Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔχω

From LSJ
Revision as of 07:34, 19 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔχω Medium diacritics: ἔχω Low diacritics: έχω Capitals: ΕΧΩ
Transliteration A: échō Transliteration B: echō Transliteration C: echo Beta Code: e)/xw

English (LSJ)

(A), 2sg. ἔχεισθα cj. in Thgn. 1316 (ἔχοισθα cod.), ἔχῃσθα cj. in Sapph.21 (ἔχεισθα cod.); 2sg. subj.
A ἔχῃσθα Il.19.180: impf. εἶχον, Ep. ἔχον Od.2.22, al., Ion. and poet. ἔχεσκον Il.13.257, Hdt.6.12, Epigr.Gr.988.6 (Balbilla): fut. ἕξω, Ep. inf. ἑξέμεναι Call.Aet.3.1.27 (of duration) or σχήσω (of momentary action, especially in sense check, v. infr. A. 11.9, not found in Att. Inscrr. or NT); 2sg. σχήσησθα h.Cer.366 codd.: aor. 1 ἔσχης α f.l. in Nonn. D. 17.177, also ἔσχα IG3.1363.6, 14.1728, 3pl. μετ-έσχαν ib.12(7).271.12 (Amorgos, iii A.D.): aor. 2 ἔσχον, imper. σχές S.El.1013, E.Hipp.1353 (anap.) (σχέ only in Orac. ap. Sch.E.Ph.638 (dub.l.), sometimes in compds. in codd., as πάρασχε E.Hec. 842, κάτασχε Id.HF1210); subj. σχῶ Il.21.309, etc.; opt. σχοίην Isoc. 1.45, in compds. σχοῖμι (as μετάσχοιμι S.OC1484 (lyr.), κατάσχοιμεν Th.6.11); 3pl. σχοίησαν Hyp.Eux.32, σχοῖεν Th.6.33; inf. σχεῖν Il. 16.520, etc., Ep. σχέμεν 8.254 (in Alexandr. Gr. 3pl. impf. and aor. 2 εἴχοσαν AP5.208 (Posidipp. or Asclep.), v.l. in Ev.Jo.15.22, ἔσχοσαν Scymn.695): for the poet. form ἔσχεθον, v. Σχέθω: pf. ἔσχηκα Pl.Lg.765a, εἴσχηκα in Inscrr. of iii/i B.C., SIG679.54, etc.; Ep. ὄχωκα is dub., v. συνόχωκα:—Med., impf. εἰχόμην Pi.P.4.244, etc.: fut. ἕξομαι Il.9.102, etc.; σχήσομαι ib.235, Ar.Av. 1335, more freq. in compds. (ἀνα-) A.Th.252, (παρα-) Lys.9.8, etc.: pf. Pass. παρέσχημαι in med. sense, X.An.7.6.11, etc.: aor. 2 ἐσχόμην Hom., Hdt.6.85, rare in Att. exc. in compds.; imper. σχέο Il.21.379, σχέσθε 22.416, later σχοῦ in compds. (ἀνά-) E.lon947, etc.; inf. σχέσθαι Od.4.422, Hes.Fr.79:—Pass., fut. Med. ἐν-έξομαι in pass. sense, E.Or. 516, D.51.11, later σχεθήσομαι Gal.UP15.3, freq. in compds. (συ-) Phld.Ir.p.83 W., (ἐν-) Plu.2.98 of, (ἐπι-) S.E.P.1.186: aor. 1 ἐσχέθην Arr.An.5.7.4, 6.11.2, Aret.SA2.5, (κατ-, συν-) Plu.Sol. 21, Hp.Int. 45 vulg.: fut. Med. σχήσομαι in pass. sense, Il.9.235 (dub.), 655, 13.630: aor. 2 Med. in pass. sense, ἐσχόμην Il.17.696, al., Hdt. 1.31 (σχέτο Il.7.248, 21.345), part. σχόμενος Od.11.279, prob. in Isoc.19.11, (κατα-) Pi.P.1.10, Pl.Phdr.244e, Parth.33.2 (s.v.l.): pf. ἔσχημαι Paus.4.21.2; also in compds., freq. written -ίσχημαι, -ήσχημαι in codd. of late authors. (I.-E. seĝh- (cf. Skt. sáhate 'overpower', Goth. sigis 'victory', Gr. ἔχ- dissim. fr. ἔχ-), reduced form sĝh-(σχ-), whence redupl. ἴσχω ( = si-sĝh-o) (q.v.): cf. ἕκτωρ, ἕξω, ἕξις; but hέχ- IG12.374.161, al., is a mere error (ἔχ- ib.12.116.4, 16).)
A Trans., have, hold:
I possess, of property, the most common usage, Od.2.336, 16.386, etc.; οἵ τι ἔχοντες the propertied class, Hdt.6.22; ὁ ἔχων a wealthy man, S.Aj.157 (anap.); οἱ ἔχοντες E.Alc.57, Ar.Eq.1295, Pl.596; οἱ οὐκ ἔχοντες the poor, E.Supp.240; κακὸν τὸ μὴ 'χειν Id.Ph.405; ἔχειν χρέα to have debts due to one, D. 36.41, cf. 37.12; to have received, θεῶν ἄπο κάλλος ἐ. h.Ven.77; τι ἔκ τινος S.OC1618; παρά τινος Id.Aj.663; πρός τινος X.An.7.6.33, etc.; ὑπὸ . . θεοῖσι h.Ap.191; πλέον, ἔλασσον ἔ.. (v. h. vv.): in aor., acquire, get, ὄνομα E.Ion997: also fut. σχήσω, δύναμιν Th.6.6; λέχος E.Hel.30, cf. Pi.P.9.116:—Pass., to be possessed, ἔντεα . . μετὰ Τρώεσσιν ἔχονται Il.18.130, cf. 197.
2 keep, have charge of, ἔχον πατρώϊα ἔργα Od. 2.22; κῆπον 4.737; Εἰλείθυιαι . . ὠδῖνας ἔχουσαι Il.11.271; πύλαι... ἃς ἔχον Ὧραι 5.749, 8.393; τὰς ἀγέλας X.Cyr.7.3.7; διαιτητῶν ἐχόντων τὰς δίκας having control of, D.47.45; to be engaged in, φυλακὰς ἔχον kept watch, Il.9.1,471; σκοπιὴν ἔχεν Od.8.302; ἀλαοσκοπιὴν εἶχε Il. 10.515, 13.10; σκοπιὴν ἔ. τινός for a thing, Hdt.5.13; δυσμενῶν θήραν ἔχων S.Aj.564, etc.; ἐν χερσὶν ἔ. τι (v. χείρ).
b metaph., of a patient, οὐκ ἔχει ἑωυτόν is not himself, Hp.Int.49.
3 c. acc. loci, inhabit, οὐρανόν Il.21.267; Ὄλυμπον 5.890; haunt, [Νύμφαι] ἔχουσ' ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα Od.6.123; Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον A.Eu.24; especially of tutelary gods and heroes, Th.2.74, X.Cyr.8.3.24; of men, πόλιν καὶ γαῖαν Od.6.177, 195, etc.; Θήβας ἔσχον (ἔσχεν codd.) ruled it, E.HF 4; ἔχεις γὰρ χῶρον occupiest it, S.OC37, cf. Od.23.46; in military sense, ἔ. τὸ δεξιόν (with or without κέρας) Th.3.107, X.An.2.1.15; of beasts, τὰ ὄρη ἔ. Id.Cyn.5.12.
4 have to wife or as husband (usu. without γυναῖκα, ἄνδρα), οὕνεκ' ἔχεις Ἑλένην καί σφιν γαμβρὸς Διός ἐσσι Od. 4.569, cf.7.313, Il.3.53, etc.; ἔσχε ἄλλην ἀδελφεήν Hdt.3.31, cf. Th.2.29; νυμφίον Call.Aet.3.1.27; also of a lover, Th.6.54, AP5.185 (Posidipp.), etc.; ἔχω Λαΐδα, ἀλλ' οὐκ ἔχομαι Aristipp. ap. D.L.2.75, cf. Ath. 12.544d:—in Pass., τοῦ περ θυγάτηρ ἔχεθ' Ἕκτορι Il.6.398.
5 have in one's house, entertain, Od.17.515, 20.377, h.Ven.231,273.
6 pres. part. with Verbs, almost, = with, ἤϊε ἔχων ταῦτα Hdt.3.128, cf. 2.115; ὃς ἂν ἥκῃ ἔχων στρατόν Id.7.8.δ', cf. X.Cyr.1.6.10.—Prose use.
7 of place, ἐπ' ἀριστερὰ ἔ. τι keep it on one's left, i.e. to keep to the right of it, Od.3.171; ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔ. 5.277; ἐν δεξιᾷ, ἐν ἀριστερᾷ ἔ., Th.3.106; τοὺς οἰκέτας ὑστάτους ἔ. X.Cyr.4.2.2: but in aor., get, περιπλώοντες τὴν Λιβύην τὸν ἥλιον ἔσχον ἐς τὰ δεξιά Hdt.4.42.
8 of Habits, States, or Conditions, bodily or mental, γῆρας λυγρὸν ἔ Od.24.250; ἀνεκτὸν ἔχει κακόν 20.83; ἕλκος Il.16.517; λύσσαν 9.305; μάχην ἔ. 14.57; ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔ. Od.24.515; ὕβριν ἔ. indulge in... 1.368, etc.; (Ἀφροδίτην) 22.445; [φρένας] ἔ. Il.13.394, etc.; βουλήν 2.344; τλήμονα θυμόν 5.670; τόνδε νόον καὶ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔχοντες 4.309, cf. Od.14.490 (for later senses of νοῦν ἔχειν, v. νοῦς); ἄλγεα Il.5.895, etc.; ἄχεα θυμῷ 3.412; πένθος μετὰ φρεσίν 24.105; πένθος φρεσίν Od.7.219; πόνον . . καὶ ὀϊζύν Il.13.2, Od.8.529; οὐδὲν βίαιον Hdt.3.15; πρήγματα ἔ. Id.7.147, cf. Pl.Tht.174b, etc.: in periphrastic phrases, ποθὴν ἔ. τινός, = ποθεῖν, Il.6.362; ἐπιδευὲς ἔ. τινός, = ἐπιδεύεσθαι, 19.180; ἔ. τέλος, = τελεῖσθαι, 18.378; κότον ἔ. τινί, = κοτεῖσθαι, 13.517; ἐπιθυμίαν τινός E.Andr.1281; φροντίδα τινός Id.Med.1301; ἡσυχίην ἔ. keep quiet, Hdt.2.45, etc. (fut. ἡσυχίαν ἕξειν D.47.29, but οὐκ ἔσθ' ὅπως . . ἡ. σχήσει will not keep still for a moment, Id.1.14); αἰτίαν ἔ. to be accused, X.An.7.1.8; ὑπό τινος A.Eu.99 (but μομφὴν ἔ., = μέμφεσθαι, E.Or.1069, A.Pr.445): in aor., of entering upon a state, ἔσχεν χόλον conceived anger, B. 5.104; ἔχειν τι κατά τινος have something against somebody, Ev.Matt.5.23, Ev.Marc.11.25, Apoc.2.4; ἔχω τι πρός τινα Act.Ap.24.19; ἔχειν πρός τινα 2 Ep.Cor.5.12; ἕξει πρὸς τὸν Θεόν JRS14.85 (Laodicea): —these phrases are freq. inverted, οὓς ἔχε γῆρας Il.18.515; οὐδὲ Ποσειδάωνα γέλως ἔχε Od.8.344; ἀμηχανίη δ' ἔχε θυμόν 9.295; θάμβος δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il.4.79; σ' αὔτως κλέος ἐσθλὸν ἔχει 17.143; Διὸς αἴσῃ, ἥ μ' ἕξει παρὰ νηυσί 9.609 (unless the antecedent is τιμῆς in 1.608); ὥς σφεας ἡσυχίη τῆς πολιορκίης ἔσχε Hdt.6.135; ὄφρα με βίος ἔχῃ S.El.225 (lyr.): c. dupl. acc., φόβος μ' ἔχει φρένας A.Supp.379; also of external objects, αἴθρη ἔχει κορυφήν Od.12.76; μιν ἔχεν μένος ἠελίοιο 10.160; σε οἶνος ἔχει φρένας 18.331; ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα, of a woman in travail, Il.11.269; λόγος ἔχει τινά c. inf., the story goes, that... S.OC1573 (lyr.); and so in later Gr., Plu.Dem.28, Ph. 1.331, Ael.VH3.14, NA5.42, Ath.13.592e; ὡς ἡ φάτις μιν ἔχει Hdt. 7.3, cf. 5,26, 9.78 (but also ἔχει φάτιν Διονυσοφάνης θάψαι Μαρδόνιον Id.9.84; [Κλεισθένης] λόγον ἔχει τὴν Πυθίην ἀναπεῖσαι Id.5.66); ὡς ἂν λόγος ἔχῃ πρὸς ἀνθρώπους, ὅτι . . Plu.Alex.38:—Pass., ἔχεσθαι κακότητι καὶ ἄλγεσι Od.8.182; κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Il.22.409; ὀργῇ Hdt.1.141; νούσῳ Hp.Epid.5.6; ἀγρυπνίῃσι Hdt.3.129; ὑπὸ πυρετοῦ Hp.Aph.4.34; ὑπὸ τοῦ ὕδρωπος Id.Prorrh.2.6, ἐν ἀπόρῳ Th.1.25; ἐν συμφοραῖς Pl.R.395e.
9 possess mentally, understand, ἵππων δμῆσιν Il.17.476; τέχνην Hes.Th.770; πάντ' ἔχεις λόγον A. Ag.582, cf. E.Alc.51; ἔχετε τὸ πρᾶγμα S.Ph.789; ἔχεις τι; do you understand? Ar.Nu.733: imper. ἔχε = attend! listen! Pl.Alc.1.109b; ἔ. οὖν ib. 129b: with imper., ἔχ', ἀποκάθαιρε Ar.Pax1193; ἔ. νυν, ἄλειψον Id.Eq.490; ἔχεις τοῦτο ἰσχυρῶς; Pl.Tht.154a; know of a thing, μαντικῆς ὁδόν S.OT311; τινὰ σωτηρίαν; E.Or.778 (troch.).
10 keep up, maintain, καναχὴν ἔχε made a rattling noise, Il.16.105,794; βοὴν ἔχον, of flutes and lyres, 18.495.
11 involve, admit of, τά γ' αἰσχρὰ κἀνθάδ' αἰσχύνην ἔχει E.Andr.244, cf. Th.1.5; βάσανον Lys.12.31; ταῦτ' ἀπιστίαν, ταῦτ' ὀργὴν ἔχει D.10.44; ἀγανάκτησιν, κατάμεμψιν, Th.2.41; τὰ ἀόρατα νοσήματα δυσχερεστέραν ἔχει τὴν θεραπείαν Onos. 1.15.
12 of Measure or Value, τὸ Δαμαρέτειον . . εἶχε Ἀττικὰς δραχμὰς δέκα D.S.11.26; ἔχει τὸ Εὐβοϊκὸν τάλαντον Ἀλεξανδρείους δραχμὰς ἑπτακισχιλίας App.Sic.2.2; χοῖρος ἔχων τὸ ὕψος δύο καὶ ἡμίσους πήχεων Ptol.Euerg.9.
b Geom., ἡ ἔχουσα τὰ κέντρα the (straight line) containing the centres, Archim.Aequil.1.6; ὁ κύκλος ἔχων τὸ πολύγωνον the circle containing (circumscribing) the polygon, Id.Sph.Cyl.1.23.
13 c. dupl.acc., Ὀρφέα ἄνακτ' ἔχειν E.Hipp.953; Ζῆν' ἔχειν ἐπώμοτον S.Tr.1188; παιδιὰν ἔ. τὸν ἐκείνου θάνατον Seleuc. Alex. ap. Ath.4.155e.
II hold:
1 hold, ἔ. χερσίν, ἐν χερσίν, μετὰ χερσίν, etc., v. χείρ; μετὰ γαμφηλῇσιν ἔ. Il.13.200; πρόσθεν ἔ. ἀσπίδα ib.157; ὑψοῦ, πασάων ὑπέρ, ὄπιθεν κάρη ἔ., 6.509, Od.6.107, Il. 23.136; ἔ. τινί τι to hold it for him, as his helper, 9.209, 13.600; uphold, οὐρανὸν . . κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσι Hes.Th.517, 746; ἔχει δέ τε κίονας of Atlas, Od.1.53; ἐπ' ὤμων πατέρα S.Fr. 373.
2 hold fast, χειρὸς ἔχων Μενέλαον holding him by the hand, Il.4.154, cf. 16.763, 11.488 (v. infr. C.I); ἔ. τινὰ μέσον grip one by the middle, of wrestlers, Ar.Nu.1047; ἔχομαι μέσος Id.Ach.571, cf. Eq.388, Ra.469: metaph., ἔ. φρεσί keep in one's mind, Il.2.33; νῷ ἔ. τινά Pl.Euthphr.2b, cf. R.490a.
3 of arms and clothes, bear, wear, εἷμα δ' ἔχ' ἀμφ' ὤμοισι Il.18.538, cf. 595; παρδαλέην ὤμοισιν ἔ. 3.17; σάκος ὤμῳ 14.376; κυνέην κεφαλῇ Od.24.231; τάδε εἵματ' ἔχω 17.24, cf. 573, etc.; στολὴν ἀμφὶ σῶμα E.Hel.554, cf. X.Cyr.1.4.26, etc.; πολιὰς ἔχω I am grey-haired, Aeschin.1.49: abs., as a category, Arist.Cat.2a3.
4 of a woman, to be pregnant, Hdt.5.41, Hp.Epid.4.21, Arist.Pol.1335b18; in full ἐν γαστρὶ ἔ. Hdt.3.32; also πρὸς ἑωυτῇ ἔχειν Hp.Epid.1.26.ιγ.
b παῖδα ἔσχεν she had, i.e. bore, a child, Nic.Dam.11 J.
5 support, sustain, esp. an attack, c. acc. pers., Il.13.51, 20.27; cf. B.I.1, C. III.
6 hold fast, keep close, ὀχῆες εἶχον [πύλας] 12.456; θύρην ἔχε μοῦνος ἐπιβλής 24.453.
7 enclose, φρένες ἧπαρ ἔχουσι Od.9.301; σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔ. 11.219; τοὺς δ' ἄκραντος ἔχει νύξ A.Ch.65 (lyr.); of places, contain, θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος S.Ph.1147 (lyr.), cf. X.Cyn.5.4; [τεῖχος] νῆας ἐντὸς ἔχον Il.12.8; ὅσσους Κρήτη ἐντὸς ἔχει h.Ap.30.
8 hold or keep in a certain direction, ὀϊστὸν ἔχε aimed it, Il.23.871; more fully χεῖράς τε καὶ ἔγχεα . . ἀντίον ἀλλήλων 5.569; of horses or ships, guide, drive, steer, πεδίονδ' ἔχον ὠκέας ἵππους 3.263, cf. 11.760; φόβονδε 8.139; τῇ ῥα . . ἔχον ἵππους 5.752, etc.; παρὲξ ἔχε δίφρον Hes.Sc.352; ὅπῃ ἔσχες . . εὐεργέα νῆα Od.9.279; παρὰ τὴν ἤπειρον ἔ. νέας Hdt.6.95, etc.: abs., τῇ ῥ' ἔχε that way he held his course, Il.16.378, cf. 23.422; Πύλονδ' ἔχον I held on to Pylos, Od.3.182, cf. S.El.720: metaph., ἐπὶ ῥητορείαν ἔσχε Hsch.Mil.(?)ap.Sch.Pl.R.600c; also (esp. in fut. σχήσω, aor. 2 ἔσχον), put in, land, νέες ἔσχον ἐς τὴν Ἀργολίδα χώρην Hdt. 6.92; σχεῖν πρὸς τὴν Σαλαμῖνα Id.8.40; ἐς Φειάν, τῷ Δήλῳ, κατὰ τὸ Ποσειδώνιον, Th.2.25,3.29, 4.129; τάχ' οὖν τις ἄκων ἔσχε S.Ph.305; ποῖ σχήσειν δοκεῖς; Ar.Ra.188; ἔχε . . ἀρὰν ἐπ' ἄλλοις point it against others, S.Ph.1119 (lyr.); ὄμμ' ἔ. to turn or keep one's eye fixed, Id.Aj.191 (lyr.); ἐπὶ ἔργῳ θυμὸν ἔ. Hes.Op.445; ἄλλοσ' ὄμμα θητέρᾳ δὲ νοῦν ἔ. S.Tr.272; τὸν δὲ νοῦν ἐκεῖσ' ἔχει E.Ph.360; δεῦρο νοῦν ἔχε attend to this, Id.Or.1181; πρός τινα or πρός τι τὸν νοῦν ἔ., Th.3.22, 7.19; so πρός τινα τὴν γνώμην ἔ. Id.3.25.
9 hold in, stay, keep back, ἵππους Il.4.302, 16.712; check, stop, [τινα] 23.720, etc. (σχήσω is usually fut. in this sense, τὸ πεπρωμένον οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος Pi.Fr. 232, cf. Il.11.820, Ar.Lys.284, D.19.272, but ἕξω Il.13.51); χεῖρας ἔχων Ἀχιλῆος holding his hands, 18.33; but οὐ σχήσει χεῖρας will not stay his hands, Od.22.70; ἔ. [δάκρυον] 16.191; ἔ. ὀδύνας allay, assuage them, Il.11.848; ἔσχε κῦμα Od.5.451; σιγῇ μῦθον 19.502 (so εἶχε σιγῇ καὶ ἔφραζε οὐδενί Hdt.9.93); ἐν φρεσὶ μῦθον Od.15.445; στόμα σῖγα, ἐν ἡσυχίᾳ, E.Hipp.660, Fr.773.61 (lyr.); πόδα Id.IT1159; πόδα ἔξω or ἐκτός τινος ἔχειν, v. πούς:—Pass., οὖρα σχεθέντα Aret.SA 2.5.
10 keep away from, c. gen.rei, τινὰ ἀγοράων, νεῶν, Il.2.275, 13.687; γόων S.El.375; φόνου E.HF1005: c.inf., ἦ τινα . . σχήσω ἀμυνέμεναι Il.17.182; stop, hinder from doing, τοῦ μὴ καταδῦναι X. An.3.5.11, cf. HG4.8.5; ἔσχον μὴ κτανεῖν E.Andr.686, cf. Hdt.1.158, etc.; μὴ οὐ τάδ' ἐξειπεῖν E.Hipp.658; ὥστε μή . . X.An.3.5.11; τὸ μὴ ἀδικεῖν A.Eu.691, cf. Hdt.5.101: also c. part., ἔ. τινὰ βουθυτοῦντα S.OC888 (troch.); μαργῶντα E.Ph.1156.
11 keep back, withhold a thing, ὅς οἱ χρήματα εἶχε βίῃ Od.15.231, cf. D.30.14; Ἕκτορ' ἔχει . . οὐδ' ἀπέλυσεν Il.24.115, cf. 136; αὐτὸς ἔχε pray keep it, a civil form of declining, E.Cyc.270.
12 hold in guard, keep safe, Il.24.730; of armour, protect, 22.322.
13 with predicate, keep in a condition or place, εἶχον ἀτρέμας σφέας αὐτούς Hdt.9.54, cf. 53, Ar.Th.230; ἔ. ἑωυτοὺς κατ' οἴκους Hdt.3.79; σαυτὸν ἐκποδών A.Pr.346, cf. X.Cyr.6.1.37; σῖγα νάπη φύλλ' εἶχε E.Ba.1085; τοὺς στρατιώτας πολὺν χρόνον πειθομένους ἔ. X.Cyr.7.2.11.
14 hold, consider, τινὰ θέᾳ ἰκέλαν Sapph. Supp.25.3 (dub.), cf. E.Supp.164; τινὰ ὡς προφήτην Ev.Matt.14.5; τινὰ ὅτι προφήτης ἦν Ev.Marc.11.32; ἔχε με παρῃτημένον Ev.Luc.14.18, cf.POxy.292.6 (i A.D.).
III c.inf., have means or power to do, to be able, c. aor. inf., Il.7.217, 16.110, etc.: c. pres. inf., Od.18.364, etc.; πόλλ' ἂν λέγειν ἔχοιμι S.Ph.1047: sometimes with inf. omitted or supplied from context, ἀλλ' οὔ πως ἔτι εἶχε he could not, Il.17.354; οἷά κ' ἔχωμεν so far as we be able, Od.15.281; ἐξ οἵων ἔχω S.El.1379; ὅσον εἶχες E.IA1452; ὡς ἔχω Id.Hec.614.
b have to face, be obliged, παθεῖν Porph. Chr.63; εἰ ἕξω βλαβῆναι Astramps.Orac.p.5 H.; βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι Ev.Luc.12.50.
2 after Hom., οὐκ ἔχω, followed by a dependent clause, I know not... οὐκ εἶχον τίς ἂν γενοίμαν A.Pr. 905, cf. Isoc.12.130; οὐδ' ἔχω πῶς με χρὴ . . ἀφανίσαι S.OC1710; οὐκ ἔχων ὅ τι χρὴ λέγειν X.Cyr.1.4.24; οὐκ ἔχω ποῖ πέσω S.Tr.705; ὅπως μολούμεθ' οὐκ ἔχω Id.OC1743; the two constructions combined, οὐ γὰρ εἴχομεν οὔτ' ἀντιφωνεῖν οὔθ' ὅπως . . πράξαιμεν Id.Ant.270.
IV impers. c. acc., there is . . (as in Mod. Gr.), ἔχει δὲ φυλακτήριον πρὸς τὸ μή σε καταπεσεῖν PMag.Par.1.2505, cf. 1262, 1840.
B intrans., hold oneself, i.e. keep, so and so, ἔχον [οὕτως], ὥς τε τάλαντα γυνή (sc. ἔχει) kept balanced, like the scales which... Il.12.433; ἕξω δ' ὡς ὅτε τις στερεὴ λίθος I will keep unmoved, as a stone... Od.19.494, cf. Il.13.679, 24.27; νωλεμέως ἐχέμεν 5.492; ἔγχος ἔχ' ἀτρέμας it kept still, 13.557; σχὲς οὗπερ εἶ keep where thou art, S.OC1169; ἕξειν κατὰ χώραν Ar.Ra.793, cf. Hdt.6.42, X.Oec.10.10; διὰ φυλακῆς ἔχοντες to keep on their guard, Th.2.81; ἔχε ἠρέμα keep still, Pl.Cra. 399e, etc.; ἔχε δή stay now, Id.Prt.349e, Grg.460a, etc.; ἔχ' αὐτοῦ D.45.26.
2 hold fast, οὐδέ οἱ ἔσχεν ὀστέον Il.16.740; cf. A.11.6
3 c. gen., keep from, πολέμου Th.1.112 (cf. c. IV).
4 with Preps., to be engaged or busy, ἀμφί τι A.Th.102 (lyr.), X.An.5.2.26, etc.; περί τινας Id.HG7.4.28.
II simply, be, ἑκὰς εἶχον Od.12.435; ἔ. κατ' οἴκους Hdt.6.39; περὶ πολλῶν ἔ. πρηγμάτων Id.3.128; ἀγῶνα διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχοντα consisting in... Id.2.91; ἔ. ἐν ἀνάγκαισι E.Ba. 88 (lyr.); ὅπου συμφορᾶς ἔχεις Id.El.238; ἐκποδὼν ἔχειν Id.IT1226, etc.
2 freq. with Advbs. of manner, εὖ ἔχει Od.24.245, etc.; καλῶς ἔχει, κακῶς ἔχει, it is, it is going on well or ill, v. καλός, κακός (but fut. σχήσειν καλῶς will turn out well, D.1.9, cf. 18.45; εὖ σχήσει S.Aj. 684); οὕτως . . σχεῖν to turn out, happen thus, Pl.Ap.39b; οὕτως ἔχει so the case stands, Ar.Pl.110; οὕτως ἐχόντων, Lat. cum res ita se habeant, X.An.3.2.10; ὡς ὧδ' ἐχόντων S.Aj.981; οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν Id.Ant.639; οὕτως ἔχει περί τινος X.Mem.4.8.7, cf. Hdt.6.16; πρός τι D. 9.45; τῇδ' ἔ. S.Ph.1336; κοσμίως ἔχει Ar.Th.854; ἥδιον ἔχει πρός τινας D.9.63; ὡς εἶχε = just as he was, Hdt.1.114; ὥσπερ εἶχε Th.1.134, X. HG4.1.30; ὡς ἔχω how I am, Ar.Lys.610; ὥσπερ ἔχομεν Th.3.30; τἀναντία εἶχεν D.9.41; ἀσφαλέως, ἀναγκαίως ἔχει, = ἀσφαλές, ἀναγκαῖόν ἐστι, Hdt.1.86,9.27; καλῶς ἔχει no, I thank you, v. καλός.
b c. gen. modi, εὖ ἔ. τινός to be well off for a thing, abound in it; καλῶς ἔ. μέθης to be well off for drink, i.e. to be pretty well drunk, Hdt. 5.20; σπόρου ἀνακῶς ἐ. to be busy with sowing, Id.8.109; εὖ ἐ. φρενῶν, σώματος, E.Hipp.462, Pl.R.404d; εὖ ὥρας ἔχον χωρίον Poll.5.108; cf. ἥκω; so ὡς ποδῶν εἶχον as fast as they could go, Hdt.6.116, 9.59; ὡς τάχεος εἶχε ἕκαστος Id.8.107; ὡς . . τις εὐνοίας ἢ μνήμης ἔχοι Th.1.22; ὡς ὀργῆς ἔχω S.OT345, cf. E.Hel.313, 857, etc.; πῶς ἔχεις δόξης; Pl.R.456d; οὕτω τρόπου ἔχεις X.Cyr.7.5.56; μετρίως ἔ. βίου Hdt.1.32; ὑγιεινῶς ἔ. αὐτὸς αὑτοῦ καὶ σωφρόνως Pl.R.571d; οὐκ εὖ σεαυτοῦ τυγχάνεις ἔχων Philem.4.11: also c. acc., εὖ ἔ. τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν Pl.Grg.464a, cf. X.Oec.21.7: c. dat., οὕτως ἐχόντων τούτων τῇ φύσει D.18.315; πῶς ἔχετε ταῖς διανοίαις Lycurg.75; τῇ λέξει κακῶς ἔ. Isoc.9.10.
III of direction, hold or turn towards, v. supr. A.11.8.
2 stand up, jut out, κίονες ὑψόσ' ἔχοντες Od.19.38; δι' ὤμου ἔγχος ἔσχεν Il.13.520.
3 lead towards, ὁδοὶ ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἔ. Hdt.1.180, cf. 191, 2.17; ἔ. εἴς τι to be directed, point towards, ἔχθρης ἐχούσης ἐς Ἀθηναίους Id.5.81; τὸ ἐς τοὺς Ἀργείους ἔχον what concerns them, Id.6.19; ταῦτα ἐς τὴν ἀπόστασιν ἔχοντα ib.2, etc.; of place, extend, reach to, ἐπ' ὅσον ἔποψις τοῦ ἱροῦ εἶχε Id.1.64.
4 ἐπί τινι ἔ. have hostile feelings towards... Id.6.49, S.Ant.987 (lyr.).
IV after Hom., ἔχω as auxiliary, c. aor. part. giving a perfect sense, κρύψαντες ἔχουσι Hes.Op.42; ἀποκληΐσας ἔχεις Hdt.1.37; ἐγκλῄσασ' ἔχει Ar.Ec.355, cf. Th.706; freq. in S., θαυμάσας ἔχω OC1140, cf. Ant.22, al.: also in late Prose, ἀναλώσας ἔχεις Aristid. Or.18(20).1; ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει E.Med.33: less freq. c. pf. part., S.OT 701, Ph.600, X.An.1.3.14,4.7.1: rarely c. pres. part., πατρίδα καταστένουσ' ἔχεις E.Tr.318 (lyr.), cf. X.Cyn.10.11.
2 part. ἔχων, with pres., adds a notion of duration to that of present action, τί κυπτάζεις ἔ.; why do you keep poking about there? Ar.Nu.509; τί δῆτα διατρίβεις ἔ.; why then keep wasting time? Id.Ec.1151; τί γὰρ ἕστηκ' ἔ.; ib.853, cf. Th.473, 852: without interrog., φλυαρεῖς ἔ., ἔ. φλυαρεῖς, you keep chattering, Pl.Grg.490e, Euthd.295c; κακοῦν ἔχοντ' αὐτὸν ἀποκτιννύναι D.23.35 (and so possibly ἐνεργεῖ ἔ. Arist.Metaph. 1072b23); παίσδεις ἔ. Theoc.14.8: so in later Prose, παίζεις ἔ. Luc. Icar.24; but ῥιπτεῖς ἔ.; do you throw away the prize when it is in your grasp? Aristid.1.443 J.
C Med., hold oneself fast, cling closely, τῷ προσφὺς ἐχόμην Od. 12.433, cf. Il.1.513, etc.; πρὸς ἀλλήλῃσιν Od.5.329: mostly c. gen., hold on by, cling to, (πέτρης) ib.429; χερσὶν ἀώτου 9.435; βρετέων A. Th.98 (lyr.); ἑξόμεσθάσου Ar.Pl.101; τῆς πληγῆς ἔχ εται claps his hand on the place struck, D.4.40.
2 metaph., cleave, cling to, ἔργου Hdt. 8.11, X.HG7.2.19; γεωργίας BGU7.6 (iii A.D.); τῶν πραγμάτων Jul. Or.1.19a; βιοτᾶς, ἐλπίδος, E.Ion491, Fr.409; τῆς αὐτῆς γνώμης Th.1.140; lay hold on, take advantage of, τῶν ἀγαθῶν ἔχεο Thgn.32; προφάσιος ἔχεσθαι Hdt.6.94; fasten upon, attack, D.18.79; lay claim to, ἀμφοτέρων τῶν ἐπωνυμιέων Hdt.2.17; to be zealous for, (μάχης) S.OC 424; ἀληθείας Pl.Lg.709c; κοινῇ τῆς σωτηρίας X.An.6.3.17, etc.
3 come next to, follow closely, ib.1.8.4; ἕπεσθαι ἐχομένους ὅτι μάλιστα τῶν ἁρμάτων Id.Cyr.7.1.9; of peoples or places, to be close, border on, c. gen., Hdt.4.169, Th.2.96, etc.; freq. in part., τὴν ἐχομένην [τῶν νεωρίων] στοάν Aen. Tact.11.3; οἱ ἐ. the neighbouring people, Hdt.1.134; ὁ ἐχόμενος the next man, Aen.Tact.22.27; of time, τὸ ἐχόμενον ἔτος the next year, Th.6.3; ὁ ἐ. διαλογισμός PRev.Laws 16.15 (iii B.C.); τὰ ἐχόμενα τούτοις what follows, Pl.Grg.494e (without τούτοις Isoc.6.29).
4 depend, ἔκ τινος Od.6.197, 11.346: c. gen., σέο δ' ἕξεται Il.9.102.
b to be connected with by etymology, τὸ θύειν τοῦ θυμιᾶν εἴχετο Porph.Abst.2.59.
5 pertain to, ὅσα ἔχεται τῶν αἰσθήσεων Pl.Lg.661b; ἃ διδασκάλων εἴχετο Id.Prt.319e; ὅσα τέχνης ἔχεται Id.Men.94b, etc.: especially in Hdt. in periphrases, τὰ τῶν ὀνειράτων, καρπῶν ἐχόμενα, 1.120,193; ὀρνίθων ἢ ἰχθύων 2.77; σιτίων, ἐσθῆτος, 3.25,66.
II bear or hold for oneself, κρήδεμνα ἄντα παρειάων σχομένη before her cheeks, Od.1.334; ἀσπίδα πρόσθ' ἔσχετο his shield, Il.12.294, cf. 298, 20.262.
III maintain oneself, hold one's ground, 12.126; ἔχεο κρατερῶς 16.501.
2 c. acc., keep off from oneself, repel, 17.639 (unless σχήσεσθαι is Pass., cf. 9.235).
IV keep oneself back, abstain from or refrain from, ἀϋτῆς, μάχης, 2.98, 3.84; βίης Od.4.422; ἐχώμεθα δηϊοτῆτος ἐκ βελέων Il.14.129; τῆς ἀγωγῆς Hdt.6.85; τῆς τιμωρίης Id.7.169; τῶν ἀθίκτων S.OT891 (lyr., s.v.l.): c.inf., A.R.1.328; οὐκ ἂν ἐσχόμην τὸ μὴ ἀποκλῇσαι S.OT1387; κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι to keep one's hands from ill, Od.22.316; Μενέλεω σχέσθαι χέρα E.Rh.174: abs., σχέο, σχέσθε, hold! cease! Il.21.379, 22.416.
V Pass. of ἔχω B. 1, ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα = our affairs are balanced on a razor's edge... Hdt.6.11.(B), bear, carry, bring, imper. ϝεχέτω Schwyzer 686.24 (Pamphyl., iv B. C.): 3sg. aor. 1 ἔϝεξε brought as an offering, Inscr.Cypr. 66 H. (Cf. Skt. váhati, Lat. veho, Γαιάϝοχος.)

German (Pape)

[Seite 1127] (vgl. ὄχος, vehi, u. s. Savelsberg diss. inaug. quaest. lezic. de radicibus graecis, der die Wurzel Fεχ nachweis't); ἔχεισθα, Theogn. 1316; conj. ἔχῃσθα, Il. 19, 180; imperf. εἶχον, ep. ἔχον, alexandrinisch εἴχοσαν, = εἶχον, Posidipp. 6 (V, 209); ἔχεσκον, Hom. u. Her. 6, 12; fut. ἕξω, med. ἕξομαι, Soph. O. R. 891, u. σχήσω, bes. in der Bdtg halten, bei Hom. häufiger als ἕξω, bei den Tragikern seltener als dieses, Aesch. Eum. 662 Pers. 732 Soph. El. 216 Ai. 669 Eur. I. A. 1365; die Form σχήσῃσθα H. h. Cer. 367, auch σχήσεισθα geschrieben, entspricht dem conj. aor. δεσπόσσῃς; – tut. med. σχήσομαι, Ar. Av. 1335; aor. ἔσχον (nie ohne Augm.), alexandrinisch auch ἔσχα, Inscr. 1030, inf. σχεῖν, ep. σχέμεν, conj. σχῶ, opt. σχοίην, imperat. σχές, Soph. El. 1013, u. σχέ, orac. bei Schol. Eur. Phoen. 641, l. d. (vgl. παρέχω); med. ἐσχόμην, σχέσθαι, σχέτο, Il. 7, 248. 21, 345, sonst immer mit dem Augm.; perf. ἔσχηκα (ὄχωκα nur in Zusammensetzungen erhalten, wie συνοχωκότε, s. συνέχω) u. ἔσχημαι, aor. pass. ἐσχέθην. Vgl. noch Giese Aeol. Dial. S. 245 ff, S. auch ἴσχω, σχέθω, und die Composita; – 11 halten, haben, u. zwar zunächst – al sassen, tragen, was die Alten durch βαστάζω, φέρω erklären, πεμπώβολα χερσίν Il. 1, 463, σκῆπτρα δὲ κηρύκων ἐν χέρσ' ἔχον 18, 105, ἔχε δὲ στεροπὴν μετὰ χερσίν 11, 484; ἐν χερσὶν βόμβυκας Aesch. frg. 51; οὐ γὰρ ἔχω χεροῖν βελέων ἀλκάν Soph. Phil. 1135; übertr., ἐν χειρὶ τῇ σῇ πάντ' ἔχεις Eur. El. 610, s. unten 5); – ἐπ' ὤμων πατέρ' ἔχων Soph. frg. Laoc. 3, 2, wie τὸ δῶρον ἀμφὶ φαιδίμοις ἔχων ὤμοις Niptr. 5, 4; so von Kleidern u. Waffen, εἷμα δ' ἔχ' ἀμφ' ὤμοισι Il. 18, 538; auch παρδαλέην ὤμοισιν ἔχων, 3, 17; ἐπὶ τὸν ὦμον, Xen. An. 6, 3, 25; στολὴν ἀμφὶ σῶμα, Eur. Hel. 561; χιτῶνας Xen. An. 1, 5, 8; τρίβωνας Dem. 54, 34; πρόσθεν δ' ἔχεν ἀσπίδα Il. 13, 157; von Pferden ζυγὸν ἀμ φὶς ἔχοντες Od. 3, 486; αἰχμήν, σάκος, Aesch. Spt. 511. 624 u. sonst; ähnlich auch πολιὰς ἔχω (τρίχας), ich habe graue Haare, Aesch. 1, 49. – So ist auch Od. 1, 53 erklärt worden, wo von Atlas gesagt wird ἔχει δέ τε κίονας αὐτὸς μακράς, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμ φὶς ἔχουσιν, er hält die Säulen u. tragt sie, die den Himmel u. die Erde von einander halten; vgl. Hes. Th. 517 Ἄτλας δ' οὐρανὸν εὐρὺν ἔχει; οἱ κίονες τὰ ἐπικείμενα βάρη Arist. Metaphys. 4, 23. Aber in der Homerischen Stelle nimmt man ἔχει besser = er beaufsichtigt, hütet, wie Odyss. 4, 737 καί μοι κῆπον ἔχει πολυδένδρεον. – Κάρη ὑψοῦ, hoch halten, Il. 6, 509. 16, 266; κάρη ὑπὲρ πασῶν, das Haupt über alle erheben, Od. 6, 107. Auch ἐν γαστρὶ ἔχουσα, Her. 3, 32 u. Sp., von den Schwangeren gesagt, ist hierher zu ziehen, wofür γυνὴ ἔχουσα allein gesagt ist 5, 41; vgl. Arist. Polit. 7, 16. – bl halten, bes. festhalten; Il. 9, 209; χειρὸς ἔχων Μενέλαον, ihn bei der Hand haltend, 4, 154; 11, 488; Πάτροκλος ἑτέρωθεν ἔχεν ποδός 16, 763; ὑπὸ ζυγῷ λόφον Soph. Ant. 292; λαβεῖν καὶ σχεῖν Plat. Theaet. 197 c; ἔχειν τινὰ μέσον, ihn in der Mitte des Leibes gefaßt halten, wie der Ringer, Ar. Nubb. 1047; im pass., ἔχομαι μέσος, Ach. 546; Equ. 388; gefangen halten, τῶν ἀνδρῶν τῶν μὲν διεφθαρμένων, τῶν δὲ ζώντων ἐχομένων Thuc. 2, 5; so ἔχονται οἱ ἄνδρες Xen. An. 7, 3, 47. Aehnl. auch νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν θεοῖσιν, sind in der Gewalt der Götter, Il. 7, 102. Anhalten, ἵππους 4, 302, zusammenhalten, σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν Od. 11, 219. – 2) In seiner Hand halten ist im Besitzhaben, besitzen, inne haben: – a) von Göttern, die einen Tempel, ein Land besitzen, als Schutzgottheiten darin walten, Aesch. Βρόμιος δ' ἔχει τὸν χῶρον, Eum. 24 u. öfter; Soph. O. C. 40. 54 Tr. 199; ναούς Eur. Suppl. 2; οἱ τὴν πόλιν ἔχοντες θεοί Plat. Legg. IV, 717 a, wie bei Hom. οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι, Il. 5, 890, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι, 21, 267 u. öfter. So auch Thuc. 2, 74 u. Sp., z. B. D. Sic. 20, 7. – bl von Menschen, eine Stadt od. ein Land inne haben, bewohnen, ἀνθρώπων, οἳ τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν Od. 6, 177; οἶκον 6, 183; von den Todten, οὖδας ἔχει, 23, 46, er nimmt den Boden ein, bedeckt ihn; οἳ γᾶς ἔσχατον τόπον ἀμφὶ Μαιῶτιν ἔχουσι λίμναν Aesch. Prom. 417; ὁ τὰν Κρῖσαν βο υνόμον ἔχων ἀκτάν Soph. El. 175; Σαλαμῖνος βάθρον Ai. 135; ähnlich ἔχεις χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν, du stehst auf einem Platz, O. C. 37; Συρίαν Xen. Cyr. 8, 3, 24. Auch von Tieren, τὰ ὄρη ἔχουσιν Xen. Cyn. 5, 12. 24. – c) in Besitz haben als Herrscher; τὸ Κάδμου ἑπτάπυλον ἔχει κράτος Eur. Herc. Fur. 543; σκῆπτρα καὶ θρόνους Soph. O. C. 426; τυραννίδα Eur. Phoen. 485. – d) wie bei den Göttern u. den Herrschern der Begriff des Verwaltens u. der Fürsorge hervortritt, so ist ἔχειν κῆπον Od. 4, 737 = die Aufsicht über den Garten haben, ihn besorgen, vgl. oben; πατρώϊα ἔργα, das Land bestellen, 2, 22; πύλαι, ἃς ἔχον Ωραι Il. 5, 749, ἔχειν τὰς ἀγέλας Xen. Cyr. 7, 3, 7; vgl. Il. 24, 280 ἵππους αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλε, er pflegte sie u. zog sie auf; bei Dem. 47, 45 ist ἔχειν τὰς δίκας die Gerichte verwalten. – el allgemein vom Besitz, τἀγαθὸν χεροῖν ἔχοντες Soph. Ai. 944, vgl. Dem. ἔστι γὰρ ἔχειν καὶ τὰ ἀλλότρια, καὶ οὐχ ἅπαντες οἱ ἔχοντες ἔχο υσι τὰ ἑαυτῶν, 7, 26, der Besitz ist nicht ihr Eigenthum; αὐτῷ ταὐτά σοι δίδωμι ἔχειν Eur. Hec. 1276; ὅπως καὶ ἔχοντές τι οἴκαδε ἀφίκοιντο Xen. An. 5, 9, 17, vgl. Cyr. 4, 1, 20, mit Beute; ὁ ἔχων τι, der Etwas hat, Her. 6, 22; οἱ ἔχοντες τὰς οὐσίας Xen. Hell. 5, 2, 7; absolut, ὁ ἔχων, der Reiche, Soph. Ai. 157; Eur. Alc. 58; Xen. An. 7, 3, 28; οἱ οὐκ ἔχοντες, die Armen, Eur. Suppl. 240; ὁ ἔχων neben πλουτῶν entggstzt den ἐν ταῖς ἐσχάταις ἀπορίαις ὄντες Dem. 45, 73. Aehnl. χρέα πολλῶν ταλάντων ἔτ' ἔχων, ausstehende Forderungen habend, Dem. 36, 41, vgl. 37, 12 αἰτιώμενοι πολλῷ πλείονος ἄξια ἔχειν ὧν ἐδεδώκειμεν χρημάτων, auch von Forderungen. Daher πλέον ἔχειν, Vortheil haben, μεῖον ἔχειν, den Kürzern ziehen, Xen. Cyr. 1, 6, 26. 7, 3, 35. – f) hierher gehört auch die Vbdg "zur Frau haben", οὕνεκ' ἔχεις Ἑλένην Od. 4, 569, ἄλοχον Il. 9, 336, vgl. 3, 53. 13, 173; pass., τοῦπερ δὴ θυγάτηρ ἔχεθ' Ἕκτορι Il. 6, 398; auch in Prosa, Xen. Cyr. 1, 5, 4 u. sonst; auch von Geliebten, Thuc. 6, 54, wie der bekannte Ausspruch Aristipps in Beziehung auf die Lais: ἔχω, ἀλλ' οὐκ ἔχομαι Ath. XII, 244 d D. L. 2, 75. – g) bei sich haben, als Gast, οἷον μέν τινα τοῦτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην, was hast du da für einen Landstreicher, Od. 20, 377; πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας Soph. O. R. 750; bes. vom Feldherrn, στρατὸν ἔχων Her. 7, 8, 4; τοὺς ὁπλίτας ἔχων, die Soldaten bei sich habend, Xen. u. A. oft, wo man das Particip einfacher durch mit übersetzen kann, selten mit der Präposition, τοὺς βελτίστους ἔχων μεθ' ἑαυτοῦ Xen. Cyr. 1, 4, 17. Vgl. noch προθύμως εἶχε ὑπακουούσας Xen. Cyr. 1, 6, 19, wie πειθομένους αὐτοὺς πολὺν χρόνον οὐ δυνήσομαι ἔχειν, im Gehorsam erhalten, sie als gehorsame behalten, 7, 2, 11. – Ähnlich Ζῆν' ἔχων ἐπώμοτον, als einen Vereidigten, Zeugen, den Zeus für sich haben, Soph. Tr. 1178. – Zuweilen scheint es uns pleonastisch zu stehen, ἀναπτερώσας αὐτὴν οἴχεαι ἔχων ἐκκλέψας Her. 2, 115, du gehst mit ihr fort, u. so ἀπῆλθεν ἔχων, er ging damit fort. – g) In Besitz nehmen, erlangen; π οῦ δύσοιστον ἕξομεν τροφάν Soph. O. C. 1684; στέφανον εὐκλείας Ai. 460; νίκης γέρας El. 677; so ist ἔσχε τὴν ἀρχήν zu fassen, Thuc. 6, 54 Xen. Cyr. 1, 5, 2 u. sonst; πρὶν ἔχεσθαι τὰ ἄκρα, ehe sie eingenommen wurden, 3, 2, 12; Πύλου ἐχομένης Thuc. 4, 54; Sp., wie Plut. Rom. 18; Aesch. Τροίαν Ἀχαιοὶ τῇδ' ἔχουσι, Ag. 311. Bei Dem. 32, 14, τὴν ναῦν οἱ ἐπὶ τῇ νηῒ δεδανεικότες εὐθέως εἶχον, ist es "in Beschlag nehmen"; τεύχε' ἔχονται, die Waffen werden festgehalten, sind geraubt, Il. 18, 197, wie ἔντεα μετὰ Τρώεσσιν ἔχονται 18, 130. – h) inne haben, umgeben, φρένες ἧπαρ ἔχουσι Il. 9, 301, αἴθρη ἔχει κορυφήν, Heitere umgiebt den Gipfel, Od. 12, 76; vgl. αἰεὶ δ' ὄμβρος ἔχει τεθαλυῖά τ' ἐέρση 13, 245; τοὺς δ' ἄκραντος ἔχει νύξ Aesch. Ch. 68. – il erhalten, retten, beschirmen; ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ, ἔχες δ' ἀλόχους Il. 24, 729; τοῦ δὲ καὶ ἄλλο τόσον μὲν ἔχε χρόα χάλκεα τεύχη 22, 322. – 3) Worauf zu halten, wohin richten, wie ὀϊστὸν ἔχεν, er richtete den Pfeil, Il. 23, 871, denn den Bogen hält man auf den Gegenstand hin, den man treffen will. So χεῖράς τε καὶ ἔγχεα ἀντίον ἀλλήλων, sie richteten die Fäuste u. Schwerter gegen einander, 5, 569. Bes. von Pferden u. Schiffen, darauflos treiben, steuern, ἵππο υς, 3, 263. 5, 230. 240. 829. 841. 8, 139. 23, 423, νῆας, Od. 9, 279. 10, 91. 11, 70; παρὲξ ἔχε δίφρον Hes. Sc. 352; παρὰ τὴν ἤπειρον ἔχον τὰς νέας Her. 6, 95; mit Auslassung von ἵππους u. νῆας steht es scheinbar intr., Πύλονδ' ἔχον, ich hielt oder steuerte auf Pylos hin, Od. 3, 182; Πάτροκλος δ' ᾗ πλεῖστον ὀρινόμενον ἴδε λαόν, τῇ ῥ' ἔχε ὁμ οκλήσας, da fuhr, lenkte er hin, Il. 16, 378, vgl. 23, 325. 401. 422; ὑπ' ἐσχάτην στήλην ἔχων ἔχριμπτ' ἀεὶ σύριγγα Soph. El. 710, vgl. 724; τάχ' ἄν τις ἄκων ἔσχε, landete an, Phil. 305; π οῖ Ar. Ran. 188; so νέες ἕσχον εἰς τὴν Ἀργολίδα χώρην Her. 6, 92; πρὸς Σαλαμῖνα 8, 40; bes, oft Thuc., εἰς Φειὰν σχόντες 2, 25, πρὶν τῇ Δήλῳ ἔσχον 3, 29, κατὰ τὸ Ποσειδώνιον 4, 129, σχὼν ἐς Σκιώνην 5, 2, ἐς τὸν αἰγιαλόν 6, 52; κάτω ἔχειν Plat. Rep. V, 465 c. – Ähnlich sind Vbdgn wie ὅστις πημάτων ἔξω πόδα ἔχει Aesch. Prom. 264; ἴσως ἂν ἐκτὸς κλαυμάτων ἔχοις πόδα Soph. Phil. 1244, wie ἔξω πραγμάτων ἔχειν πόδα Eur. Heracl. 110; σαυτὸν ἐκποδὼν ἔχων, dich entfernt haltend, Aesch. Prom. 344, wie συμβουλεύουσιν, ἐκποδὼν ἔχειν ἐμαυτόν Xen. Cyr. 6, 1, 37; τὸν ὦμον γυμνὸν πρὸς γυμνῷ τῷ Κριτοβούλου ὤμῳ ἔχων, daran haltend, lehnend, Conv. 4, 27; übertr., στυγερὰν ἔχε δύσποτμον ἀρὰν ἐπ' ἄλλοις, er richtete den Fluch gegen sie, Soph. Phil. 1105; ὧδ' ἐφάλοις κλισίαις ὄμμ' ἔχων Ai. 190, er richtete sein Auge auf die Zelte; θἀτέρᾳ νοῦν ἔχοντα Tr. 272, seine Gedanken, seinen Sinn worauf richten, δεῦρο νοῦν ἔχε, hierauf gemerkt, Eur. Or. 1181; ἐκεῖσε Phoen. 363; in Prosa nicht selten, ὅπως ἥκιστα πρὸς αὐτοὺς νοῦν ἔχοιεν Thuc. 3, 22, wie γνώμην 3, 25. – 4) zurückhalten, anhalten, hemmen, bes. den angreifenden Feind, den Angriff aushalten, bestehen, κρατερὴ δ' ἔχεν ἲς Ὀδυσῆος Il. 23, 720, οὐδὲ μίνυνθ' ἕξουσι – Πηλείωνα 20, 27, χεῖρας Od. 22, 70; δάκρυον 16, 191; ὀδύνας, d. i. die Schmerzen stillen oder lindern, Il. 11, 848; κῦμα Od. 5, 451; Ἑλλήσποντον ἱερὸν ἤλπισε σχήσειν Aesch. Pers. 732; τὰν φόνιον ἔχετε φλόγα Eur. Tr. 1318; ἔχ' αὐτοῦ πόδα σόν, halt deinen Fuß dort an, I. T. 1159; Πέρσας ἔσχον Plat. Menex. 239 d, wie Xen. An. 7, 1, 20 u. sonst; βουθυτοῦντά μ' ἀμφὶ βωμὸν ἔσχετε, hieltet mich zurück, hindertet mich, Soph. O. C. 892, vgl. Phil. 1332; ὃς παρὰ νηυσὶν ἔχεις ἀέκοντας ἑταίρους Il. 16, 204; ἔσχε μαργῶντα αὐτόν Eur. Phoen. 1156; δοιοὶ δ' ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον πύλας Il. 12, 456, wie θύρην δ' ἔχε μοῦνος ἐπιβλής 24, 453; πύργων γῆς ἔσχομεν κατασκαφάς, wir hielten die Zerstörung ab, Eur. Phoen. 1203; mit folgendem inf., ἦ τινα καὶ Δαναῶν σχήσω ἀμυνέμεναι, ob ich auch einen der Danaer hemmen, hindern werde, Il. 17, 182; 22, 412; gew. mit μή, οὐκ ἄν ποτ' ἔσχον μὴ τάδ' ἐξειπεῖν πατρί Eur. Hipp. 658, wie Ἀριστόδικος ἔσχε μὴ ποιῆσαι ταῦτα Κυμαίους, hielt die K. ab, dies zu thun, Her. 1, 158, vgl. 9, 12; auch tritt der Artikel dazu, τὸ δὲ μὴ λεηλατῆσαι ἑλόντας σφέας τὴν πόλιν ἔσχε τόδε, daß sie nicht plünderten, hinderte Folgendes, 5, 101, wie φόβος τε συγγενὴς τὸ μὴ 'δικεῖν σχήσει Aesch. Eum. 662; – mit dem genit., wovonabhalten, ὃς τὸν λωβητῆρα ἔσχ' ἀγοράων Il. 2, 275; ὃ ταύτην τῶν μακρῶν σχήσει γόων Soph. El. 367; ὅς νιν φόνου ἔσχε Eur. Herc. Fur. 1005; τοὺς πολεμίους τῆς ἐς τὸ πρόσθεν προόδου, vom weiteren Vordringen abhalten, Xen. Cyr. 7, 1, 36; ἀσκὸς δύο ἄνδρας ἕξει τοῦ μὴ καταδῦναι An. 3, 5, 11, vgl. Hell. 4, 8, 5. – Ähnlich ist μῦθον σιγῇ Od. 19, 502; σῖγα ἕξομεν στόμα, den Mund halten, Eur. Hipp. 660; εἶχε σιγῇ Her. 9, 93 (σιγή). – Auch c. dat., οὐδέ οἱ ἔσχεν ὀστέον, widerstand ihm nicht, Il. 16, 740. – 5) habenin allgemeinster Bedeutung von den verschiedensten Zuständen des Leibes u. der Seele. Die Verbindungen mit Substantivis, die sich oft als Umschreibungen für einfache Verba ansehen lassen, sind bei diesen aufgeführt und werden hier nur kurz zusammengestellt: a) ἡλικίαν, ein Alter haben, Xen. Cyr. 1, 6, 34; ἥβην Plat. Prot. 309 b; ähnlich ἡμέρας δύο ἢ τρεῖς τῆς ἀρχῆς ἔχειν Plut. Cic. 9; –. βίοτσν εὐαίων' ἔχειν, ein glückliches Leben haben, Soph. Tr. 81, wie αἰῶνα τλάμον' ἕξω O. C. 734. – b) ἃς ἔχεις ὀργὰς ἄφες Aesch.Prom. 315; νοῦν ἔχειν Soph. El. 1001, vgl. 1457; φρόνησιν τάνδε O. R. 664, φρένας Phil. 1115; anders φρεσίν oder ἐν φρεσὶν ἔχειν, im Geiste festhalten, behalten, Hom., wie νῷ ἔχειν, sich erinnern, Plat. Euthyphr. 2 b; ἄγρας ἀΰπνους ἔχων, = ἀγρεύων, Soph. Ai. 867; – αἰσχύνην ἔχειν, = αἰσχύνεσθαι, Eur. Andr. 243; vgl. αἰσχύνη, wo auch ἐν αἰσχύναις ἔχειν angeführt ist, wie ἐν αἰσχύνῃ ἔχειν, Xen. Cyr. 5, 1, 36, u. δι' αἰσχύνης ἔχω, Eur. I. T. 683; – βλάβην ἔχειν, = βλαφθῆναι, Soph. Ai. 1304; – βοὴν ἔχειν, ertönen, Il. 18, 495, wie καναχὴν ἔχειν, Getöse machen, 16, 105 u. oft; – γνώμην ἔχειν, = γνῶναι, – δεῖμα, Furcht haben, Soph. Ai. 636; – διάνοιαν ἔχειν, = διανοέομαι, Plat. Legg. VIII, 828 d; – δίκην ἔχει, = δίκαιόν ἐστι, Plat. Rep. VII, 520 b; – ἔγκλημά τινι, = ἐγκαλεῖν, Soph. Phil. 322; – ἐλπίδα, Hoffnung haben, hoffen, Soph. Ai. 600 u. öfter; – ἐπιθυμίαν Eur. Andr. 1282; δι' ἐπιμελείας ἔχειν, s. ἐπιμέλεια, ἐπιστήμην, Soph. Ant. 338; ἔρευναν ἔχειν, = ἐρευνᾶν, O. R. 566; ἔρωτα, Plat. Phaedr. 239 a, wie ἔρον Eur. El. 297; εὔνοιάν τινι, Or. 867; ἡσυχίαν ἔχω, = ἡσυχάζω, – θήραν, Soph. Ai. 561, Jagd halten; – κότον, Zorn hegen, Il. 1, 82; – λιτάς τινι, flehen zu Einem, Soph. O. C. 1309; λόγον ἔχει, hat Grund, ist vernunftgemäß, Plat. Theaet. 157 d; – μεριμνήματα, sorgen, Soph. Phil. 187; – μέμψιν τινί, tadeln, Aesch. Prom. 443 Soph. Phil. 1243, wie ἕν σοι μομφὴν ἔχω Eur. Or. 1069, vgl. Phoen. 773; auch Ar. Paz 633; – μνείαν u. μνήμην τινός, = μιμνήσκεσθαι, μεμνῆσθαι, – οἶκτον, = οἰκτείρω, Soph. Ai. 521; ὀργήν, = ὀργίζεσθαι, Phil. 1293, wie τὴν ὀργὴν ἐπὶ Μειδίαν ἔχειν Dem. 21, 70; auch δι' ὀργῆς ἔχειν τινά, Thuc. 2, 37. 64, wie ἐν ὀργῇ ἔχειν 2, 18, ἐν ὀῤῥωδίᾳ, fürchten, 2, 89; δι' ἡσυχίας, 2, 22; vgl. auch δι' ἐλπίδος ἔχειν, διὰ φυλακῆς u. ähnl. unter διά; διὰ χειρὸς ἔχειν, an 1 a) erinnernd, in den Händen haben, in seiner Gewalt haben, womit beschäftigt sein, vgl. Aesch. Suppl. 193; Soph. Ant. 1243; τὰ τῶν συμμάχων Thuc. 2, 13. 76; γάμους ἑτοίμους ἐν χεροῖν ἔχειν Eur. Hel. 1402; vgl. Her. 1, 35; auch μετὰ χεῖρας ἔχειν τι, 7, 16, 2, wie Thuc. 1, 138; – διὰ στόματος ἔχειν, im Munde haben, Plut. Lyc. 6, wie ἀνὰ στόμ' αἰεὶ καὶ διὰ γλώττης ἔχειν Eur. Andr. 95; διὰ στέρνων ἔχειν, von der Gesinnung, Soph. Ant. 635; – παρουσίαν ἔχειν, = παρεῖναι, Soph. Ai. 536; – πόθον βορᾶς Eur. Or. 189; προθυμίαν Phoen. 909; Plat. Tim. 23 c; – προμηθίαν ἔχειν τινός u. πρόνοιαν, Eur. Alc. 1057. 1064; σπουδήν Hec. 673; συγγνώμην ἔχειν, = συγγιγνώσκειν, Tragg.; – σπάνιν ἔχειν, = σπανίζειν, Soph. O. R. 1461; – σωφροσύνην, besonnen sein, Xen.; – τέλος, wie wir "ein Ende haben", Il. 18, 378; Plat. Rep. VI, 502 c; – ὕβριν, Übermuth treiben, Frevel üben, Od. 1, 368. 17, 109; Soph. El. 523; ä. δῆριν, μάχην ἔχειν; – φθέγμα ὅσιον Eur. Herc. Fur. 927 Andr. 925, vgl. βοάν; – φθόνον, Neid hegen, Aesch. Prom. 891; – φροντίδα τινός Eur. Med. 1301; Soph. Phil. 210; ὤραν O. C. 387; – φυγὴν δὀμων Aesch. Ch. 252; – φυλακάς, Wache halten, bewachen, Il. 9, 471; Eur. Andr. 962; ἀλαοσκοπιήν Il. 13, 10 Od. 8, 285; σκοπιήν, = σκοπιάζειν, 8, 302; Her. 5, 13; – φύσιν ἔχει, es ist naturgemäß, Plat. Rep. V, 473 a; – χρείαν ἔχειν τινός u. ähnlich ἐπιδευὲς ἔχειν τινός, einer Sache Noth haben, sie vermissen, Il. 19, 180. – c) wie bes. von unglücklichen Zuständen gesagt wird κακόν, γῆρας ἔχειν, Od. 20, 83. 24, 250, ἕλκος, ll. 19, 49, ἄχεα θυμῷ, 3, 412, πένθος φρεσίν, Od. 7, 219, πόνον, Hes. So. 310, κακά, συμφορἀν, Plat. Prot. 309 b Phaedr. 231 c, so wird auch umgekehrt gesagt πότμος μ' ἔχει, Soph. Ir. 270, mich hält gefesselt, wie ὕπνος Phil. 811, θάνατος ἐν τάφοις O. R. 942; auch ἐπεὶ γὰρ ἔσχε μοῖρ' Ἀχιλλέα θανεῖν, Phil. 1132; vgl. πυρετὸς τὸν ἄνθρωπον ἔχει Arist. Metaphys. 4, 23; was auf viele andere, bes. Gemüthszustände übertragen wird, ἀνάγκη σε ἔχει Plat. Euthyd. 293 e, ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας Od. 18, 391, bethört dich; φόβος μ' ἔχει φρένας Aesch. Suppl. 379; eben so mit doppeltem acc., στρόφος μ' ἔχει τὴν γαστέρα κὠδύνη Ar. Th. 484; ἄγνοιά μ' ἔχει Soph. Tr. 349, αἰδώς Eur. Hec. 970 Gr. 460, ἀφασία u. ä., die man unter den subst. nachsehen kann; – ὄφρα με βίος ἔχῃ Soph. El. 318, so lange ich lebe; οὓς ἔχε γῆρας Il. 18, 515; γέλως ἔχει τινά, kommt ihn an, Od. 8, 344; – δύη 14, 215; ἔρως χρημάτων Eur. Suppl. 178; Aesch. Suppl. 516; – εὐεργεσίαι αὐτοὺς εἶχον, verpflichteten sie, waren ihnen erzeigt, Her. 1, 69; – θαῦμα u. ä., ἄγη, σέβας, Hom. u. Tragg.; – ἵμερος Soph. O. C. 1723; – κίνδυνος πόλιν ἔσχε Eur. Hec. 5; κλέος, Hom. u. Folgde, wie φάμα, Eur. Med. 470; ἵνα λόγος ἀγαθός σε ἔχῃ πρὸς ἀνθρώπων Her. 7, 5; κομιδή Od. 24, 249; ὄκνος Soph. O. C. 658; πάθος Plat. Conv. 217 c; λιμός, δίψη, Aesch. Ch. 746; μένος ἠελίοιο ἔχεν μιν, die Gluth der Sonne ergriff ihn, Od. 10, 160; προθυμία Eur. Ion 1110; vgl. Plat. Soph. 239 b; – τέρψις Soph. O. R. 1477; – φιλοψυχία Plat. Apol. 37 c; φλυαρία Rep. I, 336 c; – ὅτου σε χρεία καὶ πόθος μάλιστ' ἔχει Soph. Phil. 642; ὅτ' ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα Il. 11, 269; ὥς σφεας ἡσυχίη εἶχε πολιορκίης, als sie Ruhe hatten, Her. 6, 135. – Auch passio., gefesselt, gehalten werden, behaftet sein, ἀνάγκῃ ἔχεσθαι, Xen. An. 2, 5, 21; ἔχομαι κακότητι καὶ ἄλγεσι Od. 8, 182; ἄσθματι Il. 15, 10; κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ 22, 409; – ὑπὸ ἐπιθυμίας Plat. Rep. III, 390 c; μανίαις Legg. IX, 881 b; περιπλευμονίᾳ Lach. 192 c; ν οσήμασι, mit Krankheiten behaftet, Phil. 45 b; – ὀργῇ, ἀγρυπνίῃσι, Her. 1, 141. 3, 129. – Ähnlich οἷσιν εἴχετ' ἐν κακοῖς Soph. Ai. 265, vgl. 1124; ἐν ἀπορίᾳ ἔχεσθαι, von Verlegenheit, von Noth bedrängt werden, Plat. Gorg. 522 a; ἐν ξυμφοραῖς τε καὶ πένθεσι Rep. III, 395 e, wie ἐν ἀπόρῳ Thuc. 1, 25 u. ὑπ' ἀπορίας πολλῆς Plat. Legg. VI, 780 b. – d) von anderer Art sind die folgdu Verbindungen, wo man es durch παρέχειν erklären kann: ἀγανάκτησιν ἔχειν, Gelegenheit zum Unwillen geben, Unwillen verursachen, Thuc. 2, 41; αἰσχύνην οὔπω ἔχοντος τοῦ ἔργου, es brachte noch keine Schande mit sich, 1, 5; – αἰτίαν ἔχειν, die Schuld tragen, beschuldigt werden, Soph. Ant. 1296; πολλῶν κακῶν Eur. El. 213; ὑπό τινος, Aesch. Eum. 99. 549; mit folgendem ὡς, Plat. Rep. VIII, 565 b, wie πολλὴν τὴν αἰτίαν ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν εἶχε Thuc. 6, 46; auch δι' αἰτίας ἔχειν, 2, 60 u. ἐν αἰτίᾳ ἔχειν, beschuldigen, s. αἰτία. Eben so ὑποψίαν ἔχειν, verdächtig sein, Dem. 57, 24, aber auch Argwohn hegen, 61, 5; – αἴσθησιν ἔχειν, bemerkt werden, ταῦτ' ἀπιστίαν, ταῦτ' ὀργὴν ἔχει, Dem. 10, 44, erregt Mißtrauen u. Zorn; κατάμεμψιν ἔχειν, Grund zum Tadel geben, Thuc. 2, 41; ἔλεον ἔχειν, Mitleid erregen, Plut. Them. 10; ὄψιν, den Anblick gewähren, Xen. An. 5, 9, 9; vgl. προὐφάνης δὲ φιλτάτην ἔχων πρόσοψιν Soph. El. 1277; ἱδρῶτα οὐκ ὀλίγον ἔχει τοῖς ὁδοιπόροις ὁ ἐπ' ἀρετὴν οἶμος, eigtl. er hat Schweiß für die, verursacht den Wanderern Schweiß, Luc. Hermot. 2 (anders ist τιμήν, φθόνον ἔχειν παρά τινι, Plut. Sol. 29 Them. 29); – πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι beißen die Eileithyien, die bittere Wehen verursachen, Il. 11, 272. – 6) vom Gewicht, haben, schwer sein, νόμισμα εἶχεν Ἀττικὰς δραχμὰς δέκα D. Sic. 11, 26, vgl. 2, 9; τράπεζα σταθμὸν ἔχουσα ταλάντων πεντακοσίων, der funfzig Talente wog. – 7) aus Verbindungen, wie ὄφρ' ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρα, Od. 18, 364, damit du habest, den Bauch zu nähren, daß du deinen Bauch nähren könnest, entwickelt sich die Bedeutung können, vermögen, im Stande sein, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι, er konnte sich nicht auf die Füße stützen, Il. 21, 242 u. öfter; am Gewöhnlichsten mit dem inf. aor., ἔχω φράσαι, ich habe zu sagen, kann anzeigen, Pind. Ol. 13, 11 N. 7, 56; οὐδὲν ἀντειπ εῖν ἔχω Aesch. Prom. 51; οὐκ ἔχω προσεικάσαι Ag. 158; ταῦτα γάρ σ' ἔχω μόνον προσειπεῖν Soph. O. R. 1071; τὸ μέλλον οὐκ ἔχω μαθεῖν Eur. Hec. 761; τάδε μὲν ἔχομεν ὁρᾶν Soph. Tr. 946; πόλλ' ἂν λέγειν ἔχοιμι Phil. 1036; in Prosa bes. mit λέγειν u. ä., οὐδὲν ἔχουσιν οὔτε ἀποκρίνασθαι οὔτε ἐρέσθαι Plat. Prot. 329 a. Auch ohne den inf., ἀλλ' οὔπως ἔτι εἶχε Il. 17, 354; λέγοις ἄν, εἴ τι τῶνδ' ἔχοις ὑπέρτερον Aesch. Ch. 103, wo man λέγειν leicht ergänzen kann, wie Xen. An. 2, 1, 9, ἀποκρίνασθε, ὅ τι κάλλιστον ἔχετε, ein ἀποκρίνασθαι, antwortet, was ihr am Besten zu antworten wißt. Vgl. noch ἐξ οἵων ἔχω, αἰτῶ, so sehr ich kann, Soph. El. 1379, wie ἐπεκούρησας ὅσον εἶχες φίλοις Eur. I. A. 1453. – Noch häufiger folgt, bes. in Prosa, ein Fragesatz, οὐκ ἔχω τί φῶ, ich weiß nicht, was ich sagen soll, ich habe Nichts zu sagen, Aesch. Ch. 89; Soph. O. C. 318 u. sonst; οὐκ ἔχω τίς ἄν γενοίμαν Aesch. Prom. 907; ὅπως μολούμεθ' ἐς δόμους οὐκ ἔχω Soph. O. C. 1740; ὑμῖν οὐκ ἔχω τί χρήσομαι Eur. Heracl. 440 u. sonst, ich weiß nicht, was ich mit euch machen soll; τὰ ἐπιτήδεια οὐκ εἶχον ὁπόθεν λαμβάνοιεν Xen. An. 3, 5, 3; Sp., wie Luc., οὐκ εἶχον ὅπως ἐκμάθοιμι Philops. 35. – Uebh. w i ssen, verstehen, eigentlich, τέχνην δὲ κακὴν ἔχει, er besitzt die Kunst, hat sie inne, Hes. Th. 770, wie Eur. I. T. 43; neben ἐπίστασθαι, Her. 3, 130; λέληθα ταύτην ἔχων τὴν τέχνην Plat. Theaet. 149 a; ἰατρικήν Prot. 322 c, wie ἐπιστήμην Euthyd. 273 e; τὰ πρὸ τῆς τέχνης μαθήματα Phaedr. 269 b; ἱκανῶς ἔχομεν τοῦτο, ὅτι, das wissen wir wohl, daß, Phaed. 71 a; οἱ τὰς τέχνας ἔχοντες, die Kunstverständigen, Künstler u. Handwerker, Xen. Mem. 3, 10, 1. Auch ἵππων ἀθανάτων ἐχέμεν δμῆσίν τε μένος τε, Il. 17, 476, kann man hierherziehen, das Bändigen verstehen. Man vgl. noch ἔχεις τι κἀξήκουσας Soph. Ant. 9, εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδόν O. R. 311; auch ἔχεις τίνα σωτηρίαν; Eur. Or. 776, weißt du ein Mittel zur Rettung? wie οὐκ ἔχω κατακρυφάν Soph. O. C. 218, ich weiß nicht zu verbergen; ἄλλον δ' αἶνον ἔχω ματροπόλει ib. 713, ich kann sie loben. Vgl. noch ἅλωσις. – 8) intr., sichverhalten, sich in einer Lage, Verfassung, Stimmung u. dgl. befinden, – al gew. mit Adverbien, durch sein mit dem Adjectivum zu übersetzen; εὖ ἔχει, er steht gut, Od. 24, 245, wie bei den Attikern häufig καλῶς ἔχει, es ist gut; ἀναγκαίως ἔχει, es ist nohwendig (s. unter ἀναγκαῖος, wie übh. diese Verbindungen bei den betreffenden Adjectivis angegeben sind). Bes. häufig οὕτως ἔχει, so verhält es sich, so steht es, Ar. Plut. 110 u. A.; οὕτω δ' ἐχόντων sc. τῶν πραγμάτων, in solcher Lage, Xen. An. 3, 2, 10; οὕτω δ' ἔχει, unter der Bedingung, 5, 6, 12; auch οἶδα ταῦτα τῇδ' ἔχοντα, Soph. Phil. 1320; οἶσθ' ὡς ἔχει; weißt du, wie oder was es ist? Plat. Phaedr. 236 d; – ὥσπερ εἶχεν, von Her. an bei den Geschichtschreibern häufig, so wie er gerade war, wie er ging u. stand, sogleich, sofort, ὀργῇ ὡς εἶχεν ἐλθών Her. 1, 114, vgl. 1, 61; ἐμοὶ δοκεῖ πλεῖν ὥσπερ ἔχομεν, ohne Verzug, Thuc. 3, 30; vgl. Xen. Cyr. 3, 1, 7 An. 4, 1, 19; Folgde; σκάπτε ὡς ἔχεις Luc. Tim. 40. – Oft tritt zur näheren Erklärung ein gen. hinzu, ὡς ὀργῆς ἔχω Soph. O. R. 345; πῶς εὐμενείας ἔχεις Eur. Hel. 320, eigentlich, wie du dich in Beziehung auf das Wohlwollen verhältst, wie wohlwollend du bist; ὡς ποδῶν εἶχε Her. 6, 116, was die Füße vermochten, wie ὡς τάχους εἶχε, so schnell er konnte, 8, 107; Thuc. 2, 90; ὡς ἔχοι τῆς μνήμης 1, 22; μετρίως ἔχων βίου Her. 1, 32; εὖ σώματος ἔχει, er befindet sich wohl, Plat. Rep. III, 404 d; οὐ γὰρ οἶδα παιδείας ὅπως ἔχει καὶ δικαιοσύνης Gorg. 470 e, wie es mit ihm in Ansehung der Bildung u. Gerechtigkeit steht, wie gebildet u. gerecht er ist; Folgde häufig, ὡς ἕκαστος ἑτοιμότητος καὶ βουλήσεως ἔσχε Plut. Cam. 32, wie Jeder bereitwillig war. Vgl. noch ὅπου συμφορᾶς ἔχεις, in welchem Unglück du dich befindest, Eur. El. 236. – Doch auch εὖ oder κακῶς ἔχω τὸ σῶμα, Xen. – Andere Bestimmungen sind: πῶς ἔχεις πρὸς ἐπιστήμην; Plat. Prot. 352 b; πῶς ἔχουσι Φιλίππῳ; wie sind sie gegen Philipp gesinnt? Dem. 2, 17, vgl. 3, 8 ἐχόντων μὲν ὡς ἔχουσι Θηβαῖοι ὑμῖν u. Arist. Eth. 8, 2. – Die Verbindungen ἔχειν σιγῇ, ἔχε ἠρέμα, ἡσυχῆ, ἀτρέμα u. ä., sich ruhig verhalten, s. unter diesen Wörtern. – Ἔχε αὐτοῦ, halt da an! Dem. 45, 26; σχές, οὗπερ εἶ, halt an, sprich nicht weiter, Soph. O. C. 1171; vgl. Eur. I. A. 1467; – ἔχε, vor einem Imperativ, wie ἄγε, wohlan, ἔχ' ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας Ar. Paz 1193; Vesp. 1135; ἔχε νῦν, ἄμειψον τὸν τράχηλον Equ. 490; ἔχε δή μοι τόδε εἰπέ Plat. Ion 535 b; ἔχε δή, πότερον λέγεις –, Prot. 349 d; ἔχε δὴ ἴδωμεν, halt, laß uns sehen, Crat. 435 e. – b) ähnlich mit Präpositionen, διὰ φυλακῆς ἔχοντες, behutsam, Thuc. 2, 81, wobei die betreffenden Präpositionen nachzusehen sind. Eigenthümlich καίτοι τινὲς ἐπιτιμῶσι τῶν λόγων τοῖς ὑπὲρ τοὺς ἰδιώτας ἔχουσι Isocr. 4, 11, die über die Ungebildeten hinausgehen, wo man fälschlich eine Tmesis für ὑπερέχειν annimmt; – ἀμφί τι ἔχειν, sich mit Etwas beschäftigen, ὅπως οἱ πολέμιοι ἀμφὶ ταῦτα ἔχοιεν Xen. An. 5, 2, 26, öfter. S. ἀμφί c 31. – Andere Verbindungen der Art sind: ἕξω δ' ὡς λίθος, ich werde mich halten, wie ein Stein, Od. 19, 494, ἔχον ὥστε τάλαντα γυνή, sc. ἔχει, sie hielten sich, wie ein Weib die Wagschale (im Gleichgewicht) hält, Il. 12, 433, vgl. 13, 679; ἔχον ὥς σφιν πρῶτον ἀπήχθετο Ἴλιος Il. 24, 27, sie blieben bei ihrem früheren Hasse gegen Ilios; – κίονες ὑψόσ' ἔχοντες, Od. 19, 38, sind in die Höhe ragende Säulen, wie ἔκτοσθε ὀδόντες ἔχον ἔνθα καὶ ἔνθα, sie ragten hier u. da empor, Il. 10, 263; vgl. ἔγχος ἔσχε δι' ὤμου, der Speer ragte durch die Schulter hervor, 13, 520. 14, 452, welche Stellen den Übergang machen zu der Bdtg – 9) sich wohin erstrecken, wohin reichen, ὁδοὶ ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἔχουσαι, die zum Fluß hinführen, Her. 1, 180; διώρυχα τὴν ἐκ τοῦ Νείλου ἔχουσαν ἐς τὸν Ἀράβων κόλπον, der sich vom Nil bis zum arabischen Meerbusen erstreckt, 4, 42, vgl. 2, 91; ἔχει πρὸς ἑσπέρην 2, 17; κῶμαι ὑπὸ τὸ Παρθένιον π όλισμα ἔχουσαι Xen. An. 7, 8, 21, die sich bis unter die Stadt hinziehen; auch übertr., τὰ ἐς Ὅμηρον ἔχοντα Her. 2, 53, was den Homer betrifft, angeht, wie τὸ ἐς Ἀργείους ἔχον 6, 19; τὸν χρησμὸν εἰς Πέρσας ἔχειν 9, 43, wie ἐς' Αθηναίους εἶχε τὸ ἔπος εἰρημένον, es ging auf die Athener, 7, 143; ἔχθρης παλαιῆς ἐχούσης ἐς Ἀθηναίους, gegen die Athener gerichtet, 5, 81; öfter bei Paus., wie ὅσον εἰς τὴν ἅλωσιν τὴν Ἀθηναίων ἔχει δηλώσω 1, 20, 4. Vgl. oben 3). – 10) in Verbindung mit Participien behält es oft seine eigentliche Bdtg bei, ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν γήμας ἔχεις, du hast sie geheirathet u. hast sie nun zur Frau, Soph. O. R. 577; Κορινθίο υς δήσαντες εἶχον, sie banden sie u. dielten sie in Hast, Thuc. 1, 30; πολλὰς ὑφ' ἑαυτῇ ἔχειν δουλωσαμένην, nachdem sie viele unterjocht, hält sie dieselben in Unterwürfigkeit, Plat. Rep. I, 351 b. Ähnlich lassen sich erklären: οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, wo auch wir "verborgen halten" sagen, Pind. N. 1, 31; vgl. Hes. O. 42 κρύψαντες γὰρ ἔχουσι θεοὶ βίον ἀνθρώποισι. Auch ἀμφοτέρων με τούτων ἀποκληΐσας ἔχεις Her. 1, 37 ist = du hältst mich ausgeschlossen; ἐν οἷς τὰ ἐπιτήδεια εἶχον πάντα ἀνακεκομισμένοι Xen. An. 4, 7, 1, unserem "sie hatten die Lebensmittel dahin gebracht" ähnl., ist eigentlich = in welchen sie alle Lebensmittel hatten, nachdem sie dieselben hingeschafft hatten. Oft aber wird nur ein dauernder Zustand dadurch ausgedrückt, θαυμάσας ἔχω, ich verhalte mich als Einer der sich wunderte, ich bin in Staunen begriffen, Soph. Phil. 1346; Plat. Phaedr. 257 c; κἀποδηλώσας ἔχει τραχὺν πετραῖον ὄρνιν Aesch. frg. 300; τὸν μὲν προτίσας, τὸν δ' ἀτιμάσας ἔχει, er hält Jenen in Ehren, Soph. Ant. 22; ταρβήσας ἔχω Tr. 37; ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει Eur. Med. 33; αὐτῆς ἐρασθεὶς ἔχειν λέγεται Plat. Crat. 404 c. – Seltener ist dabei das partic. perf., οἷά μοι βεβουλευχὼς ἔχει Soph. O. R. 701, ὅν γ' εἶχον ἤδη χρόνιον ἐκβεβληκότες Phil. 596; ὧν πολλὰ χρήματα ἔχομεν ἡρπακότες Xen. An. 1, 3, 14, welches Beispiel sich mehr an die zuerst angeführten anreiht. – Auch part. praes., ἐπεὶ σὺ ἐπὶ δάκρυσι καὶ γόοις τὸν θανόντα – καταστένουσ' ἔχεις Eur. Tr. 318. – 11) scheinbar pleonastisch steht es in τί δῆτα ἔχων στρέφει; was hast du, daß du dich sträubst, warum sträubst du dich? Plat. Phaedr. 236 e; vgl. τί δῆτα διατρίβεις ἔχων; was hast du zu zögern? Ar. Nubb. 509; Eccl. 1151; τί γὰρ ἕστηκ' ἔχων; ib. 853; τί κοικύλλεις ἔχων; Th. 852; häufig ἔχων φλυαρεῖς, Plat. Euthyd. 295 c Gorg. 490 e; Ar. ληρεῖς ἔχων, παίζεις ἔχων, du spaßest, dich so verhaltend, d. i. wie du pflegst, wie es dir zum dauernden Zustand geworden ist. Eine Vertauschung der Modi anzunehmen u. ἔχεις ληρῶν "du verhältst dich als ein Spaßmacher, "bist ein Spaßmacher" zu erklären, ist unnöthig.

French (Bailly abrégé)

impf. εἶχον, f. ἕξω ou σχήσω;
ao.2 ἔσχονimpér. σχές, sbj. σχῶ, opt. σχοίην, inf. σχεῖν, part. σχών;
pf. ἔσχηκα ; pqp. ἐσχήκειν;
Pass. impf. εἰχόμην, f. ἕξομαι, ao. ἐσχέθην, pf. ἔσχημαι;
Moy. f. ἕξομαι ou σχήσομαι, ao.2 ἐσχόμην, pf. ἔσχημαι;
A. porter (ἔχω = lat. veho) d'où
I. propr. porter : τι χερσίν IL, ἐν χερσίν IL, μετὰ χερσίν IL, διὰ χερῶν ESCHL ou διὰ χειρός THC porter qch dans les mains ; παρδαλέην ὤμοισιν IL une peau de panthère sur les épaules ; τι ὤμῳ IL ou ἐπὶ τὸν ὦμον XÉN qch sur l'épaule ; κυνέην κεφαλῇ OD avoir un casque sur la tête ; abs. χιτῶνας XÉN, ἀσπίδα IL, αἰχμήν ESCHL avoir ou porter des tuniques, un bouclier, une lance;
II. p. suite
1 conduire, diriger : ἵππους IL des chevaux ; νῆα OD un vaisseau ; πόδα ἐκτὸς κλαυμάτων SOPH litt. porter ses pas hors des plaintes, càd passer sa vie sans danger ; fig. ἔχειν πόδα πημάτων ἔξω ESCHL se dégager de souffrances ; abs. ἐκποδὼν ἔχειν ἑαυτόν ESCHL se dégager de ; πρός τινα τὸν νοῦν ou τὴν γνώμην ἔχειν THC, πρός τι τὸν νοῦν ἔχειν, ou ἐπί τινι, porter son attention, son esprit sur qqn ou sur qch ; abs. impér. ἔχε au sens de ἄγε, allons ! eh bien, voyons ! même avec un verbe au plur. ἔχε δὴ ἴδωμεν PLAT eh bien, voyons ! -- p. suite intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν, νῆας ou ἵππους) se porter, se diriger litt. diriger sa personne, ses chevaux, ses vaisseaux : Πύλονδ' ἔχον OD je me dirigeais vers Pylos ; νέες ἔσχον (s.e. ἑαυτὰς) εἰς τὴν Ἀργολίδα χώρην HDT la flotte se dirigea vers l'Argolide ; πρὶν τῇ Δήλῳ ἔσχον THC avant de se diriger vers Délos ; ὁδοὶ ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἔχουσαι HDT routes qui se dirigent vers le fleuve ; ἔγχος ἔσχε δι' ὤμου IL la javeline se dirigea (litt. se porta) à travers l'épaule, s'y enfonça ; fig. τὰ ἐς Ὅμηρον ἔχοντα HDT ce qui se rapporte à Homère ; ἐχθρῆς παλαιῆς ἐχούσης ἐς Ἀθηναίους HDT une vieille haine se portant sur les Athéniens ; ἐπί τινι ἔχειν HDT se porter contre qqn, l'attaquer ; -- avec un adv. se porter de telle ou telle manière, être dans telle disposition, tel état : εὖ ἔχειν OD, καλῶς ἔχειν SOPH être en bon état, se bien porter ; εὖ σχήσει SOPH tout ira bien ; οὕτως ἔχει (s.e. τὰ πράγματα) XÉN il en est ainsi ; οὕτως ἐχόντων XÉN ou ὡς οὕτως ἐχόντων HDT ou ὡς ὧδ' ἐχόντων HDT les affaires étant ainsi (lat. cum res ita se habeant) ; κατεκλίθη ὥσπερ εἶχε χαμαί XÉN il se coucha comme il était (càd tout habillé) par terre ; ὅπως ἔχω SOPH comme je suis, dans l'état où je suis, càd tout de suite, sur le champ ; avec un rég. οὕτως ἔχει μοι SOPH il en va ainsi pour moi ; -- ἔχειν avec un adv. équivaut à εἶναι avec l'adj. corresp. : ἔχει μοι ἀναγκαίως HDT il m'est nécessaire ; οὕτως ἔχειν πρός τινα ISOCR être dans ces dispositions à l'égard de qqn ; πρὸς τὸ φιλοκερδεῖς εἶναι μετρίως ἔχουσι XÉN ils sont modérés dans leur désir de gagner ; avec un gén. : ὡς τάχους εἶχε HDT aussi vite qu'il pouvait ; ou entre parenthèses : ὀργῇ, ὡς εἶχε, ἐλθὼν παρὰ τὸν Ἀστυαγέα HDT étant venu irrité, comme il était (càd sur-le-champ) vers Astyage ; en ce sens ἔχω s'emploie qqf avec un part. ao. : ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν γήμας ἔχεις ; SOPH n'est-ce pas ma sœur que tu as épousée ? Κορινθίους δήσαντες εἶχον THC ils enchaînèrent les Corinthiens et les retinrent en leur pouvoir ; qqf avec un part. pf. : ὧν πολλὰ χρήματα ἔχομεν ἡρπακότες XÉN auxquels nous avons ravi un riche butin;
2 p. anal., en parl. de mesures avoir (en longueur, en hauteur, etc.);
B. s'attacher à, d'où
I. saisir, s'emparer de, prendre : τινα χειρός IL, ποδός IL saisir qqn par la main, par le pied ; φόβος μ' ἔχει ESCHL la crainte me saisit ; ἔχει βέλος ὀξὺ γυναῖκα IL un trait aigu pénètre la femme en parl. des douleurs de l'enfantement) ; avec double acc. : ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας OD certes le vin, càd l'ivresse, s'est emparé de ton esprit ; fig. ἔχειν φρεσίν IL garder dans son esprit ; abs. se rendre maître de qch par l'intelligence, saisir, comprendre : ἔχετε τὸ πρᾶγμα SOPH vous connaissez la chose, càd vous voyez mon état;
II. retenir, càd :
1 tenir ferme, contenir, maintenir : σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσι OD les nerfs maintiennent, tiennent ensemble les chairs et les os;
2 réprimer, arrêter : οὐδ' ἔσχεν ὀστέον IL l'os n'arrêta point (le coup), càd ne résista point ; ἔχειν ἵππους IL retenir des chevaux ; ἔχειν τινά IL retenir qqn ; χεῖρας ἔχων Ἀχιλῆος IL tenant les mains d'Achille ; ἔχειν πόδα EUR retenir ses pas, s'arrêter ; ἔχειν μῦθον OD retenir sa parole ; ὄμμ' ἔχειν SOPH litt. tenir son regard caché, càd rester enfermé ; ἔχειν τινά τινος IL écarter qqn de qch ; ἄσκος δύο ἄνδρας ἕξει τοῦ μὴ καταδῦναι XÉN une outre préservera deux hommes de tomber à l'eau ; avec τὸ μὴ et l'inf. empêcher qqn de ; intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν) s'arrêter, se fixer : οὐδὲ οἱ ἔγχος ἔχ' ἀτρέμας IL sa lance ne restait pas immobile ; σχὲς οὗπερ εἶ SOPH reste où tu es, comme tu es ; σχές EUR arrête, arrête-toi ; abs. avec une prép. : τοὺς κατὰ τὴν Ἀσίαν ἔχοντας XÉN ceux qui habitent la région de l'Asie;
III. tenir, càd :
1 acquérir, obtenir (non avoir) : σχοῦσα SOPH quand tu auras acquis (non quand tu auras eu) ; ὧν αὐτὸς ἔσχε στέφανον εὐκλείας SOPH les récompenses qu'il a obtenues comme une couronne de gloire;
2 avoir à sa disposition, posséder, avoir : ἔχ. οὐσίας XÉN, χρήματα XÉN posséder des richesses, des biens, etc. ; abs. ὁ ἔχων SOPH celui qui possède, le riche ; avec double rég. : ἔχ. τι ἔκ τινος, παρά τινος, ὑπό τινος, posséder qch de la main de qqn ; fig. ἔχ. τέχνην EUR ou ἐπιστήμην SOPH posséder un art, une science ; ἔχ. ἵππων δμῆσιν IL posséder l'art de dompter les chevaux ; en gén. ἔχ. ἡλικίαν XÉN avoir un certain âge ; ἔχ. γῆρας OD être vieux ; ἔχειν ἄλγεα IL éprouver des souffrances ; τιμὴν ἔχειν παρὰ πᾶσι PLUT être honoré par tous ; ἔχ. φθόνον παρὰ τοῖς δυνατοῖς PLUT exciter l'envie des puissants ; -- ἔχω et son rég. forment ainsi une locut. équivalant à un verbe simple : ποθὴν ἔχ. τινός IL = ποθεῖν, regretter ; ἔχ. ἔγκλημά τινι SOPH = ἐγκαλεῖν, accuser qqn ; avec une prép. : δι' ὀργῆς ou ἐν ὀργῇ ἔχ. τινά THC être irrité contre qqn, etc. ; invers. Pass. ἔχεσθαι ἄλγεσι OD être en proie aux souffrances ; λιμῷ LUC souffrir de la faim ; ὀργῇ HDT être possédé par la colère ; avec une prop. subord. : οὐκ ἔχω τί φῶ ESCHL ou ὅ τι χρὴ λέγειν XÉN je ne sais que dire ; τὰ ἐπιτήδεια οὐκ εἶχον ὅποθεν λαμβάνοιεν XÉN ils ne savaient où se procurer des vivres ; avec un inf. : οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω ESCHL je n'ai rien à répondre ; πόλλ' ἂν λέγειν ἔχοιμι SOPH j'aurais beaucoup à dire;
3 avoir avec soi ou auprès de soi, acc. : ἔχ. γυναῖκα XÉN avoir une femme, avoir pour femme ; Pass. τοῦ περ θυγάτηρ ἔχεθ' Ἕκτορι IL dont la fille était la femme d'Hector;
4 avoir en soi, contenir, renfermer : τεῖχος νῆας ἐντὸς ἔχον IL mur qui enferme des navires dans son enceinte ; θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος SOPH des bêtes que renferme ce pays;
5 avoir pour résidence, occuper, habiter ; οἶκον IL une maison ; χῶρον ESCHL un pays;
6 en gén. occuper en parl. d'une place assignée, d'un poste : ἔχειν τὸ δεξιόν XÉN occuper la droite ; ἐπ' ἀριστερὰ ἔχ. τι OD ou ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔχειν, avoir qch à sa gauche, càd être à la droite de qch ; ἐν δεξιᾷ, ἐν ἀριστερᾷ ἔχ. THC avoir à sa droite, à sa gauche;
7 avoir sous sa direction, gouverner, administrer : πατρώϊα ἔργα OD diriger les travaux paternels, càd cultiver les champs paternels ; ἀγέλας XÉN soigner des troupeaux ; πύλαι ἃς ἔχον Ὧραι IL les portes dont les Heures avaient la garde;
8 avoir, choisir ou prendre à titre de : ὄμνυμ' ἔγωγε, Ζῆν' ἔχων ἐπώμοτον SOPH je le jure, prenant Zeus à témoin de mon serment;
9 tenir pour, regarder comme : Ὀρφέα ἄνακτ' ἔχων EUR regardant Orphée comme son maître;
10 ἔχω s'emploie explétiv. au part. prés. : ληρεῖς ἔχων AR, ἔχων ληρεῖς PLAT tu plaisantes ; φλυαρεῖς ἔχων PLAT, ἔχων φλυαρεῖς PLAT tu dis des sottises ; de même, au part. neutre avec ἐστί : ἐστὶν ἔχον = ἔχει HDT, ἐστὶν ἀναγκαίως ἔχον = ἔχει ἀναγκαίως ESCHL;
Moy. ἔχομαι;
A. porter, d'où
I. porter sur soi, tenir sur soi : ἄντα παρειάων σχομένη κρήδεμνα OD tenant son voile contre ses joues;
II. lever, tendre : ἀσπίδα πρόσθε σχόμενος IL ou σάκος IL tenant devant lui son bouclier;
B. s'attacher à, càd :
I. se saisir de, prendre, gén.;
II. tenir : τινος, qch (un filet, des rênes, etc.) ; καί μοι ἕπου ἐχόμενος τῆς χλαμύδος LUC et suis-moi en me tenant par ma chlamyde ; en parl. des suppliants ἔχεσθαι (γουνών) IL tenir (les genoux de qqn) ; fig. ἔχ. ἔργου HDT se mettre à une œuvre, à une entreprise ; ἔχ. πολέμου THC entreprendre une guerre ; τῆς γνώμης τῆς αὐτῆς ἔχομαι THC je m'en tiens au même avis : ἔχ. τοῦ αὐτοῦ λόγου THC s'en tenir au même langage;
III. suivre immédiatement : ὑμᾶς χρὴ ἕπεσθαι ἐχομένους ὅτι μάλιστα τῶν ἁρμάτων XÉN il vous faut suivre, vous tenant le plus près possible des chars ; particul. en parl. de situations géographiques ὄρος ἐχόμενον τῆς Ῥοδόπης THC montagne qui se rattache au Rhodope ; ἡ ἐχομένη νῆσος ISOCR l'île voisine ; ἐχόμενοι τῶν μεταξὺ Μαντινείας καὶ Τεγέας ὀρῶν XÉN les populations contiguës aux montagnes entre Mantinée et Tégée ; abs. οἱ ἐχόμενοι HDT les voisins litt. ceux qui tiennent, qui sont contigus à d'autres ; τὰ τούτων ἐχόμενα XÉN ce qui s'y rattache ; τοῦ ἐχομένου ἔτους THC l'année suivante ; τὰ τῶν σιτίων ἐχόμενα HDT ce qui se rattache aux vivres;
IV. dépendre de : νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν IL la victoire finale dépend des dieux immortels;
V. se tenir ferme, se fixer ; s'arrêter, être en suspens : ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς HDT sur le tranchant du rasoir, en parl. d'événements qui vont se décider;
VI. se tenir en arrière, d'où
1 s'abstenir de : σχέσθαι μάχης IL s'abstenir de combattre;
2 renoncer à : τιμωρίης HDT à une vengeance.
Étymologie: Les temps de ἔχω se rattachent à deux thèmes : 1° th. Ϝεχ > prés. ἔχω, p. *Ϝέχω =lat. veho ; impf. εἶχον de *ἔεχον, p. ἔϜεχον ; 2° th. σεχ > fut. σχήσω (σχη = σεχ), ao.2 ἔσχον (p. *ἔσεχον), pf. *ἔσχηκα, etc.

Russian (Dvoretsky)

ἔχω: (impf. εἶχον; fut. ἕξω и σχήσω; aor. 2 ἔσχον, imper. σχές, conjct. σχῶ, opt. σχοίην, inf. σχεῖν, part. σχών; pf. ἔσχηκα; ppf. ἐσχήκειν; pass.: praes. ἔχομαι, impf. εἰχόμην, fut. σχεθήσομαι, aor. ἐσχέθην, pf. ἔσήμαι)
1 держать, нести (πεμπώβολα χερσίν, τόξον ἐν χειρί, στεροπὴν μετὰ χερσίν Hom.; αἰχμήν Aesch.; διὰ χειρός τι и τινὰ ἐπ᾽ ὤμων Soph.; μετὰ χεῖράς τι Thuc.): οὐχ ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως ἔ. Soph. не желать подчиниться ярму;
2 med. держаться: ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἔ. Her. держаться на острие бритвы, т. е. «на волоске»;
3 med. держать или нести на себе (οὐρανόν Hes.): ἀσπίδα πρόσθε σχόμενος Hom. выставив вперед свой щит;
4 med. держаться, выдерживать (Ἓκτορος μένος καὶ χεῖρας Hom.);
5 брать, хватать, держать (τινὰ χειρός или ποδός Hom.; τινὰ μέσον Arph.); Ζῆν᾽ ἔχων ἐπώμοτον Soph. беря Зевса в свидетели (моей клятвы); pass. быть схваченным, захваченным или охваченным, перен. находиться во власти: ζῶντες ἐχόμενοι Thuc. захваченные живьем; ἐχομένων τῶν Ἀφιδνῶν Plut. так как Афидны были захвачены (противником); τὸ ὄρος ἐχόμενον Xen. занятая (войсками) гора; ἔχομαι μέσος Arph. или (ἐν) ἀνάγκῃ Xen. я в безвыходном положении; ἔ. ἄλγεσι Hom. страдать; λύπῃ σχεθείς Plut. охваченный скорбью; ἔ. κωκυτῷ καὶ οἰμωγῆ Hom. предаваться воплям и жалобам; ἔ. ἐν ξυμφοραῖς Plat. быть в беде; ἔ. ὀργῇ быть в гневе; ἔ. ὑπὸ ἐπιθυμίας Plat. быть одержимым страстью;
6 med. держаться, хвататься, цепляться (πέτρης Hom.; ὅπως κισσὸς δρυός Eur.; πείσματος Plat.; χλαμύδος Luc.): ταύτης ἐχόμενος τὴς προφάσιος Her. ухватившись за этот предлог;
7 med. браться, приниматься, предпринимать (ἔργου Pind., Plut.; πολέμου Thuc., Plut.): ἔ. τῶν ἀθίκτων Soph. прикасаться к неприкосновенному; μαντικῆς τέχνης ἔ. Soph. быть причастным к искусству прорицания;
8 тж. med. держаться, придерживаться (δόξης τινὸς περί τινος, med. ἀληθείας Plat.; med. γνώμης τινός и λόγου τινός Thuc.): ἔχεσθαι ὅτι μάλιστα τῶν ἁρμάτων Xen. держаться как можно ближе к повозкам;
9 med. (непосредственно) соприкасаться, быть тесно связанным, примыкать (Κιλίκων τῶνδε ἔχονται Ἀρμένιοι οἵδε Her.): ὄρος ἐχόμενον τῆς Ῥοδόπης Thuc. гора, смежная с Родопой; ἡ ἐχομένη νῆσος Isocr. соседний остров; οἱ ἐχόμενοι Her. сопредельные народы, ближайшие соседи; τὰ τούτων ἐχόμενα Xen. и τὰ ἐχόμενα τούτοις Plat. связанные с этим или вытекающие отсюда вопросы; τοῦ ἐχομένου ἔτους Thuc. в следующем году; τὰ τῶν σιτίων ἐχόμενα Her. то, что относится к продовольствию; ἐν τοῖς ἐχομένοις Arst. в последующем изложении; ἃ διδασκάλων εἴχετο Plat. (то), что касалось учителей, т. е. чему учили учителя; οἱ τῶν εἰκότων ἐχόμενοι Plut. те, чей рассказ более правдоподобен;
10 (об одежде, снаряжении и т. п.) иметь на себе, носить (κυνέην κεφαλῇ, παρδαλέην ὤμοισιν, σὰκος ὤμῳ, εἷμα ἀμφ᾽ ὤμοισι, ἵπποι ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες Hom.; στολὴν ἀμφὶ σῶμα Eur.; τὰ ὅπλα Arst.; συκῆ ἔχουσα φύλλα NT): ἔχοντες τοὺς χιτῶνας Xen. одетые в хитоны;
11 иметь, владеть, обладать (κραδίην καὶ θυμόν Hom.; τὰν βελέων ἀλκὰν χεροῖν Soph.; τὴν γῆν Thuc.; ἐπιστήμην Xen., Plat.; τὰ ἐπιτήδεια Arst.; εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω NT): Δία οὐκ ἔχε ὕπνος Hom. Зевсом сон не владел, т. е. Зевс не спал; φόβος μ᾽ ἔχει Aesch. страх объемлет меня; οἶνος ἔχει φρένας Hom. вино туманит рассудок; σῇσιν ἔχε φρεσί Hom. сохрани в своей памяти; Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον Aesch. это - владения Бромия; θῇρες, οὓς ὅδ᾽ ἔχει χῶρος Soph. животные, населяющие этот край; ἔχων τοὺς ἱππεῖς ἐπηκολούθει Xen. (Крез) с конницей следовал позади; ὁ ἔχων Soph., Eur., Xen.; имущий, богатый; οἱ οὐκ ἔχοντες Eur. неимущие, бедные; τὸ μη ἔ. Eur. бедность; κούρην Πριάμοιο ἔ. Hom. быть женатым на дочери Приама; ἔχεθ᾽ Ἓκτορι Hom. она была замужем за Гектором; ἐπ᾽ ἀριστερὰ (χειρὸς) ἔ. τι Hom. иметь слева что-л., т. е. находиться справа от чего-л.; ἐν δεξιᾷ ἔ. Thuc. иметь справа (от себя); τινὰ ὕστατον ἔ. Xen. иметь, т. е. поставить кого-л. в арьергарде; γῆρας ἔχυιν или ὃν γῆρας ἔχει Hom. старый; ἥβην ἔ. Plat. быть юношей; ἐπεὶ ἔχοιεν τὴν ἡλικίαν, ἣν σὺ ἔχεις Xen. по достижении ими твоего возраста; ἔ. φθόνον παρά τινι Plut. возбуждать в ком-л. зависть; ἔγκλημα ἔ. τινί Soph. иметь жалобу на кого-л.; λόγον ἔ. Plat. иметь (разумный) смысл; τιμην ἔ. παρὰ πᾶσιν Plut. быть уважаемым всеми; ἔ. τι ἀνὰ στόμα καὶ διὰ γλώσσης Eur. и διὰ στόματος Plut. (постоянно) говорить о чем-л.; φύσιν ἔχει Plat. (это) естественно, в порядке вещей; ἀγνοία μ᾽ ἔχει Soph. я в неведении, не знаю; πόλιν κίνδυνος ἔσχε Eur. над городом нависла опасность; λιμὸς ἔχει Aesch. голод терзает; ἀγρυπνίῃσι ἔχεσθαι Her. страдать бессонницей; ἐν νοσήμασιν ἐχόμενοι Plat. больные; ὄφρα με βίος ἔχῃ Soph. пока я жив(а); αἰτίαν ἔ. τινός Trag., Her.; быть виновным или обвиняемым в чем-л.; δι᾽ αἰτίας Thuc. и ἐν αἰτίᾳ ἔ. τινά Her., Thuc.; обвинять кого-л.; ἔπαινον ἔ. Arst. быть хвалимым;
12 держать или нести на себе, поддерживать, подпирать (κίονες γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσιν Hom.; τὰ ἐπικείμενα βάρη Arst.);
13 держать, поднимать (ὑψοῦ κάρη Hom.);
14 (тж. ἐν γαστρὶ ἔ. Her., NT) носить во чреве, быть беременной (ἡ γυνὴ ἔχουσα Her.): ἡ ἔχουσα Arst. = ἡ μήτηρ;
15 (о месте) занимать, находиться: ἔ. τὸ κέρας ἄκρον Thuc. находиться на крайнем фланге; οὖδας ἔχοντες Hom. распростертые по полу (тела); ἔχεις χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν Soph. ты стоишь на земле, которую нельзя топтать (т. е. священной);
16 обитать, населять (οὐρανόν Hom.; Ὀλύμπια δώματα Hes.; χῶρον Aesch.; τὰ ὄρη Xen.): οἱ κατὰ τὴν Ἀσίαν ἔχοντες Xen. те, кто населяет Азию; ἔ. ὀρέων κάρηνα Hom. обитать на вершинах гор;
17 (тж. ἐντὸς ἔ. Hom.) содержать в себе, заключать, окружать (φρένες ἧπαρ ἔχουσι Hom.; ὁ χαλκὸς ἔχει τὸ εἶδος τοῦ ἀνδριάντος Arst.): τοὺς ἄκρατος ἔχει νύξ Aesch. их окутывает непроглядная ночь; σταθμὸν ἔ. χιλίων ταλάντων Diod. весить или стоить тысячу талантов;
18 владеть, иметь в своем распоряжении, управлять (Θήβας Eur.);
19 заботиться, печься, охранять: ἔ. πατρώϊα ἔργα Hom. возделывать отцовские поля; ἔ. κῆπον Hom. ухаживать за садом; ἔ. ἀγέλας Xen. смотреть за стадами; φυλακὰς ἔ. Hom. нести стражу; σκοπιὴν ἔ. Hom., Her.; вести наблюдение; δίκας ἔ. Dem. вершить суд;
20 охранять, защищать (ἀλόχους καὶ τέκνα Hom.): ἔχε χρόα χάλκεα τεύχη Hom. тело покрывали медные доспехи; πύλαι οὐρανοῦ, ἃς ἔχον Ὧραι Hom. небесные врата, которые стерегли Горы;
21 med. зависеть: ἐν θεοῖσιν ἔ. Hom. зависеть от воли богов; σέο ἕξεται Hom. это будет зависеть от тебя;
22 сдерживать, скреплять, связывать (σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν Hom.);
23 сдерживать, удерживать (ἵππους, μῦθον σιγῇ Hom.; στόμα σιγᾷ Eur.): εἶχε σιγῇ καὶ ἔφραζε οὐδενί Her. (Эвений) хранил молчание и никому (ничего) не говорил; πᾶς ἀσκὸς δύο ἄνδρας ἕξει τοῦ μὴ καταδῦναι Xen. каждый бурдюк удержит двух человек от погружения, т. е. на поверхности воды;
24 задерживать, останавливать (ἕξουσιν ἅπαντας Ἀχαιοί Hom.): οὐδέ οἱ ἔσχεν ὀστέον Hom. у него кость не сдержала (брошенного камня), т. е. была разбита; χεῖρας ἔχων Ἀχιλῆος Her. держа (за) руки Ахилла; ἔ. δάκρυον Hom. сдерживать слезы; ἔχε αὐτοῦ (πόδα σόν) Eur., Dem.; остановись; ὄμμα ἔ. Soph. прятать взоры, т. е. уединяться, скрываться;
25 унимать, успокаивать (κῦμα, ὀδύνας Hom.);
26 (sc. ἑαυτόν) униматься, утихать, останавливаться, оставаться на месте: οὐδέ οἱ ἔγχος ἔχε ἀτρέμας Hom. копье (в руках) его не оставалось спокойным; σχὲς οὗπερ εἶ Soph. остановись, где находишься, т. е. не продолжай; σχές, μή με προλίπῃς Eur. остановись, не покидай меня; εἰ δὲ βούλει, ἔχε ἠρέμα Plat. подожди, пожалуйста; στῆ σχομένη Hom. она остановилась;
27 med. воздерживаться, отказываться, прекращать (μάχης Hom., Plut.; τιμωρίης Her.): σχέσθαι χέρα τινός Eur. удержаться от нанесения удара кому-л.;
28 ощущать, испытывать, переживать (ἄλγεα Hom.; φθόνον Aesch.; θαῦμα Soph.; αἰσχύνην Eur.): ἔ. πένθος (μετὰ) φρεσί Hom. скорбеть душой; ἐν ὀρρωδίᾳ τι ἔ. Thuc. испытывать страх перед чем-л.; κότον ἔ. Hom. и ὀργὰς ἔ. Aesch. гневаться; ἐν ὀργῇ или δι᾽ οργῆς ἔ. τινά Thuc. быть в гневе на кого-л.; εὔνοιάν τινι ἔ. Eur. благоволить к кому-л.; μεριμνήματα ἔχων βαρέα Soph. удрученный тяжелыми заботами; σπάνιν σχεῖν τοῦ βίου Soph. испытывать недостаток в средствах к жизни; χρείαν ἔ. τινός Hom. нуждаться в чем-л., не иметь чего-л.;
29 вызывать, возбуждать, причинять (πικρὰς ὠδῖνας Hom.; ἀγανάκτησιν Thuc.; ἱδρῶτα οὐκ ὀλίγον Luc.; ἔλεον Plut.);
30 направлять, вести (ἵππους πεδίονδε Hom.; ἅρμα, δίφρον Hes.; τὰς νέας παρὰ τὴν ἤπειρον Her.): ἔ. πόδα ἔξω τινός Aesch., Eur. и ἔ. πόδα ἐκτός τινος Soph. держаться в стороне от чего-л. или избавиться от чего-л.; ἔ. τὸν νοῦν или γνώμην πρός τινα и πρός τι Thuc. обращать внимание на кого(что)-л.;
31 (sc. ἑαυτόν, ἵππον и т. п.) направляться, отправляться (Πύλονδε Hom.; εἰς τὴν Ἀργολίδα χώρην Her.): ἐς Φειὰν σχόντες Thuc. отправившись или прибыв в Фию; κίονες ὑψόσε ἔχοντες Hom. устремленные ввысь колонны; ἔκτοσθε ὀδόντες ὑὸς ἔχον Hom. снаружи (шлема) вздымались клыки вепря; ἔγχος ἔσχε δι᾽ ὤμου Hom. копье впилось в плечо; αἱ ὁδοὶ αἱ ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἔχουσαι Her. улицы (Вавилона), ведущие к реке;
32 предпринимать, производить, совершать (ἔρευνάν τινος Soph.): φόρμιγγες βοὴν ἔχον Hom. форминги зазвучали; θήραν ἔ. Soph. охотиться, перен. совершать погоню; λιτὰς ἔ. Soph. умолять; δι᾽ ἡσυχίας ἔ. Thuc. поддерживать спокойствие; φυγὴν ἔ. Aesch. совершать побег или отправляться в изгнание; γόους ἔ. Soph. издавать вопли; παρουσίαν ἔ. Soph. (по)являться; μνήμην ἔ. Soph. хранить воспоминание, помнить; συγγνώμην ἔ. Soph. оказывать снисхождение, прощать; ἀμφί τι ἔ. Xen. быть занятым чем-л.;
33 придвигать, приближать (τὴν κεφαλὴν πρὸς τῇ κεφαλῇ τινος Xen.);
34 иметь возможность, быть в состоянии, мочь (ταῦτα σ᾽ ἔχω μόνον προσειπεῖν Soph.): οὐ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι Hom. он не смог удержаться на ногах; ἐξ οἵων ἔχω Soph. всеми доступными мне средствами, как могу; οὐκ ἔχω τί φῶ Aesch., Soph.; мне нечего сказать; ὅ τι ἄριστον ἔχετε Xen. так хорошо, как только (с)можете; οὐκ ἂν ἄλλως ἔχοι Dem. иначе было бы невозможно;
35 знать, видеть, понимать (οὐκ ἔχων ὅ τι χρὴ λέγειν Xen.; τέχνην τινά Hes., Eur., Her., Plat.): οἱ τὰς τέχνας ἔχοντες Xen. мастера; ἵππων δμῆσιν ἐχέμεν Hom. владеть искусством объездки лошадей; ἔ. σωτηρίαν τινά Eur. знать какое-л. средство спасения; ἔχεις τι; Soph. тебе что-л. известно?;
36 получать, приобретать (γνώμην δίκαιαν, στέφανον εὐκλείας Soph.);
37 относиться, быть (так или иначе) расположенным (τινί Arst., Dem., πρός τι Plat. и πρός τινα Plut.): ἕξω ὡς λίθος Hom. я буду тверд(а) как камень; τὰ ἐς Ἡσίοδόν τε καὶ Ὃμηρον ἔχοντα Her. (данные), относящиеся к Гесиоду и Гомеру; ἔχθρα ἔχουσα ἐς Ἀθηναίους Her. вражда (эгинян) к афинянам; ἐπί τινι ἔ. Her. действовать против кого-л.;
38 рассматривать, считать (чем-л.), признавать: Ὀρφέα ἄνακτα ἔ. Eur. считать Орфея (своим) учителем; ἐν αἰτίῃ ἔ. τινα Her. считать кого-л. виновным; ἐν αἰσχύναις ἔ. τι Eur. считать что-л. постыдным; ἐν ἡδονῇ ἔ. τι Thuc. находить удовольствие в чем-л.;
39 (cum adv.) находиться в (том или ином) состоянии, обстоять: εὖ ἔ. Hom. и χαλῶς ἔ. Soph., Plat.; быть в порядке, прекрасно обстоять, процветать; εὖ σώματος ἔ. Plat. чувствовать себя хорошо, быть здоровым; οἰκείως ἔ. Dem. благоприятствовать; ἀκινούνως ἔ. Dem. находиться в безопасности; τὰ μέλλοντα καλῶς ἔχει Dem. виды на будущее благоприятны; πάντα ἔχει ὡς δεῖ Dem. все обстоит так, как следует; ἐναντίως ἔχει Dem. происходит наоборот; εἰ οὖν οὕτως ἔχει Xen. если дело обстоит так; ἔχει μὲν οὕτως Arph. так оно и есть, это верно; ὡς ποδῶν εἶχε Her. со всех ног, во всю прыть; ὡς τάχους εἶχε Her., Thuc.; с величайшей скоростью; ὡς οὕτως (или ὡς ὧδε) ἐχόντων Her. и οὕτω ἐχόντων Xen. (лат. quae cum ita sint или se habeant) при таком положении вещей, ввиду этого; χαλεπῶς ἔ. ὑπὸ τραυμάτων Plut. тяжело страдать от ран; κατεκλίθη, ὥσπερ εἶχε, χαμαί Xen. (он) лег, как был (пышно одетый), на землю; ὡς или ὥσπερ ἔχει Her., Thuc. etc. как есть, т. е. без промедления, тотчас же; ὥς τις μνήμης ἔχοι Thuc. насколько кому позволяет память; μετρίως ἔ. πρός τι Xen. быть умеренным в чем-л.; ἀκρατῶς ἔ. πρός τι Plat. неумеренно предаваться чему-л.; ἀναγκαῖως ἡμῖν ἔχει Her. нам необходимо, мы должны;
40 imper. ἔχε (= ἄγε) ну!, ну-ка!: ἔχε δή μοι τόδε εἰπέ Plat. так скажи же мне; ἔχ᾽ ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας Arph. давай, вычисти-ка столы;
41 с part. aor. (реже с part. pf. или praes.) другого глагола в описат. оборотах или для выражения длительности: ἀμφοτέρων με τούτων ἀποκληΐσας ἔχεις Her. ты запретил мне доступ к обеим (войне и охоте); λέγεται ὁ Ζεὺς τῆς Ἣρας ἐρασθεὶς ἔ. Plat. Зевс, говорят, влюблен в Геру; οἷά μοι βεβουλευκὼς ἔχει Soph. (все), что (Креонт) замыслил против меня; ὃν εἶχον ἐκβεβληκότες Soph. (тот), кого они покинули; ἤιε (= атт. ᾔει) ἔχων ταῦτα ἐς τὰς Σάρδις Her. он отправился с этим в Сарды; ἵπποι, οὓς αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλεν Hom. кони, которых сам (Приам) вырастил; ληρεῖς ἔχων Arph. ты шутишь; τί δῆτα ἔχων στρέφει; Plat. отчего же ты увертываешься (от прямого ответа)?; οὐ μὴ φλυαρήσεις ἔχων Arph. не дурачься; ὡς οὐδὲν εἴη ἀσφαλέως ἔχον Her. (Кир подумал), что нет ничего прочного; ἐστὶν ἀναγκαίως ἔχον Aesch. необходимо; τὸ νῦν ἔχον Luc. теперь, ныне; τὸν θανόντα πατέρα καταστένουσ᾽ ἔχεις Eur. ты оплакиваешь умершего отца.

Greek (Liddell-Scott)

ἔχω: βʹ ἑνικ. ἔχεισθα Θεόγν. 1316, Σαπφώ, ἴδε Γρηγ. Κορίνθ. 582· γʹ δυϊκ. ἔχετον Σοφ. Ἀντ. 146· βʹ ἑνικ. ὑποτ. ἔχῃσθα Ἰλ. Τ. 180: - παρατ. εἶχον, Ἐπικ. ἔχον, συχνὸν παρ᾿ Ὁμ.· γʹ δυϊκ. εἰχέτην Σοφ. Ο. Τ. 1511· Ἰων. ἔχεσκον Ἰλ. Ν. 257, Ἡρόδ. 6. 12: - μέλλ. ἕξω ἢ (ἐπὶ τῆς σημασίας κρατῶ, ἣν συνήθως ἀποδίδουσιν εἰς τὸ ἴσχω) σχήσω· βʹ ἑνικ. σχήσεισθα Franck ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 366 (κ. ἀλλ. σχήσῃσθα, ὑποτ. ἀορ.)· ὡσαύτως ἀόριστός τις αʹ ἔσχησα εὕρηται παρὰ μεταγεν., Χρησμ. Σιβυλλ. 11 (9). 91, Νόνν. Δ. 17. 177, Συλλ. Ἐπιγρ. 5984Β. 7· καὶ τύπος τις ἔσχα αὐτόθι 1030. 5, πρβλ. 2264p (προσθῆκαι), 2942c (προσθῆκαι), 6316: - ἀόρ. ἔσχον (ἀείποτε μετ᾿ αὐξήσ. ἔτι καὶ παρ᾿ Ὁμ.)· προστ. σχὲς Σοφ. Ἠλ. 1013, Εὐρ. Ἱππ. 1354 (ἡμαρτημένος τύπος σχὲ ἐνίοτε εὑρίσκεται ἐν Ἀντιγράφοις εἰς τὰ σύνθετα κάτασχε, μέτασχε, πάρασχε, ἴδε Δινδ. ἐν Εὐρ. Ἑκ. 842, Veitch Ἑλληνικὰ Ρήματα σ. 252)· ὑποτ. σχῶ Ἰλ. Φ. 309, Ἀττ.· εὐκτ. σχοίην Ἰσοκρ. 11Ε, κτλ., γʹ πληθ. σχοίησαν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 42· ἀλλὰ σχοῖμι (ἐπι-, κατα-, παρα-) Εὐρ. κλ.· γʹ πληθ. σχοῖεν Θουκ. 6. 33· ἀπαρ. σχεῖν Ἰλ. Π. 520, Ἀττ., Ἐπικ. σχέμεν Ἰλ. Θ. 254· (παρ᾿ Ἀλεξανδρ. συγγραφ. γʹ πληθ. παρατ. καὶ ἀορ. εἴχοσαν, ἔσχοσαν, Ἀνθ. Π. 5. 209, Σκύμν. 696): περὶ τοῦ ποιητικ. τύπου ἔσχεθον ἴδε *σχέθω: - πρκμ. ἔσχηκα Πλάτ. κλ.· Ἐπικ: ὄχωκα (συν-) Ἰλ. Β. 218. - Μεσ., παρατ. εἰχόμην Πίνδ., Ἀττ.: - μέλλ. ἕξομαι Ἰλ. Ι. 102, Ἀττ.· σχήσομαι αὐτόθι 235, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1335, συνηθέστερον ἐν τοῖς συνθέτοις (ἀνα-) Αἰσχύλ. Θήβ. 252, (παρα) Λυσ. 115. 5, κλ.: - Παθ., πρκμ. παρέσχημαι, μετὰ μέσ. σημασ., ἴδε παρέχω Β: ἀόρ. ἐσχόμην (δὶς παρ᾿ Ὁμ. ἄνευ αὐξήσ. σχέτο Ἰλ. Η. 248, Φ. 345), Ὅμ., Ἡρόδ. 6. 85, ἀλλὰ σπάνιον παρ᾿ Ἀττ. πλὴν ἐν τοῖς συνθέτοις ἀν-, ἀπ-, παρεσχόμην· προστ. σχοῦ, σχέσθον, σχέσθε (ἀνα-) Εὐρ., κλ.· ἀπαρ. σχέσθαι Ὀδ. Δ. 422, Ἡσίοδ. - Παθ., μέσ. μέλλ. ἐνέξομαι, μετὰ παθ. σημασ., Εὐρ. Ὀρ. 516, Δημ. 1231. 16· μεταγεν. σχεθήσομαι Γαλην., καὶ συχνάκις ἐν συνθέτοις, Πλούτ. κλ.: - ἀόρ. ἐσχέθην Ἀρρ. Ἀν. 5. 7., 6. 11, (ἐν-, κατ-, συν-) Πλούτ. 2. 980F, ὁ αὐτ. ἐν Σόλωνι 21, Ἱππ. 557. 3· ὁ μέσ. ἀόρ. ἔσχετο, Ἐπικ. σχέτο, μετοχ. σχόμενος εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ., Ἰλ. Ρ. 696, Ὀδ. Δ. 705, Λ. 278, Ἡρόδ. 1. 31· πρβλ. κατέχω C. II: - πρκμ. ἔσχημαι Παυσ. 4. 21, 2, (ἀπ-, κατ-) Δημ. 1204. 7· πρβλ. ἐπῴχατο. - Ἐκ τοῦ ἀπαρ. τοῦ ἀορ. σχεῖν προκύπτει ὁ παράλληλος τύπος ἴσχω (ὃ ἴδε) ἐπὶ ἰδίας σημασίας. (Ἐκ συγκρίσεως πρὸς συγγενεῖς γλώσσας φαίνεται ὅτι ἡ ῥίζα ὑπῆρξε διπλῆ, 1) √ ΕΧ, ΣΕΧ, = ἔχω, ὁπόθεν καὶ τὸ ἴσχω (ὅ ἐ. σισέχω, πρβλ. μίμνω, πίπτω), σχήσω, ἔσχον, ἔσχηκα, σχέσις, σχῆμα· ὡσαύτως, ἐχυρός, ὀχυρός· ἕξω, ἑξῆς, ἑξείης· ἰσχνός, σχεοόν· καὶ 2) √ϜΕΧ, κρατῶ, «βαστῶ», ὁπόθεν τὰ ὄχος, ὀχέομαι, ὄχημα, ὀχετός· ὀχεύω· ἴσως καὶ ὄχλος, ὀχλέω· πρβλ. Σανσκρ. vah, vah-âmi (veho), vâh-asas (ὀχετός), vâh-anam (ὄχος), vah-ati (fluvius)· Λατ. veh-o, veh-i-culum, vectura, ὡσαύτως via, velum· Γοτθ. ga-vigan (σαλεύειν), κτλ.· Ἀρχ.-Ὑψηλ.-Γερμ. wag-an (Γερμ. vagen), κτλ.). Α. Μεταβ.: - κύριαι σημασίαι, Ι. ἔχω, ΙΙ. κρατῶ: Ι. ἔχω, ἴδε χεὶρ Ι. 2, 1) ἔχω κατέχω ὡς κτῆμα, ἐπὶ περιουσίας· αὕτη δὲ εἶναι ἡ συνηθεστάτη χρῆσις, Ὀδ. Β. 336, Π. 386, κτλ.· οἱ ἔχοντές τι Ἡρόδ. 6. 22· ἢ ἁπλῶς, ὁ ἔχων, ὁ πλούσιος, Σοφ. Αἴ. 157· οἱ ἔχοντες, Εὐρ. Ἄλκ. 57, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1295, Πλ. 596· οἱ οὐκ ἔχοντες, οἱ πτωχοί, Εὐρ. Ἱκ. 240· οὕτω, κακὸν τὸ μή ᾿χειν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 405· ἔχειν χρέα Δημ. 957. 5, πρβλ. 970. 4· - ἔχω τι παρά τινος, θεῶν ἄπο κάλλος ἔχοντα Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 77· τι ἔκ τινος Σοφ. Ο. Κ. 1618· παρά τινος ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 663· ὑπό τινος Ξεν. Ἀν. 7. 6, 33, κτλ.· ὑπό τινι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 191: - μετὰ γεν. διαιρετ., μαντικῆς ἔχον τέχνης Σοφ. Ο. Τ. 709· - Παθ., κατέχομαι ὑπό τινος, ἀνήκω εἴς τινα, τοῦ περ δὴ θυγάτηρ ἔχεθ᾿ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ, «τούτου δὲ ἡ θυγάτηρ ἐγεγάμητο Ἕκτορι τῷ πολεμιστῇ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 398, πρβλ. Σ. 130, 197. 2) ἔχω, δηλ. ἔχω τὴν φροντίδα τινός, ἐπιτηρῶ τι, ἔχον πατρώϊα ἔργα Ὀδ. Β. 22, πρβλ. Δ. 737· πύλαι…, ἃς ἔχον Ὧραι Ἰλ. Ε. 749, Θ. 393· τὰς ἀγέλας Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7· τὰς δίκας Δημ. 1153. 4: - εἶμαι ἐνησχολημένος εἴς τι, φυλακὰς ἔχον, ἐφύλασσον, Ἰλ. Ι. 1, 471· σκοπιὴν ἔχε· Ὀδ. Θ. 302· ἀλαὸς σκοπιὴν εἶχε Ἰλ. Κ. 515., Ν. 10· σκοπιὴν ἔχ. τινὸς Ἡρόδ. 5. 13· οὕτω, θήραν ἔχειν τινός, θηρᾶν τι, Σοφ. Αἴ. 564, κτλ.· ἐν χερσὶν ἔχειν τι, ἴδε χεὶρ ΙΙ. 6. ζ. 3) μετ᾿ αἰτ. τόπου, κατοικῶ ἔν τινι τόπῳ, οὐρανόν, Οὔλυμπον Ὅμ.: συχνάζω, Νύμφαι ἔχουσ᾿ ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα καὶ πηγὰς Ὀδ. Ζ. 123· Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον Αἰσχύλ. Εὐμ. 24· ἰδίως ἐπὶ προστατηρίων ἢ πολιούχων θεῶν καὶ ἡρώων, Θουκ. 2. 74, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 24, πρβλ. Blomf. εἰς Αἰσχύλ. ἐν Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 69: - ἐπὶ ἀνθρώπων, οἳ τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσι Ὀδ. Ζ. 177, 195, κτλ.· Θήβας ἔσχεν, ἐκυβέρνησεν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 4· ἔχεις γὰρ χῶρον, κατέχεις αὐτόν, Σοφ. Ο. Κ. 37, πρβλ. Ὀδ. Ψ. 46: - ἐπὶ ζῴων, ὅταν δὲ ἡ γῆ βρύῃ, μᾶλλον τὰ ἔργα ἢ τὰ ὄρη ἔχουσιν (οἱ λαγῲ) Ξεν. Κυν. 5. 12. 4) ἔχω γυναῖκα (κατὰ τὸ πλεῖστον ἄνευ τοῦ γυναῖκα), οὕνεκ᾿ ἔχεις Ἑλένην καί σφιν γαμβρὸς Διός ἐσσι Ὀδ. Δ. 569, πρβλ. Ε. 313. Ἰλ. Γ. 53, κτλ.· ἔσχε ἄλλην ἀδελφεὴν Ἡρόδ. 3. 31, πρβλ. Θουκ. 2. 29· ὡσαύτως, ἔχω ὡς ἐρωμένην, διατηρῶ, Θουκ. 6. 57, Ἀνθ. Π. 5. 186, κτλ.· ἔχω Λαΐδα, ἀλλ᾿ οὐκ ἔχομαι Ἀρίστιππ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 75, πρβλ. Ἀθήν. 544D: - ἐν τῷ Παθ., Ὅμ. ἔνθ᾿ ἀνωτ. 1 ἐν τέλει. 5) ἔχω ἐν τῇ οἰκίᾳ μου, φιλοξενῶ, Ὀδ. Ρ. 515, Υ. 377. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 232, 274 6) ἡ μετοχὴ τοῦ ἐνεστ. συχνάκις συνδυάζεται μετὰ ῥήματος σχεδὸν πλεοναστικῶς, ἀλλ᾿ οὕτως ὥστε νὰ δίδῃ πλείονα ἔμφασιν εἰς τὸν λόγον, οὓς ὁ γεραιὸς αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλεν ἐϋξέστῃ ἐπὶ φάτνῃ «οὓς (ἡμιόνους) ὁ γέρων αὐτὸς ἔχων ἀνέτρεφε παρὰ τῇ καλῶς κατεσκευασμένῃ φάτνῃ» (Θ. Γαζῆς). Ἰλ. Ω. 280· τοῦτο εἶναι συχνὸν παρὰ τοῖς πεζολόγοις ὡς ἐν ταῖς ἑπομένοις φράσεσιν, ἤϊε ἔχων ταῦτα (δηλ. τὰ βιβλία) ἐς τὰς Σάρδις Ἡρόδ. 3. 128, πρβλ. 2. 115· ἐπὶ στρατηγοῦ μετὰ τοῦ στρατεύματός του, ὃς ἂν ἥκῃ ἔχων στρατὸν ὁ αὐτ. 7. 8, 4, κτλ.· σπάνιον παρὰ τοῖς ποιηταῖς: πρβλ. λαμβάνω Ι. 11, φέρω Χ. 2. 7) ἐπὶ τόπου, ἔχω τι πρὸς τὰ ἀριστερά μου, νήσου ἔπι Ψυρίης, αὐτὴν ἐπ᾿ ἀριστέρ᾿ ἔχοντες Ὀδ. Γ. 171· ἐπ᾿ ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα Ε. 277· ἐν δεξιᾷ, ἐν ἀριστερᾷ ἔχειν Θουκ. 3. 106· ὕστατον ἔχ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 2, κτλ. 8) ἐπὶ ἕξεων, καταστάσεων, ἢ περιστάσεων σωματικῶν ἢ ψυχικῶν, γῆρας ἔχ., περιφρ. ἀντὶ γηράσκειν, Ὀδ. Ω. 250· κακὸν Υ. 83· ἕλκος Ἰλ. Π. 517. λύσσαν Ι. 305· μάχην ἔχ. Ξ. 57· ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔχ. Ὀδ. Ω. 515· ὕβριν ἔχειν, εἶναι ὑβριστήν, Α. 368, κτλ.· Ἀφροδίτην Χ. 445.· οὕτω, φρένας ἔχ. Ἰλ. Ν. 394, κτλ.· βουλὴν Β. 344· θυμόν, νόον, μένος ἔχειν, κτλ.· - ὡσαύτως, ἔχω, ὑφίσταμαι, πάσχω, ἄλγεα Ε. 895, κτλ.· ἄχεα θυμῷ Γ. 412· πένθος μετὰ φρεσὶ Ω. 105· πένθος φρεσὶ Ὀδ. Η. 219· πόνον... καὶ ὀϊζὺν Ἰλ. Ν. 2, Ὀδ. Θ. 529· οὐδὲν βίαιον Ἡρόδ. 3. 15: - οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., αἰσχύνην, ἐπιθυμίαν, φροντίδα ἔχειν, κτλ., περιφραστ. ἀντὶ αἰσχύνεσθαι, ἐπιθυμεῖν, φροντίζειν, κτλ.· ποθὴν ἔχ. τινὸς = ποθεῖν, Ἰλ. Ζ. 362. ἐπιδευὲς ἔχ. τινὸς = ἐπιδεύεσθαι, Τ. 180· ἔχ. τέλος = τελεῖσθαι, Σ. 378· κότον ἔχ. τινὶ = κοτεῖσθαι, Ν. 517· πρβλ. μομφή, πήδημα ΙΙ. κτλ.: - οὕτω συχνάκις καὶ μετὰ προθ., ἔχω τινὰ ἐν ὀργῇ (ἢ ἁπλῶς ὀργῇ), διατελῶ ὠργισμένος ἐναντίον τινός, οὕτως ἐν ὀργῇ εἶχον οἱ πλείους τοὺς Ἀθηναίους Θουκ. 2. 8· ἐν ὀρρωδίᾳ τι ἔχ. αὐτόθι 89· ἴδε ἐν λ. διὰ Α. ΙΙΙ. 1. b· ἀνὰ στόμα, ἐν στόματι, ἢ διὰ στόματος ἔχ., ἴδε στόμα Ι. 3. - Ἀλλ’ αὗται αἱ φράσεις συχνάκις πάσχουσι μετάθεσιν καὶ ἀντὶ τοῦ ἔχω γῆρας εὑρίσκομεν: γῆρας ἔχει με Ἰλ. Σ. 515· γέλως ἔχει μιν Ὀδ. Θ. 344· οὕτως, ἀμηχανίη, θάμβος, κλέος, αἶσα ἔχει τινὰ Ὅμ.· ὥς σφεας ἡσυχίη τῆς πολιορκίης ἔσχε Ἡρόδ. Α. 135· βίος ἔχει τινὰ Σοφ. Ἠλ. 225· πρβλ. ἀδαημονίη, χαλιφροσύνη, κτλ.· ὡσαύτως, ἐπὶ ἐξωτερικῶν πραγμάτων, αἴθρη ἔχει κορυφὴν Ὀδ. Μ. 76· μένος ἠελίοιο ἔχει μιν Κ. 160· σε οἶνος ἔχει φρένας Σ. 331· ἔχει βέλος ὀξὺ γυναῖκα, ἐπὶ γυναικὸς ὠδινούσης, Ἰλ. Λ. 269· καὶ ἐν τῷ Παθ., ἔχεσθαι κακότητι καὶ ἄλγεσι, ἀχέεσσι, θυμῷ, κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ, ὡς τὸ Λατ. teneri, Ὅμ. ἀγρυπνίῃσι, ὀργῇ Ἡρόδ.· ὑπὸ πυρετοῦ Ἱππ.· ἐν ἀπόρῳ, ἐν ξυμφοραῖς, κτλ., Θουκ. Πλάτ. κλ. 9) ἔχω ἐμπειρίαν πράγματός τινος, γινώσκω, ἐννοῶ, δμῆσιν ἵππων Ἰλ. Ρ. 476· τέχνην Ἡσ. Θ. 770· πάντ’ ἔχεις λόγον Αἰσχύλ. Ἀγ. 582· ἔχετε τὸ πρᾶγμα Σοφ. Φιλ. 789, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 51· ἔχεις τι; ὡς τὸ Λατ. tenes?, ηὗρες τίποτε; «κατάλαβες»; Ἀριστοφ. Νεφ. 732· ἔχεις τοῦτο ἰσχυρῶς; Πλάτ. Θεαίτ. 154Α· - γνωρίζω, εἰξεύρω, εἴ τιν’ ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδὸν Σοφ. Ο. Τ. 311. Εὐρ. Ὀρ. 778. 10) συνεπάγομαι, φέρω, προξενῶ, Εἰλείθυιαι... ὠδῖνας ἔχουσαι Ἰλ. Λ. 272· καναχὴν ἔχε Π. 105, 794· ἔχον βοήν, ἐπὶ αὐλῶν, Σ. 495· τέλος ἔχει δαίμων βροτοῖς Εὐρ. Ὀρ. 1545· ταῦτ’ ἀπιστίαν, ταῦτ’ ὀργὴν ἔχει Δημ. 142. 27. κτλ.· ἴδε ἀγανάκτησις, κατάμεμψις. 11) ἔχειν σταθμόν, ἔχω βάρος, ἴδε ἐν λ. σταθμὸς ΙΙΙ. 2. 12) μετὰ δευτέρας αἰτ., ἥτις εἶναι κατηγορούμενον τῆς πρώτης, Ὀρφέα ἄνακτ’ ἔχειν Εὐριπ. Ἱππ. 953, ἴδε ἐπώμοτος ΙΙ· γελῶσι παιδιὰν ἔχοντες τὸν ἐκείνου θάνατον Σέλευκος παρ’ Ἀθην. 155Ε· πρβλ. ΙΙ. 12. ΙΙ. κρατῶ, 1) κρατῶ, ἔχειν χερσίν, ἐν χερσίν, μετὰ χερσίν, κτλ., ἴδε ἐν λ. χείρ· μετὰ γαμφηλῇσιν ἔχειν Ἰλ. Ν. 200· πρόσθεν ἔχ. ἀσπίδα Ν. 157· ὑψοῦ κάρη Ζ. 509· ὑπὲρ πασῶν Ὀδ. Ζ. 107· ὄπιθεν Ἰλ. Ψ. 136· κρατῶ τι χάριν τινός, ὡς βοηθὸς αὐτοῦ, Ι. 209, πρβλ. Ν. 600· κρατῶ ὑψηλά, ὑποβαστάζω, σηκώνω, οὐρανὸν... κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσι Ἡσ. Θ. 517, 746, ἴδε ἐν λ. ἀμφίς· οὕτως, ἔχει δέ τε κίονας, ἐπὶ τοῦ Ἄτλαντος, Ὀδ. Α. 53. 2) κρατῶ, χειρὸς ἔχων Μενέλαον Ἰλ. Δ. 154· Πάτροκλος δ’ ἑτέρωθεν ἔχεν ποδὸς (τὸν Κεβριόνην) Π. 763. πρβλ. Λ. 488 (ἴδε κατωτ. C. Ι)· ἔχειν τινὰ μέσην, ἁρπάσας αὐτὸν ἐκ τῆς ὀσφύος, ἀπὸ τὴν μέσην, ἐπὶ παλαιστῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1047· ἔχομαι μέσος ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 571, Ἱππ. 388, Βατρ. 469· μεταφ., φρεσὶν ἔχειν, ἔχειν, φυλάττειν ἐν τῷ νῷ, Ἰλ. Β. 33· νῷ ἔχ. τινά Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Β, πρβλ. Πολ. 490Α. 3) ὡς τὸ φέρω, φορέω, Λατ. gestare, ἐπὶ ὅπλων καὶ ἐνδυμάτων, φέρω, φορῶ, εἷμα δ’ ἔχ’ ἀμφ’ ὤμοισιν Ἰλ. Σ. 538, πρβλ. 595· παρδαλέην ὤμοισιν ἔχων Γ. 17· ἔχει δ’ ὀλίγον σάκος ὤμῳ Ξ. 376· κυνέην κεφαλῇ ἔχε Ὀδ. Ω. 231, πρβλ. Ρ. 122, 450· τάδ’ εἵματ’ ἔχω Ρ. 24, πρβλ. 572, κτλ.· στολὴν ἀμφὶ σῶμα Εὐρ. Ἑλ. 554· στολήν, χιτῶνα, κτλ., Ξεν. Κύρ. 1. 4, 26, κτλ. 4) ἐπὶ γυναικός, κυοφορῶ, ἔχω ἐν γαστρί, Λατ. utero gestare, Ἡρόδ. 5. 41, Ἱππ. 1128G, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 14· πλῆρες, ἐν γαστρὶ ἔχειν Ἡρόδ. 3. 32· ὡσαύτως, πρὸς ἑαυτὴν ἔχειν Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 990. 5) ἀποκρούω, κωλύω, Λατ. sustinere hostem, συνήθως μετ’ αἰτ. προσ., ἕξουσι γὰρ ἅπαντας ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ν. 51, Υ. 27· ἅπαξ μετὰ δοτ., οὐδέ οἱ ἔσχεν ὀστέον, «ἐπέσχεν, ἐκώλυσεν» (Σχόλ.), Π. 740: ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν μέλλοντα σχήσω τὸ πλεῖστον ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας· ὡσαύτως μέσ. μέλλ. σχήσομαι, μετ’ αἰτ. ὡς τὸ ἐνεργ., ἔφαντο γὰρ οὐκέτ’ Ἀχαιοὺς σχήσεσθαι Ἰλ. Μ. 126, Ρ. 639. 6) κρατῶ στερεά, στερεώνω, ὀχῆες εἶχον πύλας Μ. 456· θύρην ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς Ω. 453· περιέχω, περικλείω, φρένες ἧπαρ, ἔχουσιν Ὀδ. Ι. 301· οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν Λ. 219. 7) κατέχω τι, κρατῶ αὐτό, ἀτὰρ δὴ ὀϊστὸν ἔχεν πάλαι, εἶχεν ἐν χειρί, Ἰλ. Ψ. 871· πληρέστερον, τὼ μὲν δὴ χεῖράς τε καὶ ἔγχεα ὀξυόεντα ἀντίον ἀλλήλων ἐχέτην μεμαῶτε μάχεσθαι Ε. 569· συχνάκις ἐπὶ ἵππων ἢ πλοίων, ὁδηγῶ, διευθύνω, ἐλαύνω, πεδίονδ’ ἔχον ὠκέας ἵππους Γ. 263, πρβλ. Λ. 760· φόβονδε Θ. 139· τῇ ῥα... ἔχον ἵππους Γ. 752, κτλ.· παρὲξ ἔχε δίφρον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 352· ἀλλά μοι εἴφ’, ὅπῃ ἔσχες ἰών εὐεργέα νῆα Ὀδ. Ι. 279· παρὰ τὴν ἤπειρον ἔχ. νέας Ἡρόδ. 6. 95, κτλ.· - ἀκολούθως συχν. ἀπολ., ἄνευ τοῦ ἵππους ἢ νῆας, τῇ ῥ’ ἔχε, κατ’ ἐκείνην τὴν διεύθυνσιν ἐξηκολούθει νὰ πορεύηται. Ἰλ. Π. 378, πρβλ. Ψ. 422· Πύλονδ’ ἔχον, ἐξηκολούθουν διευθυνόμενος πρὸς τὴν Πύλον, Ὀδ. Γ. 182, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 720· ὡσαύτως (ἰδίως ἐν τῷ μέλλοντι σχήσω καὶ ἀορ. ἔσχον), προσορμίζομαι, νέες ἔσχον ἐς τὴν Ἀργολίδα χώρην Ἡρόδ. 6. 92· σχεῖν πρὸς τὴν Σαλαμῖνα ὁ αὐτ. 8. 40· τῇ Δήλῳ, κατὰ τὸ Ποσειδώνιον Θουκ. κλ.· ποῖ σχήσειν δοκεῖς; Ἀριστοφ. Βάτρ. 188. - Ἀκολούθως προσέτι, στυγερὰν ἔχε δύσποτμον ἀρὰν ἐπ’ ἄλλοις, στρέψον αὐτὴν ἐπάνω εἰς ἄλλους, Σοφ. Φιλ. 1119· κλισίαις ὂμμ’ ἔχων, ἔχων τὸ ὄμμα προσηλωμένον πρὸς τὴν σκηνήν, ἢ κατὰ τὸν Jebb: ἔχων τὸ πρόσωπόν σου κεκρυμμένον ἐν τῇ σκηνῇ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 193· ἄλλοσ’ ὄμμα, θατέρᾳ δὲ νοῦν ἔχ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 272· τὸν δὲ νοῦν ἐκεῖσ’ ἔχει Εὐρ. Φοίν. 360· δεῦρο νοῦν ἔχε, ἔχε τὸν νοῦν σου ἐδῶ, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1181· πρός τινα ἢ πρός τι τὸν νοῦν ἔχειν Θουκ. 3. 22., 7. 19· οὕτω, πρός τινα τὴν γνώμην ἔχειν ὁ αὐτ. 3. 25. 8) κατέχω, κρατῶ, τοὺς γὰρ ἀνώγειν σφοὺς ἵππους ἐχέμεν, «κατέχειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 302. ΙΙ. 712· ἀναχαιτίζω, σταματῶ, τινά Ν. 51, Υ. 27. Ψ. 720. καὶ Ἀττ.· χεῖρας ἔχων Ἀχιλῆος, κρατῶν τὰς χεῖρας αὐτοῦ, Σ. 33· ἀλλά, οὐ σχήσει χεῖρας, «οὐκ ἐφέξει, οὐ κωλύσει» (Εὐστ.), Ὀδ. Χ. 70· ἔσχ’ ὀδύνας, «ἐπέσχεν, ἔπαυσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 848, πρβλ. 271· ἔσχε κῦμα Ὀδ. Ε. 451· μῦθον σιγῇ Τ. 502· (οὕτως, εἶχε σιγῇ καὶ ἔφραζε οὐδενὶ Ἡρόδ. 9. 93) ἀλλ’ ἔχετ’ ἐν φρεσὶ μῦθον Ὀδ. Ο. 445· σίγα δ’ ἕξ. στόμα, ἐν ἡσυχίᾳ Εὐρ. Ἱππ. 660, Ἀποσπ. 775. 56· πόδα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1159· πόδα ἔξω ἢ ἐκτός τινος ἔχειν, ἴδε ἐν λ. ποὺς Ι. 5. d. 9) κρατῶ μακράν τινος, ἐμποδίζω, τινὰ ἀγοράων, νεῶν Ἰλ. Β. 275, Ν. 687· γόων Σοφ. Ἠλ. 375· φόνου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1005· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἦ τινά... σχήσω ἀμυνέμεναι Ἰλ. Ρ. 182: - παρ’ Ἀττ., ἀναχαιτίζωἐμποδίζω ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τίς τι, τοῦ μὴ καταδῦναι Ξεν. Ἀν. 3. 5, 11, πρβλ. Ἑλλ. 4. 8, 5· ἔσχον μὴ κτανεῖν Εὐρ. Ἀνδρ. 686, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 158, κτλ.· οὐκ ἄν ποτ’ ἔσχον μὴ οὐ τάδ’ ἐξειπεῖν πατρὶ Εὐρ. Ἱππ. 658· πᾶς γὰρ ἀσκὸς δύο ἄνδρας ἕξει τοῦ μὴ καταδῦναι Ξεν. Ἀν. 3. 5, 11· τὸ μὴ ἀδικεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ., 691, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 101· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., ἔχ. τινὰ βουθυτοῦντα Σοφ. Ο. Κ. 888· μαργῶντα Εὐρ. Φοίν. 1156. 10) κρατῶ, κατακρατῶ, ὅς οἱ χρήματα εἶχε βίᾳ Ὀδ. 230, πρβλ. Δημ. 867. 26· Ἕκτορ’ ἔχει... οὐδ’ ἀπέλυσεν Ἰλ. Ω. 115, πρβλ. 136· - αὐτὸς ἔχε, παρακαλῶ, ἔχε το σύ· εὐγενὴς τρόπος ἀποποιήσεως, Εὐρ. Κύκλ. 270. 11) προφυλάττω, σῴζω, Ἰλ. Ω. 730· ἐπὶ ὁπλισμοῦ, ὑπερασπίζω, προστατεύω, Χ. 322. 12) τηρῶ ἔν τινι καταστάσει (ἀνωτέρω Ι. 12), εἶχον ἀτρέμας σφέας αὐτοὺς Ἡρόδ. 9. 54, πρβλ. 53, Ἀριστοφ. Θεσμ. 230· ἔχ. ἑαυτὸν κατ’ οἴκους Ἡρόδ. 3. 79· ἐκποδὼν Αἰσχύλ. Πέρσ. 344, Ξεν.· σῖγα νάπη φύλλ’ εἶχε Εὐρ. Βάκχ. 1084· τοὺς στρατιώτας πολλὰ πεπονηκότας... ἔχειν Ξεν. Κύρ. 7. 2, 11. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρεμφ., ἔχω τὰ μέσα ἢ τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, εἶμαι ἱκανός, συχν. ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου καὶ ἐφεξῆς, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρεμφ. ἀορίστ., ὡς ἐν Ἰλ. Η. 217, Π. 110, κτλ.· σπανίως μετὰ παραλείψεως τοῦ ἀπαρεμφάτου, ἀλλ’ οὔ πως ἔτι εἶχε, εἰσέτι δὲν ἠδύνατο, Ἰλ. Ρ. 354· οἷά κ’ ἔχωμεν, ἐφ’ ὅσον δυνάμεθα, Ὀδ. Ο. 281· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., ἐξ οἵων ἔχω Σοφ. Ἠλ. 1279· ἀφ’ ὧν ἔχοι τε καὶ δύναιτο ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 315· ὅσον εἶχες Εὐρ. Ι. Α. 1453· ὡς ἔχω ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 614· ἀλλὰ πάντοτε δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν ἀπαρέμφατον ἐκ τῶν συμφραζομένων. 2) μεθ’ Ὅμ., οὐκ ἔχω, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, οὐκ οἶδα, ἀγνοῶ, δὲν εἰξεύρω..., οὐκ εἶχον τίς ἂν γενοίμην Αἰσχύλ. Πρ. 905, πρβλ. Ἰσοκρ. 259C· οὐδ’ ἔχω πῶς με χρὴ... ἀφανίσαι Σοφ. Ο. Κ. 1710· οὐκ ἔχων ὅ τι χρὴ λέγειν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24· οὐκ ἔχω ποῦ πέσω Σοφ. Τρ. 705· ὅπως μολούμεθ’ οὐκ ἔχω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1743· αἱ δύο συντάξεις συνδυάζονται ἐν Ἀντ. 270, οὐ γὰρ εἴχομεν οὔτ’ ἀντιφωνεῖν, οὔθ’ ὅπως... πράξαιμεν. Β. ἀμεταβ., εὑρίσκομαι ἔν τινι καταστάσει ἀλλ’ ἔχον οὕτως, ὥστε τάλαντα..., ἀλλ’ εἶχον, δηλ. ἦσαν ἴσοι ὡς αἱ πλάστιγγες..., Ἰλ. Μ. 433· ἕξω, ὡς ὅτε τις στερεὴ λίθος ἠὲ σίδηρος, «κατάσχω τὸ πρᾶγμα, σιγήσω... ἢ καὶ ἄλλως κοινότερον ἀντὶ τοῦ διατεθῶ ἐφ’ οἷς παραγγέλλεις» (Εὐστ.), Ὀδ. Τ. 494, πρβλ. Ἰλ. Ν. 679, Ω. 27· οὐδὲ οἱ ἔγχος ἔχ’ ἀτρέμας, ἔμενεν ἥσυχον εἰς τὰς χεῖράς αὐτοῦ, Ν. 557· οὕτω παρ’ Ἀττ., σχὲς οὗπερ εἶ, μεῖνον ἐκεῖ ὅπου εἶσαι, Σοφ. Ο. Κ. 1169· ἔχειν κατὰ χώραν Ἀριστοφ. Βάτρ. 793, διὰ φυλακῆς ἔχειν, φυλάττεσθαι, Θουκ. 2. 81· ἔχ’ ἠρέμα, μένε ἥσυχος, ἡσύχασον, Πλάτ. Κρατ. 399Ε, κτλ.· ἔχε δή, στάσου τώρα, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 349D, Γοργ. 460Α (ἔνθα ἴδε Heind.),· κτλ.· ἔχε αὐτοῦ Δημ. 1109. 6· ἔχε νῦν, ἔχε οὖν, καὶ ἔχε μόνον ὡς τὸ ἄγε Ἀριστοφ., Πλάτ., κτλ. 2) μετὰ γεν. ἀπέχομαι ἀπό τινος, πολέμου Θουκ. 1, 112· πρβλ. Γ. IV. 2. 3) μετὰ γεν. ὡσαύτως, λαμβάνω μέρος εἴς τι, «ἔχω νὰ κάμω» μέ τι, μαντικῆς τέχνης Σοφ. Ο. Τ. 709· συχνότερον μετὰ προθ., ἐνασχολοῦμαι εἴς τι, ἐργάζομαι περί τι, «καταγίνομαι», ἀμφί τι Αἰσχύλ. Θήβ. 102, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 26, κτλ.· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 4, 28. ΙΙ. ἁπλῶς, εἶμαι, ἑκὰς εἶχον, ἦσαν μακράν, Ὀδ. Μ. 435· ὄμβρος ἔχει Ν. 245· ἔχ. κατ’ οἶκον Ἡρόδ. 6. 39· ἔχ. ἐν ἀνάγκαισι Εὐρ. Βάκχ. 89, ἔνθα ἴδε τὸν Elmsl.· ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Ἀριστοφ. Βάτρ. 704· ὅπου συμφορᾶς ἔχεις Εὐρ. Ἠλ. 238· ἐκποδὼν ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1226, κτλ. 2) συχνάκις μετὰ τὰ Ἐπιρρ. τρόπου, εὖ ἔχει Ὀδ. Ω. 245· συχνότατα παρ’ Ἀττ., ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, καλῶς ἔχει, κακῶς ἔχει, Λατ. bene habet, male habet, οὕτως ἔχει Ἀριστοφ. Πλ. 110· οὕτως ἐχόντων, quum res itase habeant, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 10· ὡς ὧδ’ ἐχόντων Σοφ. Αἴ. 981· οὕτω διὰ στέρνων ἔχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 639· οὕτως ἔχειν περί τινος Ἡρόδ. 6. 16, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 7· πρός τι Δημ. 122. 26· τῇδ’ ἔχ. Σοφ. Φιλ. 1336· κοσμίως ἔχ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 853· ἥδιον ἔχ. πρός τινα Δημ. 127. 8, κτλ.· ὡς εἶχε Ἡρόδ. 1. 114, Θουκ. 1. 134, κ. ἀλλ.· ὡς ἔχω, Ἀριστοφ. Λυσ. 610· ὥσπερ ἔχομεν Θουκ. 3. 30, ἔνθα ἴδε τὸν Duker.· ἔχ. ταὐτόν, idem valet, Εὐρ. Ὀρ. 308· τἀναντία εἶχεν Δημ. 121. 19· ἀσφαλέως, ἀναγκαίως ἔχει = ἀσφαλές, ἀναγκαῖόν ἐστι, Ἡρόδ. 1. 86., 9. 27· καλῶς ἔχει, ὡς καὶ νῦν, ἴδε καλὸς Γ. Π. 6. β) συχνάκις προστίθεται γενικὴ τρόπου, εὖ ἔχειν τινός, ἔχειν καλῶς ὡς πρός τι, ἔχειν ἀφθονίαν αὐτοῦ, καλῶς ἔχω τῆς μέθης, εἶμαι ἀρκετὰ καλὰ μεθυσμένος, Ἡρόδ. 5. 20· σπόρου ἀνακῶς ἔχω, καταγίνομαι ἐπιμελῶς εἰς τὸ σπείρειν, ὁ αὐτ. 8, 109· εὖ ἔχειν φρενῶν, σώματος Εὐρ. Ἱππ. 462, Πλάτ. Πολ. 404D· πρβλ. ἥκω Ι. 2. γ· οὕτως, ὡς ποδῶν εἶχον, ὅσον ταχέως ἠδύναντο νὰ δράμωσι, Ἡρόδ. 6. 116· ὡς τάχεος εἶχεν ἕκαστος ὁ αὐτ. 8. 107· ὡς… τις εὐνοίας ἢ μνήμης ἔχοι Θουκ. 1. 22· ὡς ὀργῆς ἔχω Σοφ. Ο. Τ. 345, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 313, 857, κτλ.· πῶς ἔχεις δόξης; Πλάτ. Πολ. 456D· οὕτω τρόπου ἔχεις Ξεν. Κύρ. 7. 5, 56· μετρίως ἔχ. βίου Ἡρόδ. 1. 32· ὑγιεινῶς ἔχ.... αὑτοῦ καὶ σωφρόνως Πλάτ. Πολ. 571D: ― ἀλλ’ ὡσαύτως, εὖ ἔχ. τὸ σῶμα ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 464Α, Ξεν. Οἰκ. 21. 7· οὕτως ἔχ. τῇ φύσει, τῇ διανοίᾳ Δημ. 330. 6, Λυκοῦργ. 157. 14, πρβλ. Ἰσοκρ. 191Α. 3) λόγος ἔχει, διαδίδεται, λέγεται, ἴδε Bast Ep. Cr. σ. 239. ΙΙΙ. ἐπὶ διευθύνσεως, κρατῶ ἢ διευθύνω τι πρός τι, ἴδε ἀνωτ. Α. Π. 7. 2) ἵσταμαι ὄρθιος, ἐξέχω, κίονες ὑψόσ’ ἔχοντες, «τουτέστιν ἀναβαίνοντες καὶ ὡς οἷον ἀνίσχοντες ἢ καὶ ὑψοῦ ἀνέχοντες τὰς δοκοὺς» (Εὐστ.), Ὀδ. Τ. 38· δι’ ὤμου δ’ ὄβριμον ἔγχος ἔσχεν, «διέσχε, διῆλθεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 520. 3) ἄγω, φέρω πρός τι σημεῖον, ὁδοὶ ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἔχ. Ἡρόδ. 1. 180, πρβλ. 191., 2. 17· ἔχω εἴς τι, δεικνύω πρός τι σημεῖον, διευθύνομαι, τείνω πρός τι, ἔχθρα ἔχουσα ἐς Ἀθηναίους ὁ αὐτ. 5. 81, τὸ ἐς Ἀργείους ἔχον, ὅ,τι ἀποβλέπει εἰς τοὺς Ἀργ., ὁ αὐτ. 6. 19· τὰ ἐς τὴν ἀπόστασιν ἔχοντα ὁ αὐτ. 6. 2, κτλ.· ― ὡσαύτως ἐπὶ τόπου, ἐκτείνομαι, ἐπ’ ὅσον ἔποψις τοῦ ἱροῦ εἶχε ὁ αὐτ. 1. 64. 4) ἐπί τινι ἔχω, ἔχω ἐχθρικὰς διαθέσεις πρός τινα..., ὁ αὐτ. 6. 49, Σοφ. Ἀντ. 986: πρβλ. ἐπέχω ΙΙΙ. IV. μεθ’ Ὅμ. τὸ ἔχω ἑνοῦται μετὰ μετοχ. ἀορ. ἑτέρου ῥήματος, κρύψαντες ἔχουσι, ἀντὶ κεκρύφασι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 42· ἀποκληΐσας ἔχεις, ἀντὶ ἀποκέκλεικας, Ἡρόδ. 1. 37· ἐγκλείσασ’ ἔχει Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 355, πρβλ. Θεσμ. 706· ― τὸ ἔχω ἐνίοτε δίδει σημασίαν ἐνεστῶτος εἰς τὸν ἀόρ., ὡς θαυμάσας ἔχω, εὑρίσκομαι ἐν καταστάσει θαυμασμοῦ, Σοφ. Φιλ. 1326· ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει, ὅστις νῦν ἔχει αὐτὸν ἐν ἀτιμίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 33, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 22, 32, 77, κτλ.: ― σπανιώτερον μετὰ μετχ. ἄλλων χρόνων, πρκμ., ὁ αὐτ. ἐν. Ο. Τ. 701, Φιλ. 600, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 14., 4. 7, 1· ἐνεστ., Εὐρ. Τρῳ. 318. ― Ἡ περίφρασις αὕτη φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ πρῶτον βῆμα πρὸς τὴν μεταγεν. χρῆσιν τοῦ βοηθητικοῦ ῥήματος ἔχω πρὸς ἔκφρασιν τοῦ πρκμ., πρβλ. εἰμὶ Β. 2. ― Ἀλλά, 2) ἡ μετοχὴ ἔχων μετὰ τοῦ ἐνεστ. προστίθησι τὴν ἔννοιαν τῆς διαρκείας εἰς τὴν παροῦσαν πρᾶξιν, ὡς, τί κυπτάζεις ἔχων; τί ἐξακολουθεῖς νά…, Ἀριστοφ. Νεφ. 509· τί δῆτα διατρίβεις ἔχων; διὰ τί ἐπιμένεις ἀργοπορῶν; ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 1151· τί γὰρ ἕστηκ’ ἔχων; αὐτόθι 853, πρβλ. Θεσμ. 473, 852· ἢ ἄνευ ἐρωτ., φλυαρεῖς ἔχων, ληρεῖς ἔχων, συνεχῶς φλυαρεῖς, δὲν παύεις φλυαρῶν, Πλάτ. Γοργ. 490Ε, 497Α, πρβλ. Εὐθύδ. 295C, Θεόκρ. 14. 8. 3) πλεοναστ., ἐστὶν ἔχον = ἔχει, Ἡρόδ. 1. 86· ἐστὶν ἀναγκαίως ἔχων = ἔχει ἀναγκαίως, Αἰσχύλ. Χο. 237, Ἀριστοφ. Εἰρ. 334. Γ. Μέσ., προσκολλῶμαι εἴς τι, «κρατοῦμαι», ποτὶ μακρὸν ἐρινεὸν ὑψόσ’ ἀερθείς, τῷ προσφὺς ἐχόμην ὡς νυκτερὶς Ὀδ. Μ. 433, πρβλ. Ἰλ. Α. 513, Ὀδ. Ι. 435, κτλ.· πυκιναὶ δὲ πρὸς ἀλλήλῃσι ἔχονται (αἱ ἄκανθαι) Ε. 329: ― κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἐπεσσύμενος λάβε πέτρης, τῆς ἔχετε στενάχων, εἴχετο αὐτῆς, ἐκράτει αὐτὴν δυνατά, αὐτόθι 429, πρβλ. Ι. 435· βρετέων Αἰσχύλ. Θήβ. 98· ἑξόμεσθά σου Ἀριστοφ. Πλ. 101. 2) μεταφ., προσκολλῶμαι, ἀφοσιοῦμαι εἴς τι, ἔργου Ἡρόδ. 8. 11, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 10· βιοτᾶς, ἐλπίδος Εὐρ. Ἴων 491, Ἰνὼ 21 (ἐν τοῖς Ἀποσπ.)· τῆς αὐτῆς γνώμης Θουκ. 1. 140· δράττομαί τι, ὠφελοῦμαι ἔκ τινος, ἔχεο τῶν ἀγαθῶν Θέογν. 32· προφάσιος ἔχεσθαι Ἡρόδ. 6. 94· ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπί τινος, ἀμφοτέρων τῶν ἐπωνυμιέων ὁ αὐτ. 2. 17· ἐπιχειρῶ τι μετὰ ζήλου, ἐπιλαμβάνομαι, μάχης... ἧς νῦν ἔχονται Σοφ. Ο. Κ. 424· κοινῇ τῆς σωτηρίας ἔχεσθαι Ξεν. Ἀν. 6. 3, 17, εἶμαι ζηλωτής τινος, τῆς ἀληθείας Πλάτ. Νόμ. 709C. 3) ἔρχομαι ἀμέσως κατόπιν, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, αὐτόθι 1. 8, 4· ἕπεσθαι ἐχομένους... τῶν ἁρμάτων ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 1, 9· τῆς πληγῆς ἔχεται, ἀκολουθεῖ τὸ κτύπημα, Δημ. 51. 27: ― ἐπὶ λαῶν ἢ χωρῶν, εἶμαι πλησίον, προσεγγίζω, συνορεύω, τινος Ἡρόδ. 4. 169, Θουκ. 2. 96, κτλ.· οἱ ἐχόμενοι, οἱ ὅμοροι, οἱ γειτνιάζοντες λαοί, Ἡρόδ. 1. 134: ἐπὶ χρόνου, τὸ ἐχόμενον ἔτος, τὸ ἐρχόμενον, τὸ προσεχές, Θουκ. 6. 3· τὰ ἐχόμενα, τὰ ἀκολουθοῦντα, Πλάτ. Γοργ. 494Ε, Ἰσοκρ. 121D. 4) ἐξαρτῶμαι, ἔκ τινος Ὀδ. Ζ. 197, Λ. 346· μετὰ γεν., σέο ἕξεται Ἰλ. Ι. 102. 5) ἀνήκω εἴς τινα, ὅσα ἔχεται τῶν αἰσθήσεων, τῶν διδασκάλων Πλάτ. Νόμ. 661Α, Πρωτ. 319Ε, κτλ.· ἡ μετοχὴ παρ’ Ἡροδ. εἶναι συχνάκις περιφρ., τὰ τῶν ὀνειράτων, καρπῶν, σιτίων, οἰκετῶν ἐχόμενα, ἅπερ ὄντως εἶναι = τὰ ὀνείρατα, τὰ σιτία, κτλ., Ἡρόδ. 1. 120, 190, 2. 77., 3. 25, 66, κτλ. ΙΙ. ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα, καλύψασα τὰς ἑαυτῆς παρειὰς διὰ τῶν ἁπαλῶν ἢ καλῶν κρηδέμνων, Ὀδ. Α. 334, Φ. 65· ἀσπίδα πρόσθ’ ἔσχετο, ἐκράτησε τὴν ἀσπίδα ἔμπροσθεν ἑαυτοῦ, Ἰλ. Μ. 294, πρβλ. 298, Υ. 262. ΙΙΙ. κρατῶ τὴν θέσιν μου, ἀντέχω, ἔφαντο γὰρ οὐκέτ’ Ἀχαιοὺς σχήσεσθαι, «ᾠήθησαν γὰρ μηκέτι τοὺς Ἕλληνας ἀνθέξειν» (Θ. Γαζῆς), Μ. 126· ἔχεο κρατερῶς, «ἀνθίστασο ἰσχυρῶς» (Θ. Γαζῆς), Π. 501, Ρ. 559. 2) μετ’ αἰτ., ἀποκρούω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἀπωθῶ, οὐδ’ ἔτι φασὶν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο μένος καὶ χεῖρας ἀάπτους σχήσεσθ’, ὅτι θὰ δυνηθῶσι ν’ ἀποκρούσωσι, Ρ. 639. IV. κατέχομαι, σταματῶ, ἐν τῇ δ’ ἑβδομάτῃ ῥινῷ σχέτο (τὸ ἔγχος), Η. 248· ἔσχετο φωνὴ Ρ. 696, κτλ. 2) ἀπέχομαί τινος, ἀϋτῆς, μάχης Β. 98, Γ. 84· βίης Ὀδ. Δ. 422· ἐχώμεθα δηϊοτῆτος ἐκ βελέων Ἰλ. Ξ. 129· τῆς τιμωρίης Ἡρόδ. 6. 85· τῶν ἀθίκτων Σοφ. Ο. Τ. 891, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α 328· ― οὕτως, οὐκ ἂν ἐσχόμην τὸ μὴ ἀποκλῇσαι τοὐμὸν ἄθλιον δέμας Σοφ. Ο. Τ. 1387: ― ὡσαύτως, κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι, «κακῶν ἀπέχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 316· Μενέλεω σχέσθαι χέρα Εὐρ. Ρῆσ. 174: ― ἀπολ., σχέο, σχέσθε, ἐπίσχες, παῦσαι, Ἥφαιστε, σχέο, τέκνον ἀγακλεὲς Ἰλ. Φ. 379· σχέσθε, φίλοι, καί μ’ οἶον ἐάσατε, «παύσασθε, ὦ φίλοι, καὶ ἄφετέ με μόνον» (Θ. Γαζῆς), Χ. 416. V. ἀνέχομαι, ἄθαπτον ἐσχόμην νέκυν (δηλ. εἶναι) = ἀνεσχόμην, Σοφ. Ἀντ. 466.

English (Autenrieth)

subj. 2 sing. ἔχῃσθα, ipf. εἶχον, ἔχον, iter. ἔχεσκον, fut. ἕξω, σχήσω, aor. ἔσχον, inf. σχέμεν, mid. fut. ἕξεται, σχήσεσθε, aor. ἐσχόμην, imp. σχέο, par allel forms of aor. act. ἔσχεθον, σχεθέειν: hold, have.—I. act. (and pass.) —(1) trans., hold, in the hands, Il. 1.14; or in any way or direction, hencewear,’ Il. 13.163, Il. 23.136, Il. 16.763, Od. 19.225; ‘hold up,’ ‘support,’ Od. 1.53; ‘hold back,’ ‘stop,’ Il. 4.302, Il. 12.456; and similarly of holding something to a course, ‘guide,’ ‘steer,’ a ship, horses, Od. 9.279, Il. 13.326; met., of holding watch, holding under one's protection, I 1, Il. 24.730; also have, keep, esp. ‘have to wife,’ Od. 4.569; as one's abode, ‘inhabit,’ Il. 5.890; under one's authority, Od. 2.22; and w. inf., ‘be able,’ Il. 16.110, Od. 12.433. Pass., Il. 7.102.—(2) intrans., hold still, or in some position, ἕξω, ὡς λίθος, Od. 19.494; also of motion, direction, ἔγχος ἔσχε δἰ ὤμου, simply giving verbal force to the prep. διά, Il. 13.520; freq. w. an adv., ῥίζαι ἑκὰς εἶχον, were ‘far reaching,’ Od. 12.435; εὖ ἔχει, ‘it is well,’ Od. 24.245; answering to the trans. use w. νῆα, ἵππους, but without object, ‘steer,’ ‘drive,’ Od. 3.182, Il. 23.401; and similarly where no object can be thought of, ἐπὶ δ' αὐτῷ πάντες ἔχωμεν, ‘have at him,’ Od. 22.75.—II. <<>*<>>id., hold something for oneself, or of one's own, hold fast, hold still, cease from, hold on to something (τινός); ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα, ‘before her cheeks,’ Od. 1.334, Il. 20.262; ἔχεο κρατερῶς, Il. 16.501; τῷ προσφὺς ἐχόμην ὡς νυκτερίς, Od. 12.433; ἔσχετο φωνή, ‘stuck,’ ‘stopped,’ Il. 17.696, Il. 21.345; w. gen., Il. 2.98; metaph., ‘depend on,’ σέο ἕξεται, Il. 9.102, ζ 1, Od. 11.346.

English (Slater)

ἔχω (ἔχω, -εις, -ει, -ομεν, -οντι; ἔχω, -ῃ; ἔχων, -οντ(α), -οντες; -οισα, -οίσας; ἔχειν: impf. εἶχε, ἔχε(ν), ἔχον: fut. [[[ἕξω]] codd.], σχήσει codd., ἕξει; σχήσοι: aor. ἔσχε(ν), ἔσχετ[ε], ἔσχον; ἔσχεθε, σχέθον; σχέθοι; σχεθών; σχεῖν, σχεθέμεν: med. impf. εἴχετ(ο): aor. pro pass. σχόμεναι.)
   1 have, hold.
   1 generally,
   a have, possess, have in keeping (Πέλοψ) τύμβον ἀμφίπολον ἔχων (O. 1.93) ὅθεν σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου (Aristarchus: ἔχοντι codd.) (O. 2.46) εἰ δέ μιν (= ὄλβον) ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον (O. 2.56) Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον (O. 2.77) καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ (O. 7.48) ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (O. 7.74) τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν (P. 2.57) λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν (P. 3.89) μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (P. 5.46) Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας (P. 8.4) Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας (P. 8.78) οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν (N. 1.31) ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (N. 7.94) παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν (N. 7.100) εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (N. 11.13) πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν (I. 5.14) πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (I. 5.47) “μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; (Pae. 4.48) ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 9. as epexeg. inf., ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν (O. 1.71) καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν (P. 5.120) ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον (P. 12.22)
   b hold (in one's grip) ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (N. 4.36) σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς (Elmsley: σχέθων codd.: ἐνδεξιωσάμενος πατέρα interpr. Schr.) (P. 6.19)
   c support ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7.
   2
   a rule over ὦ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις (O. 4.6) Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει μοιράν τ' ἀέθλων (O. 6.79) ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ (O. 7.70) ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν (N. 4.48)
   b dwell in πόλιν· ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι (P. 5.82) “ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων;” (P. 9.34)
   3
   a contain, preserve τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον (P. 5.39)
   b enfold ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν (P. 4.79)
   c = φέρω, bear of a pregnant woman. ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος (O. 9.61)
   4 = κατέχω.
   a restrain, check τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ (P. 4.75) τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος (ἔσχε coni. Schr.) fr. 232.
   b hold back, prevent c. inf. ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων (N. 11.23)
   c prevent c. part. ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν, κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι (I. 4.54)
   5 = παρέχω.
   a provide ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον (O. 7.87) ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει (P. 4.286) ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν (P. 9.79) ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων (v. μομφά; cf. fr. 359) (I. 4.36)
   b keep c. dupl. acc., pr. adj., simm. Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον (O. 2.36) ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον (O. 2.76) οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον (O. 9.33) καλὰ γινώσκοντ' ἐκτὸς ἔχειν πόδα (P. 4.289) cf. ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (O. 6.8) ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί ( keeps this as a revered honour v. ὀφθαλμός) (P. 5.17) in tmesis, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (v. ἀπέχω) (O. 2.69)
   6
   a of non physical things, have, enjoy ὁ νικῶν ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν (O. 1.98) θεὸς τεαῖσι μήδεται ἔχων τοῦτο κᾶδος, Ἱέρων, μερίμναισιν (O. 1.107) δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας (O. 6.82) Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν (O. 13.37) Χίρωνα νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον (P. 3.5) ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν (P. 3.111) τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς (P. 8.24) πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν (P. 8.91) “μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἦτορ ἔχοισα” (P. 9.32) τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἀρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός (P. 10.62) ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος (N. 3.73) ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (byz.: ἕξω codd.) (N. 5.20) ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν (N. 6.54) τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶνπλεῖστος (N. 7.23) κτεάνωνψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες (N. 9.32) βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν (N. 10.19) βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος (I. 1.62) ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν (I. 2.4) ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει (I. 5.33) τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (unus cod. Stobaei: ἰσχύει rell.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2. and so, ἔχει θαλίας καὶ πόλις holds, celebrates (O. 7.93)
   b = πάσχω, have, be subject to ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον (O. 1.59) ἅλιον ἔχοντες, ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον (O. 2.62) ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι (v.l. ὀχοίσας) (P. 2.79) ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος (P. 3.24) χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα (? i. e. ὕμνος) (N. 3.12) πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων (N. 4.76) ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι (N. 7.13) κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια (N. 7.52) ἔνθ' ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος (I. 7.36) ἐπαγορίαν ἔχει (ἐπίμωμός ἐστι interpr. Hesych.) ?fr. 359.
   7 possess, sway τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν (O. 3.33) ἔρως γὰρ ἔχεν (sc. αὐτούς: ἔσχεν cod., corr. Er. Schmid) (I. 8.29) med. aor. pro pass., δεί]ματι σχόμεναι φύγον[ (sc. ἀμφίπολοι) (Pae. 20.17)
   8 have in mind, know εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι (O. 8.4) εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν (P. 3.103) ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί (N. 3.41) λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω (N. 3.53)
   9 acquire, get oneself (aor. only, but v. (P. 2.30) ) Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν (O. 1.71) ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ (O. 2.9) Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν (O. 9.88) ἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι (P. 1.65) [ἐξαίρετον ἔχε μόχθον (Th. Mag.: ἔσχε codd.: ἕλε Mosch) (P. 2.30) ] (Ἀρκεσίλαν) ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν (P. 5.105) σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων (σχήσει v.l.) (P. 9.116) Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις (P. 11.48) Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων (N. 10.24) ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν (N. 10.32) μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν (I. 2.37) ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον (Pae. 5.39) Μοῖσαι, τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν (Pae. 6.57)
   10 be able c. inf. ἔχω καλά τε φράσαι (O. 13.11) τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν (P. 2.57) οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε (N. 7.56), cf. (I. 5.47)
   11 intrans.,
   a c. adv., fare ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν (Hermann: εὖ δ(ὲ) ἔχοντες codd.: εὖ δὲ τυχόντες Boeckh) (O. 5.16)
   b without adv., keep, stay ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ (P. 1.72) v. E. Fraenkel, Horace, 279, 3.
   12 med., c. gen.,
   a cling to, be held by δράκοντος δ' εἴχετο λαβροτατᾶν γενύων (sc. δέρμα λαμπρόν) (P. 4.244)
   b met., lay hold of, set oneself to εἴχετ' ἔργου (sc. Ἰάσων) (P. 4.233)
   13 frag. εἶχε Πα. 7C. a. 3. ]σχήσει πολι[ (Pae. 21.17) τί κέ τις ἐσχ[ Δ. 4b. 11. ]ν ἰων ἕχον[ ?fr. 345. 12.

Spanish

poseer, tener, sostener, mantener

English (Abbott-Smith)

ἔχω, [in LXX for אָצֵל (ἐχόμενος), יֵשׁ,בַּעַל, etc., 59 words in all;]
(on the Aktionsart of the various tenses, v. M, Pr., 110, 145, 150, 183), to have, as in cl., in various senses and constructions.
I.Trans.;
1.1. to have, hold, hold fast, etc.;
(a)to hold, as, in the hand: Re 5:8 14:6, al.; ἐν τ. χειρί, Re 1:16 10:2, al.;
(b)of arms and clothing, = φέρω, φορέω, to bear, wear: Mt 3:4 22:12, al.; so freq. pres. ptcp. (LS, s.v., A, I, 6; Bl., 74, 2), Mk 11:13, Jo 18:10, Re 9:17, al.;
(c)of a woman, ἐν γαστρὶ ἔ, to be with child: Mk 13:17, Ro 9:10;
(d)to hold fast, keep: Lk 19:20; metaph., of the mind and conduct, Mk 16:8 (cf. Jb 21:6, Is 13:8; Deiss., BS, 293; Field, Notes, 44f.), Jo 14:21, Ro 1:28, I Ti 3:9, II Ti 1:13, Re 6:9, al.;
(e)to involve: He 10:35 (LXX), Ja 1:4, I Jo 4:18; (f) = Lat. habere (Bl., §34, 5; 73, 5), to hold, consider: c. acc. et predic. ptcp., Lk 14:18; c. acc, seq. ὡς, Mt 14:5; εἰς (Hebraism), Mt 21:46; on (Bl., §70, 2), Mk 11:32.
2.to have, possess;
(a)in general, c. acc. rei: Mt 19:22, Mk 10:22, Lk 12:19, Jo 10:16, I Co 11:22, al.; of wealth or poverty, absol., ἔχειν (neg. οὐκ, μή), Mt 13:12 25:29, II Co 8:12; ἐκ τ. ἔχειν, according to your means, II Co 8:11;
(b)of relationship, association, et.: πατέρα, Jo 8:41; γυναῖκα (MM, xiv), I Co 7:2; φίλον, Lk 11:5; βασιλέα, Jo 19:15; ποιμένα, Mt 9:36; c. dupl. acc, Mt 3:9, al.;
(c)of parts or members: ὦτα, Mt 19:15; μέλη, Ro 12:4; θεμελίους,
(d)c. acc, as periphrasis of verb: μνεῖαν ἔ. (= μεμνῆσθαι), I Th 3:6; ἀγάπην, Jo 13:35; γνῶσιν, I Co 8:1; πεποίθησιν, II Co 3:4; θλίψιν, Jo 16:33, etc. (Thayer, s.v., I, 2, f., g.);
(e)of duty, necessity, etc.: ἀνάγκην, I Co 7:37; νόμον, Jo 19:7; ἐπιταγήν, I Co 7:25; ἀγῶνα, Phl 1:30; κρίμα, I Ti 5:12;
(f)of complaints and disputes; κατά, c. gen. pers., Mt 5:23, Mk 11:25; id. seq. ὅτι, Re 2:4, 20; c. acc. seq. πρός, Ac 24:19, al.;
(g)c. inf.,
(α)(cl.) to be able (Field, Notes, 14): Mt 18:25, Mk 14:8 (sc. ποιῆσαι), Lk 12:4, Ac 4:14, al;
(β)of necessity (BL, §69, 4): Lk 12:50, Ac 23:17-19 28:19.
II.Intrans. (BL, §53, 1), to be in a certain condition: ἑτοίμως ἔ., c. inf., Ac 21:13, II Co 12:14; ἐσχάτως (q.v.), Mk 5:23; κακῶς, to be ill, Mt 4:24, al.; καλῶς, Mk 16:[18]; κομψότερον, Jo 4:52; πῶς, Ac 15:36; impers., ἄλλως εἴχει, it is otherwise, I Ti 5:25; οὕτως, Ac 7:1, al.; τὸ νῦν ἔχον, as things now are (To 7:11), Ac 24:25.
III.Mid., -ομαι, to hold oneself fast, hold on or cling to, be next to: c. gen., τ. ἐχόμενα σωτηρίας, He 6:9 (Rendall, in l.); ptcp., ὁ ἐχόμενος, near, next: of place, Mk 1:38; of time, τ. ἐχομένη (ἡμέρα, expressed or understood), Lk 13:33, Ac 20:15 21:26; (σαββάτῳ), Ac 13:44. (Cf. ἀν-, προσ-αν-, ἀντ-, ἀπ-, ἐν-, ἐπ-, κατ-, μετ-, παρ-, περι-, προ-, προσ-, συν-, ὑπερ-, ὑπ-έχω.)

English (Strong)

including an alternate form scheo (used in certain tenses only) a primary verb; to hold (used in very various applications, literally or figuratively, direct or remote; such as possession; ability, contiuity, relation, or condition): be (able, X hold, possessed with), accompany, + begin to amend, can(+ -not), X conceive, count, diseased, do + eat, + enjoy, + fear, following, have, hold, keep, + lack, + go to law, lie, + must needs, + of necessity, + need, next, + recover, + reign, + rest, + return, X sick, take for, + tremble, + uncircumcised, use.

Greek Monotonic

ἔχω: παρατ. εἶχον, Επικ. ἔχον, Ιων. ἔχεσκον· μέλ. ἕξω ή σχήσω, αόρ. βʹ ἔσχον· προστ. σχές, απαρ. σχεῖν (για τον ποιητ. τύπο ἔσχεθον, βλ. *σχέθω), παρακ. ἔσχηκα· Επικ. ὄχωκα — Μέσ., μέλ. ἕξομαι ή σχήσομαι, αόρ. βʹ ἐσχόμην, Επικ. γʹ ενικ. σχέτο· προστ. σχοῦ, σχέσθον, σχέσθε· απαρ. σχέσθαι — Παθ., αόρ. αʹ ἐσχέθην· Μέσ. αόρ. βʹ επίσης, με Παθ. σημασία.
Α. μτβ., κύριες σημασίες: έχω, κρατώ·
I. 1. έχω, κατέχω, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁ ἔχων, ο πλούσιος, σε Σοφ.· οἱ οὐκ ἔχοντες, οι φτωχοί, σε Ευρ.· με γεν. διαιρ μαντικῆς ἔχ. τέχνης, σε Σοφ. — Παθ., κατέχομαι από, ανήκω σε, τινι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. έχω την επιμέλεια, επιτηρώ, πύλας, στο ίδ.· φυλακὰς ἔχον, περιφρουρούσαν, στο ίδ. κ.λπ.
3. με αιτ. τόπου, ζω, διαμένω σε έναν τόπο, κατοικώ, συχνάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.
4. έχω γυναίκα, σύζυγο, στο ίδ. κ.λπ.
5. έχω στο σπίτι μου, φιλοξενώ, σε Ομήρ. Οδ.
6. μτχ. ενεστ. με ρήμα, ἔχων ἀτίταλλε, τα είχε και τα πρόσεχε, δηλ. τα φρόντιζε πολύ, σε Ομήρ. Ιλ.· ὃς ἂν ἥκῃ ἔχων στρατόν, ο οποιοσδήποτε μπορεί να έχει έρθει με στράτευμα, σε Ηρόδ.
7. λέγεται για συνήθειες ή καταστάσεις, γῆρας ἔχ., περιφραστικά αντί γηράσκειν, σε Ομήρ. Οδ.
8. όπως το Λατ. teneo, έχω εμπειρία ενός πράγματος, ξέρω, γνωρίζω, καταλαβαίνω, κατανοώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ἔχεις τι; tenes? κατάλαβες; σε Αριστοφ.
9. συνεπάγομαι, έχω ως συνέπεια, έχω ως επακόλουθο, προξενώ, ἀγανάκτησιν, σε Θουκ.
10. ἔχειν σταθμόν, έχω τέτοιο βάρος, ζυγίζω τόσο, σε Ηρόδ.
II. 1. κρατώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἔχ.ἐν χερσίν, σε Ηρόδ.· μετὰ χερσίν, σε Ομήρ. Ιλ.· διὰ χειρός, σε Σοφ. κ.λπ.
2. κρατώ σφιχτά, ἔχειν τινὰ χειρός, ποδός, κρατώ κάποιον από το χέρι, από το πόδι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔχειν τινὰ μέσην, αρπάζω κάποιον από τη μέση, λέγεται για παλαιστές, σε Αριστοφ.
3. λέγεται για γυναίκα, είμαι έγκυος, κυοφορώ, Λατ. utero gestare, σε Ηρόδ.· ἐν γαστρὶ ἔχειν, στον ίδ.
4. αποκρούω, εμποδίζω, Λατ. sustinere, μ' αυτή τη σημασία ο Όμηρ. χρησιμ. μέλ. σχήσω, σχήσομαι.
5. κρατώ σταθερά, στερεώνω, κρατώ κλειστά, όπως κρατούν οι μπάρες μια πύλη, σε Ομήρ. Ιλ.· περιέχω, περικλείω, σε Όμηρ.
6. κρατώ ή συγκρατώ σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, όπως το ἐπέχω, ὀϊστὸν ἔχε, το έβαλε στο σημάδι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για άλογα ή πλοία, κατευθύνω, οδηγώ, διευθύνω, στο ίδ.· έπειτα, απόλ., τῇ ῥ' ἔχε, μ' αυτόν τον τρόπο κρατήθηκε εντός της πορείας του, στο ίδ.· επίσης, πιάνω λιμάνι, προσορμίζομαι, εἰς ή πρὸς τόπον, σε Ηρόδ.· δεῦρο νοῦν ἔχε, έχε το νου σου εδώ, σε Ευρ.· πρός τι τὸν νοῦν ἔχ., σε Θουκ.
7. συγκρατώ, σταματώ, ανακόπτω, αναχαιτίζω, ἵππους, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· οὐ σχήσει χεῖρας, δεν θα συγκρατήσει, δεν θα εμποδίσει τα χέρια του, σε Ομήρ. Οδ.· ὀδύνας ἔχ., τις ανακούφισε, τις μετρίασε, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
8. κρατώ μακριά από, εμποδίζω, με γεν. πράγμ., τινὰ ἀγοράων, νεῶν, στο ίδ.· στην Αττ., σταματώ ή εμποδίζω από το να κάνει κάποιος κάτι, τοῦ μὴ καταδῦναι, σε Ξεν.· ἔσχον μὴ κτανεῖν, σε Ευρ.
9. κατακρατώ, παρακρατώ κάτι, χρήματα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
10. προφυλάσσω, διατηρώ ασφαλές, υπερασπίζω, προστατεύω, προασπίζω, σώζω, σε Ομήρ. Ιλ.
III. 1. με απαρ., έχω τα μέσα, τον τρόπο ή τη δύναμη να κάνω κάτι, είμαι ικανός, με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· χωρίς απαρ., οὔ πως εἶχε, δεν μπορούσε, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μετά τον Όμηρ., οὐκ ἔχω ὅπως, δεν ξέρω πώς, δεν γνωρίζω με ποιον τρόπο κ.λπ., σε Σοφ. κ.λπ.· οὐκ ἔχω ὅτι χρὴ λέγειν, σε Ξεν. Β. I. 1. αμτβ., παραμένω σε, βρίσκομαι σε μια κατάσταση, ἕξω, ὡς ὅτε τις λίθος..., θα κρατήσω γερά σαν βράχος..., σε Ομήρ. Οδ.· σχὲς οὗπερ εἶ, μείνε εκεί που είσαι, σε Σοφ.· ἔχειν κατὰ χώραν, μένω στον τόπο μου, σε Αριστοφ. κ.λπ.· διὰφυλακῆς ἔχειν, επιφυλάσσομαι, είμαι σε επιφυλακή, σε Θουκ.
2. με γεν., απέχω από κάτι, πολέμου, στον ίδ.
3. με γεν. επίσης, παίρνω μέρος σε, έχω να κάνω με κάτι, τέχνης, σε Σοφ.· απασχολούμαι ή ασχολούμαι, εργάζομαι, καταπιάνομαι με, ἀμφί τι, σε Αισχύλ.· περί τι, σε Ξεν.
II. απλώς, είμαι, συχνά με επιρρ. τρόπου, εὖ ἔχει, σε Ομήρ. Οδ.· καλῶς ἔχει, κακῶς ἔχει, Λατ. bene habet, male habet, πάει καλά, σε Αττ.· οὕτως ἔχει, έτσι έχει η υπόθεση, έτσι έχουν τα πράγματα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· συχνά με την προσθήκη γεν. τρόπου, εὖ ἔχειν τινός, έχει καλώς ως προς κάτι, υπάρχει αφθονία σε κάτι, σε Ηρόδ.· ὡς ποδῶν εἶχον, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να πάνε, στον ίδ.· ὥς τις εὐνοίας ἢ μνήμης ἔχοι, όπως κάθε άνδρας ένιωθε ή θυμόταν, σε Θουκ.
III. 1. κρατώ σε μία διεύθυνση, οδηγώ, διευθύνω, κατευθύνω προς, ἐπὶ τὸν ποταμόν, σε Ηρόδ.· ἔχ. εἴς τι, δείχνω προς ένα σημείο, τείνω, κλίνω, ρέπω, διευθύνομαι προς, στον ίδ.· τὸ ἐς Ἀργείους ἔχον, σε ό,τι αφορά αυτούς, στον ίδ.· επίσης, ἔπ' ὅσον ἔποψις εἶχε, όσο έφθανε, σε όση έκταση έφθανε η θέα, στον ίδ.
2. ἐπί τινι ἔχειν, τρέφω, έχω εχθρικά αισθήματα, τρέφω εχθρικές διαθέσεις προς κάποιον, στον ίδ., σε Σοφ.
IV. μετά τον Όμηρο, το ἔχω ενώνεται με μτχ. αορ. άλλου ρήματος, κρύψαντες ἔχουσι αντί κεκρύφασι, σε Ησίοδ.· ἀποκληΐσας ἔχεις αντί ἀποκέκλεικας, σε Ηρόδ.· μερικές φορές δίνει ενεστ. σημασία στον αόρ., όπως θαυμάσας ἔχω, βρίσκομαι σε κατάσταση θαυμασμού, έκπληξης, απορίας, κατάπληξης, σε Σοφ.· ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει, ο οποίος τώρα της συμπεριφέρεται ατιμωτικά, σε Ευρ.
2. η μτχ. ἔχων μαζί με ενεστ., προσθέτει την έννοια της διάρκειας στην παρούσα πράξη, όπως, τί κυπτάζεις ἔχων; γιατί εξακολουθείς να σκαλίζεις εκεί; σε Αριστοφ.· φλυαρεῖς, ληρεῖς ἔχων, δεν σταματάς, συνεχίζεις να φλυαρείς, να κοροϊδεύεις, σε Πλάτ.
3. πλεοναστ., ἐστὶν ἔχον = ἔχει, σε Ηρόδ.· ἐστὶν ἀναγκαίως ἔχον = ἔχει ἀναγκαίως, σε Αισχύλ. Γ. I. 1. Μέσ., πιάνομαι, κρατιέμαι πάνω σε, προσκολλώμαι σε, με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.
2. μεταφ., αφοσιώνομαι ή προσκολλώμαι σε κάτι, ἔργου, σε Ηρόδ.· ἐλπίδος, σε Ευρ.· τῆς αὐτῆς γνώμης, σε Θουκ.· θέτω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, απαιτώ, σε Ηρόδ.· δείχνω, επιδεικνύω ζήλο για, μάχης, σε Σοφ.
3. έρχομαι αμέσως μετά, ακολουθώ από κοντά, επακολουθώ, σε Ξεν.· τῆς πληγῆς ἔχεται, ακολουθεί το χτύπημα, σε Δημ.· λέγεται για λαούς ή χώρες, είμαι, βρίσκομαι κοντά, προσεγγίζω, συνορεύω, τινος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ ἐχόμενοι, οι όμοροι, οι γειτονικοί λαοί, στον ίδ.· λέγεται για χρόνο, τὸ ἐχόμενον ἔτος, το επόμενο, το ερχόμενο, το προσεχές έτος, σε Θουκ.
4. εξαρτώμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε, τινος ή ἔκ τινος, σε Όμηρ.
5. ανήκω σε, τινος, σε Ηρόδ.
II. αντέχω ή βαστώ για κάποιον, σε Όμηρ.
III. 1. συγκρατούμαι, συντηρώ, κρατώ την θέση μου, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με αιτ., κρατώ μακριά απ' τον εαυτό μου, αποκρούω, απωθώ, στο ίδ.
IV. διακόπτω, σταματώ, στο ίδ.· κρατιέμαι πίσω, απέχω, παραμένω μακριά ή αποφεύγω, σε Όμηρ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: v.
Meaning: possess, get(back-), have, aor. conquer, take (in possession), intr. hold oneself, med. id.;
Other forms: also ἴσχω, aor. σχεῖν, ἔσχον, fut. ἕξω, σχήσω (Il.), perf. act. ἔσχηκα (Pl. Lg. 765a), med. ἔσχημαι, aor. pass. ἐσχέθην (late).
Dialectal forms: Myc. e-ke (= ἔχει)
Compounds: very often with prefix in various meanings, ἀν-, ἀπ-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, μετ-, προσ-, συν- etc. As 1. member in e. g. ἐχέ-φρων, ἐχ-έγγυος, ἐχεπευκής (s. v.), ἐκεχειρία (s. v.); also ἰσχέ-θυρον a. o. (hell.); cf. Schwyzer 441; as 2. member e. g. in προσ-, συν-εχής with προσ-, συν-έχεια.
Derivatives: From the ε-grade (= present-stem): ἔχμα obstacle, support, defence (Il.) with ἐχμάζω (H., Sch.; cf. ὀχμάζω below); Myc. e-ka-ma?; ἕξις attitude, situation etc., often in derivv. of prefix-compp., e. g. πρόσ-, κάθ-εξις from προσ-, κατ-έχειν (Ion.-Att.); with (προσ-, καθ-) ἑκτικός (s. also s. v.); ἑξῆς s. v.; ἐχέ-τλη, -τλιον plough-handle (cf. καὶ ἡ αὖλαξ, καὶ ἡ σπάθη τοῦ ἀρότρου Η. and ἐχελεύειν ἀροτριᾶν H.); ἕκτωρ the holder (Lyc. 100; also Pl. Kra. 393a as explanation of the PN [s. v.]; Sapph. 157 as surname of Zeus); ἐχυρός s. v. From εὖ ἔχειν: εὑεξία good condition (Ion.-Att.; opposite καχεξία from κακῶς ἔχειν) with εὑέκ-της, -τικός, -τέω, also -τία (Archyt.); retrograde formation εὔεξος εὑφυής H. (not with Schwyzer 516 σο-Suffix). From the reduplicated present (s. below): ἰσχάς f. anchor (S. Fr. 761, Luc. Lex. 15); lengthened forms ἰσχάνω, -νάω (Il.). From the zero grade (= aorist-stem): σχέσις situation, character, relation, holding back (Ion.-Att.), often in derivv. from prefix-compp., e. g. ἀνά-, ἐπί-, ὑπό-, κατά-σχεσις from ἀνα-σχεῖν, -έσθαι etc.; σχῆμα (cf. σχ-ήσω) attitude, form, appearance (Ion.-Att.; Schwyzer 523); secondarily σχέμα (H.) Lat. schema f. (Leumann Sprache 1, 206); with σχηματίζω with σχημάτ-ισις, -ισμός etc.; verbal adjective ἄ-σχετος not to hold, irresistable (Il.); from virtual verbal adjectives come also the abstract-formations ἐπισχεσίη attitude, pretext (φ 71), ὑποσχεσίη promise (Ν 369, A. R.), cf. Schwyzer 469, Holt Les noms d'action en -σις 86f.; here also *σχερός (s. ἐπισχερώ), σχεδόν, σχέτλιος, σχολή, σκεθρός (s. vv.); (not to ἰσχύς). From the o-grade: ὄχοι m. pl. holder, preserver (λιμένες νηῶν ὄχοι ε 404); ὀχός fest, certain (Ph. Byz.), further in verbal adjectives to the prefix-compp. like ἔξ-, κάτ-, μέτοχος (from ἐξ-έχειν etc.); ὀχή f. holding, support (Call., Lyc., Ath.); to the prefix-compp. συν-, μετ-, ἐξ-, ἐπ-οχή etc. (from συν-έχειν etc.); ὀχεύς "holder", helm-strap, girdle-clasp, door-bolt etc. (Il.; cf. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 30, also on ὀχεύω pounce upon etc.; cf. s. v.); ὄχανον shield-holder (Anakr., Hdt.), also ὀχάνη (Plu.; cf. Chantraine Formation 198); ὀχυρός, s. ἐχυρός; ὄχμος fortress (Lyc.), ὄχμα πόρπημα H.; with ὀχμάζω hold fest (A., E.); adv. ὄχα widely, by far (ὄχ' ἄριστος Il.), ἔξοχα in front of (ἔχω 1πάντων; Il.). Reduplicated formation: ἀν-οκωχή s. v.; also (ἐν) συνεοχμῳ̃?; s. v., w. compositional lengthening: εὑωχέω, s. v. - On συνοκωχότε (Β 218) s. v.
Origin: IE [Indo-European] [888] *seǵh- hold, have
Etymology: ἔχω, with reduplication ἴ-σχ-ω (< *ἵ-σχ-ω, (σ)ί-σχ-ω), has an exact agreement in Skt. sáhate force, conquer (= ἔχεται, IE *séǵʰetoi); but the zero grade aorist and the other verbal forms are isolated (GAv. zaēma not = σχοῖμεν, s. Humbach Münch. Stud. 10, 39 n. 12). In Greek the word group knew a strong development; cf. Meillet Ἀντίδωρον 9ff., Porzig Gliederung 115f. On the other hand in Greek fail the neutral s-stem Skt. sáhas- force, srength, victoy, Av. hazah- id., Goth. sigis (cf. on ἐχυρός). The group is also represented in Celtic, e. g. in the Gaulish names Σεγο-δουνον, Sego-vellauni . - Older lit. and further forms in Bq s. v., Pokorny 888f.
2.
Grammatical information: v.
Meaning: transport
Other forms: in Pamph. Ϝεχέτω, Cypr. aor. ἔϜεξε (also Pamph. ἰσ-Ϝέξε?).
Derivatives: From there ἔχεσφιν ἅρμασιν H., also ὄχος chariot, ὄχλος, ὀχετός, ὀχέω s. vv.
Origin: IE [Indo-European] [1118] *u̯eǵh- move, drive
Etymology: Old, in Greek dying verb, represented in several IE languages. Several parallel forms: Ϝεχέτω = Lat. vehitō; Skt. váhati = Av. vazaiti = Lat. vehit carries, rides (IE *u̯éǵʰeti), Lith. vežù = OCS vezǫ = Lat. vehō; with ἔϜεξε agree, except for the loss of the lengthned grade in Greek (Schwyzer 751) the old s-aorists Lat. vēxī, OCS věsъ, Skt. ávākṣam. - Further s. ὄχος.

Middle Liddell

[for the poet. form ἔσχεθον v. *σχέθω [the aor2 mid. is also used in pass. sense.]
A. Trans., in two senses, to have or to hold:
I. to have, possess, Hom., etc.; ὁ ἔχων a wealthy man, Soph.; οἱ οὐκ ἔχοντες the poor, Eur.:—c. gen. partit., μαντικῆς ἔχ. τέχνης Soph.:—Pass. to be possessed by, belong to, τινι Il.
2. to have charge of, keep, πύλας Il.; φυλακὰς ἔχον kept watch, Il., etc.
3. c. acc. loci, to dwell in, inhabit, haunt, Hom., etc.
4. to have to wife, Hom., etc.
5. to have in one's house, to entertain, Od.
6. the pres. part. is joined with a Verb, ἔχων ἀτίταλλε kept and made much of, i. e. kept with special care, Il.; ὃς ἂν ἥκηι ἔχων στρατόν whoever may have come with an army, Hdt.
7. of Habits or Conditions, γῆρας ἔχ., periphrasis for γηράσκειν, Od.
8. like Lat. teneo, to know, understand, Il., Aesch.; ἔχεις τι; tenes? d' ye understand? Ar.
9. to involve, imply, give cause for, ἀγανάκτησιν Thuc.
ἔχειν σταθμόν to weigh so much, Hdt.
II. to hold, Hom., etc.; ἔχ. ἐν χερσίν Hdt.; μετὰ χερσίν Il.; διὰ χειρός Soph., etc.
2. to hold fast, ἔχειν τινὰ χειρός, ποδός to hold him by the hand, by the foot, Il.; ἔχειν τινὰ μέσον to grip one by the middle, of wrestlers, Ar.
3. of a woman, to be pregnant, Lat. utero gestare, Hdt.; ἐν γαστρὶ ἔχειν Hdt.
4. to hold out, bear up against, support, sustain an attack, Lat. sustinere; in which sense Hom. uses fut. σχήσω, σχήσομαι.
5. to hold fast, keep close, as bars do a gate, Il.: to enclose, Hom.
6. to hold or keep in a certain direction, like ἐπέχω, ὀϊστὸν ἔχε he aimed it, Il.; of horses or ships, to guide, drive, steer, Il.; then absol., τῆι ῥ' ἔχε that way he held his course, Il.:—also to put in, land, εἰς or πρὸς τόπον Hdt.; δεῦρο νοῦν ἔχε attend to this, Eur.; πρός τι τὸν νοῦν ἔχ. Thuc.
7. to hold in, stay, keep back, ἵππους Il., etc.; οὐ σχήσει χεῖρας will not withhold his hands, Od.; ὀδύνας ἔχ. to allay, assuage them, Il., etc.
8. to keep away from, c. gen. rei, τινὰ ἀγοράων, νεῶν Il.:—in Attic to stop or hinder from doing, τοῦ μὴ καταδῦναι Xen.; ἔσχον μὴ κατανεῖν Eur.
9. to keep back, withhold a thing, χρήματα Od., etc.
to hold in guard, keep safe, protect, Il.
III. c. inf. to have means or power to do, to be able, c. inf., Hom., etc.:—with inf. omitted, οὔπως εἶχε he could not, Il.
2. after Hom., οὐκ ἔχω ὅπως I know not how, etc., Soph., etc.; οὐκ ἔχω ὅ τι χρὴ λέγειν Xen.
B. intr. to hold oneself, to keep so and so, ἕξω, ὡς ὅτε τις λίθος . . I will hold fast, as a stone . ., Od.; σχὲς οὗπερ εἶ keep where thou art, Soph.; ἔχειν κατὰ χώραν to keep in one's place, Ar., etc.; διὰ φυλακῆς ἔχειν to keep on one's guard, Thuc.
2. c. gen. to keep from, πολέμου Thuc.
3. c. gen., also, to take part in, have to do with, τέχνης Soph.: to be engaged or busy, ἀμφί τι Aesch.; περί τι Xen.
II. simply to be, often with Advs. of manner, εὖ ἔχει Od.; καλῶς ἔχει, κακῶς ἔχει, Lat. bene habet, male habet, it is going on well, Attic; οὕτως ἔχει so the case stands, Ar., etc.:—a gen. modi is often added, εὖ ἔχειν τινός to be well off for a thing, abound in it, Hdt.; ὡς ποδῶν εἶχον as fast as they could go, Hdt.; ὥς τις εὐνοίας ἢ μνήμης ἔχοι as each man felt disposed or remembered, Thuc.
III. to lead towards, ἐπὶ τὸν ποταμόν Hdt.; ἔχ. εἴς τι, to point towards, tend towards, Hdt.; τὸ ἐς Ἀργείους ἔχον what concerns them, Hdt.; also, ἔπ' ὅσον ἔποψις εἶχε so far as the view extended, Hdt.
2. ἐπί τινι ἔχειν to have hostile feelings towards . ., Hdt., Soph.
IV. after Hom., ἔχω is joined with aor. part. of another Verb, κρύψαντες ἔχουσι for κεκρύφασι, Hes.; ἀποκληΐσας ἔχεις for ἀποκέκλεικας, Hdt.;—sometimes it gives a pres. sense to the aor., as, θαυμάσας ἔχω I am in a state of wonderment, Soph.; ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει who now treats her with dishonour, Eur.
2. the part. ἔχων, with the pres., adds a notion of duration, as, τί κυπτάζεις ἔχων; why do you keep poking about there? Ar.; φλυαρεῖς, ληρεῖς ἔχων you keep chattering, trifling, Plat.
3. pleonast., ἐστὶν ἔχον = ἔχει, Hdt.; εστὶν ἀναγκαίως ἔχον = ἔχει ἀναγκαίως, Aesch.
C. Mid. to hold on by, cling to, c. gen., Hom., etc.
2. metaph. to cleave or cling to, ἔργου Hdt.; ἐλπίδος Eur.; τῆς αὐτῆς γνώμης Thuc.: to lay claim to a thing, Hdt.; to be zealous for, μάχης Soph.
3. to come next to, follow closely, Xen.; τῆς πληγῆς ἔχεται follows up the blow, Dem.:—of peoples or places, to be close, touch, border on, τινος Hdt., etc.; οἱ ἐχόμενοι the neighbouring people, Hdt.: of time, τὸ ἐχόμενον ἔτος the next year, Thuc.
4. to depend on, τινος or ἔκ τινος Hom.
5. to pertain to, τινος Hdt.
II. to bear or hold for oneself, Hom.
III. to maintain oneself, hold one's ground, Il.
2. c. acc. to keep off from oneself, repel, Il.
IV. to stop oneself, stop, Il.:— to keep oneself back, abstain or refrain from, Hom., etc.

Frisk Etymology German

ἔχω: 1.
{ékhō}
Forms: auch ἴσχω, Aor. σχεῖν, ἔσχον, Fut. ἕξω, σχήσω (seit Il.), Perf. Akt. ἔσχηκα (Pl. Lg. 765a), Med. ἔσχημαι, Aor. Pass. ἐσχέθην (spät), myk. e-ke (= ἔχει) usw.
Grammar: v.
Meaning: ‘besitzen, (zurück-)halten, haben’, Aor. erobern, in Besitz nehmen, intr. sich verhalten, Med. ‘sich (fest)halten’;
Composita: sehr oft mit Präfix in verschiedenen Bedeutungen, ἀν-, ἀπ-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, μετ-, προσ-, συν- usw. Als Vorderglied in mehreren Rektionskompp., z. B. ἐχέφρων, ἐχέγγυος, ἐχεπευκής (s. d.), ἐκεχειρία (s. d.); auch ἰσχέθυρον u. a. (hell.); vgl. Schwyzer 441; als Hinterglied z. B. in προσ-, συνεχής mit προσ-, συνέχεια.
Derivative: Ableitungen. 1. Von der ε-Stufe (= Präsensstamm): ἔχμα Hindernis, Stütze, Schutzwehr (ep. seit Il.) mit ἐχμάζω (H., Sch.; vgl. ὀχμάζω unten); myk. e-ka-ma?; ἕξις Haltung, Zustand, oft in Ableitungen von Präfixkompp., z. B. πρόσ-, κάθεξις von προσ-, κατέχειν (ion. att.); davon (προσ-, καθ-) ἑκτικός (s. auch s. v.); ἑξῆς s. bes.; ἐχέτλη, -τλιον s. bes.; ἕκτωρ der Halter (Lyk. 100; auch Pl. Kra. 393a als Erklärung des EN [s. d.]; Sapph. 157 als Bein. des Zeus); ἐχυρός s. bes. Zusammenbildung aus εὖ ἔχειν: εὐεξία Wohlbefinden (ion. att.; Gegensatz καχεξία von κακῶς ἔχειν) mit εὐέκτης, -τικός, -τέω, auch -τία (Archyt.); retrograde Bildung εὔεξος· εὐφυής H. (nicht mit Schwyzer 516 σο-Suffix). 2. Vom reduplizierten Präsens (vgl. unten): ἰσχάς f. Anker (S. Fr. 761, Luk. Lex. 15); erweiterte Formen ἰσχάνω, -νάω (ep. seit Il.). 3. Von der Schwundstufe (= Aoriststamm): σχέσις Zustand, Beschaffenheit, Verhältnis, das Zurückhalten (ion. att.), oft in Ableitungen von Präfixkompp., z. B. ἀνά-, ἐπί-, ὑπό-, κατάσχεσις von ἀνασχεῖν, -έσθαι usw.; σχῆμα (vgl. σχήσω) Haltung, Gestalt, Erscheinung (ion. att.; Schwyzer 523); sekundär σχέμα (H.) > lat. schĕma f. (Leumann Sprache 1, 206); davon σχηματίζω mit σχημάτισις, -ισμός usw.; Verbaladjektiv ἄσχετος nicht zu halten, unwiderstehlich (ep. seit Il., poet. u. spät); von virtuellen Verbaladjektiva gehen auch aus die Abstraktbildungen ἐπισχεσίη das Verhalten, der Vorwand (φ 71), ὑποσχεσίη das Versprechen (Ν 369, A. R., Kall.), vgl. Schwyzer 469, Holt Les noms d’action en -σις 86f.; hierher noch *σχερός (s. ἐπισχερώ), σχεδόν, σχέτλιος, σχολή, σκεθρός (s. bes.); vgl. auch ἰσχύς. 4. Von der o-Stufe: ὄχοι m. pl. Halter, Bewahrer (λιμένες νηῶν ὄχοι ε 404); ὀχός fest, sicher (Ph. Byz.), sonst in Verbaladjektiva zu den Präfixkompp. wie ἔξ-, κάτ-, μέτοχος (von ἐξέχειν usw.); ὀχή f. das Halten, Stütze (Kall., Lyk., Ath.); zu den Präfixkompp. συν-, μετ-, ἐξ-, ἐποχή usw. (von συνέχειν usw.); ὀχεύς "Halter", Helmriemen, Gurtspange, Türriegel (seit Il.; vgl. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 30, wo auch ὀχεύω bespringen usw. angereiht wird; vgl. s. v.); ὄχανον Schildhalter (Anakr., Hdt. u. a.), auch ὀχάνη (Plu.; vgl. Chantraine Formation 198); ὀχυρός, s. ἐχυρός; ὄχμος Festung (Lyk.), ὄχμα· πόρπημα H.; dazu ὀχμάζω festhalten (A., E.); Adv. ὄχα weitaus (ὄχ’ ἄριστος Il. u. a.), ἔξοχα voraus (~πάντων usw.; Il. usw.). 5. Reduplizierte Bildung: ἀνοκωχή s. bes.; auch (ἐν) συνεοχμῳ̃?; s. d. 6. Kompositionefle Dehnung: εὐωχέω, s. d. — Zu συνοκωχότε (Β 218) s. bes.
Etymology: Das thematische Wurzelpräsens ἔχω, woneben mit Reduplikation ἴσχω (aus *ἵσχω, (σ)ίσχω), hat eine genaue Entsprechung in aind. sáhate bewältigt, besiegt (= ἔχεται, idg. *séĝhetai); dagegen steht der schwundstufige Aorist ebenso wie die übrigen Verbalformen isoliert (g. aw. zaēma nicht = σχοῖμεν, s. Humbach Münch. Stud. 10, 39 A. 12). Die starke Entwicklung der Wortgruppe im Griechischen geht mit dem Bedeutungs- und Funktionsfeld Hand in Hand; vgl. Meillet Ἀντίδωρον 9ff., Porzig Gliederung 115f. Anderseits fehlt im Griechischen der neutr. s-Stamm aind. sáhas- Gewalt, Stärke, Sieg, aw. hazah- ib., got. sigis (vgl. zu ἐχυρός). Die Wortsippe ist auch im Keltischen vertreten, z. B. mit den gallischen Namen Σεγοδουνον, Sego-vellauni (s. auch zu ἐχέτλη); sie wird auch in alteuropäischen Flußnamen vermutet, z. B. *Segia > Seye, *Segontia > Sionce, s. Krahe Beitr. z. Namenforschung 5, 103f., Hubschmid Vox Romanica 3, 64f. — Ältere Lit. und weitere Formen bei Bq s. v., WP. 2, 481f., Pokorny 888f.
Page 1,603-604
2.
{ékhō}
Forms: nur in pamph. ϝεχέτω, kypr. Aor. ἔϝεξε (auch pamph. ἰσϝέξε̄?).
Grammar: v.
Meaning: hintragen, darbringen
Derivative: Davon ἔχεσφιν· ἅρμασιν H., auch ὄχος Wagen, ὄχλος, ὀχετός, ὀχέω s. dd.
Etymology: Altes, im Griechischen absterbendes Verb, das in der Mehrzahl der idg. Sprachen Vertreter hat. Zu den griech. Formen finden sich mehrere Gegenstücke: ϝεχέτω = lat. vehitō; entsprechende thematische Wurzelpräsentia sind noch aind. váhati = aw. vazaiti = lat. vehit führt, fährt (idg. *u̯éĝheti), lit. vežù = aksl. vezǫ = lat. vehō; zu ἔϝεξε stimmt bis auf die im Griechischen verlorengegangene Dehnstufe (Schwyzer 751) die alten s-Aoriste lat. vēxī, aksl. věsъ, aind. ávākṣam. — Weiteres s. ὄχος.
Page 1,604

Chinese

原文音譯:œcw 誒何
詞類次數:動詞(709)
原文字根:有 相當於: (אָחוּז‎ / אָחַז‎) (מִמְשָׁק‎)
字義溯源:持*,有,拿,是,要,得,懷,娶,能,帶,擁,戴,穿,積,居,見,收,以,領,受,准,害,領受,存,近,正,包,會,守,指定,掌管,佔有,後天,次日,第二,實際,從事,。保存,存著,含著,持有,持守,抓住;用在:得著,附著,有著,有⋯附著,技能,條件上。基督徒‘有’神的靈,這靈帶進神的生命,恩典,平安,屬靈的恩賜和救恩。這些不是個人持有,乃是與基督在神裏一同持有,一同分享( 西3:2,3,4; 約壹5:12)。因為基督乃是信徒的生命,所以信徒必須活在基督裏。參讀 (ἀγρεύω) (ἀναλογίζομαι) (ἀντέχω)同義字
同源字:1) (ἀνέχομαι)恒忍 2) (ἀντέχω)堅持 3) (ἀπέχω)得出結果 4) (ἕξις)習慣 5) (ἐξοχή)著名 6) (ἐπέχω)等待 7) (ἔχω)持 8) (κακουχέω)虐待 9) (κατέχω)緊握 10) (μετέχω)分享 11) (παρέχω)提供 12) (περιέχω)包含 13) (περιοχή)內容 14) (προέχω / προκατέχω)自認比別人強 15) (προσέχω)專心向著 16) (συγκακουχέομαι)同受虐待 17) (συνευωχέομαι)一同宴樂 18) (συνέχω)共同持有 19) (συνοχή)抑制 20) (ὑπερέχω)自持高超 21) (ὑπεροχή)傑出 22) (ὑπέχω)忍受
出現次數:總共(711);太(73);可(71);路(78);約(88);徒(45);羅(25);林前(49);林後(22);加(5);弗(8);腓(10);西(7);帖前(8);帖後(1);提前(14);提後(6);多(2);門(4);來(39);雅(10);彼前(5);彼後(5);約壹(28);約貳(4);約叄(2);猶(2);啓(100)
譯字彙編
1) 有(254)數量太多,不能盡錄;
2) 你們⋯有(19) 太17:20; 太26:11; 可4:40; 可14:7; 可14:7; 路17:6; 路24:41; 約5:38; 約6:53; 約12:8; 約12:36; 約13:35; 約16:33; 林前4:15; 林前6:4; 林前6:7; 林前11:22; 林後9:8; 來10:36;
3) 拿著(17) 太26:7; 啓1:16; 啓1:18; 啓5:8; 啓6:2; 啓6:5; 啓7:2; 啓8:3; 啓8:6; 啓10:2; 啓14:17; 啓14:18; 啓15:2; 啓17:1; 啓20:1; 啓21:9; 啓21:15;
4) 是(16) 太13:5; 可5:23; 可11:32; 路24:39; 約4:44; 約16:22; 約19:11; 徒11:3; 徒21:13; 徒23:25; 羅12:4; 林前6:19; 林前15:34; 來7:27; 來10:1; 彼後2:14;
5) 有的(15) 太13:12; 太25:29; 太25:29; 可4:25; 可4:25; 路3:11; 路8:18; 路8:18; 路8:18; 路19:26; 路19:26; 路24:39; 林前7:29; 林前11:22; 加2:4;
6) 我有(14) 路7:40; 路12:50; 路16:28; 約8:26; 約10:18; 約19:10; 羅15:17; 腓2:20; 門1:7; 門1:8; 約叄1:13; 啓2:4; 啓2:14; 啓2:20;
7) 我們有(13) 太3:9; 路3:8; 約8:41; 羅12:4; 林後4:7; 林後4:13; 弗2:18; 來4:15; 來6:19; 來8:1; 來13:10; 彼後1:19; 約壹2:1;
8) 你們有(13) 太5:46; 太6:8; 太15:34; 太21:21; 太27:65; 可6:38; 可8:5; 可8:18; 可11:25; 約21:5; 羅6:21; 雅2:1; 啓3:4;
9) 我們⋯有(13) 太14:17; 太26:65; 可8:16; 可14:63; 約19:15; 羅5:2; 林前8:1; 林後3:4; 弗3:12; 帖後3:9; 約壹1:6; 約壹1:7; 約壹1:8;
10) 我⋯有(11) 路11:6; 約4:17; 約4:17; 約10:16; 徒24:15; 徒25:26; 林前7:25; 林前9:4; 林前9:5; 林後2:4; 約叄1:4;
11) 就有(9) 約5:24; 約6:54; 約16:21; 徒28:29; 羅6:22; 林前9:17; 來5:14; 約壹5:10; 約壹5:12;
12) 要(8) 可3:26; 可11:3; 路19:31; 路19:34; 路22:37; 腓2:29; 帖前4:9; 彼前4:5;
13) 得(8) 可3:29; 約3:16; 約5:40; 約6:40; 約8:6; 羅1:13; 羅13:3; 林後7:5;
14) 他們⋯有(8) 太27:16; 可8:14; 路14:14; 約2:3; 羅10:2; 來11:15; 啓9:10; 啓22:5;
15) 有⋯的(7) 太11:15; 太13:9; 太13:43; 太25:28; 路3:11; 路3:11; 徒27:39;
16) 他有(6) 可3:22; 可3:30; 徒9:14; 徒23:17; 徒23:18; 加6:4;
17) 得著(6) 太6:1; 可2:17; 徒9:31; 林前12:23; 來7:6; 約壹5:15;
18) 你有(6) 路12:19; 約6:68; 徒23:19; 林前4:7; 啓2:6; 啓3:8;
19) 有⋯附著(4) 可7:25; 路4:33; 路8:27; 路13:11;
20) 他有⋯附著(4) 太11:18; 可9:17; 路7:33; 約10:20;
21) 在(4) 林後10:15; 來9:8; 來11:25; 啓4:8;
22) 懷(4) 太5:23; 太24:19; 路21:23; 帖前5:3;
23) 所有的(4) 太13:44; 路19:26; 約16:15; 林後8:11;
24) 著(4) 可2:17; 路5:31; 路15:7; 徒2:47;
25) 有著(4) 太18:8; 太18:9; 可11:13; 腓1:23;
26) 有了(3) 約14:21; 林後4:1; 約壹5:12;
27) 能(3) 路12:4; 路14:28; 羅15:23;
28) 我要(3) 約16:12; 提前1:12; 提後1:3;
29) 你⋯有(3) 約4:11; 約4:18; 約8:57;
30) 害(3) 可1:32; 可1:34; 路7:2;
31) 他所有的(3) 太13:46; 太18:25; 林後8:12;
32) 娶(3) 太14:4; 可6:18; 約3:29;
33) 他⋯有的(3) 太13:12; 太25:29; 可4:25;
34) 我是(3) 林前12:21; 林前12:21; 提後1:3;
35) 當有(3) 林前7:2; 林前7:2; 雅1:4;
36) 持有(3) 來6:9; 啓2:24; 啓9:14;
37) 懷了(2) 太1:18; 羅9:10;
38) 帶著(2) 約12:6; 約13:29;
39) 牠們有(2) 啓9:8; 啓9:11;
40) 受了(2) 彼後2:16; 約壹2:20;
41) 他們就⋯有(2) 約15:22; 約15:24;
42) 我⋯有的(2) 約17:5; 徒3:6;
43) 使(2) 提前3:4; 彼後1:15;
44) 你就⋯有(2) 約13:8; 約19:11;
45) 他⋯是(2) 路23:17; 約2:25;
46) 他⋯有(2) 可12:6; 西4:13;
47) 且(2) 徒24:23; 徒24:25;
48) 他們有(2) 路16:29; 約17:13;
49) 作(2) 啓12:17; 啓19:10;
50) 你⋯有的(2) 路18:22; 啓3:11;
51) 持守(2) 羅14:22; 提前3:9;
52) 用(2) 徒2:44; 來5:12;
53) 我們既然有(2) 林後7:1; 來4:14;
54) 他已是(2) 約9:21; 約9:23;
55) 擁有(2) 可10:22; 雅4:2;
56) 他們以(2) 太14:5; 太21:46;
57) 你所有的(2) 可10:21; 啓3:1;
58) 准(2) 路14:18; 路14:19;
59) (有)(2) 太9:12; 路6:8;
60) 都娶過(2) 可12:23; 路20:33;
61) 必有(2) 太1:23; 路18:22;
62) 你⋯能(1) 啓2:3;
63) 牠有(1) 啓13:11;
64) 就當(1) 來12:28;
65) 就懷著(1) 啓12:12;
66) 他們⋯作(1) 啓6:9;
67) 你們⋯已有的(1) 啓2:25;
68) 戴著(1) 啓14:14;
69) 掌管著(1) 啓15:1;
70) 我們曾有(1) 來12:9;
71) 我們⋯所受(1) 約壹4:21;
72) 我們⋯可以(1) 約壹4:17;
73) 我們⋯存(1) 約壹5:14;
74) 我們⋯領受的(1) 約貳1:5;
75) 掌管(1) 啓15:6;
76) 有⋯的人(1) 太7:29;
77) 我們在(1) 來13:14;
78) 她有(1) 啓12:6;
79) 能有(1) 約壹1:3;
80) 我們就可以(1) 約壹2:28;
81) 含著(1) 約壹4:18;
82) 牠們⋯有(1) 啓9:9;
83) 自己⋯有(1) 啓12:12;
84) 存著(1) 彼前3:16;
85) 要有(1) 彼前4:8;
86) 我就有(1) 猶1:3;
87) 你們必受(1) 啓2:10;
88) 他是(1) 啓9:11;
89) 她懷(1) 啓12:2;
90) 我們⋯就可以(1) 約壹3:21;
91) 該有(1) 彼前2:12;
92) 你們有人(1) 啓2:14;
93) 有人(1) 啓2:15;
94) 以(1) 彼前2:16;
95) 你們⋯得著(1) 雅4:2;
96) 你有⋯附著了(1) 約7:20;
97) 有⋯附著的(1) 約8:48;
98) 就是(1) 來7:24;
99) 你們⋯得(1) 林後1:15;
100) 他所⋯有的(1) 林後8:12;
101) 我⋯加(1) 腓2:27;
102) 你⋯得(1) 約4:11;
103) 你有⋯附著(1) 約8:52;
104) 有⋯了(1) 約9:41;
105) 他們⋯有的(1) 徒25:19;
106) 就⋯可(1) 徒4:14;
107) 可以⋯得(1) 約20:31;
108) 他⋯所有(1) 約14:30;
109) 我們⋯用的(1) 約13:29;
110) 我⋯會(1) 林前13:2;
111) 我們⋯得著(1) 羅15:4;
112) 你們⋯所有(1) 西1:4;
113) 我們⋯得蒙(1) 西1:14;
114) 我們⋯得以(1) 來10:19;
115) 你當⋯守著(1) 提後1:13;
116) 還是⋯麼(1) 可8:17;
117) 曾有過⋯的(1) 可5:15;
118) 你們⋯懷有(1) 雅3:14;
119) 你們⋯受的(1) 約壹2:7;
120) 他們⋯以(1) 太21:26;
121) 你們⋯當有(1) 可11:22;
122) 懷⋯的(1) 可13:17;
123) 我⋯包(1) 路19:20;
124) 他已經有⋯了(1) 路19:25;
125) 我們⋯要(1) 路22:71;
126) 他⋯要(1) 路17:9;
127) 我⋯是(1) 西2:1;
128) 她⋯能的(1) 可14:8;
129) 得⋯著(1) 路8:6;
130) 你們⋯要(1) 約壹2:27;
131) 我在(1) 林後12:14;
132) 她所有(1) 路21:4;
133) 都有(1) 約3:15;
134) 你已有(1) 約4:18;
135) 他見(1) 約4:52;
136) 這是(1) 路20:24;
137) 我必(1) 路14:18;
138) 也有(1) 路7:8;
139) 帶(1) 路9:3;
140) 後天(1) 路13:33;
141) 他如此(1) 約5:6;
142) 要得著(1) 約8:12;
143) 帶有(1) 約18:10;
144) 需(1) 徒2:45;
145) 實際(1) 徒4:35;
146) 有麼(1) 徒7:1;
147) 你們將要有(1) 約16:33;
148) 他們是(1) 約15:22;
149) 附著的(1) 約8:49;
150) 他們得著(1) 約10:10;
151) 得的(1) 約10:10;
152) 用得著(1) 路5:31;
153) 他們就必(1) 可16:18;
154) 有甚麼(1) 太18:25;
155) 能得(1) 太19:16;
156) 將有(1) 太19:21;
157) 佔有(1) 太21:38;
158) 他們前(1) 太14:16;
159) 來的(1) 太13:27;
160) 穿(1) 太3:4;
161) 那裏(1) 太3:14;
162) 積(1) 太13:5;
163) 娶過(1) 太22:28;
164) 你可得回(1) 太25:25;
165) 你必有(1) 可10:21;
166) 她所有的(1) 可12:44;
167) 拿(1) 可14:3;
168) 她們正(1) 可16:8;
169) 應當有(1) 可9:50;
170) 居(1) 可5:3;
171) 鄰近的(1) 可1:38;
172) 他們還有(1) 可2:19;
173) 既(1) 可4:5;
174) 附著(1) 徒8:7;
175) 是有(1) 徒12:15;
176) 可以(1) 腓3:4;
177) 因(1) 腓3:9;
178) 你們以(1) 腓3:17;
179) 來(1) 帖前1:8;
180) 從事(1) 腓1:30;
181) 都是(1) 弗5:5;
182) 已是(1) 林後10:6;
183) 我們得著(1) 弗1:7;
184) 他可以有餘(1) 弗4:28;
185) 我們是(1) 帖前1:9;
186) 你們乃是(1) 帖前3:6;
187) 是比(1) 來3:3;
188) 將(1) 來5:12;
189) 他可(1) 來6:13;
190) 得到(1) 來6:18;
191) 掌有(1) 來2:14;
192) 你以(1) 門1:17;
193) 持守著(1) 提前1:19;
194) 她們被(1) 提前5:12;
195) 將會(1) 提後2:17;
196) 所有(1) 林後6:10;
197) 你們能(1) 林後5:12;
198) 第二(1) 徒21:26;
199) 誠是(1) 徒24:9;
200) 存(1) 徒24:16;
201) 見(1) 徒25:16;
202) 次日(1) 徒20:15;
203) 他曾經(1) 徒18:18;
204) 的持守(1) 徒15:36;
205) 附有(1) 徒16:16;
206) 要看(1) 徒17:11;
207) 他就有(1) 羅4:2;
208) 便有(1) 羅5:1;
209) 必(1) 林後1:9;
210) 叫我有(1) 林後2:3;
211) 既有(1) 林後3:12;
212) 我們就要得著(1) 林後5:1;
213) 我有所(1) 林前15:31;
214) 必受(1) 林前7:28;
215) 收(1) 林前5:1;
216) 因有(1) 林前6:1;
217) 領受(1) 林前7:7;
218) 指定的(1) 來7:5

Mantoulidis Etymological

Θέμα: σεχμέ τροπή τοῦ σ σέ δασεία γίνεται ἕχ καί μέ ἀνομοίωση τῆς δασείας σέ ψιλή, ἐπειδή ἀκολουθεῖ τό δασύ χ, γίνεται ἔχω. Παρατ.: ἐ-σεχ-ον → ἔ-εχ-ον → μέ συναίρεση: εἶχον. Μέλλοντας: σεχ-σ-ω → ἕξω (διατηρεῖται ἡ δασεία, διότι δέν ἀκολουθεῖ τό δασύ χ ὅπως στόν ἐνεστ.) Ἀόρ.: ἔ-σεχ-ον → ἔσχον. Παρακ. ἀπό θέμα σεχ → σχε → σχη → ἔσχηκα (ἀπό ἐδῶ καί ό μέλλοντας: σχήσω).
Παράγωγα: ἐχυρός (=ἀσφαλισμένος), ὀχυρός, ἐνέχυρον, ἐκεχειρία, ἐχῖνος (=ἀχινός, σκαντζόχοιρος), ὄχος (=ὄχημα), ὀχή (=στήριγμα), ἔνοχος, ἔξοχος, κάτοχος, μέτοχος, ὑπέροχος, ἡνίοχος, ἀνοχή, ἀντοχή, ἀποχή, ἐνοχή, ἐξοχή, κατοχή, μετοχή, παροχή, περιοχή, ὑπεροχή, συνοχή, ἀνακωχή (=διακοπή στίς ἐχθροπραξίες), εὐωχῶ, εὐωχία, ὀχεύς, ἕστωρ (=πάσσαλος), Ἕκτωρ, ἐχέτωρ (=αὐτός πού κρατάει), ὄχανον (=λαβή ἀσπίδας), ὄχα (ἐπιρρ. = ἔξοχα), ἐχέθυμος = ἐχέφρων (=συνετός), ἐχέμυθος (=πού κρατάει τό μυστικό), ἐχέγγυος (=ἀξιόπιστος), ἐχομένως (=στή σειρά), ἐχόντως, συνεχής, νουνεχής, κληροῦχος, δαδοῦχος., πολιοῦχος, ραβδοῦχος, σκηπτοῦχος, εὐνοῦχος, ἑκτέος,-ον, ἀφεκτέον, ἀνθεκτέον, μεθεκτέον, παρεκτέον, προσεκτέον, συνεκτέον, ὑφεκτέον, ἀνεκτέος,-ον, ἑκτικός (=συνηθισμένος), ἀνεκτικός, ἀνθεκτικός, ἐφεκτικός, περιεκτικός, συνεκτικός, καχεκτικός (=ἀσθενικός), ἑκτός, ἀνεκτός, δυσάνεκτος, καθεκτός, εὐκάθεκτος, δυσκάθεκτος, ἕξις (=συνήθεια), κάθεξις (=κατοχή), μέθεξις (=συμμετοχή), εὐεξία (=καλή κατάσταση τοῦ σώματος), καχεξία, ἑξῆς καί ὁμηρ. ἑξείης (=στή σειρά), καθεξῆς, ἐφεξῆς (=ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο), πλεονεκτῶ, σχέσις, ἐπίσχεσις (=σταμάτημα), ἀνάσχεσις, κατάσχεσις, σχεδόν, σχέδιος (=κοντινός, πρόχειρος), σχεδία, σχεδιάζω, σχέτλιος (=δυστυχισμένος), σχῆμα, σχηματίζω, σχολή (=ἀπραξία), σχολάζω, σχετικός, σχετίζομαι, ἐπισχετέος, ἀνασχετός, ἀκατάσχετος, ἄσχετος, κατάσχετος, κακουχία, κλειδοῦχος, κληροῦχος, μειονεξία, πλεονεξία, πλεονέκτης, πρόσχημα, ταλαντοῦχος.

Léxico de magia

1 poseer, tener de la divinidad el poder ἔρχου μοι ὡδὶ αἶψα, ὁ ἔχων τὴν ἐξουσίαν ven junto a mí, aquí, inmediatamente, tú que tienes el poder P XII 147 P LVIII 10 ἐγώ εἰμι ὁ ἐπὶ τοῦ λωτοῦ τὴν δύναμιν ἔχων yo soy el que sobre el loto tiene el poder SM 6 1 la justicia κύριε, χαῖρε, ... ὁ τὸ δίκαιον ἔχων señor, te saludo, tú que posees la justicia P XII 184 la verdad σὺ δέ ... ὁ ἔχων τὴν ἄψευστον ἀλήθειαν tú, el que posee la verdad infalible P XII 257 P XXI 21 2 sostener c. suj. la divinidad, algo como símbolo σε καλῶ, ... τὸν ἐπ' οὐρανίων σκῆπτρον βασίλειον ἔχοντα a ti te llamo, el que sostiene el cetro real sobre los seres celestiales P IV 263 P IV 271 φάνηθί μοι, κύριε, ... ὁ ἔχων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς στέφανον χρύσεον muéstrate a mí, señor, el que tiene sobre la cabeza una corona de oro P IV 1027 c. suj. el mago λαβὼν κλῶνα δάφνης ἑπτάφυλλον ἔχε ἐν τῇ δεξιᾷ χειρί toma una rama de siete hojas de laurel y sosténla con la mano derecha P I 264 κλάδους δὲ δάφνης ἔχων ἐν χερσίν sosteniendo en tus manos ramas de laurel P II 21 στολίσας σεαυτὸν προφητικῷ σχήματι ἔχε ἐβεννίνην ῥάβδον ἐν τῇ λαιᾷ χειρί vestido a la manera de un profeta sostén una varilla de ébano en la mano izquierda P I 279 περιελίξας (τὸ πτερὸν) ὀθονίῳ βυσσίνῳ, ὡς βιβλίον ἔχε μετὰ χεῖρας envuelve el ala en tela de lino y sosténla en tus manos como un libro P VII 339 3 mantener, tener algo en el cuerpo κυνοκεφαλίδιον βοτάνην λαβὼν κείμενος ἔχε ὑπὸ τὴν γλῶττάν σου toma una planta de boca de dragón y tenla mientras duermes bajo la lengua P VII 620 ἔχε δὲ καὶ κατὰ τοῦ τραχήλου κιννάμμωμον ten también alrededor del cuello cinamomo P XIII 100 P XIII 112 P XIII 655 P XIII 668 4 mantener las manos en determinada posición τὰς χεῖρας ἐντὸς ἔχων λέγε τὸ ὄνομα manteniendo las manos dentro, di el nombre P XIII 251 ἀμφοτέρας ἔχων ἐπὶ τοῦ στομάχου, λέγε manteniendo ambas manos en la boca di P XIII 830 P XIII 831 P XIII 833 λέγε δὲ ἔχων συμπεπλεγμένας τὰς χεῖρας κατὰ κεφαλῆς habla manteniendo las manos entrelazadas sobre la cabeza P LXXII 14