επαναλαμβάνω, καταλαμβάνω, μεταλαμβάνω, παραλαμβάνω, περιλαμβάνω, προκαταλαμβάνω, προλαμβάνω, προσλαμβάνω, συλλαμβάνω, συμπαραλαμβάνω, υπολαμβάνω
αρχ.
αμφιλαμβάνω, ανταναλαμβάνω, ανταπολαμβάνω, αντεπιλαμβάνομαι, αντικαταλαμβάνω, αντιπεριλαμβάνω, αποδιαλάμβάνω, αποκαταλαμβάνω, διεκλαμβάνω, εγκαταλαμβάνω, ελλαμβάνω, εναπολαμβάνω, ενδιαλαμβάνω, εξαναλαμβάνω, επικαταλαμβάνω, επιλαμβάνω, επισυλλαμβάνω, μεταπαραλαμβάνω, περικαταλαμβάνω, περισυγκαταλαμβάνομαι, προαναλαμβάνω, προαπολαμβάνω, προπαραλαμβάνω, προσαναλαμβάνω, προσαντιλαμβάνομαι, προσαπολαμβάνω, προσεπιλαμβάνω, προσκαταλαμβάνω, προσπαραλαμβάνω, προσσυλλαμβάνω, προσυπολαμβάνω, προϋπολαμβάνω, συγκαταλαμβάνω, συμμεταλαμβάνω, συναναλαμβάνω, συναντιλαμβάνομαι, συναπολαμβάνω, συνδιαλαμβάνω, συνεκλαμβάνω, συνεπιλαμβάνω, συνυπολαμβάνω, υπαναλαμβάνω, υποδιαλαμβάνω
νεοελλ.
ανακαταλαμβάνω, αντιλαμβάνομαι, εμπεριλαμβάνω, επαναπροσλαμβάνω, επιλαμβάνομαι, προδιαλαμβάνω, προσυλλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω.
Greek Monotonic
λαμβάνω: (√ΛΑΒ), μέλ. λήψομαι, Ιων. λάμψομαι, Δωρ. λαψεῦμαι ή λαψοῦμαι, αόρ. βʹ ἔλᾰβον, Επικ. ἔλλᾰβον· Ιων. λάβεσκον· προστ. λαβέ, παρακ. εἴληφα, Ιων. λελάβηκα· υπερσ. εἰλήφειν, Ιων. γʹ ενικ. λελαβήκεε — Μέσ., αόρ. βʹ ἐλαβόμην, Επικ. ἐλλαβόμην, Επικ. απαρ. με αναδιπλ. λελαβέσθαι — Παθ., μέλ. ληφθήσομαι, αόρ. ἐλήφθην, Ιων. ἐλάμφθην, παρακ. εἴλημμαι, στους Τραγ. λέλημμαι· Ιων. λέλαμμαι. Η πρώτη έννοια της λέξης είναι διπλή, η μεν (περισσότερο ενεργητική), λαμβάνω, παίρνω· η δε (περισσότερο παθητική), λαμβάνω, δέχομαι.
Α. I. λαμβάνω, παίρνω·
1. πιάνω, αρπάζω, κατάσχω, σε Όμηρ., κ.λπ.· το μέρος που λαμβάνεται τίθεται σε γεν., ενώ το όλον σε αιτ., π.χ. τὴν πτέρυγαν λάβεν, την έπιασε από το φτερό, σε Ομήρ. Ιλ.· γούνων λάβεκούρην, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· όταν παραλείπεται η αιτ. του όλου, το λαμβάνω συντάσσεται μόνο με γεν. του μέρους, ποδῶν, γούνων, κόρυθος λάβεν, έπιασε από τα πόδια, κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.
2. λαμβάνω δια της βίας, αρπάζω, αποκομίζω κάτι σαν λεία, σε Όμηρ.
3. λαμβάνω δίκην, ποινάς, Λατ. sumere poenas, λαμβάνω ικανοποίηση, επιβάλλω ποινή, σε Ευρ., κ.λπ.
4. λέγεται για πάθη, αισθήματα, κ.λπ., καταλαμβάνω, κυριεύω, σε Όμηρ., κ.λπ.· λέγεται για πυρετό και αιφνίδια ασθένεια, προσβάλλω, καταλαμβάνω, σε Ηρόδ., Αττ.
5. χρησιμ. για θεότητα, καταλαμβάνω, κατέχω, τινά, σε Ηρόδ.· λέγεται για το σκοτάδι και τα συναφή, καταλαμβάνω, κατέχω, σε Αισχύλ.
6. καταλαμβάνω, επέρχομαι σαν εχθρός, σε Όμηρ., Ηρόδ.· καταλαμβάνω, βρίσκω, επέρχομαι, λαμβάνω τινὰ μοῦνον, σε Ηρόδ., κ.λπ.· επίσης, καταλαμβάνω, βρίσκω, ανακαλύπτω, Λατ. deprehendo, στον ίδ.· ομοίως Παθ., ἐπ' αὐτοφώρῳ εἰλημμένος, πιάστηκε κατά την πράξη, επ' αυτοφώρω, σε Αριστοφ.
7. λαμβάνω τινὰ ὁρκίοισι, δένω, υποχρεώνω κάποιον με όρκους, σε Ηρόδ.
8. παίρνω κάποιον ως βοηθό, σε Σοφ.
9. τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χεῖρα, κράτησε την Ίδη προς τα αριστερά σου· ομοίως, λαβὼν ἐν δεξιᾷ, σε Θουκ.
10. λαμβάνω Ἑλληνίδα ἐσθῆτα, τη φορώ, τη δέχομαι, σε Ηρόδ.
11. αντιλαμβάνομαι δια των αισθήσεων, σε Σοφ., Πλάτ.· προσλαμβάνω με το μυαλό, αντιλαμβάνομαι, «πιάνω», κατανοώ, σε Ηρόδ., κ.λπ.· εκλαμβάνω, κατανοώ κάτι όπως ακριβώς είναι, π.χ. χωρίο συγγραφέα, Λατ. accipere, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.
12. παίρνω στα χέρια μου, αναλαμβάνω, σε Ηρόδ.
13. η μτχ. λαβών πολλές φορές πλεονάζει, όπως λαβὼν κύσε χεῖρα, πήρε και φίλησε, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, σε Αττ.
II. λαμβάνω κάτι, αποδέχομαι·
1. λαμβάνω κάτι που μου προσφέρεται, κερδίζω, αποκομίζω, αποκτώ κάτι, σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, με αρνητική σημασία, λαμβάνω ὄνειδος, σε Σοφ.· λαμβάνω θάνατον, σε Ευρ., κ.λπ.
2. παντρεύομαι, σε Ηρόδ., Ξεν.
3. λαμβάνω δίκην, λαμβάνω τιμωρία, δηλ. υποφέρω, παθαίνω, τιμωρούμαι, Λατ. dare poenas, σε Ηρόδ., Ευρ.·
4. λαμβάνω ὅρκον, δέχομαι όρκο σαν δοκιμασία, σε Αριστ.· λαμβάνω λόγον, απαιτώ λογαριασμό, σε Ξεν.
5. συλλαμβάνω παιδί, μένω έγκυος, σε Αισχύλ.
6. λαμβάνω σαν εισόδημα ή αποκομίζω κέρδος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· αγοράζω αντί..., σε Αριστοφ.
7. δέχομαι, παραδέχομαι, σε Πίνδ.
8. λέγεται για πρόσωπα υποταγμένα σε αισθήματα, πάθη και άλλα παρόμοια, λαμβάνω θυμόν, «παίρνω θάρρος», σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, περιφραστικά, λαμβάνω φόβον = φοβεῖσθαι, σε Σοφ., κ.λπ.· ομοίως, λαμβάνω ὕψος = ὑψοῦσθαι, σε Θουκ.· λαμβάνω νόσον, «παίρνω» κρυολόγημα, σε Πλάτ.· ομοίως, αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι, λαμβάνοντας επιπρόσθετες επάλξεις, αποκτώντας περισσότερες πολεμίστρες, σε Θουκ. Β. 1. Μέσ., πιάνομαι από κάτι ή κάποιον, με γεν., λαμβάνομαι σχεδίης, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., κ.λπ.
2. λέγεται για τόπο, λαμβάνομαι τῶν ὀρῶν, καταφεύγω στα όρη, φτάνω στα βουνά, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
λαμβάνω: тж. med. (fut. λήψομαι - ион. λάμφομαι, NT λήμφομαι, дор. λαψοῦμαι, aor. 2 ἔλαβον, ἔλλαβον и λάβον, pf. εἴληφα; med.: aor. ἐλαβόμην, ἐλλαβόμην и λελαβόμην; pass.: fut. ληφθήσομαι, aor. ἐλήφθην - ион. ἐλάμφθην, pf. εἴλημμαι; imper. λαβέ и λάβε; adj. verb. ληπτός, ληπτέος - ион. λαμπτέος; inf. aor. 2 λαβεῖν)
1) брать, хватать (χειρὶ χεῖρα, χείρεσσι φιάλαν Hom.; ἐν χεροῖν στέφη Soph.; βιβλιον NT): ἐλλάβετο σχεδίης Hom. (Одиссей) ухватился за плот; λαβὼν κύσε χειρα Hom. он схватил и поцеловал руку (Одиссея);
2) обхватывать, обнимать (γούνατά τινος, γούνων τινά Hom.);
3) брать с собой, уводить (ἑτάρους Hom.): ξυμπαραστάτην λ. τινά Soph. брать кого-л. с собой в помощники; λαβόντες τοῦ βαρβαρικοῦ στρατοῦ Xen. взяв с собой иноземный отряд;
4) захватывать, угонять, уносить, похищать (ἵππους, τὰ μῆλα, κτήματα πολλά Hom.): ζῶντες ἐλάμφθησαν Her. они были захвачены живьем;
5) отнимать (χιτῶνά τινος NT);
6) захватывать, завладевать (Σικελίαν, αἰχμαλώτους Thuc.; βασιλείαν ἑαυτῷ NT): ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῦ Soph. захватить господство и царскую власть;
7) (о чувствах и т. п.) охватывать (χόλος λάβε τινά Hom.; λαμβάνεσθαι ἔρωτι Xen.; ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας NT): λαβέσθαι ὑπὸ νόσου Her. и νόσῳ Soph. заболеть; ὁ δαίμων τινὰ λελάβηκε Her. божество вселилось в кого-л.; Ῥέᾳ ληφθῆναι Luc. быть одержимым Реей; κνέφας λαμβάνει τέμενος αἰθέρος Aesch. тьма покрывает небесный свод;
8) (в качестве гостя) принимать (τινὰ εἰς οἰκίαν NT);
9) связывать, обязывать (τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι Her.): ἀραῖον λ. τινά Soph. связать кого-л. заклятьем;
10) захватывать, застигать, ловить (τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου Soph.; κλέπτοντά τινα Arph.): λ. τινὰ ψευδόμενον Plat. уличить кого-л. в обмане; δρῶν εἰλημμένος Arph. захваченный на месте преступления;
11) натыкаться, (случайно) встречать, находить (τινὰ ἐν κακοῖς Soph.);
12) (о взысканиях) налагать (ποινάς Eur.; δίκην Lys. - ср. 21; ζημίαν или τιμωρίαν Dem.);
13) возлагать на себя, надевать (Ἑλληνίδα ἐσθῆτα Her.);
14) перен. схватывать, воспринимать, созерцать (θέαν ὄμμασιν Soph.);
15) постигать, усваивать, понимать (νόῳ Her. и ἐν νῷ Polyb.; ἐν τῇ γνώμῃ Xen.; τῇ διανοίᾳ Plat.);
16) (вос)принимать: λαβεῖν πρὸς ἀτιμίαν Plut. воспринять как оскорбление; τὸ πρᾶγμα μειζόνως λαβεῖν Thuc. принять дело всерьез; λάβετε τοὺς λόγους μὴ πολεμίως Thuc. не примите этих слов в неприязненном смысле; λαβεῖν τι πρὸς δέος Plut. испугаться чего-л.; θάνατον λαβεῖν Eur. принять смерть, умереть; τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα Arst. принятые вначале положения; αἱ εἰλημμέναι προτάσεις Arst. допущенные положения; οὐ λ. πρόσωπον NT не взирать на лица, т. е. относиться беспристрастно;
17) предпринимать (πεῖράν τινος NT): συμβούλιον λαβεῖν NT устроить совещание;
18) объяснять, истолковывать (περί τινος τί ἐστι Arst.): ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Her. они так объяснили эти (слова);
19) оценивать, определять (τὴν ξυμμέτρησίν τινος Thuc.);
20) полагать, считать (ποθεινότερόν τι Thuc.);
21) получать, (при)обретать (κέρδος Arph.; ὄνομα Plat.; δόξαν παρὰ ἀνθρώπων NT): λ. ὕψος Thuc. расти в высоту; λαβεῖν κλέος Hom., Soph. стяжать славу; λαβεῖν ἀνὰ δηνάριον NT получить по динарию; γέλωτα μωρίαν τε λ. ἔν τινι Eur. стать за (свое) неразумие посмешищем у кого-л.; αἰτίαν ἀπό τινος λ. Thuc. навлечь на себя упреки с чьей-л. стороны; λ. δίκην Her. получать или нести наказание (ср. 12); λαβεῖν τὴν ἀξίην Her. получить по заслугам;
22) получать, извлекать (οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου Arph.; λ. μισθὸν ἐκ τῆς ἀρχῆς Plat.);
23) приобретать, покупать: λ. τι δραχμῆς Arph. покупать что-л. за драхму или по драхме;
24) доходить, достигать: πρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν Isocr. достигнуть брачного возраста; λ. νόστον Eur. дождаться возвращения на родину; λαβέσθαι τῶν ὀρῶν Thuc. углубиться в горы; λαβέσθαι Δήλου Thuc. прибыть в Делос; τὴν Ἶδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χέρα Her. оставив слева (гору) Иду; πρῶτον ἀληθείας λαβοῦ Plat. прежде всего узнай истину;
25) начинать ощущать, ощутить, почувствовать (ὀργήν Eur.; φόβον Soph.; εὔνοιαν Thuc.): λ. θυμόν Hom. воспрянуть духом; λ. αἰδῶ Soph. ощутить стыд, устыдиться; λήθην λαβεῖν τινος NT забыть о чем-л.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: take, grasp (see on ἀγρέω), (psothom.)
Other forms: Aor. λαβεῖν (Il.), redupl. midd. λελα-βέσθαι (δ 388), pass. λαφθῆναι (Ion.), ληφθῆναι (Att.), λημφθῆναι (hell.); fut. λάψομαι (Ion.), λά[μ]ψεται (Alc., Hamm Grammatik 145), λαψῃ̃ 2. sg. (Dor.), λήψομαι (Att.), λήμψομαι (hell.); perf. εἴληφα (Att.), εἴλαφα (Dor.), λελάβηκα (Ion. Dor. Arc., also Att.), midd. εἴλημμαι (Att.), λέλημμαι (trag.), λέλαμμαι, λελάφθαι (Ion.),
Compounds: very often with prefix in diff. meanings, ἀνα-, κατα-, ἐπι-, παρα-, περι-, συν-, ὑπο-.
Derivatives: Very many derivv., many technical words with specific meanings: A. From λαβεῖν: 1. λαβή grip, point of application etc.' (Alc. [λάβα], Ion. Att.), of the compp. e. g. συλλαβή `grip, syllable etc. (A., Att.); λαβίς f. `grip, cramp, tweezers (hell.) with λαβίδιον (Dsc., Gal.), ἀντι-, κατα-, περι-λαβεύς handgrip of a shield, peg etc. (H., medic.; cf. Boßhardt 81), λάβιον grip (Str.), ἀπολάβειον cramp (Ph. Bel.). 2. -λάβος in compp. as ἐργο-λάβ-ος m. untertaker with -έω, -ία (Att., hell.). 3. -λαβής e. g. εὑ-λαβ-ής (: εὑ λαβεῖν) careful with -έομαι, -εια (IA.; lit. s. θρησκεύω, also Kerényi Byz.-Neugr. Jbb. 8, 306ff.). 4. ΛhαβΕτος PN (Att. epigr.). - B. From full-grade forms (λήψομαι, ληφθῆναι): 1. λῆμμα (ἀνά- λαμβάνω etc.) `taking in, accept (Att. ). 2. λῆψις (ἀνά- λαμβάνω etc.), hell. λῆμψις capture, apprehension, attack of a disease (Hp., Att.), ἀπό-, διά-λαμψις = ἀπό-, διά-ληψις (Mytil., Kyme a. o.). 3. -λη(μ)πτωρ, e. g. συλ-λήπ-τωρ with συλλήπτρ-ια participant, assistant (Att.). 4. ἀνα-, κατα-ληπ-τήρ scoop resp. clamp (hell.), ἀνα- ληπτρ-ίς f. connection (Gal.). 5. παρα- λή(μ)π-της tax-collector (hell.), προσωπο-λήπ-της who looks after the person (NT). 6. ληπτικός `receptive (Arist.), further in comp., e. g. ἐπιληπτικός `epileptic' (:ἐπίληψις, Hp.). 7. συλ-λήβ-δην adv. taken together (Thgn., A.). - On λάβρος s. v.; on ἀμφι-λαφής s. λάφυρον.
Origin: IE [Indo-European] [958] *sleh₂gʷ-? take, grasp
Etymology: From Aegin. λhαβών, Att.ΛhαβΕτος and εἴληφα (and also hom. ἔ-λλαβον) we see IE. sl-; the Hom. present λάζομαι, for which λαμβάνω was an innovation (Schwyzer 699 f.; metr. uneasy? Kuiper Nasalpräs. 156) shows IE. gʷ; basis therefore IE. *slagʷ-. The aspiration in εἴληφα can be secondary (vgl. Schwyzer 772); perhaps another verb for grasp (s. λάφυρον) was involved; also some other formes were influenced by it. the zero grade must be secondary, *sl̥h₂- would hav got long α.
See also: Weiteres s. λάζομαι und λάφυρον.
Middle Liddell
[from Root !λαβ]
The orig. sense of the word is two-fold, one (more active) to take, and the other (more passive) to receive
I. to take:
1. to take hold of, grasp, seize, Hom., etc.; the part seized in gen., the whole in acc., τὴν πτέρυγος λάβεν caught her by the wing, Il.; γούνων λάβε κούρην Od., etc.:—then, with gen. of part only, ποδῶν, γούνων, κόρυθος λάβεν took hold of the feet, etc., Il.
2. to take by violence, seize, carry off as prize or booty, Hom.
3. λ. δίκην, ποινάς, Lat. sumere poenas, to exact punishment, Eur., etc.; v. infr. II. 3.
4. of passions, feelings, etc., to seize, Hom., etc.; of fever and sudden illnesses, to attack, Hdt., attic
5. of a deity, to seize, possess, τινά Hdt.: of darkness, and the like, to occupy, possess, Aesch.
6. to catch, come upon, overtake, as an enemy, Hom., Hdt.: to catch, find, come upon, λ. τινὰ μοῦνον Hdt., etc.: also, to catch, find out, detect, Lat. deprehendo, Hdt.: so Pass., ἐπ' αὐτοφώρωι εἰλημμένος caught in the act, Ar.
7. λ. τινὰ ὁρκίοισι to bind him by oaths, Hdt.
8. to take as an assistant, Soph.
9. τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χέρα taking, keeping Ida to your left; so, λ. ἐν δεξιᾶι Thuc.
λ. Ἑλληνίδα ἐσθῆτα to assume it, Hdt.
11. to apprehend by the senses, Soph., Plat.:— to seize with the mind, apprehend, comprehend, Hdt., etc.:— to take, i. e. understand, a thing so and so, e. g. a passage of an author, Lat. accipere, Hdt., Thuc., etc.
12. to take in hand, undertake, Hdt.
13. the part. λαβών is almost pleon., as, λαβὼν κύσε χεῖρα took and kissed, Od.; so in attic
II. to receive:
1. to have given one, to get, gain, win, Hom., etc.:—also in bad sense, λ. ὄνειδος Soph.; θάνατον Eur., etc.
2. to receive in marriage, Hdt., Xen.
3. λ. δίκην to receive, i. e. suffer, punishment, as we say, to catch it, Lat. dare poenas, Hdt., Eur.: —an unusual sense, v. supr. I. 2.
4. λ. ὅρκον to accept an oath as a test, Arist.; λ. λόγον to demand an account, Xen.
5. to conceive, Aesch.
6. to receive as produce or profit, Ar., Plat.; to purchase Ar.
7. to admit of, Pind.
8. of persons subject to feelings, passions, and the like, λ. θυμόν to take heart, Od.; so, periphr., λ. φόβον = φοβεῖσθαι, Soph., etc.; so, λ. ὕψος = ὑψοῦσθαι, Thuc.; λ. νόσον (as we say) "to take a cold, " Plat.; so, αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι receiving battlements, having battlements added, Thuc.
B. Mid. to take hold of, lay hold on, c. gen., σχεδίης Od., Hdt., etc.
2. of place, λ. τῶν ὀρῶν to take to the mountains, reach, gain them, Thuc.