τίθημι
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
[τῐ], 2sg.
A τιθεῖς Pi.P.8.11, S.Ph.992 cod. B (τιθείς LA rec.), E.Cyc.545 codd. Lp (τιθείς P, τίθης l), Alc. 890 codd. pler., corrupted to τιθείς Pl.R.376e Stob., Arr.Epict.3.22.76, Pl.Euthd.301e (ἐπι-), Lib. Or.46.28 (προστιθεῖς); ἐντιθεῖς (v.l. τιθεὶς) Ar.Eq.717; περιτιθεῖς BGU 1141.19 (i B.C.); but τίθης is found in Pl.R.l.c. codd. AD, Ar. l.c. cod. A, Lib.Or.27.11 (προσ-), etc., and is taught by Choerob. in Theod. 2.328 H.; Ep. τίθησθα Od.9.404, 24.476, and so in Aeol., Alc.Supp.4.27 (τίθεισθα Hsch.); 3sg. τίθησι Il.4.83, al., and Att.; Dor. τίθητι SIG 331.13 (Megara, iv B.C.), Theoc.3.48; 3pl. τιθέασι Th.5.96, Alex.128; Ep.and Ion. τιθεῖσι Il.16.262, Hes.Th.597, Hdt.2.91 (also A.Ag.466 (lyr.)); Aeol. τίθεισι (προ-) Schwyzer631 A 2 (ii B.C.); Dor. τίθεντι IG12(3).103.10 (Nisvrus); Ion. 3sg. τιθεῖ Il.13.732, Mimn.1.6, Hdt. 1.113, also Arc., SIG559.16 (Megalop., iii B.C.) (τιθῶ Luc.Ocyp.43,81, διατιθῶ cited by A.D.Synt.290.6): impf. ἐτίθην Pl.Grg.500b; ἐτίθεις Id.R.528d, Ar.Nu.59 (ἐν-), etc.; ἐτίθει Il.18.541, al., Ar.Ach.532, Nu. 63 (προσ-), etc., Ep. τίθει Il.1.441, al.; Ep. 3pl. τίθεσαν Od.22.456; τίθεν Pi.P.3.65; πρό-τιθεν Od.1.112 (Aristarch.); late ἐτίθουν Act.Ap.4.35; Ion. impf. τίθεσκον Hes Fr.112; ἐτίθεα (ὑπερ-) Hdt.3.155: imper. τίθει Il.1.509, etc.; inf. τιθέναι, not in Hom. or Hes.; Ep. τιθήμεναι Il.23.83; τιθέμεν Hes.Op.744, Pi.P.1.40; τιθεῖν Thgn.286, IG12(9).189.5 (Eretria); written τιθῖν Byzantion 8.50 (Phrygia, iv A.D.); part. τιθείς, but Ion. pl. τιθεῦντες v.l. in Hdt.2.91: fut. θήσω, Ep. inf. θησέμεναι Il.12.35, θησέμεν Pi.P.10.58: aor.1 ἔθηκα, only used in indic., and mostly in sg., for though 3pl. is common, the 1 and 2pl. are rare, X.Mem.4.2.15, (ἀν-) Hyp.Eux.9; even ἔθηκαν is very rare in early Attic, ἀνέθηκαν IG2.1620d, 22.2971 (both iv B.C.), but is found in Plb.8.4.4, etc.; Ep. 3pl. θῆκαν Il.24.795, etc.: aor. 2 ἔθην, not used in indic. sg., whereas pl. is very common, ἔθεμεν, ἔθετε, ἔθεσαν, Ep. θέσαν 12.29, etc.; imper. θές Ar.Lys.185, etc.; Lacon. 3sg. σέτω ib.1081; subj. θῶ, Aeol. and Ion. θέω Sapph.12, (προσ-) Hdt.1.108, Ep. θείω Il.16.83, al. (for *θή-ω); Ep. 2 and 3sg. θήῃς, θήῃ, 6.432, 16.96, Od.10.301,341 (sts. with the opt. forms θείης, θείη as v.l.); Ep. 1pl. θέωμεν (disyll.) 24.485, θείομεν (for *θήο-μεν, short-vowel subjunctive) Il.23.244, Od.13.364; opt. θείην, 1pl. θεῖμεν 12.347, Pl.Prt.343e (θείημεν codd. BT), προσ-θεῖμεν Id.R.370d, and κατα-θεῖτε D.14.27; 3pl. θεῖεν S.OC865; inf. θεῖναι, Ep.θέμεναι Il.2.285, θέμεν Od.21.3, Hes.Op.61,67; Dor. θέμειν IG 12(1).677.13 (Rhodes, iv B.C.); part. θείς Il.23.254, etc.: pf. τέθηκα Att. Inscrr., IG22.2490.7 (iv B.C.), (ἀνα-) ib.839.38, 1299.44, 1534.76, also at Delos, ib.11(2).161 A6 (iii B.C.), etc., and in Papyri, POxy. 1087.42 (i B.C.); τέθεικα PCair.Zen.324 (iii B.C.), (ὑπο-) PPetr.3p.53 (iii B.C.), (ἐκ-) UPZ62.4 (ii B.C.), (ἀνα-) IG22.1011.71,80 (ii B.C.), (προσ-) Str.1.2.23; hence some editors restore τέθηκα for τέθεικα in Attic authors, as X.Mem.4.4.19, D.20.55, 22.16, 27.36, Alex.15.13; Phocian 3pl. ἀνα-τεθέκαντι BCH59.202 (Daulis):—Med. τίθεμαι, 2sg. τίθεσαι Pl.Tht.202c; τίθη or τίθῃ dub. in PTeb.768.9 (ii B.C.); as Pass., AP11.300 (Pall.); imper. τίθεσο Ar.Pax 1039, Pl. Sph.237b, τίθου A.Eu.226, Dor. τίθευσο cj. in AP9.564 (Nic., τιθεύσω cod., τίθεσσο Plan., cf. ἀφίκευσο); Ep. part. τιθήμενος Il.10.34: fut. θήσομαι 24.402, etc.: aor. 1 ἒθηκάμην, only in indic. and part., and never in Att.; 2sg. ἐθήκαο Theoc.29.18; Ep. 3sg. θήκατο Il.10.31, Hes.Sc.128; part. θηκάμενος Thgn.1150, Pi.P.4.29: aor. 2 ἐθέμην Il.2.750, etc.; Ep. and Lyr. 3sg. θέτο 10.149, Pi.N.10.89; imper. θέο Od. 10.333, θοῦ S.OC466; subj. θῶμαι E.HF486, etc.; Ep. 2sg. θῆαι Od. 19.403; opt. θείμην S.Ant.188, etc.; 3sg. θεῖτο Od.17.225, A.Pr.527 (lyr.), Pl.Tht.195c, etc. (πρόσ-θοιτο, -θοισθε, ἔν-θοιτο are found in D. 11.6, 21.188, 34.17, but προσ-θεῖτο Id.6.12 codd.; ἐπιθοίμεθα, -θοιντο, Th.6.34,ΙΙ; cf. τιθοῖτο X.Mem.3.8.10): pf. (v. infr.):—Pass. τίθεμαι SIG57.25 (Milet., v B.C.), Pl.Lg.705e, 744a: fut. τεθήσομαι E.El. 1268, Pl.Lg.730b, D.24.17: aor. ἐτέθην E.HF1245, Lys.31.28, etc. (ἐθέθην IG14.862 (Cumae, vi B.C.)): pf. τέθειμαι, rare in early Gr., LXX 1 Ki.9.24, Ev.Marc.15.47, (προσ-) Arist.Mech.853a35; inf. τεθεῖσθαι Ar.Fr.327 codd. (but f.l.); part. τεθειμένος Demad.12, (προ-) X.Hier.9.11, (δια-) Men.591; also used in med. sense, D.21.49, SIG705.17 (Delph., ii B.C.), BGU1735.11 (i B.C.), Luc.Somn.9, (ἐν-) D.34.16, (προ-) Supp.Epigr.7.62.6 (Seleucia Pieria, ii B.C.), (συν-) OGI229.62 (Smyrna, iii B.C.); ὑπεκ-τεθημένος (sic) BCH54.269 (Rhamnus, iii B.C.); ἀνα-τέθηται (pass. sense) Phld.Mus.p.81 K.; Phocian pf. part. (med. sense) ἀνα-τεθεμένος BCH59.202 (Daulis):—the Pass. never occurs in Hom., and is generally rare, κεῖμαι being used instead.
A in local sense, set, put, place, λίθον Il.21.405, cf. IG12.373.10, al.; θεμείλια Il.12.29; τέρματα τ. Od.8.193; κλισίην, θρόνον τ. τινί, set a stool or chair for him, 4.123, 8.65 (so in Med., set for oneself, δίφρον 20.387); ἐκελήσατο θέμεν τὰν κλίναν, ἐφ' ἇς τὰν Σωστράταν ἔφερον lay down, IG42(1).122.31 (Epid., iv B.C.); πόδα τ. plant the foot, i.e. walk, run, A.Eu.294, E.IT32: so in Med., τετράποδος βάσιν θηρὸς τιθέμενος, i.e. going on all fours, Id.Hec. 1059 (lyr.): the mode is expressed by Advbs. or Preps.,
a with Advbs., τ. τι πυρὸς ἐγγύς, ἀπάνευθε πυρός, Od.14.518, Il.18.412; προπάροιθε ποδῶν 20.324; χαμαὶ τ. τὸν πόδα A.Ag.906; τὰ ἄνω κάτω and τὰ κάτω ἄνω τ. Hdt.3.3, cf. A.author>Eu.651, etc.: with Advbs. implying motion, ἄλλοσε θῆκε Od.23.184,204; ἔχεις . . ὅποι θήσεις Pl.R.479c:—Med., ὅποι . . τιθοῖτο X.Mem.3.8.10.
b with Preps. of local sense, θεῖσα στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις E.Med.1160 (Med., ἀμφ' ὤμοισι τιθήμενον ἔντεα Il.10.34); ἀνά τινι or τι, as ἂμ βωμοῖσι Il.8.441; ἀνὰ μυρίκην 10.466; ἐπί τινος, τινι, or τι, as εἵματα ἐπ' ἀπήνης Od.6.252, cf. Il.16.223, etc.; ἐπὶ κρατὶ κυνέην 15.480; πέπλον Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασι 6.92 (v. infr.111.2); ἐπὶ [θρόνον τὰ ἱμάτια] Hdt.1.9, cf. A.Supp.483, etc.; τὴν ἀρχὴν (sc. τοῦ ἐπιδέσμου) κατὰ μεσοφρύου, ἐπὶ ἰνίον, etc., Sor.Fasc.1,2, al.; ὑπό τινι or τι, as δέμνι' ὑπ' αἰθούσῃ Il.24.644; ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνά τινι Od.4.445: most freq. with the Preps. ἐν or εἰς, put in or put into . ., as θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα Il.18.476; τόξα ἐν πυρί 5.215; ἐν κίστῃ ἐδωδήν Od.6.76; ἐν λεχέεσσι θ. [τινά] Il.18.352 (so in Med., ἐς δίφρον ἄρνας θέτο put into the car, 3.310; ὁ θεὸς ἔθετο τὰ μέλη ἐν τῷ σώματι 1 Ep.Cor.12.18); ἐς λάρνακα, ἐς κάπετον, Il.24.795,797; ἐς ταφάς S.Aj.1110 (Med., ἐν τάφοισι θέσθε Id.OC1410), cf. Ant.504, Tr.1254.
c in Poets also with dat. only, χρήματα μυχῷ ἄντρου Od.13.364 (so in Med., κολεῷ ἄορ θέο 10.333), cf. S.Tr.691, E.Hel.1064.—The same constructions will be found under many of the following heads.
II Special phrases:
1 θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν, ἐν χειρί, put it in his hands, Il.1.441,585, etc.; ἐν χερσί or χείρεσσί τινος 6.482, 23.597; οἶνον Ὀδυσσῆϊ ἐν χείρεσσι Od.14.448; ἐς χεῖρά τινος into his hand, S.Aj.751.
2 of women, θέσθαι παῖδα, υἱὸν ὑπὸ ζώνῃ, to have a child put under her girdle, i.e. to conceive, h.Ven.255,282.
3 ἐν ὄμμασι θέσθαι set before one's eyes, Pi.N.8.43.
4 set a plant, X.Oec.19.7,9.
b lay a mosaic, PCair.Zen.665.10,15 (iii B.C.).
5 θέσθαι τὴν ψῆφον = lay one's voting-pebble on the altar, put it into the urn, ἐς τεῦχος οὐ διχορρόπως ψήφους ἔθεντο A.Ag.816: hence simply, give one's vote, ἐπὶ φόνῳ for death, E.Or.756 (troch.); ἑωυτῷ in one's own favour, Hdt.8.123; σὺν τῷ νόμῳ X.Cyr.1.3.17; εὔφρονα, δικαίαν τὴν ψῆφον τ., A.Supp.640 (lyr.), Lycurg.128, etc.; and in Pass., ἔστω δὴ φανερὰ ἡ ψῆφος τιθεμένη Pl.Lg.855d: also γνώμην θέσθαι, c. inf., give one's opinion, Hdt.7.82; περὶ ἡμῶν And.3.21: τίθεσθαι abs., vote, γνώμῃ S.Ph.1448 codd. (anap., γνώμην Lambinus), Hld.2.29; μετά τινος A.Supp.644 (lyr.); ἐναντία τινί Pl.Phlb.58b; τινι S.E.P.2.37 codd., Lib.Decl.1.65.
6 in Hom., θεῖναί τινί τι ἐν στήθεσσι, ἐν φρεσί, etc., put or plant it in his heart, ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον Il.13.732; βουλὴν ἐν στήθεσσι τ. 17.470; ἔπος ἐν φρεσί 19.121, al.; also μένος δέ οἱ ἐν φρεσὶ θῆκε 21.145:—Med., ἄγριον ἐν στήθεσσι θέτο θυμόν laid up wrath in his heart, treasured it there, 9.629; ἐν φρεσὶ θέσθε αἰδῶ καὶ νέμεσιν 13.121; τοῖσιν κότον αἰνὸν ἔθεσθε harboured enmity against them, 8.449; καθαρὸν θέμενος νόον Thgn.89; θέμενος ἄγναμπτον νόον A.Pr.164 (lyr.); ἐνὶ φρεσὶ θέσθαι, c. inf., bear in mind, think of doing a thing, Od.4.729; θ. [τι] ἐν καρδίᾳ Ev.Luc. 1.66.
7 deposit, as in a bank, τὰ πρυτανεῖα πρὸς τοὺς ἄρχοντας IG12.22.33; θεὶς ἐπὶ τὴν τράπεζαν τὰς τετταράκοντα μνᾶς Hyp.Ath.5; ἐνέχυρον τιθέναι τι Ar.Pl.451, cf. Ec.755, D.41.11, PEnteux.32.7 (iii B.C.), etc.:—Med., τὰ ἡμίσεα τῆς οὐσίης θέσθαι παρά τινα Hdt.6.86.ά, cf. Od.13.207; τὴν τιμὴν θήσονται ἐπὶ τὴν τράπεζαν, ἕως . . PCair.Zen.723.11 (iii B.C.); ἐγγύην θέσθαι A.Eu.898; συνθήκας παρά τινι Lycurg.23:—Pass., τὰ ληφθέντα καὶ τὰ τεθεντα D.49.5 (but Act. and Med. are sometimes distinguished, ὁ θείς = the mortgagor, ὁ θέμενος = the mortgagee, τοὺς θέντας ἡμᾶς ἢ καὶ τοὺς θεμένους ὑμᾶς Pl.Lg.820e, cf. Hyp.Fr.169, D.53.10; τίθεσθαι seems to have the same meaning as ὑποτίθεσθαι in IG22.43.41, 2758.4, 12(7).55.12 (Arcesine, iv/iii B.C.), but the two are distinguished in Supp.Epigr.3.760 (Euboea, iv B.C.)): metaph., χάριν or χάριτα θέσθαι τινί deposit a claim for favour with one, lay an obligation on one, Hdt.9.60, 107, cf. A.Pr.783, etc.
8 pay down, pay, τόκον, εἰσφοράν, μετοίκιον, D.41.9, 22.43, 29.3; τὸ γιγνόμενον Id.18.104; τὸν πριάμενον ἑκατοστὴν τιθέναι τῆς τιμῆς Thphr.Fr.97.1; τὴν τιμήν PRev.Laws 18.13 (iii B.C.); τὰ μέρη PCair.Zen.218.33 (iii B.C.); [τὰς δραχμὰς] εἰς ἀνήλωμα τοῦ πλοίου ib.753.64 (iii B.C.):—Med., θέμενος ἀρραβῶνα PFlor.303.3 (vi A.D.).
9 put down in writing, θοῦ δ' ἐν φρενῶν δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους S.Fr.597 (cj. Nauck):—Pass., τὰ ἐν γράμμασι τεθέντα Pl.Lg.793b.
b place to account, reckon, D.27.34,36, 28.13; θήσω εἰς δύο παῖδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῦ Lys.32.28, cf. ib.21:—metaph. in Med., ἀλλ' οὐκ ἀκριβῶς αὐτὸ θήσομαι λίαν E.Med.532; τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἀσφαλῶς ἔθεντο reckoned as doubtful, Th.4.18.
10 in military language, τίθεσθαι or θέσθαι τὰ ὅπλα has four senses,
a rest arms, i.e. halt, with arms in an easy position but ready for action, Th.4.44,93, 7.3; θέμενοι ἐς τὴν ἀγορὰν τὰ ὅπλα advancing to the market-place and resting arms there, Id.2.2, cf. Hdt.9.52, X.An.1.5.14, 17, 1.6.4, etc.; εἰς τάξιν τὰ ὅπλα τ. ib.2.2.21, 5.4.11; so ἐν τάξει ib.2.2.8; ἀντία τισί over against them, Hdt.5.74 (in 1.62 ἀντία ἔθεντο τὰ ὅπλα over against it (the temple)); poet., πάτρας ἕνεκα εἰς δῆριν ἔθεντο ὅπλα Inscr. ap. D.18.289.
b bear arms, fight, τὸ θυμοειδὲς . . ἐν τῇ τῆς ψυχῆς στάσει τίθεσθαι τὰ ὅπλα πρὸς τὸ λογιστικόν Pl.R.440e; τοῦ δήμου . . παρακαλοῦντος τοὺς στρατιώτας τίθεσθαι πρὸς τὴν πόλιν IG22.666.10; ὃς ἂν μὴ θῆται τὰ ὅπλα μηδὲ μεθ' ἑτέρων Arist.Ath.8.5, cf. Lys.31.14, D.21.145; so ὁπόσοιπερ ἂν ὅπλα ἱππικὰ ἢ πεζικὰ τιθῶνται who serve on horseback or on foot, Pl.Lg.753b, cf. 756a; ἐν ταῖς ναυσὶ τὰ ὅπλα θέσθαι Plu.Cim.5.
c lay down one's arms, surrender, D.S.20.31,45; so, without the idea of surrender, θέσθαι τὰς ἀσπίδας X.HG2.4.12 (but Act., τὰ ὅπλα θείς Plu.2.759a).
d τὰ ὅπλα εὖ τίθεσθε keep your arms in good order, X.Cyr.4.5.3; εὖ ἀσπίδα θέσθω Il.2.382.
II lay in the grave, bury, ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέα 23.83 (freq. with words added, ἐν τάφοισι, ἐς ταφάς, etc., v. supr. 1 b); ποῦ σφε θήσομεν χθονός; A.Th.1006 (lyr.):—Pass., τὰ δὲ ὀστᾶ φασι . . τεθῆναι . . ἐν τῇ Ἀττικῇ Th.1.138, cf. Pl.Mx. 242c, Lg.947e; ἄλλῳ δὲ μηδενὶ ἐξεῖναι ἐν τῷ πυργίσκῳ τεθῆναι μετὰ τὸ ἐνταφῆναι αὐτήν· ἐπεὶ ὁ θείς τινα ἀσεβὴς ἔστω θεοῖς καταχθονίοις TAM 2(1).51 (Telmessus), cf. 55, al., AJP48.30 (Apamea), Supp.Epigr. 6.221 (Phrygia), etc.
12 τιθέναι τὰ γόνατα kneel down, Ev.Marc. 15.19, Ev.Luc.22.41, al.
III set up, of the prizes in games, ἄεθλα Il.23.263, etc.; ἀέθλιον ib.748; νικητήρια S.Fr.537 (so in Pass., τὰ τιθέμενα = the prizes, D.61.25); also with the object offered as the prize, τ. δέπας, βοῦν, σόλον, etc., Il.23.656,750,826, al., cf. Hdt. 1.144, S.Aj.573:—this is more fully expressed by ἐς μέσσον τ., Il.23.704: after Hom. more generally, lay before people as common property, βούλομαι ὑμῖν εἰς τὸ μέσον αὐτὸ θεῖναι Pl.Lg.719a; ἐς μέσον ἀρχὴν τιθεὶς ἰσονομίην ὑμῖν προαγορεύω Hdt.3.142; so also τ. τι εἰς τὸ κοινὸν X.Mem.3.14.1; reading and sense are doubtful in A.Ch. 145.
2 set up in a temple, dedicate, ἀγάλματα Od.12.347; τάσδε . . θεοῖς ἀσπίδας ἔθηκε E.Ph.576; so perhaps Il.6.92 (v. supr. 1b).
IV assign, award, τιμήν τινι Il.24.57; ὄνομά τινι Pl.Sph.244d: especially in Med., ὄνομα (or οὔνομα) θέσθαι τινί give a child a name at one's own discretion, Od.18.5, 19.406 (in 19.403 with v.l. θείης), Hdt.1.107, 113, cf. E.Ph.13: ellipt., without ὄνομα, ᾧ δὴ ἀθροίς ματι ἄνθρωπόν τε τίθενται καὶ λίθον Pl.Tht.157b, cf. Cra.402b: pleonast., Ἴωνα δ' αὐτὸν ὄνομα κεκλῆσθαι θήσεται E.Ion75.
V τιθέναι νόμον down or give a law, of a legislator, S.El.580, E.Alc.57, Ar.Ach.532, Pl.R.339c, D.24.99, etc.:—so in Med., of Solon, Hdt.1.29; of a people, state, or legislature, give oneself a law, make a law, Pl.R.338e, Isoc.3.6, Arist.Pol.1289a14 (Pass., τίθεται νόμος Ar.Nu.1425, Pl.Lg.705e,744a; τιμωρίαι . . ἐτέθησαν ib.943d); also θήσω θεσμόν A.Eu.484; κήρυγμα θεῖναι S.Ant.8; σκῆψιν τιθέναι allege an excuse, Id.El.584: c. acc. et inf., order matters so that . ., [ὁ Λυκοῦργος] ἔθηκε θύειν βασιλέα πρὸ τῆς πόλεως τὰ δημόσια ἅπαντα X.Lac.15.2, cf. 1.5, 2.11; without inf., καλῶς ἔθεντο ταῦτα πατέρες οἱ πάλαι E.Or.512: c. dat. et inf., γυναιξὶ σωφρονεῖν . . θήσει Id.Tr.1057.
2 Med., agree upon, ἡμέραν θέσθαι D.42.1,13; so θ. συγγραφήν, ὁμολογίαν, σύμβολόν τινι, etc., PEleph. 2.16 (iii B.C.), PGoodsp.Cair.6ii 2 (ii B.C.), PRein.11.9 (ii B.C.), etc.
3 execute a document. τ. διαθήκην make a will, Stud.Pal.1.6.3 (v A.D.): so in Med., PSI10.1119.16 (ii A.D.); θέσθαι τινὸς ἀπαρχήν make out a person's birth-certificate, ib.9.1067.15 (iii B.C.), etc.
VI establish, institute, ἀγῶνας A.Ag.845, cf. X.An.1.2.10; ἐν τοῖς ἀγώνοις οἷς ἁ πόλις τίφητι (sic) Delph.3(3).120.17 (ii B.C.); πενταετηρίδα Pi.O.3.21.
VII dispose, order, ordain, bring to pass, of gods, οὕτω νῦν Ζεὺς θείη Od.8.465, 15.180; ὣς ἄο' ἔμελλον θησέμεναι Il.12.35; [Ζεὺς] τίθησ' ὅπῃ θέλει Semon.1.2; τὰ δ' ἄλλα πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων τίθησιν (sc. Ζεύς) A.Eu.651; πάντα παγκάκως θεοὶ θέσαν cj. in Id.Pers.283 (lyr.); τέλος δ' ἔθηκε Ζεὺς . . καλῶς S.Tr. 26; κόσμῳ θέντες, as etym. of θεοί, Hdt.2.52; of human beings, administer, manage, [τι] κακῶς θέμεν, εὖ θέμεν, Thgn.845,846; τὰ δ' ἄλλα φροντὶς . . θήσει δικαίως A.Ag.913; ἐγὼ καὶ σὺ θήσομεν κρατοῦντε τῶνδε δωμάτων καλῶς ib.1673 (troch.); ταῦτ' ἐγὼ θήσω καλῶς E.Hipp. 521, cf. Andr.737; τὰ παρ' ὑμῶν εὖ τίθει Ar.Lys.243; τ. τὰ τῶν φίλων ἀσφαλῶς X.Ages.11.12; τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ πράξει καλῶς E.Fr.287:—Med., administer for oneself, οἶκον εὖ θέσθαι Hes.Op.23; ἄνδρας σοφοὺς χρὴ τὸ παρὸν πρᾶγμα καλῶς εἰς δύναμιν τίθεσθαι Cratin. 172 (lyr.), cf. D.23.134, Anon.ap Suid.s.v. τίθεσθαι, Hsch. s.v.τὸ παρὸν εὖ τίθεσο; ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο θέσθαι τὸ παρόν Th.1.25; τὸ παρὸν εὖ θέσθαι make the best of one's resources or situation, Luc.Nec.21, M. Ant.6.2, cf. Aristid.2.35 J.; εὐτυχίαν τὴν παροῦσαν ἔξεστι καλῶς θέσθαι Th.4.17; τὰ παρόντα θέσθαι καλῶς Ach.Tat.5.11; τὰ σεωυτοῦ τιθέμενος εὖ Hdt.7.236; τὰ οἰκεῖα εὖ θέμενον Pl.R.443d; τὰ ἴδια ἕκαστοι εὖ βουλόμενοι δὴ θέσθαι Th.4.59; τὰ πάντα ὅπως ἂν αὐτῇ ἡδὺ ᾖ οὕτως τίθεσθαι X.Mem.1.4.17; εἰ μὴ θήσομαι τἄμ' ὡς ἄριστα E.Andr. 378; τὸ σαυτοῦ θέμενος εὖ Id.IT1003, cf. Ba.49, HF605,938, Hipp. 709, Dionys.Eleg.1.5; τὰ πρὶν εὖ θέμενος S.El.1434; συνετῶν ἀνδρῶν (sc. εἶναι), πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι Pittac. ap. D.L.1.78; τὸ κοινῶς φοβερὸν ἅπαντας εὖ θέσθαι that all should face the common danger, Th.4.61; of wars, quarrels, etc., bring them to a successful issue, but sometimes put a good face on them, patch them up, ἕως ἂν τὸν πόλεμον εὖ θῶνται Id.8.84; θήσονται τὸν πόλεμον ᾗ βούλονται Id.1.31; πόλεμον ἀραμένους οὐ ῥᾴδιον εὐπρεπῶς θέσθαι ib.82; ὅτῳ τρόπῳ . . τὸ σφέτερον ἀπρεπὲς εὖ θήσονται Id.6.11; μεθ' ἧς τὸ νῦν παρεστὸς νεῖκος εὖ θέσθαι χρεών S. OT633; τὸν τρὸς τοὺς Ἐλευσῖνι πόλεμον ὡς μετρίως ἔθεντο Pl.Mx.243e; ἄμεινον ἢ τότε ἐθέμεθα τὸν πόλεμον ib.245e; τὰς γενομένας συμφορὰς πρὸς ἀλλήλους θέσθαι καλῶς And.1.140: abs., θέσθαι καλῶς S.Fr. 350:—pass., εἰ τεθήσεται κατὰ νοῦν τὰ πράγματα Th.4.120.
2 in the game of πεττεία, κυβεία, Lat. tesserae (cf. Ter.Adelph.739), to place as skilfully as possible the pieces which have been assigned to one by the luck of the dice, πεττείᾳ τινὶ ἔοικεν ὁ βίος, καὶ δεῖ ὥσπερ ψῆφόν τινα τίθεσθαι τὸ συμβαῖνον Socr. ap. Stob.4.56.39; ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ αὑτοῦ πράγματα ὅπῃ ὁ λόγος αἱρεῖ βέλτιστ' ἂν ἔχειν Pl.R.604c, cf. Plu.Pyrrh.26; στέργειν δὲ τἀκπεσόντα καὶ θέσθαι πρέπει σοφὸν κυβευτήν S.Fr.947; τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι I will take advantage of my master's good luck, A.Ag.32: many of the passages cited in A. v11. I may be metaph. applications of this sense.
B put in a certain state or condition, much the same as ποιεῖν, ποιεῖσθαι, and so often to be rendered by our make:
I followed by an attributive Subst., make one something, with the predicate in apposition, θεῖναί τινα αἰχμητήν, ἱέρειαν, μάντιν, etc., Il.1.290, 6.300, Od.15.253, etc.; θ. τινὰ ἀρχέπολιν Pi.P.9.54; θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος make her another's wife, of a third person who negotiates a marriage, Il.19.298 (for Med., v. infr. 3); ἥτε με τοῖον ἔθηκεν ὅπως ἐθέλει who has made me such as she will, Od.16.208; σῦς ἔθηκας ἑταίρους thou hast made my comrades swine, 10.338; so [νῆα] λᾶαν ἔθηκε 13.163, cf. Il.2.319, etc.; ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον LXX Ps.109(110).1; but γέλων ἔθηκε συνδείπνοις caused them laughter, E.Ion1172; λόγους εἰς μέτρα τ. put them into verse, Pl. Lg.669d.
2 with an Adj. for the attributive, θεῖναί τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήρων make him undying and undecaying, Od.5.136; πηρόν, τυφλόν, ἀφνειὸν τ. τινά, Il.2.599, 6.139, 9.483; τὸν μὲν . . θῆκε μείζονά τ' εἰσιδέειν καὶ πάσσονα Od.6.229, cf. 18.195, Pl.Prt.344d.
b of things, ἅλιον πόνον, πόνον οὐκ ἀτέλεστον, πάντα μεταμώνια, Il.4.26,57, 363; ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε Κρονίων Od.3.88, cf. 11.274; ἀποίητον θέμεν ἔργων τέλος Pi.O.2.17; ἀρὰν τ. ἀλαθῆ A.Th.944 (lyr.); ἀναστάτους οἴκους τ. S.Ant.674; τ. λεῖον τὸν τραχὺν ἐχῖνον Ar.Pax1086; τὸ πραχθὲν ἀγένητον τ. Pl.Prt.324b.
3 freq. in Med., γυναῖκα or ἄκοιτιν θέσθαι τινά make her one's wife, Od.21.72,316, B.5.169; παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν θ. take her own son as husband, A.Th.929 (lyr.).
b υἱὸν θέσθαι τινά, like ποιεῖσθαι, make one's son, adopt, Pl.Lg.929c, etc.: abs., θέσθαι τινά adopt, Plu.Aem.5.
c generally, προσφιλῆ θέσθαι τινά S.Ph.532; but φίλον ἐμαυτῷ θ. deem my friend, Id.Ant.188; γέλωτα θέσθαι τινά = make him one's butt, Hdt.3.29, 7.209.
4 c. inf., make one do so and so, τιθέναι τινὰ νικᾶσαι make him conquer, Pi.N.10.48 (dub.); μετατραπεῖν Id.Fr.177; τὸν πάθει μάθος θέντα κυρίως ἔχειν A.Ag.178 (lyr.), cf. 1036, 1174 (lyr.), E.Med.718, Heracl. 990, etc.
II in reference to mental action, when Med. is more freq. than Act., lay down, assume, hold, reckon or regard as . ., τί δ' ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε; Od.21.333; δαιμόνιον αὐτὸ τίθημ' ἐγώ S.El.1270 (lyr.); τοιοῦτον θέντες τὸν δίκαιον Pl.R.361b, cf. 430b (Med.); θὲς δή μοι . .now suppose so and so, Id.Tht.191c; εὐεργέτημά τι θεῖναι D.1.10; with ὡς, θέντες ὡς ὑπάρχον εἶναι ὃ βούλονται Pl.R. 458a, cf. Phd.100a; μὴ τοῦτο ὡς ἀδίκημα θῇς D.18.193.
2 followed by Advbs., ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα; in what light must we regard these things? S.Ph.451; οὐδαμοῦ τιθέναι τι hold of no account, E.Andr.210; πρόσθεν or ἐπίπροσθέν τινος τιθέναι τι, Id.Hec.129 (anap.), Supp.515; πόρρω τίθεσθαί τί τινων set far below... D.18.299.
3 followed by Preps., τ. τινὰ ἐν φιλοσόφοις Pl.R.475d; ἐν τοῖς φίλοις X.Mem.2.4.4; also εἰς ὁποτέραν (of two classes) Pl.Sph.264c; εἰς τὸν δῆμον, εἰς τοὺς πλουσίους, X.Mem.4.2.39; also οὐκ ἐν λόγῳ τίθεσθαί τινα Tyrt.12.1; ἐν τιμῇ τίθεσθαί τινα Hdt.3.3; ἐν αἰτίῃ τιθέναι τινά Id.8.99; ἐν οἰωνῷ τινι τοῦ μέλλοντος, ἐν ἐπαίνῳ, ἐν γέλωτι τίθεσθαι, Plu.Alex.31, Cat.Ma.20, TG17; θέσθαι παρ' οὐδέν set at naught, A.Ag.230 (lyr.), E.IT732, cf. Pl.Phdr.252a (but ἐν οὐδενί BGU1816.23 (i B.C.), Supp.Epigr.7.1.6 (Susa, i A.D., Epist.Artabani)); ἐν παρέργῳ θοῦ με S.Ph. 473; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου ib.876; ταῦτ' ἐν αἰσχρῷ θέμενος E. Hec.806; ἐν ἀδικήματι θέσθαι τι Th.1.35; ἐν ἀδικήματος μέρει τιθέναι τι D.23.148; θέσθαι τὰ δίκαια ἔκ τινος estimate them by... Id.8.8.
4 c. partit. gen., ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων put me down as one of the convinced, Pl.R.424c, cf. 376e, 437b; τῆς ἡμετέρας ἀμελείας ἄν τις θείη might reckon it as due to our carelessness, D.1.10.
5 c. inf., οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον I hold not that he lives, count him not as living, S.Ant.1166: so in Med., Pl.Phd.93c, D. 25.43,44: rarely c. part., θήσω ἀδικοῦντα [αὐτόν] Id.23.76, cf. Pl. Prt.343e, Ap.27c.
6 elliptically, lay down, assume, θῶμεν δύο εἴδη (sc. εἶναι) Id.Phd.79a, etc.; θήσω οὕτω (sc. εἶναί τι) D.23.85, cf. Arist.Pol.1290a30.
7 affirm, opp. αἴρω (deny), τὸ ἐπέκεινα ὄντος οὐ τόδε λέγει- οὐ γὰρ τίθησιν—the phrase 'beyond being' does not denote a 'this' (for it is not an affirmation), Plot.5.5.6.
C without any attributive word following, make, work, execute, of an artist, ἐν δ' ἐτίθει νειόν Il.18.541, cf. 550,561,607; [δόρπον] θησέμεναι Od.20.394.
2 make, cause, bring to pass, ἔργα Il.3.321; τ. κέλαδον καὶ ἀϋτήν 9.547; ὀρυμαγδόν Od.9.235; ἔριν μετ' ἀμφοτέροισιν 3.136; φιλότητα, ὅρκια μετ' ἀμφ., Il.4.83, Od.24.546: c. dat. pers., σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι Il.8.171; Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκεν 1.2, etc.; πᾶσι δ' ἔθηκε πόνον 21.524, cf. 15.721, 16.262; φόως ἑτάροισιν 6 6, etc.; χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν Pi.O.2.99; πόλει κατασκαφὰς θέντες A. Th.47; εἰρήνην φίλοις Id.Pers.769; αἷμα θήσεις E.Ba.837 (s. v.l.).
3 freq. in Med., make or prepare for oneself, θέσθαι κέλευθον make oneself a road, open a way, Il.12.418; θέτο δῶμα Od.15.241; τίθεντο δὲ δαῖτα, δόρπα, Il.7.475, 9.88 (but δαῖτα τίθενται are holding a feast, Od.17.269); μεγάλην ἐπιγουνίδα θέσθαι to make oneself, get a large thigh, Od.17.225; θέσθαι μάχην = engage in . ., Il.24.402; δυσμενέεσσι πόνον καὶ δῆριν ἔθεντο 17.158; ἱδρῶτα τίθεσθαι have an access of perspiration, Hp.Decent.2; μαρτύρια θέσθαι produce as testimony, Hdt.8.55; ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος putting on the aspect of a reverend man, Pi.P.4.29, cf. Hsch. s.v. θήκατο; πόνον πλέω τίθου work thyself the more annoy, A.Eu.226; εὐκλεᾶ θέσθαι βίον S.Ph.1422, etc.
4 periphrasis for a single Verb. μνηστήρων σκέδασιν θεῖναι make a scattering, Od.1.116; θέμεν κρυφόν, νέμεσιν, αἶνον, for κρύπτειν, νεμεσῦν, αἰνεῖν, Pi.O.2.97, 8.86, N.1.5; μὴ σχολὴν τίθει A. Ag.1059; ὑμῖν ἔθηκε σὺν θεοῖς σωτηρίαν (v.l. προμηθίαν) E.Med.915:—also in Med., θέσθαι μάχην, for μάχεσθαι, Il.24.402; θέσθαι θυσίαν, γάμον, for θύειν, γαμεῖσθαι, Pi.O.7.42, 13.53; σπουδήν, πρόνοιαν θέσθαι, S.Aj.13,536, cf. Pi.P.4.276; θ. ἐπιστροφὴν πρό τινος S.OT134; περὶ τούτων οἰκονομίας PEnteux.22.6 (iii B.C.); and c. gen., θ. λησμοσύναν, συγγνωμοσύνην τινῶν, S.Ant.151 (lyr.), Tr.1265 (anap.). (Cf. Lith. dēti 'lay (eggs, etc.)', Skt. dáti 'lay down, place', Lat. -do in condo, etc., Engl. do, doom.)
German (Pape)
[Seite 1109] (θε), 2. Pers. praes. bei Hom. immer τίθησθα, auch impf., Od. 9, 404, inf. τιθήμεναι für τιθέναι, Il. 23, 83. 247, τιθέμεν Hes. O. 746; imperf. ἐτίθην, τίθεσαν, Od. 22, 456, in der Iterativform τίθεσκον, und (von τιθέω) ἐτίθουν, ἐτίθει u. τίθει, Hom. u. Folgde im gew. Gebrauch, Pind. hat auch praes. τιθεῖς, P. 8, 11, wie τιθεῖ Minnerm. 1, 6. 3, 7; fut. θήσω, aor. ἔθηκα u. ἔθην, conj. θῶ, θέωμεν, Od. 24, 285, zweisylbig auszusprechen, auch θείω, Il. 16, 83. 437 Od. 1, 89, θείομεν für θείωμεν = θῶμεν, Il. 23, 244. 486 Od. 13, 364, sing. θήῃς, Il. 16, 96, in der Od. aber schreibt Wolf θείῃς, θείῃ, int. θέμεναι, selten θέμεν, wie Hes. O. 61. 67 u. öfter bei Pind.; perf. τέθεικα; – med. τίθεμαι, part. auch τιθήμενος, Il. 10, 34, impf. ἐτιθέμην, Hom. Il. u. Folgde; fut. θήσομαι, aor. I. ·ἐθηκάμην, θήκατο, Il. 10, 31, Hes. Sc. 128, θηκάμενος Pind. P. 4, 29. 113; att. nur aor. II. ἐθέμην, opt. θεῖτο, Od. 17, 225, imper. θέο, 10, 333, – pass. aor. ἐτέθην, fut. τεθήσομαι, perf τέθειμαι, kommen bei Hom. noch nicht vor, – setzen, stellen, legen, zunächst – 1) im örtlichen Sinne, an einen bestimmten Ort hinsetzen, hinlegen, hinbringen, φύσας μέν ῥ' ἀπάνευθε τίθειπυρός, Il. 18, 412; πυρὸς ἐγγὺς εὐνήν, Od. 14, 518; ἅρματα δ' ἂμ βωμοῖσι τίθει, Il. 8, 441, wie κλάδους βωμοὺς ἐπ' ἄλλους θές Aesch. Suppl. 478; u. so zu erklären οὐχ ἱκετηρίαν οὐδεὶς τριήραρχος ἔθηκε, sc. ἐπὶ τῷ βωμῷ, eigtl. den Zweig, das Zeichen der Hülfeflehenden auf den Altar legen, Dem. 18, 107; κλῶνας ἐξ ἀμφοῖν χεροῖν τιθεὶς ἐλάας, Soph. O. C. 485. – Von den Präpositionen, die damit verbunden werden, ist zu merken, daß sehr gewöhnlich ἐν dabeisteht, so daß ähnlich, wie beim lat. ponere, collocare in aliquo loco, mit dem Stellen u. Legen zugleich das darauf folgende Sein od. sich Befinden am Orte ausgedrückt wird, ἐν κίστῃ ἐτίθει ἐδωδήν, Od. 6, 76; ἱστία θέσαν ἐν νηΐ, Il. 1, 433; πρώτας ἐν γαίῃ θέσαν, 12, 260; ἐν πυρῇ νεκρόν, 23, 165; ἐν τείχει θέσαν, Pind. P. 3, 38; ταῦτ' ἐν μέσῳ τίθημι, Aesch. Ch. 143; πόδα ἐν χέρσῳ, Suppl. 32; ἐν μέσῳ σκάφει θέντες σφε, Soph. Trach. 801; ἐν τάφῳ τιθεῖσα, Ant. 500; auch εἰς ταφὰς ἐγὼ θήσω, Ai. 1089; bes. ἐν χερσὶ τίθει, Il. 1, 585; ἐν χείρεσσ' Οδυσῆϊ τίθει, 10, 529, u. öfter, was so geläufig war, daß es den allgemeinen Begriff des Einhändigens, Darreichens, Gebens erhielt, u. auch ἵππον ἐν χείρεσσι τίθει Μενελάου gesagt wurde, Il. 23, 597; vgl. noch σπείσας δ' αἴθ οπα οἶνον Ὀδυσσῆϊ ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν, Od. 14, 448. – Daran reihen sich ursprünglich auch örtlich zu nehmende, auf das Geistige gehende Vrbdgn: ἄλλῳ δ' ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον εὐρύοπα Ζεύς, Il. 13, 732; νόον, ὅν τινά οἱ νῦν ἐν στήθεσσι τιθεῖσι θεοί, Od. 2, 124; θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι θεοὶ θέσαν, Il. 9, 637, u. ä., Einem einen Gedanken, einen Rat. Muth in die Seele legen, eingeben. Auch med., ἐν, στήθεσσι θέτο θυμόν, Il. 9. 629, αἰδῶ καὶ νέμεσιν, ἔν φρεσὶ θέσθαι, 13, 121, vgl. 15, 561. 660; ähnlich κότον θέσθαι τινί, gegen Einen Groll bei sich festsetzen, ihm fortwährend grollen, 8, 449; θέσθαι θυμὸν ἄγριον ἐν στήθεσσιν, Zorn in der Brust festsetzen, ἐν θυμῷ τίθεν, Pind. P. 3, 65; u. ohne acc., ἐν φρεσὶ θέσθαι, bei sich festsetzen, im Herzen beschließen, worauf bedacht sein, c. int., Od. 4, 729. – Selten εἰς, Il. 23, 704. 24, 795. 297; τίθεμαι εἰς καρδίην, M. Arg. 2 (V, 32); Soph. vrbdt ὡς ἐς πυράν με θῇς, Trach. 1254; εἰς χεῖρα Τεύκρου δεξιὰν φιλοφρόνως θείς, Ai. 739; εἴ τις θεῶν ἄνδρα ἕνα θείη εἰς ἐρημίαν, Plat. Rep. IX, 578 e; ψυχἡν είς τὸ μέσον α ύτοῦ θείς, Tim. 34 b, vgl. Legg. IV, 719 a; auch λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τι θέν τες, II, 669, d, Prosa in Verse bringen. – Ἐπί τινος, Od. 6, 202; Aesch. Pers. 188; Plat. Conv. 222 c; auch ἐπί τινα und ἐπί τινι; übertr., ἐπὶ φρένα θῆχ' ἱεροῖσιν, er richtete seinen Geist, seine Aufmerksamkeit auf die Opfer, Il. 10, 46; σίδαρον ἔπὶ κάρα τιθεῖσα κούριμον, Eur. Or. 964; τὰ ἱμάτια θήσει ἐπὶ τὸν θρόνον, Her. 1, 9; u. med., κρέα θέμενος ἐπὶ τὰ γόνατα, er legte sich das Fleisch auf die Kniee, Xen. An. 7, 3, 23. – Ἀνά τινι, Il. 8, 441. – Ὑπό τινι, Il. 24, 644; δέμνι' ὑπ' αἰθούσῃ θέμεναι, Od. 4, 297, auch ὑπό c. accus., Od. 4, 445. – Ἀμφ' ὤμοισι τιθήμενον ἔντεα, Il. 10. 34, wie Eur. Med. 1160. – Auch mit dem bloßen, dat., κολεῷ μὲν ἄορ θέο, Od. 10, 333. 13, 364 u. sonst. – Ποῦ σφε θήσομεν χθονός, Aesch. Spt. 993; μὴ χαμαὶ τιθεὶς τὸν σὸν πόδα, den Fuß auf die Erde setzen, Ag. 880; übh. τιθέναι πόδα für gehen, Ar. Thesm. 1100; vgl. πόθι γεραιὸν ἴχνος τίθημι; Eur. Phoen. 1710; Andr. 547 I. T. 32; θὲς εἰς χορὸν ἴχνος El. 859, u. öfter. – 2) einsetzen, errichten, aufstellen, gründen, βωμόν, Pind. Ol. 13, 82, στάλαν, N. 4, 81, wie Pol. 25, 1, 72 im med., στήλην τίθεσθαι, für sich aufrichten. θεμείλια, Il. 12. 29. auch von Pflanzen, φυτά, einsetzen, Xen. Oec. 19, 7; – ἀγάλματα, Weihgeschenke im Tempel aufstellen, Od. 12, 347, vgl. Il. 6, 92; Eur. ὑψηλῶν ἐπὶ νηῶν τέθεικε σκῦλα πλεῖστα βαρβάρων, El. 7; V alck. Phoen. 577; Wolf Dem. Lept. p. 307. – Vom Künstler, arbeiten, darstellen, ἐν δ' ἐτίθει νειὸν μαλακήν, Il. 18, 541. 550 u. öfter, vom Hephästus, der den Schild arbeitet; παράδειγμα θέσθαι αὐτό, als Beispiel aufstellen, Plat. Soph. 218, d. – Bes. al τέρματα, ein Ziel stecken, aufstellen, festsetzen, Il. 23, 333 Od. 8, 193 u. sonst; auch τιμήν τινι, Einem eine Ehre bestimmen, zuerkennen, Il. 24, 87. – b) ἀγῶνα, einen Wettkampf ansetzen, festsetzen, κοινοὺς ἀγῶνας θέντες, Aesch. Ag. 819; Plat. Menex. 249 b; ἀγῶνα ἔθηκε, Xen. An. 1, 7, 10; Ἡρακλέα τὸν Ὀλύμ πιον ἀγῶνα θεῖναι, Pol. 12, 26, 2. Ähnlich ἀέθλων κρίσιν καὶ πενταετηρίδα θῆκε, Pind. Ol. 3, 22; u. im med., θυσίαν θέμενοι, Ol. 7, 42; τὰ Πύθια δι' ἑαυτοῦ θεῖναι, sie anstellen u. feiern, so daß er der Ordner ist, Dem. 5, 22, vgl. 9, 32; Bast ep. crit. p. 72. Häufiger noch von den Kampfpreisen, sie aussetzen, ἄεθλα, Il. 23, 263. 653. 700; ἀέθλιον, 748; γυναῖκα, βοῦν, δέπας, σόλον, τεύχεα, τόξον, Il. 23, 263. 656. 826 Od. 11, 546. 21, 74; τὰ ἆθλα τίθεται, Thuc. 1, 6. So auch θεῖναι εἰς μέσσον, Il. 23, 704 (vgl. oben); τιθέναι εἰς τὸ κοινόν, zum Gemeingut machen, zum Genuß für Alle preisgeben. – c) übh. anordnen, festsetzen, bestimmen; θεσμόν, Aesch Eum. 462; πάντα παγκάλως ἔθεσαν, Pers. 775; τὰ δ' ἄλλα φροντὶς θήσει δικαίως, Ag. 881; πρὶν ἄν τις οὕτω λόγον τιθῇ καὶ διακοσμῇ, Plat. Phaedr. 277 c; – νόμον τιθέναι, ein Gesetz geben, von dem, der nach eigenem Gutdünken Gesetze giebt, oder dem Gesetzgeber, der vom Volke dazu erwählt ist und für das Volk die Gesetze schreibt; so von Solon, Plat. Rep. I, 339 c; Dem. 24, 102. 22, 30 u. A.; u. pass., τοῖς τεθήσεσθαι μέλλουσι νόμοις, Plat. Legg. V, 730 b. Dagegen im med. sich ein Gesetz machen, geben, vom Volke bei demokratischer Verfassung, der gewöhnlichste Ausdruck, wo von griechischer Gesetzgebung die Rede ist, τίθεται τοὺς νόμους ἑκάστη ἡ ἀρχὴ πρὸς τὸ αὑτῇ συμφέρον, Plat. Rep. I, 338 e. – Auch absolut, verfügen, verordnen, οὕτω νῦν Ζεὺς θείη, so verfüge, gebe es jetzt Zeus, Od. 8, 465. 15, 180; auch med., καλῶς ἔθεντο ταῦτα πατέρες, Eur. Or. 511; c. inf., befehlen, τήν οἱ Θέτις θῆκ' ἐπὶ νηὸς ἄγεσθαι, Il. 16, 223; vgl. Pors. Eur. Or. 1662 u. Seidl. Troad. 1066. So von Lykurg oft bei Xen. Lac. 1, 5 ff. ἔθηκε mit folgdm acc. c. inf. – Auch als Strafe festsetzen, χαλεπώτερα θεῖναι, Dem. 22, 30. – Τέλος θέμεν, ein Ende machen, Pind. Ol. 2, 17; τέλος δ' ἔθηκε Ζεὺς ἀγώνιος καλῶς, Soph. Trach. 26; κήρυγμα θεῖναι, Ant. 8, eine Bekanntmachung durch den Herold erlassen; und med., ὅρον ἄλλον θέμενος, Plat. Legg. V, 739 d; ἐκ τούτων τὰ δίκαια τίθενται καὶ ταύτῃ τὴν εἰρήνην ὁρίζονται, Dem. 8, 8. – Ähnlich ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο θέσθαι τὸ παρόν, Thuc. 1, 25, Anordnungen zu treffen (s. unter 5). – d) ὄνομα θεῖναί τινι, einen Namen für Einen festsetzen, ihm einen Namen beilegen, geben, Od. 19, 403; gewöhnlich im med. (eigtl. seinem Kinde), ὄνομα θέσθαι, 19, 406. 18, 5; τί δῆτα αὐτοῖς ὄνομα θήσονται βροτοί; Aesch. frg. 6; Plat. Crat. oft u. sonst; auch ohne ὄνομα, Theaet. 157 b. – e) beisetzen, von Todten, τὰ ὀστᾶ φασι τεθῆναι ἐν τῇ Ἀττικῇ, Thuc. 1, 138; ἐν τῷδε τῷ μνήματι ἐτέθησαν, Plat. Menex. 242 c; Xen. Cyr. 8, 7, 6. – f) Geld niederlegen bei Einem, bes. als Pfand, Plat. Legg. VII, 820 e; φιάλην λαβόντες καὶ θέντες ἐνέχυρα μετὰ χρυσίων, Dem. 41, 11, vgl. 52, 4; das med. wird vom Gläubiger gebraucht, als Pfand nehmen, also ὁ θείς, der ein Pfand niederlegt, ὁ θέμενος, der, bei dem er es niederlegt, Plat. Legg. VII, 820 e; vgl. Lob. Phryn. 468; χρήματα θέσθαι παρά τινι, Geld bei Einem niederlegen, es ihm anvertrauen, Her. 6, 86, 1. Auch Geld erlegen, bezahlen, εἰσφοράς, Dem. 22, 42. 44; τὸν μὴ δυνάμενον τὰ ἑαυτοῦ θεῖναι οἴκοθεν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἕλκεσθαι, 56; κἀκεῖ τὸ μετοίκιον τέθεικε, 29, 3; τόκον τιθέναι, Zinsen entrichten, 41, 9 u. öfter. – 3) τὴν ψῆφον τιθέναι ist eigentlich das Rechensteinchen aufs Brett setzen, damit rechnen, zählen, vgl. Plat. Legg. II, 674 e. Dah. ψῆφον τίθεσθαι, sein Stimmtäfelchen abgeben, bes. bei Wahlen und gerichtlichen Abstimmungen; ψῆφον ἐπὶ φόνῳ θέσθαι, Eur. Or. 754; ψῆφον δ' εὔφρον' ἔθεντο, Aesch. Suppl. 631. 634; Xen. An. 1, 3, 17, übh. seine Meinung, sein Urtheil abgeben; eben so τίθεσθαι τὴν γνώμην περί τινος, seine Meinung worüber sagen, Her. 7, 82 u. sonst; daher τίθεσθαί τινι, sc. ψῆφον, Einem sein Stimmtäfelchen, seine Stimme geben, beistimmen, κἀγὼ ταύτῃ τῇ γνώμῃ τίθεμαι, auch ich stimme dieser Meinung bei, Soph. Phil. 1434. – Dah. übertr., meinen, wofür ansehen, es setzen als, τοῦτ' ἐκείνης τίθημι ἀντίστροφον ἅπαν, Plat. Phil. 51 e; οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, Soph. Ant. 1151, ich erachte das nicht, daß der lebt, das nenne ich nicht ein Leben; δαιμόνιον αὐτὸ τίθημ' ἐγώ, El. 1262. – Auch annehmen, voraussetzen, für ausgemacht annehmen; θῶμεν δύο εἴδη τῶν ὄντων, Plat. Phaed. 79 a; θήσω δὲ ἀδικοῦντα, Dem. 23, 76, vgl. 22, 44; mit folgdm acc. c. inf., τίθημι στασιάζειν αὐτούς, Isocr. 4, 145; θήσω τοίνυν ἐγὼ μὴ τοιοῦτον εἶναι τοῦτο, ich will nun annehmen, dies sei nicht so, Dem. 20, 20; τιθῶμεν γὰρ ταῦτα, Din. 1, 68; vgl. Schäf. D. Hal. C. V. 287; καὶ ἐμὲ κοινωνὸν τῆς ψήφου ταύτης τίθετε, Plat. Rep. V, 450 a, betrachtet mich als beistimmend; ὡς λέγοντά με τίθετε, IX, 560 c, vgl. Prot. 343 e; τὰς βλάβας πάσας ἀδικίας τιθείς, Legg. IX, 861 e. – So auch im med., τὴν τοιαύτην δύναμιν ἀνδρείαν ἔγωγε καλῶ καὶ τίθεμαι, Plat. Rep. IV, 430 b; θέμενος ἡδονὴν εἶναι τἀγαθόν, Phil. 13 b; τιθέμενος ψυχὴν εἶναι γένεσιν ἁπάντων πρώτην, Legg. X, 899 c, vgl. Theaet. 158 a Phil. 66 d, Φιλοκράτην μόνον τοιοῦτον εἶναι τίθεμαι, Dem. 25, 44. – 4) Etwas an einen Platz stellen, oder in eine Klasse setzen, wozu rechnen, auch im med., τίθεσθαί τινα ἐν τιμῇ, Einen in Ehren halten, Her. 3, 3; ἐν δόξᾳ θέμενος, es als Ruhm erachtend, Pind. Ol. 11, 63; τίθεσθαί τι ἐν αἰσχρῷ, Etwas unter die schändlichen Dinge zählen, es für schändlich halten; τίθεσθαί τινα ἐν φιλοσόφοις, unter die Philosophen rechnen, vgl. Valck. Diatr. p. 8 f; bes. ἐν μέρει τινός, übh. wofür halten, ansehen, εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τίθης μέρει τὴν ἀδικίαν, Plat. Rep. I, 348 e, vgl. Phil. 31 c; ἐν τοῖς μεγίστοις ὠφελήμασι καὶ τόδε ἐγὼ τίθημι, Xen. Ages. 7, 2; Thuc. 1, 35; εἰς ἄλλην ἢ τὴν τοῦ ἀγαθοῦ μοῖραν αὐτὴν τιθέντες, Plat. Phil. 54 d; εἰς δύο αὐτὰ τίθεμεν ἐναντία ἀλλήλοιν εἴδη, Polit. 306 c, wir rechnen es zu zwei einander entgegengesetzten Arten; ἐὰν εἰς ταὐτὸν ἀριστοκρατικὸν καὶ βασιλικὸν θῶμεν, Rep. IX, 587 d; εἰς ἀνθρώπων ἤθη, VI, 580 d; εἰς ταύτην τίθεμαι τὴν τάξιν αὐτόν, Dem. 23, 24; τοὺς τυράννους εἰς τὸν δῆμον θήσομεν, τοὺς δὲ ὀλίγα κεκτημένους εἰς τοὺς πλο υσίους, Xen. Mem. 4, 2, 39; auch c. gen., καὶ ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων, rechne auch mich zu den Überzeugten, Plat. Rep. IV, 424 c; ἀριθμὸν τῶν ὄντων τίθεμεν, Soph. 238 a; ἆρ' οὐ τοῦ σώματος ἕκαστα τίθης, beziehst du es nicht auf den Körper? Theaet. 184 e; τῆς ἡμετέρας ἀμελείας ἂν θείη, Dem. 1, 10. Auch μνήμην καὶ ἐπιστήμην τῆς αὐτῆς ἰδέας τιθέμενος, Plat. Phil. 60 d. – Dah. übh. wofür halten, ansehen, gew. im med., zur Bezeichnung der bloßen Subjectivität des Urtheils, τί δ' ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε; warum haltet ihr das für Schimpf? Od. 21, 333; ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι, höher halten, vorziehen, Pind. I. 1, 3; μὴ 'πίπροσθε τῶν ἐμῶν τοὺς σοὺς λόγους θῇς, Eur. Suppl. 515; in Prosa oft; εὐεργέτημ' ἂν ἔγωγε θείην, Dem. 1, 10; μηδὲ τοῦτ' ὡς ἀδίκημα ἐμὸν θῇς, sieh es nicht als ein Unrecht an, das ich gethan habe, 18, 193; περὶ ἐλάττονος θέσθαι, geringer achten, Lys. 6, 45; τὴν Σκῦρον οὐδαμοῦ τίθης, Eur. Andr. 209, d. i. du achtest Skyros gar nicht, wie μὴ θῆται παρ' οὐδὲν τὰς ἐμὰς ἐπιστολάς, für Nichts achten, I. T. 732, und παρ' οὐδὲν τίθεσθαι τὰ ἡμέτερα πράγματα, Luc. Vit. auct. 13, vgl. sacrif. 3; ἐν οὐδενὶ λόγῳ, Plut. Brut. 45; oft bei Pol., ἐν μεγάλῳ τίθεσθαί τι 3, 97, 4, οὐκ ἐν μικρῷ τίθεσθαί τι 9, 13, 8, ἐν πλείστῳ 40, 4, 6, ταῦτα ἐν ἐλάττονι τούτου 4, 6, 12; ἡγεμόνα θετέον ἄριστον Ἀμίλκαν τῶν τότε γεγονέναι, 1, 64, 6, man muß erachten, daß er der beste Feldherr gewesen ist; εἰς ἀνανδρίαν τιθέασι τὰ τοιαῦτα τῶν ἐγκλημάτων, 6, 37, 10, wofür annehmen; εἰς τὴν τύχην, dem Schicksal zuschreiben, auf Rechnung des Schicksals schreiben; bei Dem. 27, 34, τὰ ἀναλώματα πλείω τιθείς, höher anschlagend; vgl. Lys. 32, 28. – 5) an die unter 2 aufgeführten Beispiele reiht sich die Bdtg einsetzen, machen, verursachen, stiften; φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι τίθησι Ζεύς, Il. 4, 83, woraus sich, im med. bes. bei Pind. u. den Tragg., ein umschreibender Gebrauch erklärt, σκέδασιν θεῖναι, Zerstreuung anrichten, = σκεδάσαι, zerstreuen, Od. 1, 116. 20, 225; κρύφον = κρύπτειν, σπουδὴν ἀμφί τινος = σπουδάζειν, Pind. Ol. 2, 97 P. 4, 276; αἶνον = αἰνεῖν, N. 1, 5; ἐπιστροφὴν θέσθαι = ἐπιστρέφεσθαι, Soph. O. R. 134; τάφον θοῦ = θάψον, O. R. 1448; συγγνωμοσύνην, Trach. 1255, vgl. Ai. 13; φροντίδα κεδνὴν θώμεθα, Aesch. Pers. 139, u. sonst bei Tragg. Aehnl. bes. bei Pol. u. Sp. συνθήκας, εἰρήνην πρός τινα τίθεσθαι, Pol. 1, 11, 7. 5, 4, 7; ὅρκον, πίστεις, 5, 60, 10. 7, 7, 1; ἀρὰς κατά τινος, Plut. Thes. 35. – Aber πόλεμον θέσθαι ist = den Krieg ruhen lassen, beilegen, Plat. Menex. 245 e; u. ähnl. τίθεσθαι τὰ πρός τινα, den Streit mit Einem beilegen, Pol. 5, 60, 9, vgl. 8, 23, 5. – Und wie es in diesen Vrbdgn dem ποιεῖσθαι entspricht, so heißt es übh. Etwas in eine Lage setzen, wozu machen, einrichten; – a) von Personen; in ein Amt einsetzen, θεῖναί τινα μάντιν, ἱέρειαν, ἀρχέπολιν, Od. 15, 253 Il. 6, 300, Pind. P. 9, 54; βασιλῆα, δέσποιναν, Ol. 13, 21 P. 9, 7; μὶν αἰχμητὴν ἔθεσαν θεοί, Il. 1, 290; ἀλλά μ' ἔφασκες Ἀχιλλῆος θείοιο κουριδίην ἄλοχον θήσειν, Iliad. 19, 298, mich zur Frau des Achilles zu machen, die Heirath zu vermitteln, während θέσθαι τινὰ ἄκοιτιν oder γυναῖκα ist sich ein Mädchen zur Gemahlinn, zur Frau machen, nehmen, Od. 21, 72. 316; auch παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα, Aesch. Spt. 912, zu ihrem Gemahl machend; σῦς ἔθηκας ἑταίρους, du verwandeltest die Gefährten in Schweine, Od. 10, 338, wie βοῦν τὴν γυναῖκα ἔθηκε Aesch. Suppl. 295; ähnl. ναῦν λᾶαν θεῖναι, ein Schiff zu Stein machen, in Stein verwandeln, Od. 13, 163; θεούς τε καὶ γῆν θεμένη μάρτυρας, zu Zeugen nehmend, Eur. Suppl. 261; vgl. Pind. N. 3, 22; auch θέσθαι τινὰ γέλωτα, Einen zum Gelächter, lächerlich machen, Her. 3, 29. 7, 209. – Eben so mit Adjectiven, ἥτε με τοῖον ἔθηκεν, ὅπως ἐθέλει, die mich dazu macht, wozu sie will, Od. 16, 208; sehr gewöhnl. θεῖναί τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήραον, Einen unsterblich und nicht alternd machen; ἀτιμότερον, Einen minder geachtet machen; Il. 2, 318. 482. 6, 139. 9, 483. 16, 90 Od. 5, 136. 6, 229 u. sonst oft; ἀκήριον αἶψα τίθησιν, Il. 11, 392; παναφήλικα παῖδα τίθησιν, Il. 22, 490; ἀΰπνους ἄμμε τίθησθα, Od. 9, 404, θῆκέ μιν ζαλωτόν, Pind. Ol. 7, 6; νώδυνον, N. 8, 50; θαητὸν θησέμεν, P. 10, 58; ἐνταῦθα δή σε Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα, Aesch. Prom. 850; ὡς σφᾶς νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους ἔθηκα, 442; Ἄρης ἀρὰν πατρὸς τιθεὶς ἀληθῆ, macht die Verwünschung wahr, läßt den Fluch in Erfüllung gehen, Spt. 927, u. öfter, u. andere Tragg., vgl. z. B. Eur. I. T. 1445 Andr. 93; seltner in Prosa, οὐ γὰρ ἂν τὸ πραχθὲν ἀγένητον θείη Plat. Prot. 324 b, τίθεσθαι πιστόν τινα ἑαυτῷ Xen. Cyr. 8, 7, 13. – Auch mit folgdm inf., θῆκε νικῆσαι, er machte, daß er siegte, ließ ihn siegen, Pind. N. 10, 48; ἐπεί σ' ἔθηκε Ζεὺς ἀμηνίτως δόμοις κοινωνὸν εἶναι χερνίβων, Aesch. Ag. 1006, vgl. 1147; κάμνειν με τήνδ' ἔθηκε τὴν νόσον, Eur. Heracl. 990. – Bes. merke man noch b) παῖδά τινα τίθεσθαι oder υἱόν, Einen zu seinem Kinde machen, d. i. ihn an Kindes Statt annehmen, adoptiren, Plat. Legg. XI, 929 c u. oft bei den Oratt.; ungewöhnlich von Frauen; θέσθαι παῖδα ὑπὸ ζώνῃ, sich einen Knaben unter den Gürtel legen, d. i. schwanger werden, H. h. Ven. 256. 283. – c) eben so auch von Sachen u. Zuständen, machen, bereiten, bewirken, veranlassen; δόρπον, ein Mahl bereiten, Od. 20, 394; γυῖα ἐλαφρά, Einem die Glieder leicht machen, Il. 5, 122; φόως ἑτάροισιν, den Gefährten Licht od. Rettung schaffen, 6, 6; ἔργα θεῖναι, Handlungen zu Stande bringen, verrichten, 3, 321; κέλαδον καὶ ἀϋτήν, 9, 547; ὀρυμαγδόν, Od. 9, 235; auch θεῖναί τινι ἄλγεα, γόον, πένθος, κήδεα, Einem Schmerzen, Trauer, Kummer bereiten, Il. 1, 2. 17, 37, h. Cer. 249; πῆμα θεοὶ θέσαν Ἀργείοισιν, Od. 11, 555; u. eben so im med. mit der Beziehung auf das Subject, für sich bereiten; δαῖτα, δόρπον, sich ein Mahl bereiten, Il. 7, 475. 9, 88 Od. 17, 269; δῶμα, οἰκία, αὖλιν, Il. 2, 750. 9, 232 Od. 15, 241; κέλευθον, sich den Weg bereiten, sich Bahn machen, Il. 12, 418; μάχην, sich Kampf bereiten, d. i. den Kampf anfangen, 24, 402; μεγάλην ἐπιγουνίδα θέσθαι, sich einen feisten Schenkel machen, fleischige Lenden ansetzen, Od. 17, 225. – So auch act. u. med. bei Pind. u. Tragg.; χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, Pind. Ol. 2, 99; δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι, P. 2, 39; u. θήκασθαι ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν, sich eines ehrwürdigen Mannes Ansehen geben, P. 4, 29; βλάβην, Aesch. Spt. 187; φοινίαν ἄτην, Ch. 823; μέλλουσι θήσειν Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεθρον, Ch. 848; πόλει κατασκαφάς, Sept. 47; ἔθηκε πᾶσιν εἰρήνην φίλοις, Pers. 755; μεγάλα πάθεα ταῖς Δαναΐδαις, Eur. I. A. 1335; μάχας ἀνδρῶν τιθεῖσα καὶ φόνους, I. A. 1419; ὑμῖν πολλὴν ἔθηκε σωτηρίαν, Med. 915; θήσω τοῖς ἐμοῖς ἐχθροῖς γέλων, Med. 383, u. öfter; μαρτύρια θέσθαι, sich Zeugnisse verschaffen, Her. 8, 55; χάριν τίθεσθαί τινι, sich bei Einem Dank oder Gunst erwerben, ihm einen Gefallen erzeigen, 9, 60. 170; Dem. 51, 17 u. A.; – εὖ, καλῶς θέσθαι τι, Etwas für sich gut einrichten, anwenden, in Bereitschaft halten, Her. 7, 236; vgl. Valck. Eur. Hipp. 708. – d) εὖ θέσθαι τὰ ὅπλα, die Waffen wohlgerüstet, in Bereitschaft halten, wie εὖ ἀσπίδα θέσθω, Il. 2, 382; allein ist θέσθαι τὰ ὅπλα (s. ὅπλον) sowohl die Waffen anlegen, sich kampffertig machen, u. daher auch kämpfen, z. B. εἰς δῆριν ἕνεκα πάτρας Epigr. bei Dem. 18, 289, καὶ αὐτὸς ὑπὲρ τοῦ δήμου θέμενος τὰ ὅπλα Dem. 21, 145, οὔτε ἐν τῷ Πειραιεῖ, οὔτε ἐν τῷ ἄστει ἔθετο τὰ ὅπλα Lys. 31, 14, οἱ τὴν ἀσπίδα θέμενοι, = ὁπλῖται, Plat. Legg. VI, 756 a, – als auch die Waffen, bes. die großen Schilde u. Spieße der Schwerbewaffneten zusammenstellen, was die Soldaten immer thun, wenn sie dem Feinde gegenüber, oder die Waffenübungen nur auf kurze Zeit unterbrechend, sich ausruhen, also bewaffnet Halt machen; auch τίθεσθαι τὰ ὅπλα εἰς τάξιν od. τάξει; u. so περὶ τεῖχος od. πρὸς πόλιν, bewaffnet die Mauern umgeben, die Stadt belagern; τίθεσθαι τὰ ὅπλα ἀντία, die Waffen gegen den Feind kehren, sich mit den Waffen entgegenstellen, Xen. An. 4, 3, 26 u. sonst; – auch = ein Lager aufschlagen, sich mit den Waffen lagern, Her. 9, 52, oft bei Xen.
French (Bailly abrégé)
f. θήσω, ao. ἔθηκα, pf. τέθηκα, pqp. ἐτεθήκειν;
Pass. f. τεθήσομαι, ao. ἐτέθην, pf. τέθειμαι ou κεῖμαι;
I. 1 poser, placer : θεμείλια θεῖναι IL poser des fondements ; τρόπαια τιθέναι ESCHL dresser des trophées ; avec une prép. avec dat. ou gén. si l'on veut exprimer l'idée du lieu où l'on a déposé, avec acc. si l'on veut marquer l'idée du mouvement par lequel on dépose ; τὰ μὲν ἄνω κάτω τ., τὰ δὲ κάτω ἄνω HDT mettre sens dessus dessous, bouleverser ; ποτέρωθι θήσομεν ; XÉN de quelle manière jugerons-nous cette tromperie ? ἐν χειρὶ ou χερσὶ τιθέναι τί τινι IL mettre à qqn qch dans la main ; τιθέναι τινὰ ἐν Λυκίης δήμῳ IL transporter qqn parmi le peuple de Lycie ; ἐν αἰτίῃ τιθέναι τινα HDT imputer la faute à qqn ; ἐν λεχέεσσι τ. IL mettre au lit ; ἐς δίφρον θεῖναι IL charger sur un char ; ἐς ταφάς SOPH, ἐν τάφῳ SOPH mettre au tombeau ; ἐς πυρὰν θεῖναι SOPH mettre sur le bûcher ; ἐς μέσον τιθέναι τι IL présenter publiquement (un prix proposé) ; τὴν ἐλπίδα τ. ἔν τινι PLUT mettre son espoir en qch;
2 mettre à une place appropriée, disposer, exposer, proposer : ἄεθλα IL des prix ; Pass. ἆθλα τίθεται THC on établit des prix ; τιθέναι δέπας IL, βοῦν IL proposer comme prix une coupe, un bœuf ; τιθέναι τὸ μέρος ἕκαστον XÉN placer chaque détachement de troupes ; αἱ τράπεζαι κατὰ τοὺς ξένους ἀεὶ ἐτίθεντο XÉN les tables étaient toujours placées à proximité des hôtes ; particul. planter, acc.;
II. déposer, d'où :
1 en gén. mettre de côté, garder : τιθήμεναι ὀστέα IL enterrer des ossements, des restes ; ἐν τάφῳ, ἐν τάφοισι θεῖναι SOPH m. sign. ; Pass. τὰ ὀστᾶ φασι τεθῆναι ἐν τῇ Ἀττικῇ THC on dit que ses restes ont été déposés dans l'Attique;
2 donner en garde : ἀργύριον τιθέναι ATT déposer de l'argent ; τι mettre qch en gage, engager ; ellipt. τιθέναι ATT déposer, mettre en gage ; fig. χάριν ou χάριτα θέσθαι τινί HDT litt. déposer chez qqn un service qui mérite la reconnaissance, càd bien mériter de qqn par un service;
3 déposer une somme d'argent ; payer, acquitter, acc.;
4 déposer par écrit ; inscrire, porter en ligne de compte, acc.;
III. mettre dans telle situation, dans tel état ; au propre θεῖναί τινα αἰχμητήν IL faire de qqn un guerrier armé d'une lance ; ἄλοχόν τινος τιθέναι τινά IL faire d'une personne l'épouse de qqn, la lui donner pour épouse ; σῦς θεῖναι ἑταίρους OD changer les compagnons (d'Ulysse) en porcs ; θεῖναί τινα λίθον IL, λᾶαν OD changer qqn en pierre ; avec un adj. : θεῖναί τινα πηρόν IL, τυφλόνrendre qqn paralysé, aveugle ; εὐδαίμονα τιθέναι τινά XÉN rendre qqn heureux ; ἀναστάτους οἴκους τιθέναι SOPH renverser les maisons, détruire les familles ; avec un adv. : οὕτω νῦν Ζεὺς θείη OD puisse Zeus arranger cela ainsi ; ὡς ἄρ' ἔμελλον θησέμεναι IL c'est ainsi qu'ils devaient l'arranger;
IV. poser en principe ; regarder comme : δαιμόνιον αὐτὸ τίθημ' ἐγώ SOPH je considère cela comme venant d'une puissance supérieure ; εὐεργέτημα τιθέναι τι DÉM considérer qch comme un bienfait ; ὕστερόν τινος τ. τι PLUT mettre une chose après une autre, estimer une chose moins qu'une autre ; avec ὡς : ἃ ἄν μοι δοκῇ τούτῳ τῷ λόγῳ ξυμφωνεῖν τίθημι ὡς ἀληθῆ ὄντα PLAT ce qui peut me paraître s'accorder avec ce principe, je le tiens pour vrai ; ποῦ ἄν τις θείη τινά ; LUC quel cas doit-on faire de qqn ? πρόσθεν τινὸς τιθέναι τι EUR estimer une ch. plus haut qu'une autre, mettre une ch. au-dessus d'une autre ; ἐν τοῖς φίλοις τιθέναι τινά XÉN compter qqn parmi les amis ; τοὺς ὀλίγα κεκτημένους, ἐὰν οἰκονομικοὶ ὦσιν, εἰς τοὺς πλουσίους τ. XÉN mettre au nombre des riches ceux qui n'ont qu'une petite fortune, s'ils sont capables de la bien administrer ; avec une prop. inf. : οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον SOPH de celui-ci je n'admets pas qu'il vive, il ne vit pas selon moi;
V. établir, produire, d'où :
1 créer : ἐν δ' ἐτίθει νειόν, τέμενος IL là-dessus (sur le bouclier d'Achille) il représenta un champ nouvellement défriché, un enclos sacré ; δόρπον ἔμελλε θησέμεναι OD le repas qu'elle devait bientôt faire;
2 faire arriver, exciter, provoquer, produire : ὀρυμαγδόν OD un grand bruit, du tumulte ; μνηστήρων σκέδασιν θεῖναι OD une dispersion des prétendants ; πολέεσσι δὲ θῆκε κέλευθον IL il ouvrit un chemin à beaucoup ; σῆμα τ. Τρώεσσι IL envoyer un présage aux Troyens ; φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισιν τ. IL faire naître l'amitié entre deux personnes ; Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκεν IL il causa des souffrances aux Grecs ; κακὸν πολέεσσι τ. IL causer des malheurs à beaucoup ; φῶς τιθέναι τινί IL, φάος τ. τινί IL produire de la lumière, càd procurer le salut à qqn ; τ. ἐν στήθεσσι νόον IL, βουλὴν ἐν στήθεσσι θεῖναί τινι IL faire naître dans l'esprit de qqn, càd suggérer à qqn une pensée, un dessein ; ἐπὶ ou ἐνὶ φρεσὶ θεῖναί τινι IL, OD inspirer à qqn une pensée ; avec un inf. : inspirer la pensée de;
3 fixer, déterminer, disposer, instituer : ὄνομα θεῖναί τινι OD attribuer un nom à qqn ou à qch ; τιθέναι νόμον SOPH donner une loi ; κήρυγμα θεῖναι SOPH faire connaître publiquement un ordre ; τιθέναι ἀγῶνα organiser ou instituer un concours;
Moy. τίθεμαι (f. θήσομαι, ao. ἐθηκάμην, ao.2 ἐθέμην, pf. τέθειμαι);
I. poser qch à soi, pour soi ou sur soi, particul.
1 poser qch à soi : τετράποδος βάσιν θηρὸς τ. EUR litt. poser un pas de quadrupède, càd marcher comme un quadrupède ; en parl. de bulletins de vote τὴν ψῆφον τίθεσθαι ESCHL déposer son suffrage (dans l'urne) ; ellipt. τίθεσθαί τινι ATT voter pour qqn ; τίθεσθαι τῇ γνώμῃ SOPH approuver une opinion ; δῶμα θέσθαι OD se bâtir une maison ; οἰκίαν θέσθαι IL avoir établi sa demeure, habiter;
2 poser pour soi : δίφρον OD se placer ou se faire placer un siège ; ἐς δίφρον θέσθαι IL charger sur sa voiture (des victimes);
3 poser sur soi qch à soi : ἀμφ' ὤμοισι ἔντεα τίθεσθαι IL mettre une armure autour de ses épaules ; τὰ ὅπλα τίθεσθαι ou θέσθαι ATT mettre ses armes sur soi ou entre ses mains, s'établir ou se poster armé, se présenter armé et prêt au combat ; τίθεσθαι τὰ ὅπλα παρά τινα THC, μετά τινος passer armé du côté de qqn, entrer dans son parti ; θέσθαι τὰ ὅπλα περὶ τὴν σκηνήν XÉN entourer la tente en armes;
II. déposer pour soi, d'où :
1 déposer à terre qch à soi : θέσθαι τὴν ἀσπίδα XÉN déposer son bouclier;
2 mettre de côté pour soi : τὰ ὄντα XÉN son avoir;
3 déposer qch à soi entre les mains d'un autre : ἐγγύην ESCHL fournir une garantie, une caution;
4 payer : εἴκοσι τάλαντα XÉN vingt talents;
III. mettre pour soi, dans son intérêt, dans telle situation, dans tel état, d'où :
1 faire pour soi, rendre pour soi : θέσθαι τινὰ γυναῖκα OD, ἄκοιτιν OD faire d'une femme son épouse, la prendre pour femme ; abs. τίθεσθαί τινα PLUT adopter qqn ; ὥς μ' ἔθεσθε προσφιλῆ SOPH comme vous m'avez rendu votre ami ; τοὺς πιστοὺς τίθεσθαι δεῖ ἕκαστον ἑαυτῷ XÉN il faut que chacun se crée des partisans, des amis fidèles ; γέλωτα θέσθαι τινά HDT se faire de qqn un objet de risée, càd se moquer de qqn;
2 régler, organiser pour soi : θέσθαι τὸ πάρον THC arranger les affaires présentes ; τὰ ἴδια εὖ θέσθαι THC arranger convenablement ses affaires privées ; θέσθαι τὸν πόλεμον diriger la guerre, terminer la guerre ; νεῖκος εὖ θέσθαι SOPH arranger une querelle ; τὸ σφέτερον ἀπρεπὲς εὖ θέσθαι THC pallier leur honte d'une bonne manière ; εὐτυχίαν τὴν παροῦσαν καλῶς θέσθαι THC faire du bonheur présent un emploi utile ; ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα ; SOPH comment doit-on s'accommoder de cela ? càd que faut-il penser de cela ? θήσω οὕτω DÉM je veux l'admettre ainsi;
IV. poser un principe pour soi, d'où :
1 admettre;
2 regarder comme : τί δ' ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε ; OD pourquoi regardez-vous cela comme un outrage ? πόρρω τ. τί τινος DÉM mettre une ch. bien loin derrière une autre ; ἐν οὐδένι λόγῳ τίθεσθαι PLUT regarder comme n'étant digne d'aucune attention, considérer comme rien ; ἐν ἀδικήματι θέσθαι THC regarder comme un tort ; ἐν οἰωνῷ τίθεσθαι PLUT considérer comme un présage ; ἐν αἰσχρῷ τίθεσθαί τι EUR considérer qch comme une honte ; ἐν παρέργῳ τίθεσθαί τι SOPH mettre qqn au nombre des choses dont on doit s'occuper, dût cette personne n'avoir parmi elles que le dernier rang ; ἐν ὑστέρῳ τίθεσθαί τι PLUT mettre une ch. après une autre ; οὐδὲν τίθεσθαι PLUT regarder comme rien;
V. établir, produire, d'où :
1 créer, faire naître pour soi ou en soi : μεγάλην ἐπιγουνίδα OD se faire des cuisses fortes ; θέσθαι κέλευθον IL se faire ou se frayer une voie ; κότον θέσθαι τινί IL nourrir de la colère contre qqn ; avec un inf. : οὐδ' ὑμεῖς περ ἐνὶ φρεσὶ θέσθε μ' ἀνεγεῖραι OD vous ne pensiez pas à me réveiller ; θέσθαι μάχην IL livrer un combat ; ἀγορῆν θέσθαι OD tenir une assemblée ; εὐκλεᾶ θέσθαι βίον SOPH mener une vie glorieuse ; ἐπιστροφὴν θέσθαι SOPH montrer de l'attention ; λησμοσύνην θέσθαι SOPH faire intervenir un oubli, oublier ; συγγνωμοσύνην θέσθαι SOPH faire intervenir le pardon, pardonner ; θέσθαι φόνον SOPH perpétrer un meurtre ; τάφον θέσθαι τινός SOPH se charger d'enterrer qqn;
2 fixer, déterminer, instituer : ὄνομα τίθεσθαί τινι OD attribuer un nom à qqn ou à qch ; τ. νόμον HDT donner une loi.
Étymologie: R. Θε, poser ; cf. θέσις, θέμα, θήκη.
Russian (Dvoretsky)
τίθημι: (impf. ἐτίθην, aor. 1 sing. ind. ἔθηκα, aor. 2 pl. ἔθεμεν, fut. θήσω, pf. τέθεικα, ppf. ἐτεθείκειν; praes. conjct. τιθῶ, aor. 2 conjct. θῶ; praes. opt. τιθείην, aor. 2 opt. θείην; praes. imper. τίθει, aor. 2 imper. θές; praes. inf. τιθέναι, aor. 2 inf. θεῖναι; part. praes. τιθείς, part. aor. 2 θείς; med.: praes. τίθεμαι, impf. ἐτιθέμην, aor. 2 ἐθέμην; praes. conjct. τιθῶμαι, praes. aor. 2 θῶμαι; praes. impf. opt. τιθείμην, aor. 2 opt. θείμην; praes. imper. τίθεσο, imper. aor. 2 θοῦ; praes. inf. τίθεσθαι, aor. 2 inf. θέσθαι; part. praes. τιθέμενος, part. aor. 2 θέμενος; med.-pass.: pf. τέθειμαι, ppf. ἐτεθείμην; pass.: fut. τεθήσομαι, aor. 1 ἐτέθην, adj. verb. θετός) тж. med.
1 ставить, класть: κλισίην τιθήμεναί τινι Hom. поставить кресло для кого-л.; ἄλλοσε τ. Hom. ставить на другое место, передвигать; πόδα или ἴχνος τ. Aesch., Eur.; ступать, идти; τετράποδος βάσιν θηρὸς τίθεσθαι Eur. передвигаться как четвероногое животное (на четвереньках); τὰ μὲν ἄνω κάτω τ., τὰ δὲ κάτω ἄνω Her. ставить верхнее вниз, а нижнее вверх, т. е. переворачивать (все) вверх дном; ἀπάτερθέν τινος τ. Hom. выносить из чего-л.; θέσθαι τι ἐπὶ τὰ γόνατα Xen. положить что-л. себе на колени; τὰ ὅπλα τίθεσθαι Xen., Plut.; (о войске) располагаться;
2 складывать (ἱστία ἐν νηΐ, ἔναρα ἐς δίφρον Hom.): ἐς τὸ κοινὸν τ. τι Xen. складывать что-л. вместе (в общую массу); ἐπὶ κρᾶτα τίθεσθαι χέρα Eur. хвататься руками за голову; θέσθαι τὰ ὅπλα Diod. сложить оружие;
3 переносить, перемещать (τινὰ ἑν Λυκίης δήμῳ Hom.; τινὰ εἰς ἐρημίαν Plat.);
4 вкладывать, (от)давать (τι χερσί τινι или ἐν χερσί τινος Hom.): εἰς χεῖρά τινος δεξιὰν τ. Soph. подавать кому-л. правую руку;
5 ставить, воздвигать, водружать (στήλας ἐν γαίῃ Hom.): οἰκίας τίθεσθαι Hom. строить себе дома, селиться;
6 вкладывать: ἐς ταφὰς и ἐν τάφῳ τ. Soph. хоронить; ψήφους ἐς τεῦχος τ. Aesch. опускать голоса в урну; ψῆφον ἐπί τινι θέσθαι Eur. подать голос за что-л.; σὺν τῷ νόμῳ τὴν ψῆφον τίθεσθαι Xen. подавать свой голос в соответствии с законом;
7 хоронить, предавать погребению (τὰ ὀστᾶ Hom., Thuc.): οἱ τιθέμενοι Plat. погребаемые, т. е. почившие; τάφον θέσθαι τινός Soph. озаботиться погребением кого-л.;
8 подавать голос, голосовать: τίθεσθαί τινι Dem. и μετά τινος Aesch. голосовать за кого-л.; ταύτῃ (v.l. ταύτην) γνώμην τίθεσθαι Soph., Arph.; присоединяться к тому же мнению; οὔ σοι βουλοίμην ἂν ἐναντία τίθεσθαι Plat. я не собираюсь возражать тебе;
9 возлагать, надевать (κυνέην ἐπὶ κρατί Hom.; στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις Eur.): τιθήμενος ἔντεα Hom. одетый в доспехи; τίθεσθαι τὰ ὅπλα παρά τινα и μετά τινος Thuc. переходить с оружием на чью-л. сторону; θέσθαι τὰ ὅπλα πρός τινος Plat. и ὑπέρ τινος Dem. взяться за оружие в защиту кого-л., т. е. стать на чью-л. сторону; ὅπλα ἱππικὰ τίθεσθαι Plat. служить в коннице; οἱ τὴν ἀσπίδα τιθέμενοι Plat. щитоносцы, т. е. гоплиты;
10 устанавливать, отмечать, обозначать (τέρματα Hom.);
11 назначать, предлагать (ἆθλα Thuc., Plat.): ἐς μέσσον τ. τί τινι Hom. предлагать что-л. кому-л. (в возмещение); назначать в награду (δέπας Hom.): τὰ τιθέμενα Dem. назначенные награды;
12 прилагать, проявлять: σπουδὴν θέσθαι Soph. проявить усердие; πόνον πλέον τίθου Aesch. приложи побольше усилий; πρόνοιαν θέσθαι Soph. проявить благоразумие;
13 приносить (в дар), посвящать (ἀσπίδας θεοῖς Eur.);
14 сажать (τὰ φυτά Xen.);
15 убирать или укрывать, прятать (χρήματα μυχῷ ἄντρου Hom.): τὰ τῶν φίλων ἀσφαλῶς τ. Xen. хранить имущество друзей в безопасном месте;
16 выставлять, представлять: βούλομαι ὑμῖν εἰς τὸ μέσον αὐτὸ θεῖναι Plat. я хочу это вам представить в ясном виде (разъяснить);
17 сдавать на хранение, вкладывать (ἀργύριον Plat.);
18 вносить, платить, уплачивать (τὰς εἰσφορας Dem.): θεῖναι ἐνέχυρον Dem. внести (в) залог; πρόπαντος ἐγγύην θέσθαι χρόνου Aesch. дать ручательство на вечные времена;
19 вносить в залог (τι Arph.): τὰ τεθέντα Dem. залог;
20 оказывать (χάριν τινί Her., Aesch.): χάριτα τίθεσθαί τινι Her. заслужить чью-л. благодарность;
21 полагать, возлагать (τὴν ἐλπίδα ἔν τινι τ. Plut.);
22 вносить, заносить, вписывать (ἐν στήλῃ Plat.): τὰ ἐν γράμμασι τεθέντα Plat. писаные законы;
23 превращать, делать, тж. избирать (τὴν ἔθηκαν Ἀθηναίης ἱέρειαν Hom.): τινὰ ἄλοχόν τινι θήσειν Hom. сделать кого-л. чьей-л. женой; θέσθαι τινὰ γυναῖκα Hom. жениться на ком-л.; θέσθαι τινὰ πόσιν αὑτᾷ Aesch. выйти за кого-л. замуж; θεῖναί τινα λίθον Hom. превратить кого-л. в камень; ἀΰπνους τινὰς θεῖναι Hom. прервать чей-л. сон; υἱὸν θέσθαι τινά Plat. усыновить кого-л.; θέμενός τινα Plut. усыновив кого-л.; ἀνάπυστον θεῖναί τί τινι Hom. открыть кому-л. что-л.; θεῖναί τινα ἐρᾶν τι Eur. внушить кому-л. стремление к чему-л.; σχολὴν τ. Aesch. откладывать, медлить; τοὺς πιστοὺς τίθεσθαι ἑαυτῷ Xen. приобретать себе верных друзей; θέσθαι τινὰ μάρτυρα Aesch. выставить кого-л. свидетелем; γέλωτα θέσθαι τινά Her. поднять кого-л. на смех;
24 устраивать, упорядочивать, налаживать (οὕτω νῦν Ζεὺς θείη! Hom.): τέλος καλῶς θεῖναι Soph. обеспечить благополучный исход; θέντων θεῶν Plat. по произволению богов; ἀγορὴν θέσθαι Hom. устроить собрание; θέσθαι γάμον ἑαυτῷ Pind. вступить в брак; εὖ θέσθαι τὰ ἴδια Thuc. или τὰ οἰκεῖα Plat. хорошо устроить свои личные дела; θέσθαι τὸν πόλεμον Thuc. повести войну (ср. 44); θέσθαι μάχην Hom., Plut.; дать сражение;
25 полагать, считать, допускать: τί τι τ. Soph. и τι ἔν τινι τίθεσθαι Soph., Eur., Plut.; считать что-л. чем-л.; τ. τι ὡς ἀληθῆ ὄντα Plat. считать что-л. истинным; εὐτυχίαν ἑαυτοῦ θέσθαι τι Luc. счесть что-л. счастьем для себя; θῶμεν Plat. (пред)положим, допустим; οὐδαμοῦ τ. τι Eur., ἐν οὐδενὶ λόγῳ и ἐς οὐδένα λόγον τίθεσθαι Plut. ни во что не ставить что-л.; πρόσθεν τινὸς τ. τι Eur. предпочитать что-л. чему-л.; δεύτερον τίθεσθαί τί τινος Diod. ставить что-л. на второй план после чего-л.;
26 помещать, относить, причислять, включать (ἐν τοῖς φίλοις τ. τινα Xen.): τοῦτο ποτέρωσε θετέον; Xen. к какой категории это отнести?; ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα; Soph. что подумать об этом?; τ. τί τινος Plat. включать что-л. в состав чего-л.;
27 приписывать, вменять: ἐν αἰτίῃσι τ. τινά Her. считать кого-л. виновником; τῆς ἀμελείας τινὸς τ. τι Dem. приписывать что-л. чьей-л. беспечности;
28 изображать, представлять, чеканить (μέγα σθένος Ὠκεανοῖο Hom.);
29 поднимать, издавать (πολὺν κέλαδον Hom.; κραυγήν Eur.);
30 готовить, приготовлять (δόρπον Hom.);
31 прокладывать, открывать (κέλευθόν τινι Hom.);
32 ниспосылать, давать (σῆμά τινι Hom.);
33 вызывать, возбуждать (ἔριν μετ᾽ ἀμφοτέροισιν Hom.; γέλων τινί Eur.): βουλὴν ἐν στήθεσσι θεῖναί τινι Hom. внушить кому-л. план; φόβον θεῖναί τινι Hom. внушить кому-л. страх; κότον θέσθαι τινί Hom. (вос)пылать злобой к кому-л.;
34 устанавливать, водворять (φιλότητα ἐν ἀμφοτέροισιν Hom.);
35 med. заключать (εἰρήνην πρός τινα Polyb., Plut.; συμμαχίαν τινί Plut.);
36 причинять (ἄλγεά τινι Hom.; πῆμα ἑαυτῷ Soph.; βλάβην Aesch.);
37 давать, наделять, присваивать (ὄνομά τινι Hom., Plat.; ὄνομα τίθεσθαί τινι Hom., Her., Plat.);
38 прилагать название, давать имя: τινὶ λίθον τίθεσθαι Plat. называть что-л. камнем (ср. 23);
39 воздавать (τιμήν τινι Hom.);
40 объявлять, возвещать, провозглашать (θεῖναι κήρυγμα Soph.): ὅρκον τίθεσθαι πρός τινα Polyb. давать клятву кому-л.;
41 устанавливать, вводить (νόμον Soph., Plat.; νόμοι τοὺς ἄν σφι Σόλων θῆται Her.);
42 назначать, определять (ἡμέραν θέσθαι Dem.): τιμωρίαι, αἵπερ καὶ πρόσθεν ἐτέθησαν Plat. (те же) наказания, которые были назначены и прежде;
43 устраивать, учреждать (ἀγῶνα Xen., Plat.);
44 улаживать, оканчивать (τὸν πόλεμον Thuc. - ср. 24): νεῖκος εὖ θέσθαι Soph. окончить ссору; τὸ σφέτερον ἀπρεπὲς εὖ θέσθαι Thuc. загладить свой позор.
Greek (Liddell-Scott)
τίθημι: [ῐ], τίθης Σοφ. Φιλ. 992, Πλάτ., παρ’ Ὁμ. ἀείποτε τίθησθαι: τίθησι Ὅμ. καὶ Ἀττ., Δωρ. τίθητι Θεόκρ. 3. 48, γ΄ πληθ. τιθέασι Θουκ. 5. 96, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 1. 5, Ἰωνικ. τιθεῖσι Ἰλ. Π. 262, Ἡρόδ.· ὡσαύτως β΄ ἐνικ. τιθεῖς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. τιθέω, τιθῶ, ὅπερ ἀπαντᾷ παρὰ Λουκ. ἐν Ὠκύπ. 43. 81, ἴδε Cobet. Var lect σ. 221 καὶ Misc. Crit σ. 166, καὶ Kühner-Blass Ausführ Grammatik, τόμ. Α΄, μέρος Β΄, σ. 193), Πινδ. Π. 8, 14, γ΄ ἑνικ. τιθεῖ Ἰλ. Ν. 731, Μίμνερμ. 1. 6., 5. 7, Ἡρόδ. 1. 113, ἀλλ’ οἱ τύποι οὗτοι τοῦ ἐνεστ. δὲν εἶναι Ἀττ., Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 141.· - παρατ. ἐτίθην Πλάτ. Γοργ. 5 0Β, ἐτίθης παρὰ τῷ αὐτῷ Πολ. 528D, ἐτίθη Ὅμ., Ἐπικ. τίθη Ἰλ. Α. 446, κλπ., ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ. τὸ β΄ καὶ γ΄ πρόσ. εἶναι σχεδὸν ἀείποτε ἐτίθεις, ἐτίθει Ἀριστοφ. Νεφ. 59, 64, Ἀχ. 532, Πλάτ., καὶ οἱ τύποι οὗτοι ὑπάρχουσιν ἐν πολλαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ὁμ., (ἴδε Λογ. Ἑρμ. τόμ. Α΄, 336 καὶ Cobet Misc. Crit. 281), Ἐπικ. γ΄ πληθ. τίθεσαν Ὀδ. Χ. 456· τίθεν Πινδ. Π. 3. 15 (πρότιθεν, Ὀδ. Α. 112. Λόγ. Ἑρμ. Α΄, σ. 324)· μεταγεν. ἐτίθουν, Καιν. Διαθ. Ἰωνικ. παρατατ. τίθεσκον Ἡσ. Ἀποσπ. 96, ἐτίθεα (ὑπερ-) Ἡρόδ. 3. 155· - προστ. τίθει Ἰλ. Α. 509, Ἀττ.: - ἀπαρ. τιθέναι· παρ’ Ἐπικ. ὡσαύτως τιθήμεναι, Ἰλ. Ψ. 83, τιθέμεν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 742, Πίνδ.· - μέλλ. θήσω, Ἐπικ. ἀπαρ. θησέμεναι Ἰλ. Μ. 35, θησέμεν Πίνδ.: - ἀόρ. α΄ ἔθηκα, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ ὁριστ., καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἑνικῷ, διότι ἂν καὶ τὸ γ΄ πληθ. εἶναι σύνηθες, τὸ α΄ ὅμως καὶ β΄ πληθ. εἶναι σπάνια, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 2, 15, Αἰσχίν. 5. 23· Ἐπικ. γ΄ πληθ. θῆκαν Ἰλ. Ω. 795, κλπ.· ὁ ὁμαλὸς ἀόριστ. α΄ ἔθησα εἶναι λίαν μεταγεν., Μαλαλ. 247. 3, κλπ., καὶ μετοχ. τιθήσας ἐν Χρησμ. Σιβ. 4. 122.· - ἀόρ. β΄ ἔθην δὲν εἶναι ἐν χρήσει ἐν τῷ ἑνικ. τῆς ὁριστ., ἐν ᾧ ὁ πληθ. εἶναι συνηθέστερος, ἔθεμεν, ἔθετε, ἔθεσαν, Ἐπικ. θέσαν, Ἰλ. Μ. 29, κλπ.· προστ. θές, Ἀριστοφάν. Λυσ. 185, κλπ.· Λακων. γ΄ ἑνικ. σέτω αὐτόθι 1081· ὑποτ. θῶ, Ἰωνικ. θέω (προσ-), Ἡρόδ. 1. 108, Ἐπικ. θείω, Ἰλ. Π. 83· Ἐπικ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. θείῃς, θείῃ (ἄλλ. θήῃς, θήῃ) Ἰλ. Π. 96, Ὀδ. Κ. 301, 341, Ἐπικ. α΄ πληθ. θέωμεν (δισύλλ.) Ὀδ. Ω. 485, θείομεν ἀντὶ θείωμεν, Ἰλ. Ψ. 244, Ὀδ. Ν. 364· εὐκτ. θείην, α΄ πληθ. θείημεν Πλάτ., κλπ.· θεῖμεν Ὀδ. Μ. 347, προσ-θεῖμεν Πλάτ. Πολ. 370D, καὶ καταθεῖτε (ἢ -θοῖτε) Δημ. 185. 26· γ΄ πληθ. θεῖεν Σοφ. Ο. Κ. 865 ἀπαρ. θεῖναι, Ἐπικ. θέμεναι Ἰλ. Β. 285, θέμεν Ὀδ. Φ. 3. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 61. 67· μετοχ. θείς· πρκμ. τέθεικα Εὐρ. Ἠλ. 7, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 19 (τέθηκα ἐν ἐπιγραφ.). - Μέσ. τίθεμαι, β΄ ἑν. τίθεσαι Πλάτ. Θεαίτ. 202C· προστ. τίθεσο Ἀριστοφ. Εἰρ. 1039, Πλάτ. Σοφιστ. 237Β, τίθου Αἰσχύλ. Εὐμ. 226, Ἐπικ. τίθεσσο Ἀνθ. Παλ. 9. 564, Ἐπικ. μετοχ. τιθήμενος Ἰλ. Κ. 34. - Μέλλ. θήσομαι αὐτόθι Ω. 402, Ἀττ.: - ἀόρ. α΄ ἐθηκάμην, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ ὁριστ. καὶ τῇ μετοχ., καὶ οὐδέποτε παρὰ τοῖς Ἀττικ.· β΄ ἑνικ. ἐθήκαο Θεόκρ. 29. 18· Ἐπικ. β΄ ἑνικ. θήκατο Ἰλ. Κ. 31, Ἡσ.· μετοχ. θηκάμενος Θέογν. 1150, Πίνδ.· - ἀόρ. β΄ ἐθέμην, Ὅμ., Ἀττ.· προστ. θέο Ὀδ. Κ. 333, θοῦ Σοφ. Ο. Κ. 466 (ἐν συνθ. ἐνθοῦ, εἰσθοῦ· ἀλλὰ κατάθου, ἀπόθου)· ὑποτακτ. θῶμαι Ἀττ.· εὐκτ. θείμην Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. θεῖτο Ὀδ. Ρ. 225, Αἰσχύλ. Πρ. 527, Πλάτ., κλπ. (προσ-θοῖτο, -θοῖσθε, ἐν-θοῖτο, ἔχουσιν οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν ἐν Δημ. 68. 26., 575, 19., 912. 23). - Παθ. τίθεμαι· μέλλ. τεθήσομαι Εὐρ. Ἠλέκ. 1268, Θουκ., Πλάτ.· - ἀόρ. ἐτέθην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1245, Θουκ., Πλάτ.: - πρκμ. τέθειμαι, ἀπαρ. τεθεῖσθαι Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 304, μετοχ. τεθειμένος, Δημάδ. 180. 4, (προ-) Ξενοφ. Ἱέρ. 9. 11, (δια-) Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 65· (ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ μέσης σημ., Δημ. 530. 11, Λουκ. Ἐνύπν. 9, (ἐν-) Δημ. 912. 8) - Τὸ παθ. οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ. καὶ εἶναι καθόλου σπάνιον, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ εἶναι ἐν χρήσει τὸ κεῖμαι (ἴδε Cobet Var. let. 331 καὶ 527, ἔκδ. Β΄). (Ἐκ τῆς √ΘΕ, ἥτις ἀπαντᾷ ἐν τῷ τύπῳ προθέουσι, Ἰλ. Α. 291· ἐντεῦθεν, θέσις, θέμις, θεσμός, (τεθμός), θέμα, θεμέλιον, θήκη, ὑπο-θήκη, κτλ., θῆμα, θέτης, νομο-θέτης κτλ., πρβλ. θής. Σανσκρ. dhâ, da-dhâ-mi (τίθημι), dha-tri (δημιουργός), Ἀρχ. Γερμ. tôm, tât (thue, ποιεῖν, that, πρᾶξις), duom, (Ἀγγλ. doom, deem). Ριζικὴ σημασία· θέτω, τοποθετῶ· ἀκολούθως καθόλου, φέρω τι εἴς τινα θέσιν, εἴς τινα τόπον· ὅθεν φέρω τι εἴς τινα κατάστασιν, προξενῶ. Τὸ μέσον παρ’ Ὁμ. διαφέρει τοῦ ἐνεργ. ἐν τούτῳ ὅτι ἡ ἐνέργεια ἀντανακλᾶται εἰς τὸ ὑποκείμενον ἢ ἀναφέρεται εἰς τὸν σκοπὸν τοῦ ἐνεργοῦντος ἢ εἰς τὰ συμφέροντα αὐτοῦ· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὡς τὸ ποιεῖσθαι ἀναφέρεται εἰς διανοητικὴν ἐνέργειαν. Α. ἐπὶ τοπικῆς σημασ., θέτω, βάλλω, τοποθετῶ, λίθον... θέσαν Ἰλ. Φ. 405· θεμείλια Μ. 29· τέρματα τ., θέτω ὅρια, Ψ. 333, Ὀδ. Θ. 193· κλισίην, θρόνον τι τινί, θέτω ἀνάκλιντρον ἢ κάθισμα διά τινα, Δ. 123., Θ. 65· τὸ δὲ Μέσον σημαίνει, θέτω κάθισμα δι’ ἐμαυτόν, ἡ δὲ κατ’ ἄντηστιν θεμένη περικαλλέα δίφρον... ἑκάστου μῦθον ἄκουε Υ. 387· - παρ’ Ἀττικ., πόδα τ., θέτω ἢ στηρίζω τὸν πόδα μου, δηλ. περιπατῶ, τρέχω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 294, Εὐριπ. Ι. Τ. 32· τετράποδος βάσιν θηρὸς τίθεσθαι, δηλ. βαδίζειν «μὲ τὰ τέσσαρα», ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1059· - ὁ τόπος ἢ τὸ μέρος δηλοῦται δι’ ἐπιρρ. ἢ ἐμπροθέτων προσδιορισμῶν. α) δι’ ἐπιρρημάτων, τ. τι πυρὸς ἐγγύς, ἀπάνευθε πυρὸς Ὀδ. Ξ. 518, Ἰλ. Σ. 412· προπάροιθε ποδῶν Υ. 324· χαμαὶ τ. τὸν πόδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 906· τὰ ἄνω κάτω καὶ τὰ κάτω ἄνω τ., Ἡρόδ. 3. 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 650, κλπ.· μετ’ ἐπιρρ. δηλούντων κίνησιν, ἄλλοσε θεῖναι Ὀδ. Ψ. 184, 204· ποῖ θετέον; Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 17, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 479C, κλπ. β) μετὰ πάσης προθέσεως δηλούσης σχέσιν τοπικήν, τ. ἀμφί τινι, οἷον ἀμφ’ ὤμοισι ἔντεα Ἰλ. Κ 34· στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις Εὐρ. Μήδ. 1160· ἀνά τινι ἢ τι, ὡς ἂμ βωμοῖσι Ἰλ. Θ. 441· ἀνὰ μυρίκην Κ. 466· ἐπί τινος, τινι ἤ τι, ὡς εἵματα ἐπ’ ἀπήνης Ὀδ. Ζ. 252· πρβλ. Ἰλ. Π. 223, κλπ.· κυνέην ἐπὶ κρατὶ Ο. 480· ἐπὶ γούνασί τινος Ζ. 92, κλπ.· ἐπὶ θρόνον τὰ ἱμάτια Ἡρόδ. 1. 9, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 483, κλπ.· ὑπό τινι ἤ τι, οἷον δέμνι’ ὑπ’ αἰθούσῃ Ἰλ. Ω. 644· ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνά τινι Ὀδ. Δ. 445· ἀλλὰ συνηθέστατα μετὰ τῶν προθ. ἐν ἢ εἰς, θέτω εἰς ἢ θέτω ἐντός..., οἷον, θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα Ἰλ. Σ. 476· τόξα ἐν πυρὶ Ε. 215· ἐν κίστῃ ἐδωδὴν Ὀδ. Ζ. 76· ἐν λεχέεσσι θ. τινα Ἰλ. Σ. 352· ἢ ἐς δίφρον θέσθαι τινά, θέτω ἐντὸς τοῦ δίφρου, Γ. 310· ἐς λάρνακα, ἐς κάπετον Ω. 795, 797· ἐς ταφὰς ἢ ἐν τάφοισι Σοφ. Αἴ. 1110. 1410· πρβλ. Ἀντ. 504, Τραχ. 1254. γ) παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως μετὰ μόνης δοτ., κολεῷ ἄορ. θέο Ὀδ. Κ. 333· χρήματα μυχῷ ἄντρου Ν. 364· πρβλ. Σοφ. Τρ. 691, Εὐρ. Ἑλ. 1064. - Αἱ αὐταὶ συντάξεις θὰ εὑρεθῶσιν ὑπὸ πολλὰς τῶν ἑπομένων διαιρέσεων. ΙΙ. ἰδιαίτεραι φράσεις: 1) θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν, βάλλειν τι εἰς τὰς χεῖράς τινος, Ἰλ. Α. 441, 565· κλπ.· ἐν χερσί τινος Ζ. 482, Ψ. 597· οἶνον ἐν χείρεσσι Ὀδ. Ξ. 448· ἐς χεῖρά τινος, εἰς τὴν χεῖρά τινος. Σοφ. Αἴ. 751. 2) ἐπὶ γυναικῶν, παῖδα ὑπὸ ζώνην ἐθέμην, ἔσχον ἐν γαστρί, Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἀφρ. 256· ἥτις σοι φίλον υἱὸν ζώνῃ θέτο μήτηρ, τίς ἦν ἡ μήτηρ ἡ σχοῦσά σε ἐν γαστρί, αὐτόθι 283. 3) ἐν ὄμμασι θέσθαι, δηλ. πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν, Πινδ. Ν. 8. 73. 4) βάλλω φυτὸν εἰς γῆν, φυτεύω, ὁπηνίκα δεῖ τιθέναι τὰ φυτὰ Ξεν. Οἰκ. 19, 7 καὶ 9. 5) θέσθαι τὴν ψῆφον, ῥίπτειν, βάλλειν αὐτὴν εἰς τὴν κάλπην, ἐς τεῦχος οὐ διχορρόπως ψήφους ἔθεντο Αἰσχύλ. Ἀγ. 816, ἴδε ἐν λ. ψῆφος· - ἐντεῦθεν καὶ ἁπλῶς ψηφοφορῶ, δίδω τὴν ψῆφόν μου, ἐπὶ φόνῳ, διὰ φόνον, Εὐρ. Ὀρ. 756· ἑωυτῷ, ὑπὲρ ἑαυτοῦ, Ἡρόδ. 8. 123· σὺν τῷ νόμῳ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 17· εὔφρονα, δικαίαν τὴν ψῆφον τ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 640, Λυκοῦργ., κλπ., καὶ ἐν τῷ παθ., φανερὰ τίθεται ἡ ψῆφος Πλάτ. Νόμ. 855D· - ὡσαύτως, τίθεμαι τὴν γνώμην, δίδω τὴν γνώμην μου, Ἡρόδ. 7. 82· περί τινος Ἀνδοκ. 26. 9· καὶ ἀπολ. τίθεσθαι, = ψηφίζεσθαι, γνώμῃ ταύτῃ, ὑπὲρ ταύτης τῆς γνώμης, Σοφ. Φιλ. 1448· μετά τινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 644· ἐναντία τινὶ Πλάτ. Φίληβ. 58Β. 6) παρ’ Ὁμ. θεῖναί τινί τι ἐν φρεσί, ἐν στήθεσσι, θεῖναι, ἐμφυτεῦσαί τι ἐν τῇ καρδίᾳ τινός, ὡς τὸ Ἀττ. νουθετέω· ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον Ἰλ. Ν. 732· βουλὴν ἐν στήθεσσι τ. Ρ. 470· ἔπος ἐν φρεσὶ Τ. 121· κλπ.· ὡσαύτως, μένος δέ οἱ ἐν φρεσὶ θῆκεν Φ. 145· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἄγριον ἐν στήθεσσι θέτο μεγαλήτορα θυμὸν Ι. 629· οὕτως, αἰδῶ καὶ νέμεσιν ἐν φρεσὶ θέσθαι Ν. 121· θέσθαι τινὶ κότον, τρέφειν μῖσος ἐναντίον τινός, Θ. 449· θέσθαι νόον καθαρὸν Θέογν. 89· τιθέμενος ἄγναμπτον νόον Αἰσχύλ. Πρ. 163· ἐν φρεσὶ τίθεμαι, μετ’ ἀπαρ., βάλλω εἰς τὸν νοῦν μου, σκέπτομαι νὰ πράξω τι, Ὀδ. Δ. 729· (πρβλ. βάλλω ΙΙ. 6. 7) καταθέτω, ὡς εἰς τὴν τράπεζαν, χρήματα θέσθαι παρά τινα Ἡρόδ. 6. 86, πρβλ. Ὀδ. Ν. 207· τὰ ὄντα τίθεσαθαι ἀσφαλέστατα (ἐπίρρ.) Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11. 12· ἐνέχυρον θεῖναί τι Ἀριστοφ. Πλ. 451· πρβλ. Ἐκκλ. 755, Δημ. 1381. 8, κλπ.· - ὡσαύτως, ἐγγύην θέσθαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 899· συνθήκας παρά τινι Λυκοῦργ. 150. 42. - Παθητ., τὰ ληφθέντα καὶ τὰ τεθέντα Δημ. 186. 10· - ἀλλ’ ἐνίοτε διαστέλλονται ἐνεργ. καὶ μέσον ἀπ’ ἀλλήλων, ὁ θείς, ὁ ὑποθηκεύσας, δηλ. παρασχὼν ὑποθήκην, ὁ θέμενος, ὁ λαβὼν τὴν ὑποθήκην, ὁ ἐπὶ ὑποθήκῃ δανειστής, τοὺς θέντας ἡμᾶς ἢ καὶ τοὺς θεμένους ὑμᾶς Πλάτ. Νόμ. 820Ε· πρβλ. ὑποτίθημι ΙΙΙ· μεταφορ., χάριν ἢ χάριτα θέσθαι τινί, ποιῶ τι εἴς τινα ὅπως μοὶ ὀφείλῃ χάριν, ὑποχρεώνω τινά, Ἡρόδ. 9. 60, 107, Αἰσχύλ. Πρ. 783, κλπ. 8) πληρώνω, καταβάλλω, τόκον, εἰσφοράς, μετοίκιον, κτλ., Δημ. 1330. 23., 606. 17., 845. 20, κλπ. 9) καταγράφω, σημειώνω, θὲς ἐν φρενῶν δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους Σοφ. Ἀποσπ. 535· τὰ ἐν γράμμασι τεθέντα Πλάτ. Νόμ. 793Β· - βάλλω εἰς τὸν λογαριασμόν, ὑπολογίζω, λογαριάζω, in rationes referre, Δημ. 824. 10., 825. 2., 839. 24· θήσω εἰς δύο παῖδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῦ Λυσί. 910. 1· τὸ μὲν ἥμισυ τίθησιν αὐτοῖς λελογίσθαι ὁ αὐτ. 905. 11. 10) ἐν τῇ στρατιωτικῇ γλώσσῃ, τίθεσθαι τὰ ὅπλα, ἔχει τρεῖς σημασίας: α) στήνω τὰ ὅπλα, τὰ θέτω ἐν τάξει ὡς ἐν στρατοπέδῳ, ἀγραυλῶ, νυκτοφυλακῶ, μάλιστα κατέναντι πολεμίων, Θουκ. 4. 44., 7. 3· - ἐντεῦθεν, λαμβάνω θέσιν τινά, παρατάττομαι ὡς εἰς μάχην, Ἡρόδ. 9. 52, Θουκ. 2. 2, Πλάτ. Πολ. 440Ε, Λυσί. 188. 10, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 5, 17., 6. 4, κλπ.· οὕτω, ὁπόσοι περ ἂν ὅπλα ἱππικὰ ἢ πεζικὰ τιθῶνται, ὅσοι ἂν ὑπηρετῶσιν εἰς τὸ ἱππικὸν ἢ τὸ πεζικόν, Πλάτ. Νόμ. 753Β· ἀντία τινός, ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 5. 74. (ἀλλ’ ἐν 1. 62· ἀντία τοῦ ναοῦ, φαίνεται ὅτι σημαίνει ἁπλῶς, κατέναντι τοῦ ναοῦ, πρβλ. Πόππ. Πίνακ. εἰς Ξεν. Ἀν.)· ποιητ., πάτρας ἕνεκα εἰς δῆριν ἔθεντο ὅπλα, ἐπίγραμμ. παρὰ Δημ. 322. 6. β) βάλλω κάτω τὰ ὅπλα μου, παραδίδομαι, Διόδ. 20. 31, 45, Πλούτ. 2. 759Α· οὕτω, θέσθαι τὰς ἀσπίδας Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 12· πόλεμον θέσθαι, καταλῦσαι, καταπαῦσαι, Θουκ. 1. 82· πόλεμον θ. ᾗ βούλονται αὐτόθι 31· νεῖκος εὖ θέσθαι Σοφ. Ο. Τ. 633· καί, καλῶς θ. τὰς διαφορὰς πρός τινα Ἀνδοκ. 18. 21. γ) εὖ θέσθαι ὅπλα, ἁπλῶς τηρῆσαι αὐτὰ ἐν καλῇ τάξει, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 3· ὡς τὸ εὖ ἀσπίδα θέσθω, Ἰλ. Β. 382. 11) θέτω εἰς τάφον, θάπτω, ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέα Ἰλ. Ψ. 83 (συχν. μετὰ προσδιορισμῶν, ἐν τάφοισι, ἐς ταφάς, ἴδε ἀνωτ. 1. β)· ποῦ σφε θήσομεν χθονός; Αἰσχύλ. Θήβ. 1002· - Παθητ., τὰ ὀστᾶ... φασί... τεθῆναι ἐν τῇ Ἀττικῇ Θουκ. 1. 138· πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 242C, Νόμ. 947Ε. 12) τιθέναι τὰ γόνατα, κλίνειν τὰ γόν., Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 19, κ. Λουκ. κβ΄, 41, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. θέτω, ὁρίζω βραβεῖον, ἐπὶ ἄθλων ἐν τοῖς ἀγῶσι, Λατ. proponere, ἄεθλα Ἰλ. Ψ. 263, κλπ.· ἀέθλιον αὐτόθι 748· νικητήρια Σοφ. Ἀποσπ. 482· καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ τιθέμενα, τὰ βραβεῖα, Δημ. 1408. 27· καὶ μετὰ τοῦ ὡς βραβείου προτεινομένου πράγματος, τ. δέπας, βοῦν, ἡμιτάλαντον χρυσοῦ Ἰλ. Ψ. 656, 750, 826, κλπ., πρβλ. Ἡρόδ. 1. 144, Σοφ. Αἴ. 572· - τοῦτο πληρέστερον ἐκφέρεται. β) διὰ τοῦ θεῖναι ἐς μέσον Ἰλ. Ψ. 704· μεθ’ Ὅμηρον, ἐπὶ πολιτικῶν ἐνεργειῶν, Λατ. in medio ponere, προβάλλω εἰς τὸν λαόν, εἰς τὴν κρίσιν αὐτοῦ, ἐνώπιον αὐτοῦ, ὑμῖν ἐς μέσον ἀρχὴν τιθείς, θέτων αὐτὴν εἰς τὴν διάθεσιν ὑμῶν, Ἡρόδ. 3. 142· εἰς τὸ μ. θεῖναί τι Πλάτ. Τίμ. 34Β, Νόμ. 719Α· οὕτω καί, τ. τι εἰς τὸ κοινὸν Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 14, 1· - ἀλλά, ἐν μέσῳ τίθημί τι, παρεμβάλλω ὡς παρένθεσιν, Αἰσχύλ. Χο. 145. 2) στήνω, ἱδρύω ἐν ναῷ, ὡς τὸ ἀνατίθημι, ἀφιερῶ, καθιερῶ ἀγάλματα, Ὀδ. Μ. 347, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 92· τάσδε... θεοῖς ἀσπίδας ἔθηκε Εὐρ. Φοίν. 577. IV. παρέχω, δίδω, τιμήν τινι Ἰλ. Ω. 57· ὄνομα θεῖναί τινι, δίδω ὄνομα εἴς τινα, αὐτὸς νῦν ὄνομα εὕρεο ὅττι κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ Ὀδ. Τ. 403· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὄνομα θέσθαι, οὐχὶ ἀντανακλαστικῶς, δίδω εἰς ἐμαυτὸν ὄνομα, λαμβάνω ὄνομά τι, ἀλλὰ περιποιητικῶς, δίδω εἰς παιδίον τὸ ἴδιόν μου ὄνομα ἢ τοὐλάχιστον ὄνομα κατ’ ἐμὴν ἔγκρισιν, Ἀρναῖος δ’ ὄνομα ἔσκε· τὸ γὰρ θέτο πότνια μήτηρ ἐκ γενετῆς Ὀδ. Σ. 5· τίθεσθ’ ὄνομα ὅττι κεν εἴπω Τ. 406, Ἡρόδ. 1. 107, 113, Εὐριπ. Φοίν. 12· ― ἐλλειπτ., ἄνευ τοῦ ὄνομα· ᾦ δὴ ἀθροίσματι ἄνθρωπόν τε τίθενται καὶ λίθον Πλάτ. Θεαίτ. 157Β, πρβλ. Κρατ. 402Β· πλεοναστ., Ἴωνα δ’ αὐτὸν ὄνομα κεκλῆσθαι θήσεται Εὐρ. Ἴων. 75. V. τίθημι νόμον, θέτω ἢ δίδω νόμον, νομοθετῶ, ἐπὶ ὑπερτάτου νομοθέτου, Σοφ. Ἠλ. 580, Εὐρ. Ἄλκ. 57, Πλάτ. Πολ. 339C, Δημ. 731. 21, κλπ. ― Πολλάκις λέγεται ὁ τιθεὶς ἢ ὁ θεὶς τὸν νόμον· τὸ δὲ μέσον, τίθεμαι νόμον, σημαίνει τίθημι ἐμαυτῷ, ἤτοι θέτω δι’ ἐμαυτὸν νόμον (νοεῖται δὲ πολλάκις τὸ δι’ ἄλλου), ψηφίζομαι νόμον, μάλιστα ἐπὶ τῶν ἐν δημοκρατίαις νομοθεσιῶν, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 1, 5, ἔκδ. Κοραῆ, κλπ.· ― ὁ Σωκρ. ἐν Ξεν. Ἀπομν. 4. 4. 19 λέγει, ἔχοις ἂν οὖν εἰπεῖν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοὺς νόμους ἔθεντο; ― τίνας οὖν νομίζεις τεθεικέναι τούτους; Ἐγὼ μὲν θεοὺς οἶμαι τοὺς νόμους τούτους τοῖς ἀνθρώποις θεῖναι· ὁ δὲ Δημοσθένης ἐν Ὀλυνθ. τρίτῳ 10· νομοθέτας καθίσατε, ἐν δὲ τούτοις τοῖς νομοθέταις μὴ θῆσθε νόμον μηδένα, (ἴδε Βασιάδην Δημ. Φιλιππ. σελ. 330 καὶ Cobet Var. lect. 613, καὶ Ἀσώπιον Συντ. Περ. Β΄, σ. 311. § 61, ἔκδ. Β΄)· περὶ δὲ τοῦ παρ’ Ἡροδότ. 1. 29· τῶν νόμων ὧν ἔθετο (ὁ Σόλων) καί, νόμοις τοὺς ἄν σφι Σόλων θῆται, ἴδε Ἀσώπ. ὡς ἀνωτέρω σελ. 318, § 82· τὸ μέσον δύναται νὰ λεχθῇ καὶ ἐπὶ δεσπότου ἐὰν ἐνυπάρχῃ ἀναφορὰ εἰς τὸ συμφέρον αὐτοῦ ὡς ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Πλάτ. Πολ. 338Ε· τίθεται δέ γε τοὺς νόμους ἑκάστη ἡ ἀρχὴ πρὸς τὸ αὑτῇ ξυμφέρον, δημοκρατία μὲν δημοκρατικούς, τυραννὶς δὲ τυραννικούς. ― Ἴδε Jebb Σοφ. Ἀντ. σ. 10 ἐν σημ. ― Καὶ ἐν παθ. σημ., τίθεται νόμος Πλάτ. Νόμ. 705D, 744Α· ― λέγεται προσέτι καί, θεῖναι θεσμόν, θεσμόν... θήσω (ὁμιλεῖ ἡ Ἀθηνᾶ) Αἰσχυλ. Εὐμ. 484· κήρυγμα, τιμωρίας, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 8, Πλάτ., κλπ.· σκῆψιν θεῖναι προφασίζομαι Σοφ. Ἠλ. 548· τίθεμαι ἡμέραν, συμφωνῶ περί τινος ἡμέρας, ὁρίζω ἀπὸ κοινοῦ ἡμέραν, Δημ. 1039. 6. VI. ὁρίζω, καθίστημι, ἱδρύω, ἀγῶνα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 845, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 10· πεντετηρίδα Πινδ. Ο. 3. 38. VII. διορίζω, τάττω, διατάττω, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ξενοφ. Λακων. 15, 2· πρβλ. 1. 5., 2. 11· γυναιξὶ σωφρονεῖν... θήσει Εὐρ. Τρῳ. 1057· ― ὡσαύτως ἐλλειπτικῶς μετ’ ἐπιρρ., οὕτω νῦν Ζεὺς θείη, οὕτω εἴθε νὰ δώσῃ ὁ θεός, Ὀδ. Θ. 465., Ο. 180· ὣς ἄρ’ ἔμελλον θησέμεναι, ποιεῖσθαι, Ἰλ. Μ. 35· παγκάκως [θεοὶ] ἔθεσαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 283. Β. θέτω ἢ φέρω εἰς κατάστασίν τινα ἢ διάθεσιν, σχεδὸν ὡς τὸ ποιεῖν, ποιεῖσθαι, δι’ ὃ καὶ συχνάκις ἑρμηνευτέον διὰ τοῦ ἡμετέρου «κάμνω» Ι. μετ’ οὐσιαστ. καὶ κατηγορημ., κάμνω τινά τι, θεῖναί τινα αἰχμητήν, ἱέρειαν, μάντιν Ἰλ. Α. 290, Ζ. 300, Ὀδ. Ο. 253· θ. τινα βασιλέα, ἀρχέπολιν Πινδ. Ο. 13. 31, Π. 9. 93· θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος, ποιῆσαί τινα γυναῖκά τινος, ἐπὶ τρίτου χρησιμεύοντος ὡς προξενητοῦ, Ἰλ. Τ. 298· (διαφ. ἐν τῷ μέσῳ ἴδε κατωτέρ. 3)· ἥ τέ με τοῖον ἔθηκεν ὅπως ἐθέλει, μὲ κατέστησε τοιοῦτον ὅπως θέλει, Ὀδ. Π. 208· σῦς ἔθηκας ἑταίρους, κατέστησας τοὺς συντρόφους μου χοίρους, Κ. 338· οὕτω, ναῦν λᾶαν ἔθηκε Ν. 163, πρβλ. Ἰλ. 318· ἀλλά, θεῖναί τινι γέλων, προξενῆσαι γέλωτα εἴς τινα, Εὐρ. Ἴων 1172· ὡσαύτως, λόγους εἰς μέτρα τιθέναι, τρέψαι αὐτοὺς εἰς στίχους, Πλάτ. Νόμ. 669D. 2) μετ’ ἐπιθέτου ὡς κατηγορηματικοῦ, θεῖναί τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήραον, καταστῆσαί τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήρατον, Ὀδ. Ε. 136· οὕτω, τυφλόν, ἀφνειὸν τ. τινα Ἰλ. Ζ. 139, Ι. 483· οὕτω, τὸν μέν... θῆκεν μείζονά τ’ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα Ὀδ. Ζ. 229, πρβλ. Σ. 195. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἅλιον, οὐκ ἀτέλεστον, μεταμώνιον Ἰλ. Δ. 26, 57, 363· κείνου δ’ αὖ καὶ ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε, κατέστησε καὶ τὸν ὄλεθρον αὐτῶν ἄγνωστον, Ὀδ. Γ. 88, πρβλ. Λ. 274· ἀποίητον θέμεν ἔργων τέλος Πινδ. Ο. 2. 32· ἀρὰν τ. ἀληθῆ Αἰσχύλ. Θήβ. 946· ἀναστάτους οἴκους τ. Σοφ. Ἀντ. 674· τ. λεῖον τὸν τραχὺν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1086· τὸ παραχθὲν ἀγένητον τ. Πλάτ. Πρωτ. 324Β. 3) πολλάκις ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ γυναῖκα ἢ ἄκοιτιν τίθεμαί τινα, κάμνω τινὰ γυναῖκά μου, σύζυγόν μου, Ὀδ. Φ. 72, 316· παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα, λαβοῦσα τὸν ἑαυτῆς υἱὸν ὡς ἄνδρα, Αἰσχύλ. Θήβ. 930. β) παῖδα ἢ υἱὸν τίθεσθαί τινα, ὡς τὸ ποιεῖσθαι, κάμνω τινὰ ὡς τέκνον μου, υἱοθετῶ, Πλάτ. Νόμ. 929C, κλπ., καὶ ἀπολ., τίθεμαί τινα, υἱοθετῶ, Πλουτ. Αἰμίλ. 5. γ) καθόλου, προσφιλῆ, δυσμενῆ θέσθαι τινά, παρὰ ποιηταῖς, Σοφ. Φιλ. 532, Ἀντ. 188· γέλωτα τίθεμαί τινα, κάμνω τινὰ ἀντικείμενον γέλωτος, Ἡρόδ. 3. 29., 7. 209. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., κάμνω τινὰ νὰ πράξῃ τι, τιθέναι τινὰ νικῆσαι, κάμνω τινὰ νὰ ἀναδειχθῇ νικητής, Πινδ. Ν. 10. 89· πεπρωμένον ἔθηκε μοῖραν μετατραπεῖν ἀνδροφθόρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσμ. 164· τὸν πάθει μάθος θέντα κυρίως ἔχειν, ὅστις ἔκαμε τὸ πάθημα νὰ χρησιμεύσῃ ὡς μάθημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 178, πρβλ. 1036, 1174, Εὐρ. Μήδ. 718, Ἡρακλ. 990, κλπ. ΙΙ. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν τῆς διανοίας ἐνέργειαν, ὅτε τὸ μέσον εἶναι συνηθέστερον τοῦ ἐνεργ., θέτω εἰς ὡρισμένον ἢ δεδομένον, ὑπολογίζω τι ἢ θεωρῶ ὡς..., τί δ’ ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε; Ὀδ. Φ. 333· δαιμόνιον αὐτὸ τίθημ’ ἐγὼ Σοφοκλ. Ἠλ. 1270· τοιοῦτον θέντες τὸν δίκαιον Πλάτ. Πολ. 361Β, πρβλ. 430Β· θὲς δή μοι..., ὑπόθες τώρα, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 191C· εὐεργέτημα τ. τι Δημ. 12. 9· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ὡς, θέντες ὡς ὑπάρχον ὃ βούλονται Πλάτ. Πολ. 458Α, πρβλ. Φαίδωνα 100Α· μὴ τοῦτο ὡς ἀδίκημα θῇς Δημ. 292. 21. 2) μετ’ ἐπιρρ., ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα; πῶς πρέπει νὰ θεωρῶμεν ταῦτα; Σοφ. Φιλ. 451 (ἴδε κατωτ. IV)· οὐδαμοῦ τιθέναι τι, θεωρεῖν τι ὡς ἀνάξιον λόγου ἢ προσοχῆς, nullo in numero habere, Εὐρ. Ἀνδρ. 210· πρόσθεν ἢ ἐπίπροσθέν τινος τιθέναι τι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 131, ἐν Ἱκ. 514· πόρρω τίθεσθαί τί τινος Δημ. 325. 22. 3) μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, τ. τινὰ ἐν τοῖς φιλοσόφοις Πλάτ. Πολ. 475D· ἐν τοῖς φίλοις Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 4· ὡσαύτως, εἰς γόητα καὶ μιμητὴν τ. τινα Πλάτ. Σοφιστ. 235Α, πρβλ. 264C, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39· ὡσαύτως, οὐκ ἐν λόγω τίθεσθαί τινα Τυρταῖ. 9. 1. τίθεσθαί τινα ἐν τιμῇ Ἡρόδ. 3. 3· ἐν αἰτίῃσι τιθέναι τινὰ ὁ αὐτ. 8. 99· παρ’ οὐδὲν ἔθεντο, ἐθεώρησαν ὡς μηδαμινόν, ὡς ἀνάξιον λόγου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 230, Εὐρ. Ι. Τ. 732, Πλάτ., κλπ.· ἐν παρέργῳ θέσθαι Σοφ. Φιλ. 473· πάντα ἐν εὐχερεῖ θ. αὐτόθι 876· τ. τι ἐν αἰσχρῷ Εὐρ. Ἑκ. 806· ἐν ἀδικήματι θέσθαι τι Θουκ. 1. 35· ἐν ἀδικήματος μέρει τίθεσθαί τι Δημ. 668. 25, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 252Β, καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ϛʹ σ. 185· ― θέσθαι τὰ δίκαια ἔκ τινος, ἐκτιμᾶν ἢ ὑπολογίζειν τὰ δίκαια ἐκ..., Δημ. 91 περὶ τὸ τέλος. 4) μετὰ διαιρετ. γενικῆς ἢ καὶ ἄλλης, ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων, καταρίθμησόν με μεταξὺ τῶν πεισθέντων, Πλάτ. Πολ. 424C, πρβλ. 376Ε, 437Β· τῆς ἡμετέρας ἀμελείας ἄν τις θείη, δύναταί τις νὰ τὸ θεωρήσῃ ὡς προελθὸν ἐκ τῆς ἀμελείας ἡμῶν, Δημ. 12. 5. 5) μετ’ ἀπαρεμφ., οὐ τίθημ’ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, δὲν θεωρῶ ἐγὼ τοῦτον ὡς ζῶντα, «δὲν τὸν λογαριάζω ὡς...», Σοφ. Ἀντ. 1166 πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 93C, Δημ. 783. 18 καὶ 22· ― σπανίως μετὰ μετοχῆς, θήσω ἀδικοῦντα [αὐτὸν] ὁ αὐτ. 645. 22. 6) ἐλλειπτικῶς, λαμβάνω ὡς δεδομένον, ὑποθέτω, θῶμεν δύο εἴδη (ἐξυπακουομ. εἶναι) Πλάτ. Φαίδ. 79Α, κλπ· θήσω οὕτω (ἐξυπακ. εἶναί τι) Δημ. 648. 22, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 1. ΙΙΙ. ἄνευ κατηγορηματικῆς τινος λέξεως, καὶ σημαίνει, κάμνω, κατεργάζομαι, ὡς τὸ ποιεῖν, Λατιν. ponere virum, ἐπὶ τεχνίτου, ἐν ὃ ἐτίθει νειὸν Ἰλ. Σ. 541, πρβλ. 550, 561, 607· ἐπὶ μαγείρου, δόρπον τιθέναι ἢ τίθεσθαι Ὀδ. Υ. 394, Ρ. 269, καὶ ἄλλοθι· δῶμα θέσθαι, κτίσαι οἰκίαν, Ο. 241. 2) ποιῶ, προξενῶ, ἀπεργάζομαι, ἔργα Ἰλ. Γ. 321· τ. κέλαδον καὶ ἀϋτὴν Ι. 547· ὀρυμαγδὸν Ὀδ. Ι. 235· ἔριν μετ’ ἀμφοτέροισιν Γ. 136· φιλότητα, ὅρκια μετ’ ἀμφ. Ἰλ. Δ. 83, Ὀδ. Ω. 546· καὶ μετὰ δοτικ. προσώπου, σῆμα τιθεὶς Τρώεσι Ἰλ. Θ. 171· Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε Α. 2, κτλ.· πᾶσιν ἔθηκε πόνον Φ. 524, πρβλ. Ο. 721, Π. 262· φόως ἑτάροισι Ζ. 6, κλπ., οὕτω συχνάκις παρ’ Ὁμ., χάρματ’ ἄλλοις ἔθηκεν Πινδ. Ο. 2. 180· πόλει κατασκαφὰς θέντες Αἰσχύλ. Θήβ. 47· εἰρήνην φίλοις ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 769· ἀλλ’ αἷμα θήσεις, ἀλλ’ οὕτω θὰ προξενήσῃς αἱματοχυσίαν, Εὐρ. Βάκχ. 835, κλπ. 3) συχν. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κάμνω ἢ παρασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, τίθεμαι κέλευθον, κάμνω ὁδὸν δι’ ἐμαυτόν, «ἀνοίγω δρόμον», τεῖχος ῥηξάμενοι θέσθαι παρὰ νηυσὶ κέλευθον Ἰλ. Μ. 418· καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, νὰ ἀποκτήσῃ μεγάλην εὐσαρκίαν, Ὀδ. Ρ. 225, πρβλ. Σ. 74· θέσθαι μάχην, συνάπτειν μάχην, Ἰλ. Ω. 402, πρβλ. Ρ. 158· ἱδρῶτα τίθεσθαι Ἱππ. 22. 33· μαρτύρια θέσθαι, παρουσιάζειν μαρτυρίας, Ἡρόδ. 8. 55· θήκασθαι ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν, λαβεῖν τὴν ὄψιν ἢ τὸ πρόσωπον σεβασμίου ἀνθρώπου. Πινδ. Π. 4. 52, πρβλ. Abresch. εἰς Ἡσύχ. ἐν λέξ. θήκατο· τίθεμαι πόνον, προξενῶ ἐμαυτῷ ἐνοχλήσεις, βάσανα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 226· εὐκλεᾶ θέσθαι βίον Σοφ. Φιλ. 1422· καὶ ἐν πολλαῖς ὁμοίαις φράσεσι. 4) ἐν περιφράσει ἀντὶ ἁπλοῦ ῥήματος, σκέδασιν θεῖναι, σκεδάσαι, διασκορπίσαι, Ὀδ. Λ. 116· θεῖναι κρύφον, νέμεσιν, αἶνον, ἀντί, κρύπτειν, νεμεσᾶν, αἰνεῖν, Πινδ. Ο. 7. 111., 8. 114, Ν. 1. 5· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, θέσθαι μάχην, ἀντὶ μάχεσθαι, Ἰλ. Ω. 402· θέσθαι θυσίαν, γάμον, ἀντί, θύειν, γαμεῖσθαι, Πινδ. Ο. 7. 77., 13. 75· σπουδήν, πρόνοιαν θέσθαι Σοφ. Αἴ. 13, 536, (Cobet. Nov. lect. σ. 291), πρβλ. Πινδ. Π. 4. 492· τ. ἐπιστροφὴν πρό τινος Σοφ. Ο. Τ. 134· σχολὴν τ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1059· προμηθίαν θ. τινὶ Εὐρ. Μήδ. 915· ― καὶ μετὰ γενικ., λησμοσύνην, συγγνωμοσύνην τινὸς Σοφ. Ἀντ. 151, Τρ. 1265. IV. εὖ θέσθαι, διευθετεῖν, τακτοποιεῖν, κυβερνᾶν καλῶς, τὰ σεωυτοῦ Ἡρόδ. 7. 236· θέσθαι τὸ παρὸν Θουκ. 1. 25, πρβλ. 4. 59, Πλάτ., κλπ. (εὖ θεῖναι παρὰ Θεόγν. 845)· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 10. γ· - ὡσαύτως, καλῶς θεῖναι Σοφ. Τρ. 26, Εὐρ. Ἱππ. 521· καλῶς θέσθαι αὐτόθι 709, πρβλ. Ἀνδρ. 378, κλπ.· - οὕτω καί, θεῖναι τἀκεῖ κατὰ γνώμην ἐμὴν αὐτόθι 737· μάλιστα ἐπὶ διευθετήσεως διαφορῶν, θέσθαι τὸν πόλεμον, ἴδε Α. ΙΙ. 10. β· τὰς διαφορὰς θέσθαι καλῶς Ἀνδοκ. 18. 21· τὸ νεῖκος εὖ θέσθαι χρεὼν Σοφ. Ο. Τ. 633· πρβλ. Θουκ. 4. 17., 6. 11· ἴσως οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 451 (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 47, 53, 55, κλπ.
English (Autenrieth)
τίθησθα, τίθησι and τιθεῖ, 3 pl. τιθεῖσι, ipf. (ἐ)τίθει, τίθεσαν, fut. inf. θησέμεναι, aor. ἔθηκα, θῆκε, θῆκαν, ἔθεσαν, θέσαν, subj. θείω, θείῃς (θήῃς), θέωμεν, θείομεν, opt. θείην, θεῖμεν, θεῖεν, imp. θές, inf. θεῖναι, θέμεναι, mid. pres. part. τιθήμενος, fut. θήσομαι, aor. θήκατο, ἔθετο, θέτο, ἔθεσθε, θέσθε, opt. θεῖο, θεῖτο, imp. θέω, θέσθε: I. act., put, place, properly local, w. dat. of place or w. prep.; metaph., put into one's mind, inspire, suggest, μένος τινὶ ἐν θῦμῷ, θῦμόν τινι, βουλὴν ἐν στήθεσσιν, Od. 1.321, Il. 24.49, Ρ, Od. 11.146; similarly of ‘proposing,’ ‘offering’ prizes at games, ‘depositing,’ ‘setting up’ offerings in a temple, ‘determining’ the limit, end, or outcome of anything, Il. 23.263, Od. 12.347, Il. 23.333, Od. 8.465; make, cause (poetic for ποιεῖν), ὀρυμαγδὸν ἔθηκεν, Od. 9.235; κέλευθόν τινι, Il. 12.399; and forming a periphrasis, σκέδασιν θεῖναι (= σκεδάσαι), Od. 1.116; Ἀχαιοῖς ἄλγἐ ἔθηκεν, ‘caused,’ ‘gave rise to’ miseries for the Greeks, Il. 1.2; so w. double acc., τινὰ ἄλοχον θεῖναι, Τ 2, Od. 13.163.—II. mid., the above meanings subjectively applied, put or place for oneself, something of one's own, κολεῷ ἄορ, ἀμφὶ ὤμοισιν ἔντεα, Od. 10.34, 333; met., ἐν φρεσι τι, ‘take to heart,’ ‘consider,’ Od. 4.729; ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε, ‘hold,’ ‘deem this a disgrace to yourselves,’ Od. 21.333; make or prepare for oneself, Il. 9.88, Il. 24.402; w. two accusatives, τινὰ θέσθαι γυναῖκα, φ, Il. 9.629.
English (Slater)
τῐθημι (τιθεῖς, -ησι; τιθείς: τιθέμεν: fut. θήσω, -εις; θησέμεν: impf. τίθεν: aor. ἔθηκας, (ἔ)θηκε(ν), θέσαν, θέν coni.: med. fut. θήσομαι, -ονται: aor. θέτο, (ἔ)θεντο; θέμενος, -οι, -αν, -αι; θηκάμενος, -οι; θέσθαι: pass. τιθεμένων.)
1 lay, place
a τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.39) ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν (P. 3.38) med., χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους (sc. αἱ Μοῖραι) (O. 14.10) ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν (Pae. 6.99) [ταὶ δ ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς (Bergk: θα- vel θηκάμεναι, θησάμενοι codd.: κατθηκάμενοι Mosch.) (P. 9.62) ]
b med., put upon oneself, assume “φαιδίμαν ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος” (P. 4.29) met., “κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.113) ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει θέμενος οἰωνοπόλον γέρας (ἀποθέμενος interpr. Schr.) (Pae. 4.30)
2 lay, place, establish in various senses.
a act. & med., build, fashion δόμον ἔθεντο πρῶτον i. e. for themselves (O. 9.44) κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ (O. 13.82) (νεφέλα) ἅντε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι (P. 2.39) εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν (N. 4.80) ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; (Barnes: θήσει codd. Dion. Hal.: sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.19)
b act. & med., establish, found festivals, simm., πενταετηρίδ' θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ (sc. Ἡρακλέης) (O. 3.22) Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ χρηστήριον θέσθαι (sc. Ἴαμον) κέλευσεν i. e. for himself and his descendants. (O. 6.70) ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος ἐπ' Ἀσωποῦ ῥεέθροις (N. 9.9) τιθεμένων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.
c establish, set up as a prize (χαλκὸν) ὅν τε Κλείτωρ καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει (ed. Morel.: ἔθηκεν codd.) (N. 10.48)
d met., establish, instil (in the mind) εἰ δὲ τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν (P. 3.65) cf. (P. 1.40)
e lay met. τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ (sc. Ἡσυχία) (P. 8.11) ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς (P. 11.37) τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς ἐρευνασάτω (καταθεὶς v.l.) fr. 109.
f act. & med., place, put esp. c. abstract subject [Πίσας χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (v. ὑποτίθημι) (O. 1.19) ] κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: κρύφιον codd.: τιθέμεν Hermann: locus varie temptatus) (O. 2.97) μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (τουτέστι θεωρῆσαι Σ.) (N. 8.43)
3 make
a act. & med., perform σεμνὰν θυσίαν θέμενοι (O. 7.42) Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν (O. 7.61) καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν (O. 2.99)
b med., make for oneself, undertake εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν (sc. Δία) (O. 8.86) ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών having made himself a now (O. 10.63) καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ (O. 13.53)
c c. abstract subs. in periphrasis τλᾶθι τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν (= σπουδάζειν) (P. 4.276) Ὀρτυγία, σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (= αἰνεῖν) (N. 1.5)
d act. & med., c. pr. adj., subs. ἄφθιτον θέν νιν (Mommsen: θέσαν αὐτόν codd.: θῆκαν Rauchenstein) (O. 1.64) ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος (O. 2.17) ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές (O. 6.4) θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς (O. 7.6) ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν (O. 8.18) τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν (O. 10.47) Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ παύρῳ ἔπει θήσω φανέῤ ἀθρ (O. 13.98) πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον making his every word earnest (P. 4.132) νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς (P. 9.7) “ἔνθα νιν ἀρχέπολιν θήσεις” (P. 9.54) “θήσονταί τέ νιν (“utrum recte iam vett. gramm. ad θῆσθαι rettulerint necne dubitare possis, quamquam θρέψουσι schol. 113,” Schr.) (P. 9.63) ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (P. 10.15) ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα (P. 10.58) λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος (P. 12.15) παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν (N. 1.59) κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (N. 3.22) τό (sc. ῥῆμα) μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη (N. 4.9) ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν (N. 8.50) Διομήδεα δ' ἄμ- βροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν (N. 10.7) οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλὰν (N. 10.89) μᾶτερ ἐμά, τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι (I. 1.3) Ἰλίου δὲ θῆκεν ἄφαρ ὀψιτέραν ἅλωσιν (sc. Ἀπόλλων) Πα. . . λτ;τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.3) in zeugma, ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν (P. 1.40)
4 fragg. ]θέμεν Δ. 1. 12. θῆ]κε (supp. Snell) Δ. . . πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν (Bergk: ἔθηκε codd.) fr. 177a. Φερσεφόνᾳ ματρί τε χρυσοθρόνῳ θῆ[κεν ἀστ]οῖσιν τελευτὰν (τέλος Σ unde τελετὰν coni. Lobel) P. Oxy. 2622, fr. 1, 5 ad ?fr. 346c.
5 in tmesis. ἐπὶ γὰρ τίθησι (v. ἐπιτίθημι) (P. 2.10) ὑπὸ ἔθηκε (v. ὑποτίθημι) (O. 1.19)
Spanish
poner, colocar, poner dentro, meter
English (Abbott-Smith)
τίθημι, [in LXX for שִׁית,נתן,שׂוּם, etc.;]
1.causative of κεῖμαι,
(a)to place, lay, set: Lk 6:48, Ro 9:33, al.; of laying the dead to rest, Mk 15:47, Lk 23:55, Jo 11:34, Ac 7:16, al.; seq. ἐπί, c. gen., Lk 8:16, Jo 19:19, al.; id. c. acc., Mk 4:21, II Co 3:13, al.; ὑπό, Mt 5:15, al.; παρά, Ac 4:35, 37. Mid., to have put or placed, to place for oneself: of putting in prison, Ac 4:3, 5:18, 25, al.; of giving counsel, βουλήν, Ac 27:12; of laying up in one's heart, Lk 1:66 21:14 ( I Ki 21:12);
(b)to put down, lay down: of bending the knees, τ. γόνατα, to kneel, Mk 15:19, Ac 7:60, al.; of putting off garments, Jo 13:4; of laying down life, τ. ψυχήν, Jo 10:11, 15 17, 18 13:37, 38 15:13, I Jo 3:16; of laying by money, παρ᾽ ἑαυτῷ, I Co 16:2; of setting on food, Jo 2:10; metaph., of setting forth an idea in symbolism, Mk 4:30.
2.to set, fix, establish: ὑπόδειγμα, II Pe 2:6.
3.to make, appoint: Mt 22:44, Mk 12:36, Lk 20:43, Ac 2:35, Ro 4:17, al. Mid., to make, set or appoint for oneself: Ac 20:28, I Co 12:28, I Th 5:9, I Ti 1:12, al.; seq. ἵνα, Jo 15:16 (cf . ἀνατίθημι]], προσανατίθημι, ἀποτίθημι, διατίθημι, ἀντιδιατίθημι, ἐκτίθημι, ἐπιτίθημι, συνεπιτίθημι, κατατίθημι, συνκατατίθημι, μετατίθημι, παρατίθημι, περιτίθημι, προτίθημι, προστίθημι, συντίθημι, ὑποτίθημι).
English (Strong)
a prolonged form of a primary theo (which is used only as alternate in certain tenses); to place (in the widest application, literally and figuratively; properly, in a passive or horizontal posture, and thus different from ἵστημι, which properly denotes an upright and active position, while κεῖμαι is properly reflexive and utterly prostrate): + advise, appoint, bow, commit, conceive, give, X kneel down, lay (aside, down, up), make, ordain, purpose, put, set (forth), settle, sink down.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(μέσ.-παθ.) τίθεμαι
τοποθετούμαι
νεοελλ.
(κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής»
i) μπαίνω πρώτος στη σειρά
ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι
β) «τίθεμαι επί ποδός» — δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι
γ) «τίθεμαι επί το έργον» — καταπιάνομαι αμέσως με ένα έργο
δ) «τίθεμαι εκτός νόμου»
(σχετικά με οργάνωση) απαγορεύεται η δράση μου, κηρύσσομαι παράνομος
ε) «τίθεμαι υπό απαγόρευση»
i) (για πρόσ.) περιέρχομαι σε κατάσταση αδυναμίας για οποιαδήποτε μορφή δικαιοπραξίας μετά από δικαστική απόφαση με την οποία αποδεικνύεται ότι έχω χάσει τις βουλητικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις
ii) απαγορεύεται η δράση μου
iii) (για πράγμ.) απαγορεύεται η χρήση μου συνήθως μετά από σχετική κρατική απόφαση
στ) «τίθεμαι επί τα ίχνη κάποιου» — ανακαλύπτω τα ίχνη ενός προσώπου και αρχίζω την παρακολούθησή του
αρχ.
1. (με τοπ. σημ. και συχνά με επιρρ., με εμπρόθ. προσδ. δηλωτικούς τοπικών σχέσεων, στην ποίηση και με δοτ. τοπ.) φέρνω και βάζω κάτι κάπου, το τοποθετώ σε έναν τόπο (α. «ἐκελήσατο θέμεν τὰν κλίναν, ἐφ' ἇς τὰν Σωστράταν ἔφερον», επιγρ.
β. «τίς δὲ μοι ἄλλοσ' ἔθηκε λέχος;», Ομ. Οδ.
γ. «ἅρματα δ' ἄμ βωμοῖσι τίθει», Ομ. Οδ.
δ. «θεῖσα στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις», Ευρ.)
2. (συν. με τις προθέσεις ἐν ή εἰς) τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «ἐς δίφρον ἄρνας θέτο», Ομ. Ιλ.
β. «θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα», Ομ. Ιλ.)
3. καταθέτω κάτι ως παρακαταθήκη, παραδίδω σε κάποιον χρήματα ή πράγματα για φύλαξη («τὴν τιμὴν θήσονται ἐπὶ τὴν τράπεζαν, ἔως», πάπ.)
4. βάζω υποθήκη, υποθηκεύω
5. πληρώνω, καταβάλλω τόκο, εισφορά, το μετοίκιο κ.ά.
6. καταγράφω, σημειώνω («θοῦ δ' ἐν φρενῶν δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους», Σοφ.)
7. υπολογίζω, λογαριάζω («θήσω εἰς δύο παῑδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῦ», Λυσ.)
8. θάβω, ενταφιάζω
9. (σχετικά με φυτά) εμφυτεύω
10. (σχετικά με έπαθλα σε αγώνες) ορίζω ως βραβείο, αθλοθετώ
11. (σε χρήση μετά τον Όμ.) (σχετικά με πολιτικές ενέργειες) προβάλλω, παρουσιάζω στον λαό προκειμένου αυτός να κρίνει και να αποφασίσει («βούλομαι ὑμῖν εἰς τὸ μέσον αὐτὸ θεῖναι», Ξεν.)
12. αφιερώνω αγάλματα
13. παρέχω, χορηγώ, δίνω («εἰ δὴ ὁμὴν Ἀχιλῆϊ καὶ Ἔκτορι θήσετε τιμήν», Ομ. Ιλ.)
14. (με απρμφ.) ορίζω, θεσπίζω («[ὁ Λυκοῦργος] ἔθηκε θύειν βασιλέα πρὸ τῆς πόλεως τὰ δημόσια», Ξεν.)
15. (σχετικά με αγώνες) διοργανώνω ή καθιερώνω
16. διατάζω («οὕτω νῦν Ζεὺς θείη», Ομ. Οδ.)
17. διευθύνω, διοικώ («ἐγὼ καὶ σὺ θήσομεν κρατοῦν
τες τῶνδε δωμάτων καλῶς», Αισχύλ.)
18. τακτοποιώ («εἰ μὴ θήσομαι τἄμ' ὡς ἄριστα», Ευρ.)
19. στρώνω μωσαϊκό
20. α) (συχνά με δύο αιτ. από τις οποίες η μία είναι αντικ. και η άλλη κατηγ.) φέρνω σε μια κατάσταση ή διάθεση ή προσδίδω σε κάποιον μια ιδιότητα (α. «ἥ τε με τοῑον ἔθηκεν ὅπως ἐθέλει», Ομ. Οδ.
β. «ἕως ἄν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου», ΠΔ)
β) (με απρμφ.) παρέχω τη δυνατότητα σε κάποιον να κάνει κάτι («πεπρωμένον ἔθηκε μοῑραν μετατραπεῖν ἀνδροφθόρον», Πίνδ.)
21. (σχετικά με εμπόλεμες καταστάσεις και διαμάχες) οδηγώ σε αίσια έκβαση, διευθετώ
22. (στα παιχνίδια πεσσεία και κυβεία) τοποθετώ τους κύβους σωστά
23. (για τεχνίτη) κάνω, κατεργάζομαι
24. προξενώ, προκαλώ («Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκεν», Ομ. Ιλ.)
25. (το ενεργ. και κυρίως το μέσ.) (σχετικά με διανοητική ενέργεια) θέτω κάτι ως ορισμένο ή δεδομένο, το υπολογίζω ή και θεωρώ ως... (α. «θῶμεν δύο εἴδη (εἶναι)» — θεωρούμε ως δεδομένο ότι υπάρχουν δύο είδη, Πλάτ.
β. «ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα;» — πώς πρέπει να τά θεωρούμε αυτά; Σοφ.
γ. «δαιμόνιον αὐτὸ τίθημ' ἐγώ», Σοφ.
δ. «ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων» — υπολόγισέ με μεταξύ αυτών που έχουν πειστεί, Πλάτ.
ε. «οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον» — δεν τον λογαριάζω ζωντανό, Σοφ.)
26. επιβεβαιώνω κάτι, σε αντιδιαστολή προς το αἴρω
27. μέσ. α) διευθύνω για δικό μου όφελος («σοφοὺς... εἰς δύναμιν τίθεσθαι», Κρατίν.)
β) κάνω ή παρασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου
γ) τοποθετώ κάθισμα για τον εαυτό μου
28. (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) ὁ θείς
αυτός που βάζει υποθήκη
29. (η μτχ. αρσ. μέσ. αορ. β' ως ουσ.) ὁ θέμενος
αυτός που δέχεται, που παίρνει την υποθήκη, ο ενυπόθηκος δανειστής
30. (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ τιθέμενα
τα βραβεία
31. φρ. α) «τίθημί τινί τι ἐν χερσί [ή ἐν χειρί ή ἐν χείρεσι]» ή «τίθημι ἐς χεῖρά τινος» — τοποθετώ κάτι στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω κάτι σε κάποιον
β) «τίθεμαι τὴν ψῆφον»
i) ρίχνω την ψήφο στην κάλπη (Αισχύλ.)
ii) (γενικά) ψηφίζω
γ) «τίθεμαι γνώμῃ» — συντάσσομαι με τη γνώμη κάποιου (Σοφ., Ηλιόδ.)
δ) «τίθεμαι τὴν γνώμην» — λέω τη γνώμη μου (Ηρόδ.)
ε) «τίθημί τινί τι ἐν στήθεσσι [ή ἐν φρεσί]»
(στον Όμ.) εμβάλλω στην καρδιά ή στον νου κάποιου
στ) «ἐνὶ φρεσὶ τίθεμαι»
(στον Όμ.) σκέφτομαι να πράξω κάτι
ζ) «τίθεμαι ἐν τῇ ἐμαυτοῦ καρδίᾳ»
(στην ΚΔ) διαλογίζομαι
η) «χάριν τίθεμαί τινι»
μτφ. υποχρεώνω κάποιον, του κάνω κάτι προκειμένου να μού χρωστά ευγνωμοσύνη (Ηρόδ., Αισχύλ.)
θ) «τίθεμαι τὰ ὅπλα»
στρ. i) τοποθετώ με τάξη τα όπλα στο στρατόπεδο και βρίσκομαι σε εγρήγορση προκειμένου να επιτεθώ αν παρουσιαστεί κίνδυνος
ii) παρατάσσομαι για μάχη
iii) καταθέτω τα όπλα, παραδίδομαι στον εχθρό
iv) (με το επίρρ. εὖ) διατηρώ τον οπλισμό μου σε καλή κατάσταση (Ξεν., Ομ. Ιλ.)
ι) «τίθεμαι τὰς ἀσπίδας» — παραδίδομαι στον εχθρό (Ξεν.)
ια) «πόλεμον τίθεμαι» — καταπαύω τον πόλεμο (Θουκ.)
ιβ) «τίθεμαι παῑδα... υἱὸν ὑπὸ ζώνῃ»
(για γυναίκα) μένω έγκυος (Ύμν. Αφρ.)
ιγ) «πόδα τίθημι» — περπατώ, βαδίζω ή τρέχω (Αισχύλ.)
ιδ) «τίθημι τὰ γόνατα»
(στην ΚΔ) κλίνω τα γόνατα, γονατίζω
ιε) «ἐν ὄμμασι τίθεσθαι» — τοποθετώ κάτι μπροστά στα μάτια κάποιου
ιστ) «τίθημι εἰς μέσον [ή ἐς μέσσον]» — ορίζω ως βραβείο σε αγώνα
ιζ) «τίθημι τι εἰς τὸ κοινόν» — θέτω μια πρόταση, κυρίως πολιτική ενέργεια, στην κρίση του λαού (Ξεν.)
ιη) «ἐν μέσῳ τίθημι τι» — παρεμβάλλω κάτι σε παρένθεση (Αισχύλ.)
ιθ) «τίθεμαι ὄνομα [ή οὔνομα]» — δίνω στο παιδί μου το όνομά μου ή το όνομα που εγώ επιθυμώ
κ) «τίθημι νόμον»
(για νομοθέτη) θεσμοθετώ
κα) «τίθεμαι νόμον»
(για λαό, ιδίως στις δημοκρατικές πολιτείες) ψηφίζω νόμο, παίρνω μέρος στην ψήφιση νόμων
κβ) «σκῆψιν τίθημι» — προφασίζομαι (Σοφ.)
κγ) «τίθεμαι ἡμέραν» — ορίζω από κοινού μία ημέρα (Δημοσθ.)
κδ) «τίθημι διαθήκην» — κάνω διαθήκη πάπ.
κε) «τίθημί τινα ἄλοχόν τινος» — μεσολαβώ προκειμένου να παντρευτεί ένας άνδρας μια γυναίκα, γίνομαι προξενητής (Ομ. Ιλ.)
κστ) «γέλων τίθημί τινι» — προξενώ γέλιο σε κάποιους (Ευρ.)
κζ) «λόγους τίθημι εἰς μέτρα» — μετατρέπω τον πεζό σε ποιητικό λόγο (Πλάτ.)
κη) «γέλωτα τίθεμαί τινα» — κάνω κάποιον αντικείμενο γέλιου (Ηρόδ.)
κθ) «παῑδα [ή υἱὸν τίθεμαι]» — υιοθετώ κάποιον (Πλάτ.)
λ) «φίλον ἐμαυτῷ τίθεμαι» — θεωρώ κάποιον ως φίλο μου
λα) «οὐδαμοῦ τίθημί τι» — θεωρώ κάτι ως ανάξιο λόγου ή προσοχής (Δημοσθ.)
λβ) «τίθεμαι μάχην» — συνάπτω μάχη
λγ) «μαρτύρια τίθεμαι» — παρουσιάζω μαρτυρίες (Ηρόδ.)
λδ) «τίθεμαί τινός τι» — παίρνω κάτι από κάποιον (Πίνδ.)
λε) «τίθεμαι πόνον» — προξενώ βάσανα, ενοχλήσεις στον εαυτό μου (Αισχύλ.)
λστ) «σκέδασιν τίθημι» — διασκορπίζω (Ομ. Οδ.)
λζ) «τίθημι κρυφόν» — κρύβω (Πίνδ.)
λη) «νέμεσιν τίθημι» — οργίζομαι ή αγανακτώ (Πίνδ.)
λθ) «τίθημι αἶνον» — επαινώ (Πίνδ.)
μ) «τίθημι σωτηρίαν τινί» — σώζω κάποιον (Ευρ.)
μα) «τίθεμαι μάχην» — μάχομαι (Ομ. Ιλ.)
μβ) «τίθεμαι θυσίαν» — θυσιάζω (Πίνδ.)
μγ) «τίθεμαι γάμον» — παντρεύομαι (Πίνδ.)
μδ) «σπουδὴν τίθεμαι» — σπεύδω (Σοφ.)
με) «πρόνοιαν τίθεμαι» — προνοώ (Σοφ.)
μστ) «τίθεμαι λησμοσύναν τινῶν» — λησμονώ κάτι (Σοφ.)
μζ) «τίθεμαι συγγνωμοσύνην» — συγχωρώ (Σοφ.)
μη) «τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι» — θα εκμεταλλευθώ την καλή τύχη τών κυρίων μου (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τί-θη-μι, με ενεστ. διπλασιασμό (πρβλ. δί-δω-μι) ανάγεται στην ΙΕ μακρόφωνη ρίζα dhē- με αρχική σημ. «τοποθετώ κάτι σε μέρος μόνιμο και σταθερό», από όπου «ιδρύω, θεμελιώνω, δημιουργώ» (πρβλ. θεμέλιο, θέμις, θεσμός). Στη συνέχεια το ρ. χρησιμοποιήθηκε γενικά με τη σημ. «τοποθετώ». Από την απαθή βαθμίδα της ρίζας έχει σχηματιστεί ο αόρ. ἔθηκα, που μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή: teke και poroteke (= πρόθηκε) και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. adhāt, αρχ. περσ. adā, λατ. fēcit (απ' όπου ο ενεστ. facio). Στην απαθή βαθμίδα της ρίζας ανάγονται επίσης ο μέλλ. θήσω, οι παρακμ. τέθηκα και τέθημαι (ενώ οι τ. τέθεικα και τέθειμαι είναι αναλογικοί τών εἷκα, εἷμαι του ἵημι) και τα παράγωγα θῆμα, ἀνά-θημα (πρβλ. αρχ. ινδ. dhāman-) και θημών, θημωνιά. Στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας θε ανάγονται: ο μέσος αόρ. ἔθετο (πρβλ. αρχ. ινδ. adhita) και τα ονοματ. παράγωγα θέσις, θέμα, θέτης, θετός (πρβλ. αρχ. ινδ. hita-, λατ. con-ditus), θεμός (απ' όπου τα θέμεθλον, θεμέλιον), θέμις, θεσμός. Στην απαθή και ετεροιωμένη βαθμίδα, τέλος, της ρίζας ανάγονται οι λ. θήκη και θωμός (βλ. και λ. θᾶκος, θαμά, θάμνος). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. θέτω βλ. λ..
ΠΑΡ. θέμα, θέση, θετός
αρχ.
θετήρ, θήμα, θημών
αρχ.-μσν.
θέτης.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό. Στη Νέα Ελληνική έχει διατηρηθεί μόνο η μέση φωνή, πρβλ. ίστημι). ανατίθημι, αντεπιτίθημι, αντιτίθημι, αποτίθημι, διατίθημι, εκτίθημι, επανατίθημι, επιπροστίθημι, επιτίθημι, μετατίθημι, παρατίθημι, προδιατίθημι, προστίθημι, προτίθημι, συγκατατίθημι, συντίθημι
αρχ.
ειστίθημι, εντίθημι, κατατίθημι, παρακατατίθημι, περιτίθημι προϋποτίθημι, υπερτίθημι, υποτίθημι
νεοελλ.
αποσυντίθεμαι, εναποτίθεμαι
απρόσ. υποτίθεται].
Greek Monotonic
τίθημι: [ῐ], (από √ΘΕ) τίθης, Επικ. τίθησθα· τίθησι, Δωρ. τίθητι, γʹ πληθ. τιθέασι, Ιων. τιθεῖσι· επίσης βʹ και γʹ ενικ. τιθεῖς, τιθεῖ (όπως αν προερχόταν από το ρ. τιθέω)· παρατ. ἐτίθην, ἐτίθης, ἐτίθη, Επικ. τίθη· επίσης, το βʹ και γʹ πρόσ. είναι ἐτίθεις, ἐτίθει, Επικ. γʹ πληθ. τίθεσαν, τίθεν, μεταγεν. ἐτίθουν· Ιων. παρατ. ἐτίθεα· προστ. τίθει, απαρ. τιθέναι. Επικ. επίσης τιθήμεναι, τιθέμεν· μέλ. θήσω, Επικ. απαρ. θησέμεναι, θησέμεν· αόρ. ἔθηκα, σε χρήση μόνο στην οριστ.· Επικ. γʹ πληθ. θῆκαν· αόρ. βʹ ἔθην, δεν είναι σε χρήση στον ενικ. της οριστ., πληθ. ἔθεμεν, ἔθεσαν, Επικ. θέσαν· προστ. θές, υποτ. θῶ, Ιων. θέω, Επικ. θείω, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. θείῃς, θείῃ, αʹ πληθ. θέωμεν, θείομεν αντί θείωμεν· ευκτ. θείην, αʹ πληθ. θείημεν και θεῖμεν, γʹ πληθ. θεῖεν· απαρ. θεῖναι, Επικ. θέμεναι, θέμεν· μτχ. θείς, παρακ. τέθεικα — Μέσ., τίθεμαι, βʹ ενικ. τίθεσαι, προστ. τίθεσο, τιθοῦ, Επικ. τίθεσσο· Επικ. μτχ. τιθήμενος· μέλ. θήσομαι, αόρ. ἐθηκάμην, σε χρήση μόνο στην οριστ. και στη μτχ.· βʹ ενικ. ἐθήκαο, Επικ. γʹ ενικ. θήκατο· μτχ. θηκάμενος· αόρ. βʹ ἐθέμην, προστ. θέο, θοῦ· υποτ. θῶμαι, ευκτ. θείμην — Παθ., τίθεμαι, μέλ. τεθήσομαι, αόρ. ἐτέθην, παρακ. τέθειμαι.
Α. I. 1. Με τοπική σημασία, θέτω, βάζω, τοποθετώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· στους Αττ., πόδατίθημι, θέτω ή στηρίζω το πόδι μου, δηλ. περπατάω, τρέχω, σε Αισχύλ.· τετράποδος βάσιν θηρὸς τίθεσθαι, δηλ. βαδίζω με τα τέσσερα, σε Ευρ.· θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν, να βάλει κάτι στα χέρια κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς χεῖρά τινος, μέσα στο χέρι του, σε Σοφ.
2. θέσθαι τὴν ψῆφον, να βάλει κάποιος την ψήφο του στην κάλπη, σε Αισχύλ.· ομοίως, τίθεσθαι τὴν γνώμην, να δίνει κάποιος τη γνώμη του, την άποψή του, σε Ηρόδ.· και τίθεσθαι απόλ., ψηφίζω, σε Σοφ.
3. θεῖναί τινί τι ἐν φρεσί, ἐν στήθεσσι, να τοποθετήσεις, να φυτέψεις κάτι στην καρδιά κάποιου, σε Όμηρ.· ἐνστήθεσσι τιθεῖ νόον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Μέσ., θέσθαι θυμὸν ἐν στήθεσσι, να θέτεις οργή στην καρδιά κάποιου, στο ίδ.· θέσθαι τινὶ κότον, να τρέφεις μίσος εναντίον κάποιου, στο ίδ.
4. καταθέτω, όπως στην τράπεζα, σε Ηρόδ., Ξεν.· επίσης, ἐγγύην θέσθαι, σε Αισχύλ. — Παθ., τὰ τεθέντα, οι καταθέσεις, σε Δημ.· μεταφ., χάριν ή χάριτα θέσθαι τινί, κάνω κάτι σε κάποιον ώστε να μου οφείλει χάρη, υποχρεώνω κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.
5. πληρώνω, καταβάλλω, σε Δημ.
6. βάζω στον λογαριασμό, υπολογίζω, λογαριάζω, in rationes referre, στον ίδ.
7. στη στρατιωτική ορολογία, τίθεσθαι τὰ ὅπλα, έχει τρεις σημασίες· α) συσσωρεύω τα άρματα, τα θέτω σε τάξη, όπως σε στρατόπεδο, κατασκηνώνω, σε Θουκ.· απ' οπου, λαμβάνω κάποια θέση, παρατάσσομαι σε θέση μάχης, σε Ηρόδ. κ.λπ. β) βάζω κάτω τα όπλα μου, παραδίδομαι, σε Ξεν.· ομοίως, πόλεμον θέσθαι, καταλύω τον πόλεμο, τον παύω, σε Θουκ. γ) εὖ θέσθαι ὅπλα, να τηρεί κάποιος τα όπλα του σε καλή τάξη, σε Ξεν.· όπως το εὖ ἀσπίδα θέσθω, σε Ομήρ. Ιλ.
8. βάζω σε τάφο, θάβω, στο ίδ., σε Αισχύλ. κ.λπ.
9. τιθέναι τὰ γόνατα, γονατίζω, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. ορίζω βραβείο σε αγώνες, Λατ. proponere, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Παθ., τὰ τιθέμενα, τα βραβεία, σε Δημ.
2. θεῖναι ἐς μέσον, Λατ. in medio ponere, θέτω στην κρίση του λαού, σε Ηρόδ.· ομοίως, τίθημι εἰς τὸ κοινόν, σε Ξεν.
3. στήνω σε ναό, αφιερώνω, σε Όμηρ., Ευρ.
III. παρέχω, δίδω, τιμήν τινι, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., ὄνομα θέσθαι, δίνω όνομα σε κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
IV. τιθέναι νόμον, θέτω ή δίδω νόμο, νομοθετώ, λέγεται για νομοθέτη, σε Σοφ. κ.λπ. — Μέσ., λέγεται για τα δημοκρατικά νομοθετικά σώματα, ορίζω νόμο, ψηφίζω νόμο για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, θεῖναι θεσμόν, σε Αισχύλ.· σκῆψιν θεῖναι, προφασίζομαι, υπαινίσσομαι, εφευρίσκω δικαιολογία, σε Σοφ.
V. ορίζω, ιδρύω, ἀγῶνα, σε Αισχύλ., Ξεν.
VI.διορίζω, διατάζω, με αιτ. και απαρ., σε Ξεν.· γυναιξὶ θήσει, σε Ευρ.· ομοίως με επίρρ., οὕτω νῦν Ζεὺς θείη, μακάρι έτσι να δώσει ο θεός, σε Ομήρ. Οδ.· ὥςἄρ' ἔμελλον θησέμεναι, σε Ομήρ. Ιλ. Β. I. 1. θέτω σε ορισμένη κατάσταση, θεῖναί τινα αἰχμητήν, μάντιν, σε Όμηρ.· θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος, κάνω κάποια γυναίκα κάποιου (λέγεται για τρίτο πρόσωπο που χρησιμεύει ως προξενητής), σε Ομήρ. Ιλ.· τοῖόν με ἔθηκε ὅπως ἐθέλει, με κατέστησε τέτοιον όπως ήθελε, σε Ομήρ. Οδ.· σῦςἔθηκας ἑταίρους, έκανε τους συντρόφους μου γουρούνια, στο ίδ.· ναῦνλᾶαν ἔθηκε, στο ίδ.· ομοίως με επίθ., θεῖναί τινα ἀθάνατον, κάνω κάποιον αθάνατο, στο ίδ.· επίσης λέγεται για πράγματα, ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε, τον κατέστησε άγνωστο, στο ίδ.· συχνά στη Μέσ., γυναῖκα ή ἄκοιτιν θέσθαι τινά, κάνω κάποια γυναίκα μου, την κάνω σύζυγό μου, σε Ομήρ. Οδ.· παῖδα ή υἱὸν τίθεσθαί τινα, όπως το ποιεῖσθαι, κάνω κάποιον παιδί μου, τον υιοθετώ, σε Πλάτ.
2. με απαρ., κάνω κάποιον να πράξει κάτι, τιθέναι τινὰ νικῆσαι, κάνω κάποιον να αναδειχθεί νικητής, σε Πίνδ. κ.λπ.
II. 1. σχετικά με πνευματική ενέργεια, κυρίως στη Μέσ., θέτω, αναλαμβάνω, κρατώ, υπολογίζω ή θεωρώ κάτι ως...· τί δ' ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε; σε Ομήρ. Οδ.· εὐεργέτημα τίθημι τι, σε Δημ.
2. με επίρρ., ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα; πώς πρέπει να θεωρούμε τα πράγματα; σε Σοφ.· οὐδαμοῦ τιθέναι τι, θεωρώ κάτι ως ανάξιο λόγου ή προσοχής, nullo in numero habere, σε Ευρ.
3. ακολουθ. από εμπρόθ. προσδ., τίθημί τινα ἐν τοῖς φίλοις, σε Ξεν.· τίθεσθαί τινα ἐν τιμῇ, σε Ηρόδ.· θέσθαι παρ' οὐδὲν, να θεωρεί κάτι ως μηδαμινό, ως ανάξιο λόγου, σε Αισχύλ. κ.λπ.
4. με απαρ., οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, δεν θεωρώ ότι ζει, δεν τον λογαριάζω ως ζωντανό, σε Σοφ.
5. λαμβάνω κάτι ως δεδομένο, υποθέτω, σε Πλάτ. κ.λπ.
III. 1. κάνω, εργάζομαι, εκτελώ, Λατ. ponere, λέγεται για τεχνίτη, ἐν δ' ἐτίθει νεῖον, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ποιώ, προξενώ, απεργάζομαι, ἔργα, στο ίδ.· ὀρυμαγδόν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
3. στη Μέσ., κάνω ή παρασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου, θέσθαι κέλευθον, ανοίγω δρόμο για τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Ιλ.· μεγάλην ἐπιγουνίδα θέσθαι, να αποκτήσει μεγάλους μηρούς, σε Ομήρ. Οδ.· θέσθαι πόνον, προκαλώ στον εαυτό μου ενοχλήσεις, του προξενώ βάσανα, σε Αισχύλ.
4. περιφραστικά αντί απλού ρήματος, σκέδασιν θεῖναι = σκεδάσαι, διασκορπίζω, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., θέσθαι μάχην αντί μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· σπουδὴν, πρόνοιαν θέσθαι, σε Σοφ.
IV. εὖ θέσθαι, διευθετώ, τακτοποιώ ή κυβερνώ καλά, τὰ σεωυτοῦ, σε Ηρόδ.· τὸ παρόν, σε Θουκ.· επίσης, καλῶς θεῖναι ή θέσθαι, σε Σοφ., Ευρ.· εὖ θέσθαι, σε Σοφ.
Middle Liddell
[from Root !θε]
A. in local sense, to set, put, place, Hom., etc.:—in Attic, πόδα τ. to plant the foot, i. e. walk, run, Aesch.; τετράποδος βάσιν θηρὸς τίθεσθαι, i. e. to go on all fours, Eur.: θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν to put it in his hands, Il.; ἐς χεῖρά τινος into his hand, Soph.
2. θέσθαι τὴν ψῆφον to lay one's voting-pebble on the altar, put it into the urn, Aesch.; so, τίθεσθαι τὴν γνώμην to give one's opinion, Hdt.; and τίθεσθαι absol. to vote, Soph.
3. θεῖναί τινί τι ἐν φρεσί, ἐν στήθεσσι to put or plant it in his heart, Hom.; ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον Il., etc.: Mid., θέσθαι θυμὸν ἐν στήθεσσι to lay up wrath in one's heart, Il.; θέσθαι τινὶ κότον to harbour enmity against him, Il.
4. to deposit, as in a bank, Hdt., Xen.; also, ἐγγύην θέσθαι Aesch.:—Pass., τὰ τεθέντα the deposits, Dem.:—metaph., χάριν or χάριτα θέσθαι τινί to deposit a claim for favour with one, to lay an obligation on one, Hdt., etc.
5. to pay down, pay, Dem.
6. to place to account, put down, reckon, in rationes referre, Dem.
7. in military language, τίθεσθαι τὰ ὅπλα has three senses,
a. to pile arms, as in a camp, to bivouac, Thuc.:—hence, to take up a position, draw up in order of battle, Hdt., etc.
b. to lay down one's arms, surrender, Xen.; so, πόλεμον θέσθαι to settle, end it, Thuc.
c. εὖ θέσθαι ὅπλα to keep one's arms in good order, Xen.; like εὖ ἀσπίδα θέσθω, Il.
8. to lay in the grave, bury, Il., Aesch., etc.
9. τιθέναι τὰ γόνατα to kneel down, NTest.
II. to set up prizes in games, Lat. proponere, Il., etc.:— Pass., τὰ τιθέμενα the prizes, Dem.
2. θεῖναι ἐς μέσον, Lat. in medio ponere, to lay before people, Hdt.; so, τ. εἰς τὸ κοινόν Xen.
3. to set up ina temple, to devote, dedicate, Hom., Eur.
III. to assign, award, τιμήν τινι Il.:—Mid., ὄνομα θέσθαι to give a name, Od., Hdt., etc.
IV. τιθέναι νόμον to lay down or give a law, of a legislator, Soph., etc.: Mid., of republican legislatures, to give oneself a law, make a law, Hdt., etc.:—so, θεῖναι θεσμόν Aesch.; σκῆψιν θεῖναι to allege an excuse, Soph.
V. to establish, institute, ἀγῶνα Aesch., Xen.
VI. to ordain, command, c. acc. et inf., Xen.; γυναιξὶ σωφρονεῖν θήσει Eur.; so, with Advs., οὕτω νῦν Ζεὺς θείη so may he ordain, Od.; ὣς ἄρ' ἔμελλον θησέμεναι Il.
B. to put in a certain state, to make so and so, θεῖναί τινα αἰχμητήν, μάντιν Hom.; θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος to make her another's wife, Il.; τοῖόν με ἔθηκε ὅπως ἐθέλει has made me such as she will, Od.; σῦς ἔθηκας ἑταίρους thou didst make my comrades swine, Od.; ναῦν λᾶαν ἔθηκε Od.:—so, with an adj., θεῖναί τινα ἀθάνατον to make him immortal, Od.; also of things, ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε left it unknown, Od.:—often in Mid., γυναῖκα or ἄκοιτιν θέσθαι τινά to make her one's wife, Od.; παῖδα or υἱὸν τίθεσθαί τινα, like ποιεῖσθαι, to make her one's child, adopt him, Plat.
2. c. inf. to make one do so and so, τιθέναι τινὰ νικῆσαι to make him conquer, Pind., etc.
II. in reference to mental action, mostly in Mid., to lay down, assume, hold, reckon or regard as so and so, τί δ' ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε; Od.; εὐεργέτημα τ. τι Dem.
2. foll. by Advs., ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα; in what light must we regard these things? Soph.; οὐδαμοῦ τιθέναι τι to hold of no account, nullo in numero habere, Eur.
3. foll. by Preps., τ. τινὰ ἐν τοῖς φίλοις Xen.; τίθεσθαί τινα ἐν τιμῆι Hdt.; θέσθαι παρ' οὐδέν to set at naught, Aesch., etc.
4. with an inf., οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον I hold not that he lives, count him not as living, Soph.
5. to lay down, assume, Plat., etc.
III. to make, work, execute, Lat. ponere, of an artist, ἐν δ' ἐτίθει νεῖον Il.
2. to make, cause, bring to pass, ἔργα Il.; ὀρυμαγδόν Od., etc.
3. in Mid. to make for oneself, θέσθαι κέλευθον to make oneself a road, Il.; μεγάλην ἐπιγουνίδα θέσθαι to get a large thigh, Od.; θέσθαι πόνον to work oneself annoy, Aesch.
4. periphrasis for a single Verb. σκέδασιν θεῖναι = σκεδάσαι, to make a scattering, Od.; so in Mid., θέσθαι μάχην for μάχεσθαι, Il.; σπουδήν, πρόνοιαν θέσθαι Soph.
IV. εὖ θέσθαι to settle, arrange, or manage well, τὰ σεωυτοῦ Hdt.; τὸ παρόν Thuc.:—also, καλῶς θεῖναι or θέσθαι Soph., Eur.; εὖ θέσθαι Soph.
Frisk Etymology German
τίθημι: {títhēmi}
Forms: Aor. ἔθηκα (böot. ἀνέθε? wohlbegründete Bedenken von Forssman Münch. Stud. 23, 7 ff.), pl. ἔθεμεν, Fut. θήσω (alles seit Il.), Aor. Pass. ἐτέθην (att.), Perf. τέθηκα, -εικα, Med. -ειμαι (j.-att., hell. u. sp.),
Grammar: v.
Meaning: ‘(hin)setzen, (nieder)legen, (fest-, her)stellen, gründen, einrichten, schaffen’.
Composita: überaus oft m. einem oder zwei Präfixen in versch. Bedd., z.B. ἐπι-, κατα-, συν-, προ-, προσ-, ὑπο-,
Derivative: Zahlreiche Ableitungen, die größtenteils unter besonderen Schlagwörtern behandelt sind: θέσις, θεσμός, θέμις, θέμεθλα, θεμείλια, θεμέρη, θεμόω, θήκη, θωή, θωμός, θᾶκος, θαμά, θάμνος. Außerdem noch 1. θῆμα n., fast nur von den präfigierten Verba, z.B. ἀνάθημα n. das Aufgestellte, Weihgeschenk (seit Od.) mit -ματικός (Plb.). 2. θέμα (Schwachstufe sekundär) n. Satz, Einsatz, Thema (Arist., hell. u. sp.) mit θεμάτιον, -ατικός, -ατίτης, -ατίζω, -ατισμός; ἀνά-, ἐπίθεμα usw. von ἀνα-, ἐπιτίθημι usw. 3. θημών, -ῶνος m. Haufe (ε 368, Arist., Opp. u.a.), θημωνιά f. ib. (LXX u.a.; Scheller Oxytonierung 69). 4. θέτης m. als Simplex nur Is. 10, 24 = Versetzer, Verpfänder und Pl. Kra. 389 d (Augenblicksbildung), überaus oft in Univerbierungen, z.B. ἀγωνοθέτης (: ἀγῶνα θεῖναι) Kampfordner, Kampfrichter (ion. att.; ausführlich Fraenkel Nom. ag. 1, 42 ff.) mit ~ -θέτις, -θετικός, -θετέω, -θεσία. 5. θετήρ· τολμητής, πράκτης H., διαθετήρ Anordner (Pl. Lg., Them.; ~ -της Hdt. u.a.), ἀγωνοθετήρ = ~ -της (Versinschr. Catana); vgl. Fraenkel a. O. 6. θετός adoptiert (Pi., ion. att.); oft zu den präfigierten Verba, z.B. ἐπίθετος hinzugefügt, künstlich (att. usw.); θητόν· βωμόν H. 7. θετικός (: θέσις) ‘zu einer θέσις gehörig, d.h. auf die Adoption bezüglich, zum Disputieren geeignet (Arist., hell. u. sp.); συνθετικός (: σύνθεσις) u.a. 8. -θεσίαι, -ία in συν-, ἐκ-, ἐπιθεσία(ι) Vertrag, Auftrag (Il. u.a.; Schwyzer 469), ἀγωνο- ~ s. 4. oben.
Etymology: Altererbtes Verb für hinsetzen, niederlegen, gründen, schaffen (zur Bed. Benveniste Word 10, 252 f.), das in allen idg. Sprachen weiterlebt oder stärkere oder schwächere Spuren hinterlassen hat. Die nachstehende Übersicht beschränkt sich auf Formen und Wörter, die das Griechische direkt angehen. 1. Akt. Wurzelaor. böot. ἀνέθε̄ (? s. ob.), wenn überhaupt richtig, = aind. ádhāt, apers. adā, arm. ed, idg. *ē-dhē-t. 2. Mit κ-Erweiterung θῆκε (Hom.) = alat. fēced, idg. *dhēq-et; myk. te-ke? (Bed. unsicher). 3. Med. Wurzelaor. ἔθετο = aind. adhita, idg. *é-dhə-to. 4. Redupliziertes athemat. Präsens τίθημι: aind. dádhāmi, aw. daδąmi (für älteres di-?), idg. *dhí-dhē-mi. 5. Verbaladj. θετός formal = aind. hitá- (für *dhitá-) hingestellt, bestimmt, geeignet, idg. *dhə-tó-; ἐπίθετος = aind. ápihita-: lat. con-ditus; θητόν (-ός?) formal = aw. ap. dāta- n. Gesetz, lit. dė́tas gesetzt. 6. Vgl. noch Fut. θήσω: aind. dhāsyā́mi, lit. dė́siu (gemeinsame Grundlage ganz unsicher). 7. θῆμα formal = aind. dhā́man- n. Sitz, Stätte, Satzung, Gesetz, aw. dāman- n. Stätte, Schöpfung, idg. *dhē-mn̥. 8. θετήρ: aind. dhātár-, aw. dātar- m. ‘Anstifter. Schöpfer’, lat. con-ditor Anleger, Gründer. — Griechische Neubildung τέθηκ-α (wie ἕστηκα) gegenüber aw. daδa, aind. dadháu; dazu τέθεικα, τέθειμαι nach εἷκα, εἷμαι. Ebenso ἐτέθην (wie ἐστάθην u.a.; schwerlich Neubildung zu ἐτέθης angebl. = aind. adhithās). — S. noch zu θέσις, θέμις usw. — Weitere idg. Formen, die fürs Griech. nicht in Betracht kommen, bei WP. 1, 826ff., Pok. 235ff. ebenso wie in den Spezialwörterbüchern, bes. W.-Hofmann s. faciō. Einzelheiten zur griech. Morphologie und Flexion m. Lit. bei Schwyzer 686ff.. 741, 761 f., 774f., 782.
Page 2,897-898
Chinese
原文音譯:t⋯qhmi 提帖米
詞類次數:動詞(96)
原文字根:安放
字義溯源:設立,立作,安放*,立,安,存,放,放下,放在,停放,立好,又已立,分派,指派,派定,派作,作,使,使作,作為,託付,按著,預定,定意,定,賜,押,收,蒙,屈,葬,踏,脫,捨,捨去,表明,擺上,傳出去,抽出來,擺上;參讀 (ἀποτίθημι) (καθιστάνω / καθίστημι)同義字
同源字:1) (ἀθέμιτος)不合法的 2) (ἄθεσμος)違法的 3) (ἀναθεματίζω)宣告 4) (ἀνατίθημι)宣布 5) (ἀντιδιατίθημι)抵擋 6) (ἀντίθεσις)相對 7) (ἀποθήκη)倉庫 8) (ἀποτίθημι)脫去 9) (διαθήκη)合約 10) (διατίθεμαι / διατίθημι)部署 11) (ἔκθετος)逐出 12) (ἐκτίθημι)闡述 13) (ἐπιτίθημι)按手 14) (εὔθετος)妥為安放 15) (θεμελιόω)立根基 16) (θήκη)鞘 17) (καταθεματίζω / καταναθεματίζω)發咒 18) (κατατίθημι)安放 19) (μετατίθημι)遷移 20) (νομοθεσία)立法 21) (νομοθετέω)制定律法 22) (νομοθέτης)立法者 23) (ὁροθεσία)界線劃定 24) (παραθήκη)存放 25) (παρακαταθήκη)託付 26) (παρατίθημι)交託 27) (περίθεσις)四圍安置 28) (περιτίθημι)綁 29) (προθεσμία)預先定時 30) (προσανατίθημι)商量 31) (προστίθημι)增添 32) (προτίθημι)預定 33) (συγκατάθεσις)同意 34) (συγκατατίθημι)附和 35) (συνεπιτίθημι / συντίθημι)共同安排 36) (υἱοθεσία)兒子的名分 37) (ὑποτίθημι)安置在下面
出現次數:總共(99);太(5);可(10);路(16);約(18);徒(23);羅(3);林前(7);林後(2);帖前(1);提前(2);提後(1);來(3);彼前(2);彼後(1);約壹(2);啓(3)
譯字彙編:
1) 放(17) 太5:15; 可4:21; 可4:21; 路1:66; 路8:16; 路8:16; 路11:33; 路19:21; 路19:22; 約20:13; 徒3:2; 徒4:35; 徒4:37; 徒5:2; 徒5:15; 徒13:29; 啓11:9;
2) 捨去(4) 約10:11; 約10:17; 約10:18; 約10:18;
3) 屈(3) 可15:19; 徒7:60; 徒9:40;
4) 定(3) 太24:51; 路12:46; 徒27:12;
5) 安放(3) 太27:60; 路23:53; 路23:55;
6) 捨(2) 約15:13; 約壹3:16;
7) 葬(2) 可6:29; 徒7:16;
8) 安(2) 路6:48; 約19:19;
9) 捨了(1) 約壹3:16;
10) 按著(1) 啓1:17;
11) 作為(1) 彼後2:6;
12) 我要將⋯賜(1) 太12:18;
13) 他們就將⋯放(1) 可6:56;
14) 我把⋯放在(1) 太22:44;
15) 被派作(1) 提前2:7;
16) 預定(1) 帖前5:9;
17) 託付(1) 林後5:19;
18) 蒙(1) 林後3:13;
19) 派定了(1) 提前1:12;
20) 我將⋯放在(1) 可12:36;
21) 又已立(1) 來1:2;
22) 被指派為(1) 提後1:11;
23) 成了(1) 來10:13;
24) 我願意⋯捨(1) 約13:37;
25) 他⋯放在(1) 林前15:25;
26) 我⋯放(1) 羅9:33;
27) 使⋯作(1) 來1:13;
28) 我把⋯安放(1) 彼前2:6;
29) 他⋯踏(1) 啓10:2;
30) 他們⋯被預定(1) 彼前2:8;
31) 我已經立⋯作(1) 羅4:17;
32) 你⋯放(1) 約20:15;
33) 你們⋯安放(1) 約11:34;
34) 我⋯捨(1) 約10:15;
35) 抽出來(1) 林前16:2;
36) 你願意⋯捨(1) 約13:38;
37) 他們⋯放(1) 約20:2;
38) 他們⋯安放(1) 約19:42;
39) 我使⋯作(1) 路20:43;
40) 我立好了(1) 林前3:10;
41) 擺上(1) 約2:10;
42) 下(1) 路22:41;
43) 脫了(1) 約13:4;
44) 分派(1) 約15:16;
45) 定的(1) 徒1:7;
46) 安放過人的(1) 約19:41;
47) 要定意(1) 路21:14;
48) 安了(1) 路14:29;
49) 按(1) 可10:16;
50) 表明(1) 可4:30;
51) 他安放(1) 可15:47;
52) 安放的(1) 可16:6;
53) 存(1) 路9:44;
54) 放在(1) 路5:18;
55) 我使(1) 徒2:35;
56) 押(1) 徒4:3;
57) 我們屈(1) 徒21:5;
58) 就屈(1) 徒20:36;
59) 放下(1) 羅14:13;
60) 立(1) 林前3:11;
61) 安排(1) 林前12:18;
62) 傳出去(1) 林前9:18;
63) 已立(1) 徒20:28;
64) 定意(1) 徒19:21;
65) 收(1) 徒5:18;
66) 起(1) 徒5:4;
67) 你們收(1) 徒5:25;
68) 停放(1) 徒9:37;
69) 我已經立(1) 徒13:47;
70) 就收(1) 徒12:4;
71) 設立的:(1) 林前12:28
Mantoulidis Etymological
(=τοποθετῶ). Θέματα: α) ἰσχυρό θη + ἐνεστ. ἀναδιπλ. + κατάληξη -μι → θίθημι → τίθημι, β) ἀσθενές θε-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: θήκη (=κιβώτιο) καί σύνθ. (ἀπο, δια, προσ, παρα, παρακατα, συν, ὑπο)θήκη, σκευοθήκη, θῆμα, ἀνάθημα (=ἀφιέρωμα) καί (ἐπί, πρόσ, σύν)θημα, θημώνῶνος, ὁ (=σωρός), θησαυρός, θησαυρίζω, ἴσως τό Θησεύς, θέμα, ἀνάθεμα, θεματίζω, θεματικός, θέμεθλα (=τά θεμέλια), θεμέλιος, θεμελιόω θεμελιῶ, θέμις (=δικαιοσύνη), θέμιστες (=οἱ ἀποφάσεις τῶν θεῶν, χρησμοί), θεμιστός (=δίκαιος), θεμιστεύω, ἀθέμιστος, θεμιτός, ἀθέμιτος, θέσις καί τά σύνθ.: (ἀνά, κατά, διά, μετά, παρά, ἀντί, ἐπί, ἀπό, ὑπό, ὑπέρ, ἐν, ἐκ, πρό, πρόσ, σύν, συγκατά) θεσις, θεσμός (=νόμος), θέσμιος (=νόμιμος), θεσμοθέτης, θεσμοφόρος, θεσμοφόρια, ὁροθεσία, ἄθεσμος, θετέος, θετέον, (ἀνα, ἐπι, προς, συν)θετέον, θέτης, νομοθέτης, ταξιθέτης, θετικός, θετός, ἀδιάθετος, ἄθετος (=ἀκατάλληλος), ἀθετῶ (=ἀπορρίπτω), ἀνυπόθετος, ἀσύνθετος, ἀπόθετος, εὐδιάθετος, ἐγκάθετος, ἐπίθετος, εὐεπίθετος, νουθετῶ, πρόσθετος ἤ προσθετός, σύνθετος, θωμός (=σωρός), υἱοθετῶ, υἱοθεσία.
Léxico de magia
1 poner, colocar gener. amuletos: a) junto a la cabeza τίθεται (ὅπερ ἐν φύλλοις δάφνης γράφεται) πρὸς κεφαλῆς συνειλιχθέν lo que se escribe en las hojas de laurel se coloca enrollado junto a la cabeza P II 12 P II 62 P VII 843 ὅταν δὲ βούλῃ χρᾶσθαι, πρὸς κεφαλῆς σου τίθει τὸν ναὸν σὺν τῷ θεῷ cuando quieras recibir un oráculo, pon junto a tu cabeza la capilla con el dios P V 393 τὸ δὲ φυλακτήριον, ὅπου τὸ ὄνομα ἐγγ<έγ>ραφας, θὲς πρὸ<ς> κεφαλήν σου el amuleto, en el que escribiste el nombre, ponlo junto a tu cabeza P VII 845 εἰλήσας (βυσσίνῳ ῥάκῳ) κλῶνα ἐλαίας θὲς πρὸς κεφαλήν σου envuelve con un trozo de lino una rama de olivo y ponla en tu cabeza P VII 665 P VII 1016 ἐντύλισσε τὰ φύλλα ἐν σουδαρίῳ καινῷ καὶ τίθει ὑπὸ τὴν κεφαλήν σου envuelve las hojas en un sudario nuevo y ponlo debajo de tu cabeza P VII 827 λαβὼν κάθαρον ἡλιακὸν θὲς ἐπὶ τὸ μέσ<ον> τῆς κεφαλῆς αὐτῆς toma un escarabajo solar y ponlo en el medio de su cabeza P LXI 34 b) bajo la almohada ἔπειτα θεὶς ὑπὸ τὸ προκεφάλαιον τὸ πτύχιν κοιμῶ luego pon la lámina debajo de la almohada y duérmete P VII 747 c) en las rodillas θὲς δὲ τὸ ποτήριον ἐπὶ τὰ γόνατα σου pon la copa sobre tus rodillas P IV 3251 d) bajo el pie θὲς (τὴν λεπίδα) ὑπὸ τὸ πέλμα σου τοῦ εὐωνύμου ποδὸς λιβανωτίσας ἐπιμελῶς pon la lámina bajo la planta de tu pie izquierdo después de fumigarla con incienso cuidadosamente P VII 927 θὲς τὸ κρανίον χαμαὶ καὶ ἱστὰς ὑπὸ τῷ ἀριστερῷ ποδὶ λέγε τάδε pon el cráneo en el suelo y colocándolo bajo tu pie izquierdo di esto P XIa 4 e) enfrente καιέσθω σησαμίνῳ ἐλαίῳ τὸ λύχνον καὶ θὲς ἄντικρυς σου enciende la lámpara con aceite de sésamo y ponla frente a ti P VIII 88 f) junto a un muerto ποίησον λάμναν ... καὶ θὲς παρὰ ἄωρον haz una lámina y ponla junto a un muerto prematuro P VII 399 g) en una ventana θὲς (τὸν λύχνον) ἐπὶ θυρίδα τῷ νότῳ βλέπουσαν pon la lámpara sobre una ventana que mire al sur P VII 599 ποίησον ἱπποπόταμον ἐκ κηροῦ πυρροῦ κοῖλον καὶ ... θὲς ἐπὶ θυρίδος καθαρᾶς haz un hipopótamo hueco con cera rojiza y ponlo en una ventana purificada P XIII 314 h) sobre un trípode θὲς (τὸ γλωσσόκομον) ἐπὶ τριπόδου καθαροῦ περιβεβλημένου ὀθονίῳ pon el estuche en un trípode limpio envuelto en lino P XIII 1010 i) sobre un ladrillo ἐπὶ φιάλης, εἰς ἣν βαλεῖς ἐλαίου χρηστοῦ κοτ(ύλην) αʹ καὶ θήσεις ἐπὶ πλίνθου sobre una fuente en la que echarás una cotila de buen aceite y la pondrás sobre un ladrillo P LXII 39 j) sobre humo λαβὲ πύραυνον, βαλοῦ καὶ θὲς ὑπὲρ καπνὸν τὰ περιάμματα toma un brasero de carbones y echa los amuletos poniéndolos sobre el humo P XXIIa 6 k) en el lugar de trabajo τίθει (τὸ γλωσσόκομον) ὅπου θέλεις ἐν ἐργαστηρίῳ μέσον pon el estuche donde quieras, en medio de tu lugar de trabajo P VIII 58 2 poner dentro, meter a) en la boca de un perro βαλὼν ἔσωθεν (τοῦ δέρματος) οὐσίαν μετὰ κατανάγκης θὲς εἰς <σ>τόμα κυνὸς νεκροῦ echa dentro de la piel entidad mágica con arveja y ponlo en la boca de un perro muerto P XXXVI 370 b) en una urna πλάσον κορκόδειλον προσμείξας αὐτῷ μέλαν καὶ ζμύρναν καὶ θὲς εἰς <σ>ορίον μολιβοῦν modela un cocodrilo mezclándole tinta y mirra y ponlo en una urna funeraria de plomo P XIII 322
Lexicon Thucydideum
ponere, to put, place, 2.34.5, 2.75.2, 3.58.5, 4.133.2, 5.96.1,
legem statuere, to establish a law, 1.40.6, 5.105.2,
pro for ἀνατιθέναι in carmine, in a poem 6.54.7.
PASS. poni, reponi, to be put, be put back, 1.138.6,
constitui, componi, to be settled, be arranged, 4.120.3,
tribui, to be assigned, 4.73.2,
proponi, to be set forth, be proposed, 1.6.5,
de legibus, concerning laws statui, to be fixed, be determined, 6.4.3, 6.38.5,
MED. constituere, componere, uti, to determine, arrange, prescribe, 1.25.1, 1.41.3, 1.75.5, 4.17.4, 4.18.4, 4.59.4, 4.61.6, 6.11.6,
communicare, to share with, 5.80.1,
seponere, to set apart, reserve, 2.24.1,
in iniuriae loco ponere, to consider an insult, 1.35.3,
legem constituere, to establish a law, 5.63.4,
bellum ferre, to wage war, 1.31.3,
componere, to settle, arrange, 1.82.6, 8.84.5,
in armis consistere (clypeis ad genua positis), to halt under arms (with shields placed at the knees), 2.2.4, 2.2.44.44.1, 4.68.3, 4.90.4, 4.91.1,
item likewise 4.93.3. 7.3.1, 8.25.4, 8.93.1, 8.93.1 [vulgo additur commonly added αὐτοῦ]
Translations
put
Arabic: وَضَعَ; Egyptian Arabic: حط; Hijazi Arabic: حط, يحُط; Moroccan Arabic: حط; Aragonese: meter; Armenian: դնել; Assamese: থ, বহা; Azerbaijani: qoymaq; Bashkir: ҡуйыу; Basque: ezarri, ipini; Belarusian: класці, пакласці, ставіць, паставіць; Bulgarian: слагам, сложа; Burmese: ထား, တင်; Catalan: posar, ficar, metre; Cebuano: i-butang; Chechen: дила; Chinese Mandarin: 放, 置, 放置; Cornish: gorra; Czech: dát, umístit; Dalmatian: metar, miater; Danish: sætte, stille, lægge, placere; Dutch: zetten, plaatsen, leggen, doen, stellen; Esperanto: meti; Estonian: panema, asetama; Even: нэ-; Evenki: нэ-, или-; Finnish: panna, laittaa, asettaa; French: placer, mettre, poser; Friulian: meti; Galician: pór, poñer; German: setzen, stellen, legen, tun; Gothic: 𐌻𐌰𐌲𐌾𐌰𐌽; Greek: βάζω, θέτω; Ancient Greek: τίθημι; Hebrew: שים; Hindi: रखना; Hungarian: tesz, rak, helyez; Indonesian: taruh, letak; Ingush: дила; Interlingua: poner; Irish: cuir; Old Irish: fo·ceird; Istriot: meti; Italian: mettere, porre; Japanese: 置く, 据える; Kambera: tú; Khmer: ដាក់; Korean: 두다, 놓다; Kumyk: салмакъ; Kyrgyz: койуу, салуу; Ladin: meter; Lao: ວາງ; Latin: pono, loco; Latvian: likt; Lombard: mètt, met; Luxembourgish: setzen; Macedonian: става; Malay: letak; Maltese: poġġa; Manx: cur; Maori: panga, whakatakoto; Mbyá Guaraní: moĩ; Nanai: нэ-; Neapolitan: mette; Norman: mettre; Norwegian: sette; Occitan: ficar, botar, pausar, metre; Old English: dōn, leċġan, settan, stellan; Oromo: kaa'uu; Pashto: اچول; Pela: ta̠³⁵; Persian: گذاشتن, ماندن; Plautdietsch: stalen; Polish: kłaść, postawić, umieścić, jebnąć, pierdolnąć, stawiać; Portuguese: pôr, colocar, botar; Quechua: churay; Romagnol: mètar; Romanian: pune; Romansch: metter, meter; Russian: класть, положить, ставить, поставить; Sanskrit: दधाति; Sardinian: míntere, míntiri; Scots: pit; Scottish Gaelic: cuir; Serbo-Croatian Cyrillic: ста̏вити; Roman: stȁviti; Sicilian: mèttiri, mèntiri, mintiri, mittiri; Slovak: dať, položiť; Slovene: staviti; Sorbian Lower Sorbian: stajaś, stajiś; Spanish: poner, colocar, situar; Swahili: kuweka; Swedish: sätta, ställa, lägga, he, placera; Sylheti: ꠕꠃꠣ; Tagalog: ilagay; Tajik: мондан; Tamil: வை, போடு, இடு; Tetum: tau; Thai: วาง; Tocharian B: tā-; Tok Pisin: putim; Turkish: koymak; Ugaritic: 𐎌𐎚; Ukrainian: класти, покласти, ставити, поставити; Urdu: رکھنا; Venetian: métar, meter, méter, métare; Vietnamese: để, đặt; Walloon: mete, bouter; Waray-Waray: i-butang, ig-butang; Welsh: dodi, gosod; Yagnobi: мунак; Yiddish: אַוועקזעצן, אַוועקלייגן
place
Arabic: وَضَعَ; Egyptian Arabic: حط; Armenian: դնել, տեղադրել; Azerbaijani: yerləşdirmək, qoymaq; Bashkir: ҡуйыу; Bulgarian: слагам, поставям; Catalan: col·locar; Chinese Mandarin: 放, 置, 放置; Min Dong: 放; Czech: umístit; Dutch: plaatsen; Esperanto: meti; Finnish: panna, laittaa, asettaa, sijoittaa; French: mettre, poser, placer; Friulian: meti, puestâ, plačâ; German: stellen, platzieren, einordnen; Ancient Greek: τίθημι; Hebrew: מיקם; Hungarian: tenni, helyezni; Indonesian: menempatkan; Irish: cuir; Old Irish: fo·ceird; Italian: collocare, mettere, posare; Japanese: 配置する, 置く, 入れる, 付ける, 収める, 定める, 割り当てる; Korean: 두다; Kurdish Central Kurdish: دانان; Ladin: meter; Latin: pono, loco, sisto, posthabeo; Latvian: likt, nolikt; Lithuanian: padėti; Macedonian: става, сместува; Maori: panga, whakaawe, whakatakoto, whakanoho; Norman: pliaichi; Norwegian: plassere; Old English: settan; Portuguese: colocar, pôr; Quechua: churay; Rapa Nui: hata; Romanian: pune; Russian: класть, положить, ставить, поставить, помещать, поместить; Sanskrit: दधाति; Spanish: colocar, poner, situar; Swahili: kuweka; Swedish: lägga, placera, ställa, sätta; Tagalog: ilagay; Telugu: నిర్ణీత ప్రదేశంలో ఉంచు; Tocharian B: tā-; Tok Pisin: putim; Ugaritic: 𐎌𐎚; Vietnamese: đặt, để; Yiddish: אַוועקזעצן, אַוועקשטעלן
set
Afrikaans: sit, neersit, plaas, lê; Arabic Egyptian Arabic: حط; Assamese: লহিয়া; Azerbaijani: qoymaq; Bashkir: ҡуйыу; Bulgarian: поставям; Catalan: posar; Chinese Mandarin: 放; Danish: sætte, stille, placere; Dutch: zetten, neerzetten; Esperanto: meti; Finnish: asettaa, panna, pistää, laittaa; French: poser; Galician: pousar; German: setzen, legen, stellen, aufstellen; Gothic: 𐌻𐌰𐌲𐌾𐌰𐌽; Greek: βάζω; Ancient Greek: τίθημι; Hebrew: הֵנִיח, שָׂם; Hungarian: tesz, helyez, állít, támaszt; Irish: cuir; Old Irish: fo·ceird; Italian: deporre, posare, mettere, riporre, collocare, porre; Japanese: 置く; Korean: 두다; Latin: pono, loco; Macedonian: наместува, сместува, става, поставува; Neapolitan: mette; Norwegian: putte, sette, plassere, stille; Occitan: pausar; Persian: نهادن, گذاشتن; Polish: kłaść, stawiać; Portuguese: pôr, colocar; Rapa Nui: hata; Romanian: așeza, pune; Russian: класть, положить, ставить, поставить; Sanskrit: दधाति; Slovene: postaviti; Sorbian Lower Sorbian: stajaś, stajiś; Spanish: poner, dejar, colocar; Swedish: sätta, ställa, placera, lägga; Tagalog: maglagay, ilagay, lagyan; Tocharian B: tā-; Turkish: koymak; Ugaritic: 𐎌𐎚; Vietnamese: để, đặt